[…] Όμως εκείνο το μικρό επεισόδιο έμεινε χαραγμένο στο μυαλό μου σαν ένα είδος παραβολής, που εξηγεί για ποιο λόγο τόσες και τόσες σημερινές Ιστορίες της Ανθρωπότητας αρχίζουν με τη λέξη «εξέλιξη» και, μαγνητισμένες από αυτήν, συνεχίζουν με μια όχι και τόσο αυστηρή λογικά έκθεση ιδεών λες και τους αρκεί η πρώτη λέξη για να πιστεύουν πως τα λένε καλά και στη συνέχεια.
Ιδού λοιπόν ο λόγος: είναι ότι η γενική ιδέα της έννοιας «εξέλιξη» λέει πως τα πράγματα κυλούν αργά, ήπια και βαθμιαία∙ κι αυτό είναι πολύ καθησυχαστικό και σε κάνει να θαρρείς πως τα εξηγεί όλα στην εντέλεια. Όμως καμιά από αυτές τις σύγχρονες Ιστορίες δεν μπαίνει στον κόπο να εξηγήσει πώς είναι δυνατόν να προκύψει κάτι από το τίποτα∙ και καμιά τους δεν εξηγεί πραγματικά το πώς κάτι μπορεί να μεταλλαχθεί σε κάτι άλλο. Είναι πραγματικά πολύ πιο λογικό να ξεκινήσει κανείς λέγοντας: «Στην αρχή ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο και τη Γη», έστω κι αν με αυτό θέλει απλώς να πει ότι «στην αρχή κάποια μυστηριώδης κι ακατανόητη δύναμη έβαλε σε κίνηση μια μυστηριώδη και ακατανόητη διαδικασία». Γιατί η λέξη Θεός είναι από την ίδια της τη φύση το όνομα του μυστηριώδους και πραγματικά, όσο αδύνατον μάς είναι να φανταστούμε πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος, άλλο τόσο αδύνατον μάς είναι να φανταστούμε ότι τον φτιάξαμε εμείς. Να όμως που κάποιοι μπερδεύουν τη λέξη «εξέλιξη» με τη λέξη «εξήγηση» κι έχουν την εντύπωση πως χάρη στη λέξη «εξέλιξη» έχουν καταλάβει τι ακριβώς συμβαίνει και δεν χρειάζεται να σκεφτούν παραπάνω −όπως ακριβώς πολλοί από αυτούς έχουν την εντύπωση πως έχουν μελετήσει την Καταγωγή των Ειδών.
Αυτή η ψευδαίσθηση οφείλεται στην ίδια την ιδέα στην οποία παραπέμπει η λέξη «εξέλιξη», αυτή την ιδέα της ήπιας και αργόσυρτης διαδικασίας, μιας διαδικασίας σαν το ανέβασμα μιας πλαγιάς. Δεν πρόκειται μόνο για ψευδαίσθηση. Είναι και μια λογικώς αστήρικτη ιδέα! Διότι η ταχύτητα ή η βραδύτητα δεν έχουν καμιά σχέση με το όλο ζήτημα. Η κατανόηση ενός γεγονότος δεν εξαρτάται από την ταχύτητα με την οποία αυτό κινείται. Για κάποιον που δεν πιστεύει στα θαύματα, ούτε ένα αργά εξελισσόμενο θαύμα, ούτε κι ένα αστραπιαίο θαύμα του λένε τίποτα. Σίγουρα θα μέναμε άναυδοι αν βλέπαμε την Κίρκη να μεταμορφώνει διαμιάς τους ναύτες του Οδυσσέα σε χοίρους με το μαγικό ραβδί της. Θα μας προξενούσε όμως λιγότερη εντύπωση αν βλέπαμε κάποιον αξιωματικό του Ναυτικού μας να μεταμορφώνεται σιγά-σιγά, μέρα με τη μέρα, σε γουρούνι και στο τέλος να