Ομιλία

«Αν ο σπόρος ΔΕΝ πεθανει…» Εκδ. Εν πλω Βιβλιοπαρουσιαση από τον π.Νικόλαο Δουληγιέρη

Καλησπέρα σε όλους.

Το βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα είναι ένα εξειδικευμένο βιβλίο. Όπως καταλαβαίνουμε όλοι, ένα βιβλίο με κηρύγματα λογικό είναι να σκεφτεί κανείς ότι απευθύνεται κυρίως σε ιερείς, αφού μόνο ιερείς κηρύττουν στις μέρες μας.

Και είναι αλήθεια, ότι οι πρώτοι που θα ωφεληθούμε από αυτό το βιβλίο είμαστε εμείς οι ιερείς (και ευχαριστούμε τον π. Θεοδόσιο γι’ αυτό) αφού μας δίνει την δυνατότητα να εμπλουτιστούμε από την δική του σκέψη και να διευρύνουμε την ματιά μας πάνω στις ευαγγελικές περικοπές που καλούμαστε κάθε φορά να ερμηνεύσουμε στην θεία λειτουργία.

Θεωρώ όμως ότι είναι και ένα βιβλίο που κάθε χριστιανός θα πρέπει να διαβάσει, είτε βρίσκεται στα αρχικά στάδια της ζωής του μέσα στην εκκλησία είτε βρίσκεται εδώ για πολλά χρόνια,  γιατί μέσα από τους λόγους αυτούς δίνεται η  ευκαιρία για «ευαγγελισμό» ή «επανευαγγελισμό» του κάθε πιστού.  Είναι κηρύγματα που αποτελούν  μια πρόσκληση σε κάθε έναν από μας, που θέλει να φέρει το όνομα του Χριστού, να ανανεώσει τις υποσχέσεις που έδωσε την ημέρα του βαπτίσματος. Την απόφαση δηλαδή να αποταχθεί τα έργα του διαβόλου και να συνταχθεί με τον Χριστό.  

Τα κηρύγματα του βιβλίου δεν είναι διανοητικές σκέψεις αλλά λόγοι που εκφωνήθηκαν και απευθύνθηκαν στους πιστούς της ενορίας του π. Θεοδοσίου. Και αυτό τους δίνει ξεχωριστή αξία γιατί δεν αποτελούν την διανοητική εργασία κάποιου σχολαστικού θεολόγου αλλά την καλή αγωνία και το νοιάξιμο του πατέρα, την φροντίδα του ποιμένα να διδάξει και να κατηχήσει τους ανθρώπους μαζί με τους οποίους συμπορεύεται προς την Βασιλεία του Θεού.  Μέσα σε αυτά τα κηρύγματα συνοψίζεται όλη η χριστιανική διδασκαλία και όλα όσα θα πρέπει να γνωρίζει, αλλά πρωτίστως να ακολουθεί στην ζωή του ο κάθε πιστός.

Εδώ βέβαια τίθεται ένα μεγάλο θέμα για το ποια είναι η σχέση του ποιμένα με τους πιστούς, κυρίως αν μπορεί να υπάρχει σχέση δηλαδή, στις τεράστιες και απρόσωπες ενορίες των μεγαλουπόλεων όπου το πλήθος των ανθρώπων είναι μεγάλο και πολυποίκιλο και την ευθύνη της διαποίμανσης την έχουν ταυτόχρονα τρεις, τέσσερις ή και περισσότεροι ιερείς.

Πριν αναφερθώ στο συγκεκριμένο βιβλίο θα ήθελα να πω λίγες σκέψεις, γενικότερα για το κήρυγμα.

Έχουμε όλοι πια την εμπειρία του τι σημαίνει η λέξη κήρυγμα στα αυτιά των περισσοτέρων.

