Κατήχηση, Ομιλία

Μεταφράζονται τα Λειτουργικά Κείμενα (Θεσσαλονίκη – Α.Π.Θ. Θεολογική Σχολή 3.11.2010)

Πρέπει ἐξ ἀρχῆς νά ζητήσω τήν κατανόηση ὅλων σας, τῶν ἐλλογιμοτάτων κ. καθηγητῶν καί τῶν φοιτητῶν πού ἦρθαν σήμερα ἐδῶ νά ἀκούσουν κάποιον ἐκτός τῆς ἐπιστημονικῆς κοινότητας νά μεταφέρει τήν ἐμπειρία τῆς καθημερινῆς ποιμαντικῆς ἀγωνίας καί πράξης ἀπό μιά ἐπαρχιακή Ἐκκλησία στά σπουδαστήρια τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς συμπρωτεύουσας.

Δεν ἔχω νά καταθέσω καινούργια πράγματα. Θά μιλήσω ὄχι ἁπλῶς σέ γνωρίζοντες, ἀλλά σέ εἰδήμονες. Αὐτό μέ κάνει νά αἰσθάνομαι δύσκολα καί σᾶς ζητῶ νά μέ κατανοήσετε.

Εὐχαριστῶ θερμά τόν φίλο καθηγητή τῆς Φιλοσοφίας στήν Σχολή σας τόν κ. Λάμπρο Σιᾶσο για τήν τιμητική γιά μένα πρόσκληση. Μᾶς συνδέουν κοινές ἀγωνίες γιά τήν ποιότητα τῆς ἀτμόσφαιρας τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ χώρου καί γιά τήν ἐπάρκεια τοῦ λόγου τοῦ κηρύγματός αὐτοῦ τοῦ χώρου καί μᾶς χωρίζουν λεπτομέρειες! Τά ἑνοῦντα εἶναι πολύ περισσότερα γι᾿ αὐτό καί μπόρεσα νά ᾿ρθῶ.

Καί πάλι θερμές εὐχαριστίες.

 


Α. Θεοπνευστία καί Ἐκκλησία

Ἐξ ἀρχῆς θά πρέπει νά ξεκαθαρίσουμε ὅτι ὁ Χριστός δέν ἔγραψε τίποτεΔέν ἄφισε πίσω του ἕνα βιβλίο, ἀλλά μιά κοινότητα.

Μιά μικρή κοινότητα πού διαπνέεται ἀπό τό Πνεῦμα Του καί ἀκτινοβολεῖ. Ὄχι μιά σέκτα μυημένων, ἀλλά μιά ὁμάδα ἀνθρώπων πού στάλθηκαν νά ἀναγγείλουν τά καλά νέα ὡς τά πέρατα τοῦ κόσμου.

Ἡ Ἐκκλησία περισσότερο ἀπό μιά θρησκεία τοῦ βιβλίου εἶναι μιά θρησκεία τῆς κοινότητος. Αὐτή ἡ κοινότητα μεταφέρει τόν Λόγο. Μιά τριακονταετία μετά τήν Ἀνάληψη τοῦ Χριστοῦ, βλέποντας τίς ἀνάγκες κατήχησης οἱ Ἀπόστολοι-πρώτοι μάρτυρες (κανένας δέν μαρτυρεῖ γιά τόν μάρτυρα, Paul Celan) ξεκινοῦν νά γράφουν τά Εὐαγγέλια γιά νά μείνουν διαχρονικά οἱ ἀναμνήσεις τους στίς κοινότητες τῶν χριστιανῶν. Ἡ κοινότητα λοιπόν μᾶς δίνει τό βιβλίο. Ἡ κοινότητα ἀποφάσισε (μέσα ἀπ᾿ ὅλα ὅσα εἶχαν γραφεῖ γιά τόν Χριστό) ποιά θά συμπεριλαμβάνονται στις Γραφές καί ποιά ὄχι (Ἀπόκρυφα). Ἡ λίστα τῶν βιβλίων πού ἐπικυρώθηκαν πῆρε τό ὄνομα “Κανών”, δηλαδή εὐθεῖα γραμμή, πλαίσιο, κανονισμός.

Τά βιβλία πού ἐπιλέχθηκαν ἦταν αὐτά πού οἱ διάφορες κοινότητες χρησιμοποιοῦσαν στήν Εὐχαριστία καί στούς ἑορτασμούς τους. Θά μποροῦσε νά πεῖ κανείς ὅτι ἡ κοινότητα τῶν πιστῶν “ἔφτιαξε” τόν Νόμο.

Μέ αὐτά τά βιβλία οἱ κοινότητες φανέρωσαν τήν πίστη τους καί τά ἀξιολόγησαν θεόπνευστα, πρᾶγμα πού σημαίνει ὅτι οἱ συγγραφεῖς τους τα ἔγραψαν φωτιζόμενοι ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Ὅμως, θεόπνευστα· ΟΧΙ ὑπαγορευμένα! Οἱ ἄνθρωποι συγγραφεῖς, οἱ Ἀπόστολοι κατευθύνονται ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Γράφουν ὅμως μέ τό δικό τους στυλ, στήν δική τους κουλτούρα, σέ γλῶσσες πού χρησιμοποιοῦνται στήν περιοχή πού ζοῦν, μέ βάση τίς ἀνάγκες συγκεκριμένων κοινοτήτων. Δηλαδή ὅλα τά γραφόμενα τοποθετοῦνται στό χῶρο καί στόν  χρόνο.

*        *        *

Ἐξ αἰτίας τῆς ἀγάπης καί τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ δέν ἔχουμε ἱερή γλῶσσα. Δεν γνωρίζουμε παρά μόνο στά ἑλληνικά, τά λόγια πού ὁ Χριστός πρόφερε στά ἀραμαϊκά καί σήμερα πλέον τά ἀκοῦμε στήν γλῶσσα τοῦ κάθε τόπου. Ἱερό κείμενο· ναί. Ἀλλά καρπός τῆς κοινότητας: τά πάντα εἶναι τοῦ Θεοῦ καί τά πάντα εἶναι τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Ἐκκλησία δέν διστάζει νά μιλήσει γιά ἀναλογία τῆς Γραφῆς μέ τήν Ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ πού ἔγινε λόγος τοῦ ἀνθρώπου.

Δέν εἴμαστε λοιπόν μιά “θρησκεία τοῦ βιβλίου”, ἀλλά μιά θρησκεία πού ἐκφράζεται μέ βιβλία. Βιβλία πού περιγράφουν τίς ἀντιλήψεις τῆς κοινότητας τῆς ὁποίας τό βασικό κριτήριο εἶναι ἡ πίστη. Φυσικά ἡ ἐρμηνεία τῆς Γραφῆς εἶναι εὐαίσθητο θέμα. Πολλοί, ἄν ἀποπειραθοῦν νά διαβάσουν τήν Βίβλο, χωρίς ἐξήγηση, πιθανόν θά μείνουν ἀμέτοχοι ἤ καί θά βαρεθοῦν μέ κάποια βιβλία!!

Παραμένει πάντως τό γεγονός ὅτι ἡ Βίβλος παίζει πρωταρχικό ρόλο καί πρέπει νά παίρνουμε στά σοβαρά τό γεγονός ὅτι εἶναι θεόπνευστη. Ὄχι μόνο εἶναι φύλακας καί πρότυπο καί μέτρο γιά τήν πίστη, ἀλλά εἶναι καί ἡ τροφή τῆς πίστεως. Εἶναι ἀστείρευτη πηγή μιᾶς μονίμως καινούργιας κατανόησης τοῦ Θεοῦ καί ὁδηγεῖ στήν συνάντηση μέ Αὐτόν. Παρ᾿ ὅλα αὐτά εἶναι ἕνα βιβλίο σφραγισμένο καί μόνο ὁ Χριστός μέ τό Πάσχα Του, ὁ “θυσιαζόμενος ἀμνός” μπορεῖ νά σπάσει τίς ἑπτά σφραγίδες (Ἀποκ. 5, 1-10)[i]. Οἱ δύο Διαθήκες μᾶς μιλοῦν μόνο γιά τόν Χριστό, δηλαδή γιά τήν ἔνωση τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τήν ἀρχή (Γένεση) μέχρι καί τό τέλος τῶν καιρῶν (Ἀποκάλυψη).

Εἶναι τό πασχάλιο γεγονός πού δίνει νόημα σέ ὁλόκληρη τη Βίβλο, καί σπάει τίς σφραγίδες! Γι᾿ αὐτό τό Πάσχα εἶναι παράλληλα: ἡ μεγαλύτερη δοκιμασία καί ἡ πηγή τῆς πίστης! Δέν εἶναι περίεργο ὅτι ἡ Εὐχαριστία, κεντρικό γεγονός τῆς πίστης πού τελεῖται καί τό Πάσχα, ξεκινάει μέ ἀνάγνωση τῶν Γραφῶν (Πράξεις). Θά μπορούσαμε νά σκεφτούμε ὅτι οἱ ἀκολουθίες προσθέτουν κάτι στό περιεχόμενο τῆς βιβλικῆς πίστης. Ὅμως καρδιά τοῦ ἑορτασμοῦ εἶναι ἡ θύμηση τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ στον Μυστικό Δείπνο. Μέ αὐτό τόν τρόπο ἡ Γραφή μπαίνει στήν ζωή μας. Οἱ πιστοί τρεφόμαστε μέ τόν Χριστό καί καταβροχθίζουμε τό Βιβλίο γεμάτο μέ τήν πικρία τῶν δακρύων μας καί τήν γλύκα τοῦ Θεοῦ (Ἀποκ. 10, 9-10, Ἰεζεκιήλ 2, 8-3, 3)[ii].

