Κατήχηση

Επαρχία και Εκκλησία

Πάντοτε διέφερε ο επαρχιακός τρόπος ζωής από αυτόν των αστικών κέντρων. Η επαρχιακή ζωή πάντοτε συσχετίζετο με την αγνότητα της φύσης, την άμεση επαφή με τη γη, που βοηθά τον καθένα να αγγίζει την πραγματικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Πάντοτε ταυτιζόταν με την απλότητα, σε αντίθεση με την περιπλοκότητα της τεχνολογίας με τη συμπαγή κοινότητα, που συνίσταται από στενές και γνήσιες σχέσεις, σε αντίθεση με την επιπολαιότητα και την απροσωπία ενός πλουραλιστικού μητροπολιτικού κέντρου.

Με τις γρήγορες αλλαγές που χαρακτηρίζουν τον αιώνα που ζούμε, Η επαρχιακή ζωή έχει αλλάξει με τέτοιο τρόπο ώστε να διερωτάται κάνεις εάν αυτοί που ζουν στην επαρχία έχουν μπορέσει να αφομοιώσουν αυτή την αλλαγή. Η τεχνολογία έχει εισβάλλει ανεπαίσθητα σε κάθε όψη της ζωής, από τις ευκολίες του σπιτιού μέχρι και του τρόπου με τον όποιο καλλιεργείται η γη. Η κινητικότητα και η ανωνυμία, κύρια χαρακτηριστικά της αστικοποίησης, έχουν διαφοροποιήσει την επαρχιακή κοινότητα από την παλαιά της υπόσταση, μια διαφοροποίηση που πολλές φορές δεν ξεχωρίζει από τη ζωή της πόλεως.

 

Στη μέση αυτών των αλλαγών βρίσκεται η Εκκλησία. Στην παραδοσιακή κωμόπολη ή το χωριό διατηρεί τη φυσική της θέση, του επικέντρου της κοινοτικής ζωής, με τους τρούλους και τα καμπαναριά να δεσπόζουν πολλές φορές πάνω από το σπίτια που την περιβάλλουν. Στο μεγαλύτερό της μέρος παραμένει το κέντρο όπου πανηγυρίζεται η ζωή, με τις βαπτίσεις, τούς γάμους, τις κηδείες και τα μνημόσυνα. Παρ’ όλο που δεσπόζει σαν οικοδομική κατασκευή ο ναός και πανηγυρίζεται εκεί η ζωή και ο θάνατος με θορυβώδεις εκδηλώσεις, είναι ολοφάνερο ότι η εκκλησιαστική ζωή δεν κρατά πλέον την κεντρική θέση στην επαρχιακή κοινοτική ζωή. Στην πραγματικότητα είναι επίσης φανερό ότι αυτό που ονομάζεται «εκκλησιαστική ζωή» έχει αλλάξει τόσο πολύ που δεν είναι σύμφωνη με τη θεολογική της ταυτότητα. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι η θέση του ιερέα έχει αλλάξει δραματικά. Έχοντας γίνει περισσότερο τελετάρχης, η ποιμαντική του ταυτότητα και αποτελεσματικότητα έχουν μειωθεί σημαντικά. Παγιδευμένος στον ανεμοστρόβιλο της κοινωνικής αλλαγής, χωρίς την κατάλληλη εκπαίδευση και καθοδήγηση να διακονεί το ποίμνιό του, εμφανίζεται αταίριαστος και άσχετος με τον χώρο του, αποβαίνοντας προοδευτικά πιο απομονωμένος υπαρξιακά από ό,τι στο παρελθόν.

Τα προβλήματα που βασανίζουν την ελληνική επαρχία κατά κύριο λόγο εδράζονται στην έλλειψη ταυτότητας. Η αλλαγή που έφερε η τεχνολογία και η εκκοσμίκευση, μια αλλαγή που επιταχύνθηκε τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, έχει αφήσει τον πληθυσμό της εντελώς απροετοίμαστο για να αντιμετωπίσει τις συνέπειές της. Ξεριζώνοντας έναν τρόπο ζωής που σε πολλά σημεία του είναι εντελώς διαφορετικός από εκείνον του παρελθόντος, αυτή η αλλαγή αχρήστευσε τα παλαιά σύμβολα, που για αιώνες έδιναν νόημα και κατεύθυνση. Επειδή αυτά τα σύμβολα εξέφραζαν άμεσα μία εκκλησιαστική ζωή, η Εκκλησία έχει γίνει ένα κύριο μέρος αυτής της κρίσης ταυτότητας, ειδικά στην επαρχία.

Το ερώτημα είναι αν η Εκκλησία, που έχει επηρεασθεί τόσο πολύ απ’ αυτή την κρίση, μπορεί να γίνει ένα σημείο αναφοράς, οπού οι πιστοί μπορούν να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες αυτής της αλλαγής με εποικοδομητικό τρόπο. Μπορούν οι στερεότυποι τρόποι, με τους οποίους πανηγυρίζεται η ζωή μέσα στην Εκκλησία, να επανασυνδεθούν με τη θεολογική έκφρασή τους, ώστε να αναζωογονήσουν τα σύμβολα της ελπίδας, που για τόσα χρόνια ήταν συνείδηση δύναμης για τούς ανθρώπους; Ίσως η δυσκολία μας να απαντήσουμε σ’ αυτές τις δύο ερωτήσεις προέρχεται από το γεγονός ότι δεν έχουμε μια καθαρή αντίληψη αυτών των προβλημάτων, ώστε ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε αυτή την αλλαγή είτε είναι ανεύθυνα επιπόλαιος ή δογματικά αρνητικός, με μια υστερική η παρανοϊκή έκφραση. Αυτό δείχνει πόσο εμείς, που συγκροτούμε την Εκκλησία, έχουμε χάσει την ταυτότητά μας και την αποστολή μας στον κόσμο.

