Πεζά κείμενα

ΒΑΡΔΙΑΝΟΣ ΣΤΑ ΣΠΟΡΚΑ, ΙΙ

Συνέχεια από το: Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης – ΒΑΡΔΙΑΝΟΣ ΣΤΑ ΣΠΟΡΚΑ, Ι


 …

― Τίνος εἶν᾽ αὐτὸς ὁ τάφος; Ποιὸς πέθανε; ἠδυνήθη νὰ ἐρωτήσῃ μὲ τρέμουσαν φωνὴν ἡ Σκεύω.

Τῆς δυστυχοῦς εἶχε κακοβάλει ὁ νοῦς της διὰ τὸν υἱόν της, καὶ ἐντεῦθεν ὁ φόβος καὶ ἡ μεγάλη ταραχὴ ἅμα εἶδε τοὺς διδύμους τάφους.

Ὁ Γιάννης ὁ Μπρίκος ἔστρεψεν ἀμελὲς βλέμμα πρὸς τοὺς τάφους, ἐσιώπησε πρὸς στιγμήν, ἔβηξε, καὶ εἶτα εἶπε:

― Μιὰ γυναίκα εἶχε πεθάνει σήμερα ἐδῶ μὲ τὸ παιδί της. Σοῦ εἶπα, θεια-Σκεύω, ποιὸς ἐρωτᾷ ἐδῶ ποιὸς θὰ ζήσῃ καὶ ποιὸς εἶναι γιὰ πεθαμό;

― Καὶ τί γυναίκα ἦτον; ἠρώτησε καθησυχάσασα ἐν μέρει ἡ Σκεύω.

― Σμυρνιά, θαρρῶ, ἦτον… ἢ Πολίτισσα… ποιὸς ξέρει… χθὲς εἶχεν ἔρθει μὲ τὸ καράβι ἐκεῖνο ἐκεῖ.

Κ᾽ ἐδείκνυεν ἀντικρὺ ἓν τῶν πλοίων.

― Πῶς δὲ μοῦ εἶπες, Γιάννη, ἐξηκολούθησεν ἡ Σκεύω, ποῦ εἶναι τὸ καράβι πού ᾽ν᾽ ὁ γυιός μου μαζί;

Τὴν ἐρώτησιν ταύτην ἤθελε νὰ ὑποβάλῃ πρὸ πολλοῦ, ὅταν ἔπλεον ὁμοῦ ἐπὶ τῆς φελούκας, ἀλλὰ τὴν εἶχε προπάρει τόσον ὁ Γιάννης μὲ τὸν βάναυσον τρόπον του, ὥστε ἡ πτωχὴ γυνὴ ἀπεθαρρύνθη καὶ ἀνέβαλε τὴν ἐρώτησιν.

― Καὶ ποῦ ξέρω ἐγώ, θεια-Σκεύω; Εἶπαν πὼς ἦρθε καὶ πὼς ἦτον ἄρρωστος… Ἂν ἦρθε, θὰ εἶναι μὲ κανέν᾽ ἀπ᾽ αὐτὰ τὰ ξένα καράβια, γιατὶ τὸ ντόπιο, τοῦ καπετὰν Γρατσιώτη, ποὺ ἦτον λοστρόμος μαζί, δὲν ἔχει ἐρθῆ… Ἂν ὁ γυιός σου ἦρθε θὰ πῇ ὅτι εἶχε ξεμβαρκάρει στὴν Πόλη, καὶ μβαρκάρισε μὲ κανένα ξένο, ποὺ ἦτον γιὰ δῶ.

― Καὶ πῶς δὲ μπόρεσες νὰ μάθῃς, Γιάννη; εἶπε μετὰ παραπόνου ἡ Σκεύω.