Αὐτή εἶναι ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ γιά τά κείμενα τῶν Γραφῶν. Τά μόνα θεόπνευστα. Τά ἀποκλειστι-κῶς Μοναδικά. Τά Ἀναντικατάστατα.

Ὁ,τιδήποτε ἄλλο εἴτε ὕμνος εἴτε προσευχή εἴτε κοντάκιο εἴτε ἀκολουθία εἴτε εὐχή μυστηρίου δέν μπορεῖ καί δέν ἔχει τόν προσδιορισμό θεόπνευστο κείμενο. Εἶναι γένημα-καρπός τῆς συνάντησης Θεοῦ καί ἀνθρώπου ἀλλά δέν εἶναι ἀναντικα-τάστατο οὔτε μοναδικό. Φυσικά οὔτε ἐπιδέχεται, χωρίς νά αὐθαιρετοῦμε θεολογικά, τόν προσδιορισμό θεόπνευστο μέ τήν γιά τίς Γραφές ἔννοια.

Αὐτά τά ἀπό ὅλους ἀποδεκτά κείμενα, τά θεόπνευστα, μεταφράζονται πλέον σέ ὅλες τίς γλῶσσες τῶν ἀνθρώπων. Kατά ἀναλογία τῆς μετάφρασης τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἀπό τούς Ἐβδομήκοντα, ἔχουμε πάμπολλες μεταφράσεις στά Λατινικά (Vetus LatinaItala) καί τήν πλέον γνωστή Vulgata που σημαίνει λαϊκή μετάφραση. Ἐπίσης μεταφράζονται στήν γλῶσσα τῶν Ἀρμενίων (ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο), στα Χαλδαϊκά, στά Κοπτικά καθώς καί σέ κάθε γνωστή ἤ δημιουργούμενη γλῶσσα (Σλαβονικά). Σήμερα πλέον, μέσω τῆς Βιβλικῆς Ἐταιρείας σέ 1200 γλῶσσες καί διαλέκτους.

Ὅταν αὐτά ἰσχύουν γιά τά θεόπνευστα Γραφικά κείμενα δέν εἶναι αὐτονόητο καί συνεπακόλουθο ὅτι πολύ περισσότερο ἰσχύουν γιά τά λειτουργικά κείμενα;

 


Β. Μετάφραση – Ἑρμηνεία

Στήν Σύναξη τῆς Εὐχαριστίας λειτουργοῦσε καί πρέπει να συνεχίσει να λειτουργεῖ ὁ διαχρονικός κανόνας Lex Credendi Lex Orandi. Ἡ Ἐκκλησία προσεύχεται τήν πίστη της. Μαθαίνει τήν πίστη της. Βιώνει τήν πίστη της. Προσκτᾶται τήν ἐλπίδα τῆς ἔλευσης τοῦ Χριστοῦ.

Ἡ Σύναξη προσδοκᾶ καί εὔχεται τήν ἄφιξη τῆς ἐρχομένης Βασιλείας τοῦ Κυρίου της. Παρακαλεῖ νά ἔλθει Χάρις καί νά παρέλθει ὁ κόσμος. (Ἐλθέτω Χάρις καί παρελθέτω ὁ κόσμος). Προσπαθεῖ νά ἔχουν τά μέλη της ἐτοιμότητα ἀνταπόκρισης στήν ἔλευση τοῦ Κυρίου τους (“ἔστωσαν αἱ ὀσφύες ἡμῶν περιεζωσμέναι καί οἱ λύχνοι καιόμενοι”) ὁ ὁποῖος Κύριος, ἐρχόμενος “παρελθῶν διακονήσει αὐτοῖς”! Στήν ἐρώτηση τοῦ Πέτρου: γιά ποιούς λέει τήν παραβολή; ὁ Χριστός ἀπαντᾶ, γιά τόν πιστό καί φρόνιμο οἰκονόμο, τόν ὁποῖον καθιστᾶ ὑπεύθυνο τῆς σύναξης “διδόναι αὐτοῖς (στούς ἀδελφούς του χριστιανούς) τό σιτομέτριον”.

Οἱ κληρικοί λοιπόν ἔχουν τήν εὐθύνη γιά τήν οἰκοδομή καί τήν αὔξηση τοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ “ὅ ἐστίν ἡ Ἐκκλησία”. Βεβαίως, αὔξηση στήν πνευματική ὡριμότητα καί ἡλικία, ἀλλά καί αὔξηση ἀριθμητικά τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἀφοῦ ἡ ἀποστολή της εἶναι εἰς πάντα τά ἔθνη καί ὁ Χριστός θέλει “πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν” καί δέν θέλει νά ἀπολεσθεῖ κανένας. Καί ἀφοῦ, ὅπως ξέρουμε, ἔξω ἀπό τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑπάρχει σωτηρία!

Στόχος λοιπόν καί σκοπός τοῦ κληρικοῦ εἶναι ὅ,τι καί τοῦ Χριστοῦ: ἡ σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Νά συνειδητοποίησουν καί νά δημιουργήσουν οἱ ἄνθρωποι σχέση ζωῆς μέ Ἐκεῖνον πού εἶναι ἡ ὄντως Ζωή. Σ᾿ αὐτόν τόν κόπο καί σ᾿ αὐτήν τήν προσπάθεια ὁ κληρικός, βιώνει τό αἴσθημα τῶν ἐλλείψεων καί ἐλλειμάτων του καί τίς ἐνοχές γιά τό τί μπορεῖ περισσότερο νά πράξει ὑποβοηθητικά στόν προαναφερθέντα στόχο καί σκοπό.

*        *        *

Πιστεύει κανείς σήμερα ὅτι λειτουργεῖ στήν Ἐκκλησία ὁ κανών Lex Credendi Lex Orandi; Οἱ χριστιανοί μποροῦν νά δώσουν λόγο περί τῆς ἐν ἡμῖν ἐλπίδος; (Ὑπάρχει ἄραγε;) Πιστεύουν στήν θεότητα τοῦ Χριστοῦ καί προσδοκοῦν τήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων τους γιά μιά μόνιμη καί μέ “ἀνεννόητη ἡδονή” σχέση, μέ τόν ἀγαπημένο Κύριό τους; Ἔχουν κριτήριο σκέψεων καί ἐνεργειῶν τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ; Ἀπαντοῦν αὐτονόητα στις διληματικές ἐκδοχές, ὅπως ἐκεῖνος ὁ ἀρχαῖος Πατριάρχης Ἰωσήφ, “τοῦ Θεοῦ εἰμί ἐγώ”;

Μακάρι τά ἐρωτήματα αὐτά νά εἶχαν θετικές ἀπαντήσεις. Ἀτυχῶς ὅμως πλέον οἱ χριστιανοί φυλλορροοῦν σ᾿ ὅλο τόν Εὐρωπαϊκό χῶρο καί δυστυχῶς καί στήν πατρίδα μας. Κακά τά ψέματα. Οἱ αὐταπάτες γιά τό 95% τῶν χριστιανῶν Ἑλλήνων εἶναι κυριολεκτικῶς ὀνειροπολήματα ἐπιθυμιῶν.

Τό φαινόμενο βέβαια τό ἐπισημαίνει ἤδη τό 1630 ὁ Μάξιμος Καλλιουπολίτης στήν εἰσαγωγή τῆς μεταφράσεως τῆς Καινῆς Διαθήκης λέγοντας: “… τό κοινόν τῆς Ἐκκλησίας πάγει ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον φθειρόμενον…”. Τότε βέβαια, ποιός νά τόν ἀκούσει; Σήμερα ὅμως;

Σήμερα ὑπάρχει ἕνα σῶμα βαπτισμένων πού καταφανῶς δέν εἶναι, παρά μόνον τυπικά, χριστιανοί! Τό “δυνάμει” τοῦ νηπιοβαπτισμοῦ, ἀτυχῶς, γιά τούς περισσότερους δεν γίνεται ποτέ “ἐνεργείᾳ”. Καί μεῖς θυμομαχοῦμε ἄν οἱ δικοί μας, ὑποτίθεται, χριστιανοί θά παραστοῦν ὡς ἀνάδοχοι, ἀφοῦ τέλεσαν πολιτικό γάμο ἤ ἄν θά… κηδευτοῦν.

*        *        *

Μέσα σ᾿ ἕνα τέτοιο ἐκκλησιαστικό “τοπίο”, μέ τήν αἴσθηση τῆς εὐθύνης ἀπέναντι στούς χριστιανούς μας, ξεκινήσαμε τήν προσπάθεια νά διευκολύνουμε τήν πορεία σχέσεως μέ τήν Ἐκκλησία, αἵροντας τό ἐμπόδιο τῆς δυσκολίας τῆς γλῶσσας τῆς Λατρείας.

