Επιστολή, Κατήχηση

Επιστολή του Πάπα Φραγκίσκου προς τους ιερείς με την ευκαιρία των 160 χρόνων από το θάνατο του αγίου JEAN-MARIE VIANNEY, Τον εφημέριο της ARS

Στους αδελφούς μου ιερείς.

 

 Αγαπητοί αδελφοί,

Γιορτάζουμε τα 160 χρόνια από τον θάνατο του Αγίου Εφημερίου της Ars, που ο Πάπας Πίος ο 11ος τον παρουσίασε ως τον προστάτη άγιο όλων των εφημερίων του κόσμου[1]. Θέλω να σας γράψω αυτή την επιστολή με την ευκαιρία της εορτής του, όχι μόνο στους εφημέριους, αλλά και σ΄ εσάς όλους, αδελφοί ιερείς που, αθόρυβα, “εγκαταλείπετε” τα πάντα για να δεσμευτείτε στην καθημερινή ζωή των κοινοτήτων σας. Σ’ εσάς που, όπως ο Εφημέριος της Ars, δουλεύετε μες στο “χαράκωμα”, σηκώνετε στους ώμους σας το βάρος της ημέρας και τον καύσωνα (βλ. Μτ 20, 12) και, εκτεθειμένοι σε άπειρες περιστάσεις, “διακινδυνεύετε” καθημερινά και χωρίς να υπολογίζετε πολύ τον εαυτό σας, για να μπορείτε να φροντίζετε τον Λαό του Θεού και να τον συντροφεύετε. Απευθύνομαι σε κάθε έναν από εσάς που, τόσο συχνά, με τρόπο θυσιαστικό και αφανή, μέσα στον κόπο ή στην κούραση, στην αρρώστια ή στη μοναξιά, αναλαμβάνετε την αποστολή σας στην υπηρεσία του Θεού και του λαού του και, παρά τις δυσκολίες της πορείας, γράφετε τις πιο ωραίες σελίδες της ιερατικής οδού.

Προ καιρού εκδήλωνα στους Ιταλούς Επισκόπους την έγνοια μου ότι οι ιερείς μας, σε πολλές περιοχές, αισθάνονται γελοιοποιημένοι και “ενοχοποιημένοι” για εγκλήματα που δεν έπραξαν. Και τους έλεγα ότι θα έπρεπε να βρίσκουν στο πρόσωπο του επισκόπου τους την εικόνα του μεγάλου αδελφού και του πατέρα που θα τους ενθαρρύνει σ’ αυτούς τους δύσκολους καιρούς, θα τους παρακινεί και θα τους υποστηρίζει καθ’ οδόν[2].

Ως μεγαλύτερος αδελφός και ως πατέρας, επιθυμώ κι εγώ να είμαι πλησίον, πρώτα για να σας ευχαριστήσω εξ ονόματος του αγίου πιστού Λαού του Θεού για όλα όσα δέχεται από εσάς και, επιστρεπτικώς, να σας ενθαρρύνω να ανανεώσετε αυτούς τους λόγους που ο Κύριος με τόση τρυφερότητα πρόφερε τη μέρα της χειροτονίας μας και που αποτελούν την πηγή της χαράς μας: «Δεν σας αποκαλώ πια δούλους… σας αποκαλώ φίλους» (Ιω 15, 15)[3].

 

ΟΔΥΝΗ

«Είδα τη δυστυχία του λαού μου» (Εξ 3, 7 )

Τώρα τελευταία ακούσαμε ακόμα πιο καθαρά την κραυγή, συχνά αθόρυβη και υποβαθμισμένη σε σιωπή, των αδελφών μας θυμάτων κατάχρησης της εξουσίας, κατάχρησης της συνείδησης και σεξουαλικής κατάχρησης από μέρους χειροτονημένων λειτουργών. Χωρίς καμιά αμφιβολία, πρόκειται για περίοδο οδύνης στη ζωή των θυμάτων που υπέστησαν διάφορες μορφές κατάχρησης. Και βέβαια ισχύει το ίδιο και για τις οικογένειές τους και για το σύνολο του λαού του Θεού.

Όπως το γνωρίζετε, έχουμε στρατευθεί αποφασιστικά στην εφαρμογή των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων ώστε να προωθηθεί, ριζικά, μια παιδεία βασισμένη στην ποιμαντική μέριμνα, κατά τέτοιο τρόπο που οι καταχρήσεις να μη βρίσκουν έδαφος να αναπτύσσονται και, ακόμα λιγότερο, να διαιωνίζονται. Δεν πρόκειται για έργο εύκολο και βραχυπρόθεσμο, απαιτεί τη στράτευση όλων. Αν στο παρελθόν, η παράλειψη μπόρεσε να μετασχηματιστεί σε μια μορφή αντίρρησης, σήμερα θέλουμε η μετάνοια, η διαφάνεια, η ειλικρίνεια και η αλληλεγγύη με τα θύματα να γίνουν ο δικός μας τρόπος να φτιάχνουμε την ιστορία και να μας βοηθήσουν να είμαστε πιο προσεκτικοί σε κάθε είδους ανθρώπινη οδύνη[4].

Αυτή η οδύνη δεν είναι με κανένα τρόπο αδιαφορία για τους ιερείς. Μπόρεσα να το διαπιστώσω αυτό στις διάφορες ποιμαντικές επισκέψεις στην επισκοπή μου και σε άλλες όπου είχα την ευκαιρία να συναντηθώ και να συζητήσω προσωπικά με ιερείς. Πολλοί από αυτούς μου εκδήλωσαν την αγανάκτησή τους για ό,τι συνέβη, καθώς και μια κάποια αδυναμία αφού «εκτός από την προσπάθεια που απαιτεί η αφιέρωσή τους, βίωσαν την οδύνη που γεννούν η υποψία και το γεγονός ότι εκ νέου εγκαλούνται, επειδή συνέβη να προκαλέσουν σε λίγους ή πολλούς την αμφιβολία, τον φόβο και την έλλειψη εμπιστοσύνης»[5]. Πολλές είναι οι επιστολές ιερέων που μοιράζονται αυτή την ίδια αίσθηση. Από την άλλη, είναι παρήγορο να συναντάει κανείς ιερείς που, όταν διαπιστώνουν και μαθαίνουν την οδύνη των θυμάτων και του Λαού του Θεού, κινητοποιούνται, αναζητούν λέξεις και τρόπους ελπίδας.