 

ΠΛΉΞΗ, ΚΕΝΌΤΗΤΑ, ΑΠΌΓΝΩΣΗ

 «Η ενορία μου είναι πληκτική μέχρι θανάτου. Δεν υπάρχουν άλλα λόγια για να το περιγράψω. Όπως και τόσες άλλες! Τους βλέπουμε που κατατρώγονται από την πλήξη και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι’ αυτό. ’Ίσως κάποια μέρα να το πάθουμε κι εμείς — ανακαλύπτοντας τον καρκινικό όγκο που είναι μέσα μας. Μπορείς να ζήσεις πολύ καιρό με αυτόν μέσα σου… Ο κόσμος κατατρώγεται από πλήξη.

Για να αντιληφθείς αυτό χρειάζεται λίγη πρωταρχική σκέψη. Δεν μπορείς να το δεις με την πρώτη. Μοιάζει με σκόνη. Στριφογυρίζεις και δεν το αντιλαμβάνεσαι. Το αναπνέεις, το τρως, το πίνεις. Είναι ψιλοκοσκινισμένο τόσο ώστε δεν τρίζουν καν τα δόντια σου. Άλλα στάσου ήσυχος μια στιγμή και να το, να επιχρίει το πρόσωπο και τα χέρια. Για να τινάξεις από πάνω σου την ψιλόκοκκη αυτή στάχτη, πρέπει διαρκώς να κινείσαι. Και γι’ αυτό οι άνθρωποι είναι διαρκώς «εν κινήσει». Ίσως η απάντηση θα μπορούσε να είναι πως ο κόσμος έχει οικειωθεί από καιρό με την πλήξη, πως αυτή είναι η αληθινή κατάσταση του ανθρώπου. Αναμφίβολα ο σπόρος σκορπίσθηκε παντού στη ζωή, και εδώ και εκεί βρήκε γόνιμο έδαφος για να ριζώσει. Διερωτώμαι όμως αν ο άνθρωπος είχε ποτέ πριν εμπειρία αυτής της μόλυνσης, αυτής της λέπρας της πλήξης: μια πλήρη απόγνωση, μια επαίσχυντη μορφή απελπισίας, σαν να ζυμώνεται μια Χριστιανοσύνη σε σήψη»1.

Η περιγραφή του George Bernanos στο Ημερολόγιο ενός επαρχιώτη παπά είναι ακριβής με τον τρόπο που εκθέτει τη διάθεση και το κλίμα που επικρατεί σε μια επαρχιακή ενορία.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ρουτίνα της καθημερινής ζωής, άσχετα που μένει κανείς ή τί κάνει, δημιουργεί ένα είδος μονοτονίας. Άλλα υπάρχει μια οξεία διαφορά ανάμεσα στην κόπωση και μονοτονία αυτού που ονομαζόταν κάποτε μια αγροτική επαρχιακή ζωή του παρελθόντος και της πλήξης που τώρα επικρατεί. Η κύρια διαφορά είναι ότι σήμερα ο άνθρωπος έχει καταληφθεί από το κράτος μιας παραίτησης του προσωπικού και κοινωνικού του κενού. Σ’ αυτό το κενό αισθάνεται παγιδευμένος, σαν να μην υπάρχει σωτηρία, αδύνατος να κάνει οτιδήποτε αποτελεσματικό για τον εαυτό του και για τον κόσμο που ζει. Αυτό φέρνει μόνο μια βαθειά αίσθηση απόγνωσης και ματαιότητας. Για να αντιμετωπίσει το άγχος που προκαλείται απ’ αυτή, περιπίπτει στην απάθεια και αναισθησία, σε σημείο που ούτε καν αισθάνεται τους κινδύνους που τον περιβάλλουν. Αυτή η απευαισθητοποίηση είναι όμοια με ό,τι ο Απόστολος Παύλος μας συμβουλεύει να αποφύγουμε, λέγοντας: «μη καθεύδωμεν» (Α’ Θεό. 5:6, Ρωμ. 13:11) και με αυτό που οι ασκητές ονομάζουν «ακηδία». Έτσι ένας αυτοπεριορίζεται, βρίσκοντας πρόσκαιρη ικανοποίηση των εγωκεντρικών επιθυμιών του, γεμίζοντας την ώρα του με τετριμμένα πράγματα, ώστε να «περάσει τον καιρό» και τελικά να «σκοτώσει» την ίδια την ώρα.

