Διεθνές Συνέδριο της Βιβλικής Εταιρείας
Αθήνα, 15 και 16 Δεκεμβρίου 2017
Το «Τετραβάγγελο»
π. Θεοδόσιος Μαρτζούχος
Σεβασμιώτατοι πατέρες,
Σεβαστοί καθηγητές κύριε Μιλτιάδη Κωνσταντίνου, κύριε Χαράλαμπε Ατματζίδη και κυρία Αικατερίνη Τσαλαμπούνη,
Αγαπητέ κύριε Μιχάλη Χατζηγιάννη,
Αγαπητοί αδερφοί και φίλοι συμμέτοχοι στο Συνέδριο,
Ευχαριστώ τους διοργανωτές του Συνεδρίου για την τιμητική πρόσκληση, και ευχαριστώ επίσης όλους τους παρόντες, προκαταβολικά, για την υπομονή να ακούσετε γνωστά και χιλιοειπωμένα πράγματα σχετικά με το κοινό καταπίστευμα του Θεού προς όλους εμάς, χριστιανούς και μη, δηλαδή την Αγία Γραφή, το οποίο όμως καταπίστευμα, καθένας από μας το προσλαμβάνει και το διαχειρίζεται με τα δεδομένα που διαθέτει, είτε ανεπιγνώστως, ανάλογα με την παράδοση μέσα στην οποία μεγάλωσε, είτε με “επιστημονική” ενάργεια και αυτεπίγνωση.
Α. Η ανάγνωση του Ευαγγελίου στις αγροτικές συνθήκες
Θα καταθέσω στο κοινό μας τραπέζι αυτού του Συνεδρίου τις παρατηρήσεις και τις σκέψεις, καταστάλαγμα μιας ιερατικής ζωής 38 ετών, με υπόστρωμα σε αυτήν τα βιώματα ενός χωριατόπαιδου μεγαλωμένου μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα όπου «η θρησκεία μάς περιέβαλε τόσο ασφυκτικά», όπως γράφει και ο Μπουνιουέλ (Η τελευταία πνοή, σελ. 43), με την καλή και την κακή έννοια. Όπου καλή εννοείται η δυνατότητα να προσλάβουμε και να γνωρίσουμε υπαρξιακά τον Θεό, αφού ήταν παντού γύρω μας. Στα άπειρα ξωκλήσια. Στις λειτουργίες αυτών των γιορτών που ήταν και εργασιακές διακοπές. Στον προστάτη άγιο. Στα πανηγύρια. Ο Θεός ήταν ζωή, οσμή, αφή, ακόμα και γεύση. Ήταν ένας ένσαρκος Θεός, που Τον αναπαράγαμε και Τον καταναλώναμε αδιάκοπα.
Και κακή, η ανελευθερία που λειτουργούσε ως αυτονόητη απάντηση σε κάθε απορούντα ή αντιλέγοντα, μικρόν ή μεγάλον, προς τους οποίους η απάντηση-οχύρωση των άλλων ήταν το αφασιακό “επιχείρημα”:
– Τι τις θες τις ερωτήσεις; Έτσι τα βρήκαμε, έτσι θα τα αφήσουμε…
Σκέφτηκα πολλές φορές από τότε αναμιμνησκόμενος την απάντηση αυτή: «Άραγε ποιον εμπιστεύτηκαν κάποιοι κάποτε στο απώτερο παρελθόν και δεν… απάντησαν με το ίδιο ανυπόστατο επιχείρημα, αλλά τα άφησαν όλα και ακολούθησαν τα προτεινόμενα; Διακαώς θα επιθυμούσα να είχα θέση επιβάτη σε μια μηχανή του χρόνου που θα μπορούσε να κάνει μια τέτοια αναδρομή, και να συναντήσω αυτούς τους προπαππούδες, που είχαν τον ηρωισμό να ερευνήσουν την πρόταση, να δεχθούν την πίστη και να πουν στον Χριστό: «Ἰδού ἡμεῖς ἀφήκαμεν πάντα καί ἠκολουθήσαμέν Σοι…» όπως είπε ο Πέτρος (Ματθ. 19, 27).
Στον κόσμο αυτόν που περιγράφω, για την Βίβλο δεν υπήρχε καμία θέση στην ζωή των ανθρώπων, και οι άνθρωποι δεν είχαν καμία σχέση μαζί της. Το Ευαγγέλιο “καθόταν” αργό (ναι, καθόταν) σε δύο δημόσιες θέσεις. Στην Αγία Τράπεζα του κεντρικού Ναού και στο… εδώλιο του κατηγορουμένου των δικαστηρίων, προκειμένου να «παλαμίζεται” (και να αναγκάζονται ανακρινόμενοι οι μάρτυρες να πουν την αλήθεια… κατά το γραφικό εκείνο «…πάσης ἀντιλογίας πέρας εἰς βεβαίωσιν ὁ ὅρκος», που ατυχώς και αυτό μόνον για τον Θεό ίσχυσε απολύτως!) προκειμένου να «παλαμίζεται» λοιπόν από όλους όσους θα ανέκριναν οι δικαστές, αναζητώντας την αλήθεια νομικών εκκρεμοτήτων.
Συνδυάστηκαν με αυτό βεβαίως, «όπως ήταν φυσικό», και άπειρες ενοχικές δεισιδαιμονίες. Φόβοι απροόπτων κακών. Αγωνίες… «μή ἅψῃ… μηδέ θίγῃς» (Κολ. 2, 21). Δεν “ακουμπάμε” τίποτε! Το Ευαγγέλιο ήταν δύναμη που δεν έπρεπε… να την ακουμπήσεις. Σου επιβαλλόταν όχι με το περιεχόμενο, αλλά ως… αόρατη δύναμη! Φυσικά βεβαίως άγνοια παχυλή της αμαρτίας του ψεύδους, που μπορεί να γίνει δολοφονικό (το ψέμα) όχι μόνον σωματικά· πράγμα που οδηγούσε κάποιους στην αντίθετη της θρησκοληψίας τοποθέτηση και στάση: Κυνισμός και ψευδομαρτυρία επί χρήμασι και κατ’ επάγγελμα!