Εκφράσεις όπως: «Πάλι κήρυγμα θα μου κάνεις», «Σταμάτα να μου κάνεις κήρυγμα» και άλλες παρόμοιες μπορεί να μην αναφέρονται άμεσα στο εκκλησιαστικό κήρυγμα, αντλούν όμως την προέλευσή τους από αυτό, αφού συχνά-πυκνά το κήρυγμα ήταν ένας κουραστικός μονόλογος από θέση εξουσίας, διαρκώς καταγγελτικό και ενοχοποιητικό είτε με ένα στείρο θρησκευτικό ηθικισμό είτε  με μια ανούσια επίκληση στο συναίσθημα.

Αρκετές φορές, παλαιότερα ίσως περισσότερο, ο λόγος  είναι εθνοκεντρικός, κάποιες φορές, ξύλινος ή το αντίθετο, ρητορεία που γοητεύει μεν αλλά στερείται περιεχομένου.

Τελευταία δε στις μέρες μας το κήρυγμα γίνεται είτε καθαρά ψυχολογικό μέσα από το οποίο απουσιάζει ο Χριστός και το Ευαγγέλιο, είτε στον αντίποδα, θαυματολογικό, ας μου επιτραπεί η αδόκιμη έκφραση, που καλλιεργεί μια μαγική και εντέλει εξωτερική αντίληψη για την πίστη, γίνεται δηλαδή εξίσου αντιευαγγελικό.

Όλα αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα την απαξίωση του κηρύγματος στις συνειδήσεις των περισσοτέρων πιστών, και λέω των περισσοτέρων γιατί υπάρχουν και αρκετοί που χρόνια έχουν εκπαιδευτεί να μην αναζητούν κάτι παραπάνω πέρα από την ευφράδεια του ομιλητή ή την κάλυψη  συναισθηματικών αναγκών.

Η απαξίωση αυτή έχει οδηγήσει πολλούς πιστούς (και δυστυχώς ανθρώπους που θέλουν να παίρνουν στα σοβαρά την πίστη τους) είτε να αναζητούν ενορίες όπου δεν γίνεται καθόλου κήρυγμα, είτε να αναχωρούν την ώρα εκείνη από τον Ναό ή τέλος να το υπομένουν με λιγότερη ή μεγαλύτερη αγανάκτηση, ανάλογα με την αντοχή του ο καθένας.

Και αν νομίζουμε ότι η σημερινή κατάσταση ήταν διαφορετικά παλαιότερα, ας θυμηθούμε τι γράφει ο Φώτης Κόντογλου πριν από 70 περίπου χρόνια.

«Υπάρχουν κήρυκες που θα προσέφεραν μεγαλύτερη υπηρεσία στην εκκλησία, αν χρησιμοποιούσαν τον ζήλο τους σε άλλους τομείς και δεν ανέβαιναν στον άμβωνα.

Κάποιοι άλλοι επίσκοποι όταν ανοίγουν το στόμα τους να μιλήσουν στο εκκλησίασμα, δεν κατορθώνουν τίποτα άλλο από το να προκαλούν την δυσφορία, την πλήξη, ακόμη και την αγανάκτηση και τον σκανδαλισμό».

Θέλω στο σημείο αυτό να τονίσω ότι στις μέρες μας, και το γνωρίζω από προσωπική εμπειρία, υπάρχει μια σοβαρή προσπάθεια πολλών ιερέων να ανταποκριθούν στην διακονία αυτή του κηρύγματος με ιδιαίτερη σοβαρότητα και προσοχή, ανάμεσά τους είναι και ο συγγραφέας. Έχουν βοηθήσει σε αυτό και οι εκδόσεις αντίστοιχων, σύγχρονων συλλογών κηρυγμάτων, από γνωστούς και καταξιωμένους στον λόγο κληρικούς αλλά και θεολόγους. Αναφέρομαι στα βιβλία του π. Αντωνίου Πινακούλα, του π. Ευαγγέλου Γκανά, των βιβλικών θεολόγων κ.α.