― Μοῦ κακοφαίνεται κ᾽ ἐμένα, θεια-Σκεύω ποὺ δὲ μπόρεσα νὰ τὸ μάθω… Μὰ ποῦ νὰ ξέρω πὼς ἤσουν νὰ ᾽ρθῇς γιὰ δῶ τουλόγου σου, καὶ πὼς θὰ σ᾽ ἐβλέπαμε βαρδιάνο στὰ σπόρκα;

* * *

Λαβὼν ὁ ἰατρὸς τὸν φάκελον, τὸν ὁποῖον ἔτεινεν αὐτῷ ὁ Γιάννης ὁ Μπρίκος, τὸν ἤνοιξε καὶ ἀνέγνωσε τὸ ἐν αὐτῷ ἔγγραφον. Τὸ ἔγγραφον ἦτο οἱονεὶ διορισμὸς καὶ πιστοποιητικὸν ταυτότητος τοῦ ἀποστελλομένου δι᾽ ἓν τῶν ἐπιχολέρων πλοίων φύλακος, τὸν ὁποῖον ὁ ὑγειονόμος ἐπέμενε νὰ ὀνομάζῃ Σταμάτην Γυρατσίνην.

Ὁ ἰατρὸς ἔκαμε ζωηρὸν κίνημα δυσφορίας, καὶ τὸ ἔγγραφον τοῦ ἐξέφυγε τὰς χεῖρας.

― Νὰ πάρῃ ὁ ντιάολος! εἶπε· καὶ ποιὸς εἶν᾿ αὐτὸς ὁ Σταμάτης Γκυρατσίνης;… Φέρε τον ἐντῶ.

Ὁ Γιάννης ἐστράφη πρὸς τὸν ὄπισθέν του ἱστάμενον σύντροφόν του καὶ τὸν ἔδειξε:

― Νά τος! εἶπε.

Ὁ ἰατρὸς ἐμειδίασεν, ἐκάγχασεν, ἐκάπνισε θορυβωδῶς τὸ τσιμπούκι του, ἐπλατάγισε τὰ χείλη, ἀπέπνευσε μεγάλην ἕλικα καπνοῦ ἀπὸ τὸ στόμα, καὶ εἶπε:

―Ἔλα ντῶ! ποιὸς εἶσαι;

Ἡ θεια-Σκεύω ἐπλησίασε τρέμουσα.

―Ἐγὼ εἶμαι, γιατρέ, εἶπε.

― Καὶ εἶσαι τοῦ λόγκου σου, ὁ Σταμάτης Γκυρατσίνης;

Ἡ θεια-Σκεύω ἔκαμε διφορούμενον νεῦμα· κάτι τι τὸ ὁποῖον ἠδύνατο νὰ ἐκληφθῇ ὡς ναὶ καὶ ὡς ὄχι.

Ὁ ἰατρὸς ὕψωσε τὸ κηρίον τὸ ὁποῖον ἐκράτει, ἔβαλε τὰ γυαλιά του, τὰ ὁποῖα ἐκρέμαντο δι᾽ ἱμάντος ἀπὸ τοῦ λαιμοῦ του, κ᾽ ἐκοίταξε τὸ μυστηριῶδες ἄτομον.

―Ἔλα σιμότερα, εἶπε.

Μὲ ἀποφασιστικότητα τιμῶσαν αὐτὴν μεγάλως, ἡ θεια-Σκεύω δὲν ἔδωκε καιρὸν εἰς τὸν ἰατρὸν νὰ τελειώσῃ τὴν ἐπιθεώρησίν του, ἀλλὰ κύψασα πρὸς τὸ οὖς του τοῦ εἶπε:

―Ἐγὼ εἶμαι ἡ Σκεύω, ἡ Γιαλινίτσα… ποὺ μὲ λένε κάποτε καὶ Σαβουρόκοφα.

Ὁ ἰατρὸς ἀνετινάχθη ὅλος ἐπὶ τοῦ στελέχους ἐφ᾽ οὗ ἐκάθητο καὶ ἐκάγχασε θορυβωδῶς.