Συγχρόνως, μέσα στην ίδια ατμόσφαιρα παγανιστικής άγνοιας… πολλοί, γυναίκες κυρίως, κατά την ανάγνωση της Ευαγγελικής περικοπής στην Θεία Λειτουργία ή σε κάποιο Μυστήριο, έσπευδαν να γονατίσουν κάτω από το ανοιχτό Ευαγγέλιο που κρατούσε ο παπάς, από θρησκοληπτικές προλήψεις και για αποτροπαϊκά οφέλη. Δεν απασχολούσε τι λένε τα αναγιγνωσκόμενα, αλλά η «σωματική μετοχή» σε μια διαδικασία μαγικής (κυριολεκτικά) περιθρίγκωσης, δι’ υποκύψεως και γονυκλισίας.
Εννοείται ότι απαιτούσε μέγεθος θεολογικής σοφίας η συνειδητοποίηση της προσκύνησης του Ευαγγελίου στον όρθρο της Κυριακής. Έμενε και μένει (… σε όσους ελάχιστους παρευρίσκονται) η σύγχυση: Τι προσκυνάμε; Το Ευαγγέλιο ή την Ανάσταση; Αφού ο χριστιανός δεν άκουσε το αναστάσιμο περιεχόμενο της ευαγγελικής περικοπής, πού διαβάστηκε «ἔνδον τοῦ τάφου» (Ἁγία Τράπεζα), πώς να κατανοήσει ότι, χωρίς τον λόγο Ευαγγελίου με τον οποίο θα γνωρίσουμε τον Χριστό και θα φωτίσει ο Λόγος Του την συνείδησή μας, δεν υπάρχει ενδεχόμενο και δικής μας Ανάστασης; Πώς να μπορέσει να τον απασχολήσει «ἡ Ἀνάστασις εἰς ζωήν», πράγμα που δεν υλοποιείται χωρίς τη μετοχή του ίδιου στη ζωή του Χριστού; Και πώς να ξεχωρίσει κάτι τέτοιο από την κοινή ανάσταση (γεγονός που θα πραγματοποιηθεί από τον Χριστό για όλους) και από τον μέγα κίνδυνο να βρεθεί και ο ίδιος «εἰς ἀνάστασιν κρίσεως»;
Σχεδόν κανείς δεν γνώριζε το Ευαγγέλιο ουσιαστικά, πολύ περισσότερο την Βίβλο. Κρατούσαμε γυμνά ονόματα. Λειτουργία γινόταν στα αρχαία ελληνικά, άλλος πικρός καημός… Για ποιον άραγε; Κανείς -σχεδόν απολύτως- δεν καταλάβαινε! Έμενε η μεταβίβαση-παράδοση της πίστεως προφορική! Κάτι τέτοιο δεν είναι απαραίτητα κακό, όταν οι αλληλοδιάδοχες γενιές είναι ίδιων δεδομένων. Όταν όμως η επόμενη γενεά δεν είναι πλέον αγροτική και δεν θεωρεί το χριστιανικό φρόνημα (όποιο και αν ήταν αυτό) σαν μια κληρονομιά, ούτε κατανοεί πια την προφορική… παράδοση-παραλαβή, τότε τα πράγματα ΑΛΛΑΖΟΥΝ… Τότε η απάντηση «έτσι τα βρήκαμε, έτσι θα τα αφήσουμε» γίνεται δαιμονικό όχημα, που μεταφέρει αμφιβολίες ουσιαστικές σχετικά με το αν όλα αυτά αξίζουν και έχουν νόημα…!
Η χριστιανική ζωή στις αγροτικές συνθήκες είχε καθυστερήσει στην περιοχή της φαντασίας και μόνον.
«Τον Νώε, τον Ιωνά, τον Μωυσή, τον Ιακώβ, τον Δαβίδ, τον Σολομώντα και άλλους πολλούς, τους ήξερα από μικρός. Οι περίφημες ιστορίες τους ανάβλυσαν από τους αμπελώνες της Ουαλίας και με γέμισαν ρυθμούς. Το βιβλίο του Ιώβ και τον Εκκλησιαστή τα διάβασα μόνος μου. Τα γεγονότα που αναφέρει η Καινή Διαθήκη είναι, κατά κάποιον τρόπο, αναπόσπαστο μέρος της ζωής μου. Δεν κάθισα όμως να την μελετήσω συστηματικά, ούτε προσπάθησα να αναπαράγω τη γλώσσα της. Στην πραγματικότητα, την γνωρίζω τόσο λίγο, όσο κάθε παιδί που μεγάλωσε σε χριστιανικό περιβάλλον. Ό,τι βιβλικό υπάρχει στα γραπτά μου, προέρχεται από αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων».
Dylan Thomas,
Το χρώμα της λαλιάς, Εκδ. Ερατώ, σελίδα 135
Αυτό που λέει αυτοσαρκαζόμενος ο ποιητής Dylan Thomas (…την Καινή Διαθήκη τη γνωρίζω τόσο λίγο…) ήταν η κυριολεξία των δεδομένων για μας, προ του 1975, γιατί μετά χάθηκε και το… λίγο!
