Κατήχηση, Κυριακοδρόμιο

Κυριακή ΙΣτ’ Ματθαίου (Των Ταλάντων) – Πόσα σου ‘δωσε εσένα; – 07/02/2021

Σήμερα διαβάσαμε ένα τμήμα (Κεφ. 25, στιχ. 14-30) από το Ευαγγέλιο του Ματθαίου, στο οποίο περιγραφόταν το γεγονός της σχέσεως κάθε ανθρώπου με το Θεό, όσον αφορά τα προσόντα και τις ευθύνες του ανθρώπου.

Γιατί ο ένας πήρε πέντε τάλαντα, ο άλλος δύο τάλαντα και ο τρίτος ένα τάλαντο;

Προφανώς τάλαντο σημαίνει ακριβώς τα δεδομένα με τα οποία προίκισε ο Θεός τον καθένα από εμάς. Και επειδή στην συνέχεια της Ευαγγελικής διήγησης ο Θεός επιστρέφει από την αποδημία Του και ζητάει απολογισμό για τα τάλαντα τα οποία έδωσε, όλοι μας, τις περισσότερες φορές, προτιμάμε να είμαστε στην κατηγορία του ότι: «Ξέρεις, εγώ δεν έχω κανένα τάλαντο. Ξέρεις εγώ πήρα κάτι πολύ μικρό». Πήρα ένα τάλαντο θα λέγαμε.

Είναι η τραγωδία του να αδυνατεί να συλλάβει ο καθένας από μας το τι μπορεί να σημαίνει αξιολογική αναβάθμιση αλλά και ευθύνη. Δηλαδή, αφού μου δίνει κάποια τάλαντα με εμπιστεύεται. Αυτό είναι μια απόδειξη της ποιότητας που επενδύει στο πρόσωπό μου, αλλά φυσικά και ευθύνη για μένα. Τις περισσότερες φορές όμως από πνευματική ανωριμότητα δε θέλουμε κάτι τέτοιο. Η ευθύνη μάς τρομάζει. Από μικροί χτίζουμε μέσα μας μια λογική αποφυγής να αναλάβουμε μια ευθύνη. Επικρατεί η “λογική”: «Γιατί να το κάνω εγώ αυτό;». Ή: «Εγώ θα βγάλω το φίδι από την τρύπα;». Και ενστερνιζόμαστε ακριβώς μια λογική απόσυρσης και αποφυγής της ευθύνης, γιατί έχουμε το άγχος ότι κάποια στιγμή θα λογοδοτήσουμε. Εδώ έρχεται ο Χριστός και μας λέει:

– Έλα εσύ, είχες πάρει πέντε τάλαντα. Τί τα έκανες;

Απάντηση:

– Δούλεψα μ’ αυτά και έκανα άλλα πέντε.

Του λέει:

– Μπράβο. Ήσουνα στα λίγα πιστός, ἐπί πολλῶν σε καταστήσω. Σ’ αυτά τα λίγα πού σού έδωσα αποδείχθηκες άνθρωπος στον όποιο μπορεί κάνεις να στηριχτεί, τώρα λοιπόν θα σού δώσω ακόμα περισσότερα. Και εννοεί βεβαίως τη Βασιλεία του Θεού.

Και συνεχίζει με τον δεύτερο:

– Εσύ πόσα πήρες;

– Εγώ πήρα δύο τάλαντα.

– Και λοιπόν τι τα ‘κανες;

– Τα αύξησα με άλλα δύο. Τα έκανα τέσσερα.

Και ακριβώς, όπως και στον προηγούμενο, του λέει:

– Αποδείχθηκες σ’ αυτά τα λίγα έμπιστος, θα σε καταστήσω τώρα σε πολλά. Δηλαδή: Θα γίνεις μέτοχος της Βασιλείας του Θεού.

Υπάρχει μια ιστορία για κάποιον από τους Βασιλιάδες της πάλαι ποτέ Ελληνικής δυναστείας, που λέει ότι κάποτε ένας από αυτούς βρέθηκε σ’ ένα χωριό και συνάντησε ένα τσομπάνη. Τον ρώτησε:

– Tι κάνεις; Πώς περνάς; Πώς είναι η ζωή σου;

– Βόσκω τα πρόβατα μου, Βασιλιά μου, και συντηρώ το σπίτι μου.

– Και τι προσδοκάς να ‘χει κατάληξη όλη αυτή η δουλειά;

Του απαντά εκείνος, ο όποιος ήταν ένας συνετός γέρος:

– Ό,τι θα ‘χει και η δική σου ζωή. Ό,τι κερδίσεις, συ Βασιλιά μου, αυτό ελπίζω να κερδίσω κι εγώ.

