Ο ζωγράφος Εντουάρ Πινιόν (1905-1993) συνήθιζε να ζωγραφίζει κορμούς ελιών. Εκεί λοιπόν που μια μέρα ζωγράφιζε αντιγράφοντας κάποιο κορμό, πέρασε ένα παιδί, κοντοστάθηκε, κοίταξε έκπληκτo τον πίνακα και του είπε:
– Αυτό που κάνεις δεν μοιάζει με τίποτα.
Κολακευμένος ο Ε. Πινιόν του ανταπάντησε:
– Μου έκανες το ωραιότερο κοπλιμέντο! Το δυσκολότερο πράγμα είναι να φτιάξει κάποιος κάτι, που να μην μοιάζει με τίποτα!!
Αυτό έκανε και ο Θεός, όταν έφτιαξε τον άνθρωπο. Έφτιαξε ένα πράγμα που δεν έμοιαζε με τίποτα. Ήταν πάνω στα υλικά που προϋπήρχαν (όπως και ο ζωγράφος με υλικά ήδη υπάρχοντα τεχνουργεί το καλλιτέχνημά του) αλλά το “ποίημα” είναι «ὅλως ἄλλο». Ο άνθρωπος βεβαίως είναι ζώο, χωρίς όμως να εξαντλείται η υπόθεση του, σε αυτό και μόνο. Ο άνθρωπος είναι ένα προηγμένο θηλαστικό, που όμως δεν “κλείνει” την ύπαρξη του στον κατ’ ένστικτον βίο.
Ο άνθρωπος είναι ύπαρξη εθελότρεπτη. Ύπαρξη δηλαδή απολύτως ελεύθερη, που αποφασίζει προς τα που θα στραφεί, προς τα πού θα βλέπει! Τον ουρανό ή την λάσπη; Τα άνω ή τα κάτω; Την ποιότητα ή το χυδαίο; Ελευθερία και απολογία, απόφαση και ευθύνη, γνώμη και ανεξαρτησία, είναι ποιοτικά χαρακτηριστικά, που κάνουν τον άνθρωπο να μη μοιάζει με τίποτα σε αυτόν τον κόσμο. Όπως ο ζωγραφικός πίνακας είναι “νεκρή” ύλη από ξύλα (τελάρο) ύφασμα και χρώματα, όμως αναδύει-φανερώνει και επιβάλει ένα πνεύμα «που μιλάει και υποδεικνύει», έτσι και ο άνθρωπος συνταιριασμένος από τα υλικά του κόσμου τούτου, φανερώνει έναν άλλο κόσμο, τον κόσμο του Θεού. «Δεν μοιάζει με τίποτα».
Μπροστά μας σε λίγες μέρες θα είναι ο ερχόμενος Χριστός… (Adventus). Ο Θεός που επιλέγει να έρθει σε μας. Ο Κύριος, που εισέρχεται στον κόσμο, τόσο διακριτικά, τόσο ευγενικά, τόσο ήσυχα, ώστε να μην κάνει επιβεβλημένη την παρουσία του σε κανέναν, ούτε να μας στερήσει από την πιθανότητα της ελευθερίας να Τον αρνηθούμε.
Έρχεται χωρίς δύναμη (ένα αρτιγέννητο βρέφος εκτεθειμένο σε όλους τους πιθανούς κινδύνους) και χωρίς απαιτήσεις (δεν έχει που να γεννηθεί και να ακουμπήσει – σπήλαιο και φάτνη). Έρχεται σαν δώρο προς εμάς, που θα το “πάρουμε” μόνον όταν είμαστε έτοιμοι. Και “έτοιμοι” είμαστε, όταν καταλάβουμε την ποιοτική αποκλειστικότητα που έδωσε ο Θεός στο δημιούργημα Του, τον άνθρωπο. Μπορεί αυτή η αποκλειστικότητα, αυτό το ότι ο άνθρωπος δεν μοιάζει με τίποτα να έχει αμαυρωθεί, να έχει λερωθεί, να έχει μαυρίσει, και να μη φαίνεται πλέον κατευθείαν και δια μιας. Όμως ο Χριστός γενόμενος άνθρωπος ξαναφανέρωσε την ποιότητα του ανθρώπου-δημιουργήματος. Έκανε απτή και ορατή, την ομορφιά του θεϊκού σχεδίου. Ξαναέφερε στο προσκήνιο την “ξεχασμένη” ωραιότητα. Επεξήγησε γιατί μια από τις… “απαιτήσεις” του Θεού είναι να γίνουμε σαν Αυτόν! Ἅγιοι γίνεσθε ὅτι ἐγώ ἅγιος εἰμί… Μας διασάφησε ότι δεν είναι η αγιότητα μια κάποια θρησκευτική μονομανία, αλλά η επιστροφή μας στην χαμένη δική μας ομορφιά (Απολεσθείς Παράδεισος) που την δική μας καρδιά (ἐν πρώτοις) χορταίνει, και όταν αποκτηθεί, διαχέει χαρά και προτροπές μίμησης και στους γύρω ανθρώπους μας.