Χωρίς να θέλουμε ν’ αρνηθούμε το κακό που προκάλεσαν μερικοί από τους αδελφούς μας, θα ήταν άδικο να μην είμαστε ευγνώμονες σε τόσους ιερείς που, με σταθερότητα και εντιμότητα, δίνουν όλο τον εαυτό τους και όλα τους τα υπάρχοντα για το καλό των άλλων (βλ Β’ Κορ 12, 15) και αναπτύσσουν μια πνευματική πατρότητα ικανή να τους κάνει να κλαίνε μετά κλαιόντων. Είναι αμέτρητοι οι ιερείς που τη ζωή τους την κάνουν έργο ευσπλαχνίας, σε περιοχές ή σε περιστάσεις συχνά τόσο αφιλόξενες, απομακρυσμένες ή εγκαταλειμμένες, ακόμα και με κίνδυνο της ίδιας της ζωής τους. Χαιρετίζω και εκφράζω την εκτίμησή μου στο θαρραλέο και σταθερό σας παράδειγμα που, σε στιγμές σύγχυσης, ντροπής και οδύνης, μας δείχνει ότι εσείς συνεχίζετε να διακινδυνεύετε με χαρά για το Ευαγγέλιο[6].

Είμαι πεπεισμένος ότι, στο μέτρο που είμαστε πιστοί στο θέλημα του Θεού, οι χρόνοι κάθαρσης της Εκκλησίας που ζούμε θα μας κάνουν πιο ευτυχείς και πιο απλούς, και θα είναι, σ’ ένα προσεχές μέλλον, πολύ γόνιμοι. «Ας μην αποθαρρυνόμαστε ! Ο Κύριος τώρα εξαγνίζει τη Νύμφη του και μας μεταστρέφει όλους σ’ Εκείνον. Μας κάνει να περάσουμε την εμπειρία της δοκιμασίας, ώστε να καταλάβουμε ότι χωρίς Αυτόν είμαστε σκόνη. Τώρα μας σώζει από την υποκρισία και από τη φαινομενική πνευματικότητα. Φυσάει το Πνεύμα του για να ξαναδώσει την ομορφιά στη Νύμφη του, που συνελήφθη επ’ αυτοφόρω μοιχευομένη. Θα μας κάνει καλό να διαβάσουμε σήμερα το κεφάλαιο 16 του Ιεζεκιήλ. Είναι η ιστορία της Εκκλησίας. Είναι η ιστορία μου, μπορεί να πει καθένας μας. Και στο τέλος, έστω και μέσα από τη ντροπή σου, θα συνεχίσεις να είσαι ο ποιμένας. Η ταπεινή μας μετάνοια, που παραμένει σιωπηλή, μέσα στα δάκρυα, μπροστά στο τερατώδες της αμαρτίας και στο αβυθομέτρητο μέγεθος της συγγνώμης του Θεού, αυτή η ταπεινή μετάνοια είναι η αρχή της αγιότητάς μας»[7].

 

ΕΥΓΝΩΜΟΣΥΝΗ

«Δεν παύω να ευχαριστώ για σας τον Θεό,

όταν σας αναφέρω στις προσευχές μου» (Εφ 1, 16)

Η κλήση δεν είναι μόνο μια επιλογή από μέρους μας, είναι η απάντηση σε ένα κάλεσμα δωρεάν από τον Κύριο. Είναι καλό να επανερχόμαστε ακαταπόνητα στα χωρία εκείνα του Ευαγγελίου όπου βλέπουμε τον Ιησού να προσεύχεται, να διαλέγει και να καλεί τους μαθητές να είναι «μαζί του και να τους στέλνει να κηρύττουν το Ευαγγέλιο» (Μαρκ 3, 14).

Θα ήθελα στο σημείο αυτό να θυμίσω ένα μεγάλο δάσκαλο της ιερατικής ζωής στον τόπο της γέννησής μου, τον πατέρα Lucio Gera, που, μιλώντας σε μια ομάδα ιερέων σε μια εποχή διαφόρων δοκιμασιών στη Λατινική Αμερική, τους έλεγε: «Πάντα, αλλά προπάντων σε στιγμές δοκιμασίας, πρέπει να γυρίζουμε πίσω σ’ αυτές τις φωτεινές στιγμές όταν βιώναμε την εμπειρία της κλήσης του Κυρίου να αφιερώσουμε ολόκληρη τη ζωή μας στην υπηρεσία του». Μου αρέσει να το αποκαλώ αυτό «δευτερονομική μνήμη της κλήσης» που μας επιτρέπει να επανερχόμαστε «σ’ εκείνο το διάπυρο σημείο όπου η χάρη του Θεού με άγγιξε στην αρχή του δρόμου. Σ’ αυτήν ακριβώς τη σπίθα μπορώ να ανάβω τη φωτιά για το σήμερα, για κάθε μέρα, και να φέρνω ζεστασιά και φως στους αδελφούς και στις αδελφές μου. Σ’ αυτή τη σπίθα ανάβει μια χαρά ταπεινή, μια χαρά που δεν προσβάλλει τον πόνο και την απελπισία, μια χαρά καλή και γλυκιά»[8].

Κάποια μέρα, προφέραμε ένα “ναι” που γεννήθηκε και μεγάλωσε μέσα σε μια χριστιανική κοινότητα χάρη σ’ αυτούς τους αγίους «της διπλανής πόρτας»[9] που μας έδειξαν με μια απλή πίστη ότι άξιζε τον κόπο να τα δώσουμε όλα για τον Κύριο και για τη Βασιλεία του. Ένα “ναι” που το βεληνεκές του είχε και θα έχει μια τόσο ασύλληπτη σπουδαιότητα ώστε πολύ συχνά να μην κατορθώνουμε να φανταστούμε όλο το καλό που αυτό υπήρξε και που είναι ικανό να προκαλέσει. Πόσο ωραίο είναι, ένας ηλικιωμένος ιερέας να βλέπει να τον επισκέπτονται και να τον περιβάλλουν εκείνα τα μικρά – ήδη ενήλικες – που είχε βαφτίσει νήπια και που, με ευγνωμοσύνη , έρχονται να του παρουσιάσουν την οικογένειά τους! Ανακαλύπτουμε τότε πως είχαμε χρισθεί για να χρίσουμε και ότι το χρίσμα του Θεού δεν αποτυχαίνει ποτέ, πράγμα που με κάνει να λέω μαζί με τον Απόστολο: «Δεν παύω να ευχαριστώ, όταν σας θυμάμαι» (Εφ 1, 16) εσάς και κάθε καλό που κάνετε.