περπατάει στα τέσσερα με μια στριφογυριστή ουρίτσα; Δεν το νομίζω. Θα έλεγα μάλιστα πως αυτή η δεύτερη μετάλλαξη είναι ακόμα πιο τρομακτική και μυστηριώδης! Σίγουρα θα καιγόμασταν να καταλάβουμε τι συμβαίνει εάν βλέπαμε μια μεσαιωνική μάγισσα να πετάει πάνω απ’ τους πύργους με τη μαγική σκούπα της. Μήπως όμως θα μας προξενούσε λιγότερη απορία το θέαμα ενός σεβάσμιου τζέντλεμαν αν τον βλέπαμε ν’ απογειώνεται σιγά-σιγά και να ίπταται ανάλαφρα και χαλαρά στους ουρανούς; Κι όμως, σε κάθε ρασιοναλιστική προσέγγιση της Ιστορίας κυριαρχεί η παράξενη και θολή ιδέα, ότι κάθε ερμηνευτική δυσκολία ξεπερνιέται κι όλα τα μυστήρια ξεδιαλύνονται άπαξ και θεωρήσουμε ότι τα πράγματα εξελίσσονται αργά-αργά, χαλαρά και δίχως άλματα. Θα αναφερθώ αργότερα σε πιο συγκεκριμένα παραδείγματα. Προς το παρόν αρκεί να υπογραμμίσω τη λαθεμένη αίσθηση ευκολίας και ασφάλειας, που πηγάζει από αυτή τη θεώρηση: είναι σαν να διαβεβαιώνουμε μια νευρασθενική γηραιά κυρία, που για πρώτη φορά στη ζωή της ταξιδεύει με αυτοκίνητο, ότι όλα θα πάνε μια χαρά γιατί «δεν θα τρέχουμε». […]
Σε τελική ανάλυση το ουσιαστικό ερώτημα είναι: Γιατί τελοσπάντων τα πράγματα συμβαίνουν; −όχι το πόσο γρήγορα ή αργά συμβαίνουν. Όποιος θέλει στ’ αλήθεια να καταλάβει αυτό το ερώτημα, αντιλαμβάνεται πως αυτό ήταν πάντα το ουσιώδες ερώτημα και πως αυτό το ερώτημα είναι πάντοτε ένα ερώτημα θρησκευτικής, ή έστω φιλοσοφικής ή μεταφυσικής φύσεως. Είναι παράλογο να πιστεύει κανείς ότι μπορεί ν’ απαντήσει σε αυτό το ερώτημα αν θεωρήσει ότι τα πράγματα κινούνται αργά αντί για γρήγορα. Είναι το ίδιο παράλογο με το να φαντάζεται κανείς, πως η υπόθεση μιας κινηματογραφικής ταινίας θ’ αλλάξει αν την βάλουμε να παίξει σε αργή κίνηση. […]
Θα δώσω ένα βοηθητικό παράδειγμα σαν εισαγωγή στην Ιστορία του Ανθρώπου. Δείχνει αυτό που εννοώ όταν λέω ότι, για ν’ αντιληφθούμε την αλήθεια για την παιδική ηλικία της ανθρωπότητας, χρειαζόμαστε μια ματιά σαν την παιδική ματιά. Δείχνει τι εννοώ όταν λέω πως ένα μείγμα εκλαϊκευμένης επιστήμης και δημοσιογραφικής προχειρότητας έχει θολώσει τα γεγονότα που σχετίζονται με την αρχή του Κόσμου και μας εμποδίζει να δούμε καθαρά ποια ήταν τα πραγματικά αρχέγονα. Δείχνει με μια εικόνα, όλα όσα εννοώ όταν μιλώ για την ανάγκη να διακρίνουμε τις οξύτατες διαφορές που δίνουν στην ιστορία το σχήμα της, αντί να τ’ ανακατεύουμε όλα μαζί στις γενικεύσεις περί αργής εξέλιξης και ομοιότητας των ειδών. […]
