Ο Μικρός Πρίγκιπας του Antoine de Saint-Exupéry είναι ένα εκπληκτικό βιβλίο. Λέει σπουδαία και πελώρια θέματα, με ένα απλό τρόπο, ώστε διαβάζεται απ’ όλους, μικρούς και μεγάλους, αφήνοντάς τους να προσλάβουν ό,τι μπορούν. Οι μικροί τις διηγήσεις και την περιέργεια, οι μεγάλοι τα θέματα και τις επισημάνσεις.
Όλο το βιβλίο έχει να πει πολλά με όλες τις ιστορίες του. Όμως τα κεφάλαια Χ (10ο) και ΧΧ (20ο) είναι τα σπουδαιότερα.
Στο Δέκατο κεφάλαιο παρουσιάζεται η σχέση με την εξουσία και η ποιότητα της εξουσίας. «Είναι πολύ δύσκολο να κρίνεις μόνος σου τον εαυτό σου παρά να κρίνεις τους άλλους. Αν καταφέρεις να τον κρίνεις σωστά, θα πει πως είσαι πράγματι σοφός».
Στο Εικοστό Κεφάλαιο παρουσιάζεται η σχέση με την ομορφιά (τριαντάφυλλα) και την αγάπη (αλεπού) και το πώς κατανοείται η ομορφιά και το πώς χτίζεται η αγάπη. «Μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά. Την ουσία δεν την βλέπουν τα μάτια». «Δεν γνωρίζει κανείς παρά τα πράγματα που ημερώνει, οι άνθρωποι δεν έχουν πια καιρό να γνωρίσουν τίποτε».
Τα θυμηθήκαμε όλα αυτά αυτές τις μέρες, που ακούγονται πολλά και θεωρούμε χρήσιμο να ξαναθυμηθούμε τo δέκατο κεφάλαιο του Μικρού Πρίγκιπα. Ας το απολαύσουμε.
X
Βρέθηκε στην περιοχή των αστεροειδών 325, 326, 327, 328, 329 και 330. Άρχισε λοιπόν να τους επισκέπτεται για να έχει κάποια απασχόληση, και για να μορφωθεί.
Στον πρώτο κατοικούσε ένας βασιλιάς. Ο βασιλιάς καθόταν, ντυμένος στην πορφύρα και την ερμίνα, πάνω σ’ ένα θρόνο πολύ απλό αλλά και μεγαλόπρεπο.
– Α, να ένας υπήκοος, φώναξε ο βασιλιάς όταν είδε το μικρό πρίγκιπα.
Κι ο μικρός πρίγκιπας αναρωτήθηκε:
– Πώς μπόρεσε να μ’ αναγνωρίσει, αφού δε μ’ έχει ξαναδεί ποτέ του;
Δεν ήξερε πως για τους βασιλιάδες, ο κόσμος είναι πολύ απλοποιημένος. Όλοι οι άνθρωποι είναι υπήκοοι.
– Πλησίασε για να σε δω πιο καλά, του είπε ο βασιλιάς, πολύ περήφανος που ήταν βασιλιάς για κάποιον.
O μικρός πρίγκιπας γύρεψε με τα μάτια κάπου να καθίσει, μα ο πλανήτης όλος ήταν σκεπασμένος από το μεγαλόπρεπο μανδύα του βασιλιά. Στάθηκε λοιπόν όρθιος, κι όπως ήταν κουρασμένος, χασμουρήθηκε.
– Η εθιμοτυπία δεν επιτρέπει να χασμουριούνται μπρος στο βασιλιά, του είπε ο μονάρχης. Σου τ’ απαγορεύω.
– Δεν μπορώ να κρατηθώ, αποκρίθηκε καταταραγμένος ο μικρός πρίγκιπας. Έκανα μεγάλο ταξίδι και δεν κοιμήθηκα…
– Τότε, τον έκοψε ο βασιλιάς, σε διατάζω να χασμουρηθείς. Χρόνια τώρα έχω να δω κάποιον να χασμουριέται. Τα χασμουρητά είναι για μένα κάτι το αξιοπερίεργο. Εμπρός! Χασμουρήσου πάλι. Σε διατάζω.
– Ντρέπομαι… δεν μπορώ πια, έκανε ο μικρός πρίγκιπας κοκκινίζοντας.
– Χμ! Χμ! αποκρίθηκε ο βασιλιάς. Τότε σε… σε διατάζω πότε να χασμουριέσαι και πότε να…
Τραύλιζε τώρα κάπως και φαινόταν πειραγμένος.