Εκείνος έμεινε έκπληκτος γιατί σκέφτονταν ανόητα και ρηχά και του λέει:

– Μα τι είναι αυτά που λες; Πώς φαντάστηκες κάτι τέτοιο;

– Εγώ βασιλιά μου συγχωρά με, του απαντά, άλλα ξέρω τι λέω. Εσύ πρέπει να ξανασκεφτείς αυτό που σου είπα. Και οι δύο θα καταλήξουμε σε ιδίων διαστάσεων τόπο. Από κει και μετά, ο καθένας αν δούλεψε σωστά αυτά πού του ‘δωσε ο Θεός θα πάει  στην Βασιλεία του Θεού· αν όχι…! Δεν πρόκειται να πας «κάπου καλύτερα» εσύ, επειδή είσαι βασιλιάς εδώ. Αν δουλέψεις σωστά αυτά πού σου ‘δωσε ο Θεός, θα πας στη Βασιλεία του Θεού· αν δεν τα δουλέψεις, θα πας στην κόλαση. Τα ίδια ισχύουν και για μένα.

Κάθε άνθρωπος έχει μόνιμη την απορία-αγωνία: Ο Θεός μού έδωσε κάποιο τάλαντο; Εγώ τι το κάνω;

Έρχεται κατόπιν στην Ευαγγελική διήγηση και η περίπτωση του τρίτου, που του ‘δωσε ένα τάλαντο κι εκείνος το παίρνει και το χώνει κάπου, το παραμερίζει, το αφήνει στην άκρη αχρησιμοποιήτο και… “ασφαλές”, γιατί φοβάται την ευθύνη. Και όταν έρχεται ο Χριστός του λέει:

– Τι έκανες αυτό που σου έδωσα;

– Να το! Να το! Αυτό που μου ‘δωσες το ‘χω ακέραιο! Πάρ’ το αν θες πάλι.

– Μα δεν σου το έδωσα για να μου το ξαναδώσεις!

Θυμηθείτε, αδελφοί μου, ένα πολύ όμορφο τροπάριο της Μ. Εβδομάδας, που “τραγουδάει” αυτό το περιστατικό, αυτό το κομμάτι του Ευαγγελίου. Λέει: «Ἰδού σοι τό τάλαντον ὁ Δεσπότης ἐμπιστεύει ψυχή μου», δηλαδή «Να ο Χριστός σου εμπιστεύεται κάτι». Και συνεχίζει: «Φόβῳ δέξαι τό χάρισμα, δάνεισαι τῷ δεδωκότι». Τι σημαίνει αυτό; Αυτόν, ο οποίος σού το ‘δωσε, δάνεισέ του το.

Ο τρίτος δούλος έρχεται και λέει στον Χριστό:

– Να το δικό σου! Πάρ’ το! Το είχα τυλίξει μέσα σ’ ένα πουγκί για να μην το χάσω γιατί ήξερα ότι είσαι σκληρός και θα μου το απαιτήσεις.

Και ο Χριστός του λέει:

– Καλά, τόσο ανόητος είσαι; Δεν το έδινες τουλάχιστον στους τραπεζίτες;

Ποιοι είναι οι τραπεζίτες, αδελφοί μου;

Κάποτε ήταν ένας βασιλιάς της Γερμανίας, που ονομάζονταν Φρειδερίκος Γουλιέλμος ο Δ’ (1795-1861). Συζητούσε λοιπόν κάποια μέρα μ’ έναν τραπεζίτη. Εκείνος ο τραπεζίτης, αφού τελείωσε η συζήτηση τους, του λέει:

– Βασιλιά μου, έχω πολύ καιρό μια απορία και τώρα θέλω να στην πω. Με συγχωρείς που είναι επί προσωπικού η απορία και παρακαλώ μη παρεξηγηθείς γι’ αυτό που θα ρωτήσω!

– Όχι, του λέει ο βασιλιάς, είμαστε φίλοι και δεν πρόκειται να παρεξηγηθώ· μη φοβάσαι.

Τον ρωτάει λοιπόν:

– Εσύ βασιλιάς ολόκληρης της Πρωσίας, ποσά χρήματα άραγε έχεις;

– Α, του λέει εκείνος, έχω  4.000 μάρκα!

– Έλα τώρα! Μη με κοροϊδεύεις. Εσύ ολόκληρος βασιλιάς κι έχεις μόνο 4.000 μάρκα;

Τον χτυπάει λοιπόν ο Γουλιέλμος στον ώμο και του λέει:

– Κακά τα ψέμματα, καλέ μου φίλε! 4.000 μάρκα έχω.