Σήμερα, όλα τα βιβλία κι οι εφημερίδες κατακλύζονται από διάφορες αναφορές σ’ αυτό τον εκλαϊκευμένο τύπο ανθρώπου, που τον λένε «Άνθρωπο των Σπηλαίων». Αισθανόμαστε πως τον ξέρουμε πια καλά∙ όχι μόνο στη δημόσια ζωή του αλλά και στο τι έκανε στο σπίτι του. Η ψυχική ιδιοσυγκρασία του λαμβάνεται σοβαρά υπόψη, όχι μόνο στα ψυχολογικά διηγήματα αλλά και στην ιατρική ψυχολογία. Απ’ ό,τι λένε, κύρια ασχολία στη ζωή του είχε να κοπανάει τη σύζυγό του με ροπαλιές και γενικά να μεταχειρίζεται τις γυναίκες με τον τρόπο του ανθρώπου που στον κόσμο του κινηματογράφου αποκαλείται «σκληρό καρύδι». Ποτέ δεν κατάφερα να βρω αποδείξεις για την αλήθεια αυτής της ιδέας! Και πραγματικά, δεν ξέρω σε ποια πρωτόγονα ημερολόγια και σε ποιες προϊστορικές άδειες διαζυγίου στηρίζεται. Ούτε, όπως έχω εξηγήσει αλλού, καταλαβαίνω πώς είναι δυνατόν κάποιοι να τη θεωρούν και να τη δέχονται σαν αυτονόητη, αφού δεν προκύπτει από κανένα δεδομένο για την πρωτόγονη ζωή. Μας λένε συνέχεια, χωρίς καμιά εξήγηση, πως ο πρωτόγονος κράδαινε ένα ρόπαλο και κοπανούσε τη γυναίκα για να την κουβαλήσει στη σπηλιά του. Μα δεν υπάρχει κανένα ζώο που το θηλυκό θα ανεχόταν αδιαμαρτύρητα να το δέρνει το αρσενικό και να το ρίχνει αναίσθητο ώστε να ζευγαρώσουν! Ούτε μπορώ να καταλάβω πώς είναι δυνατό να βάζουν ένα τόσο λεπτεπίλεπτο θηλυκό δίπλα σ’ ένα τόσο βάναυσο αρσενικό. Είναι πολύ πιθανόν ο άνθρωπος των σπηλαίων να ήταν «βάναυσος», αλλά από πουθενά δεν προκύπτει πως πρέπει να ήταν πιο βάναυσος κι από τα κτήνη. Οι καμηλοπαρδάλεις κι οι ιπποπόταμοι φλερτάρουν και ζευγαρώνουν χωρίς προκαταρκτικά ξυλοκοπήματα και ροπαλιές. Ίσως ο άνθρωπος των σπηλαίων να ήταν κάτι σαν αρκούδα των σπηλαίων. Όμως η θηλυκή αρκουδίτσα, που τόσο πολύ τη συμπαθούμε εμείς οι άνθρωποι, δεν εκπαιδεύεται από τη μάνα της να τρώει ξύλο αδιαμαρτύρητα για να μη μείνει γεροντοκόρη.
Κοντολογίς, απ’ όποια μεριά κι αν τις δει κανείς, όλες αυτές τις λεπτομέρειες που κυκλοφορούν για την ιδιωτική ζωή του ανθρώπου των σπηλαίων τις θεωρώ αποκυήματα ξέφρενης φαντασίας. Όσο κι αν έψαξα να εντοπίσω σε ποια πραγματικά δεδομένα στηρίζονται, δεν βρήκα απολύτως κανένα. Αλλά το πιο περίεργο είναι το εξής: ενώ οι πάντες αναπαράγουν, άλλοτε σε άρθρα εκλαϊκευμένης επιστήμης κι άλλοτε σε λογοτεχνικά πονήματα, όλες αυτές τις ανακρίβειες για τον λεγόμενο «άνθρωπο των σπηλαίων», έχει σχετικά παραγκωνιστεί το μοναδικό πραγματικό δεδομένο που έχουμε και από το οποίο θα μπορούσαμε να μιλήσουμε στα σοβαρά γι’ αυτόν. Μιλούν για «άνθρωπο των σπηλαίων» χωρίς ποτέ να ρίξουν μια ματιά εκεί ακριβώς που παραπέμπει αυτός ο όρος.