Χριστούγεννα λοιπόν είναι ακριβώς αυτό: Το ότι έγινε ορατό το μέτρο και η ποιότητα η ανθρώπινη. Το ότι καταλάβαμε ότι ο άνθρωπος δεν μοιάζει με τίποτα… Ή μάλλον μοιάζει μόνο με τον Δημιουργό-Πατέρα του. Και όλο αυτό το μεγαλειώδες μυστήριο ο Χριστός το “σκέπασε” με ευτελέστατα σπάργανα μέσα από τα οποία λάμπει «ὁ τῆς θεότητος Του πλοῦτος».
Χρειάζονται λοιπόν μάτια ειλικρινή και υγιή, όχι μυωπικά, ούτε με αχρωματοψία, για να μπορέσουν να δουν αυτόν τον πλούτο της θεότητος! Σε όλη την παρουσία του ο Χριστός, και με την φανέρωση της ανθρώπινης ποιότητας και με τον υπονοιασμό της θεϊκής του υπόστασης, πάντοτε θεωρούσε και θεωρεί, πάρα πολύ άδικη και υπερβολικά συντριπτική για την ανθρώπινη ελεύθερη βούληση, την κυριαρχική απόλυτη και αδιαμφισβήτητη παρουσία του! Γι’ αυτό σαρκώθηκε μικρός και γυμνός! Γι’ αυτό μπήκε άγνωστος σ’ αυτό τον κόσμο, που κυνηγάει εντυπώσεις. Γι’ αυτό «ἐπράχθη ἐν ἡσυχία Θεοῦ, μυστήρια κραυγῆς» (Ιγνάτιος ο Θεοφόρος).
Ο Θεός επέλεξε να έρθει στη γη με τη μορφή ανθρώπινου βρέφους. Αντί να έρθει πλήρως ανεπτυγμένος και με δραματικό τρόπο, σαν υπερήρωας, ήρθε ήσυχα στον κόσμο με την πιο αδύναμη μορφή· εξαρτιόταν από μια μητέρα για τροφή, προστασία και φροντίδα. Αν εμείς προγραμματίζαμε την άφιξη του Θεού στη γη σίγουρα θα επιλέγαμε τη μέθοδο του ήρωα με φανφάρες και τυμπανοκρουσίες. Μόνον ο Θεός σκέφτηκε να έρθει ως βρέφος, και σε μας γεννήθηκε το ερώτημα: Γιατί;
Προφανώς επέλεξε να ταυτιστεί με την κατάσταση του ανθρώπου και να βιώσει την ζωή από τη δική μας πλευρά, αντιμετωπίζοντας πειρασμούς, πείνα, κούραση, αδυναμία, παθήματα και θάνατο. Ο Θεός ταπεινώθηκε, ώστε εμείς να ανακαλύψουμε πως η φύση Του είναι η αγάπη. Ήρθε να μας δείξει, πώς να ζούμε και πώς να αγαπάμε. Ως παιδιά Του στη γη, μπορούμε και μαθαίνουμε καλύτερα, όταν μιμούμαστε το παράδειγμα κάποιου άλλου. Γι’ αυτό ο Θεός μας έστειλε το καλύτερο πρότυπο, το «τέλειο δώρο» με μια μορφή που θα μας ήταν κατανοητή.
Με τον τρόπο αυτό ισορροπεί το μεγαλείο Του με την μικρότητα μας. Μετρά την απουσία Του στα πολυάριθμα απρόβλεπτα. Ο Θεός-Χριστός είναι Ακαταμάχητος και Αδιαμφισβήτητος, δύο συνθήκες-όπλα, τα οποία ο ίδιος έχει απαγορεύσει στον εαυτό Του να χρησιμοποιεί!! Η ελευθερία και η αγάπη Του, δεν είναι όπως με χαρά θα πίστευε κανείς, απλή προπαγάνδα, αλλά μια μεγαλειώδης και φοβερή αλήθεια. Απέναντι μας στέκει όχι ο φοβερός Θεός, που δεν νικιέται από κανέναν και είναι αδιαμφισβήτητος, αλλά Αυτός που τον συντρίβει η αγάπη Του για τον άνθρωπο που έφτιαξε, και ο οποίος άνθρωπος «δε μοιάζει με τίποτε».
