Κατήχηση

Τριών Ιεραρχών – «Τι δεν πρέπει να ξεχάσουμε» – 30/01/2022

Εβρ. 13, 7-16

Μτ. 5, 14-19

 

            Οι περισσότεροι έχουμε συνδέσει τη σημερινή γιορτή των Τριών Ιεραρχών με την παιδική μας ηλικία. Τη θυμόμαστε ως σχολική αργία. Για τους παλιότερους ήταν και ημέρα υποχρεωτικού εκκλησιασμού. Για τους νεότερους αυτό δεν είναι πια δεδομένο. Θυμόμαστε επίσης αμυδρά σχολικούς λόγους, μάλλον βαρετούς στα παιδικά μας αυτιά, οι οποίοι μιλούσαν για μια «εορτή των ελληνικών γραμμάτων».

            Πόσο όμως αυτές οι μνήμες ανταποκρίνονται στη μνήμη της Εκκλησίας που θεσμοθέτησε αυτή τη γιορτή; Για να απαντήσουμε σ’ αυτή την ερώτηση θα πρέπει να ανατρέξουμε αρχικά στην ιστορία και κατόπιν στη θεολογία.

            Ο κοινός εορτασμός των Τριών Ιεραρχών θεσμοθετείται από την Εκκλησία το 11ο αιώνα. Η αφορμή ήταν διπλή.

Αφενός, επικρατούσε την εποχή εκείνη μια αντιδικία σχετικά με το ποιος από τους Πατέρες της Εκκλησίας ήταν ο πιο σημαντικός. Η απόφαση για κοινό εορτασμό τριών μεγάλων μορφών της χριστιανικής παράδοσης δήλωνε πως τέτοια στοιχεία ενός εγκόσμιου ανταγωνισμού δεν μπορούσαν να γίνονται δεκτά από την Εκκλησία. Η παράδοση συνιστούσε κοινό κτήμα της χριστιανικής κοινότητας και η πρόταξη τριών ιεραρχών σήμαινε πως αυτό που προέχει είναι η κοινότητα, η κοινή της παράδοση,  και όχι τα άτομα.

Αφετέρου, η κοινή εορτή φιλοδοξούσε να φανερώσει ποια ήταν η σχέση της χριστιανικής παράδοσης με την αρχαιοελληνική παράδοση. Εδώ τα πράγματα ήταν πιο περίπλοκα. Ακούμε συχνά δυο ακραία αντίθετες, αλλά εξίσου ιστορικά αβάσιμες, εκδοχές. Σύμφωνα με την  πρώτη, ελληνικός πολιτισμός και χριστιανισμός είναι απόλυτα συμβατοί, αλληλοσυμπληρώνονται αρμονικά και δημιουργούν αυτό που ονομάσθηκε «ελληνοχριστιανικός» πολιτισμός. Σύμφωνα με την δεύτερη, ελληνισμός και χριστιανισμός είναι άσπονδοι εχθροί καταδικασμένοι σε αιώνια διαμάχη. Το θέμα είναι τεράστιο και δεν μπορεί να εξεταστεί στα όρια ενός κηρύγματος. Θα αρκεστούμε σε κάποιες βασικές διευκρινήσεις.

Ο όρος  αρχαίος ελληνικός πολιτισμός συνιστά μια γενίκευση η οποία περιλαμβάνει ένα τεράστιο φάσμα απόψεων για το Θεό (ή τους θεούς), τον άνθρωπο και τον κόσμο και αντιστοιχεί σε πολλές και διαφορετικές  στάσεις ζωής. Προσωκρατικοί και Σωκράτης, Πλάτωνας και Σοφιστές, Όμηρος, Αισχύλος και Ευριπίδης, Αριστοτέλης, Επίκουρος και Στωικοί, Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης, όλοι συνιστούν διαφορετικούς πόλους σε ένα τεράστιο φάσμα πεποιθήσεων και πρακτικών. Και πίσω από όλες αυτές τις ξεχωριστές μορφές στέκει βέβαια ο απλός άνθρωπος της Αρχαιότητας, γεμάτος μαγικές, δεισιδαιμονικές, και ειδωλολατρικές πρακτικές.

