Κατήχηση

Κοίμηση της Θεοτόκου

Δεκαπενταύγουστος 2011

 

Αγαπητοί ενορίτες,

Φῶς ἡ τεκοῦσα, Θεοτόκε, σκοτισθέντα μέ νυκτί ἁμαρτημάτων, φωταγώγησον Σύ, φωτός οὖσα δοχεῖον…

Αυτό επαναλαμβάναμε τα βράδυα των παρακλήσεων του δεκαπενταυγούστου στους Ναούς. Δηλαδή: Συ Θεοτόκε που γέννησες το Φως (Χριστό), φωταγώγησε κι εμένα που με καλύπτει το σκοτάδι των αμαρτημάτων μου, Συ που έγινες δοχείο του φωτός…

Όλοι πιστεύουμε ότι είμαστε ανοιχτομάτηδες. Ακόμα και όσοι ψάλλαμε κάθε απόγευμα του δεκαπενταύγουστου αυτόν τον ύμνο! Ατυχώς για τους περισσότερους δεν μας «μίλησε». Επαναλάβαμε λόγια αλλ’ όχι νοήμα­τα. Χαρήκαμε τον ήχο αλλά όχι το περιεχόμενο. Μείναμε στην ατμόσφαιρα και δεν μπορέσαμε να δούμε την πρόταση! Τέλος πάντων. Ας σκύψουμε να αφουγκραστούμε τι μας λέει και τι μας προτείνει. 

Βλέπει κανείς με δύο τρόπους. Με τα βιολογικά μάτια και με τα εσω­τερικά μάτια (της καρδιάς). Βλέπει τα έξω, τα περιστατικά και τα αντικεί­μενα και τα γεγονότα και συγχρόνως δεν μπορεί να τα αξιολογήσει, να βά­λει προτεραιότητες, να ζυγίσει την αξία! Τι να το κάνει που βλέπει; Τυφλός πορεύεται. Για να το αντισταθμίσει, φωνάζει ότι δεν χρειάζεται! Κολλάει μόνο στα βλεπόμενα.

Όταν κανείς είναι τυφλός εσωτερικά, στα μάτια της ψυχής, δεν μπο­ρεί να δει δύο πράγματα:

Την ομορφιά και τους κινδύνους!

Δεν μπορεί να χαρεί αυτά που έφτιαξε ο Θεός και δεν μπορεί να α­ποφύγει τους κινδύνους που υπάρχουν.

Βλέπω λοιπόν με τα μάτια.

Βλέπω και με την “καρδιά”.

(και δεν εννοούμε τα συναισθήματα!)

Τι βλέπω;

Την αξία και την σειρά στα πράγματα της ζωής.

Αυτό είχε αποκτήσει η Παναγία και γι’ αυτό την θαυμάζουμε και την αγαπάμε. Ήξερε που θα εστιάσει την προσοχή της καρδιάς της.

Ήξερε τι είναι όμορφο και τι απλώς ωραίο, που όταν η «ώρα» του περάσει γίνεται δύσμορφο και αδιάφορο.

Δεν είχε μάτια για να βλέπει μόνο την «πεπονόφλουδα» στο δρόμο της, αλλά και την ολισθηρότητα των παθών της καρδιάς, που «προτείνο­νται» ως ευχαρίστηση και τελικώς καταλήγουν φυλακή και δεσμωτήριο.

Δεν έβλεπε μόνο το σκουλήκι στο μήλο που κρατούσε στα χέρια της, αλλά και την «εισβολή» στην ζωή της των δαιμονικών προτάσεων- προτροπών στα διλήμματα και τις αποφάσεις της ζωής.

Δεν έβλεπε μόνο την λακκούβα στην οποία κινδύνευε να πέσει αν δεν πρόσεχε, αλλά και τον «λάκκο του εγωισμού» που κινδυνεύει κανείς να βουλιάξει, χωρίς ελπίδα ελευθερίας από την κόλαση του αυτοεγκλεισμού.

Η Παναγία έβλεπε γιατί αγαπούσε το όντως ΦΩΣ που είναι ο Χρι­στός· αυτό της λέμε με το τροπάριο. Αξιολογούσε τον εαυτό της ως «σκοτισθέντα» και την φώτισε ο Χριστός.

Εμείς; Εμείς βασανιζόμαστε από το κόμπλεξ του… ανοιχτομάτη και μένουμε τυφλοί.

Τυφλοί που δεν βλέπουν ούτε την ομορφιά ούτε τους κινδύνους του κόσμου.

Τυφλοί που καμαρώνουν γιατί «βλέπουν» την πεπονόφλουδα και το σκουλήκι και την λακκούβα, ενώ είναι έκδοτοι και παραδομένοι σε πάθη και εγωισμούς.

Τελικά έχει δίκιο εκείνος ο μεγάλος νομπελίστας:

«Νομίζω ότι όλοι είμαστε τυφλοί όσοι κι αν κάνουμε πως βλέπουμε. Όλοι, όσο περισσότερο καμαρώνουμε ότι είμαστε ανοιχτομάτηδες, τόσο πιο τυφλοί γινόμαστε».

Γιορτάζοντας την Παναγία και θέλοντας να βλέπουμε με το φως του Χριστού την αξία και την σειρά των πραγμάτων της ζωής μας, ας την παρακαλέσουμε να φωτίσει την σκοτισμένη καρδιά μας να δεχτεί το φως του Χριστού· αντί να καυχόμαστε ότι είμαστε ανοιχτομάτηδες.

Η Παναγία να είναι σκέπη και βοήθεια στην ζωή την δική σας και των δικών σας.

Με αγάπη και ευχές

Ο Εφημέριος σας

π. Θεοδόσιος

Αφήστε μια απάντηση