Αυτό περιγράφεται ζωντανά από τον Andre στο έργο τού Τσέχωφ Οι Τρεις Αδελφές. Αναγνωρίζοντας ότι όχι μόνον αυτός, αλλά γενεές ολόκληρες των κατοίκων της επαρχιακής πόλεως που ζει πέρασαν ολόκληρη τη ζωή στην απόλυτη αγωνία της πλήξεως και απογνώσεως, διακηρύττει:

«Πού χάθηκαν, πού φύγανε τα περασμένα μου χρόνια, —που ήμουν νέος, χαρούμενος, με ξύπνιο μυαλό, ανοιχτό, μ’ εκλεπτυσμένα όνειρα και στοχασμούς— όπου παρόν και μέλλον τα φώτιζε η ελπίδα; Γιατί, μόλις καλά-καλά μπούμε στη ζωή γινόμαστε βαρετοί, μετριότητες, μηδαμινοί, οκνηροί, απαθείς, άχρηστοι, δυστυχισμένοι… Η πόλη μας υπάρχει εδώ και διακόσια χρόνια, — έχει κατοίκους εκατό χιλιάδες κι ούτε ένας που να διαφέρει από τούς άλλους, ένας, έστω, πρωτοπόρος είτε στο παρελθόν, είτε τώρα — ένας επιστήμων, ένας καλλιτέχνης, ένας τόσο δα αξιόλογος άνθρωπος, που να προκαλέσει το φθόνο ή τη λαχτάρα να τον μιμηθούν… Μονάχα τρώνε, πίνουν, κοιμούνται και μετά πεθαίνουν… γεννιούνται άλλοι τρώνε κι αυτοί, πίνουν, κοιμούνται και, για να μην αποβλακωθούν από την πλήξη, ποικίλλουν τη ζωή τους με αισχρά κουτσομπολιά, βότκα, χαρτιά και ν’ αλληλοσέρνονται στα δικαστήρια, — κι οι γυναίκες απατούν τους άντρες τους κι οι σύζυγοι λένε ψέματα, κάνουν πως δεν βλέπουν τίποτε, τίποτε δεν ακούνε, — κι όλο αυτό το χυδαίο παράδειγμα καταδυναστεύει ανελέητα τα παιδιά τους, σβήνει μέσα τους τη θεία φλόγα, τα μετατρέπει κι αυτά σε θλιβερά, νεκροζώντανα πλάσματα, παρόμοια το ένα με το άλλο, όπως ήταν κι οι πατέρες και οι μητέρες τους…» .

Θα ήταν δύσκολο για κάποιον πού μένει σήμερα στην ελληνική επαρχία να μη συνταυτισθεί με Αυτή την περιγραφή.

Δυστυχώς σε πολλές περιπτώσεις η εκκλησιαστική ζωή έχει γίνει μια προέκταση της πιο πάνω περιγραφής. Από τη μια πλευρά η πλήξη και η απελπισία των ανθρώπων έχει μεταμορφωθεί σε μια βαθιά ριζωμένη απάθεια. Αυτό το βλέπουμε κυρίως στον τρόπο που ο κόσμος της επαρχίας συμμετέχει στη λειτουργική ζωή. Σε μεγάλες πόλεις, όπου υπάρχουν χιλιάδες ενορίτες, το σχετικά μικρό ποσοστό που εκκλησιάζεται πολλές φορές δίνει την εικόνα μιας λειτουργικής αναγέννησης. σε μια μικρή κωμόπολη ή χωριό, όπου οι «χιλιάδες» είναι μόνο «εκατοντάδες», το μικρό ποσοστό που εκκλησιάζεται είναι αποθαρρυντικό, δίδοντας την εικόνα της σήψεως. Έτσι ο εσπερινός και οι καθημερινές γιορτές περιέπεσαν σε αφάνεια, χάνοντας την κοινοτική τους διάσταση. Από την άλλη πλευρά η εκκοσμίκευση έχει αλλάξει την εκκλησιαστική εικόνα της λειτουργικής ζωής. Η βαθειά κατάνυξη του απλού κόσμου της επαρχίας, πού περιγράφει ο Παπαδιαμάντης στα διηγήματα του, με όλες τις ανθρώπινες αδυναμίες και ατέλειες, σπάνια γίνεται αντιληπτή πια στους σημερινούς κατοίκους της. Αυτή η κατάνυξη έχει καλυφθεί από τούς πελώριους ναούς, τα θορυβώδη μεγάφωνα και τη φτηνή γυαλιστερή διακόσμηση. Στο όνομα της «κοινωνικής προόδου» και της «πολιτιστικής αλλαγής», όχι μόνον οι νέοι θεωρούν ξεπερασμένο το να εκκλησιασθούν, αλλά πολλές φορές τούς αποθαρρύνουν οι ηλικιωμένοι, που αποτελούν όχι μόνον την πλειοψηφία των εκκλησιαζομένων, αλλά και την πλειοψηφία τού πληθυσμού της επαρχίας. Οι περισσότεροι κάτοικοι της επαρχίας συνήθως θα λειτουργηθούν από κοινωνική υποχρέωση, που κυρίως συνδέεται με τα μνημόσυνα. Έτσι όμως η λειτουργία συνταυτίζεται με το θάνατο μάλλον παρά με αυτό πού πράγματι είναι: νίκη κατά τού θανάτου.