Και αυτό είναι παρήγορο γιατί μαζί με την απαξίωση του κηρύγματος οδηγηθήκαμε δυστυχώς και σε μια άλλη στάση που θεωρεί το κήρυγμα περιττό ή δευτερεύον στη ζωή του ιερέα και των πιστών και δίνει μεγαλύτερη σημασία και βαρύτητα, από την μια μεριά σε δραστηριότητες, σε πάσης φύσεως φιλανθρωπικό έργο, σε εκδηλώσεις κλπ αφού αυτά θεωρούνται έργο (λέγαμε πρόσφατα συζητώντας με φίλο ιερέα, σκεφτείτε, στην συνείδηση του κόσμου, αλλά ακόμη και της επίσημης εκκλησίας φοβάμαι, ποιος ιερέας θεωρείται ότι κάνει έργο; Φυσικά όποιος ασχολείται με όλα τα παραπάνω και όχι εκείνος που δίνει χρόνο στο να φροντίζει, να ακούει και να καθοδηγεί ανθρώπους, ή εκείνος που προετοιμάζεται, μελετά και προσεύχεται για να μιλήσει ο ίδιος, να  κηρύξει και να κατηχήσει.

Ή από την άλλη μεριά το βάρος πέφτει στο τελετουργικό, στις πολλές ακολουθίες στην  ασκητική πνευματικότητα, το βίωμα και η κατάνυξη τα οποία θεωρούνται  αρκετά από μόνα τους για να οδηγήσουν τον άνθρωπο στον Χριστό και την πίστη, άρα η σκέψη και η κατανόηση, κατ’ επέκτασιν και το κήρυγμα,  όχι μόνο περιττεύουν αλλά πιθανόν να χαλάνε και την ατμόσφαιρα. Τα αποτελέσματα βέβαια αυτής της νοοτροπίας τα ζήσαμε όλοι στο διάστημα που πέρασε. Και πολλοί μάλιστα εξεπλάγησαν γι΄αυτό.

Μα πως περιμένουμε να συγκροτηθούν λογικά λατρεύουσες κοινότητες «εν πνεύματι και αληθεία» και αντίστοιχα υγιώς λατρεύοντες χριστιανοί αν δεν συνυπάρχει ο λόγος ο θεολογικός που θα αναδείξει τα κριτήρια του Ευαγγελίου δηλ. τα κριτήρια της όντως πνευματικής ζωής;

Το κήρυγμα δεν είναι μια  ρητορεία ή ένα διακοσμητικό στοιχείο της θείας Λειτουργίας, αλλά μια διαρκής ανανέωση της κλήσης του Θεού στον κάθε άνθρωπο. Και είναι πρωταρχική διακονία και υποχρέωση του ιερέα.

Το «ιερουργειν τον λόγον της αληθείας» βρίσκεται δίπλα στην ιερουργία των μυστηρίων.

Σε μια ευχή της ακολουθίας της χειροτονίας σε πρεσβύτερο, δεόμαστε: «Αυτός Κύριε και τούτον, ον ευδόκησας τον του Πρεσβυτέρου υπεισελθείν βαθμόν, πλήρωσον της του αγίου πνεύματος δωρεάς ίνα γένηται άξιος ιερουργείν τον λόγον της αληθείας σου».

Ένα από τα πρώτα χαρακτηριστικά της Λειτουργίας είναι το κήρυγμα. Διαβάζουμε στις πράξεις των αποστόλων ότι  οι χριστιανοί: «ήσαν προσκαρτερούντες τη διδαχή των αποστόλων και τη κοινωνία και τη κλάσει του άρτου και ταις προσευχαίς»

Ενώ ο Άγιος Ιουστίνος ο φιλόσοφος σημειώνει: «Και τα απομνημονεύματα των αποστόλων ή τα συγγράμματα των προφητών αναγιγνώσκεται, μέχρις εκχωρεί. Είτα παυσαμένου του αναγινώσκοντος, ο προεστώς δια λόγου την νουθεσίαν και πρόκλησιν της των καλών τούτων μιμήσεως ποιείται».

