Κατήχηση

Κυριακή Δ’ των Νηστειών

Σήμερα το ευαγγέλιο περιέγραφε έναν πατέρα γεμάτο δυστυχία, του οποίου ο γιος –ποιος ξέρει εάν δεν ήταν και το μόνο του παιδί; (Δεν επισημαίνεται κάτι [στο κείμενο] σαν επεξηγηματική διασάφηση).–

Αυτού ο γιός ήταν άρρωστος με έναν τρόπο φρικαλέο, ακόμη και σαν διήγηση να τον ακούσει κανείς. [Ο πατέρας] απευθύνθηκε στους μαθητές του Χριστού για να θεραπεύσουν το παιδί και όταν κάτι τέτοιο δεν έγινε δυνατόν κατέφυγε στον Χριστό.

Ο Χριστός τον ρώτησε εάν πιστεύει και εκείνος είπε μια κουβέντα η οποία είναι, θα λέγαμε, διαχρονική και προσδιορίζει κάθε άνθρωπο όταν στέκεται μπροστά στον Χριστό. Του είπε: Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μοι τῇ ἀπιστίᾳ. Βρίσκομαι σε μια ταραχή διψυχίας, Κύριε σε μια σύγχυση μπερδέματος. Βρίσκομαι με το ένα πόδι να κατευθύνεται σε Σένα και με το άλλο πόδι να πηγαίνει προς αλλού. Το ένα χέρι να το απλώνω γυρεύοντας ικεσία και με το άλλο να προσπαθώ να κρατηθώ από άλλα πράγματα. Και παρότι ο πατέρας είναι δίψυχος, είναι δύσπιστος, είναι ολιγόπιστος, ο Χριστός θεραπεύει τον άρρωστο γιό του. 

Θα πρέπει στο σημείο αυτό να επισημανθεί κάτι, το οποίο επισημαίνει ο Χριστός, αλλά να επισημανθεί έντονα και στη δική μας συνείδηση. Η πίστη δεν είναι μια υπόθεση ιδεολογική· με ποιόν συντάσσομαι, αλλά είναι σε ποιόν η καρδιά μου παραδίνεται. Όχι ποιόν παραδέχομαι ότι υπάρχει, αλλά ποιόν εμπιστεύομαι και παραδίνομαι. Και το να παραδοθώ είναι μακρύς κόπος. Στην περίπτωση τώρα ο Χριστός τι επιβραβεύει; Την ειλικρίνεια αυτού του ανθρώπου, όχι την πίστη του. Γιατί την επιβραβεύει την ειλικρίνεια αυτού του ανθρώπου; Γιατί ο Χριστός είναι αλήθεια και η ειλικρίνεια είναι ο προθάλαμος της αλήθειας. Υπήρχε ενδεχόμενο ο Χριστός να του έλεγε: Πιστεύεις ότι μπορώ να γιατρέψω [τον γιο σου]; Και κείνος να απαντούσε: Βέβαια, βέβαια, Εσύ μπορείς να κάνεις τα πάντα! Και να μην πίστευε τίποτε. Να υποκρινόταν ωφελιμιστικά.

Αυτή η ψεύτικη κολακεία, η οποία έχει στο βάθος της τις προσωπικές σκοπιμότητες, στον Χριστό είναι αδιάφορη, εάν όχι απεχθής. Γι’ αυτό η κουβέντα του [πατέρα]: Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μοι τῇ ἀπιστίᾳ δεν εμπόδισε τη θεραπεία [του γιου του]. Προκάλεσε, θα λέγαμε, τη θεραπεία. Αυτός ο άνθρωπος έλεγε στον Χριστό: η καρδιά μου είναι μπερδεμένη, σε παρακαλώ βοήθησέ με· και ο Χριστός, την ειλικρίνειά του επιβραβεύοντας, θεράπευσε τον γιο του.