Αυτός ο υπερτονισμός των κηδειών και των μνημοσύνων στην επαρχία δεν είναι μόνο μια έκφραση θλίψης για μια σημαντική προσωπική απώλεια. Ούτε είναι κάποια συνέχεια του τρόπου με τον όποιο οι Έλληνες από την αρχαιότητα εξέφραζαν την κοσμοθεωρία τους διά μέσου της τραγωδίας. Ούτε περιορίζεται στη σταυρική έκφραση της τραγωδίας αυτού του κόσμου, της πάλης του ανθρώπου με τον πονηρό. Αυτός ο υπερτονισμός έχει γίνει μια ξεκάθαρη επιβεβαίωση της απόγνωσης που ο σύγχρονος άνθρωπος βιώνει, ένας σχεδόν νοσηρός τρόπος πού ο άνθρωπος πενθεί την απώλεια της προσωπικής του ύπαρξης και σημασίας, ένα είδος πανηγυρισμού ενός πολιτισμού και τρόπου ζωής που πεθαίνει, ένας πανηγυρισμός της κενότητας και της απελπισίας του παρόντος. Ο Καρυωτάκης, περιγράφοντας την επαρχιακή πόλη της Πρέβεζας, μεταφέρει Αυτή την πραγματικότητα:

 

Περπατώντας αργά στην προκυμαία,

«υπάρχω;» λες, κι υστέρα: «δεν υπάρχεις!»…

Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους αυτούς, ένας επέβαινε από αηδία…

Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους, θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία .

 

ΚΡΙΣΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΕΚΠΤΩΣΗ ΑΞΙΩΝ

Για τον Νεοέλληνα της επαρχίας η κρίση ταυτότητας που περνά η ευρύτερη ελληνική κοινωνία σήμερα έχει συγκεκριμένη σημασία. ’Από τη μια πλευρά συνδέεται άμεσα με τα σύμβολα και τις άξιες που απεικονίζουν ένα μέρος της εθνικής μας ταυτότητας και συνάμα, από την άλλη, βρίσκει τον εαυτό του σε άμεση αντίθεση με αυτά.

Τα σύμβολα της εθνικής μας ταυτότητας συσχετίζονται άμεσα με την ποιμαντική, αγροτική, την ναυτιλιακή άποψη της επαρχιακής ζωής. Οι βοσκοί, φορώντας «φουστανέλες», αγναντεύουν ολοπράσινα οροπέδια, με τις γυναίκες να χορεύουν κυκλωτικά γύρω από μιαν εστία, όπου ψήνεται το αρνί. Οι κάτοικοι του χωριού, με τις τοπικές τους στολές, μαζεύουν σιτάρι που λαμποκοπά στον ήλιο κάτω από έναν βαθύ μπλε ουρανό. Οι ψαράδες μαζεύουν τα δίχτυα τους στο ήσυχο λιμάνι με το γραφικό του καφενεδάκι. Μέσα στο καφενείο κάθονται άνδρες παίζοντας τα κομπολόγια τους, χαρτοπαίζοντας, πίνοντας καφέ και συζητώντας. Ανάμεσα τους βρίσκεται ο παπάς του χωριού, φορώντας τα μακριά του ράσα και το καλυμαύχι. Σ’ όλες αυτές τις σκηνές υπάρχει πάντοτε ένα μικρό εκκλησάκι, περιποιημένο με απόλυτο σεβασμό, που ταπεινά εξαγγέλλει την ελπίδα του ανθρώπου στο μέγα έλεος. Σ’ όλες αυτές τις σκηνές υπάρχει μια αίσθηση εσωτερικής γαλήνης και αρμονίας, ιστορική και πολιτιστική συνέχεια, κοινοτική συνοχή και συναδελφοσύνη, που πολλές φορές εκφράζεται με τον ήχο της φλογέρας, του κλαρίνου ή τού βιολιού, που παίζουν παραδοσιακές μελωδίες. Όλες αυτές οι σκηνές, όχι μόνον εκφράζουν έναν τρόπο ζωής, αλλά συμπεριλαμβάνουν μια θεώρηση του κόσμου, που συσχετίζεται με συγκεκριμένες αξίες.

Για τους περισσότερους, ο νεοέλληνας της επαρχίας ταυτίζεται με τα σύμβολα και τις αξίες του έθνους μας με ένα συναισθηματικό τρόπο, σαν μια νοσταλγική ανάμνηση του παρελθόντος.  στην  πραγματικότητα, όμως, αυτά τα σύμβολα και αυτές οι άξιες είναι εν μέρει περιφρονημένα και έχουν απορριφθεί, Αυτό που συνήθως συνδέεται με την παράδοση έχει ταυτισθεί με πάρα πολύ πόνο και δυστυχία: αιχμαλωσία, πολέμους, πείνα, έλλειψη κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης, χαμένες πατρίδες, ξενιτιά. Για να αντιμετωπίσει αυτές τις συνθήκες και να διατηρήσει την συναίσθηση των αξιών που συνδέονται με μια πιο πλατιά θεωρία τού κόσμου, χρειάζεται να έχει μεγάλη ωριμότητα και ασκητική πειθαρχία. Και αν έχει κάνεις αυτά τα προτερήματα, πάλι είναι πολύ εύκολο να χάσει την προοπτική του σκοπού και του νοήματος της ύπαρξής του σε σχέση με την οικουμένη. Εξάλλου ο νεοέλληνας της επαρχίας αισθάνεται πολύ μειονεκτικά μ’ ό,τι ονομάζεται «σύγχρονος κόσμος» και «σύγχρονος άνθρωπος». Ξέρουμε πώς Αυτό δεν είναι τίποτα καινούργιο. Η μειονεξία τού Ρωμιού όσον αφορά τον δυτικό πολιτισμό είναι βαθιά ριζωμένη  στην  Ιστορία του, αλλά Αυτή η μειονεξία έχει πάρει μια διαφορετική όψη. Τα σύμβολα και οι αξίες του σύγχρονου ανθρώπου αντιτίθενται με τα σύμβολα και τις αξίες που επικρατούσαν στο παρελθόν. Όπως περιέγραψε τόσο καλά ο Jung ο σύγχρονος άνθρωπος έχει γίνει «ανιστόρητος», με όλη τη σημασία της λέξης, και έχει αποξενώσει τον εαυτό του από τη μερίδα των ανθρώπων εκείνων ποτ ζουν εντελώς μέσα  στους δεσμούς της παράδοσης.