Β. Η ανάγνωση του Ευαγγελίου στα αστικά περιβάλλοντα
Το χριστιανικό περιβάλλον, για το οποίο μιλάει ο Dylan Thomas στο παραπάνω κείμενό του, για τα νεοελληνικά δεδομένα ήταν μια κοινωνία την οποία φαντασιακά την ονομάζουμε, ατυχώς ακόμα: «ο ευσεβής λαός μας». Ένας λαός “ευσεβής”, αλλά γεμάτος προλήψεις, δεισιδαιμονίες και… βλαστήμιες. Η σωματική παρουσία του λαού στους εσπερινούς των πανηγύρεων των Ναών και στις ακολουθίες της Μεγάλης Εβδομάδας αξιολογείται ως συμμετοχή. Μας αρέσουν τα ψέματα και οι αυταπάτες. Τώρα τελευταία έχει αρχίσει και μια εμμονική απολυτότητα απαγγελίας των αναγνωσμάτων από την Παλαιά Διαθήκη στους εσπερινούς, στο πρωτότυπο (εννοείται!!), που θέλει να αγνοεί την αμηχανία και την βαριεστημάρα που διαχέεται στην ακολουθία, όταν τα ακατανόητα προσευχητικά κείμενα δεν ψέλνονται, αλλά απαγγέλλονται. Η ψαλμωδία τουλάχιστον “ελαφραίνει” το άγνωστο των νοημάτων, αντιπροσφέροντας μουσική ανακούφιση για κάποιους.
Πολλά χρόνια πριν απ’ αυτά, και σχεδόν αμέσως μετά την ανακάλυψη της τυπογραφίας, ένας ιερομόναχος, ο Ιωαννίκιος Καρτάνος, προφανέστατα εμφορούμενος από αγωνίες ωφέλειας των αδερφών του και γνώστης της τότε ήδη υπαρχούσης θεολογικής αφασίας των χριστιανών, εκδίδει
«Παλαιά τε καί Νέα Διαθήκη» επεξηγώντας ότι: «Τό παρόν βιβλίον εἶναι ἡ παλαιά τε καί νέα διαθήκη, ἤτοι τό ἄνθος καί ἀναγγαῖον αὐτῆς. Ἔστι δέ πάνυ ὠφέλιμον καί ἀναγγαῖον πρός πᾶσα χριστιανόν», Βενετία 1536. Και όπως επεξηγεί στον πρόλογο: «Δέν τό ἔκαμα διά τούς διδασκάλους, ἀλλά διά τούς ἀμαθεῖς ὡς ἐμέ καί διά νά καταλάβουν πάντες οἱ χειροτέχναι καί ἀμαθεῖς τήν Θείαν Γραφήν, τόσον ναύται ὅσον καί χειροτέχναι καί γυναίκες καί παιδιά καί πᾶσα μικρός ἄνθρωπος, μόνον ὅπου νά ἠξεύρει νά διαβάζει». Το βιβλίο είχε εντυπωσιακή διάδοση. Έκανε πολλές επανεκδόσεις και διορθώσεις. Και απέκρουσε στην πράξη τις κατηγορίες του Παχώμιου Ρουσάνου, ενός στενόκαρδου γλωσσαμύντορα που κατηγορούσε τον Καρτάνο για «μαλλιαράν γλῶσσαν» και ως αιρετικό. Η μορφή της γλώσσας βεβαίως ήταν και η αιτία της αποδοχής και επιτυχίας του βιβλίου! Είναι η ομιλούμενη γλώσσα έστω και με κάποιες ιταλοκερκυραϊκές προσμίξεις. Έχει την ζωντάνια του κατανοητού γλωσσικού ιδιώματος. Δίνει στον αναγνώστη και ακροατή την αμεσότητα πρόσβασης στο νοηματικό περιεχόμενο, είτε είναι βιβλικά κείμενα, είτε είναι απόκρυφες διηγήσεις, τις οποίες ο Καρτάνος παρενέβαλε επεξηγηματικά στο κείμενο. Έχει την “θερμότητα” ζωντανού οργανισμού, όχι την παγωνιά μουσειακού εκθέματος ή ακόμα χειρότερα ιατρικού δείγματος που βρίσκεται “ακέραιο” (!) μέσα στην αηδία της φορμόλης! Έχει κερδίσει το θέμα με τον τρόπο. Είναι ζωντανή πρόταση πρόσληψης, όχι λογιοτατίστικος καυγάς σχολαστικιζουσών αποτιμήσεων. Ακόμη και αυτός ο θαυμαστής και μελετητής του Παχώμιου Ρουσάνου, καθηγητής Ιωάννης Καρμίρης: «… διαπιστώνει τον “μᾶλλον ἐποικοδομητικό” και “ἐκλαϊκευτικό τῆς Ἁγίας Γραφῆς” χαρακτήρα του έργου και επισημαίνει ότι ο Καρτάνος είναι “ὁ πρῶτος γράψας τοιαύτης ἐκτάσεως καί σπουδαιότητος θρησκευτικόν βιβλίον εἰς τήν κοινήν τοῦ λαοῦ γλῶσσαν”, διαβλέπει δε την αγνή πρόθεση του συγγραφέα και δικαιολογεί ή εξηγεί τα λάθη» (Παλαιά τε καί Νέα Διαθήκη, Εκδ. Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη 2000, πρόλογος σελ. 61).
Το βιβλίο έχει πολλές επανεκδόσεις με τελευταία αυτήν του 2000 από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, όχι πλέον βέβαια για τους ίδιους λόγους με το παρελθόν.
Εκατό χρόνια μετά, το 1638, εκδίδει στην Γενεύη ο Μάξιμος Καλλιουπολίτης την Καινή Διαθήκη «τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, δίγλωττο». Ἐν ᾗ ἀντιπροσώπως τό τε θεῖον πρωτότυπον καί ἡ ἀπαραλλάκτως ἐξ ἐκείνου εἰς ἁπλήν διάλεκτον, διά τοῦ μακαρίτου κυρίου Μαξίμου τοῦ Καλλιοπολίτου γενομένη μετάφρασις ἅμα ἐτυπώθησαν».
