Όταν η Εκκλησία και οι παπάδες δεν φοβόντουσαν τον ίσκιο τους και έβλεπαν τις ανάγκες που πίεζαν για συνειδητότερη σχέση με την Λατρεία, τότε πρότειναν αναμορφώσεις… Βέβαια και τότε η κατηγορία για αίρεση «έδινε και έπαιρνε». Διαχρονικό όπλο των ζηλωτών της “ἠσβολωμένης”… πίστεως! Τώρα όλα αυτά απαγορεύονται! Άλλωστε τελείωση η… Τουρκοκρατία!! Το κείμενο του Γ. Βερίτη: Το αναμορφωτικό κίνημα των Κολλυβάδων, από το βιβλίο «Γ. Βερίτη, Άπαντα», (τ. ΙΙ, Πεζά, εκδ. “Η ΔΑΜΑΣΚΟΣ”, 1958, σελ. 76-80), είναι ουσιαστικές σκέψεις και θεωρήσαμε χρήσιμο να τις παρουσιάσουμε μια και το συγκεκριμένο βιβλίο έχει από χρόνια εξαντληθεί. Απολαύστε ένα κείμενο που «θα γεμίσει τα πνευμόνια σας αέρα ελευθερίας».
Το αναμορφωτικό κίνημα των Κολλυβάδων άρχισε στο Άγιον Όρος. Η αρχή του θα μπορούσε ίσως να ξαφνιάσει κανένα, ή να τον απατήσει με την εντύπωση πως επρόκειτο για μια κίνηση ξέβαθη, γενομένη απ’ ανθρώπους με στενές αντιλήψεις. Μα είπαμε, αυτό θα ήταν μια απάτη. Η συνέχεια αποκαλύπτει απροσδόκητες σκηνές και το ψάξιμο φέρνει στο φως λαμπρές σελίδες και μεγάλες μορφές.
Αληθινά από μια αφορμή, που θα την χαρακτήριζε ίσως σήμερα κανείς στενοκέφαλη και σχολαστική, ξέσπασε ένας καυγάς δυνατός και μακροχρόνιος, που με το ξετύλιγμά του δόθηκε ευκαιρία στους Κολλυβάδες ν’ αναπτύξουν όλο τους το σύστημα κι’ όλη τους τη διδασκαλία. Μια διδασκαλία, που με το πνεύμα της εμμονής στην αρχαία παράδοση είχε συνδυάσει θαυμάσια και το πνεύμα της καινοτομίας. Και της καινοτομίας αυτής επιδίωξη ήταν ίσα-ίσα το σπάσιμο του κλοιού που πλέξανε οι μεταγενέστερες παραδόσεις, και το ξαναγύρισμα στην αγνότητα της ζωής και στους σεβάσμιους θεσμούς της αρχαίας εκκλησίας.
Σ’ αυτήν απάνω τη γραμμή βαδίζοντας οι Κολλυβάδες ανέλαβαν μεγάλον αγώνα και μιαν υπέροχη προσπάθεια για τη ζωντανή και συνειδητή συμμετοχή του λαού στη λατρεία, και μάλιστα στην εξαιρετικώτερη λατρευτική εκδήλωση του χριστιανού, τη Θεία Ευχαριστία, που η παρανόηση του βασικού της σκοπού και η παραμέλησή της, παίρνει απ’ τη χριστιανική ζωή το χρώμα και την ζωντάνια και την καταντά μια ξέψυχη κι ετοιμόσβηστη σκιά.
* * *
Αρχηγοί στην προσπάθεια τούτη, καθώς είπαμε, ήταν ο Μακάριος, ο Αθανάσιος κι ο Νικόδημος. Η προσπάθεια είχε συνδεθεί με δύσκολο αγώνα. Ο Αθανάσιος μάλιστα καταδικάσθηκε αναπολόγητος απ’ το Πατριαρχείο μαζί με άλλους, και με την κατηγορία κυρίως, ότι δεν ήθελε να υποταχθεί στην προϊσταμένη του εκκλησιαστική αρχή. Ωστόσο η κατηγορία ήταν άδικη. Κι όταν αργότερα ο Αθανάσιος πήγε στην Κωνσταντινούπολη κι ανέπτυξε τις απόψεις του προσωπικά στον Πατριάρχη Γαβριήλ, η καταδίκη ακυρώθηκε (1781)1. Ο Αθανάσιος όμως δεν ξαναγύρισε στον Άθωνα. Τράβηξε για τη Χίο, όπου τον ζήτησαν Σχολάρχη. Κι έμεινε εκεί διευθυντής της περίφημης τότε Σχολής της Χίου είκοσι ολόκληρα χρόνια, διδάσκοντας φιλοσοφικά και θεολογικά μαθήματα. Πρωτύτερα είχε διευθύνει δώδεκα χρόνια τη Σχολή της Θεσσαλονίκης. Του πρότειναν να γίνει Μητροπολίτης, μα αρνήθηκε. Προτίμησε ν’ αποσυρθεί μοναχός του στο γράψιμο, που θάταν όργανο πνευματικής αναγεννήσεως του λαού του. Κι έγραψεν ως την τελευταία στιγμή της ζωής του, έχοντας και την πολύτιμη συντροφιά του αγαπημένου του συναγωνιστή Μακαρίου, που μόναζε τότε κι αυτός εκεί, εξακολουθώντας τους πνευματικούς του αγώνες. Πέθανε ο Αθανάσιος στα 1813 στη Μονή του Αγίου Γεωργίου της Χίου2.