Ἄλλωστε ἀπό τήν περίοδο ἀκόμα τῶν διωγμῶν ἡ Ἐκκλησία ἀπαντώντας σέ ἀνάλογες μέ τις συζητούμενες αἰτιάσεις εἶχε διευκρινίσει:

Οἱ Χριστιανοί δέν χρησιμοποιοῦν στίς προσευχές τους αὐτά τά ἴδια τά ὀνόματα πού εἶναι γραμμένα καί περιέχονται στίς ἅγιες Γραφές ὡς προσδιοριστικά τοῦ Θεοῦ· ἀλλά οἱ μέν Ἕλληνες μέ ἑλληνικά, οἱ δέ Ρωμαῖοι μέ ρωμαϊκά καί ὁ καθ᾿ ἕνας στήν δική του γλῶσσα εὔχεται στόν Θεό καί τόν ὑμνεῖ ὅπως μπορεῖ.

Καί ὁ Θεός πού εἶναι Κύριος κάθε γλώσσης καί διαλέκτου, εἰσακούει αὐτῶν πού προσεύχονται στήν κάθε γλῶσσα, σάν νά ἦταν μία, γιά νά τό πῶ ἔτσι, ἀκούοντας τά νοήματα (σημαινόμενα) κάθε γλώσσας, ὅπως καί ἄν ἐκφέρονται ἀπό τήν ποικιλία τῶν διαλέκτων. Ὁ Θεός δέν εἶναι ἕνας κάποιος πού μιλάει μία γλῶσσα βάρβαρη ἤ ἑλληνική καί καθόλου δέν γνωρίζει τίς ἄλλες. Οὔτε εἶναι κάποιος πού δέν νοιάζεται γιά ὅσους προσεύχονται σέ ἄλλες γλῶσσες”[iii].

Στήν Θεία Λειτουργία καί στίς ἀκολουθίες χρησιμοποιοῦ-με Ψαλμούς, Ὕμνους (κανόνες καί τροπάρια) καί Εὐχές-κείμενα. Φυσικά, δέν διανοείται κανείς νά προτείνει μετάφραση τῶν Ὕμνων. ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ. Ἄν ὑπάρξουν χριστιανοί μέ ποιητικές δυνατότητες καί συγχρόνως μέ θεολογική καί δογματική ἐπάρκεια ἴσως τότε νά δημιουργήσουν νέους ὕμνους, πού σέ σημερινή γλῶσσα, θά ἐκφράζουν τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας (Lex Orandi). Μέχρι τότε ἡ κατάσταση ὅσον ἀφορᾶ τούς ὕμνους εἶναι μονόδρομος.

Ὅμως γιά τούς Ψαλμούς καί τίς εὐχές δέν ἰσχύουν τά ἴδια. Εἶναι δύσκολη ὑπόθεση ἡ μετάφρασή τους ἀλλά ὄχι ἀκατόρθωτη. Στήν ἀρχαία γλωσσική μορφή, πρέπει νά τό ὁμολογήσουμε, καί στά μοναστήρια ἡ ἀνάγνωση τοῦ Ψαλτηρίου εἶναι ἀνιαρή μονοτονία. Γιατί ὅπως γράφει ἀκόμα καί ὁ Παπαδιαμάντης: “Ἔμελλον τοῦ προφητάνακτος οἱ θεσπέσιοι ὕμνοι ἀπό ψαλμῶν νά καταντήσωσιν ἀνάγνωσις νυστακτική καί ὡς ἀνάγνωσις νά παραλείπονται ὅλως, ὡς φορτικόν τι καί παρέλκον”. Σέ ἀντίθεση μέ τό παρελθόν, κανείς δέν προσεύχεται μέ κύριο “προσευχητάρι” τό Ψαλτήριο.

*        *        *

Σχετικά μέ τίς μεταφράσεις ἔχουν γραφεί καί ἔχουν ἀκουστεῖ πολλά. Ἀπό ἀστεῖα καί ἀνυπόστατα μέχρι ὑπερβολές θεολογικές. [π. Α.Λ.: Γιατί προτίμησε νά ἐκφωνήσει αὐτούσιες τις λέξεις τοῦ προφήτη Δαβίδ; Δεν θά μποροῦσε Αὐτός ἡ Αὐτοαλήθεια, νά πεῖ “δικά” του “μεταφρασμένα” λόγια; (χαῖρε βάθος ἀμέτρητο!)].

Ἀλλά ἔχουν γραφεῖ ἐπίσης καί σοβαρές ἐπισημάνσεις τῆς ἀνάγκης γιά κατανόηση.

Μία ἔνσταση πού πολλές φορές ἀκούετε εἶναι ὅτι:

– Ἄν λοιπόν μεταφράσουμε τά λειτουργικά κείμενα θά τά καταλαβαίνουμε ὅλα; Δέν θά χρειάζεται ἐρμηνεία;

Κάθε ἄλλο. Ἡ μετάφραση χρειάζεται ΓΙΑ τήν ἐρμηνεία.

Πρῶτα μεταφράζουμε τόν Σεφέρη στά Γαλλικά καί κατόπιν ὑπάρχει ἡ δυνατότητα καί τό ἐνδεχόμενο νά ρωτήσει κάποιος Γάλλος τί ἐννοεῖ ὁ ποιητής “Ἐπί τῶν ἀσπαλάθων”.

Θέμα ἐρμηνείας ὑπάρχει μόνον ἀφοῦ πρῶτα μπορῶ νά προσλάβω νοηματικά τήν ὑπόθεση.

Ἄλλωστα πάντοτε ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία στήν συνέχεια “διερμήνευεν αὐτοῖς ἐν πᾶσαις ταῖς Γραφαῖς τά περί ἑαυτοῦ” (Λουκ. 24,27). Καί παρότι οἱ Ἑβραίοι τῆς ἐποχῆς του κατανοούσαν τόν Νόμο καί τούς Προφήτες[iv].

Σέ κανένα σπίτι δέν μιλοῦν διαφορετική γλῶσσα ὁ πατέρας καί τά παιδιά του. Ἄν καί ἀφοῦ λοιπόν εἶναι σπίτι μας ἡ Ἐκκλησία, πῶς εἶναι δυνατόν νά μη κατανοοῦμε τήν γλῶσσα τῆς προσευχῆς; Πῶς γίνεται νά νοιώθουμε ἀμήχανα μέσα σ᾿ ἕνα περιβάλλον πού πρέπει νά μᾶς δίνει τήν θαλπωρή τοῦ πατρικοῦ οἴκου;

Πῶς θά αἰσθανθοῦμε συμπολίτες τῶν ἁγίων καί οἰκεῖοι τοῦ Θεοῦ ὅταν ὅλα τά λεγόμενα (λόγῳ γλώσσας) καί τά τελούμενα (λόγῳ ἄγνοιας τῶν συμβολισμῶν) ἀποτελοῦν γιά μᾶς μιά ξένη θρησκευτική παγεράδα;

Κανένας δέν ἀπευθύνεται στόν πατέρα του μέ μία «σοφιστικέ» ἄγνωστη γι᾿ αὐτόν γλώσσα! Πρέπει νά ξέρεις τί τοῦ λές γιά νά ἔχεις τήν ἀπαίτηση νά σέ ἀκούσει. Ἄς μή ποῦμε τό γνωστό: προσεύχομαι μέ δικά μου λόγια! Στήν Ἐκκλησία δέν πᾶμε γιά νά εἴμαστε μόνοι μας καί μέ τά… δικά μας λόγια ἀλλά μέ τούς ἀδελφούς μας. Γι’ αὐτό ὅλες οἱ προσευχές εἶναι σέ πληθυντικό ἀριθμό μέ κορωνίδα τό «Πάτερ ἠμῶν» δηλαδή «ΠΑΤΕΡΑ ΜΑΣ».

Ἄν δέν κατανοοῦμε τίς προσευχές καί τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ (Εὐαγγέλιο) δέν «μπορεῖ» καί δέν γίνεται νά μπεῖ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ στήν καρδιά μας καί νά τήν ἀλλάξει. Γι᾿ αὐτό καί αὐτοί πού πήγαιναν καί πού πηγαίνουν στήν Ἐκκλησία κινδυνεύουν νά εἶναι σάν τίς πέτρες στό ποτάμι! «Ἀδιάβροχοι». Οἱ πέτρες εἶναι τό φυσικό τους· γιά τούς χριστιανούς ὅμως ἀλλιῶς πρέπει νά εἶναι τά πράγματα. Ἡ Γραφή λέει ὅτι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι μαχαίρι δίστομο καί ἐμεῖς ἀντί νά τόν ἀφήσουμε (καταλαβαίνοντας) νά κόψει ὅλα τά σάπια της ζωῆς μας τόν «στομώσαμε» κλείνοντας τόν στό ἀρχαιοελληνικό “θηκάρι του”… ἐξ εὐλαβείας!

Δέν πρέπει νά τρέφουμε αὐταπάτες. Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ θέλει τήν συνεργασία μας γιά νά περπατήσει στήν καρδιά καί στήν ζωή μας. Ὁ Χριστός δέν εἶναι ἡ… Κίρκη πού θά μᾶς ἀκουμπήσει μέ τό ραβδί γιά νά ἀλλάξουμε. Εἶναι ὁ Μεγάλος Εὐγενής (μέ τήν πραγματική ἔννοια τῆς λέξης) Ἀδελφός μας πού χτυπάει τήν πόρτα τῆς καρδιᾶς μᾶς περιμένοντας νά Τοῦ ἀνοίξουμε. “Νά! στέκομαι ἔξω ἀπό τήν πόρτα καί κρούω. Ὅταν κάποιος θά ἀκούσει τήν φωνή μου καί θά μοῦ ἀνοίξει, θά μπῶ μέσα του καί θά «δειπνήσω» μαζί του κι αὐτός μαζί μου”, λέει στήν Ἀποκάλυψη (3, 20).