― Χά, χὰ χά!…χὰ χὰ χά! Νὰ πάρῃ ὁ ντιάολος… ἐκεῖνο τὸ ὑγκειονόμο τὸ στραβούλιακα… ποὺ εἶναι καὶ φίλος μου!… χὰ χὰ χά! Καὶ ντὲν ηὗρε ἄλλο ὄνομα νὰ σοῦ ντώσῃ, ἑνὸς ζωντανοῦ, μόνον σοῦ ἔντωσε τὸ ὄνομα τοῦ πεταμένου… χὰ χὰ χά!

Εἶτα ἐπέφερε:

―Ἀν-καλὰ τί λέω ἐγκώ;… τὸ ὄνομα τοῦ ζωντανοῦ εἶναι κάποιου… τὸ ὄνομα τοῦ πεταμένου ντὲν ἔχει ἰντιοκτήτη, εἶναι ἔρμο… Ἔξυπνος ἐφάνη ὁ στραβούλιακας ποὺ σοῦ ἔντωκε τὸ ὄνομα τοῦ πεταμένου.

Εἶτα εὐθὺς ἠρώτησε:

― Καὶ τί σοῦ ἦρτε, Σκεύω, νὰ τὸ κάμῃς αὐτό;

Ἡ Σκεύω τὴν ἐρώτησιν ταύτην ἐπερίμενε.

― Γιὰ τὸ Θεό, γιατρέ, νά ᾽χῃς πολλὴ ζωίτσα… καὶ νὰ σοῦ δώσῃ ὁ Θεὸς ὅ,τι ἐπιθυμεῖς… νά ᾽χῃς καὶ καλὴ ψυχή… δὲν μοῦ λές, τί γίνεται ὁ γυιός μου, ὁ Σταῦρος; Εἶναι καλά; πέθανε; ζῆ; τὸν εἶδες τουλόγου σου;

Ὁ ἰατρός, ὅστις ἐξηκολούθει τὴν θορυβώδη εὐθυμίαν του, διεκόπη, ἀνεκάλεσε τὰς προσφάτους ἐκ τῶν ἐπισκέψεων τῆς ἡμέρας ἐντυπώσεις του καὶ εἶπεν:

―Ἄ! Ὁ Σταῦρος… τοῦ Γιαλῆ… Ὁ λοστρόμος… εἶναι γυιός σου. Ἄ! ναί… εἶναι ἄρρωστος… ὑπέφερε πολὺ… μὰ ντὲν ἔχει ἀνάγκη… τὰ ζήσῃ.

Ἡ Σκεύω ἀνέπνευσε.

― Ν᾽ ἁγιάσῃ τὸ στόμα σου, γιατρέ, καὶ τὰ χείλη σου, ποὺ μοῦ εἶπαν τὸν καλὸ τὸ λόγο, νὰ γίνουν μαλαματένια, σὰν τ᾽ Ἁι-Γιαννιοῦ τοῦ Χρυσοστόμου.

Ὁ ἰατρὸς ἐκολακεύθη ἐκ τῆς εὐχῆς, ἐμειδίασε, καὶ εἶτα πάλιν ἐπανῆλθεν εἰς τὸν φίλον του, ὡς τὸν ὠνόμαζε, τὸν ὑγειονόμον.

― Μὰ νὰ πάρῃ ὁ ντιάολος, τί τοῦ ἦρτε τοῦ φίλου μου, τοῦ ὑγκειονόμου, τοῦ στραβούλιακα, καὶ σὲ ἀγκαζάρισε γιὰ βαρντιάνο;… Ἢ ἤτελες τουλόγκου σου;

―Ἐγὼ τὸ ἤθελα… δὲν μπόρεσα νὰ μάθω γιὰ τὸ γυιό μου, κ᾽ ἦρθα νὰ τὸν ἰδῶ.

―Ἄ! κ᾽ ἐγκέλασες τὸ ὑγκειονόμο, τὸ στραβούλιακα;

― Δὲν τὸν ἐγέλασα, τόσον ἐγώ, εἶπε μετ᾽ ἀμηχανίας ἡ Σκεύω, ὅσο γελάστηκε μοναχός του.