Ένας άγιος στο παρελθόν ζήτησε από την Παναγία να τον αφήσει να κρατήσει το παιδί-Χριστό στην αγκαλιά του! Για μας τους χριστιανούς αυτό το αίτημα είναι ο σκοπός της ζωής μας. Να έχουμε μόνιμο κάτοικο στην αγκαλιά και την καρδιά μας τον Χριστό και να Τον προσφέρουμε στον εαυτό μας, στην οικογένειά μας, στο σχολείο μας, στην γειτονιά μας, στον τόπο της εργασίας μας, στον κόσμο όλο.
Εύχομαι ολοψύχως ένα τέτοιο Χριστουγεννιάτικο εναγκαλισμό.
Σας εύχομαι και ένα καινούργιο χρόνο με υγεία ειρήνη χαρά και γεμάτο με τα δώρα και τις αρετές του Χριστού.
Ο εφημέριός σας
π. Θεοδόσιος Μαρτζούχος
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΣΤ’ ΩΡΑΣ
Ἐκ τοῦ κατά Ματθαῖον
Κεφ. β’ 1-12
Όταν γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς στή Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας, στά χρόνια τοῦ βασιλιᾶ Ἡρώδη, ἔφτασαν στά Ἱεροσόλυμα σοφοί μάγοι ἀπό τήν Ἀνατολή καί ρωτοῦσαν: «Πού εἶναι ὁ νεογέννητος βασιλιάς τῶν Ἰουδαίων; Εἴδαμε ν’ ἀνατέλλει τό ἄστρο του καί ἤρθαμε νά τόν προσκυνήσουμε». Ὅταν ἔμαθε τό νέο ὁ Ἡρώδης, ταράχτηκε, καί μαζί του ὅλοι οἱ κάτοικοι τῶν Ἱεροσολύμων. Φώναξε λοιπόν ὅλους τούς ἀρχιερεῖς καί τούς γραμματεῖς τοῦ λαοῦ, καί ζήτησε νά τόν πληροφορήσουν ποῦ θά γεννηθεῖ ὁ Μεσσίας. Κι αὐτοί τοῦ εἶπαν: «Στή Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας, γιατί ἔτσι γράφει ὁ προφήτης: Κι ἐσύ Βηθλεέμ, στήν περιοχή τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα δέν εἶσαι διόλου ἀσήμαντη ἀνάμεσα στίς σπουδαῖες πόλεις τοῦ Ἰούδα, γιατί ἀπό σένα θά βγεῖ ἀρχηγός, πού θά κυβερνήσει τόν λαό μου, τόν Ἰσραήλ».
Ὁ Ἡρώδης τότε κάλεσε κρυφά τούς μάγους κι ἔμαθε ἀπ’ αὐτούς ἀπό πότε ἀκριβῶς φάνηκε τό ἄστρο. Ἔπειτα τούς ἔστειλε στή Βηθλεέμ λέγοντάς τους: «Πηγαίνετε καί ψάξτε καλά γιά τό παιδί· μόλις τό βρεῖτε, νά μέ εἰδοποιήσετε, γιά νά ἔρθω κι ἐγώ νά το προσκυνήσω». Οἱ μάγοι ἄκουσαν τόν βασιλιά καί συνέχισαν τήν πορεία τους. Μόλις ξεκίνησαν, ξαναφάνηκε τό ἄστρο πού εἶχαν δεῖ ν’ ἀνατέλλει μέ τή γέννηση τοῦ παιδιοῦ, καί προχωροῦσε μπροστά τους· τελικά ἦρθε καί στάθηκε πάνω ἀπό τόν τόπο ὅπου βρισκόταν τό παιδί. Χάρηκαν πάρα πολύ πού εἶδαν ξανά τό ἀστέρι. Ὅταν μπήκαν στό σπίτι, εἶδαν τό παιδί μέ τή Μαρία, τή μητέρα του, κι ἔπεσαν στή γῆ καί τό προσκύνησαν. Ὕστερα ἄνοιξαν τούς θησαυρούς τους καί τοῦ πρόσφεραν δῶρα: χρυσάφι, λιβάνι καί σμύρνα. Μετά ἀπό αὐτό ὁ Θεός τούς πρόσταξε μέ θεία ἀποκάλυψη νά μήν ξαναγυρίσουν στόν Ἡρώδη· γι’ αὐτό ἀναχώρησαν γιά τήν πατρίδα τους ἀπό ἄλλο δρόμο.-
Θεματολογικές ετικέτες