Αφού ο Χριστός είναι η αλήθεια και διακονία του ιερέα είναι «το Ιερουργείν τον λόγον της αληθείας» τότε βασικός και θεμελιακός σκοπός του κηρύγματος είναι όπως γράφει ο π. Θεοδόσιος: «η παρουσίαση του προσώπου του Χριστού». Πρέπει να είναι δηλαδή λόγος για τον Θεό και τις ενέργειές του στον κόσμο.

Το κήρυγμα δεν μπορεί να είναι απλά οδηγίες και συμβουλές που σκοπό έχουν να διαμορφώσουν έναν ηθικό τύπο ανθρώπου αλλά η αναγγελία του λόγου του Θεού που «θα επιτρέψει στον ίδιο να διαμορφώσει τον λαό Του κατά την βουλή Του» σύμφωνα με έναν άλλο μεγάλο θεολόγο.

Στο κήρυγμα δεν θα πρέπει να μιλάει δηλαδή ο κήρυκας εκ μέρους του Θεού αλλά να δανείζει το στόμα του, τον λόγο του ώστε ο ίδιος ο Θεός να μιλήσει στον άνθρωπο.

Για να δούμε τώρα πως αυτό εφαρμόζεται στην πράξη μέσα στα κηρύγματα του π. Θεοδοσίου.

Είναι απολύτως σαφές ότι ο κεντρικός άξονας που διατρέχει την σκέψη  και κατά συνέπεια τα κηρύγματα του π. Θεοδοσίου είναι, αδιαπραγμάτευτα, ο ίδιος ο Χριστός, ο Λόγος του, το έργο του και η κλήση που απευθύνει σε κάθε άνθρωπο.

Ταυτόχρονα  οι πρακτικές και ο δρόμος που  καλείται ο καθένας από εμάς να ακολουθήσει ώστε να ανταποκριθεί σε αυτή την κλήση.

Γνωρίζει ο π. Θεοδόσιος από την ποιμαντική εμπειρία ότι αρκετοί χριστιανοί, για να μην πω οι περισσότεροι, ζούμε σαν να μην υπάρχει Θεός, γι’ αυτό έχει διαρκώς την καλή αγωνία να μας θυμίζει τον δρόμο και τις πρακτικές ώστε τα καλά νέα του Ευαγγελίου να μεταμορφώσουν την ύπαρξή μας.

Όπως έχει γράψει κάπου αλλού:  «Η αοριστία της παραδοχής ύπαρξης του Θεού δεν έχει να κάνει με χριστιανούς. Άλλο θεϊστής, άλλο πιστός χριστιανός. Δεν μας νοιάζει να πιστέψουν κάπου, μας απασχολεί να γίνει ο Χριστός Κύριος και ρυθμιστής της ζωής τους».

Και αυτό είναι που τον κάνει να μιλάει σας παπάς και όχι σαν φιλόσοφος, σαν ψυχολόγος, σαν κοινωνιολόγος, ή ακόμη χειρότερα σαν πολιτικός ή influencer.

Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν ανατέμνει βαθιά τις  κινήσεις και τις διαδρομές της ψυχής και τις συμπεριφορές των ανθρώπων, αφού διαρκώς μας μιλάει για το πώς ο άνθρωπος θα ελευθερωθεί από τα πάθη του τα οποία τον καταδυναστεύουν, πώς οι σχέσεις των ανθρώπων θα ελευθερωθούν από την ιδιοτέλεια, το μίσος, την κακία, την έλλειψη αγάπης, το πώς θα φτάσουμε στη συγχώρηση, στη θεραπεία και στην ειρήνη της ψυχής.

Δεν σημαίνει ότι αδιαφορεί για την κοινωνική δικαιοσύνη (οι ευαγγελικές περικοπές εξ’ άλλου που αναλύει, μιλούν διαρκώς για τον πλούτο και την φτώχεια).

