Ας κάνουμε μια υπόθεση εργασίας: η πλειονότης των Ελλήνων είναι Ορθόδοξοι. Όχι Ελληνορθόδοξοι (άλλωστε για την πούρα Ορθοδοξία ο εθνισμός είναι αίρεση), αλλά Ορθόδοξοι. (Ελληνορθόδοξες Εκκλησίες υπάρχουν αλλού και αφορούν κυρίως αλλοεθνείς).
Οι Έλληνες είναι Ορθόδοξοι με δύο τρόπους. Ο πρώτος αφορά τον πολύ λαό και έγκειται στη χαλαρή σχέση που έχουν οι Έλληνες με το (επίσης χαλαρό ως προς τους κανόνες του) Ορθόδοξο δόγμα, ενώ κυρίως ταυτίζονται με την Ορθοδοξία ως προς το τελετουργικό της, που μέσα στους αιώνες έγινε ταυτοτικό στοιχείο και αγλάϊσμα του ρωμαίικου πολιτισμού.
Ο δεύτερος τρόπος είναι μεν πολύ μικρότερου εύρους ανθρώπων, αλλά ιδιαιτέρως επιδραστικός στην κοινωνία, διότι αφορά στο Ορθόδοξο δόγμα ως προς την ουσία του. Ουσία ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα διότι η Ορθοδοξία μέσα στη διαχρονία της περισσότερο φιλοσοφεί παρά διοικεί.
Τέλος, τους Έλληνες συνδέουν με την Ορθοδοξία δύο ακόμα ισχυροί παράγοντες. Ο πρώτος αφορά στο γεγονός ότι ο υπαρκτός ελληνισμός διαμόρφωσε τον χριστιανισμό κατά τους πρωτοχριστιανικούς αιώνες και την ύστερη αρχαιότητα, με την Ορθοδοξία στη συνέχεια να γίνεται μια κρατική θρησκεία (Βυζάντιο) κι όχι μια θρησκεία-κράτος (Μεσαιωνική Δύση). Ο δεύτερος δεσμός των Ελλήνων με την Ορθοδοξία οργανώθηκε όταν, μετά την πτώση των Καισάρων, η Εκκλησία ανέλαβε την εκπροσώπηση (και) των Ελλήνων στην Οθωμανική διοίκηση.
Κατά τη λόγια και τη λαϊκή παράδοση για τους Έλληνες το θέμα της πίστης ήταν πάντα ένα πολιτικό ζήτημα (όπως για όλους τους λαούς), αλλά με έντονες ιδιομορφίες που διαμόρφωσαν την ιδιοπροσωπία του έθνους σε σημαντικά θέματα όπως το δίκαιο, η αλληλεγγύη και κυρίως η ελευθερία. Η συζήτηση περί όλων αυτών είναι μακρά, έχει πολλές εκδοχές – και δεν είναι της παρούσης. Της παρούσης είναι το πρελούδιο για τη διαμόρφωση μιας τελικής συμφωνίας για τις σχέσεις της Ελλαδικής Ορθόδοξης Εκκλησίας (και όχι της Ορθοδοξίας) με το ελληνικό κράτος. Μια συμφωνία μεγάλης πολιτικής σημασίας (που θα έπρεπε να είναι συστατικό ακόμα και μιας Υψηλής Στρατηγικής – αν κάτι τέτοιο υπήρχε).
Ως συνήθως, το βαθειά πολιτικό αυτό ζήτημα ήρθε να το αντιμετωπίσει ο πολιτικαντισμός. Το ερώτημα αν ο Ιερώνυμος έφερε τούμπα τον Κωλοτούμπα ή αν ο Κωλοτούμπας την έφερε στον Ιερώνυμο ήδη ως προς την απάντησή του διχάζει τους ανά την επικράτεια οπαδίτες. Είναι νωρίς να βγουν συμπεράσματα και σε τέτοιες περιπτώσεις ο Διάβολος συνήθως κρύβεται στις λεπτομέρειες – ύπαγε οπίσω μου Σατανά!
Στην τρέχουσα εξέλιξη εγείρονται δύο θέματα: α) το ερώτημα της πίστης εν σχέσει προς τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους και β) το ερώτημα του χρήματος. Ερώτημα ως προς την πίστη εν σχέσει με το πρόσωπο δεν τίθεται. Άλλωστε τέτοια ερωτήματα αφορούν στο είναι και το υπάρχειν ενώ τα ερωτήματα που έχουν ζουμί στις κοινωνίες μας, αφορούν στο έχειν, το κατέχειν και το κατέχεσθαι.