*        *        *

Γι᾿ αὐτό μεταφράστηκαν οἱ ἀκολουθίες. Γιά νά ἀκού-γεται τό χτύπημα τοῦ Χριστοῦ στήν πόρτα τῆς καρδιᾶς μας. Ἕνας Ἑβραῖος τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ πού τό κατάλαβε αὐτό φώναξε: “Εὐτυχισμένος αὐτός πού θά φάει ψωμί μαζί Σου στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ” (Λουκ. 14, 15). Καί ᾿μεῖς αὐτό προσπαθοῦμε. Ὅλοι οἱ χριστιανοί μᾶς (ὅσοι θέλουν) νά μποροῦν νά τό ποῦν συνειδητά ὡς προσευχή στόν Χριστό, αὐτό πού τυπικά τό λένε: “τόν ἆρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον δός ἡμῖν…”.

Νομίζουμε ὅτι δέν ὑπάρχει χριστιανός πού νά μή θέλει νά κατανοεῖ καί νά ζεῖ τήν Θεία Λειτουργία πρῶτα καί μετά καί τά Μυστήρια. Ἡ προσευχή δέν εἶναι ὑποχρέωση πρός τόν Χριστό οὔτε ἀνάγκη τοῦ Χριστοῦ, ἐμεῖς τήν χρειαζόμαστε. Δέν εἶναι ξόρκι! Εἶναι… «παιδικό ψέλλισμα» στόν Πατέρα πού μᾶς ἀγαπᾶ ὅπως λέει ὁ μέγας Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. “Μή σοφίζου ἐν προσευχῆς σου ρήμασι· παίδων γάρ πολλάκις ψελλίσματα ἁπλᾶ καί ἀποίκιλα, τόν Πατέρα αὐτῶν τῶν ἐν τοῖς οὐρανοῖς ἐθεράπευσαν”. (Μήν ἀγωνιᾶς νά πεῖς ὄμορφες λέξεις στήν προσευχή σου. Πολλές φορές οἱ φωνούλες τῶν μικρῶν παιδιῶν οἱ ἁπλές καί χωρίς ὀμορφιά, ἱκανοποίησαν τόν Πατέρα τους τόν ἐπουράνιο”).

Ὅσο κι ἄν συνηθίσαμε σέ μία προηγούμενη γλωσσική μορφή θά πρέπει νά ἔχουμε τήν εἰλικρίνεια νά ὁμολογήσουμε ὅτι δέν καταφέραμε τόσα χρόνια νά ξεχωρίσουμε τό ὅτι: Δέν ἔχει σημασία τό πόσο ὡραία εἶπε τόν ἀπόστολο ὁ ψάλτης, ἀλλά πόσο ΩΡΑΙΑ ἦταν αὐτά πού ἔλεγε ὁ ἀπόστολος!! Ἄλλωστε ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μᾶς φωνάζει: “οὐκ ἔστι θέατρον ἡ ἐκκλησία ἵνα πρός τέρψιν ἀκούομεν”.

Δέν χορτάσαμε ἐμεῖς τό ψωμί τῆς Ἐκκλησίας καί δέν μποροῦμε νά τό μοιράσουμε στά παιδιά μας. Αὐτά φεύγουν ἀνυπόμονα, ἀπό μία Ἐκκλησία πού δέν τήν καταλαβαίνουν καί ἔχουν τήν εἰλικρίνεια νά μή ψευτίζουν τήν ζωή τους μέ πράγματα πού δέν τούς μιλοῦν.

“Πρέπει πρῶτα μέ δύναμη νά συλλάβει ὁ νοῦς κι ἔπειτα ἡ καρδιά νά αἰσθανθεῖ ὅ,τι ὁ νοῦς συνέλαβε” λέει ὁ ἐθνικός μας ποιητής. Εἶναι κρίμα νά μή καταλαβαίνουν οἱ χριστιανοί αὐτό πού βλέπουν οἱ ποιητές!

Στό Συνοδικό πού διαβάζουμε τήν Κυριακή τῆς Ὀρθοδο-ξίας ἀκοῦμε:

Στά λόγια ἀξία δέν ἔχουν τά γράμματα καί οἱ ἦχοι, ἀλλά τά νοήματα καί οἱ ἔννοιες. Καί στίς εἰκόνες ἀξία δέν ἔχουν τά σχέ­δια καί τά χρώματα, ἀλλά τά εἰκονιζόμενα γεγονότα καί πρόσωπα. Λόγια καί εἰκόνες ἔχουν τόν ἴδιο σκοπό: νά διδάξουν τήν ἀλήθεια. Αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια. Αὐτή εἶναι ἡ ὀρθή Πίστη. Ἐκείνων πού πιστεύουν ἔτσι Αἰωνία ἡ μνήμη“.

Ἡ χρήση τῆς σημερινῆς γλώσσα θά λειτουργήσει ὡς φῶς πού θά ἀνοίξει τόν δρόμο στόν Λόγο τοῦ Θεοῦ νά φωτίσει τήν καρδιά μας καί τήν ζωή μας. Θά μᾶς στηρίξει μέ τήν ἐπανάληψη, στό νά καταλάβουμε τί εἶναι ἡ Θεία Λειτουργία καί πώς νά συμμετέχουμε, καί αὐτό εἶναι τό μεγαλύτερο ἀπ’ ὅλα. Χωρίς τήν Λειτουργία, σχέση μέ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία, δέν ὑπάρχει.

Ἄν δέν μπορέσουμε νά καταλάβουμε καί νά ζήσουμε τά τελούμενα στήν Θεία Λειτουργία δέν θά γίνουμε ποτέ Χριστιανοί.

“Ἐλάτε, λοιπόν, καλοπροαίρετα καί προσεκτικά νά τά διαβάσετε. Ἐπίσης, νά εἴστε ἐπιεικεῖς ἄν σᾶς φανεῖ ὅτι μεταφράζοντας ὁρισμένες λέξεις, παρά τίς προσπάθειές μου, δεν κατόρθωσα νά τίς ἀποδώσω μέ ἀκρίβεια. Γιατί δεν ὑπάρχει τέλεια ἀντιστοιχία ἀνάμεσα σέ κεῖνα πού διατυπώθηκαν ἀρχικά στα ἑβραϊκά καί στήν ἀπόδοσή τους σέ ἄλλη γλῶσσα. Καί ὄχι μόνον αὐτά ἐδῶ, ἀλλά καί ὁ νόμος καί οἱ προφήτες καί τά ὑπόλοιπα βιβλία μεταφρασμένα διαφέρουν ἀπό τήν ἀρχική τους διατύπωση” (Πρόλογος τῆς Σοφίας Σειράχ).

 


Γ. Μέθεξις-Δύναμη συνήθειας

“Μακάριος ὅστις ἀπλήστως φάγεται καί πίεται εὐχάς καί ψαλμούς ἐνταῦθα, νυκτός τε καί ἡμέρας καί ἐπιρρώσει ἑαυτόν τῇ ἐνδόξῳ τῆς γραφῆς ἀναγνώσει· ἡ γάρ τοιαύτη μετάληψις ἀναδώσει τῇ ψυχῇ ἀμείωτον εὐφροσύνην ἐν τῷ μέλλοντι αἰῶνι”.

Δηλαδή: Εὐτυχής αὐτός πού “θά φάει καί θά πιεῖ” ἀπλήστως εὐχές καί ψαλμούς ἐδῶ σ᾿ αὐτόν τόν κόσμο, μέρα καί νύχτα. Θά δυναμώσει τόν ἑαυτό του μέ τήν ἂνάγνωση τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ μετάληψη θά ἀποδώσει στήν ψυχή του ἀμείωτη εὐφροσύνη στήν ἄλλη ζωή.

Αὐτά λέει ὁ μακάριος καί ἅγιος πατέρας μας Ἰωάννης ὁ Καρπάθιος στά “Παραμυθητικά Κεφάλαια” του στήν Φιλοκαλία.

Ἕνας ἄλλος μέγας διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς καί ὁδηγός τῆς νοερῆς λατρείας μᾶς φωνάζει ἀπό τό δυσθεώρητο ὗψος του: “τήν διά στόματος ψαλμωδίαν ἐκτέλει, πλήν ἡσύχῳ πάνυ φωνῇ καί μετά ἐπιστασίας τοῦ νοῦ, μή ἀνεχόμενος ἀδιανόητόν τι τῶν λεγομένων καταλιπεῖν· ἀλλ᾿ εἰ ποτέ τι διαδράσει τόν νοῦν, ἐπανάλαβε τόν στῖχον, ὁσάκις καί γένηται, μέχρις ἄν τόν νοῦν ἐπακολουθοῦντα ἕξῃς τοῖς λεγομένοις”.