Ούτε αρνείται τη φιλοσοφία, αναφέρεται διαρκώς σε φιλοσόφους, πιστούς και άπιστους, αλλά μας διδάσκει πάνω απ’ όλα τι συνιστά για τους χριστιανούς αληθινή σοφία και γνώση, ποια είναι ή μάλλον ποιος είναι η αλήθεια; Ο Χριστός.

Ούτε την πολιτική (με την ευρεία έννοια της λέξης) απαξιώνει. Ξέρουμε όλοι ότι οι παρεμβάσεις του σε θέματα που αφορούν την επικαιρότητα και δη την εκκλησιαστική είναι συχνές, καίριες και πάντοτε αιχμηρές. Δεν μασάει τα λόγια του και αυτό τον έχει καταστήσει πολλές φορές σημείο αντιλεγόμενο, με συνέπειες και κόστος στην προσωπική του ζωή.

Φυσικά μοναδικό κίνητρο έχει πάντα το  να ξεκαθαρίσει ποια οφείλει να είναι η στάση μας, ως χριστιανών, απέναντι σε όλα όσα συμβαίνουν, με μοναδικό κριτήριο την πιστότητα στο Ευαγγέλιο.

Κάτι  που πραγματικά εντυπωσιάζει στα κείμενα του π. Θεοδοσίου είναι ότι αντλεί αφορμές και έμπνευση από μια πολύ μεγάλη δεξαμενή της ανθρώπινης δημιουργίας.

Χρησιμοποιεί ιστορίες από το γεροντικό, λόγους των Πατέρων, ύμνους του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού με την ίδια ευκολία που δεν διστάζει την άλλη στιγμή να μας εκπλήξει ευχάριστα με προσευχές, ποιήματα, και λόγους ετερόδοξων αδελφών, αλλά  και ιστορίες ή στίχους από την σύγχρονη λογοτεχνία, το θέατρο ή τα σύγχρονα μουσικά ακούσματα.

Απ’ όλα αυτά παίρνει αφορμή για να μας μεταδώσει το ένα και μοναδικό. Τα καλά νέα, το μήνυμα του Ευαγγελίου.

Οι τίτλοι που δίνει στα κηρύγματά του αλλά και πολλές εκφράσεις μέσα σ’ αυτά, προκαλούν και ξαφνιάζουν. Σε κάνουν να τα θέλεις να τα διαβάσεις, να  δεις τι θέλει να πει.

Μερικά ενδεικτικά παραδείγματα:

“Είναι πιο εύκολο να κολλήσεις ένα αυτί παρά να κάνεις τους κουφούς να ακούσουν»

« Η ουλή του Οδυσσέα και οι πληγές του Χριστού»

«Τι υπάρχει κάτω από το καπέλο μας»

«Ερωτευμένος με τον Θεό ή με το εαυτό σου;»

«Ραντεβού στα τυφλά»

«Η θάλασσα μέσα μου»

Τόσα και πολλά άλλα συνθέτουν τα περιεχόμενα του βιβλίου και σε προσκαλούν να το διαβάσεις.

Δεν θα πρέπει όμως να παρασυρθούμε από τα εξωτερικά όπως διαρκώς τονίζει μέσα στα γραφόμενά του και να χάσουμε την ουσία των λόγων του.

Τα κείμενα του π. Θεοδοσίου αποπνέουν την αίσθηση ότι είναι γραμμένα από κάποιον που πιστεύει αυτά που λέει.

Μα θα πει κανείς, δεν είναι αυτονόητο αυτό για τον καθένα από μας, πόσο μάλλον για κάποιον που κηρύττει; Δεν θα απαντήσω σε αυτό. Θα αφήσω το ερώτημα ανοιχτό για όλους μας. Ας δώσει ο καθένας την προσωπική του απάντηση.

Και αφού πιστεύει αυτά που λέει, καλεί και όλους εμάς να μοιραστούμε αυτή την πίστη.