Έβαλε λοιπόν η Εκκλησία τα ράσα της αλλιώς και συνεχίζει Δεσπότης ο Μανωλιός ή έβαλε χέρι το κράτος στο παγκάρι και τα του Θεού τω Καίσαρι;
Εν πρώτοις επί του θέματος υπάρχουν δύο εξέχουσες: εις ότι αφορά την πίστη ως πολιτικό παράγοντα δεν άλλαξε τίποτα, η Ορθοδοξία (όπως και στο προοίμιο του Συντάγματος αναφέρεται) παραμένει κρατούσα και επικρατούσα θρησκεία στην επικράτεια. Κατά τα άλλα η «θρησκευτική ουδετερότητα» του κράτους (θα) αφορά σε πολυπολιτισμικές (και κερδώες) ψιλοϋπεργολαβίες, ώσπου να καταστούν κι αυτές με τη σειρά τους κινδυνώδεις.
Η δεύτερη εξέχουσα αφορά στον μπεζαχτά. Το κράτος δεν θα πληρώνει πια τους κληρικούς αλλά θα πληρώνει την Εκκλησία να τους πληρώνει! Ωραίο! Βεβαίως κάτι τέτοιο αφορά 9.000 περίπου κληρικούς και 200.000.000 ευρώ. Σήμερα. Αύριο;
Κι όταν έχεις να κάνεις με ένα κράτος – ληστή που αθέτησε τα συμβόλαια των συντάξεων, εύλογο είναι να αρχίσουν να ανησυχούν οι κληρικοί για τους μισθούς, τις συντάξεις και την περίθαλψή τους.
Όπως και να ‘χει, το πράγμα τώρα αρχίζει. Ο Τσίπρας πήγε να πετάξει τη «μπάλα στα μνήματα» και άνοιξε ένα θέμα που, όπως το Μακεδονικό, χρήζει, ως προς τον χειρισμό του, ικανότητες μεγαλύτερες από του Καρανίκα. Και προθέσεις καλύτερες από του κ. Πάϊατ. Διότι, ανεξαρτήτως αν η Ιερά Σύνοδος αιφνιδιάσθηκε, ανεξαρτήτως αν οι Δεσπότες (που πάνω απ’ το κεφάλι τους έχουν μόνον τον Θεό) διχασθούν, υπάρχουν και οι 9.000 παπάδες, οι οικογένειές τους και κυρίως οι ενορίες! Μεγάλο πράγμα οι ενορίες στην Ελλάδα.
Όσο για την ιδεοληπτική, σχεδόν υστερική και αντικληρικανική κριτική τύπου Φίλη (στον Τσίπρα), αυτή αφορά στο 50% του 4% που επηρέαζε κάποτε ο ΣΥΡΙΖΑ. Είναι άνευ αντικρίσματος (όσην αξία κι αν έχει). Εκεί όμως που παίζεται το χοντρό παίγνιον ως προς την εθνική αποδόμηση η Εκκλησία είναι λιγότερο ευάλωτη από όσον υπήρξαν τα ΑΕΙ και ο Τύπος.
Κι εδώ παράγεται το εξής οξύμωρο: εκεί που ο ορθός λόγος (και ο Μαρξισμός) απέτυχαν να αντιμετωπίσουν την ταξική ήττα και την εθνική υποδούλωση απέναντι στους εθνομηδενιστές και τη Νέα Τάξη, παίρνει θέση αντίστασης η πίστη. Η πίστη όμως ως πολιτική είναι ρομφαία δίκοπη. Ελευθερώνει ή σκλαβώνει, αναλόγως. Η πίστη, για παράδειγμα, κράτησε ζωντανούς τους Εβραίους ως έθνος κατά τη μακραίωνη Διασπορά τους (διότι δεν ήταν πίστη – κράτος). Η πίστη όμως ως κράτος χαρακτήρισε τη Δύση (Σταυροφορίες κ.α. έως τον Τριακονταετή Πόλεμο) ή το Ισλάμ ως Χαλιφάτο.
Στη δική μας παράδοση η πίστη έχει περισσότερο αντιστασιακό χαρακτήρα, ιδίως απ’ όταν έπαψε να ‘ναι κρατική υπόθεση, όπως στο Βυζάντιο κι έγινε επαναστατική υπόθεση, όπως επί Οθωμανικής κατοχής.
Βεβαίως σήμερα, ο διαχωρισμός Εκκλησίας – Κράτους δεν έχει τέτοια δραματικά χαρακτηριστικά. Ο απόηχός τους όμως μπορεί να δώσει χαρακτηριστικά φαρσοκωμωδίας σε μια πολιτική διαδικασία όταν τη χειρίζονται πολιτικάντηδες…
Θεματολογικές ετικέτες