Πράγματι, οι πάντες κατατρίβονται με όλα όσα υποτίθεται πως έκανε ο άνθρωπος των σπηλαίων εκτός από εκείνο που πράγματι έκανε μέσα στα σπήλαια και για το οποίο έχουμε πραγματικά και ορατά δεδομένα. Βέβαια τα δεδομένα αυτά είναι λιγοστά, όπως συμβαίνει με όλα τα τεκμήρια της προϊστορικής εποχής, αλλά έχουν να κάνουν με τον πραγματικό και όχι με τον φανταστικό ροπαλοφόρο άνθρωπο των σπηλαίων. Εάν θέλουμε λοιπόν να μην υποτιμάμε την πραγματικότητα, οφείλουμε πολύ απλά να κοιτάξουμε κατάματα αυτά τα πραγματικά τεκμήρια και όχι να τα προσπερνάμε για χάρη φανταστικών επινοήσεων. Αυτό λοιπόν που βρήκαμε στα σπήλαια, δεν ήταν το φρικτό ρόπαλο καταμεσής όλων των γυναικών που υποτίθεται πως έριξε αναίσθητες. Το σπήλαιο δεν ήταν σαν τον πύργο του Κυανοπώγωνα, γεμάτο από σκελετούς σφαγμένων γυναικών, ούτε ήταν στολισμένο από γυναικείες νεκροκεφαλές περασμένες κομπολόι. Ήταν κάτι που δεν έχει καμιά σχέση με όλες αυτές τις σημερινές εικόνες, τις φιλοσοφικές ιδέες και τις λογοτεχνικές φημολογίες που βλέπουμε και διαβάζουμε γι’ αυτό. […]
[Συνεχίζοντας παρακάτω, μιλάει τώρα για κάποιον που μπαίνει για πρώτα φορά στα σπήλαια της Αλταμίρα και του Λασκώ, με τις περίφημες προϊστορικές βραχογραφίες…]
Ανάβει ένα πυρσό και να που αυτή η μυστική πέτρινη αίθουσα φωτίζεται έπειτα από μια νύχτα που βάστηξε αμέτρητους αιώνες∙ κι ευθύς, πάνω στα τοιχώματά της αποκαλύπτονται αδρά και ακανόνιστα περιγράμματα με διάφορους χρωματισμούς. Ακολουθεί με το βλέμμα του τις παράξενες γραμμές και ξάφνου καταλαβαίνει πως είναι δουλειά ανθρώπινου χεριού. Είναι σχέδια και ζωγραφιές ζώων, και μάλιστα φτιάχτηκαν όχι απλώς από άνθρωπο αλλά από αληθινό καλλιτέχνη! Παρά τους περιορισμούς που ίσως έχουν σαν πρωτόγονα σχέδια, αποκαλύπτουν την ίδια αγάπη για τις μεγάλες, δυναμικές κι ελεύθερες κυματιστές γραμμές που δονεί κάθε άνθρωπο που ζωγραφίζει, ή έχει δοκιμάσει να ζωγραφίσει, και για την οποία κανένας καλλιτέχνης δεν δέχεται την παραμικρή υπόδειξη από οποιονδήποτε επιστήμονα. Είναι ζωγραφιές που φανερώνουν το πειραματικό και περιπετειώδες πνεύμα του καλλιτέχνη, ένα πνεύμα που δεν αποφεύγει τα δύσκολα πράγματα αλλά τα παλεύει −όπως το να ζωγραφίσει ένα ελάφι τη στιγμή που στρίβει το κεφάλι του και κοιτάζει προς την ουρά του σε αυτή τη χαριτωμένη κίνηση, που βλέπουμε πολύ συχνά στα άλογα και που πολλοί σημερινοί ζωγράφοι ζώων δυσκολεύονται ν’ αποδώσουν με τόσην ομορφιά. Σε αυτήν, και σε άλλες είκοσι λεπτομέρειες της ζωγραφιάς, είναι ξεκάθαρο πως έχουμε να κάνουμε μ’ ένα καλλιτέχνη που παρατήρησε τα ζώα με έντονο ενδιαφέρον και μάλλον με χαρά∙ δηλαδή, όχι απλώς ως καλλιτέχνης αλλά και σαν φυσιοδίφης −σαν ένας πραγματικά φυσικός φυσιοδίφης.