Θεοληπτος Φιλαδέλφειας

Περί μοναδικοῦ ἐπαγγέλματος

Φιλοκαλία τόμος 4ος σέλ. 10-11

 

[Νά ἐφαρμόζεις τήν ψαλμωδία μέ τό στόμα, βέβαια μέ πολύ ἥσυχη φωνή καί “ἐπιβλέποντας” τό μυαλό σου νά μή σκορπίζει ἡ προσοχή του. Νά μήν ἀνέχεσαι νά ἀφίνεις ἀκατανόητο κάτι ἀπό τά λεγόμενα. Ἄν κάποτε κάτι διαφύγει τήν προσοχή τοῦ νοῦ σου, ἐπανάλαβε τόν στίχο ὅσες φορές καί ἄν χρειαστεῖ, μέχρις ὅτου κατορθώσεις νά συμπορεύεται ἡ προσοχή τοῦ μυαλοῦ σου μέ τά λεγόμενα!!].

Τό κείμενο αὐτό τοῦ ἁγίου Θεολήπτου Φιλαδελφείας ἀπό τήν Φιλοκαλία διαφωτίζει πλήρως τό θέμα: μή ἀνεχόμενος ἀδιανόητόν τι τῶν λεγομένων καταλιπεῖν!

Ὅλοι ξέρουμε ὅτι ὁ ἀγώνας μέσα στήν Ἐκκλησία εἶναι νά καθαρισθεῖ “τό βρώμικο παληομάγαζο τῆς καρδιᾶς” (W. Yeats).

Καί μέ τήν Εὐχαριστία καί μέ τά μυστήρια τό ἐπιδιωκόμενο εἶναι ὁ χριστιανός νά “ἀκούσει” τόν χτύπο τοῦ Χριστοῦ στήν πόρτα τῆς καρδιᾶς του καί νά Τοῦ ἀνοίξει. Τότε Ἐκεῖνος “εἰσελεύσεται πρός αὐτόν καί δειπνήσει μετ’ αὐτοῦ…” (Ἀποκαλ. 3, 20). Αὐτό εἶναι τό σκοπούμενο τῆς ἀνάγκης τῶν μεταφράσεων. Αὐτή τήν στιγμή τό “χτύπημα” τοῦ Χριστοῦ δέν γίνεται ἀκουστό. Μέ πολλούς τρόπους μπορεῖ νά “χτυπήσει” ὁ Χριστός. Ἀπολύτως σύμφωνοι. Τώρα ὅμως συζητᾶμε τόν συγκεκριμμένο.

“Γλῶσσα διαπορθμεύει τοῖς ἔξω τόν νοῦν” λέει ὁ Μ. Ἀθανάσιος καί συνεχίζει: “Ἀλόγως πιστεύσω καί μή ἐξετάσω, τί δυνατόν; ἤ συμφέρον; ἤ πρέπον; ἤ Θεῷ φίλον; ἤ τῇ φύσει κατάλληλον; ἤ τῷ μυστηρίῳ ἁρμόδιον; ἤ τῆς εὐσεβείας ἄξιον; Καί τί κέρδος ἕξω; ἤ τίς ἡ ὄνησις τῇ διανοίᾳ τῇ μηδέν τούτων λογιζομένῃ; Ἀμελήσω γραφῶν, πόθεν ἡ γνῶσις; Καταλείψω γνῶσιν, πόθεν ἡ πίστις;”

Δηλαδή: Ἡ γλῶσσα “γεφυρώνει” πρός τούς ἄλλους τίς σκέψεις. Θά πιστέψω χωρίς νά καταλαβαίνω καί χωρίς νά ἐξετάσω; Εἶναι δυνατόν; ἤ συμφέρον; ἤ πρέπον; ἤ ἀποδεκτό ἀπό τόν Θεό; ἤ ἀνθρώπινο; ἤ κατάλληλο γιά τήν ὑποδοχή τοῦ μυστηρίου; ἤ ἄξιο τῆς εὐσεβοῦς ζωῆς; Καί ποῖο ὄφελος θά ἔχω; Ποιά ὠφέλεια στήν διάνοια πού δέν συλλογίζεται τίποτα ἀπό αὐτά; Θά ἀδιαφορήσω γιά τίς Γραφές; ἀπό ποῦ θά γνωρίσω τήν Ἐκκλησία; Θά ἐγκαταλείψω, ὡς ἐπικίνδυνη τήν γνώση; Ἀπό πού θά γεννηθεῖ ἡ πίστη;

Ὁ ἅγιος Μᾶρκος ὁ Ἀσκητής στά 200 Κεφάλαια “Περί Νόμου Πνευματικοῦ” στήν Φιλοκαλία, λέει: “Ὁ μή γινώσκων τήν ἀλήθειαν οὐδέ ἀληθῶς πιστεῦσαι δύναται· ἡ γάρ γνῶσις κατά φύσιν προηγεῖται τῆς πίστεως“.

Λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς:

Γιατί ἀγωνιζόμαστε; Γιά λέξεις; ἤ γιά τίς πραγματικότητες πού δηλώνουν οἱ λέξεις; Ἄν ἀξία καί σημασία ἔχουν οἱ θεϊκές πραγματικότητες, πῶς τό ἀντέχεις σύ νά κολλᾶς στήν σκιά τῶν πραγματικοτήτων αὐτῶν, στίς λέξεις, καί νά καταντᾶς νά παραμελεῖς, τήν οὐσία; νά ἀφήνεις νά χάνετει ἡ οὐσία; Εἰ τοῖς πράγμασι σύμφωνοι διατελοῦντες, τί λέξει μέμφεσθε; (Σύνοδος 1351 § 8). Καί ἀποφαίνεται ὁ ἅγιος Γρηγόριος: «Λέξεων ἐμοί λόγος ὀλίγος! Οὐ γάρ ἐν ρήμασιν ἡμῖν, ἀλλ᾿ ἐάν πράγμασιν ἡ ἀλήθειά τε καί ἡ εὐσέβεια (ἔ.ἀ. § 9). Κἄν τις ἐπί τῶν πραγμάτων ὁμοφωνεῖ πρός τάς λέξεις οὐ διαφέρομαι» (ἔ.ἀ. § 9).

Ὅλα τά παραπάνω πατερικά χωρία ἀποσαφηνίζουν μέ ἐπάρκεια αὐτό πού πλέον εἶναι ἀπό πολλές ἐπιστήμες γνωστό καί ἐπιβεβαιομένο. Ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνας. Ὅτι ὁ ἄνθρωπος προσλαμβάνει τά ἔξω ἀπό αὐτόν πράγματα καί νοήματα πρῶτον μέ τό μυαλό καί στήν συνέχεια μέ τήν καρδιά ἤ τόν νοῦ (κατά τήν ἐκκλησιαστική ὁρολογία) ἤ κατά τούς συγχρόνους μέ τό συνειδητό καί τό ἀσυνείδητό του.

Ὁ ἅγιος Βασίλειος στήν Ἐπιστολή 234 πρός Ἀμφιλόχιον Ἰκονίου γράφει:

“Ἀλλ᾿ αἱ μέν ἐνέργειαι ποικίλαι, ἡ δέ οὐσία ἁπλῆ. ἡμεῖς δέ ἐκ μέν τῶν ἐνεργειῶν γνωρίζειν λέγομεν τόν Θεόν ἡμῶν, τῇ δέ οὐσίᾳ αὐτῇ προσεγγίζειν οὐχ ὑπισχνούμεθα. Αἱ μέν γάρ ἐνέργειαι αὐτοῦ πρός ἡμᾶς καταβαίνουσιν, ἡ δέ οὐσία αὐτοῦ μένει ἀπρόσιτος”.

“Οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι πολλές, ἀλλά ἡ οὐσία του μία καί ἁπλή. Ἐμεῖς (οἱ ὀρθόδοξοι) διδάσκουμε ὅτι ἀπό τίς ἐνέργειές του γνωρίζουμε τόν Θεό μας καί δέν ὑποσχόμεθα μετοχή καί προσέγγιση στήν οὐσία Του.

Οἱ ἐνέργειες του “ἔρχονται” πρός ἐμᾶς (μπορεῖ δηλαδή νά γίνουν κατανοητές ἀπό ἐμᾶς) καί ἡ οὐσία του μένει ἀπρόσιτη.

Ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας μας τόν 20ο αἰῶνα, ὁ ἅγιος Νεκτάριος στήν 16η Ἐπιστολή του πρός τίς μοναχές τοῦ μοναστηρίου του γράφει: “Θέλω οἱ λόγοι νά ὁμιλῶσιν εἰς τήν καρδία σας· θέλω νά μή ἐκτελῆται τύπον προσευχῆς, ἀλλά λατρείαν· διοτί ἡ καρδία ἐκ τῆς λατρεῖας ἱκανοποιεῖται καί οὐχί ἐκ τῶν τύπων· οὐχί ἐκ τῆς ἀναγνώσεως ὅλων τῶν κανόνων, οἵτινες ἐγράφησαν διά τόν πανηγυρισμόν τῶν ἁγίων, ἀλλά ἐκ τοῦ ποιοῦ τῆς προσευχῆς. Ἐπιθυμῶ νά μέ ἐννοεῖτε τί λέγω“.