Σε στιγμές θλίψης, αστάθειας, όπως σε στιγμές αδυναμίας και εκδήλωσης των ορίων μας, όταν ο χειρότερος από όλους τους πειρασμούς είναι να κάθεσαι και να αναμασάς την απελπισία[10], θρυμματίζοντας το βλέμμα, την κρίση και την καρδιά, σ’ αυτές τις στιγμές είναι σημαντικό -θα έφτανα μάλιστα να πω καίριο- όχι μόνο να μην χάνουμε τη ευγνώμονα μνήμη της διάβασης του Κυρίου από τη ζωή μας, τη μνήμη του σπλαχνικού του βλέμματος που μας κάλεσε να τα παίξουμε όλα στο πρόσωπό του και στον λαό του, αλλά επίσης να έχουμε το θάρρος αυτή τη μνήμη να την κάνουμε να περάσει μέσα στις πράξεις μας και μαζί με τον ψαλμωδό να μπορούμε να ψάλουμε τον δικό μας δοξολογικό ύμνο, γιατί «αιώνια είναι η αγάπη του» (Ψλ 135).

Η ευγνωμοσύνη είναι πάντα ένα «όπλο ισχυρό». Μόνο αν μπορούμε να “θεωρήσουμε” και να εκτιμήσουμε συγκεκριμένα όλες τις κινήσεις αγάπης, γενναιοψυχίας, αλληλεγγύης και εμπιστοσύνης, όπως και συγγνώμης, υπομονής, καρτερικότητας και συμπάθειας με τις οποίες αντιμετωπιστήκαμε, τότε θα αφήσουμε το Πνεύμα να μας προσφέρει αυτό το δροσερό αεράκι το ικανό να ανανεώσει (όχι να μπαλώσει) τη ζωή μας και την αποστολή μας. Όπως έγινε με τον Πέτρο το πρωινό της “θαυμαστής αλιείας”, όταν η συνείδηση τόσων ευεργεσιών μπορεί να κάνει να ξεπηδήσει μέσα μας η ικανότητα θαυμασμού και ευγνωμοσύνης που μας φέρνει στο σημείο να διακηρύξουμε: «Απομακρύνσου από μένα, Κύριε, γιατί είμαι ένας άνθρωπος αμαρτωλός» (Λκ 5, 8). Και ας ακούσουμε ακόμα μια φορά από το στόμα του Κυρίου την κλήση του: «Μη φοβάσαι, από τώρα θα ψαρεύεις ανθρώπους» (Λκ 5, 10), γιατί «αιώνια είναι η αγάπη του» (Ψλ 135).

Αγαπητοί αδελφοί, ευχαριστώ για την πιστότητά σας στις δεσμεύσεις που αναλάβατε. Είναι μεγάλης σημασίας το γεγονός ότι, σε μια κοινωνία και σ’ έναν πολιτισμό που έχει μετασχηματίσει “το επιπόλαιο” σε αξία, υπάρχουν άνθρωποι που διακινδυνεύουν και ζητούν να αναλάβουν δεσμεύσεις που απαιτούν ολόκληρη τη ζωή. Στην ουσία λέμε ότι συνεχίζουμε να πιστεύουμε στον Θεό που δεν ακύρωσε ποτέ τη διαθήκη του, ενώ εμείς την έχουμε ακυρώσει αμέτρητες φορές. Αυτό μας καλεί να γιορτάσουμε την πιστότητα του Θεού που δεν παύει να μας εμπιστεύεται, να πιστεύει και να διακινδυνεύει, παρά τα όριά μας και τις αμαρτίες μας, και μας καλεί να κάνουμε κι εμείς το ίδιο. Με τη συνείδηση ότι έχουμε έναν θησαυρό σε οστράκινα σκεύη (βλ 2 Κο 4, 7), γνωρίζουμε ότι ο Κύριος θριαμβεύει μέσα στην αδυναμία (βλ 2 Κο 12, 9),ότι δεν παύει να μας στηρίζει και να μας καλεί, δίνοντάς μας εκατονταπλασίονα όσων προσφέραμε (βλ Μκ 10, 29-30), γιατί «αιώνια είναι η αγάπη του».

Ευχαριστώ για τη χαρά με την οποία προσφέρατε τη ζωή σας, αποκαλύπτοντας μια καρδιά που, στη διάρκεια των ετών, πάλεψε και παλεύει για να μη συρρικνωθεί και παραξενέψει, αλλά αντίθετα κάθε μέρα να πλαταίνει από την αγάπη για τον Θεό και για τον λαό του, μια καρδιά που, όπως και το καλό κρασί, ο χρόνος δεν την ξυνίζει, αλλά τη βελτιώνει όλο και περισσότερο, γιατί «αιώνια είναι η αγάπη του».

Ευχαριστώ για την προσπάθεια να ενισχύετε τους δεσμούς αδελφοσύνης και φιλίας οι πρεσβύτεροι μεταξύ σας και με τον επίσκοπό σας, με την αμοιβαία σας υποστήριξη, φροντίζοντας τους αρρώστους, αναζητώντας τους μοναχικούς, εκτιμώντας και μαθαίνοντας τη σοφία των ηλικιωμένων, μοιραζόμενοι τα υλικά αγαθά, γνωρίζοντας να κλαίτε και να γελάτε από κοινού. Πόσο απαραίτητα είναι αυτά τα διαστήματα! Και βέβαια δείχνοντας σταθερότητα και εγκαρτέρηση όταν πρέπει ν’ αντιμετωπίσετε μια δύσκολη αποστολή ἠ να ενθαρρύνετε έναν αδελφό να αναλάβει τις ευθύνες του, γιατί «αιώνια είναι η αγάπη του».

Ευχαριστώ για τη μαρτυρία εγκαρτέρησης και υπομονής στην ποιμαντική δέσμευση που, πολλές φορές, μας οδηγεί, ωθούμενους από την παρρησία του ποιμένα[11], να πολεμάμε με τον Κύριο στην προσευχή, όπως ο Μωυσής σ’ εκείνη τη θαρραλέα και ριψοκίνδυνη διαμεσολάβηση για τον λαό (βλ Αρ 14, 13-19. Εξ 32, 30-32. Δτ 9, 18-21), γιατί «αιώνια είναι η αγάπη του».

Ευχαριστώ γιατί λειτουργείτε κάθε μέρα την Ευχαριστία και ποιμαίνετε με ευσπλαχνία στο μυστήριο της συμφιλίωσης, χωρίς αυστηρότητα, ούτε ελευθεριότητα, επιφορτιζόμενοι τα πρόσωπα και συνοδεύοντάς τα στο δρόμο της επιστροφής προς την καινούργια ζωή που ο Κύριος μας την προσφέρει σε όλους. Ξέρουμε ότι, χάρις στις βαθμίδες της ευσπλαχνίας, μπορούμε να κατεβούμε ως τα βάθη της ανθρώπινης μοίρας μας -συμπεριλαμβανομένου του ευάλωτου και των αμαρτιών- και, ταυτόχρονα, να αγγίξουμε την κορυφή της θεϊκής τελειότητας: «Γίνεσθε εύσπλαχνοι[…]καθώς ο πατήρ υμών εύσπλαχνος εστί»[12]. Και μπορούμε έτσι να είμαστε «ικανοί να αναθερμάνουμε την καρδιά των ανθρώπων, να βαδίσουμε μαζί τους μέσα στη νύχτα, να ξέρουμε να διαλεγόμαστε μαζί τους και μάλιστα να κατεβαίνουμε μέσα στη νύχτα τους και στα σκοτάδια τους χωρίς να χανόμαστε»[13], γιατί «αιώνια είναι η αγάπη του».