Δεν χρειάζεται να επισημάνω, παρά με συντομία, πως τίποτα στην ατμόσφαιρα αυτής της σπηλιάς δεν παραπέμπει στη σκοτεινή και μελαγχολική ατμόσφαιρα των πρωτόγονων σπηλαίων που σερβίρουν οι εφημερίδες. Ο άνθρωπος που διακρίνουμε πίσω από τις τοιχογραφίες των σπηλαίων, είναι ολοκληρωτικά ανθρώπινος και δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με τον «υπάνθρωπο», για τον οποίο μιλούν οι αφαιρέσεις της εκλαϊκευμένης επιστήμης. Γιατί το ξέρετε, όταν οι μυθιστοριογράφοι, οι παιδαγωγοί κι οι ψυχολόγοι κάθε είδους μιλούν για τον άνθρωπο των σπηλαίων, ποτέ δεν έχουν κατά νου αυτό που πραγματικά έκανε στις σπηλιές του. Όταν για παράδειγμα ο ρεαλιστής συγγραφέας ερωτικών μυθιστορημάτων γράφει: «Το μυαλό του προικισμένου βαρόνου Ντάγκμαρ άρπαξε φωτιά καθώς ένιωσε το πάθος του ανθρώπου των σπηλαίων να ξυπνάει μέσα του», οι αναγνώστες του δεν περιμένουν βέβαια πως εννοεί ότι ο Ντάγκμαρ θα πεταχτεί όρθιος και θα τρέξει να ζωγραφίσει βουβάλια στην αίθουσα ζωγραφικής του πύργου του. Κι όταν ο ψυχαναλυτής λέει για τον ασθενή του: «Το υποσυνείδητό του ταλαιπωρείται από απωθημένα πρωτόγονα ένστικτα», δεν υπονοεί ότι ο πελάτης του απωθεί την παρόρμηση να ζωγραφίσει με τέμπερες, ή να μελετήσει προσεκτικά πώς στέκονται οι βίσωνες όταν γυρίζουν τα κεφάλια τους για να κοιτάξουν προς τα πίσω! Και όμως: εκείνο που σίγουρα γνωρίζουμε από τα απτά τεκμήρια, είναι πως ο άνθρωπος των σπηλαίων ζωγράφιζε και μελετούσε καλά τα θέματά του, ενώ δεν έχουμε κανένα απολύτως τεκμήριο ότι αυτό που τον χαρακτήριζε ήταν η ωμή βία και η αμείλικτη βαναυσότητα.
Κοντολογίς, ο άνθρωπος των σπηλαίων που συνήθως μας παρουσιάζουν, δεν είναι παρά μια μυθοπλασία, ή καλύτερα μια μουτζούρα −γιατί οι μύθοι έχουν τουλάχιστον κάποια φαντασιακή προσέγγιση της αλήθειας. […]
Ένα παιδί, ακόμα κι αν το έχουν ταΐσει «εξελικτικισμό», παραμένει αρκετά λογικό και φυσικά σκέφτεται πως, όπως δεν υπάρχει ποτέ περίπτωση να σκιτσάρει ο γάτος του πάνω στον τοίχο την αγριεμένη μορφή ενός σκύλου, έτσι κι εκείνα τα προϊστορικά ζώα δεν υπήρχε περίπτωση να κάνουν κάτι ανάλογο. Όμως αυτό το πράγμα το βλέπει στα καλλιτεχνήματα των προϊστορικών προγόνων του. Δεν θα μείνει λοιπόν κατάπληκτο μόλις αναλογιστεί πόσο κοντά του είναι εκείνοι οι τόσο μακρινοί του άνθρωποι και πόσο μακριά του ο τόσο κοντινός του γάτος; Δεν θα είναι απολύτως φυσικό ν’ αναρωτηθεί, γιατί άραγε δεν βρίσκω ίχνη τέχνης στα ζώα; Αυτό είναι το απλούστερο μάθημα από τις χρωματιστές