Τα σύμβολα και οι αξίες ποτ δίνουν μορφή στο ήθος του σύγχρονου ανθρώπου συνδέονται ευθέως με την άμεση ικανοποίηση και την αφθονία που χαρακτηρίζει τον τρόπο ζωής του. για να θεωρηθεί επιτυχημένος και αποδεκτός από τον σύγχρονο κόσμο πρέπει να ζήσει μέσα στο παρόν και για το παρόν. Ο νεοέλληνας της επαρχίας δεν έχει την ωριμότητα να αναγνωρίσει τις συνέπειες των γαργαλιστικών ηδονών που πολλές φορές φαίνονται αθώες και τον επηρεάζουν όλο και περισσότερο. Ούτε έχει τη διάκριση να αντιμετωπίσει εποικοδομητικά την ευημερία τού σημερινού κόσμου. Η αφθονία έχει κυριολεκτικά εισβάλει  στην  ελληνική επαρχία τα τελευταία 20 χρόνια με τόσο ταχύ ρυθμό, ώστε ο νεοέλληνας της επαρχίας δεν είχε τον αναγκαίο χρόνο για να την αφομοιώσει. Έτσι έγινε λαίμαργος από την πείνα του. Αντίθετα με τον άνθρωπο της Δύσης, είναι από τη φύση του πιο αυθόρμητος και συγχρόνως πιο ταλαιπωρημένος από το παρελθόν του.

Ό νεοέλληνας της επαρχίας δεν θέλει να αισθάνεται σαν μουσειακό αντικείμενο. Δυστυχώς εμείς σαν λαός δεν έχουμε βρει έναν πετυχημένο τρόπο να συνδέσουμε την Παράδοση με τον σημερινό τρόπο ζωής, ώστε να διατηρηθεί η Παράδοση ζωντανή με τέτοιο τρόπο, που να προσφέρει ένα ευρύτερο νόημα για την ύπαρξη του σύγχρονου ανθρώπου. Έτσι κύριες εκφράσεις της Παράδοσης έχουν γίνει «φολκλόρ» και υφίστανται χάριν της διατηρήσεως της Παράδοσης. Πολλές φορές περιορίζουμε την Παράδοσή μας σε μια φτηνή και κακόγουστη αναπαράσταση ορισμένων εθίμων. Όλοι μας, που κοπτόμεθα για τη διατήρηση της Παράδοσης, φταίμε γι’ Αυτό , γιατί έχουμε ξεχάσει την ουσιαστική έννοια της αληθινής Ορθόδοξης Παράδοσης, που είναι η αθέατη αλλά πραγματική κοινωνία με τη χάρη και ευλογία του ‘Αγίου Πνεύματος. Μία τέτοια παράδοση όταν παραμένει ζωντανή, δυναμική και ανανεωτική από τη φύση της, δεν μπορεί να γίνει «φολκλόρ», ακόμη και στις πιο περιορισμένες και ανθρώπινες εκφράσεις και τα πολιτιστικά σχήματα. Με το φόβο μήπως ταυτισθεί σαν μέρος του «φολκλόρ» ή χαρακτηρισθεί σαν «χωριάτης», ο επαρχιώτης έχει κάνει μια συνειδητή προσπάθεια να αλλάξει την εξωτερική του εικόνα. Αυτή η αντίδραση είναι εν μέρει φυσική και θα μπορούσε να είναι θετική, αν υπήρχε προσπάθεια επιστροφής και διατήρησης του αληθινού πνεύματος της Ορθόδοξης Παράδοσης. Επειδή, όμως, ο άνθρωπος της επαρχίας δεν έχει απελευθερωθεί από τους φολκλορικούς κανόνες, από τους οποίους τόσο επίμονα έχει προσπαθήσει να αποδράσει, έχει σχηματίσει ένα ψευδοσύγχρονο νεοπλουτίστικο πολιτισμό, που ενσωματώνει όλα τα αρνητικά στοιχεία τού ανατολικού παρελθόντος του με τη δυτική τεχνοκρατική κοινωνία πού προσπαθεί να μιμηθεί. από έναν τέτοιο πολιτισμό λείπει κάθε ζωτικότητα, υπαρξιακή αναζήτηση, υπερβατικό ενδιαφέρον, που απαιτούν λεπτότητα και ευαισθησία. Περιορίζεται στις «discos», καφετέριες και «pub», που «κοσμούν» τις επαρχιακές πόλεις και που έχουν γίνει ίσως ο μόνος τρόπος που οι νέοι διασκεδάζουν η τηλεόραση που έχει πάρει τη θέση των διαπροσωπικών σχέσεων ο απηρχαιωμένος φανφαρονισμός της πολιτικοποίησης, που έχει βαθύνει τις αντιθέσεις του παρελθόντος τα σπίτια με την απρόσωπη και στερεότυπη διακόσμησή τους γεμάτα με πλαστικά είδη. Οι εκκλησίες γεμάτες από κακόγουστα επιχρυσωμένους πολυελαίους… κλπ. Οι αξίες αυτού του πολιτισμού βασίζονται στον κοινωνικό ανταγωνισμό και  στην  προσκόλληση σε πρωτόγονους θρησκοληπτικούς κανόνες, που βασίζονται στη δεισιδαιμονία και στη μοίρα. Ένας τέτοιος πολιτισμός είναι ένας ασφυχτικός τάφος γι’ αυτούς που τον καλλιεργούν. Είναι και ένας αποπνικτικός και αδιαπέραστος φραγμός γι’ αυτούς που προσπαθούν να τον αλλάξουν.