Τά περί μεθέξεως λοιπόν εἶναι εὐσεβεῖς ὑπερβολές πού χρειάζονται πολύ κόπο γιά νά μή γίνουν ἁπλοί “ἀτμοσφαιρικοί” συναισθηματισμοί, ἀλλά μετοχή στήν διδασκαλία καί τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ὅπως αὐτά καλλιεργοῦνται μέσω τῆς Εὐχαριστίας καί τῶν ἀκολουθιῶν.

 

Δ. Παράδοσις

Ἐπιστέγασμα στό ὅλο θέμα καί κυριαρχοῦσα ἀντίρρηση στήν ὑπόθεση τῆς μεταφράσεως τῶν λειτουργικῶν κειμένων εἶναι ἡ ἔνσταση ὅτι αὐτά εἶναι παράδοση τῆς Ἐκκλησίας καθαγιασμένη ἀπό τούς ἁγίους συγγραφεῖς καί τήν πολυετή τους χρήση καί δέν ἀλλάζουν!

Ἄς διευκρινίσουμε κατ᾿ ἀρχάς τήν θεμελιακή βάση τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι οἱ δύο πηγές της, εἶναι ἡ Γραφή καί ἡ Ἱερά Παράδοση. Ἐδῶ ἐμφιλοχωρεῖ ἡ σύγχυση! Ἡ Γραφή καί ἡ Παράδοση εἶναι οἱ πηγές πού διαθέτει ἡ Ἐκκλησία γιά τήν διδασκαλία της γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ. Παράδοση καί ἀποκάλυψη λοιπόν εἶναι μόνον ὁ Χριστός καί κάθε διδασκαλία ἀποδεκτή ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.

Quod semper, quod ubique, quod ab omnibus creditum est, ille verum et catholicum.

Ἐκεῖνο πού πάντοτεπαντοῦ καί ἀπό ὅλους ἐπιστεύθη αὐτό εἶναι ἀληθινό καί ὀρθόδοξο.

Αὐτή ἦτανεἶναι καί θά εἶναι  βάση καί τό κριτήριο τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.

Τά ὅποια ἄλλα καιρικά καί ἐποχιακά σχήματα εἶναι τρόποι πρόσβασης καί γνώσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἄλλοτε βοηθοῦν καί ἄλλοτε ἀκυρώνονται ἀπό τίς ἐποχιακές συνθήκες. Ἡ Ἐκκλησία καθόλου δέν διστάζει (ἤ ἔστω… δέν δίσταζε!) νά ἐγκαταλείψει ἀτελέσφορα σχήματα τῆς Παραδόσεως προκειμένου νά βοηθήσει τούς ἀνθρώπους νά μή “ἐμποδίζονται” ἀπό αὐτά καί νά πορευτοῦν εὐκολότερα πρός τόν Χριστό.

Οἱ χριστιανοί ἤξεραν ὅτι ἡ Παράδοση εἶναι ἕνας θησαυρός πού δίνει ὁ πατέρας στά παιδιά του προκειμένου ἐκεῖνα νά μπορέσουν νά τόν “ἀνταλλάξουν” μέ χρήματα τῆς ἐποχῆς τους καί νά ζήσουν, καλύπτοντας τίς “ἀνάγκες” τους, στήν δική τους ἐποχή καί στίς δικές τους συνθήκες καί νά τόν δώσουν (σέ ἄλλη ἴσως μορφή ἀλλά ΠΑΝΤΑ θησαυρό) μέ τήν σειρά τους καί αὐτοί, στά δικά τους παιδιά. Σήμερα ὅμως πρέπει νά θέλει πολύ κανείς νά ἐθελοτυφλοῖ ἄν δεν “βλέπει” τήν διακοπή τῶν γενεῶν μέσα στήν σύγχρονη Ἐκκλησία.

Οἱ χριστιανοί ἤξεραν ὅτι Παράδοση εἶναι ἕνα σῶμα μέ πολύ παλαιά καί γερή καρδιά πού ὅμως πρέπει νά “ντύνεται” σέ κάθε ἐποχή πολύ μοντέρνα.

Γιά τούς περισσότερους ὅμως σήμερα χριστιανούς (πρέπει νά τό ὁμολογήσουμε) ἡ Παράδοση εἶναι ἕνας ἐπαναλαμβανό-μενος τύπος. Ἡ φωτοτύπηση μιάς στιγμῆς τοῦ παρελθόντος. Ἕνα “ἱερό” ἀντικείμενο πού πρέπει νά ἀντιμετωπιστεί μέ τόν σεβασμό πού δείχνει κανείς σέ ἕνα τοτέμ.

Ὁ Χριστός στό Εὐαγγέλιο ἔκανε σαφεῖς καί ἀπόλυτους προσδιορισμούς γιά τό θέμα πού συζητάμε. Σεβάστηκε τά καίρια καί ἀδιαφόρησε γιά τά δευτερεύοντα, μέχρι βαθμοῦ σκανδαλισμοῦ τῶν εὐσεβῶν. Ἐμεῖς ἀφινόμαστε στήν ψυχολογική ἀνακούφιση τοῦ ἐπαναλαμβανόμενου καί γνωστοῦ. Στήν ἀσφαλή σιγουρία τῆς πεπατημένης ὁδοῦ, πού ἀντί δρόμος, πολλές φορές γίνεται βρόχος, ὅπως στούς τυπολάτρες φαρισαίους γιά τούς ὁποίους ὁ συγγραφέας Τζιοβάνι Παπίνι γράφει ὅτι ἀποδείχθηκαν… ἀθάνατοι. Πέρασαν ἀπό τήν Συναγωγή στήν Ἐκκλησία.

Ἀτυχῶς δέν μπορέσαμε νά διαβάσουμε σωστά τό: “ὅσα ἄν προσδαπανήσεις” τοῦ Χριστοῦ στόν πανδοχέα τῆς παραβολῆς τοῦ καλοῦ Σαμαρείτη, γιατί τό νομίσαμε χρηματική ὑπόθεση.

*        *        *

Θά ἤθελα νά τελειώσω μέ δυό παραθέματα, “θύραθεν”, γιά τήν παράδοση. Πρῶτα ἕνα κείμενο ἑνός γοητευτικά ἔξυπνου ἀνθρώπου πού κάνει χρησιμότατες καί γιά μᾶς τούς χριστιανούς παρατηρήσεις περί παραδόσεως (ἐνῶ συνήθως ἐμᾶς μᾶς γοητεύει ἡ φολκλορική ἀντίληψη γιά τήν Παράδοση τοῦ Περικλή Γιαννόπουλου στήν “ΞενοΜΑΝΙΑ” του) καί μετά ἕνα ποίημα ἑνός ἀμερικανορώσσου πού περιγράφει μέ ποιητική ἐνάργεια τί προσδοκᾶ ὁ σημερινός ἄνθρωπος ἀπό τήν Ἐκκλησία.


 

α. Τό πρῶτο ἔχει ὡς ἐξῆς:

Εἶναι κοινή πεποίθηση σήμερα, ὅτι ἡ ἐποχή μᾶς εἶναι ἐποχή διαλύσεως καί ἀποδομήσεως πού συνεπιφέρει αἰσθήματα ἀπελπισίας καί ἀγωνιακής ζητήσεως ἑνός σταθεροῦ σημείου ἀναφορᾶς-ζητήσεως πού δέν ὁδηγεῖ πάντα καί ἀπαραιτήτως σέ εὕρεση.

Ἡ πεποίθηση αὐτή, προκαλεῖται ἀπό ἕναν ἐπιστημονικό θρίαμβο πού τράβηξε τό χαλί κάτω ἀπό τά πόδια μας, ἀφαιρώντας κάθε σταθερό κοσμοείδωλο, εἰσάγοντας σ’ ἕνα βασίλειο χαοτικῆς ἐννοιολογίας καί ἐπιβάλλοντας ρυθμούς τέτοιους πού δέν ἐπιτρέπουν ὄχι ἐφησύχαση ἀλλ’ οὔτε καν προσαρμογή. Αὐτό πού γιά αἰῶνες ἦταν «πράγμα», σήμερα εἶναι «πλάσμα». Ἡ ἐπιστήμη μᾶς ὁδήγησε σέ τέτοιες ἀφαιρέσεις, πού ἡ λογική μας ἀδυνατεῖ νά μετουσιώσει. Παρακολουθοῦμε θεωρητικά αὐτές τίς ἀφαιρέσεις, ἀλλά δέν εἶναι δυνατόν ὅλα τοῦτα νά γίνουν βιώματα, νά γίνουν τρόπος ζωῆς.

Οἱ γνώσεις μας, διαρκῶς καί περισσότερο, διαρκῶς καί ἐντονώτερα, διαψεύδουν καί ἀναιροῦν τήν βιωματική μας πραγματικότητα. Καί καθώς ὁ «κόσμος» μας, ἀποτελεῖται τόσο ἀπό τίς γνώσεις ὅσο κι ἀπό τά βιώματά μας, ἕνα αἴσθημα κενοῦ καί ἐρημώσεως καλύπτει τό χάσμα τῶν δύο τούτων ὅρων. Ἡ ζωή μας, εἶναι μία πολιτεία κουρσεμένη, μέ καπνούς καί πτώματα καί βιασμούς καί ἐρείπια καί σπασμένα ἔπιπλα.