– Γιατί επιμένεις και με ειρωνεύεσαι έτσι;

– Δεν σε ειρωνεύομαι καθόλου. Το πιστεύω απολύτως. 4.000 μάρκα έχω δώσει ελεημοσύνη. Αυτά είναι δικά μου. Συνεπώς, αυτά έχω.

Είναι η ιστορία του τροπαρίου που λέει: Δάνεισαι τῷ δεδωκότι. Δάνεισε αυτού που σου τα ‘δωσε για να τα ‘χεις. Έχει μονιμότητα κάτι όταν είναι του Χριστού και ανήκει στον Χριστό. Όλα τα υπόλοιπα είναι προσωρινά και παροδικά. Όλα θα τα αφήσουμε και θα φύγουμε κάποια στιγμή. Άμα δεν το κατανοήσει κανείς αυτό κυνηγάει χίμαιρες. Δεν θα καταλάβει ότι θα έχουμε μόνον ό,τι δώσαμε. Σώζεται ό,τι θυσιαστεί, γιατί μόνον έτσι αποκτά μονιμότητα. Γι’ αυτό οι άνθρωποι, όταν συναντούσαν ένα ζητιάνο που είχε ανάγκη του έδιναν ό,τι μπορούσαν με την αίσθηση ότι το δίνουν στον Χριστό. Μάθαιναν να αγαπάνε και αποκτούσαν συγγένεια μ’ Αυτόν που είναι Αγάπη. Έκαναν τον Χριστό απέναντι τους χρεώστη!

Στην Π. Διαθήκη ο προφήτης Δανιήλ λέει στον Βασιλιά Ναβουχοδονόσορα: «Τάς ἁμαρτίας σου, ἐν ἐλεημοσύναις λύτρωσαι, καί τάς ἀνομίας σου ἐν οἰκτιρμοῖς πενήτων». Δηλαδή, τις αμαρτίες σου μπορείς να τις καλύψεις με την ελεημοσύνη.

Ξεκινώντας την διηγηση της παραβολής ο Χριστός κάνει δύο ουσιαστικές επεξηγήσεις. Πρώτον λέει ότι: «Παρέδωκεν αὐτοῖς τά ὑπάρχοντα αὐτοῦ». Τους έδωσε δηλαδή ό,τι είχε και δεν είχε! Πώς να εννοήσει κανείς αυτό; Τους έδωσε την αγάπη, που είναι ο όλος εαυτός Του, αφού Αυτός είναι Αγάπη. Και δεύτερον: «Ἑκάστῷ κατά τήν ἰδίαν δύναμιν». Μια μεγαλειώδης διευκρίνηση. Δηλαδή, μέσα στο μυστήριο της ζωής που συναπαρτίζεται από άπειρες άγνωστες παραμέτρους, ο Θεός παρ’ ότι μας βλέπει μοναδικά απαιτεί απ’ όλους τα ίδια! Δεν θα γύρευε από κανέναν περισσότερα, των δυνάμεων-δυνατοτήτων του. Από αυτόν που πήρε ένα τάλαντο δεν θα του ζητήσει δέκα. Απλώς ζητάει να εκδιπλώσουμε τις δυνατότητές μας.

Αυτός που πήρε πέντε αν τα έκανε οκτώ θα ήταν σε χειρότερη μοίρα από αυτόν που πήρε ένα και το είχε κάνει δύο! Σέβεται ο Χριστός απόλυτα τα προσωπικά μας δεδομένα και αυτό είναι μια πελώρια χαρά και ελπίδα. Από όλους μας τελικά το ίδιο γυρεύει, όχι ως αποτέλεσμα, αλλά ως αναλογία.

Σ’ όλους μας τελικά τα ΙΔΙΑ δίνει, που δεν είναι απαραιτήτως ΙΣΑ.

Εμείς ας Του δανείσουμε τα τάλαντά “μας”.


Ἐκ τοῦ κατά Ματθαῖον

(Κεφ. κε’, 14-30)

 O Κύριος εἶπε τήν ἑξῆς παραβολή:

     – Ἕνας ἄνθρωπος πού ἤθελε νά ἀποδημήσει, κάλεσε τούς δού­λους του καί τούς παρέδωσε τά ὑπάρχοντά του. Στόν ἕνα ἔδωσε πέντε τά­λαν­τα· στόν ἄλλο δύο· καί στόν ἄλλο ἕνα. Στόν καθένα κατά τίς ἱκανότη­τές του. Καί ἀφοῦ ρύθμισε τά ὑ-πάρχοντά του, ἔφυγε γιά ταξεῖδι μακρινό.