Την πίστη στον σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού. Το ότι ο Χριστός νίκησε τον θάνατο.

Την πίστη που είναι προσωπική σχέση αγάπης, που είναι εμπιστοσύνη, που είναι περιπέτεια συνάντησης ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, με την αντίστοιχη διακινδύνευση που κάθε φορά αυτό συνεπάγεται. Μια πίστη που δεν είναι αποδοχή αρχών και πεποιθήσεων. Δεν είναι ιδεολογία, φοβία ή δεισιδαιμονία αλλά αγώνας να μάθω να αγαπάω και να εμπιστεύομαι, όπως γράφει.

«Λίγη πίστη φέρνει την καρδιά μας στον ουρανό,

Πολλή πίστη φέρνει τον ουρανό στην καρδιά μας», μας θυμίζει

Αυτή η πίστη είναι που βοηθάει τον έσω άνθρωπο (την καρδιά και τον νου) να αποκτήσει ουσιαστική σχέση με τον Θεό.

Μας δείχνει τον δρόμο, για το πως οφείλουμε να προσευχόμαστε, ανεβαίνοντας τα σκαλιά από την ικεσία, στην ευχαριστία με τελικό προορισμό την δοξολογία.

«Στην προσευχή είναι προτιμότερη μια καρδιά χωρίς λόγια, παρά λόγια χωρίς καρδιά» διαβάζουμε στο βιβλίο.

Διαρκώς κηρύττει, ότι μπαίνοντας κάποιος στην εκκλησία προσδοκά να αλλάξει η ποιότητα του εαυτού του, το περιεχόμενο της καρδιάς του και όχι να αποκτήσει καλές συνήθειες.

Δεν μας έφερε ο Θεός σε αυτό τον κόσμο για να γίνουμε τούτο, να κάνουμε το άλλο, να γίνουμε καλοί άνθρωποι ή για να τον φοβόμαστε. Όχι . Σ’ αυτή τη ζωή μας έφερε ο Χριστός για να Τον αγαπήσουμε και να Τον γνωρίσουμε.

Η άσκηση, οι πρακτικές της εκκλησίας μας, οι νηστείες όλα αυτά δεν μπορεί να είναι αυτόνομα κατορθώματα ή τύποι που πρέπει να κρατάμε σαν νεκρό γράμμα. Γιατί ό,τι είναι νεκρό δεν έχει ζωή και αφού δεν έχει ζωή φυσικά δεν μπορεί να ζωοποιήσει, δεν μπορεί να μας αλλάξει.

Ο απόλυτος νόμος, γράφει προκλητικά, είναι η απόλυτη αδικία, σύμφωνα και με το του αποστόλου Παύλου: «Ο Χριστός μας ελευθέρωσε από την κατάρα του νόμου» για να μας οδηγήσει στον δρόμο της αγάπης που είναι υπέρβαση του νόμου, απεραντοσύνη και ευρυχωρία ψυχικής ομορφιάς.

Είναι μια πρόσκληση και μια πρόκληση να αποκτήσουμε θυσιαστική αγάπη, να αλλάξουμε τον τρόπο που σκεφτόμαστε, να γίνουν τα μάτια μας καθαρά, να φωτιστούν και να βλέπουμε και μείς με τα μάτια του Χριστού με τα δικά του κριτήρια.

Αλλού μας τονίζει ότι τα θαύματα, για τα οποία τόσος λόγος γίνεται στις μέρες μας, είναι το αποτύπωμα του Θεού στην ζωή μας. Όπως οι πατημασιές στο χιόνι μας βεβαιώνουν ότι κάποιος άνθρωπος πέρασε από εκεί.

Μας εφιστά όμως την προσοχή ότι το θαύμα «πρέπει να λειτουργεί ως αφορμή για αναζήτηση του Θεού και όχι ως επιβεβαίωση της ύπαρξής Του» πολύ δε περισσότερο, όχι σαν ένα πιστόλι στον κρόταφο, τον δικό μας ή των άλλων γύρω μας που θα οδηγήσει νομοτελειακά στην πίστη.