Στον μακρύ του πρόλογο «Τοῖς ἐντευξομένοις» ο Μαξίμος εκφράζοντας υγιείς αγωνίες και ρεαλιστική γνώση της πραγματικότητος που την περιβάλλει, αιτιολογεί τον λόγο μεταφράσεως και εκδόσεως: «… ἀκούοντας καθ’ ἐκάστην τά κλάματα τῶν νηπίων τέκνων τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ, ὁπού ἐπεινοῦσαν καί ἐζητοῦσαν ἄρτον καί κανείς δέν εἶναι (καθώς λέγει ὁ Προφήτης) ὁπού νά τούς δώσει, καί ἐγνωρίζοντας πώς εἶμαι χρεώστης εἰς ὅλους τούς ἀδελφούς, καί περισσότερον εἰς τούς ἀσθενεῖς καί ἀμαθεῖς, οἱ ὁποῖοι δέν δύνονται νά γρικήσουν τήν Θείαν Γραφήν, οὔτε καθεαυτούς ἀναγινώσκοντες οὔτε ἀκούοντες εἰς τήν ἐκκλησίαν· καί τό κοινόν τῆς Ἐκκλησίας πάγει ὀλίγον κατ’ ὀλίγον φθειρόμενον· ἐπεχειρίστηκα νά μεταγλωτίσσω εἰς τήν κοινήν διάλεκτον τό θεῖον καί ἱερόν Εὐαγγέλιον…» (Πρόλογος σελ. 7).
Όπως προσυπογράφει ο Πατριάρχης Κύριλλος Λούκαρις: «… διά νά διαβάζει ὁ λαός ὁπού εἰς τήν ἑλληνικήν διάλεκτον δέν εἶναι πεπαιδευμένος, νά γρικᾶ τοῦ Κυρίου τά λόγια καί νά ὀφελεῖται, πρᾶγμα ὁπού τινάς ἀπό τούς Ἀνατολικούς δέν ἐγνώρισε»!!
Μέσα σε αυτό το θεολογικό κλίμα και την ατμόσφαιρα, η αγωνία κάποιων ανθρώπων να φτάσει στους χριστιανούς ο λόγος του Θεού, και στην συνέχεια των ιστορικών περιπετειών, τους έκανε να αυτενεργούν εκδίδοντας τα Ευαγγέλια σε μικρά τομίδια, με μέγεθος μισής παλάμης τα περισσότερα, ώστε να είναι εύχρηστα, προς διαφώτισιν των ορθοδόξων.
Συνήθως περιείχαν τα τέσσερα Ευαγγέλια. Ένας πρώτος τύπος έκδοσης ήταν: «Θεῖον καί Ἱερόν Εὐαγγέλιον, ὅμοιον κατά πάντα πρός τό ἀναγινωσκόμενον ἐν ταῖς Ἐκκλησίαις», πού από μόνο τον τίτλο εξέφραζε τις αγωνίες και την προσπάθεια, εκ μέρους του εκδότη, πιστοποίησης του εγχειρήματος με διαπιστευτήρια αποδοχής της έκδοσης. Ήταν ταξινομημένο κατά τα αποσπάσματα «Τῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ ἑβδομάδων». Και εισαγωγικά (ως τίτλος, εισαγωγή συνήθως δεν υπήρχε) προτεινόταν στους αναγνώστες η… Συνανάγνωσις των Ευαγγελίων και των Αποστόλων (!) χωρίς να υποδεικνύεται το πού θα εύρισκαν το αντίστοιχο αποστολικό κείμενο!!
Ένας άλλος, δεύτερος, τύπος ανάλογης εκδόσεως ήταν το «Θεῖον καί Ἱερόν Τετραευαγγέλιον» που ήταν τα τέσσερα Ευαγγελικά κείμενα σε συνεχή παράθεση. Σε κάποιες απ΄ τις δεύτερες αυτές εκδόσεις, συνεκτυπωνόταν μετά τα Ευαγγέλια και το κείμενο της Αποκάλυψης! Ο λόγος είναι περισσότερο από προφανής… ατυχώς ακόμα και σήμερα!
Πολύ γρήγορα και ανεξαρτήτως των αρχικών κινήτρων αυτών των εκδόσεων, η προσπάθεια διεστράφη προς μία κατεύθυνση φετιχιστικής ιεροποιήσεως. Το μέγεθος (συνήθως
8×12 εκ. ή 10×14 εκ. τα πρώτα), μια παλάμη ουσιαστικά, “έσπρωχνε” προς τον επικίνδυνο κατήφορο να καταντήσει η προσπάθεια… ένα φυλαχτό. Μια ασπίδα για κάθε κακό! Η στράτευση επί πλέον στον πόλεμο έφερε στην τσέπη του χιτωνίου πολλών στρατιωτών ένα Τετραβάγγελο. Και η εκ θαύματος ή εκ συμπτώσεως σφαίρα, που, αντί να φονεύσει τον στρατιώτη, σφηνώθηκε ακυρωμένη στις σελίδες του Τετραβάγγελου έγινε ευσεβής διήγηση περί της ισχύος του!