― Πῶς;

Καὶ ὁ ἰατρὸς ἐξηκολούθει νὰ ροφᾷ μεγάλας εἰσπνοὰς καπνοῦ, νὰ ἐκπέμπῃ πυκνὰ νέφη περὶ τοὺς παχεῖς καστανοὺς μύστακάς του, νὰ ἀκτινοβολῇ ἀπὸ εὐθυμίαν καὶ ν᾽ ἀκροᾶται.

―Ἐγὼ ἤμουν σὰν παλαβή, σὰν τὸ ἔμαθα, ποὺ μοῦ τὸ ἐφώναξε μιὰ κλήρα προχτὲς τὸ βράδυ, ἀπὸ μιὰ βάρκα μέσα, πὼς ὁ γυιός μου εἶναι ἄρρωστος ἀπὸ χολέρα.

―Ἄ!… λοιπόν;

―Ἐγὼ ἐγονάτισα μπροστὰ στὰ κονίσματα, κ᾽ ἐπαρακάλεσα τὴν Παναγίτσα μου, μιὰ μικρὴ Παναγίτσα ἀσημωμένη ποὺ ἔχω, νὰ μὲ λυπηθῇ καὶ νὰ μοῦ στείλῃ καλὰ μαντᾶτα ἀπὸ τὸ Σταῦρο ἢ νὰ μὲ φωτίσῃ τί νὰ κάμω…

― Ὕστερα;

―Ἐμένα ἡ Μεγαλόχαρη καλὰ μαντᾶτα δὲν ηὐδόκησε νὰ μοῦ στείλῃ, γιατὶ ἤμουν ἁμαρτωλή, ἔξω ἀπ᾽ αὐτὰ ποὺ σ᾽ ἐφώτισε νὰ μοῦ δώσῃς, γιατρέ μου… μονάχα μ᾽ ἐφώτισε, σὰν ἦτον πολὺ δύσκολο νὰ μὲ πάρουν οἱ βαρκάρηδες νὰ μὲ φέρουν, ὅπως ἤμουν μὲ τὴ γυναίκεια φορεσιά μου, στὸ νησὶ μέσα γιὰ νὰ βρῶ τὸ γυιό μου, μ᾽ ἐφώτισε νὰ φορέσω ἀντρίκεια καὶ νὰ πάω βαρδιάνος στὰ σπόρκα.

Ὁ ἰατρὸς ἀνεκάγχασε θορυβωδῶς.

―Ἄ! χὰ χὰ χά! ντιάολο! παράξενο! βαρντιάνος στὰ σπόρκα! Ἄ! ντιάολο! Καὶ τὸ στραβούλιακα τὸ ὑγκειονόμο;…

Ἡ Σκεύω ἐξηκολούθησε:

― Σὰν ἔβαλα τὰ φορέματα τοῦ μακαρίτη τ᾽ ἀνδρός μου κ᾽ ἐκοίταξα στὸν καθρέφτη, μοῦ φάνη πὼς μοῦ πήγαιναν καλά, καὶ μοῦ φάνη πὼς ὡμοίαζα, κοντούλα ὅπως εἶμαι, μὲ τὸ γερο-Σταμούλη τὸν Καρδαράκη, τὸν παλιὸ γείτονά μου, ποὺ ἤμαστε ἕναν καιρὸ γειτόνοι στὸν ἐλιώνα, ἀπάνω στὴν Κορακοφωλιά, ποὺ τὸν ἔδωκε τώρα προικιὸ τῆς κόρης του. Σὰν εἶδα πὼς ὡμοίαζα μὲ τὸ Σταμούλη τὸν Καρδαράκη καὶ στὸ μπόι, καὶ στὸ μουστάκι, καὶ σ᾽ ὅλα, ἄρχισα κ᾽ ἐγὼ νὰ καμαρώνω, νὰ σιάζωμαι στὸν καθρέφτη, κ᾽ ἐγύρευα νὰ μοιάσω ἀκόμα πλιότερο μὲ τὸν παλιὸ τὸν γείτονά μου. Ἔβαλα τὸ φέσι καθὼς τὸ φορεῖ ὁ Σταμούλης, ἐζώστηκα τὸ κίτρινο ζουνάρι τρεῖς πιθαμὲς πλατύ, ὅπως τὸ ζώνεται ὁ Σταμούλης, ἔκαμα καὶ τὴ σέλλα* τοῦ βρακιοῦ ὅπως τὴν κάνει ὁ Σταμούλης, ὕστερα, σὰν τὰ ἔβγαλα τὰ ροῦχα, ἔλεγα πότε νὰ τὰ ξαναφορέσω, κι ἀποφάσισα μὲ κάθε τρόπο νὰ ᾽ρθῶ μέσα στὸ νησί, νὰ περάσω γιὰ βαρδιάνος.