Ευχαριστώ γιατί χρίετε και αναγγέλλετε σε όλους, με ενθουσιασμό, «ευκαίρως ακαίρως» (βλ 2 Τμ 4, 2) το Ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού, βυθομετρώντας ο καθένας σας την καρδιά της κοινότητάς του «για να βρείτε πού είναι ζωντανή και φλεγόμενη η επιθυμία του Θεού, κι επίσης πού αυτός ο διάλογος, που ήταν αγαπητικός, πνίγηκε ή δεν μπόρεσε να καρποφορήσει»[14], γιατί «αιώνια είναι η αγάπη του».

Ευχαριστώ για όλες τις φορές που, αφήνοντας τον εαυτό σας να συγκινηθεί ως τα σπλάχνα σας, δεχτήκατε τους ανθρώπους μετά την πτώση τους, φροντίσατε τις πληγές τους προσφέροντας ζεστασιά στις καρδιές τους, εκδηλώνοντας τρυφερότητα και συμπάθεια όπως ο Σαμαρείτης της παραβολής (βλ Λκ 10, 25-37). Τίποτα δεν είναι πιο επείγον από αυτό: εγγύτητα, να είστε μαζί με τον άλλον, να γίνετε οι πλησίον της σάρκας του πάσχοντος αδελφού. Πόσο είναι ευεργετικό το παράδειγμα ενός ιερέα που γίνεται πλησίον και δεν απομακρύνεται από τις πληγές των αδελφών του[15]! Είναι το απαύγασμα της καρδιάς του ποιμένα που γνώρισε την πνευματική γεύση να αισθάνεται ένα με τον λαό του[16], που δεν ξεχνάει πως προέρχεται από αυτό τον λαό και πως μόνο υπηρετώντας τον θα βρει και θα μπορέσει ν’ αναπτύξει την πιο αυθεντική και πλήρη ταυτότητά του που του εμπνέει έναν τρόπο ζωής αυστηρό και απλό, χωρίς να δέχεται προνόμια που δεν έχουν τη γεύση του Ευαγγελίου, γιατί «αιώνια είναι η αγάπη του».

Ας ευχαριστήσουμε επίσης για την αγιότητα του πιστού Λαού του Θεού τον οποίον έχουμε κληθεί να ποιμαίνουμε, και μέσω του οποίου ο Κύριος μας ποιμαίνει κι εμάς και διαφυλάττει τη δωρεά να μπορούμε να θεωρούμε αυτό τον λαό σ’ αυτούς «τους γονείς που εκπαιδεύουν με τόση αγάπη τα παιδιά τους, σ’ αυτούς τους άνδρες και σ’ αυτές τις γυναίκες που εργάζονται για να φέρουν ψωμί στο σπίτι, στους ασθενείς, στις ηλικιωμένες μοναχές που συνεχίζουν να χαμογελούν. Σ’ αυτή τη σταθερότητα να προχωρούμε μπροστά κάθε μέρα, βλέπω την αγιότητα της στρατευομένης Εκκλησίας»[17]. Ας ευχαριστήσουμε για καθέναν από αυτούς και ας τους αφήσουμε να μας βοηθούν και να μας ενθαρρύνουν με τη μαρτυρία τους, γιατί «αιώνια είναι η αγάπη του».

 

ΘΑΡΡΟΣ

«Αγωνίζομαι για να ενισχυθούν

με θάρρος οι καρδιές τους» (Κολ 2, 2)

Η δεύτερη μεγάλη επιθυμία μου είναι, απηχώντας τους λόγους του αποστόλου Παύλου, να σας οδηγήσω ώστε να ανανεώνετε το ιερατικό σας θάρρος, που πάνω απ’ όλα είναι καρπός της ενέργειας του Αγίου Πνεύματος στη ζωή μας. Μπροστά σε επώδυνες εμπειρίες, έχουμε όλοι ανάγκη από παρηγορία και ενθάρρυνση. Η αποστολή στην οποία έχουμε κληθεί δεν μας ασκεί ώστε να ανοσοποιηθούμε έναντι της οδύνης, του πόνου, ακόμα και του ακατανόητου[18]. Αντίθετα μας σπρώχνει να τα κοιτάξουμε αυτά κατά πρόσωπο και να τα αναλάβουμε για ν’ αφήσουμε τον Κύριο να τα αλλάξει και να μας κάνει σύμμορφους όλο και περισσότερο προς Εκείνον. «Κατά βάθος, η απουσία ειλικρινούς, οδυνηρής και προσευχητικής αναγνώρισης των ορίων μας είναι εκείνο που εμποδίζει τη χάρη να ενεργήσει καλύτερα μέσα μας, αφού δεν της αφήνει τόπο να πραγματοποιήσει αυτό το δυνάμει καλό να παρεμβληθεί σε μια ειλικρινή και πραγματική αυξητική πορεία»[19].

Μια καλή “δοκιμή” για να μάθουμε πώς είναι η ποιμαντική καρδιά μας είναι να διερωτηθούμε πώς αντιδρούμε στον πόνο. Συχνά δρα κανείς όπως ο λευίτης ή ο ιερέας της παραβολής που λοξοδρομούν και αγνοούν τον πεσμένο άνθρωπο (Λκ 19, 31). Άλλοι τον πλησιάζουν όχι σωστά, μάλλον διανοητικά καταφεύγοντας σε κοινοτοπίες: “ετσι είναι η ζωή”, “δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα”, δίνοντας θέση στη μοιρολατρία και στην απελπισία. Ή ακόμα τον πλησιάζουν με βλέμμα εκλεκτικό που γεννάει μόνο απομόνωση και αποκλεισμό. «Όπως ο προφήτης Ιωνάς, έχουμε μέσα μας τον κρυφό πειρασμό να φύγουμε προς ένα σίγουρο σημείο που μπορεί να έχει πολλά ονόματα: ατομισμός, πνευματισμός, αναδίπλωση σε μικρούς κύκλους,…»[20] οι οποίοι, μακράν από του να κάνουν ν’ αγγιχτούν τα σπλάχνα μας, καταλήγουν να μας αποστρέψουν από τις δικές μας πληγές, από τις πληγές των άλλων, και συνεπώς, από τις πληγές του Ιησού[21].