Του Μακαρίου βιογραφία άφησε ο συνεργάτης του κι ομόψυχός του Αθανάσιος ο Πάριος3 . Όπως είπαμε και παραπάνω, ο Μακάριος ήταν Μητροπολίτης Κορίνθου. Κρατούσε απ’ τη μεγάλη γενιά των Νοταράδων, γενιά που χάρισε στην Εκκλησία αγίους, στην Επιστήμη σοφούς και στο Έθνος ήρωες. Η βαθειά μελέτη της Γραφής και των μεγάλων πατέρων τον βοηθούσε να μπει στην ουσία του Χριστιανισμού. Κι η θέλησή του ήταν να βοηθήσει και το λαό να κάμει τη διάκριση ανάμεσα στους τύπους και την ουσία, και να τον κάμει να προτιμήσει τη δεύτερη και να προσπαθήσει να την ζήσει.
Πρόθυμο συναγωνιστή βρήκε στην ευγενικιά αυτή προσπάθεια και τον Νικόδημο από τη Νάξο, που η φοίτησή του στα σχολεία της πατρίδος του και της Σμύρνης, μα προ πάντων οι βαθειές του μελέτες και τα αξιόλογα διανοητικά του χαρίσματα καθώς κι ο αληθινά χριστιανικός χαρακτήρας του, τον ανέδειξαν έναν από τους πιο σοφούς και δυνατούς χριστιανούς εργάτες του καιρού του. Όπως λέει κι ο Γάλλος συγγραφέας Louis Petit, «ο Νικόδημος, σαν συγγραφεύς βιβλίων που αναφέρονται στο κανονικό δίκαιο, στη λειτουργική, στη βιογραφία των αγίων και στην ασκητική ζωή, καθώς επίσης και σαν εκδότης, είναι ένας από τους πιο γόνιμους συγγραφείς και ασφαλώς ο εργατικώτερος απ’ τους μοναχούς για τους όποιους μπορεί να παινευθεί η ελληνική Εκκλησία εδώ και πολλούς αιώνες»4.
Στα 1777 ο Μακάριος είχε τυπώσει στη Βενετία χωρίς όνομα ένα βιβλίον με τον τίτλο «Ἐγχειρίδιον ἀνωνύμου τινός ἀποδεικτικόν περί τοῦ ὅτι χρεωστοῦσιν οἱ χριστιανοί συχνότερον νά μεταλαμβάνωσι τά θεῖα μυστήρια». Το βιβλίον υποστηρίζει τη θέση του με πολυάριθμα χωρία της αγίας Γραφής, αποφάσεις των συνόδων και λόγια των πατέρων, κι αντικρούει αναλυτικά όλες τις αντιρρήσεις. Έξι χρόνια αργότερα ο Νικόδημος πήρε κι επεξεργάσθηκε το ίδιο βιβλίο. Επρόσθεσε καινούργια κεφάλαια, έθεσε απάνω την σφραγίδα του δικού του ύφους, και το παρουσίασε σε νέα έκδοση, πάλι χωρίς όνομα, και με τίτλο: «Περί τῆς συνεχοῦς μεταλήψεως τῶν ἀχράντων τοῦ Χριστοῦ μυστηρίων»5. Σε μια εποχή που οι επιγενέστερες συνήθειες κι η θρησκευτική άγνοια είχαν φθάσει να ξεθωριάσουν στη συνείδηση του λαού (και όχι μονάχα του λαού!) το βαθύτερο αληθινό νόημα του μυστηρίου, φαντάζεται κανείς τι θόρυβο και ποια ταραχή προκάλεσε το σοφό αυτό και ρηξικέλευθο βιβλίο, που δηλώνει απ’ την αρχή καθαρά, πως ο σκοπός του είναι «να ανακαλέση την χαριτωμένην συνήθειαν των παλαιών χριστιανών» και που, μολονότι γραμμένο από ανθρώπους ασκητές, είχε την τόλμη να κηρύξει ότι: «Οὔτε οἱ ἐρημῖται κυβερνῶσι τήν Ἐκκλησίαν, οὔτε ἡ Ἐκκλησία διά τούς ἐρημίτας ἔκαμε τούς κανόνας!», και να προσθέσει: «Ἄς μή ἀπατώμεθα ἀπό τῶν δεισιδαιμονιῶν καί προλήψεων, αἱ ὁποῖαι ἐπεκράτησαν»6 . Πρώτοι σηκώθηκαν στο πόδι οι «ζηλωταί» αγιορείτες -είχαν άλλωστε ανάψει και με το ζήτημα των μνημοσύνων. Διαμαρτυρίες και βρισιές ακούγονταν συνεχώς, και το βιβλίο, με τη νέα του μορφή, στάλθηκε στο Πατριαρχείο απ’ τη σύναξη του Αγίου Όρους, για να κριθεί. Και το βιβλίο κατεκρίθη απ’ τον Πατριάρχη Προκόπιο, για ν’ αθωωθεί όμως αργότερα και να αναγνωρισθεί ορθόδοξο απ’ τον Νεόφυτο τον Ζ’7.