Ὁ κ. Βίλελμ Βοὺντ εὕρισκε μεγάλην τέρψιν εἰς τὴν ἀκρόασιν τῆς διηγήσεως ταύτης. Ἠραίωσε τὰ ροφήματα τοῦ τσιμπουκίου του, ἔπαυσε τοὺς πλαταγισμοὺς τῶν χειλέων, ἐγέλα καὶ ἤκουε.

― Λοιπόν;

―Ἐγὼ πῆγα καὶ ηὗρα τὸ Νίκα, τὸ φύλακα ποὺ ἦτον πρῶτα στὰ πέρα Λαζαρέτα, τὸ συμπέθερό μου, καὶ τὸν ἐπαρακάλεσα νὰ κάμῃ νόμο-τρόπο* νὰ καταφέρῃ ἕνα βαρκάρη φίλο του νὰ μὲ πάρῃ, ἔτσι ὅπως ἤμουν, γυναίκα, στὴ βαρκούλα του μέσα, νὰ μὲ φέρῃ στὸ νησί. Ὁ Νίκας μοῦ εἶπε πὼς τὸ βλέπει πολὺ δύσκολο. Δὲν ἄφηναν κανέναν ἄλλον, ἔξω ἀπὸ κεινοὺς ποὺ ἔχουν ἄδεια, νὰ ζυγώσῃ στὴν καραντίνα…

― Ὕστερα;

― Τότες ἔκαμα ἀπόφαση καὶ τοῦ λέω τοῦ συμπέθερου, τοῦ Νίκα: «Γιά νὰ σοῦ πῶ, ξέρεις τί μ᾽ ἐφώτισε ὁ Θεός; Θὰ φορέσω ἀντρίκεια καὶ θὰ περάσω γιὰ βαρδιάνος. Ἐσύ, ποὺ ἔχεις τὰ μέσα, νὰ πῇς τ᾽ ἀφεντικοῦ σου νὰ μὲ γράψῃ στὰ χαρτιά, γιὰ νὰ μὲ βάλουν βαρδιάνο. Ἐδοκίμασα τὰ ροῦχα τοῦ μακαρίτη τ᾽ ἀνδρός μου, καὶ μοῦ ἔρχονται καλά, καὶ μοιάζω μὲ τὸ Σταμούλη τὸν Καρδαράκη ὅταν τὰ φορέσω. Πὲς τοῦ κὺρ ἐπιστάτη πὼς μὲ λένε Σταμούλη Καρδαράκη».