Σ’ αυτή την ίδια γραμμή, θα ήθελα να επισημάνω μιαν άλλη στάση, λεπτή και επικίνδυνη που, όπως έλεγε με ευχαρίστηση ο Bernanos, «εκτιμάται περισσότερο από όλα τα άλλα ελιξίρια του δαίμονα»[22] και είναι το πιο νοσηρό για όσους ανάμεσά μας θέλουν να υπηρετήσουν τον Κύριο, επειδή σπέρνει την απογοήτευση, το αίσθημα της εγκατάλειψης και οδηγεί στην απελπισία[23]. Απογοητευμένοι από την πραγματικότητα, από την Εκκλησία και από τον εαυτό μας, είναι δυνατόν να νιώσουμε τον πειρασμό να προσδεθούμε σε μια γλυκιά θλίψη, που οι Πατέρες της Ανατολής αποκαλούσαν ακηδία. Ο καρδινάλιος Tomas Spidlik έλεγε: «Αν η θλίψη μάς επιτίθεται εξαιτίας της ζωής όπως αυτή είναι, της συντροφιάς των άλλων, επειδή είμαστε μόνοι, τότε υπάρχει πάντα κάποια έλλειψη πίστης στην Πρόνοια του Θεού και στο έργο του. Η θλίψη παραλύει το θάρρος να συνεχίσουμε την εργασία και την προσευχή, μας κάνει αντιπαθητικούς σ’ αυτούς που ζουν στο πλάι μας. Οι μοναστικοί συγγραφείς που αφιερώνουν μακρά περιγραφή αυτής της κακίας την ονομάζουν τον χειρότερο εχθρό της πνευματικής ζωής»[24].

Γνωρίζουμε αυτή τη θλίψη που τείνει να γίνει συνήθεια και οδηγεί λίγο – λίγο στην πολιτογράφηση του κακού και της αδικίας με το σιγανό μουρμούρισμα «πάντα γινόταν έτσι». Θλίψη που αχρηστεύει κάθε προσπάθεια αλλαγής και μεταστροφής σκορπώντας παράπονο και εχθρότητα. «Αυτή δεν είναι η επιλογή μιας ζωής άξιας και γεμάτης, αυτή δεν είναι η επιθυμία του Θεού για μας, δεν είναι η ζωή μέσα στο Πνεύμα που αναβλύζει από την καρδιά του αναστημένου Χριστού» και στην οποία κληθήκαμε[25]. Αδελφοί, όταν αυτή η γλυκιά θλίψη απειλεί να κυριαρχήσει στη ζωή ή στην κοινότητα του καθενός μας, ας ζητούμε, κι ας παρακαλούμε και άλλους να ζητούν από το Πνεύμα να «έρθει να μας ξυπνήσει, να μας ταρακουνήσει μέσα στον ύπνο μας, να μας ελευθερώσει από την αδράνεια. Ας αντιμετωπίσουμε τη συνήθεια, ας ανοίξουνε τα μάτια και τα αυτιά, προπάντων όμως την καρδιά, ώστε να αφεθούμε να συγκινηθούμε από όσα συμβαίνουν γύρω μας και από την κραυγή του ζωντανού και αποτελεσματικού Λόγου του Αναστάντος»[26].

Επιτρέψτε μου να το επαναλάβω, έχουμε όλοι ανάγκη από την παραμυθία και τη δύναμη του Θεού και των αδελφών μας στους δύσκολους καιρούς. Σε όλους εμάς είναι χρήσιμοι αυτοί οι λόγοι του αποστόλου Παύλου στις κοινότητές του: «Σας παρακαλώ, λοιπόν, να μην αποθαρρύνεστε μπροστά στις θλίψεις» (Εφ 3, 13). «Έχω αναλάβει δύσκολο αγώνα ώστε να ενισχυθούν οι καρδιές τους» (Κολ 2, 2), κι έτσι να είναι σε θέση να εκπληρώσουν την αποστολή που μας προσφέρει κάθε πρωί ο Κύριος: να μεταδώσουμε «ένα χαρμόσυνο άγγελμα, που θα γεμίσει χαρά μεγάλη όλο τον κόσμο» (Λκ 2, 10). Αλλά, αυτό, όχι σαν μια θεωρία ή μια γνώση διανοητική ή ηθική αυτού που θα έπρεπε να είναι, αλλά όπως οι άνδρες που στο μέσον του πόνου άλλαξαν και μεταμορφώθηκαν από τον Κύριο, και όπως ο Ιώβ, φτάνουν στο σημείο να αναφωνήσουν: «Τότε σε γνώριζα μονάχα απ’ όσα είχα για σένα ακουστά, μα τώρα με τα μάτια μου σε είδα» (Ιώβ 42, 5). Χωρίς αυτή τη θεμελιακή εμπειρία, όλες μας οι προσπάθειες μας οδηγούν στο δρόμο της αποστέρησης και της απογοήτευσης.

Στη διάρκεια της ζωής μας, μπορέσαμε να δούμε βιωματικά πώς «μαζί με τον Ιησού Χριστό η χαρά γεννιέται και ξαναγεννιέται πάντα»[27]. Μολονότι υπάρχουν, διάφορες βαθμίδες σ’ αυτή την εμπειρία, γνωρίζουμε ότι πέρα από τις αστάθειες και τις αμαρτίες μας, ο Θεός πάντα «μας επιτρέπει να ξανασηκώσουμε το κεφάλι και να ξαναρχίσουμε, με μια τρυφερότητα που δεν μας απογοητεύει ποτέ και που μπορεί πάντα να μας δίνει χαρά»»[28]. Αυτή η χαρά δεν γεννιέται από τις δικές μας θεληματικές ή διανοητικές προσπάθειες, αλλά από την εμπιστοσύνη που μας δίνει η γνώση ότι τα λόγια του Ιησού στον Πέτρο είναι πάντα σύγχρονα: στις στιγμές που είστε ταραγμένοι, μην ξεχνάτε πως «εγώ προσευχήθηκα για σένα να μη σ’ εγκαταλείψει η πίστη σου» (Λκ 22, 32). Ο Κύριος είναι ο πρώτος που προσεύχεται και πολεμάει για σας και για μένα. Και μας καλεί να μπούμε πλήρως μέσα στην προσευχή του. Μπορεί μάλιστα να υπάρξουν στιγμές που οφείλουμε να βυθιστούμε μέσα «στην προσευχή της Γεθσημανή, την πιο ανθρώπινη και την πιο δραματική από τις προσευχές του Ιησού (…). Υπάρχει σ’ αυτήν ικεσία, θλίψη, αγωνία, σχεδόν ένας αποπροσανατολισμός (Μκ 14, 33εξ)»[29].