Χωρίς να λαμβάνουν υπ’ όψει τους τις συκοφαντίες των αντιπάλων, που τους κατηγορούσαν κοντά στ’ άλλα και για… αιρετικούς!, οι δυο συνεργάτες εξακολουθούν ακούραστα τη δράση τους για τη διαφώτιση του λαού και την αναβίωση του αρχαίου χριστιανικού πνεύματος. Στα 1784 ο Μακάριος φεύγει πάλι απ’ την έδρα του την Κόρινθο, και ξαναπηγαίνει στο Όρος, για νέα συνεργασία με τον Νικόδημο. Προετοιμάζουν την έκδοση των απάντων του Συμεών του νέου θεολόγου και άλλων βιβλίων. Τον ίδιο καιρό ο άλλος συναγωνιστής, ο Αθανάσιος ο Πάριος, διευθυντής αυτή την εποχή της σχολής της Θεσσαλονίκης, καλεί τον Νικόδημο και συνεργάζονται για την έκδοση των έργων του Γρηγορίου του Παλαμά.
Του Νικοδήμου όμως η εργασία δεν εξαντλείται στο σημείον αυτό. Θέλοντας να διαφωτίσει τον ελληνικό λαό, τυπώνει ερμηνείες διαφόρων βιβλίων της Αγίας Γραφής, μεταφράζει διαλεχτά κομμάτια μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, ασχολείται με την ιστορική ανακάθαρση των βίων των άγιων της Εκκλησίας, που τους προβάλλει υστέρα, έτσι καθαρούς και ζωντανεμένους, στο Γένος. Μέλημά του είναι και το κέντρο της χριστιανικής ζωής μέσα στην Εκκλησία, και η αδελφωμένη μαζί του, «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ» λατρεία και προσκύνηση του Θεού. Γι’ αυτό ένα μεγάλο μέρος των βιβλίων του στρέφεται γύρω από το κεντρικό αυτό σημείο. Όλα αυτά τα βιβλία διαβάστηκαν πολύ απ’ το λαό μας και μπορούμε να πούμε πως η επίδραση του Νικοδήμου ήτανε εξαιρετική και η επιτυχία του σαν συγγραφέως αληθινά ζηλευτή8.
Ενδιαφέρον για το πνευματικό ζωντάνεμα στην λειτουργική κίνηση είχε δείξει παράλληλα και ο Αθανάσιος ο Πάριος. Έτσι τον βλέπομε, προκειμένου να εξακριβώσει ποια είναι η αρχαία λειτουργική πράξη, να υποβάλλεται σε μεγάλες φροντίδες, για να ρωτήσει σοφούς δασκάλους, και να ερευνά τις βιβλιοθήκες της Θεσσαλονίκης και του Άθωνα9.
Αξιοσημείωτη και όμοια αξιέπαινη καινοτομία των Κολλυβάδων, που θυμίζει κι αυτή αποστολικά χρόνια, ήταν κι η πρωτοβουλία που είχαν να απαγγέλλουν δυνατά τις μυστικές ευχές της λειτουργίας, ώστε να τις ακούει κι ο λαός, να τελούν το μυστήριο μπρος στα μάτια όλων των πιστών, που επροσκαλούντο στο τέλος όλοι, αν είχαν φυσικά προετοιμασθεί, να μεταλάβουν. Επίσης τη λειτουργία των προηγιασμένων την ήθελαν να γίνεται, σύμφωνα με την αρχαία παράδοση, το βράδυ, στη θέση του εσπερινού, κι όχι το πρωί10.