Δυστυχώς η Εκκλησία  στην  επαρχία έχει ταυτισθεί με την Παράδοση ως «φολκλόρ», ενώ συγχρόνως ταυτίζει τον εαυτό της με τον νεοπλουτίστικο πολιτισμό, που χαρακτηρίζει την επαρχία και που  στην  πραγματικότητα έχει μετασχηματίσει την αυθεντική μας εθνική Παράδοση. αλλά κανείς δεν μένει μέσα  στην  παράδοση της Εκκλησίας από ιστορική αδράνεια, από την πίεση της συνήθειας, που κολακεύει μια συγκεκριμένη ευσεβιστική αίσθηση. Αυτός που αντικαθιστά με «παραδόσεις» αυτού του είδους την Παράδοση του ‘Αγίου Πνεύματος που ζει στην Εκκλησία, κινδυνεύει να βρει τελικά τον εαυτό του εκτός τού σώματος τού Χριστού. Όσο οδυνηρό και αν είναι, πρέπει τέλος πάντων να καταλάβουμε ότι η προαναφερθείσα διπλή ταυτότητα δεν επιτρέπει  στην  Εκκλησία να εκφράσει την ουσία της, να διατηρήσει την ιστορική της συνοχή, γιατί μειώνει την λειτουργική της έκφραση σε πρωτόγονες τελετουργίες, την ποιμαντική της διακονία σε μαγικές δεισιδαιμονίες και τη δική της θεώρηση τού κόσμου σε μπουρζουαζία μιας κωμόπολης. Αυτή η διπλή ταυτότητα αναγκάζει τον άνθρωπο της επαρχίας, πουυτολμά να αναζητήσει κάτι πέρα από τον περιορισμένο πολιτισμό όπου ζει, να αποστρέφεται την Εκκλησία, να παραμένει σε απόγνωση και να διαιωνίζει τον νεοπλουτίστικο πολιτισμό που πράγματι τον πνίγει.

 

ΚΟΙΝΌΤΗΤΑ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΆ

Ή έλλειψη ιστορικής και πολιτιστικής συνέχειας, που ήδη περιγράφθηκε, δείχνει μόνον ότι υπάρχει βαθειά έλλειψη κοινοτικής συνοχής και αδελφότητας. Είναι αλήθεια πώς η ελληνική επαρχιακή κοινωνία δεν είναι ανώνυμη, όπως μία αστική κοινωνία, αλλά χρειάζεται να ξέρει κάνεις να διακρίνει τη διαφορά μεταξύ εξωτερικών, επιφανειακών επωνύμων σχέσεων και κοινωνικής συνοχής και αδελφότητας. Η πάλαι ποτέ θαυμαστή κοινοτική συνοχή και αδελφότητα, που χαρακτήριζε την ελληνική επαρχία, έχει υποβαθμισθεί σε επιφανειακές, επώνυμες σχέσεις.  στην  επαρχία όλους τούς ξέρεις και όλοι σε ξέρουν και παρ’ όλα αυτά είσαι ξένος, «ξένος και κατάμονος» . Ακόμη πρέπει κάποιος να μπορεί να διακρίνει μεταξύ κοινοτικής ζωής και της συσπείρωσης ανθρώπων που συγκεντρώνονται για να γιορτάσουν ή να αντιμετωπίσουν έναν κίνδυνο, όπως μία καταστροφή, έναν πόλεμο, ένα θάνατο. Πολλές φορές μια τέτοια συσπείρωση δίνει την αίσθηση μιας ψευδοκοινότητας.

Ή κατάρρευση της κοινοτικής ζωής άρχισε με τη μετανάστευση μεγάλου αριθμού κατοίκων της στο εξωτερικό ή σε γειτονικά αστικά κέντρα. Πόλεις και κωμοπόλεις που είχαν σχετικά μικρό πληθυσμό και αποτελούνταν από μικρές ενορίες, κυριολεκτικά αποδιοργανώθηκαν με την εισβολή των νέων κατοίκων. Η μετανάστευση επίσης αφαίρεσε από τα χωριά τη ζωντάνια τους, κάνοντας αυτούς που παρέμειναν να καλλιεργούν μια αίσθηση εγκατάλειψης. Η παραμέληση που υπέστη η επαρχία σε σχέση με την οικονομική και κοινωνική της ανάπτυξη και η έμφαση που δόθηκε στις αστικές περιοχές, όχι μόνο βάθυνε Αυτό το αίσθημα, αλλά αύξησε και το αίσθημα της μειονεκτικότητας. Σήμερα η αίσθηση της εγκατάλειψης καλλιεργείται εξ αιτίας του γεγονότος ότι αρκετοί από αυτούς που εξυπηρετούν την επαρχία (γιατροί, καθηγητές, ιερείς, δημόσιοι υπάλληλοι κλπ.) δεν αισθάνονται μέλη της κοινότητας που εξυπηρετούν, επειδή μετακινούνται σε μεγάλες αποστάσεις από τον τόπο διαμονής τους.

