Κατήχηση, Πεζά κείμενα

«Αἱ κατά Κυριακήν εὐσεβεῖς φλυαρίαι»

Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν

Θεόκλητος Μινόπουλος (1848-1931) 

Η διαπίστωση του τίτλου προέρχεται εκ των ένδον!

Από τα αρμοδιότερα χείλη. Όχι από “εχθρική” διάθεση, αλλά από την κουρασμένη διαπίστωση της επιπολαιότητας με την οποία αντιμετωπιζόταν το θέμα. Μόνον τότε; Και τώρα… και πριν από τότε! Παραθέτουμε κατωτέρω απόσπασμα από το έργο του Anthony Trollop, ενός σύγχρονου και ισάξιου με τον Κάρολο Ντίκενς, άγγλου συγγραφέα (1815-1882).

Ο Anthony Trollop δεν είναι παπάς, είναι όμως χριστιανός. Σαρκάζει αυτό που ως χριστιανός υφίσταται, γιατί θα ήθελε οι κληρικοί να έχουν και να μπορούν να πουν με σωστό τρόπο κάτι που αφορά και ενδιαφέρει τους χριστιανούς και την ζωή τους. Το κείμενο είναι αγωνία ενδιαφέροντος. Η αντιπαράθεση είναι ζωντάνια αναζήτησης της αλήθειας. Η “σιωπή” αντιθέτως είναι το προσπέρασμα της αδιαφορίας.

Σήμερα ατυχώς είμαστε στο δεύτερο γιατί… καταφέραμε εμείς οι κληρικοί να… πείσουμε ότι δεν έχουμε να πούμε τίποτε παρά μόνον ευσεβείς φλυαρίες. Ο σημερινός άνθρωπος, δεν είναι (επί της ουσίας) χριστιανός, δεν περιμένει τίποτε από την… “εκκλησία”, προσπερνάει με απαξιωτική αποστροφή τον ραδιοφωνικό ή τον τηλεοπτικό σταθμό, που μεταδίδουν κηρύγματα ή το έντυπο κήρυγμα.

Αν αφουγκραστούμε τον Anthony Trollop ίσως μάθουμε επιτέλους ότι «πιο πολύ και απ’ αυτόν που μας υποστηρίζει, για λανθασμένους λόγους, πρέπει να προσέχουμε αυτόν που μας επιτίθεται για τους σωστούς λόγους».

Ας απολαύσουμε τον A. Trollop.

 

……………………………………………………………………………………………………….

Δεν θα ήταν σωστό να παρωδήσω ένα κήρυγμα ή και να το επαναλάβω μες στις σελίδες ενός μυθιστο­ρήματος. Προσπαθώντας να περιγράψω τους χαρακτή­ρες των προσώπων για τα όποια μιλώ, αναγκάζομαι μερικές φορές ν’ αναφερθώ σε πράγματα ιερά. Ελπί­ζω, πάντως, πως δεν θα θεωρηθεί ότι χλευάζω την Εκκλησία κι ότι δεν σέβομαι όσο πρέπει τον κλήρο. Μπορεί να θέτω εν αμφιβόλῳ το αλάθητο των δασκά­λων, ελπίζω όμως πως δεν θα με κατηγορήσουν ότι αμφιβάλλω για την αλήθεια της διδαχής τους.

Ο κύριος Σλόουπ, αρχίζοντας το κήρυγμά του, επέδειξε ιδιαίτερη διακριτικότητα· ο λόγος του ήταν δι­φορούμενος και υπονοούσε πως όσο ταπεινός κι αν ήταν εκείνος, ήταν ωστόσο φερέφωνο του επιφανούς προ­σώπου που καθόταν απέναντί του. Αφού το ξεκαθά­ρισε αυτό, συνέχισε υστέρα δίνοντας ακριβή περιγρα­φή της συμπεριφοράς που θα ενέκρινε και θ’ απαιτού­σε αυτός ο ιεράρχης από τους κληρικούς που ήταν τώρα στη δικαιοδοσία του. Αρκεί μόνο να πούμε πως τα σημεία στα όποια επέμεινε ήταν εκείνα ακριβώς που δεν άρεσαν καθόλου στους ιερείς της Επισκοπής, τα πιο απαράδεκτα ως προς την πρακτική και τις πεποι­θήσεις τους. Όλες οι ιδιαίτερες συνήθειες και τα προ­νόμια τα τόσο αγαπητά στους ιερείς της Άνω Εκκλησίας, στο σώμα που τώρα σκανδαλωδώς το αποκαλούν «Άνω και Υπεράνω Εκκλησία», διακωμωδήθηκαν, υβρίστηκαν, αναθεματίστηκαν. Οι κληρικοί στο Μπάρτσεστερ ωστόσο ανήκουν όλοι στην Άνω και Υπερά­νω Εκκλησία.