Βέβαια, να είμαστε ειλικρινείς, αυτά δεν συνέβαιναν μόνο σ’ εμάς τους αγνοούντες. Στην ταινία του Μελ Γκίμπσον «Αντιρρησίας Συνειδήσεως», όταν ο ήρωας, που έσωσε μέσα από συνθήκες φρίκης εκατό τραυματίες, τραυματίζεται στο τέλος και αυτός, και χάνει μέσα στη χλαλοή της μάχης την Βίβλο του, (που, σημειωθήτω, πάντοτε κουβαλάει στην τσέπη του χιτωνίου του), παραληρεί σχεδόν, επαναλαμβάνοντας: my Bible… my Bible… πράγμα, που αναγκάζει έναν άλλο στρατιώτη να αναζητήσει το βιβλίο προκειμένου να ησυχάσει ο τραυματίας. Για να είμαστε όμως και πάλι ειλικρινείς, πρέπει επίσης να αναγνωρίσουμε, ότι ο ήρωας του Γκίμπσον διαβάζει την Γραφή που κουβαλάει! Πράγμα που για εκείνον είναι αυτονόητο, αφού είναι στη γλώσσα του, και δεύτερον κάτι τέτοιο είναι η παράδοσή του. Νομίζω χρειάζεται να επισημάνουμε, ότι το σενάριο της ταινίας έχει αφορμή ιστορικό περιστατικό και δεν είναι γέννημα της φαντασίας του σκηνοθέτη.
Ας επιστρέψουμε στα δικά μας.
Στην «δεύτερη γενιά» από τα παραπάνω Τετραβάγγελα, που περιγράψαμε, υπήρχε και εισαγωγικό σημείωμα «Τοῖς Ἐντευξομένοις», στο οποίο παρουσιαζόταν ο λόγος εκδόσεως: «…ὅπως ἐφοδιασθώσι διά τοῦ ἐνθέου τούτου φυλακτηρίου πάντες οἱ εὐσεβείς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί ἄνδρες τε καί γυναίκες, μικροί τε και μεγάλοι, φέροντες τοῦτο μεθ’ ἑαυτῶν πάντοτε καί πανταχοῦ πρός ἀποτροπήν τῶν σατανικῶν ἐνεργειῶν καί φαντασιῶν…»
Το εκπληκτικό είναι ότι ούτε καν μνημονεύεται ως λόγος εκδόσεως η ανάγνωση του Ευαγγελίου! Δεν υπάρχει ούτε ως έκφραση η προτροπή αναγνώσεως. Επισημαίνεται, ως κίνδυνος «καταπλημμυρίσας τήν πολυπαθή πατρίδα ἡμῶν, τά νενοθευμένα (!) Τετραευαγγέλια τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τῶν Ἀθηνῶν ὅσον καί τῆς Ἀγγλικῆς Προτεσταντικῆς Βιβλικῆς Ἐταιρείας», που εκδίδονται «εἰς τήν ἁπλοελληνικήν μαλλιαράν μετάφρασιν, παρά τήν Πατριαρχικήν καί Συνοδικήν Πράξιν του 1638 τήν ἀπαγορεύσασαν τήν ἁπλοποίησιν τοῦ κειμένου τῆς Θείας Γραφῆς».
Αυτά τα κωμικοτραγικά γράφονται (ή επαναλαμβά-νονται; Δεν κατόρθωσα να το διασταυρώσω) μέχρι και το 1933 από τον εκδότη ενός τέτοιου «Θείου καί Ἱεροῦ Τετραευαγγελίου» με το όνομα Αντώνιος Μουστάκας μοναχός. Καταληκτική προτροπή του είναι: «…ἡ ἀποβολή παντός ἄλλου Τετραευαγγελίου… μή περιέχοντος τάς ἁγίας εἰκόνας τοῦ Παντοκράτορος καί τῶν θείων Εὐαγγελιστών… καθόσον ὄζει Προτεσταντισμοῦ καί δέν διασώζει τῆς Ὀρθοδοξίας τά σήμαντρα»! Δεν μας λέει βέβαια τίποτε αυτός ο μακάριος μοναχός για το πώς «Τά τέσσερα Θεῖα καί Ἱερά Εὐαγγέλια», που είναι «οἱ τέσσαρες ποταμοί οἱ ἐκ τῆς Ἐδέμ», θα ποτίσουν της Εκκλησίας το πρόσωπο, με αυτόν τον «μαγικό» τρόπο που προτείνει!
Ένα χρόνο πριν ξεσπάσει η τραγική και αστεία ιστορία των Ευαγγελικών, η τότε Βασίλισσα Όλγα, το έτος 1900, εξέδωσε ένα ανάλογο Τετραευαγγέλιον.
Κείμενον καί Μετάφρασις
τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου
πρός ἀποκλειστικήν οἰκογενειακήν
τοῦ Ἐλληνικοῦ λαοῦ χρῆσιν
μερίμνη
τῆς Α.Μ. τῆς Βασιλίσσης τῶν Ἐλλήνων
ΟΛΓΑΣ
ΕΚΔΙΔΟΜΕΝΑ
Ἐν Ἀθήναις
Τύποις Π. Δ. ΣΑΚΕΛΛΑΡΙΟΥ
1900
Στην εισαγωγική της σύσταση για το βιβλίο, απευθύνεται: «Τοῖς ἀναγνώσταις τοῦ Ἱεροῦ τούτου Εὐαγγελίου» πράγμα ενδεικτικό του λόγου έκδοσης. Και συνεχίζει επεξηγώντας, ότι εκδίδονται τα Ευαγγέλια με παράλληλη μετάφραση: «…χάριν τῶν ἁπλουστέρων καί μή ἱκανῶν νά καταλαμβάνωσιν ἀμέσως καί ἀπ’ εὐθείας τό Ἱερόν Εὐαγγέλιον». Διαφοροποιείται πάντως α) από την μετάφραση του Ιγνατίου Μοσχάκη, που είναι μόνον τα κατά Κυριακήν αναγιγνωσκόμενα τμήματα· και β) από την παράφρασιν την φιλοπονηθείσαν (εγκρίσει του Οικουμενικού Πατριαρχείου, 17 Μαρτίου 1900) υπό του Συλλόγου Ἀνάπλασις «… ἐπειδή ἐγένετο ἐν γλώσσῃ οὐχί καθαρῶς λαϊκῇ».