Οι χριστιανοί αντιμετώπισαν όλη αυτή την κληρονομιά εκλεκτικιστικά. Επέλεγαν κάθε φορά αυτό που ήταν πιο πρόσφορο για τις ποιμαντικές ανάγκες της Εκκλησίας. Η πλατωνική και αριστοτελική φιλοσοφία έδωσαν στους χριστιανούς τη γλώσσα και τις έννοιες που έκαναν δυνατή, όσο αυτό είναι εφικτό,  την διατύπωση με ανθρώπινα λόγια της αποκάλυψης του Θεού προς τον άνθρωπο. Η ομηρική ποίηση και η αττική τραγωδία φανέρωσαν κατά τρόπο μοναδικό τις περιπέτειες και τα πάθη του ανθρώπου σε έναν κόσμο που δυσκολεύεται να κατανοήσει τι είναι ανθρώπινη επινόηση και τι αυθεντική θεϊκή παρουσία. Ο Θουκυδίδης αποκάλυψε τους μηχανισμούς της καταστροφής που δημιουργεί η επιδίωξη του ανθρώπου για όλο και μεγαλύτερη ισχύ. Χρησιμοποιώντας τη βιβλική και πατερική ορολογία, μπορούμε να πούμε πως οι Αρχαίοι Έλληνες ανέδειξαν όλη την τραγωδία του κόσμου μετά την πτώση του ανθρώπου, αλλά προσέθεσαν και σπέρματα μιας αλήθειας που ξεπερνά τα όρια της ανθρώπινης εμπειρίας.

Η έννοια του «ελληνοχριστιανικού» πολιτισμού είναι πολύ νεότερη. Γεννιέται κατά τον 19ο αιώνα. Ήρθε ως απάντηση του νεοελληνικού έθνους-κράτους στους αγώνες που έδινε για επιβίωση. Σε μια πρώτη φάση, κατά τον 19ο αιώνα, εχθρός ήταν αρχικά οι ετερόδοξοι Ευρωπαίοι. Καθολικοί και Προτεστάντες που προσπαθούσαν, όπως πίστευαν αρκετοί Έλληνες, να αλώσουν ή έστω να επηρεάσουν την ελλαδική εκκλησία και κοινωνία. Αργότερα εχθρός ήταν οι  ομόδοξοι  Σλάβοι, καταρχάς οι Βούλγαροι και δευτερευόντως οι Ρώσοι που τους υποστήριξαν, οι οποίοι αποκόπηκαν  από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως για να μπορέσουν να ριχτούν σε ένα φονικό πόλεμο ενάντια στους Έλληνες με αντικείμενο της διαμάχης περιοχές που διεκδικούνταν από κοινού από την καταρρέουσα Οθωμανική αυτοκρατορία. Τέλος, κατά τον 20ο αιώνα η έννοια του «ελληνοχριστιανικού» πολιτισμού χρησιμοποιήθηκε και πάλι πολιτικά, ως αντίβαρο του κομμουνιστικού ιδεώδους κατά την εμφύλια διαμάχη στον τόπο μας.

Συμπερασματικά: Ελληνισμός και χριστιανισμός δεν ήταν ούτε πάντοτε αρμονικοί εταίροι ούτε πάντοτε άσπονδοι εχθροί. Η ιστορική εξέλιξη υπήρξε πολύ πιο περίπλοκη.

Ας στραφούμε όμως τώρα στη χριστιανική θεολογία για να δούμε τι νόημα δίνει στη σημερινή εορτή και πώς ξεμπλέκει (ή ίσως κόβει, σαν τον γόρδιο δεσμό) αυτό το περίπλοκο κουβάρι.

Θα προσπαθήσουμε να φωτίσουμε την σημερινή γιορτή μέσα από τα δυο σημερινά βιβλικά αναγνώσματα. Ας ακούσουμε αρχικά το αποστολικό ανάγνωσμα: «Να θυμάστε τους εκκλησιαστικούς ηγέτες σας, που σας μετέδωσαν το λόγο του Θεού. Μην παρασύρεσθε από διάφορες ξένες διδασκαλίες. Ο Ιησούς Χριστός είναι ο ίδιος χτες, σήμερα και για πάντα».