ζωγραφιές στους τοίχους των προϊστορικών σπηλαίων: η απόδειξη της απλής αλήθειας, ότι ο άνθρωπος διαφέρει από τα ζώα κατά το είδος και όχι κατά το βαθμό εξέλιξης. Κανένας δεν θα παραξενευτεί αν πούμε ότι ο πρωτόγονος άνθρωπος ζωγράφιζε μορφές πιθήκων. Απεναντίας, όλοι θα βάλουν τα γέλια αν πούμε πως ο πιο εξελιγμένος πίθηκος ζωγράφιζε μορφές ανθρώπων. Είναι ξεκάθαρο λοιπόν ότι εδώ έχουμε ασυνέχεια και δυσαναλογία. Κάτι το μοναδικό. Η τέχνη είναι η υπογραφή του ανθρώπου. […]
Στάθηκα στο παράδειγμα των σπηλαίων για να υποδείξω μια απλούστατη αλήθεια, από την οποία θα έπρεπε να ξεκινά η Ιστορία. Όσες λεπτεπίλεπτες αναλύσεις κι αν γίνουν, παραμένει το εκπληκτικό γεγονός ότι άνθρωπος μπορούσε να ζωγραφίζει ελάφια ενώ τα ελάφια δεν μπορούσαν. Αν εκείνος ο πρωτόγονος άνθρωπος ήταν πάνω-κάτω ένα ζώο σαν το ελάφι, θα ήταν εντελώς απίθανο να έκανε κάτι που κανένα άλλο ζώο δεν μπορεί. Αν ήταν απλό προϊόν της βιολογικής ανάπτυξης όπως όλα τα ζώα και τα πτηνά, πώς θα μπορούσε να διαφέρει τόσο ριζικά από αυτά; […]
Είναι επομένως αστείο να ισχυρίζεται κανείς πως ο άνθρωπος προήλθε από μια αργή και δίχως ασυνέχειες εξέλιξη, τη στιγμή που σε αυτές τις ζωγραφιές δεν βλέπουμε το παραμικρό χνάρι μιας πορείας τέτοιου είδους. Τις ζωγραφιές δεν τις ξεκίνησαν πίθηκοι, ούτε τις ολοκλήρωσαν ψάρια. Ο Πιθηκάνθρωπος δεν ζωγράφισε κανένα ελάφι∙ αυτό το έκανε ο Homo Sapiens. Τα ανώτερα θηλαστικά δεν ζωγράφιζαν ολοένα και καλύτερα πορτραίτα. Στο αποκορύφωμα της εξέλιξής του, ο σκύλος δεν ζωγραφίζει καλύτερα απ’ ό,τι όταν ήταν τσακάλι. Ούτε το άγριο άλογο ήταν Νατουραλιστής, ούτε σαν άλογο κούρσας εξελίχθηκε σε Ιμπρεσιονιστή. Ένα πράγμα μπορούμε να βεβαιώσουμε για τις ζωγραφιές των σπηλαίων, είτε όταν αναπαριστούν πράγματα, είτε όταν εικονίζουν μορφές ανθρώπων και ζώων: ότι κάτι τέτοιο συναντάμε αποκλειστικά και μόνο στον άνθρωπο∙ και ότι δεν μπορούμε να το συλλάβουμε και να το ερμηνεύσουμε παρά μόνο αν θεωρήσουμε τον άνθρωπο ως ασυνέχεια με τη Φύση.
Με άλλα λόγια, μια λογικά βάσιμη εξιστόρηση της ιστορίας του ανθρώπου πρέπει να ξεκινάει από τον άνθρωπο ως άνθρωπο, δηλαδή ως ένα απολύτως μοναδικό ον. Το πώς έφτασε εκεί −τελικά: πώς καθετί έφτασε εκεί που έφτασε−, είναι ένα θέμα της αρμοδιότητας των φιλόσοφων, των θεολόγων και των επιστημόνων∙ όχι των ιστορικών. […]
Ο Τσέστερτον για τον «εξελικτικισμό»
Απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο του
Ο Αιώνιος Άνθρωπος (1925)
Θεματολογικές ετικέτες