Έχοντας, κατά την άποψή του, εξηγήσει πώς πρέπει να συμπεριφέρεται ο ιερέας για να τον εγκρίνει ο Θεός, σαν ανεπαίσχυντος εργάτης, εξήγησε ύστερα πώς πρέπει να ορθοτομεί τον λόγο της αληθείας. Εδώ η αντιμετώπιση του θέματος ήταν μάλλον περιορισμέ­νη και τα επιχειρήματά του μάλλον άσχετα. Σκοπός του ήταν να εκφράσει την απέχθειά του για όλες τις τελετουργικές απαγγελίες, να καταδικάσει το θρησκευτικό συναίσθημα που προκαλείται όχι από το νόημα αλλά από τον ήχο των λέξεων και στην ουσία να κατηγορήσει ό,τι ως τότε γινόταν στη Μητρόπολη. Αν ο Απόστολος Παύλος είχε αναφερθεί στην ορθή εκφορά και όχι στην ορθοτόμηση του λόγου της αλη­θείας, αυτό το σημείο στο κήρυγμά του θα ήταν πιο συνεπές, όμως ο αντικειμενικός σκοπός του ιεροκήρυκος ήταν να κηρύξει το δόγμα του κυρίου Σλόουπ και όχι του Αποστόλου Παύλου, και κατάφερε να δια­στρέψει το κείμενο αρκετά καλά.

Δεν ήταν βέβαια εύκολο, από τον άμβωνα μάλιστα του καθεδρικού ναού, να υποστηρίξει ότι πρέπει να καταργηθούν οι ψαλμωδίες στον καθεδρικό ναό. Αν έλεγε κάτι τέτοιο, θα είχε ξεπεράσει τα όρια και θα είχε φανεί παράλογος, προς μεγάλη τέρψη του ακροατηρίου. Μπορούσε όμως να αποκηρύξει υπαινικτικά την πρακτική της μελωδικής απαγγελίας στις εκκλη­σίες της ενορίας, και το έκανε παρόλον ότι η πρακτι­κή αυτή ήταν σχεδόν άγνωστη στην Επισκοπή· συ­νέχισε υστέρα τονίζοντας πόσο αντικανονικά σημαντι­κότερη ήταν η μουσική σε σχέση με τον λόγο στη λειτουργία που είχαν μόλις ακούσει. Καταλάβαινε βέ­βαια, τους είπε, πως οι παλιές συνήθειες δεν είναι δυνατόν να εγκαταλειφθούν από τη μια στιγμή στην άλλη· τα αισθήματα των ηλικιωμένων θα πληγώνονταν και το αξιοπρεπές εκκλησίασμα θ’ αγανακτούσε. Ήξερε πως υπήρχαν πολλοί που δεν είχαν την ικανότητα ν’ αντιληφθούν και την ανάλογη εκπαίδευση για να γνωρίζουν ότι ο τρόπος τέλεσης της λειτουργίας που έδινε μεγαλύτερη σημασία σε πράγματα επιφανειακά αντί στα εσώτερα συναισθήματα ήταν σήμερα σχεδόν βαρβαρικός, τη στιγμή που οι εσώτερες πεποιθήσεις ήταν το παν και η κάθε λέξη του ιερέως θα έπρεπε ν’ απευθύνεται ευκρινώς στις καρδιές των ακουόντων. Παλιά η θρησκεία για τα πλήθη ήταν κάτι που αφορούσε τη φαντασία, στις μέρες μας όμως ο χριστιανός έπρεπε να έχει μια αιτιολογία για την πίστη του – δεν θα έπρεπε μόνον να πιστεύει, θα έπρεπε να γνωρίζει· όχι μόνον ν’ ακούει, αλλά να καταλαβαίνει. Οι λέξεις της πρωινής λειτουργίας πόσο ωραίες είναι, πό­σο κατάλληλες, πόσο κατανοητές, όταν διαβάζονται απλά, καθαρά, με ευγένεια! Και πόσο χάνεται το νόη­μά τους όταν ακούγονται συνοδευόμενες από την επι­τηδευμένη γοητεία της μουσικής!