Επεξηγώντας όμως τους λόγους της εκδόσεως αυτή γράφει ότι: «Προσετέθη μετάφρασις νεοελληνική ἐν καθαρῶς λαϊκῇ γλώσσῃ, ἵνα τῇ βοηθείᾳ τῆς μεταφράσεως ταύτης καί ὁ ἁπλούστερος ἐκ τοῦ λαοῦ κατορθώσει βαθμηδόν και κατ’ ὀλίγον νά ἐννοεῖ αὐτό τό πρωτότυπον Εὐαγγέλιον».
Τι να σχολιάσει κανείς; Και μέσα στην ειλικρινή προσπάθεια λάθη ουσιαστικά ανατρεπτικά του κόπου! Τα λόγια έχουν καθαυτά αξία και διαφέρουν από τα νοήματα; Η μετάφραση δηλαδή είναι υποβάθμιση; Και αυτό μόνο προκειμένου για τα Ελληνικά; Αυτοί που διαβάζουν σε άλλες γλώσσες δηλαδή έχουν κάτι λιγότερο; Γιατί ο νεοέλληνας πρέπει να κατορθώσει «βαθμηδόν και κατ’ ὀλίγον νά ἐννοεῖ αὐτό τό πρωτότυπον»; Υπάρχει στην αρχαία έκφραση κάποια ιερότητα; Μια τέτοια αντίληψη, αν υφίσταται, πόσο διαφέρει απ’ τις αντιλήψεις του προηγηθέντος μοναχού Αντωνίου Μουστάκα περί ενθέου φυλακτηρίου ή ακόμα χειρότερα από τις αντιλήψεις του Ιαμβλίχου ότι: «Η γλώσσα των ιερών εθνών είναι εύλογα προτιμότερη από τις διαλέκτους των άλλων ανθρώπων. Δεν διασώζεται ολόκληρο το νόημα όταν μεταφράζονται τα ονόματα, αλλά υπάρχουν κάποια ιδιώματα σε κάθε έθνος που είναι αδύνατον να σημανθούν σε άλλη γλώσσα. Και, παρόλο που μπορεί να τα μεταφράζεις, δεν έχουν πλέον την ίδια δύναμη όταν μεταφράζονται» (Περί των Αιγυπτίων Μυστηρίων, σ. 455, εκδ. Ζήτρος).
Η Βασίλισσα Όλγα, πάντως τοποθετείται σωστά, όταν γράφει ότι το Ευαγγέλιο «εἶναι ἀνάγκη νά καταστεῖ καί παρ’ ἡμῖν ὁ ἐπιούσιος πνευματικός ἄρτος πάσης ψυχῆς». Έχουν, όπως είδαμε, προηγηθεί οι μεταφράσεις (δεν εννοώ του Νεοφύτου Βάμβα) του Ιγνατίου Μοσχάκη και της Ιουλίας Σωμάκη-Καρόλου, που τις μνημονεύει η Βασίλισσα, καθώς και η… αιτία των Ευαγγελικών, μετάφραση του Αλέξανδρου Πάλλη! Η Βασίλισσα είχε δει τις αντιδράσεις των αρχαϊστών (έστω κι αν ακόμα δεν φανταζόταν τα Ευαγγελικά, που θα ακολουθούσαν σε ένα χρόνο) και προκειμένου να γίνει αποδεκτή η προσπάθειά της μνημονεύει, ως τα αυτά φρονούντα, τον εν αγίοις Ιερομάρτυρα Γρηγόριο τον Ε΄, ο οποίος «εἰργάσθη… εἰς ἔκδοσιν λαϊκήν τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου». Και διαβεβαιώνει η Βασίλισσα: «Οὕτω φρονούντες καί ἡμεῖς καί συνεχίζοντες τό ἀείμνηστον τοῦ πατριάρχου ἐκείνου ἔργον… εὐχόμεθα ἐξ ὅλης ψυχῆς νά ἴδωμεν εἰς χείρας παντός Ἕλληνος και πάσης Ἑλληνίδος τό Εὐαγγέλιον».
Γ. Το Εκκλησιατικό «σήμερα» και η πρόταση.
Την ανάγκη αυτή προσπάθησαν να καλύψουν στα αστικά περιβάλλοντα οι θρησκευτικές οργανώσεις. Καλοπροαίρετα και βλέποντας την χαοτική άγνοια του θελήματος του Θεού στους χριστιανούς, τους τύποις μεν βαπτισμένους, όχι όμως και συνειδητοποιημένους πιστούς, ανέλαβαν να τους διδάξουν το Ευαγγέλιο. Δημιούργησαν μια προσπάθεια, που ονομάστηκε «Φιλικοί Κύκλοι Αγίας Γραφής», στους οποίους κάποιος αναλάμβανε να παρουσιάζει θέματα του Ευαγγελίου κατά βάσιν (αλλά και από τα περιοδικά τους) και να καθοδηγεί τους ακροατές, σύμφωνα με τις έντυπες οδηγίες που ελάμβανε από την Οργάνωση, “σπρώχνοντας” την διαβούλευση σε ένα ερμηνευτικό συμπέρασμα, ηθικιστικού κυρίως περιεχομένου. Ατυχώς, αυτές οι Οργανώσεις είχαν ένα κυριολεκτικά κληρονομημένο εγγενές καρκίνωμα: τη γοητεία που ασκούσε και πάνω τους η επικρατούσα άποψη για τα πεφωτισμένα έθνη, εκ των οποίων «πεφωτισμένων εθνών» αυτοί (οι των οργανώσεων) έλαβαν και τα θεολογικά φώτα. Έτσι διαβρώθηκαν από την ευρωπαϊκή θεολογία με την θεμελιακά λανθασμένη άποψη, της κατά γράμμα θεοπνευστίας του Βιβλικού κειμένου, και περιέπεσαν κατ’ επέκτασιν στο χαοτικό μαγγανοπήγαδο της υποκειμενικής ερμηνείας. Νόμισαν ότι η αποδοχή της κατά γράμμα θεοπνευστίας θα προσθέσει αδιαμφισβήτητο κύρος στο κείμενο και, ως εκ τούτου, θα επιβάλει την αναντίρρητη αποδοχή του. Έτσι ο λόγος του Θεού, από Πρόσωπο και διδασκαλία και τρόπος ζωής, έγινε γράμμα κενό εκτεθειμένο στην διάθεση του αναγνώστη. Ήθελαν να ξεχνούν ότι το «τάδε λέγει Κύριος…» έχει σχέση περισσότερο με τον προφέροντα τους λόγους Προφήτη και με την οδηγητική του στάση και λιγότερο με την ατομική ερμηνευτική.