Δέν εἶναι ἡ πρώτη φορά πού συμβαίνει αὐτό. Καθώς δέν ὑπάρχουν καί δέν μποροῦν ποτέ νά ὑπάρξουν κοινωνίες ἱκανές νά ἀποδεχθοῦν μία τεχνολογία πού τίς ὑπερβαίνει, κάθε ἐποχή μεγάλων ἐπιστημονικῶν ἀνακαλύψεων προκαλεῖ μία τεκτονική σύγχυση στίς ὑπάρχουσες κοινωνικές δομές. Εἶναι πρόδηλο τό πώς καί γιατί, αὐτές τίς περιόδους, ὁ ἄνθρωπος αἰφνιδίως κι ἀπεγνωσμένως ἐπιχειρεῖ νά κρατηθεῖ ἀπό τό πρῶτο σανίδι, τό πρῶτο σημεῖο πού τοῦ φαίνεται σταθερό καί βρίσκει μπρός του. Ἡ αὔξηση τοῦ μυστικισμοῦ καί τοῦ παράλογου μία μηδενιστική τάση, μία παγανιστική ἠδονοθηρεία, εἶναι τά συνήθη ἐπισυμβαίνοντα στίς ἐποχές τῶν μεγάλων ἀλλαγῶν. Σ’ αὐτά τά ἐπισυμβαίνοντα βρίσκεται καί ἡ λατρεία τῆς παραδόσεως, πού διεγείροντας τό ὅραμα ἑνός «ἀπωλεσθέντος παραδείσου» βεβαιότητος καί ἠρεμίας, ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά πιό ἰσχυρά καταφύγια. Ἔτσι χρησιμοποιημένος ὁ μυστικισμός, ὁ μηδενισμός, ἡ παράδοση, ὁ παγανισμός, φαίνονται νά ἀποτελοῦν τίς ἀπαντήσεις, τίς ἄλλες διεξόδους πού μᾶς ἁπαλάσσουν ἀπό τήν τεχνολογία. Τούς βάζουμε νά μάχονται, καί φυσικά τό τεχνολογικό τάνκ συντρίβει τό βγαλμένο ἀπό τή ναφθαλίνη ξύλινο ἀλογάκι μας, χωρίς νά καταλάβει διόλου πώς κάτι συνέτριψε.

Βλέπουμε περιδεεῖς καί τρεμαλέοι νά συντρίβονται τά ὀχυρά μας, βλέπουμε τή γραφομηχανή ἤ τό bic (τό κείμενο εἶναι γραμμένο τό 1978) νά συντρίβει τό φτερό πάπιας -ὀρθῶς καί δικαίως. Τό λάθος μᾶς ἔγκειται στό γεγονός ὅτι καταφύγαμε στήν παράδοση ἐκ τοῦ φόβου μας μπρός στό ἐπερχόμενο ἄγνωστο· ἡ κίνησή μας δέν ἔχει ἀλήθεια, δέν ἔχει βίωμα καί ποιοτική κρίση προερχόμενη ἀπ’ αὐτό, ἀλλά ψεῦδος, καπηλεία καί φόβο.Δέν εἶναι ἡ παράδοση πού συντρίβεται ἀλλά ὁ τρόμος μας καί ἡ ἀπελπισμένη κίνηση νά κρατηθοῦμε ἀπό σανίδες.

Ἡ παράδοση δέν ἡττήθηκε μέ τήν ἐφεύρεση τοῦ τροχοῦ πού διέλυσε τά ἀπό λάσπη καί ἄχυρα πήλινα σκεύη, δέν ἡττήθηκε μέ τήν κατάργηση τῆς πόλεως-κράτους καί τήν ἀναγωγή σέ ἐθνικά κράτη, δέν ἡττήθηκε μέ τίς ἀνακαλύψεις τῆς Ἀναγεννήσεως – καί τά τόσα ἄλλα, παρά τό γεγονός ὅτι ἔντρομοι ἄνθρωποι τήν ἐπικαλοῦνταν σάν ἀντίπαλό της «σατανικῆς τεχνολογίας» σέ κάθε ἐποχή. Δέν ἡττήθηκε διότι οὐδέποτε ἀντετάχθη ἀλλά πάντα προκάλεσε. Οἱ τρόμοι μᾶς ἐπιχειροῦν νά τήν περιορίσουν, νά τήν κάνουν παράδοση-συντήρηση καί παράδοση-ἀναχρονισμό. Αὐτό ἀποδείχνει ὅτι ἐμεῖς, δέν ἀντέχουμε τό βάρος τῆς παραδόσεως καί γι’ αὐτό δέν ἀντέχουμε τό βάρος τῆς τεχνολογίας. Εἴμαστε μικροί καί τρέμουμε, καί δέν θέλουμε νά δεχθοῦμε τό αὔριο. Ψευδομέθα καί πρός τό αὔριο καί πρός τό χθές, διαστρέφοντας καί τά δύο.

Ἄς τοποθετήσουμε τό πρόβλημα ὄχι σέ ψευδεῖς καί πανικόβλητες «βάσεις» ἀλλ᾿ ἐκεῖ πού πράγματι βρίσκεται: ἡ παρόδοση εἶναι συντήρηση ἐρωτήματος κι ὄχι ἀπαντήσεως. Ἡ παράδοση εἶναι φανέρωση κι ὄχι συσκότιση κι ἀπόκρυψη. Εἶναι ἀλήθεια κι ὄχι ψεῦδος. Εἶναι δημιουργία κι ὄχι ἐμπόδιο. Εἶναι ἔρευνα κι ὄχι ἀποδοχή. Εἶναι ἔνσταση κι ὄχι ὑπακοή.

Ἡ ἀλήθειά μας δέν εἶναι βιωματική, δέν εἶναι προσωπική, ἀλλά εἶναι μία δῆθεν-ἀλήθεια πραγματιστική, χρησιμοθηρική, μία «ἀλήθεια» πού μεταθέτει τό πρόβλημα ἀπό τήν προσωπική μετοχή στήν ὁμαδική μίμηση.

Ἡ ἐμμονή στήν παράδοση, ἡ ἐμμονή σ’ αὐτό πού μᾶς ἔχει δοθεῖ ὡς περιουσία, σημαίνει διατήρηση ἀνοιχτοῦ του ἐρωτήματος, σημαίνει καθιστοῦμε προφανές τό ἐρώτημα. Ἡ «ἀνίχνευση τῶν ριζῶν» μας, σημαίνει ἀνίχνευση τοῦ ἐρωτήματος. Ἀνιχνεύω τίς ρίζες, σημαίνει, ἐρευνῶ πῶς τό ἐρώτημα ἀντιτίθεται σέ κάθε στεγανοποίηση τῶν ὁρίων μας. Πῶς τοῦτο διατηρεῖται σταθερό. Πῶς τοῦτο ἀποκαλύπτει ὅ,τι εἴμαστε. Σημαίνει πώς ἐρευνῶ τί τό ἐρώτημα εἶναι, τί ἐρωτᾶ.

Ἡ παράδοση, δέν μπορεῖ λοιπόν νά εἶναι τό «φολκλόρ τοῦ ἀστοῦ». Ἡ τοποθέτηση ἑνός καριοφιλιοῦ μέσα σ’ ἕνα διαμέρισμα πολυκατοικίας, δέν ἀποτελεῖ διατήρηση παραδόσεως. [Ἐμεῖς ἐδώ θά μπορούσαμε νά ποῦμε ἐπίσης ὅτι οὔτε ἄν γεμίσουμε τόν ναό δικέφαλους ἀετούς γινόμαστε… Βυζαντινοί, ἄν αὐτό εἶναι προσόν!]. Ἡ ἔνδυση μέ φουστανέλα δέν ἀποτελεῖ μεγαλύτερο τεκμήριο ὅτι «ἀκολουθῶ τήν παράδοση» ἀπ’ ὅσο ἡ ἀστυνομική ταυτότητα ὅτι εἶμαι ἄνθρωπος ἤ χριστιανός. Ἡ παράδοση, δέν εἶναι ντεκόρ ἤ εὔρημα εὐφάνταστου μικροαστοῦ ἀλλά λειτουργικότητα, λειτουργία ἐντός μου τοῦ ἐρωτήματος. Οὔτε εἶναι ἡ παράδοση ὅπλο ξενοφοβίας καί τυχάρπαστου σωβινισμοῦ. Δέν μπορεῖ νά εἶναι ξενήλατο σιδηροῦν παραπέτασμα, ὄργανο μισαλλοδοξίας. Αὐτές εἶναι παραχρήσεις θιασωτῶν τοῦ φολκλορισμοῦ καί μαρτυροῦν τό ψεῦδος καί τόν θάνατο τῆς παραδόσεως ἐντός τους. Αὐτόν τόν φολκλορισμό συντρίβει ἡ τεχνολογία. Συντρίβει τό ἐπιφαινόμενο πού μεταβάλλεται σέ αὐταξία· τήν προσκόλληση στούς τύπους καί κανόνες. Τήν ἀπάντηση συντρίβει· τό κάθε ψεῦδος πού ἐπιχειρεῖ νά καλύψει τό ἐρώτημα, ὡς ἀπάντηση. Ὅσους ἀπό μᾶς θέλουν νά ζήσουν ἤρεμοι, βέβαιοι καί μέ παχυλή γαλήνη, μακράν παντός ἐρωτήματος, σίγουρα ἡ τεχνολογία – ἔκφραση τῆς πάντα ζωντανῆς παραδόσεως τοῦ ἀνοικτοῦ ἐρωτήματος -, τούς ἀπειλεῖ.