Υπάρχει μεγάλη σχέση μεταξύ αυτής της αίσθησης εγκατάλειψης, τού κενού και της απόγνωσης που υπάρχει  στην  επαρχιώτικη ζωή και της κοινωνικής αλλαγής που το έθνος μας έχει γενικά υποστεί. Όταν κάποιος χάνει την αίσθηση των εσωτερικών του πεποιθήσεων, όταν δεν μπορεί πια να βρει την αίσθηση ταυτότητας και σιγουριάς από τις καθιερωμένες άξιες και τούς στόχους που έχει διδαχθεί να ακολουθεί, επειδή υπάρχει σύγχυση και αναστάτωση  στην  κοινωνία γύρω του, αισθάνεται κίνδυνο και απελπισία, που καλλιεργεί άγχος. (Δεν είναι να απορεί κανείς, γιατί το άγχος έχει γίνει η νόσος της εποχής μας). για να αντιμετωπίσει κάνεις Αυτό το αίσθημα τού κινδύνου ψάχνει να βρει υποστήριξη και κατεύθυνση από τούς γύρω του, από την κοινότητα. Όταν κάποιος φθάσει στη διαπίστωση ότι δεν υπάρχει κοινότητα για να στηριχθεί, τότε χάνει την αίσθηση τού ίδιου τού εαυτού του και μια σταθερή αίσθηση της πραγματικότητας. Αυτό είναι χαρακτηριστικό τού διλήμματος τού σύγχρονου ανθρώπου. Εκείνο που κάνει Αυτό το δίλημμα τόσο φανερό  στην  επαρχία είναι ότι η κοινοτική ζωή ήταν πάντοτε η κύρια έκφραση τού τρόπου ζωής και τού πολιτισμού της. Απογυμνωμένη από την έκφραση αυτή, δεν βρίσκει κάτι άλλο για να βάλει στη θέση της. Εκείνοι που ζουν σε μεγάλα αστικά κέντρα προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το κενό και τη μοναξιά τους με τη διαρκή κινητικότητα, αντικαθιστώντας την κοινότητα με διάφορες δραστηριότητες. Ο άνθρωπος της επαρχίας δεν έχει τόσες πολλές ευκαιρίες να το κάνει. Έτσι απασχολεί τον εαυτό του με άγριο και αλύπητο κουτσομπολιό και με τις δουλειές τού σπιτιού του. Τελικά αισθάνεται ασφυκτική μοναξιά.

Αυτό  που κυριολεκτικά έχει υποσκάψει κάθε προσπάθεια να καλλιεργηθεί η κοινοτική ζωή είναι ο ριζωμένος βαθιά ανταγωνισμός και η αντιζηλία, που στιγματίζει όχι μόνο την νεοπλουτίστικη κοινωνία της επαρχίας αλλά και τη σύγχρονη κοινωνία ευρύτερα. Ο αστός ανταγωνίζεται με ένα σχεδόν ανώνυμο τρόπο. Προσπαθεί να επιτύχει και να γίνει αποδεκτός σύμφωνα με τις άξιες που τού επιβάλλονται από μία απρόσωπη τεχνοκρατική κοινωνία. Ο τρόπος που ανταγωνίζεται ο άνθρωπος της επαρχίας δεν είναι ανώνυμος. Ανταγωνίζεται με αυτούς που τον περιβάλλουν άμεσα και που τούς ξέρει προσωπικά. Αυτό κάνει την αντιζηλία του πιο άγρια και απάνθρωπη, δημιουργώντας εχθρότητα και οργή. Τέτοιος ανταγωνισμός και αντιζηλία δεν επιτρέπουν ουσιαστικές  διαπροσωπικές σχέσεις, πού είναι βασισμένες  στην  εμπιστοσύνη, τη συμμετοχή και αποδοχή για να αναπτυχθούν. Έτσι είναι κατανοητό γιατί η κλασσική επαρχιακή εικόνα, όπου ομάδες γυναικών συγκεντρώνονται καθισμένες στις αυλές, συμμεριζόμενες τούς καθημερινούς τους καημούς, είναι κάτι που ανήκει στο παρελθόν. Γι’ αυτό και οι άνδρες που μαζεύονται στα καφενεία να παίξουν χαρτιά και να δουν τηλεόραση εμφανίζονται σαν να παίζουν σε έργο βωβού κινηματογράφου. για τον ίδιο λόγο ’ίσως δίδεται τόση σημασία σε θέσεις εξουσίας και αίγλης.

