Τα δόγματα της πίστης δεν είναι πράγματα που μπορούν να πιστοποιηθούν. Είναι πράγματα που πρέπει να τα ατενίζει κανείς από κάποια απόσταση, με προσοχή, σεβασμό και αγάπη. Όπως το χάλκινο φίδι, η δύναμη του οποίου είναι τέτοια, ώστε όποιος το ατενίζει να αντλεί ζωή. Μία τέτοια προσωπική και αγαπητική ενατένιση έχει ως αποτέλεσμα να αναβλύσει στην ψυχή μία πηγή φωτός, που καταυγάζει όλες τις πτυχές της επίγειας ζωής του ανθρώπου. Τα δόγματα χάνουν αυτή τη δύναμη αμέσως, μόλις κάποιος επιχειρήσει να τα πιστοποιήσει.
Προτάσεις όπως «ο Ιησούς Χριστός είναι Θεός» ή «ο καθαγιασμένος άρτος και ο καθαγιασμένος οίνος είναι η σάρκα και το αίμα του Χριστού» όταν εκτεθούν ως γεγονότα, δεν έχουν στην κυριολεξία τους καμία σημασία.
Το κύρος παρόμοιων προτάσεων, διαφέρει ριζικά από την αλήθεια που εμπεριέχεται στην αναφορά ενός γεγονότος ή στη διατύπωση ενός γεωμετρικού θεωρήματος.
Τέτοιο κύρος, για την ακρίβεια, δεν ανήκει στην τάξη της αλήθειας, αλλά σε ακόμη υψηλότερη∙ διότι πρόκειται για ένα κύρος που η νόηση δεν μπορεί να συλλάβει παρά μόνο τα αποτελέσματα, δηλαδή εμμέσως. Και η αλήθεια, με την στενή έννοια, ανήκει στη σφαίρα της νόησης.
Τα θαύματα δεν είναι αποδείξεις της πίστης (φράση που αναθεματίστηκε από κάποια Σύνοδο, δεν γνωρίζω ποια ακριβώς).
Αν τα θαύματα συνιστούν αποδείξεις, αποδεικνύουν υπερβολικά. Διότι όλες οι θρησκείες, συμπεριλαμβανομένων και των πλέον παράδοξων θρησκευτικών ομάδων, έχουν και είχαν πάντα τα θαύματά τους. Γίνεται λόγος για αναστάσεις εκ νεκρών στο Λουκιανό. Στις ινδουιστικές παραδόσεις αφθονούν παρόμοιες ιστορίες, και λέγεται ότι, ακόμη και σήμερα, στην Ινδία τα θαύματα δεν προκαλούν πλέον κανένα ενδιαφέρον, ως κοινότοπα.
Είναι θλιβερό σόφισμα ο ισχυρισμός ότι τα χριστιανικά θαύματα είναι γνήσια και όλα τα άλλα ψευδή, ή ότι μόνο αυτά είναι γνήσια και όλα τα άλλα ψευδή, ή ότι αυτά μόνο είναι έργο του Θεού και όλα τα άλλα έργο του διαβόλου. Διότι πρόκειται για ένα αυθαίρετο ισχυρισμό. Άρα τα θαύματα δεν αποδεικνύουν τίποτα∙ απεναντίας, μάλιστα, αυτά έχουν ανάγκη αποδείξεων, από τη στιγμή που επιδέχονται θύραθεν πιστοποιητικό γνησιότητος.
Το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για τις προφητείες και για τα μαρτύρια.
Όταν ο Χριστός αναφέρεται στα «καλά έργα» του, δεν είναι αναγκαίο αυτά να ερμηνευθούν ως «θαύματα». Μπορούν εξίσου εύστοχα να ερμηνευθούν ως «καλές ενέργειες», «καλές πράξεις».
Η σκέψη του Χριστού, έτσι όπως το καταλαβαίνω εγώ ήταν ότι έπρεπε να αναγνωριστεί ως άγιος επειδή ενεργούσε αδιάκοπα και αποκλειστικά το αγαθό.