Απέναντι σ’ αυτό το πλήθος φιλοσοφικών σχολών, λογοτεχνικών προτύπων και θρησκευτικών και πολιτικών στάσεων του αρχαιοελληνικού κόσμου, ο χριστιανός αντιπαρατάσσει το πρόσωπο του Χριστού, αμετάβλητο μέσα στους αιώνες. Ο απόστολος μας δίνει όμως μια ακόμα σημαντική εικόνα. Μας λέει αρχικά πως τα σώματα των ζώων που θυσίαζαν οι Εβραίοι στο Ναό του Σολομώντα καίγονταν έξω από τα όρια του ναού. Κατ’ αντιστοιχία κι ο Ιησούς για να αγιάσει το λαό του πέθανε έξω από τα όρια της πόλης, στον Γολγοθά. Ο απόστολος δίνει αυτά τα γεωγραφικά στοιχεία για να προχωρήσει σε μια θεολογική προτροπή: ας πάμε λοιπόν κι εμείς έξω από την πόλη κοντά στον Χριστό, γιατί δεν έχουμε εδώ μόνιμη πολιτεία, αλλά λαχταρούμε τη μελλοντική.

Αυτό που θέλει να μας πει ο απόστολος είναι πως για τον άνθρωπο που συνειδητοποίησε ποιος είναι ο Χριστός κι αποφάσισε να ζήσει ισόβια ως μαθητής του κανένα ανθρώπινο επίτευγμα, κανένας ανθρώπινος πολιτισμός, όσο γοητευτικός κι αν είναι, δεν μπορεί να κερδίσει ολοκληρωτικά την καρδιά του.

Ζούμε βέβαια μέσα στον πολιτισμό κι οφείλουμε ως πολίτες της εγκόσμιας πολιτείας να προκρίνουμε από τα ποικίλα στοιχεία των πολιτισμών αυτά που είναι πιο κοντά στο μήνυμα του Ευαγγελίου.

Αυτό έκαναν και οι Τρεις Ιεράρχες με τον ελληνικό πολιτισμό. Κινούνταν με άνεση και φυσικότητα μέσα στην κλασσική ελληνική παράδοση και ταυτόχρονα μπορούσαν να είναι κριτικοί ως προς αυτήν.

Ο Μέγας Βασίλειος για να περιγράψει το έργο τους χρησιμοποίησε την εικόνα της μέλισσας που διαλέγει από κάθε λουλούδι τον ανθό για να παράγει το μέλι. Και ο  Γρηγόριος ο Θεολόγος αντέδρασε έντονα όταν ο Ιουλιανός απαγόρευσε στους χριστιανούς την επαφή με τα έργα της Αρχαιότητας καθώς, αντίθετα από τον αυτοκράτορα, τα θεωρούσε κοινή κληρονομιά τόσο των εθνικών όσο και των χριστιανών.

Καθένας όμως που κοιτά τους Τρεις Ιεράρχες βλέπει κάτι διαφορετικό σ’ αυτούς, ανάλογα με τις δικές του προϋποθέσεις. Όσοι τους βλέπουν πρωτίστως ως ένα είδος δασκάλου των ελληνικών γραμμάτων λησμονούν πως ο Χρυσόστομος και ο Γρηγόριος είναι οι συγγραφείς της Θείας Λειτουργίας που τελούν εδώ και τόσους αιώνες οι χριστιανοί. Ο Βασίλειος και ο Γρηγόριος είναι οι βασικοί δογματικοί θεολόγοι που μίλησαν για τη Αγία Τριάδα και το πρόσωπο του Χριστού με ορθόδοξο τρόπο. Ο Χρυσόστομος είναι ο μέγας, και καθοριστικός για όλους τους χριστιανούς που ακολούθησαν, ερμηνευτής της Βίβλου. Ο Βασίλειος είναι ο συντάκτης των κανόνων που δημιούργησαν τον κοινοβιακό μοναχισμό. Ο Βασίλειος και ο Χρυσόστομος είναι οι θεμελιωτές της φιλανθρωπικής διακονίας, αυτής που σήμερα ονομάζεται κράτος πρόνοιας, και αφορά τους ασθενείς, τους φτωχούς, τους ξεχασμένους αυτού του κόσμου. Ο Γρηγόριος είναι ο συγγραφέας ποιημάτων και επιγραμμάτων που θεωρούνται πηγές της χριστιανικής υμνολογίας.