Γιατί αυτό που γύρευε προπαντός ο βασιλιάς ήταν να σέβονται την εξουσία του. Δεν ανεχόταν την ανυπακοή. Ήταν ένας απόλυτος μονάρχης. Επειδή όμως ήταν και πολύ καλός άνθρωπος, έδινε λογικές διαταγές.
«Αν έδινα διαταγή σ’ ένα στρατηγό», συνήθιζε να λέει για παράδειγμα, «αν έδινα διαταγή σ’ ένα στρατηγό να μεταμορφωθεί σε γλάρο, κι ο στρατηγός δεν υπακούσει, το σφαλμα δε θα ’ναι δικό του. Θα ’ναι δικό μου».
– Μπορώ να καθίσω; ρώτησε δειλά ο μικρός πρίγκιπας.
– Σε διατάζω να καθίσεις, του αποκρίθηκε ο βασιλιάς, μαζεύοντας με μεγαλοπρέπεια την άκρη του ηγεμονικού του μανδύα.
Μα ο μικρός πρίγκιπας απορούσε. Ο πλανήτης ήταν μικρούτσικος. Πάνω σε ποιους λοιπόν μπορούσε αυτός ο βασιλιάς να βασιλεύει;
– Μεγαλειότατε, του είπε... με συγχωρείτε που σας ρωτώ…
– Σε διατάζω να με ρωτήσεις, βιάστηκε να πει ο βασιλιάς.
– Μεγαλειότατε… πάνω σε τι βασιλεύετε;
– Πάνω σ’ όλα, αποκρίθηκε ο βασιλιάς πολύ απλά.
– Σ’ όλα;
Ο βασιλιάς έδειξε διακριτικά τον πλανήτη του, τους άλλους πλανήτες και τ’ άστρα.
– Πάνω σ’ όλα τούτα; είπε ο μικρός πρίγκιπας.
– Πάνω σ’ όλα τούτα… αποκρίθηκε ο βασιλιάς.
Γιατί ήταν όχι μόνο απολύτως μονάρχης αλλά και μονάρχης του σύμπαντος.
– Και τ’ άστρα σας υπακούουν;
– Και βέβαια, του είπε ο βασιλιάς. Υπακούουν αμέσως. Δεν ανέχομαι την ανυπακοή.
Ο μικρός πρίγκιπας βρήκε πως μια τέτοια δύναμη ήταν θαυμάσιο πράμα. Αν την είχε αυτός στα χέρια του, θα μπορούσε να κατατάξει μέσα σε μια και μόνο μέρα, όχι πια σαράντα τέσσερα, μα εβδομήντα δυο, ακόμα κι εκατό, ή ακόμα και διακόσια ηλιοβασιλέματα, δίχως να χρειαστεί να τραβήξει την καρέκλα του καθόλου! Κι όπως ένιωθε κάπως λυπημένος με την ανάμνηση του μικρού πλανήτη που είχε εγκαταλείψει, πήρε το κουράγιο να ζητήσει μια χάρη από το βασιλιά:
– Ήθελα να ’βλεπα ένα ηλιοβασίλεμα… Κάντε μου τη χάρη… Διατάξτε τον ήλιο να βασιλέψει…
– Αν διατάξω ένα στρατηγό να πετάξει από λουλούδι σε λουλούδι σαν πεταλούδα, ή να γράψει μια τραγωδία, ή να μεταμορφωθεί σε γλάρο, κι ο στρατηγός δεν εκτελέσει τη διαταγή μου, ποιος θα έχει άδικο, εκείνος ή εγώ;
– Εσείς, είπε σταθερά ο μικρός πρίγκιπας.
– Σωστά. Απ’ τον καθένα πρέπει ν’ απαιτούμε αυτό που μπορεί να δώσει, συνέχισε ο βασιλιάς. Η εξουσία έχει για στήριγμά της πρωτ’ απ’ όλα τη λογική. Αν δώσεις διαταγή στο λαό σου να πάει να πέσει στη θάλασσα, ο λαός θα κάνει επανάσταση. Έχω το δικαίωμα ν’ απαιτώ να με υπακούουν, γιατί οι διαταγές μου είναι λογικές.
– Καλά, και το ηλιοβασίλεμά μου; του θύμισε ο μικρός πρίγκιπας, που μια κι είχε μια ερώτηση δεν την ξεχνούσε ποτέ.