Αυτός είπε: «χωρίς τα έργα μου, δεν θα είχαν αμαρτία», μα είπε επίσης, θέτοντας μάλιστα τις δύο φράσεις στο ίδιο επίπεδο: «χωρίς τα λόγια μου, δεν θα είχαν αμαρτία». Ωστόσο, τα λόγια Του δεν ήταν καθόλου θαυματουργά, ήταν απλώς όμορφα.
Η ίδια η έννοια του θαύματος είναι δυτική και σύγχρονη∙ συνδέεται με την επιστημονική κατανόηση του κόσμου προς την οποία όμως είναι ασύμβατη. Σ΄ αυτά που εμείς θεωρούμε θαύματα, οι ινδουιστές βλέπουν τα φυσικά αποτελέσματα εξαιρετικών δυνάμεων που ενυπάρχουν σε λίγα πρόσωπα, ως επί το πλείστον σε αγίους. Συνεπώς, αυτά αποτελούν, μία αλαζονεία αγιότητας.
Στο ευαγγέλιο ο όρος «σημεία» δεν σημαίνει κάτι άλλο. Δεν μπορεί να σημαίνει κάτι άλλο. Διότι ο Χριστός βεβαίωσε: «Πολλοί θα μου πουν: ‘’Δεν κάναμε τόσα σημεία στο όνομά σου;’’. Και τότε θα τους πω εγώ: ‘’φύγετε μακριά μου εσείς που διαπράττετε την αμαρτία…’’». Και: «θα εμφανισθούν ψευδοπροφήτες και ψευδομεσσίες, που θα κάνουν φοβερά σημεία και θαύματα, για να παραπλανήσουν, αν είναι δυνατό, ακόμη και τους εκλεκτούς». Η Αποκάλυψη (13,3-4) φαίνεται να δείχνει, ένα θάνατο και μία ανάσταση του Αντιχρίστου.
Στο Δευτερονόμιο έχει γραφτεί: «Αν έρθει ένας προφήτης και κηρύξει ένα νέο Θεό, θανατώστε τον, ακόμη και αν κάνει θαύματα».
Αν λοιπόν, οι Ιουδαίοι βασάνισαν και σκότωσαν το Χριστό, δεν είναι εξαιτίας των θαυμάτων Του, αλλά εξαιτίας της αγιότητας της ζωής Του και της ομορφιάς των λόγων Του.
Όσο για την ιστορική γνησιότητα των γεγονότων που αποκαλούνται θαύματα, δεν υπάρχουν επαρκείς λόγοι, ούτε για να την επαληθεύσουμε, ούτε για να την απορρίψουμε κατηγορηματικά.
Αν η γνησιότητά τους γίνει αποδεκτή, η φύση παρόμοιων γεγονότων μπορεί να ερμηνευθεί με διαφορετικούς τρόπους.
Ένας από αυτούς τους τρόπους είναι συμβατός με την επιστημονική αντίληψη του κόσμου. Είναι συνεπώς προτιμότερος. Η επιστημονική αντίληψη του κόσμου, αν κατανοηθεί ορθά, δεν πρέπει να διαχωρίζεται από την πραγματική πίστη. Ο Θεός δημιούργησε το σύμπαν σαν ένα ύφασμα καμωμένο από αιτιατά∙ θα ήταν ασέβεια να υποθέσουμε ότι σ΄ αυτό το ύφασμα υπάρχουν τρύπες, ωσάν ο Θεός να μην μπορούσε να πραγματοποιήσει τους στόχους Του χωρίς να υπονομεύσει το ίδιο Του το έργο.
Αν δεχθούμε ότι υπάρχουν τέτοιες τρύπες, καθίσταται σκανδαλώδες το γεγονός ότι ο Θεός δεν επεμβαίνει για να σώσει τους αθώους από την δυστυχία. Μέσα στην ψυχή, η ανοχή απέναντι στη δυστυχία των αθώων μπορεί να πηγάσει μόνο από την θεωρία και την αποδοχή της ανάγκης, δηλαδή της άκαμπτης αλληλουχίας μεταξύ των αιτιατών. Διαφορετικά, είμαστε αναγκασμένοι να καταφεύγουμε σε τεχνάσματα που λύνουν όλα τα προβλήματα μέσα από την άρνηση του ίδιου του γεγονότος της δυστυχίας των αθώων, πράγμα που οδηγεί στη διαστρέβλωση οποιασδήποτε λογικής κατανόησης της ανθρώπινης κατάστασης και του ίδιου του πυρήνα της χριστιανικής αντίληψης των πραγμάτων.