Γνωρίζουμε ότι δεν είναι εύκολο να παραμείνουμε μπροστά στον Κύριο και να τον αφήσουμε να διερευνήσει τη ζωή μας, να θεραπεύσει την πληγωμένη μας καρδιά και να πλύνει τα πόδια μας τα ποτισμένα από την κοσμικότητα που προστέθηκε σ’ αυτά στο δρόμο και που μας εμποδίζει να βαδίσουμε. Στην προσευχή αποκτούμε πείρα της μακάριας πτωχείας μας που μας υπενθυμίζει πως είμαστε μαθητές ενδεείς της βοήθειας του Κυρίου και η οποία μας ελευθερώνει από αυτή την «προμηθεϊκή τάση εκείνων που, τελικά, εμπιστεύονται μοναδικά τις δικές τους δυνάμεις κι αισθάνονται ανώτεροι από τους άλλους επειδή τηρούν τους καθορισμένους κανόνες»[30].

Αδελφοί, ο Ιησούς περισσότερο από ποτέ γνωρίζει τις προσπάθειες και τις επιτυχίες μας, όπως και τις αποτυχίες και τις συμφορές μας. Είναι ο πρώτος που θα μας πει: «Ελάτε σ’ εμένα όλοι όσοι κοπιάζετε κι είστε φορτωμένοι, κι εγώ θα σας ξεκουράσω. Σηκώστε πάνω σας τον ζυγό μου, γίνετε μαθητές μου, γιατί είμαι πράος και ταπεινός στην καρδιά, και θα βρείτε ανάπαυση για την ψυχή σας» (Μτ 11, 28-29).

Σε μια προσευχή σαν αυτήν εδώ ξέρουμε ότι δεν είμαστε ποτέ μόνοι. Η προσευχή του ποιμένα είναι μια προσευχή όπου είναι παρόν τόσο το Άγιο Πνεύμα «που φωνάζει “Αββά!”, δηλαδή: Πατέρα!» (Γαλ 4, 6) όσο και ο λαός που είναι εμπιστευμένος σ’ αυτόν. Η αποστολή μας και η ταυτότητά μας κατανοούνται μέσα από αυτό τον διπλό δεσμό.

Η προσευχή του ποιμένα τρέφεται και ενσαρκώνεται μέσα στην καρδιά του Λαού του Θεού. Φέρει τα σημάδια των πληγών και των ευφρόσυνων στιγμών του λαού τον οποίον αυτή η προσευχή παρουσιάζει σιωπηλά στον Κύριο για να τους χρίσει με τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος. Αυτή είναι η ελπίδα του ποιμένα που εμπιστεύεται και μάχεται ώστε ο Κύριος να θεραπεύσει την προσωπική εύθραυστη φύση μας όπως κι εκείνην του λαού μας. Αλλά ας μην ξεχνάμε ότι ακριβώς μέσα στην προσευχή του Λαού του Θεού ενσαρκώνεται και βρίσκει τη θέση της η καρδιά του ποιμένα. Αυτό μας ελευθερώνει όλους από την αναζήτηση ή τη θέληση να βρίσκουμε εύκολες απαντήσεις, σύντομες και προκατασκευασμένες, επιτρέποντας στον Κύριο να είναι Αυτός (και όχι οι δικές μας συνταγές και προτεραιότητες)που δείχνει έναν δρόμο ελπίδας. Ας μην ξεχνάμε ότι στις πιο δύσκολες στιγμές της αρχέγονης κοινότητας, όπως διαβάζουμε στις Πράξεις των Αποστόλων, η προσευχή έγινε ο πραγματικός πρωταγωνιστής.

Αδελφοί, ας αναγνωρίσουμε πως είμαστε εύθραυστοι, ναι, αλλά ας αφήσουμε τον Ιησού να μετασχηματίσει αυτή την ιδιότητα και να μας σπρώξει όλο και περισσότερο στην αποστολή. Ας μη χάσουμε τη χαρά να νιώθουμε πως είμαστε “αρνία”, να ξέρουμε ότι εκείνος είναι ο Κύριός μας και ο Ποιμένας μας.

Για να διατηρήσουμε θαρραλέα την καρδιά, είναι απαραίτητο να μην αμελούμε αυτούς τους δύο δεσμούς που αποτελούν συστατικά της ταυτότητάς μας: τον πρώτο, με τον Ιησού. Κάθε φορά που χωριζόμαστε από τον Ιησού ή που αμελούμε τη σχέση μας μαζί Του, λίγο-λίγο τα αποθέματά μας στεγνώνουν και ο λύχνος μας χωρίς λάδι δεν μπορεί πια να φωτίσει τη ζωή (βλ Μτ 25, 1-13): «Όπως η κληματόβεργα δεν μπορεί να καρποφορήσει από μόνη της αν δεν είναι ενωμένη με το κλήμα, το ίδιο κι εσείς αν δεν μείνετε ενωμένοι μαζί μου. (…) χωρίς εμένα, δεν μπορείτε τίποτε να κάνετε» (Ιω 15, 4-5). Με την έννοια αυτή, σας ενθαρρύνω να μην αμελείτε την πνευματική συντροφιά, να έχετε έναν αδελφό με τον οποίο να μιλάτε, ν’ αντιπαραθέτετε απόψεις, να συζητείτε και να διακρίνετε, με πλήρη εμπιστοσύνη και διαφάνεια, ο καθένας τον δρόμο του. Έναν αδελφό σοφό με τον οποίο να ζείτε την εμπειρία να είστε μαθητές. Να τον αναζητήσετε, να τον βρείτε και να επωφεληθείτε τη χαρά να αφεθείτε να σας οδηγεί, να σας συνοδεύει και να σας συμβουλεύει. Είναι μια δυσαναπλήρωτη βοήθεια για να μπορέσετε να ζήσετε το λειτούργημα κάνοντας το θέλημα του Πατέρα (βλ Εβρ 10, 9) και να αφήσετε την καρδιά να χτυπά με «το ίδιο φρόνημα που είχε ο Ιησούς Χριστός»(Φιλ 2, 5). Πόσο καλό μας κάνουν τα λόγια του Εκκλησιαστή: «Οι δύο είναι καλύτεροι από τον ένα… Αν ο ένας πέσει θα τον σηκώσει ο άλλος. Αλίμονο όμως σ’ εκείνον που είναι μόνος του: αν πέσει, δεν υπάρχει άλλος να τον σηκώσει» (4, 9-10).