Για χίλια πεντακόσια και πλέον χρόνια, οι χριστιανοί είχαν πρόσβαση στα Ευαγγελικά κείμενα μόνον δι’ ακροάσεως στις ακολουθίες. Ελάχιστοι άνθρωποι είχαν την δυνατότητα άμεσης πρόσβασης στα κείμενα. Αυτονόητα κάτι τέτοιο εισήγαγε το θέμα του ερμηνεύοντος το κείμενο! Ποιος διδάσκει αυθεντικά; Για την Ορθόδοξη διδασκαλία η αποδοχή των «διαβεβηκότων ἐν θεωρίᾳ» αγίων Πατέρων τους καθιστούσε αναντίρρητους ερμηνευτές. Η θεολογία των Ορθοδόξων διδάσκει σαφώς για τον δοτῆρα Χριστό, που αποκαλύπτει την πραγματικότητα της Βασιλείας του Θεού, και την δωρεά της μετοχής σε αυτήν την Βασιλεία (και στην Παλαιά και στην Καινή Διαθήκη) σε όσους γίνονται δέκτες και φύλακες και μεταδότες αυτής της Θείας Αποκάλυψης, αφού έφτασαν σε γνώση του Θεού, πράγμα που τους έκανε διδασκάλους των χριστιανών.
Ισχύουν τα του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά:
«Αυτός που έκανε τον Χριστό ένοικο της ψυχής του με την τήρηση των θεϊκών εντολών, δεν θα έχει ανάγκη την μάθηση των Γραφών, αλλά και χωρίς την βοήθεια αυτής (της Γραφής) τις ξέρει (τις εντολές) επακριβώς όλες και γίνεται ασφαλής διδάσκαλος αυτών που πορεύονται μέσω της μαθήσεως εκ της Γραφής, τόσο καλός δάσκαλος όσο ο Ιωάννης ο Βαπτιστής και ο Αντώνιος».
Σήμερα απέχουμε ατυχώς πολύ από κάτι τέτοιο, αλλά και από την απόκτηση στοιχειώδους σχέσης με τα Ευαγγελικά κείμενα.
Σήμερα δεν τίθεται θέμα για το ποιος τα ερμηνεύει.
Σήμερα είναι αγνοούμενο το πρόσωπο του Χριστού. Έχει πια χαθεί κάθε αντίληψη ιερότητας του Ευαγγελικού κειμένου, και το θέμα δεν είναι η αντιπαλότητα στις αντιλήψεις περί θεοπνευστίας ή επιστασίας! Δεν συζητάμε για την επάρκεια ή την σαφήνεια! Δεν βασανίζει τους ανθρώπους προβληματισμός διαφορετικής ερμηνείας. Είμαστε στην διλημματική τραγική απορία αποδοχής ή μη του προσώπου του Χριστού.
Με οξυδέρκεια ο ομότιμος πάπας Βενέδικτος στις 30.6.1989 σε μια επισκοπική σύναξη επισημαίνει τρεις μείζονες δυσκολίες του ανθρώπου στο να εγκολπωθούν το Ευαγγέλιο και να προσχωρήσουν στην χριστιανική πίστη: α) Την διδασκαλία της Δημιουργίας (ο Θεός δημιουργός του κόσμου και του ανθρώπου)· β) Το πρόσωπο του Χριστού ως Θεού και Βασιλιά του κόσμου· γ) Την Βασιλεία του Θεού και την αιώνια ζωή.
(Γιούργκεν Χάμπερμας-Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ΄,
Η διαλεκτική της εκκοσμίκευσης, Εκδ. ΕΣΤΙΑ.
Από το επίμετρο του Σταύρου Ζουμπουλάκη,
σελ. 83, 84, 85)
Θέματα καίρια που στην καλύτερη περίπτωση βουλιάζουν σε μια αξιολόγηση υποκειμενικής χρησιμότητας και δεν γίνονται αποδεκτά ως καθολική αλήθεια. Όμως αυτά τα τρία “άπορα” είναι κενά υπαρξιακά και όχι θεολογικοί σχολαστικισμοί.
Οι θεολογικές αντιγνωμίες αφήνουν παγερά αδιάφορους τους σημερινούς ανθρώπους και οι χριστιανοί (όποιου δόγματος) έχουν να αποδείξουν με την ζωή τους (όπως πάντα βεβαίως) την… θεοπνευστία του κειμένου. Ατυχώς όμως εμείς χρησιμοποιούμε έννοιες του παρελθόντος και θέλουμε να συζητήσουμε με το σήμερα! Οι άνθρωποι από την άλλη περιμένουν διαφορετικά πράγματα τώρα. Δεν γίνεται να θέλουμε να αγκαλιάσουμε το σήμερα ντυμένοι με την μεσαιωνική μας πανοπλία. Θα γεμίσουμε παγωνιά τον αγαπημένο που “αγκαλιάζουμε” και θα τον συντρίψουμε με την “σιδερένια” μας επένδυση.