Τα αποκαλούμενα θαυμαστά γεγονότα είναι συμβατά προς την επιστημονική αντίληψη του κόσμου, αν αποδεχθεί κανείς ως αξίωμα ότι μία επαρκώς ανεπτυγμένη επιστήμη θα μπορούσε να τα εξηγήσει.
Αυτό το αξίωμα δεν καταργεί το δεσμό που συνδέει τα γεγονότα με το υπερφυσικό.
Τα γεγονότα μπορεί να είναι συνδεμένα με το υπερφυσικό με τρείς τρόπους:
Κάποια μπορούν να είναι αποτέλεσμα είτε αυτού που παράγεται μέσω της σάρκας, είτε της ενέργειας του δαιμονίου στη ψυχή, είτε της ενέργειας του Θεού. Έτσι, ένας άνθρωπος κλαίει από φυσικό πόνο∙ πλάι του ένας άλλος κλαίει αναλογιζόμενος το Θεό με καθαρή αγάπη. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχουν δάκρυα. Αυτά τα δάκρυα είναι το αποτέλεσμα ενός ψυχοφυσιολογικού μηχανισμού. Μα στη μία από τις δύο περιπτώσεις ένα γρανάζι του μηχανισμού είναι υπερφυσικό: η αγάπη. Μ΄ αυτή την έννοια, παρ΄ ότι τα δάκρυα είναι ένα φαινόμενο καθ΄ όλα φυσιολογικό, τα δάκρυα ενός αγίου που βρίσκεται σε κατάσταση γνήσιας θεωρίας είναι υπερφυσικά.
Αποκλειστικά και μόνο υπ΄ αυτή την έννοια, τα θαύματα ενός αγίου είναι υπερφυσικά. Όπως υπερφυσικά είναι και όλα τα υλικά αποτελέσματα της αγάπης. Μία πράξη ελεημοσύνης που γίνεται από καθαρή αγάπη είναι θαύμα τόσο μεγάλο, όσο το περπάτημα πάνω στο νερό.
Ένας άγιος που περπατά πάνω στο νερό είναι απολύτως ίδιος με έναν άγιο που κλαίει. Και στις δύο περιπτώσεις, υπάρχει ένας ψυχοφυσικός μηχανισμός με ορατά αποτελέσματα, ένα γρανάζι του οποίου είναι η αγάπη- το θαύμα έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι η αγάπη μπορεί να λειτουργεί ως γρανάζι σ΄ ένα τέτοιο μηχανισμό, το ορατό αποτέλεσμα είναι στη μία περίπτωση το περπάτημα στο νερό, στην άλλη τα δάκρυα. Το πρώτο είναι πιο σπάνιο. Και αυτή είναι η μοναδική διαφορά μεταξύ τους.
Υπάρχουν άραγε κάποια γεγονότα που η σάρκα από μόνη της δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να παραγάγει, μα που συντελούνται αποκλειστικά και μόνο χάρη σε μηχανισμούς οι οποίοι διαθέτουν ως γρανάζι ή την υπερφυσική αγάπη ή το διαμονικό μίσο; Το περπάτημα πάνω στο νερό είναι ένα απ΄ αυτά τα γεγονότα;
Πιθανόν. Εμείς γνωρίζουμε τόσο ελάχιστα πράγματα επί του θέματος που μας είναι αδύνατο, τόσο να επιβεβαιώσουμε όσο και να αρνηθούμε την ύπαρξή τους.
Και υπάρχουν τάχα γεγονότα που ούτε η σάρκα ούτε το δαιμονικό μίσος μπορούν να παραγάγουν, και τα οποία μπορούν να προκύψουν μόνο από μηχανισμούς που έχουν ανάμεσα στα γρανάζια τους την αγάπη; Τέτοιου είδους γεγονότα θα λειτουργούσαν ως ασφαλή κριτήρια της αγιότητας.
Σιμόν Βέϊλ
Επιστολή προς έναν Ιερέα
Εκδ. ΕΥΘΥΝΗ- Αναλογιο σελ. 54-59.
Θεματολογικές ετικέτες