Ο άλλος συστατικός δεσμός: να αυξάνετε και να τροφοδοτείτε τον δεσμό με τον λαό σας. Μην απομονώνεστε από τους ανθρώπους και από τους ιερείς ή τις κοινότητες. Κι ακόμα, μην κλείνεστε μέσα σε κλειστές και ελιτίστικες ομάδες. Αυτό, στο βάθος, προκαλεί ασφυξία και δηλητηριάζει την ψυχή. Ένας αγαπημένος λειτουργός είναι ένας λειτουργός που είναι πάντα σε έξοδο. Και “να είμαστε σε έξοδο” μας οδηγεί να βαδίζουμε «άλλοτε μπροστά, άλλοτε στη μέση, άλλοτε πίσω: μπροστά, για να οδηγούμε την κοινότητα, στη μέση, για να την καταλαβαίνουμε καλύτερα, να την ενθαρρύνουμε και να τη στηρίζουμε, πίσω, για να την διατηρούμε ενωμένη και για να μην πηγαίνει ποτέ υπερβολικά πίσω… και άλλοτε για άλλους λόγους: επειδή ο λαός “μυρίζεται”. Έχει ένα αισθητήριο της όσφρησης στην αναζήτηση νέων δρόμων για να βαδίσει, έχει το “sensus fidel(cf LG 12). Υπάρχει κάτι πιο ωραίο ;»[31]. Ο ίδιος ο Ιησούς είναι το πρότυπο αυτής της επιλογής τρόπου διάδοσης του Ευαγγελίου που μας εισάγει στην καρδιά του λαού. Πόσο καλό μας κάνει να τον βλέπουμε στο μέσο όλων ! Το πάθος του Ιησού πάνω στον σταυρό δεν είναι τίποτα περισσότερο από την κατάληξη αυτού του τρόπου διάδοσης του ευαγγελίου που χαρακτηρίζει όλη του την ύπαρξη.

Αδελφοί, ο πόνος τόσων θυμάτων, ο πόνος του Λαού του Θεού, όπως και ο δικός μας, δεν μπορεί να είναι μάταιος. Ο ίδιος ο Ιησούς παίρνει όλο αυτό το βάρος πάνω στον σταυρό του και μας καλεί να ανανεώσουμε την αποστολή μας να είμαστε “πλησίον” για κείνους που υποφέρουν, να είμαστε, χωρίς ντροπή, οι πλησίον για την ανθρώπινη αθλιότητα και, γιατί όχι, να τους ζούμε ως δικούς μας για να τους κάνουμε ευχαριστία[32].Η εποχή μας, σημαδεμένη από παλιές και καινούργιες πληγές έχει ανάγκη να είμαστε εργάτες σχέσης και κοινωνίας, ανοιχτοί, με εμπιστοσύνη και αναμονή της καινοτομίας που η Βασιλεία του Θεού θέλει να προκαλέσει σήμερα. Μια Βασιλεία συγχωρημένων αμαρτωλών προσκεκλημένων να μαρτυρήσουν για την πάντα πιο ζωντανή και θετική συμπάθεια του Κυρίου «γιατί αιώνια είναι η αγάπη του».

 

ΜΕΓΑΛΥΝΑΡΙΟ

«Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον» (Λκ 1, 46).

Είναι αδύνατο να μιλάει κανείς για ευγνωμοσύνη και για ενθάρρυνση χωρίς να αναφερθεί στη Μαρία. Αυτή, η γυναίκα που την καρδιά της τη διαπέρασε ρομφαία (βλ Λκ 2, 35), μας διδάσκει το μεγαλυνάριο που είναι ικανό ν’ ανοίξει το βλέμμα στο μέλλον και να φέρει την ελπίδα στο παρόν. Ολόκληρη η ζωή της βρίσκεται συμπυκνωμένη μέσα στο μεγαλυνάριό της (βλ Λκ 1, 46-55) που καλούμαστε κι εμείς να ψάλουμε ως υπόσχεση πληρότητας.

Κάθε φορά που επισκέπτομαι έναν Ιερό τόπο αφιερωμένον στη Μαρία, χαίρομαι να “κερδίζω χρόνο” κοιτάζοντας τη Μητέρα κι αφήνοντας να με κοιτάζει κι εκείνη, ζητώντας την εμπιστοσύνη του παιδιού, του φτωχού και του απλού που ξέρει ότι εκεί βρίσκεται η μητέρα του και πως μπορεί να ζητιανέψει μια θέση στην αγκαλιά της. Και τη στιγμή που την κοιτώ, ν’ ακούω ακόμα μια φορά, όπως το βεβαιώνει ο ινδός Juan Diego: «Τι τρέχει, μικρότερό μου αγόρι ; Τι θλίβει την καρδιά σου ; Μήπως δεν είμαι εδώ, εγώ που έχω την τιμή να είμαι η μητέρα σου;»[33].

Να κοιτάζει κανείς τη Μαρία, σημαίνει «να πιστεύει και πάλι στην επαναστατική δύναμη της τρυφερότητας και της στοργής. Στο πρόσωπό της βλέπουμε ότι η ταπείνωση και η τρυφερότητα δεν είναι αρετές των αδυνάτων, αλλά των δυνατών, που δεν έχουν ανάγκη να κακομεταχειρίζονται τους άλλους για να αισθάνονται σπουδαίοι»[34].

Κι αν κάποτε το βλέμμα αρχίζει να σκληραίνει, ή αισθανόμαστε ότι η δύναμη που ελκύει την απάθεια ή την απογοήτευση θέλει να ριζώσει στην καρδιά και να την κυριέψει, αν η επιθυμία να αισθάνεται κανείς τον εαυτό του ως ζωντανό και πλήρες μέλος του Λαού του Θεού αρχίζει να ενοχλεί και νιώθουμε να μας τραβάει μια ελιτίστικη στάση… ας μη φοβόμαστε να ατενίσουμε τη Μαρία και να ψάλουμε το μεγαλυνάριό της.