Ὁ πανικός τους δέν μᾶς ἀφορᾶ.

 


β. Τό δεύτερο εἶναι τό ἀκόλουθο:

«Ασυνάρτητες μνήμες

πάνω από ψηλά βουνά με μεταφέρουν μακριά στη γη

των νομάδων

όπου η ανάσα δεν είναι παρά αναστεναγμός

σε κάποιο χαμένο όνειρο που πέρα μακριά απ’ τα μάτια μου

εξελίσσεται.

Η βροχή και το χιόνι ρολόι στο παράθυρο μου.

Τι ωφελεί που το δωμάτιο μου να χωρέσει δεν μπορεί

της γης όλους τους ανθρώπους

και που οι καρέκλες είναι μόνες

γιατί φτιαγμένες είναι για έναν μόνο;

Σου λέω οι νέοι ζητούν κάτι περισσότερο

από αυτόν τον κόσμο,

που μας άφησαν οι πρόγονοι μας.

Ένας καθρέφτης μας κάνει δύο

κι αυτό είναι ευλογία.

Νά, τρίζω τα δόντια γιατί μου λείπει η αγάπη,

μπαίνοντας στον καθεδρικό·

είναι σαν να εισέρχομαι σε μια κρύα σόμπα,

σε ένα παγωμένο γάντι!

Ξέρω πως ο άγγελος πίσω απ’ την πόρτα

θα μου φέρει ωραίους πίνακες σε λίγο.

Όλοι οι άγγελοι μαζεύονται πάνω στης γης την καμπύλη

και δημιουργούν μια γραμμή

που γίνεται γέφυρα προς τον ήλιο…

 

Σᾶς εὐχαριστῶ



[i] Είδα πως αυτός που καθόταν στο θρόνο κρατούσε στο δεξί του χέρι ένα βιβλίο σε σχήμα κυλίνδρου. Το βιβλίο ήταν γραμμένο και από την μέσα και από την έξω πλευρά, κι εκεί που έκλεινε ήταν σφραγισμένο με εφτά σφραγίδες από βουλοκέρι. 2 Είδα ακόμα έναν άγγελο δυνατό που διαλαλούσε μεγαλόφωνα: «Ποιος είναι άξιος να σπάσει τις σφραγίδες του βιβλίου και να το ανοίξει;»3 Και δε βρέθηκε κανένας, ούτε στον ουρανό ούτε στη γη ούτε κάτω από τη γη, που να μπορεί ν’ ανοίξει ή έστω ν’ αντικρύσει το βιβλίο. 4 Άρχισα τότε να κλαίω πολύ που δε βρέθηκε κανένας ν’ ανοίξει το βιβλίο ή έστω να το αντικρύσει. 5 Ένας από τους πρεσβυτέρους μού λέει τότε: «Μην κλαις, γιατί το λιοντάρι από τη φυλή του Ιούδα, ο απόγονος του Δαβίδ, νίκησε στη μάχη που έδωσε, και μπορεί να σπάσει τις εφτά σφραγίδες και ν’ ανοίξει το βιβλίο».

6 Είδα τότε μπροστά στο θρόνο και στο μέσο των τεσσάρων όντων και στο μέσο των πρεσβυτέρων, νά στέκεται ένα Αρνίο. Έμοιαζε να το έχουν θυσιάσει. Είχε εφτά κέρατα κι εφτά μάτια –αυτά είναι τα εφτά πνεύματα του Θεού που αποστέλλονται σ’ όλη τη γη. 7 Το Αρνίο πήγε και πήρε το κυλινδρικό βιβλίο από το δεξί χέρι εκείνου που κάθεται στο θρόνο.

8 Όταν πήρε το βιβλίο, τα τέσσερα όντα και οι είκοσι τέσσερις πρεσβύτεροι έπεσαν μπροστά στο Αρνίο. Καθένας τους κρατούσε μια κιθάρα και χρυσά θυμιατήρια γεμάτα θυμίαμα –αυτά είναι οι προσυχές των πιστών- 9 κι έψελναν έναν καινούριο ύμνο:

«Είσαι άξιος να πάρεις το βιβλίο και ν’ ανοίξεις τις σφραγίδες του.

Γιατί θυσιάστηκες και με το αίμα σου μας εξαγόρασες για το Θεό,

από κάθε φυλή, γλώσσα, λαό και έθνος.

10 Βασιλιάδες τους έκανες αυτούς και ιερείς για να λατρεύουν το Θεό μας·

θα γίνουν κυρίαρχοι πάνω στη γη».

Αποκ. 5, 1-10

 

[ii] 9 Πήγα προς τον άγγελο και του είπα να μου δώσει το μικρό βιβλίο. Και αυτός μου λέει: «Παρ’ το και φάτο· θα σου γεμίσει πίκρα τα σωθικά, μα στο στόμο σου θα είναι γλυκό σαν μέλι». 10Πήρα το βιβλίο από το χέρι του αγγέλου και το ᾿φαγα· στο στόμα μου ήταν γλυκό σαν μέλι, μα όταν το κατάπια πίκρισαν τα σωθικά μου.

Αποκ. 10, 9-10

 

8 “…Εσύ, άνθρωπε, θ’ ακούς ό,τι σου λέω εγώ. Μη γίνεις κι εσύ αποστάτης όπως αυτοί· άνοιξε το στόμα σου και φάε αυτό που εγώ σου δίνω”.

9 Τότε είδα να απλώνεται προς το μέρος μου ένα χέρι, πού κρατούσε ένα βιβλίο σε σχήμα κυλίνδρου 10 και το χέρι το ξετύλιξε μπροστά μου. Ήταν γραμμένο κι από τις δύο πλευρές και περιείχε θρήνους, κλάματα και οδυρμούς.

3 Τότε μου είπε: “Εσύ άνθρωπε, φάε αυτό που βλέπεις εδώ· φάε ετούτο ᾿δω το βιβλίο καί πήγαινε και μίλησε στους Ισραηλίτες». 2 Έτσι, άνοιξα το στόμα μου και μου ᾿δωσε κι έφαγα το βιβλίο. 3 «Άνθρωπε», μου είπε, «φάε το βιβλίο που σου δίνω και γέμισε το στομάχι σου μ’αυτό». Το έφαγα κι ήταν γλυκό στο στόμα μου σαν μέλι.

Ιεζεκιήλ 2, 8-3, 3

 

[iii] Οἱ τῶν Χριστιανῶν οὐδέ τοῖς ἐν ταῖς θείαις γραφαῖς κειμένοις ὀνόμασι καί τεταγμένοις ἐπί τοῦ Θεοῦ χρῶνται ἐν ταῖς εὐχαῖς· ἀλλ᾿ οἱ μέν Ἕλληνες, ἑλληνικοῖς, οἱ δέ Ρωμαῖοι, ρωμαϊκοῖς καί οὕτως ἕκαστος κατά τήν ἑαυτοῦ διάλεκτον εὔχεται τῷ Θεῷ καί ὑμνεῖ αὐτόν ὡς δύναται· καί ὁ πάσης διαλέκτου Κύριος τῶν ἀπό πάσης διαλέκτου εὐχομένων ἀκούει ὡς μιᾶς, ἵν᾿ οὕτως ὀνομάσω φωνῆς τῆς κατά τά σημαινόμενα ἀκούων, δηλουμένης ἐκ τῶν ποικίλων διαλέκτων. Οὐ γάρ ἐστιν ὁ ἐπί πᾶσι Θεός εἷς τίς τῶν κεκληρωμένην διάλεκτον τινά βάρβαρον ἤ Ἕλληνα καί μηκέτι τάς λοιπάς ἐπισταμένων ἤ μηκέτι τῶν ἐν ἄλλαις διαλέκτοις λεγόντων φροντίζειν.

Ὡριγένους Κατά Κέλσου

XXXVII 27-45

ΒΕΠ τομ. 10ος σελ. 201

[iv] Καί λθεν ες Ναζαρέτ, ο ν τεθραμμένος, κα εσλθεν κατ τ εωθς ατ ν τ μέρ τν σαββάτων ες τν συναγωγήν, κα νέστη ναγνναι. 17 κα πεδόθη ατ βιβλίονσαΐου το προφήτου, κα ναπτύξας τ βιβλίον ερεν τν τόπον ο ν γεγραμμένον· 18 Πνεμα Κυρίου π’ μέ, ο ενεκεν χρισέ με εαγγελίσασθαι πτωχος πέσταλκέ με άσασθαι τος συντετριμμένους τν καρδίαν, 19 κηρύξαι αχμαλώτοις φεσιν κα τυφλος νάβλεψιν, ποστελαι τεθραυσμένους ν φέσει, κηρύξαι νιαυτν Κυρίου δεκτόν.

20 Κα πτύξας τ βιβλίον ποδος τ πηρέτ κάθισε· κα πάντων ν τ συναγωγ ο φθαλμο σαν τενίζοντες ατ21 ρξατο δ λέγειν πρς ατος τι Σήμερον πεπλήρωται γραφ ατη ν τος σν μν.

Λουκ. 4, 16-21

Αφήστε μια απάντηση