Είναι οδύνη να υπάρχουν, ακόμη και σήμερα, σοβαροί και με καλές προθέσεις άνθρωποι που να μην αντιλαμβάνονται ότι ζημιώνεται η πίστη, όταν επιμένουμε σε μια παρουσίασή της με τη μορφή της μεσαιωνικής της φόρμας: Στα αρχαία ελληνικά. Είναι οδύνη να διαβάζει κανείς μόλις προχθές, στις 2 Δεκεμβρίου 2017, «για την μεγάλη αγάπη και εκτίμηση που έτρεφε ο θεοφώτιστος γέροντας (δηλαδή; Κάθε του λόγος… εντολή Κυρίου!!) για την αρχαία ελληνική γλώσσα και δη για την αρχαιόμορφη Εκκλησιαστική γλώσσα (sic). Βλέπει κανείς και την ιερή αγωνία που είχε ο άγιός μας για την διατήρησή της. Λυπόταν όταν έβλεπε τα ελληνόπουλα να μην είναι σε θέση να κατανοούν επαρκώς το ευαγγέλιο. Πίστευε ακράδαντα στην αγιαστική δύναμη και λειτουργία της» (Φώτης Σχοινάς, «Ο άγιος Πορφύριος και η αρχαία ελληνική γλώσσα», στην ιστοσελίδα Antifono 2.12.2017).
Η ανάγνωση της Βίβλου στην δική μας παράδοση μπλοκαρίστηκε σε πολλά γρανάζια. Εθνικές ιδεοληψίες. Πολιτικές ντιρεκτίβες παλαιότερα. Συλλογικό ασυνείδητο που παρακάμπτει την σκέψη ακόμη και σήμερα.
Το Τετραβάγγελο ξεκίνησε ως αγωνία και κατέληξε σε θρησκοληψία. Όλοι μας φυσικά είμαστε αποκυήματα της εποχής μας. Όσα περιγράψαμε εδώ είναι ήδη απώτερο πεθαμένο παρελθόν. Δεν έχει πλέον σημασία για μας σήμερα ένας ιστορικισμός μιας θεολογικής αποτυχίας. Έχει σημασία ότι το Τετραβάγγελο είναι η ελπίδα για κάθε “σήμερα”. Το δικό μας και τα μελλοντικά.
Πάντοτε θα βασανιζόμαστε από το ερώτημα, κατά πόσον μια αυτονομημένη πρόσληψη του ευαγγελικού μηνύματος είναι ελεύθερη από στοιχεία υποκειμενισμού. Και πάντοτε θα απορούμε για το πώς αλλιώς μπορεί να προσλάβει κάποιος τον Χριστό στη ζωή του, αν όχι προσωπικά; Η εμπειρία της προσπάθειάς μας στην Πρέβεζα μας δίδαξε ότι αν δεν του μιλήσει του ανθρώπου ο λόγος του Χριστού καλώντας τον από το όποιο «τελωνείο» του, δεν πρόκειται αυτός να μαζευτεί (κατά το λαϊκώς λεγόμενο) στην Εκκλησία. Πρέπει να Τον ακολουθήσουμε «ὅπου ἄν ἀπέρχεται» για να “δούμε”, ότι ο Χριστός “μένει” στην Εκκλησία! Η Εκκλησία πρέπει να μιλάει σε μια πραγματική απέριττη γλώσσα για τον Θεό. Για τον Θεό που εμείς οι άνθρωποι Τον έχουμε ήδη εγκαταλείψει.
Στην τηλεοπτική σειρά Broken, που είναι περιγραφή μιας ιερατικής ζωής, και στην αρχή του πρώτου επεισοδίου, ο παπάς, τον οποίο υποδύεται ο Sean Bean (Σον Μπιν), κάνοντας κατήχηση στα παιδιά για το μυστήριο της Ευχαριστίας, λέει:
«Και είναι τώρα που ο Θεός αλλάζει το ψωμί στο Σώμα του Χριστού και το κρασί στο Αίμα Του. Σε αυτό το σημείο ακούμε ένα καμπανάκι να χτυπά. Αυτό είναι κάτι που προέρχεται από τα παλιά, όπου όλα ήταν στα λατινικά και κανείς δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε. Οπότε, το καμπανάκι ειδοποιούσε, πως αυτό που ακολουθεί είναι σημαντικό».
Σ’ αυτή την πραγματικότητα βρισκόμαστε. Πρέπει επειγόντως να καταλάβουμε «πως αυτό που ακολουθεί είναι σημαντικό»! Έχουν χτυπήσει πολλά (άλλου νοήματος και προελεύσεως) καμπανάκια. Τα συνηθίσαμε και ατυχώς έχασαν την σημασία τους. Δεν πρέπει να τα αφήσουμε να γίνουν απλώς καμπανάκια του Παυλώφ…!
Ο μακαρίτης ο Γέροντάς μας είχε μεταφράσει το Κατά Ιωάννην και το Κατά Ματθαίον. Εμείς μεταφράσαμε τα άλλα δύο. Πιστεύουμε ότι «ἄν καταφάγωμεν την κεφαλίδα ταύτην… ὡς μέλι γλυκάζον γενήσεται ἐν τῷ στόματι ἡμῶν» (Ιεζ. 3. 1 & 3).
Η επόμενη σκέψη μας είναι να εκδόσουμε ένα Τετραβάγγελο “σημερινό” από πλευράς μορφής της γλώσσας (όχι απλά δημοτική) που θα προσπαθεί δηλαδή να πει στους σημερινούς ανθρώπους:
«Δέξου μόνον αὐτό, ὅτι εἶσαι εὐπρόσδεκτος».
Σας ευχαριστώ.
Θεματολογικές ετικέτες