Κι αν συμβεί να έχουμε τον πειρασμό να απομονωθούμε και να κλειστούμε στον εαυτό μας και στα σχέδιά μας προστατευμένοι από τους πάντα σκονισμένους δρόμους της ιστορίας, ή αν ο θρήνος, το παράπονο, η κριτική ή η ειρωνεία κατακτήσουν τις πράξεις μας και δεν έχουμε καμιά επιθυμία να δώσουμε μάχη, να ελπίσουμε και ν’ αγαπήσουμε… ας αναβλέψουμε στη Μαρία για να καθαρίσει αυτή το βλέμμα μας από όλη τη “σκόνη” που μπορεί να μας εμποδίζει να είμαστε προσεκτικοί και ξύπνιοι για να υψώσουμε το βλέμμα προς τον Χριστό και να τον λατρέψουμε, αυτόν που ζει στο μέσον του Λαού του. Κι αν βλέπουμε πως δεν κατορθώνουμε να βαδίζουμε ίσια, πως δυσκολευόμαστε να διατηρήσουμε τους στόχους μας της επιστροφής μας, ας το πούμε όπως το ζητούσε, σχεδόν με συνενοχή, αυτός ο μεγάλος εφημέριος, επίσης και ποιητής, της προηγούμενης επισκοπής μου: «Απόψε, Μητέρα, η υπόσχεσή μου είναι ειλικρινής. Αλλά για κάθε ενδεχόμενο, μην ξεχάσεις ν’ αφήσεις το κλειδί απ’ έξω»[35]. «Αυτή είναι η φίλη η πάντα προσεκτική ώστε το κρασί να μη λείψει από τη ζωή μας. Είναι εκείνη που την καρδιά της τη διαπέρασε ρομφαία, που καταλαβαίνει όλους τους πόνους. Ως μητέρα όλων, είναι σημείον ελπίδας για τους λαούς που υποφέρουν τους πόνους της γέννας ώσπου να γεννηθεί η δικαιοσύνη… Σαν αληθινή μητέρα, βαδίζει μαζί μας, πολεμάει μαζί μας, και σκορπίζει αδιάκοπα την εγγύτητα της αγάπης του Θεού»[36].

Αδελφοί, ακόμα μια φορά, «δεν παύω να ευχαριστώ, κάθε φορά που σας θυμάμαι» (Εφ 1, 16) για την αφοσίωσή σας και για την αποστολή σας με την πεποίθηση ότι «ο Θεός θα σηκώσει τους πιο σκληρούς βράχους που πάνω τους έρχονται να συντριβούν οι ελπίδες και οι προσμονές: ο θάνατος, η αμαρτία, ο φόβος, το κοσμικό φρόνημα. Η ανθρώπινη ιστορία δεν τελειώνει μπροστά σε μια ταφόπλακα, γιατί αυτή αποκαλύπτει σήμερα τη “ζωντανή Πέτρα” (βλ 1Πε 2, 4): τον αναστημένο Ιησού. Εμείς, ως Εκκλησία, είμαστε θεμελιωμένοι πάνω του και, ακόμα κι όταν χάνουμε το θάρρος μας, όταν έχουμε τον πειρασμό να τα κρίνουμε όλα πάνω στη βάση των αποτυχιών μας, εκείνος έρχεται να τα κάνει όλα καινούργια»[37].

Ας αφήσουμε την ευγνωμοσύνη να υποκινήσει το μεγαλυνάριο και να μας ενθαρρύνει ακόμα μια φορά στην αποστολή να καθιερώσουμε τους αδελφούς μας, με την ελπίδα να είναι άνθρωποι που να μαρτυρούν με τη ζωή τους συμπάθεια και ευσπλαχνία τέτοια που μόνο ο Ιησούς μπορεί να μας προσφέρει.

Ο Κύριος Ιησούς να σας ευλογεί και η Αγία Παρθένος να σας προστατεύει. Και, παρακαλώ, σας το ζητώ να μην ξεχνάτε να προσεύχεσθε για μένα.

Αδελφικά,

Φραγκίσκος

 

Δόθηκε στη Ρώμη, κοντά στον Άγιο Ιωάννη του Λατερανού, στις 4 Αυγούστου 2019, λειτουργία στη μνήμη του αγίου Εφημερίου της Ars

 

 

[1] Cf. Apostolic Letter Anno Iubilari (23 April 1929): AAS 21 (1929), 312-313.

[2] Address to the Italian Bishops’ Conference (20 May 2019). Spiritual fatherhood requires a bishop not to leave his priests as orphans; it can be felt not only in his readiness to open his doors to priests, but also to seek them out in order to care for them and to accompany them.

[3] Cf. SAINT JOHN XXIII, Encyclical Letter Sacerdotii Nostri Primordia on the hundredth anniversary of the death of the holy Curé of Ars (1 August 1959): AAS (51 (1959), 548.

[4] Cf. Letter to the People of God (20 August 2018).

[5] Meeting with Priests, Religious, Consecrated Persons and Seminarians, Santiago de Chile (16 January 2018).

[6] Cf. Letter to the Pilgrim People of God in Chile (31 May 2018).

[7] Meeting with the Priests of the Diocese of Rome (7 March 2019).

[8] Homily at the Easter Vigil (19 April 2014).

[9] Apostolic Exhortation Gaudete et Exsultate, 7.

[10] Cf. JORGE MARIO BERGOGLIO, Las cartas de la tribulación (Herder, 2019), 21.

[11] Cf. Address to the Parish Priests of Rome (6 March 2014).

[12] Retreat to Priests. First Meditation (2 June 2016).

[13] A. SPADARO, Interview with Pope Francis, in La Civiltà Cattolica 3918 (19 September 2013), p. 462.

[14] Apostolic Exhortation Evangelii Gaudium, 137.

[15] Cf. Address to the Parish Priests of Rome (6 March 2014).

[16] Cf. Apostolic Exhortation Evangelii Gaudium, 268.

[17] Apostolic Exhortation Gaudete et Exsultate, 7.

[18] Cf. Apostolic Letter Misericordia et Misera, 13.

[19] Apostolic Exhortation Gaudete et Exsultate, 50.

[20] Ibid., 134.

[21] Cf. JORGE MARIO BERGOGLIO, Reflexiones en esperanza (Vatican City, 2013), p. 14.

[22] Journal d’un curé de campagne (Paris, 1974), p. 135; cf. Apostolic Exhortation Evangelii Gaudium, 83.

[23] Cf. BARSANUPH OF GAZA, Letters, in VITO CUTRO – MICHAŁ TADEUSZ SZWEMIN, Bisogno di paternità (Warsaw, 2018), p. 124.

[24] L’arte di purificare il cuore, Rome, 1999, p. 47.

[25] Apostolic Exhortation Evangelii Gaudium, 2.

[26] Apostolic Exhortation Gaudete et Exsultate, 137.

[27] Apostolic Exhortation Evangelii Gaudium, 1.

[28] Ibid., 3.

[29] JORGE MARIO BERGOGLIO, Reflexiones en esperanza (Vatican City, 2013), p. 26.

[30] Apostolic Exhortation Evangelii Gaudium, 94.

[31] Meeting with Clergy, Consecrated Persons and Members of Pastoral Councils, Assisi (4 October 2013).

[32] Cf. Apostolic Exhortation Evangelii Gaudium, 268-270.

[33] Cf. Nican Mopohua, 107, 118, 119.

[34] Apostolic Exhortation Evangelii Gaudium, 288.

[35] Cf. AMELIO LUIS CALORI, Aula Fúlgida, Buenos Aires, 1946.

[36] Apostolic Exhortation Evangelii Gaudium, 286.

[37] Homily at the Easter Vigil (20 April 2019)

Αφήστε μια απάντηση