Ιδού λοιπόν ένα κήρυγμα για να εκφωνηθεί μπρο­στά στον αρχιδιάκονο Γκράντλι, τον πρωτοψάλτη κύ­ριο Χάρντινγκ και τους υπόλοιπους! Μπροστά στον πρωτοσύγκελλο και τη συγκεντρωμένη στον ίδιο τους τον καθεδρικό ναό Σύνοδο των κληρικών! Μπροστά σ’ ένα κοινό που είχε γεράσει τελώντας αυτές τις ιδιαί­τερες λειτουργίες, πιστεύοντας ακράδαντα πως είναι οι τελειότερες από πάσης απόψεως! Κι αυτό να γί­νεται από έναν τέτοιον άνθρωπο, έναν πρωτοεμφανιζόμενο κληρικό, χωρίς ενορία, έναν απλό εφημέριο, έναν παρείσακτο· έναν τύπο που, όπως έλεγε ο δόκτωρ Γκράντλι, τον είχαν μόλις βγάλει μέσα από τον βούρκο του Μέριλμπον! Κι έπρεπε να το υποστούν. Κα­νένας, ούτε ο ίδιος ο δόκτωρ Γκράντλι, δεν μπορούσε να κλείσει τ’ αφτιά του όσο διαρκούσε η λειτουργία, ούτε να εγκαταλείψει τον οίκο του Κυρίου. Ήταν υπο­χρεωμένοι να τον ακούνε, και μάλιστα χωρίς να έχουν κιόλας τη δυνατότητα να δώσουν μιαν απάντηση.

Ίσως να μην υπάρχει στον πολιτισμένο κόσμο σή­μερα μεγαλύτερη ταλαιπωρία επιβεβλημένη στο κοινό από την υποχρέωσή του να ακούει κηρύγματα. Μόνον ένας κληρικός, κατά τη διάρκεια του κηρύγματος, έχει τη δυνατότητα να κρατά σιωπηλό το ακροατήριό του και να το βασανίζει. Μόνον ένας κληρικός, κατά τη διάρκεια του κηρύγματός του, μπορεί να οργιάζει με τις κοινοτοπίες του, τα αυταπόδεικτα και τα μη προ­φανή, και να γίνεται αποδέκτης, λες και είναι αναμφισβήτητο δικαίωμά του, του σεβασμού που θα εδι­καιούτο αν από τα εύγλωττα χείλη του ακούγονταν πειστικότατες ρήσεις απαράμιλλης λογικής. Αν ένας καθηγητής νομικής ή φυσικής βρεθεί σ’ ένα αμφιθέατρο κι εκεί αρχίσει τα τετριμμένα και τις ανοησίες, θ’ αντικρίσει άδεια έδρανα. Αν ένας δικηγόρος δεν αγορεύσει καλά, δεν θα του ξαναδοθεί εύκολα η ευκαιρία. Έναν δικαστή, μόνον οι ένορκοι, ο κατηγορούμενος και ο φύλακας είναι υποχρεωμένοι να τον ακούσουν. Ένα μέλος του Κοινοβουλίου το διακόπτουν με βηξίματα ή παύουν να το υπολογίζουν. Τούς δημοτικούς συμβού­λους μπορούν να τους αποκλείσουν. Κανένας όμως δεν μπορεί ν’ απαλλαγεί από τον ιεροκήρυκα. Είναι, η αγγαρεία της εποχής μας, ο γέρος που εμείς, σαν τον Σεβάχ, δεν μπορούμε ν’ αποτινάξουμε, ο εφιάλτης που καταστρέφει την ανάπαυλα της Κυριακής, ο βραχνάς που επιβαρύνει τη θρησκεία μας και κάνει τη Θεία  Λειτουργία δυσάρεστη. Δεν μάς υποχρεώνουν βέβαια να πάμε στην εκκλησία! Όχι, θέλουμε ωστόσο κάτι παραπάνω. Θέλουμε να μη μας υποχρεώνουν να μην πάμε! Θέλουμε, όχι, είμαστε αποφασισμένοι να απολαμβάνουμε την παρηγοριά της κοινής λατρείας· θέ­λουμε όμως να γίνεται χωρίς η πλήξη να ξεπερνά τα ανθρώπινα όρια αντοχής· και να μη φεύγουμε από τον οίκο του Κυρίου σαν δραπέτες που λαχταρούν να γλυτώσουν, πράγμα που είναι το σύνηθες αποτέλεσμα των συνήθων κηρυγμάτων.