– Το ηλιοβασίλεμά σου θα το έχεις. Θα το απαιτήσω. Σύμφωνα όμως με την κυβερνητική μου πείρα, θα περιμένω ώσπου οι συνθήκες να είναι ευνοϊκές.
– Δηλαδή πότε θα γίνει αυτό; ρώτησε ο μικρός πρίγκιπας.
– Χμ! χμ! του αποκρίθηκε ο βασιλιάς, που συμβουλεύτηκε πρώτα ένα χοντρό ημερολόγιο, χμ! χμ! θα είναι, γύρω… γύρω… θα είναι απόψε γύρω στις εφτά και σαράντα. Και θα δεις τότε τι καλά που με υπακούουν.
Ο μικρός πρίγκιπας χασμουρήθηκε. Λυπόταν για το χαμένο του ηλιοβασίλεμα. Κι ύστερα, είχε αρχίσει να βαριέται κομμάτι:
– Δεν έχω τίποτα να κάνω πια εδώ, είπε στο βασιλιά. Πάω να φύγω πάλι.
– Μη φεύγεις, αποκρίθηκε ο βασιλιάς, που ήταν τόσο περήφανος να έχει έναν υπήκοο. Μη φεύγεις, σε κάνω υπουργό!
– Τι υπουργό;
– Της… της Δικαιοσύνης!
– Μα δεν υπάρχει κανείς εδώ για να δικαστεί!
– Δεν το ξέρουμε, του είπε ο βασιλιάς. Ακόμα δεν έκανα την περιοδεία του βασιλείου μου. Είμαι πολύ γέρος, χώρος για καρότσα δεν υπάρχει εδώ πάνω, και κουράζομαι να πηγαίνω με τα πόδια.
– Ω! Μα εγώ κοίταξα κιόλα, είπε ο πρίγκιπας σκύβοντας για να ρίξει ακόμη μια ματιά στην άλλη μεριά του πλανήτη. Μήτε εκεί βρίσκεται κανείς.
– Τότε θα κριθείς από τον ίδιο τον εαυτό σου. Αυτό είναι το πιο δύσκολο. Είναι πολύ πιο δύσκολο να κρίνεις μόνος σου τον εαυτό σου παρά να κρίνεις τους άλλους. Αν καταφέρεις να τον κρίνεις σωστά, θα πει πως είσαι πραγματικά σοφός.
– Εγώ, είπε ο μικρός πρίγκιπας, μπορώ να κρίνω τον εαυτό μου όπου και να βρίσκομαι. Δεν έχω ανάγκη να κατοικώ εδώ.
-Χμ, χμ!, έκανε ο βασιλιάς. Θαρρώ πως κάπου πάνω στον πλανήτη μου είναι ένας γεροπόντικας. Τον ακούω τη νύχτα. Μπορείς να δικάσεις αυτόν το γεροπόντικα. Θα τον καταδικάζεις σε θάνατο κάθε τόσο. Έτσι η ζωή του θα κρέμεται από τη δικαιοσύνη σου. Μα κάθε φορά θα του δίνεις χάρη, για οικονομία. Δεν έχουμε άλλον.
– Εμένα, αποκρίθηκε ο μικρός πρίγκιπας, δε μ’ αρέσει να καταδικάζω σε θάνατο. Και τ’ αποφάσισα πια να του δίνω.
– Όχι, είπε ο βασιλιάς.
Μα ο μικρός πρίγκιπας, που είχε τελειώσει πια τις ετοιμασίες του, δε θέλησε να πικράνει το γέρο μονάρχη:
– Αν η Μεγαλειότητά σας επιθυμεί να την υπακούουν αμέσως, θα μπορούσε να μου δώσει μια λογική διαταγή. Θα μπορούσε να με διατάξει, λόγου χάρη, να φύγω πριν περάσει ένα λεπτό. Οι συνθήκες είναι θαρρώ ευνοϊκές…
Ο βασιλιάς δεν έλεγε τίποτα κι ο μικρός πρίγκιπας δίστασε στην αρχή, ύστερα όμως από λίγο, αναστέναξε κι έφυγε.
– Σε κάνω πρεσβευτή μου, βιάστηκε τότε να φωνάξει ο βασιλιάς. Είχε το μεγαλοπρεπές ύφος της εξουσίας.
«Πολύ παράξενοι είναι οι μεγάλοι», έλεγε μέσα του ο μικρός πρίγκιπας, συνεχίζοντας το ταξίδι του.
Θεματολογικές ετικέτες