Οι Τρεις Ιεράρχες έζησαν και δημιούργησαν μέσα στην πολιτεία των ανθρώπων αλλά με τη στάση τους μας οδηγούν παράλληλα έξω από τα ασφυκτικά όρια της ανθρώπινης δημιουργίας. Μας δείχνουν τα σημεία της Βασιλείας του Θεού που εγκαινίασε ο Χριστός με την Ανάστασή του, της Βασιλείας που γεννιέται μέσα στο κόσμο στις ζωές των αγίων του. Μας παίρνουν από το χέρι και μας οδηγούν προς αυτήν.

Για ανθρώπους σαν τους Τρεις Ιεράρχες ισχύουν τα λόγια του σημερινού ευαγγελίου. «Εσείς είστε το φως για τον κόσμο. Μια πόλη χτισμένη ψηλά στο βουνό δεν μπορεί να κρυφτεί. Οι άνθρωποι, όταν ανάψουν το λυχνάρι το τοποθετούν στο λυχνοστάτη για να φωτίζει όλους τους ανθρώπους. Έτσι να λάμψει και το δικό σας φως μπροστά στους ανθρώπους, για να δουν τα καλά σας έργα και να δοξολογήσουν τον ουράνιο Πατέρα σας».

Τα βιβλικά αναγνώσματα μας λένε πως ο Χριστός είναι το πρόσωπο που σφράγισε την ιστορία. Οι Τρεις Ιεράρχες, όπως και οι Απόστολοι πριν από αυτούς, έγιναν μαθητές του Χριστού, αναγνώρισαν σ’ αυτόν τον αναμενόμενο Μεσσία και μεταμορφώθηκαν όταν έζησαν την εμπειρία της συνάντησης με τον αναστημένο Χριστό.

Γιορτάζοντας σήμερα τους Τρεις Ιεράρχες αυτό που κάνουμε είναι να κοινοποιούμε στον κόσμο, να κάνουμε αντικείμενο ανάμνησης, ένα συμβάν που έγινε εφάπαξ, που ενεργοποιήθηκε από τον Χριστό και πρέπει να διαιωνιστεί στις μελλοντικές γενιές: ο Θεός έγινε άνθρωπος, πέθανε για τις αμαρτίες μας, αναστήθηκε και χαρίζει και σε μας την ανάσταση.

Οι γιορτές μάς θυμίζουν τι δεν πρέπει να ξεχάσουμε. Και η σημερινή εορτή των Τριών Ιεραρχών μας θυμίζει πως μέσα από την πίστη σ’ αυτή την ορθόδοξη αλήθεια, μέσα από την συνεχή λατρεία του Θεού, μέσα από τη μελέτη των Γραφών, μέσα από την μέριμνα και την  αγάπη προς τον πλησίον, κάνουμε πράξη τα λόγια του αποστόλου: ο Ιησούς Χριστός είναι ο ίδιος χτες, σήμερα και για πάντα. [1]

 

[1] Πηγές:

Jaroslav Pelikan, Christianity and Classical Culture. The Metamorphosis of Natural Tradition in the Encounter with Hellenism.

 Έφη Γαζή, Ο δεύτερος Βίος των Τριών Ιεραρχών. Μια γενεαλογία του «Ελληνοχριστιανικού Πολιτισμού».

Jan Assmann, Η πολιτισμική μνήμη. Γραφή, ανάμνηση και πολιτική ταυτότητα στους πρώιμους ανώτερους πολιτισμούς.

 

Αφήστε μια απάντηση