Με πόση αυταρέσκεια ένας νεαρός ιερέας βγάζει λανθασμένα συμπεράσματα από παρερμηνευμένα κεί­μενα, και υστέρα μας φοβερίζει με τις φωτιές της Κολάσεως αν παραλείψουμε να συμμορφωθούμε με τις εντολές που μάς έδωσε! Ναι, πλημυρισμένε αυτοπε­ποίθηση νεαρέ φίλε μου, πιστεύω στα μυστήρια που συνεχώς αναφέρεις· πιστεύω στον αγνό και ανόθευτο λόγο που κρατάς στο χέρι σου· αλλά παρακαλώ σε να με συμπαθάς που σε μερικά πράγματα δεν συμφωνώ με τις ερμηνείες σου. Καλή η Βίβλος, καλό το προσευχητάριο, όχι, κι εσύ επίσης θα ήσουν αποδεκτός αν μου διάβαζες κάποιες από τις καθιερωμένες από τον χρόνο ομιλίες που έδωσαν οι μεγάλοι ιεράρχες μας στο απόγειο των δυνάμεών τους. Πρέπει όμως να με συγχωρήσεις, ανεπαρκή νεαρέ μου ομιλητή, αν χα­σμουριέμαι με τις ατελείς φράσεις σου, τις επαναλή­ψεις σου, το ψεύτικο πάθος σου, το λίγωμά της φωνής σου και τις αποκηρύξεις σου, τις ταλαντεύσεις και τους δισταγμούς σου, τα ω και τα α σου, τα μαύρα σου γάντια και το λευκό σου μαντίλι. Για μένα όλα αυτά δεν σημαίνουνε τίποτα· και οι ώρες είναι πραγματικά πο­λύτιμες για να τις σπαταλά κανείς – αν βέβαια μπο­ρεί να το αποφύγει.

Κι εδώ πρέπει να διαμαρτυρηθώ για τη δικαιολο­γία που τόσο συχνά επικαλούνται οι εν ενεργεία ιε­ρείς, ότι παρακουράζονται από τα πολλά κηρύγματα που πρέπει να κάνουν. Σε όλους μας είναι ιδιαίτερα αγαπητός ο ήχος της φωνής μας, και η ματαιοδοξία του ιεροκήρυκα ενισχύεται από το προνόμιο ενός ακροατηρίου που είναι υποχρεωμένο να τον ακούει. Τό κή­ρυγμα είναι η «νοστιμιά» του βίου του, η απολαυστική στιγμή της αυτοεξύψωσής του.

– Έκανα εννέα κηρύγματα αυτή τη βδομάδα, μου έλεγε τις προάλλες ένας νεαρός φίλος μου, με το χέρι του νωθρά σηκωμένο στο μέτωπό του πάνω, εικόνα ενός καταταλαιπωρημένου μάρτυρος. Εννέα ετούτη την εβδομάδα, επτά την προηγούμενη, τέσσερα την προ-προηγούμενη. Αυτόν τον μήνα έκανα είκοσι τρία κηρύγματα. Είναι στ’ αλήθεια πολύ.

– Πάρα πολύ, πράγματι, του είπα και ανατρίχιασα· πάρα πολύ για να τ’ αντέξει κανείς.

– Ναι, μου αποκρίθηκε μειλίχια, έτσι είναι, και αρχίζω να το αισθάνομαι ότι με κουράζει πολύ.

– Μακάρι, του είπα, να το αισθανθείς – μακάρι να το αισθανόσουν πραγματικά. Δεν κατάλαβε όμως πως η καρδιά μου μάτωνε για το καημένο το ακροατήριό του.

……………………………………………………………………………………………………….

Anthony Trollop

«Οι Πύργοι του Μπάρτσεστερ»

σελ. 112-117,

Εκδ. Gutenberg – Editio Minor

 

Αφήστε μια απάντηση