1 Φ ι λ . Βαφείδου, Εκκλ. Ιστορία, Αλεξάνδρεια, 1928, τόμ. 3 Τεύχος Β’. σελ. 151 και Δ. Μπαλάνου, άρθρον Αθαν. Πάριος εν Μ. Ε. Ε. τόμ. Β’ σελ. 9.
2 Τα σπουδαιότερα συγγράμματα του είναι «Ἐπιτομή εἴτε συλλογή τῶν θείων τῆς πίστεως δογμάτων» (Λειψία 1806). «Ἔκθεσις ἤγουν ὁμολογία τῆς ἀληθοῦς καί ὀρθοδόξου πίστεως», «Χριστιανική ἀπολογία», επίσης κριτικές του Βολταίρου, των Εγκυκλοπαιδιστών κλπ. Βλέπε και Κ. Δυοβουνιώτου, «Ἀνέκδοτα Ἔργα τοῦ Ἀθαν. Παρίου». Αθήναι 1938.
3 Βλέπε και Ε. Δ ο υ κ ά κ η : Σμάραγδος τοῦ νοητοῦ Παραδείσου, σελ. 176 (ημερ. 17 Απριλίου).
4 Βλ. άρθρον Nicodème l’ Hagiorite, εν Dictionnaire de Theologie Catholique Vacant et Mangenot, T. XI.2 p.486-90. Παράβ. και την κρίση του Κ ο σ μ ά Β λ ά χ ο υ : «Μεγαλωστί ὑπέρ πάντας ἐξέχει ὁ μέγας ἁγιορείτης Νικόδημος ὁ Νάξιος, οὗ ἡ βιβλιοθήκη κεῖται πᾶσι τοῖς εὐσεβέσι πολυχεύμων ἐκκλησιαστική πηγή, ἀγλαόν τοῦ γένους ἐντρύφημα» («Η Χερσόνησος του Αγίου Όρους Άθω» Βόλος 1903 σελ. 10Η εξ.). Με τις γνώμες αυτές σύμφωνες είναι κι όλες οι παλαιότερες μαρτυρίες. Έτσι ο Ονούφριος Ιβηρίτης που τον είχε γνωρίσει από κοντά τον Νικόδημο, γράφει γι’ αυτόν: «Ἦν δέ τόν τρόπον ἁπλοῦς καί ἀνεξίκακος, τό ἦθος γλυκύς καί χαρίεις, ἀκτήμων καί λίαν ἀπερίσπαστος. Εἰς τοσοῦτον δέ ἤλασε μνήμης, ὥστε καί ὅλα κεφάλαια ἀπεστομάτιζε τῆς Γραφῆς, ρητῶν ἐδάφιά τε καί σελίδας καί πλείστας μαρτυρίας τε καί γνώμας πατέρων, ὦν καί τούς τόπους τῶν λόγων καί τόμων ἀνεπισφαλῶς ἐκ μνήμης ἐγίνωσκε». (Βίος Νικοδήμου. Εισαγωγή στον «Συναξαριστή», Αθήναι 1868). Για τη μνήμη του Νικοδήμου χαρακτηριστικόν είναι και το περιστατικόν που αναφέρει ο Μ ω ρ α ϊ τ ί δ η ς : «Μιά χρονιά, τό Μέγα Σάββατον, σταθείς ὑπό τόν πολυέλαιον ἐν τῷ κέντρῳ τοῦ χοροῦ, ἀπήγγειλε καί τάς δεκαπέντε προφητείας τοῦ ἑσπερινοῦ ἀπέξω χωρίς βιβλίον, κινήσας τόν θαυμασμόν πάντων»! (Μέ τοῦ Βορηᾶ τά Κύματα, Γ. 44).
5 Ξανατυπώθηκε απ’ τον Κ. Δουκάκη στα 1895 κι αργότερα από άλλους.
6 «Περί τῆς συνεχοῦς…» εκδ. 5η, σελ. ζ ́, 88, 122
7 Βλ. άρθρον του L. Petit «Macaire de Korinthe» εν Dict. de Theol. Catholique.
8 Βλ. και το άρθρο «Το Χριστιανικό βιβλίο στα χρόνια της Τουρκοκρατίας», «Ακτίνες» τ. 1943 σελ. 134.
9 Βλέπε επιστολή του προς Δωρόθεον: Κ . Δ υ ο β ο υ ν ι ώ τ ο υ «Ανέκδοτα Έργα του Α. Παρίου» 1938 σελ. 8-9. Επίσης Φ . Β α φ ε ί δ ο υ Εκκλ. Ιστορία, σελ. 153-4.
10 Σ τ ε φ . Κ ο μ μ η τ ά , Επίτομος Εκκλ. Ιστορία, εκδ. Β’ Ζάκυνθος 1861, σελ. 239.
Θεματολογικές ετικέτες