Ο λόγος του είναι απλός, κατανοητός, την ίδια ώρα βαθύς και ανατόμος σαν δίκοπο μαχαίρι ή σαν πεντακάθαρος καθρέφτης που φανερώνει και την παραμικρή ατέλεια.

Λειτουργεί σαν γνήσιος ποιμένας, όπως ο αληθινός γονιός, που δεν θέλει απλά να ευχαριστήσει τα παιδιά του για να τα γοητεύσει και να αρέσει, αλλά σκοπός του είναι να τα οδηγήσει στον δρόμο της αληθινής ζωής ακόμη και αν χρειαστεί κάποιες φορές να γίνει δυσάρεστος.

Δεν φοβάται να μας πει: «Είμαστε παιδιά της εποχής μας. Ναι σε όλα, μέσα σε τίποτα. Ευθύνη για τίποτα, δικαιώματα σε όλα. Κόπος για τίποτα, απόλαυση των πάντων»

Και αλλού: «οι άνθρωποι παλαιότερα αναρωτιόντουσαν με ποια εξουσία ο Χριστός  συγχωρεί αμαρτίες. Ο σημερινός άνθρωπος αναρωτιέται απλά, για ποιες αμαρτίες μιλάμε;»

Δεν μας λυπάται, δεν μας χαρίζεται, άρα μάλλον μας εμπιστεύεται και ταυτόχρονα εμπιστεύεται και την δύναμη του σπόρου που σπέρνει.  Γιατί ξέρει ότι ο σπόρος δεν είναι ο δικός του σπόρος αλλά είναι ο Λόγος του Θεού.

Μια παρένθεση εδώ, προσωπικά κάποιες φορές θα χρειαζόμουνα και μια κατανόηση ή συγκατάβαση στην ανθρώπινη αδυναμία μου, αλλά κρατώ το βλέμμα που με εμπιστεύεται και με προσκαλεί σε αυτό που μπορώ να γίνω.

Μέσα από κάθε του κήρυγμα ο π. Θεοδόσιος απευθύνει ξανά και ξανά την πρόσκληση του Χριστού στον καθένα από μας, όπως την διαβάζουμε στην αποκάλυψη:

«Να, στέκομαι έξω από την πόρτα και χτυπάω. Σε εκείνον που θα ακούσει τη φωνή μου και θα ανοίξει την πόρτα θα εισέλθω. Δεν πρόκειται να κλοτσήσω την πόρτα για να μπω με το ζόρι. Μπορώ να την σπάσω αλλά δεν θα το κάνω ποτέ. Αν δεν ανοίξεις δεν θα μπω. Αν δεν με δεχτείς, δεν έρχομαι. Αν δεν συμφωνήσεις, δεν πρόκειται ποτέ να συμπορευτούμε».

Το βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα, σίγουρα είναι υπερπολύτιμο βοήθημα για κάθε έναν από εμάς τους ιερείς που επιθυμούμε να απευθύνουμε στον κόσμο έναν λόγο αληθινό, έναν λόγο ουσιαστικό, σύγχρονο, αλλά ταυτόχρονα καθαρά ευαγγελικό. Είναι όμως εξίσου πολύτιμο και για κάθε πιστό που θέλει να ανταποκριθεί στο κάλεσμα του Χριστού, να συμπορευθεί μαζί Του, να γίνει μαθητής και ταυτόχρονα μάρτυρας της αγάπης Του στον κόσμο.

Ευχαριστούμε τον π. Θεοδόσιο για την διάθεση και την αγάπη να μοιραστεί μαζί μας τον κόπο την έμπνευση και το απόσταγμα της εμπειρίας του.

Καλοτάξιδο το βιβλίο του, καλοτάξιδη και η πορεία όλων μας στην συνάντησή μας με τον Χριστό.

Αφήστε μια απάντηση