Θα αναγκαστούμε ίσως και εμείς να βρεθούμε σε ανάλογες καταστάσεις. Όποιος κουβαλάει το ψέμα στην καρδιά του –ότι τα μπορεί όλα, τα πιστεύει όλα και συμφωνεί με όλα– λέει ψέματα [πρώτα] στον εαυτό του, που είναι πιο εύκολο, τα λέει, όμως, και στον Χριστό· και ο Χριστός δεν τα δέχεται γιατί ξέρει την καρδιά τη δική μας –του καθενός μας– περισσότερο απ’ ό,τι εμείς. Και αντιλαμβάνεται ότι το να είσαι ένας ψευταράκος κακομοίρης –ένας παπάς που δεν πιστεύει καλά-καλά, ένας Χριστιανός που δεν ξέρει τι του γίνεται– και δεν το λες με ειλικρίνεια «Είμαι αυτό. Βοήθησέ με.», τότε παριστάνεις, ότι είσαι, αυτό που δεν είσαι ούτε έχεις, και «τρέχεις και δεν φτάνεις» να μπαλώσεις ψέμματα με ψέμματα.

Ο Χριστός είπε  ότι όλοι μπορούν να σωθούν. Όλοι, εκτός από δύο. Από ποιούς; Από τον πλούσιο και από τον υποκριτή.

Ο πλούσιος πιστεύει ότι θεός του είναι η τσέπη του, οπότε δεν χρειάζεται κανέναν θεό και άρα δεν γυρεύει καμία σωτηρία. Τα μπορεί όλα νομίζει, φαντάζεται και αυταπατάται. Ο θεός του είναι το χρήμα του και γίνεται μαμωνάς –μαμωνάς ήταν θεός· ειδωλολατρικός θεός των Σύρων που εκφραζόταν με χρυσάφι. Γι’ αυτό προέκυψε αυτή η έκφραση: μαμωνάς– και αυτού του θεού είναι λατρευτής.

Υποκριτής είναι αυτός ο οποίος δεν λέει με ειλικρίνεια «Είμαι γυμνός· είμαι γεμάτος τραύματα· μισοπιστεύω· βρίσκομαι στην κατάσταση ούτε τη ναι ούτε την όχι» ώστε να τον παραλάβει ο Χριστός και να τον θεραπεύσει όπως παραλαμβάνει ο γιατρός τον τραυματία για να τον θεραπεύσει από τα τραύματα. Για φανταστείτε να πάει κανείς σε έναν γιατρό και να κρύβει την πάθηση την οποία θέλει να θεραπεύσει. Είναι μια παρανοϊκή κατάσταση, ψευδής.

Ο Χριστός είναι Η Αλήθεια. Και κάθε τι που είναι ψεύτικο δεν έχει σχέση μαζί του. Ακόμη και αν είναι ένα ευσεβές ψέμα, [είναι] ακόμα χειρότερα· ακόμη λιγότερη σχέση έχει μαζί του. Συνεπώς, στο σημερινό ευαγγέλιο μας λέει: Αυτό που είσαι πες στον Χριστό. Ούτε μεγαλώνοντας, ούτε μικραίνοντας. Ταπείνωση δεν είναι χαζο-ταπεινολογίες υβρισμού του εαυτού μας. Ταπείνωση είναι συνείδηση της αποστάσεως που μας χωρίζει από τον Χριστό. Αυτό σημαίνει να καταλαβαίνω τι απόσταση με χωρίζει από Εκείνον και να το αναγνωρίζω με την αυτονόητη απλότητα που λέει ότι είμαι στην Πρέβεζα και όχι στην Αθήνα και αυτό το θεωρούμε δεδομένο. Με τον ίδιο τρόπο να καταλαβαίνω την απόσταση που με χωρίζει από τον Θεό και να λέω: είμαι πολύ μακριά από το να έχω την πίστη του αποστόλου Πέτρου που του λέγανε «θα σε σταυρώσουμε γι’ Αυτόν που αγαπάς» και έλεγε «Ανάστροφα. Όχι όπως Εκείνον, γιατί θα ατιμάσω τον Σταυρό».

Αδελφοί μου, είναι Σταυρός η Πίστη. Περιπέτεια. Αγώνας ουσιαστικός όχι να παραδεχθούμε απλώς την ύπαρξη του Θεού, αλλά να παραδοθούμε στον Θεό. Αυτό είναι ένας κόπος, ο οποίος αυξάνει και όπως οι Απόστολοι, σε άλλο σημείο του Ευαγγελίου, λένε στον Χριστό: Πρόσθες ἡμῖν πίστιν· αύξησέ μας αυτήν την αγάπη για το Πρόσωπό Σου, να Σου παραδινόμαστε. Έτσι θα πρέπει να λέμε και εμείς: Πιστεύω, Κύριε, βοήθει μοι τῇ ἀπιστίᾳ και πρόσθες ἡμῖν πίστιν.

Αφήστε μια απάντηση