          Ἐκεῖνος λοιπόν πού πῆρε τά πέντε τάλαντα, πῆγε καί ἔκανε μέ αὐ­­τά διάφορες δουλειές, ἀπό τίς ὁποῖες κέρδισε ἄλλα πέντε τάλαντα. Τό ἴδιο ἔκανε καί ἐκεῖνος πού πῆρε τά δύο τάλαντα. Καί κέρδισε καί αὐτός ἄλλα δύο. Μά ἐκεῖνος πού εἶχε πάρει τό ἕνα τάλαντο, πῆγε ἔσκαψε καί ἄνοιξε ἕνα λάκκο στήν γῆ· καί ἔκρυψε ἐκεῖ τά χρήματα τοῦ Κυρίου του.

Καί μετά ἀπό πολύ καιρό, ἦλθε πάλι ὁ Κύριος τῶν δούλων ἐκεί-νων, καί ζήτησε νά ρυθμίσει τούς λογαριασμούς του μαζί τους.

Ἐμφανίστηκε λοιπόν ἐνώπιόν του ἐκεῖνος, πού εἶχε πάρει τά πέντε τάλαντα, καί τοῦ εἶπε:

– Κύριε, πέντε τάλαντα μοῦ παρέδωσες. Κοίτα, ἐγώ μέ αὐτά κέρ­δισα ἄλλα πέντε.

Τοῦ ἀπάντησε ὁ Κύριός του:

– Εὖγε, καλέ καί πιστέ μου δοῦλε! Σέ αὐτά τά λίγα ὑπῆρξες πιστός· σέ πολλά θά σοῦ δώσω ἁρμοδιότητα καί ἐξουσία. Εἴσελθε εἰς τήν χαρά τοῦ Κυρίου σου.

Μετά ἐμφανίστηκε ἐνώπιόν του καί ἐκεῖνος, πού εἶχε πάρει τά δυό τάλαντα. Καί τοῦ εἶπε:

– Κύριε, δύο τάλαντα μοῦ παρέδωσες· κοίτα, μέ αὐτά κέρδισα ἄλ­λα δύο.

Τοῦ ἀπάντησε ὁ Κύριός του:

– Εὖγε, δοῦλε μου ἀγαθέ καί πιστέ! Σέ λίγα ὑπῆρξες πι­στός· σέ πολλά θά σοῦ δώσω ἁρμοδιότητα καί ἐξουσία. Εἴσελθε εἰς τήν χα­ρά τοῦ Κυρίου σου.

Τέλος ἐμφανίστηκε ἐνώπιόν του καί ἐκεῖνος, πού εἶχε πάρει τό ἕνα τάλαντο, καί τοῦ εἶπε:

– Κύριε, σέ ξέρω. Εἶσαι ἄνθρωπος σκληρός. Θέλεις νά θερίζεις ἐκεῖ πού δέν ἔσπειρες· καί νά συνάγεις ἀπό ἐκεῖ πού δέν σκόρπισες. Καί φοβήθηκα, καί πῆγα καί ἔκρυψα τό τάλαντό σου στήν γῆ· πᾶρε λοιπόν πάλι τό δικό σου.

Τοῦ ἀπάντησε ὁ Κύριός του καί τοῦ εἶπε:

– Ὥστε ἔτσι, δοῦλε πονηρέ· θερί­ζω, ἐκεῖ πού δέν ἔσπειρα· καί συνάγω ἀπό ἐκεῖ πού δέν σκόρπισα! Μά τότε θά ἔπρεπε νά ἔχεις καταθέσει τά χρήματά μου στήν τράπεζα, ὥστε ἐγώ, ὅταν θά ἐπέ-στρεφα, θά εἶχα τήν δυνατότητα νά εἰσπράξω τά χρή­ματά μου μέ τόκο. Πάρτε το λοιπόν τό τάλαντο ἀπό αὐτόν, καί δῶστε το σ᾿ ἐκεῖ-νον πού ἔχει τά δέκα τάλαντα. Γιατί σέ ἐκεῖνον πού ἔχει ἐκεῖνα πού πρέπει νά ἔχει, θά τοῦ δίνω πολλά· ἐνῶ ἀπό ἐκεῖνον πού δέν φρόντισε νά ἔχει ἐκεῖνα πού ἔπρεπε νά ἔχει, θά τοῦ ἀφαιρεθοῦν καί ἐκεῖνα τά λίγα πού ἔχει. Καί αὐτόν τόν ἀπρό­κοφτο δοῦλο μου, πού δέν θέλει νά δουλεύει γιά μένα, ρίχτε τον στό σκό­τος τό ἐξώτερο. Ἐκεῖ θά εἶναι ὁ κλαυθμός καί ὁ βρυγμός τῶν ὀδόντων.-

Αφήστε μια απάντηση