Ό περιοριστικός και ανταγωνιστικός ιστός των σχέσεων όπου ζει ο άνθρωπος της επαρχίας, έχει δημιουργήσει μια νοοτροπία που υποσκάπτει την κοινοτική ζωή περισσότερο. Η έμφαση στο να είσαι «κοινωνικά αποδεκτός» σημαίνει ότι πρέπει να υπακούσεις αυστηρά  στους κανόνες της νεοπλουτίστικης και πολλές φορές πουριτανικής κουλτούρας όπου ζεις. Είναι αξιοθαύμαστο πώς οι άνθρωποι  στην  επαρχία τρομοκρατούνται αν κάποιος προτείνει κάτι αντίθετο με Αυτό το status quo. Η αιτία γι’ αυτή την αντίσταση είναι ότι φοβούνται πώς πηγαίνοντας αντίθετα προς αυτούς τούς καθιερωμένους κανόνες θα στιγματισθούν κοινωνικά και θα απορριφθούν, εντείνοντας τα αισθήματα εγκατάλειψης και τελικά χάνοντας την αίσθηση τού εαυτού τους. Αυτό έχει συμβάλει ώστε ο άνθρωπος της επαρχίας να προσκολλάται περισσότερο στα παιδιά του και να δημιουργεί φατρίες, συσχετιζόμενος με την ευρύτερη οικογένειά του. Η στενά συνυφασμένη κοινωνική δομή της επαρχιακής πόλης μπορεί να γίνει ένας στραγγαλιστικός ιστός για έναν νέο, ο όποιος θέλει και έχει ανάγκη να εκφράσει την ανεξαρτησία του. Υπάρχει μια σύγχυση μεταξύ των κοινωνικών και οικογενειακών ορίων. Ο κοινωνικός κύκλος κάποιου είναι συνήθως επικεντρωμένος γύρω από συγγενείς που μαζεύονται όχι για να επικοινωνήσουν διαπροσωπικά, αλλά να επιδείξουν τα υλιστικά τους επιτεύγματα υπό τη σκιά των ανταγωνιστικών τους προσπαθειών και να φάνε. Αλλά επειδή η τροφή, λόγω της αφθονίας, έχει χάσει τη δυνατότητα να επιτυγχάνει κοινωνική ζωή και επικοινωνία, κοινωνικές και οικογενειακές συγκεντρώσεις γίνονται έκφραση λαιμαργίας, με αποτέλεσμα μετά το πέρας τους να δημιουργούν περισσότερο το αίσθημα του κενού και της ανα¬γνώρισης της μοναξιάς.

Ή αποστολή της Εκκλησίας  στην  επαρχία είναι να συγκεντρώσει από κοινού τούς ανθρώπους, που ίσως δεν είναι άγνωστοι μεταξύ τους, αλλά που καλλιεργούν μια επιφανειακή, ραγισμένη και πολλές φορές εχθρική σχέση και να σχηματίσει μια χριστιανική κοινότητα που καλλιεργεί αγάπη, κατανόηση και αποδοχή. για να επιτευχθεί Αυτό δεν πρέπει να παρασυρθούμε από τις «προσωπικές» αλλά επιφανειακές σχέσεις, που ίσως να υπάρχουν, ή τη σύμπνοια, που ίσως εκδηλώνεται σε δύσκολες στιγμές. Αυτό θα μάς επιτρέψει να δημιουργήσουμε μονά-χα μια ψευδαίσθηση ότι έχουμε φθάσει την «ενότητα της πίστεως». θα διαιωνίσει επίσης τον ανταγωνισμό και την αντιζηλία που επικρατούν και που δεν επιτρέπουν να αναπτυχθούν αυθεντικές, αγαπητικές σχέσεις.

Ακόμη πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι όσο η Εκκλησία προσπαθεί να εκφράσει τον εαυτό της με ένα δικανικό και τετριμμένο (απλοϊκό) τρόπο, θα περιτυλίσσεται περισσότερο στο σφικτό ιστό τού περιοριστικού στυφνού τρόπου ζωής που δεν εκφράζει ελευθερία και ευρύτητα. Ούτε θα βοηθήσει τον άνθρωπο της επαρχίας να αναλάβει την ευθύνη τού εαυτού του να τον ελευθερώσει από τις εγωκεντρικές του ιδεοληψίες και δεισιδαιμονίες, επιτρέποντας του να φθάσει σε υψηλότερο επίπεδο ωριμότητας και να αποκτήσει ευρύτερη, οικουμενική θεώρηση τού κό¬σμου.

 

Περιοδικό Σύναξη, Τεύχος 42, Απρίλιος-Ιούνιος 1992, σελίδες 15-25

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. George Bernanos, The Diary of a Country Priest, The Macmillan Company, New York 1962, p. 7-8.

2. A. Τσέχωφ, Τρεις ’Αδελφές, μετάφραση Γιώργος Σεβαστίκογλου, ’Ανοιχτό Θέατρο, Αθήνα 1989, σελ. 61.

3. Κ.Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και Πεζά, Εκδοτική Έρμης ΕΠΕ, ’Αθήνα 1979, σελ.

142.

4. C.G. Jung, “The Spiritual Problem of Modern Man”, Modern man in Search of a Soul, Harcourt, Brace and World Inc., New York 1933, p. 197.

5. Vladimir Lossky, “Tradition and Traditions”, The Meaning of Icons, Otto Walter Ltd., Ohten, Switzerland 1952, p. 19.

Περιγράφοντας την επαρχιακή ζωή της Ρωσίας, ο Τσέχωφ, στο έργο του Τρεις Αδελφές, γράφει: «Στη Μόσχα, κάθεσαι σε μια απέραντη αίθουσα εστιατορίου, κανέναν δεν ξέρεις και κάνεις δε σε ξέρει, και παρ’ όλα αυτά δεν αισθάνεσαι ξένος. Εδώ όλους τούς ξέρεις κι όλοι σε ξέρουν και παρ’ όλα αυτά είσαι ξένος, ξένος… ξένος και κατάμονος», όπου παρ., σελ. 30.

 

Αφήστε μια απάντηση