Ὁ ἰατρὸς ἐκάγχασε θορυβωδῶς:

―Ὤ! ντιάολο! καὶ ὕστερα;… πῆες στὸν ἐπιστάτη… καὶ στὸ ὑγκειονόμο, τὸ στραβούλιακα, τὸ φίλο μου; Καὶ πῶς ἀπὸ Καρνταράκης ἔγινες Γκυρατσίνης;

―Ὁ Νίκας, ὁ συμπέθερός μου, σὰν τ᾽ ἄκουσε, τοῦ φάνηκε παράξενο, καὶ ἄρχισε νὰ κλαίῃ ἀπὸ τὸ ἕνα μάτι, τόσον ἐπαραπονέθηκε, ποὺ μὲ εἶδε νὰ ἐπιμένω νὰ ᾽ρθῶ νά ᾽βρω τὸ παιδί μου… καὶ μὲ τὸ ἕνα μάγουλο ἄρχισε νὰ γελᾷ… κ᾽ ἐσφόγγιζε τὰ δάκρυά του, καὶ δὲν ἐμάζωνε τὰ χείλη του… Καὶ ὕστερα τὸ εἶπε τοῦ ἐπιστάτη… Κι ὁ ἐπιστάτης, σὰν νὰ τὸν εἶχα ὁρμηνεμένον, τοῦ εἶπε νὰ πάω νὰ παρουσιαστῶ στὸ λιμεναρχεῖο τὸ βράδυ-βράδυ, ποὺ δὲ θὰ μ᾽ ἔβλεπαν καλά…

―Ὤ! ντιάολο! καὶ ηὗρες ἐκεῖ καὶ τὸ ὑγκειονόμο, τὸ στραβούλιακα;

― Τὸ βράδυ-βράδυ πῆγα, κ᾽ ἦτον ἐκεῖ ὁ ὑγειονόμος, κι ὁ ἐπιστάτης, κι ὁ λιμενάρχης, οἱ τρεῖς τους, κλεισμένοι μὲς στὴ μέσα κάμαρη… Κ᾽ ἐμᾶς μᾶς ἔβαλαν νὰ καρτεροῦμε στὴν ὄξου κάμαρη, γιὰ νὰ νυχτώσῃ ἀκόμα, σὰν νὰ τοὺς εἶχα ὁρμηνεμένους… Κι ἄλλοι πέντ᾽ ἓξ γέροι ποὺ καρτεροῦσαν ἐκεῖ, νά ᾽ρθ᾽ ἡ ἀράδα τους, νὰ παρουσιαστοῦν στ᾽ ἀφεντικά, γιὰ νὰ μβοῦν βαρδιάνοι, μ᾽ ἐπῆραν γιὰ ξένο, καὶ μ᾽ ἐρώτησαν, κ᾽ ἐγὼ τοὺς εἶπα πὼς ἤμουν ἀπ᾽ τὰ Εἰκοσιτέσσερα Χωριά. Ὕστερα ἕνας-ἕνας παρουσιάστηκαν κ᾽ ἐπῆραν τὸ χαρτί τους, κ᾽ ἐμβῆκαν βαρδιάνοι. Στὰ ὑστερνὰ ἦρθεν ἡ ἀράδα μου νὰ παρουσιαστῶ κ᾿ ἐγώ.

―Ἔ! καὶ τότε;

―Ἐγὼ ἐμβῆκα μέσα τρέμοντας, καὶ λίγο ἔλειψε νὰ μοῦ φανῇ ὁ οὐρανὸς σφοντύλι. Καὶ πιάστηκα ἀπ᾽ τὴν πόρτα γιὰ νὰ μὴν πέσω. Κι ὅσο νὰ μβῶ μέσ᾽ ἀπ᾽ τὴν πόρτα, παρακάλεσα τὴν Παναγιὰ καὶ μὄδωσε θάρρος… Κι ὁ ὑγειονόμος, ἅμα μὲ εἶδε…

―Ἄ!

― Μοῦ λέει, σὰν νὰ τὸν εἶχα ὁρμηνεμένον: «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Σταμάτης ὁ Γυρατσίνης;… Τί γίνεσαι Σταμάτη;… Γηράσαμε, Σταμάτη, γηράσαμε…» Κ᾽ ἐγὼ τότε, χωρὶς νὰ τὸ συλλογισθῶ, «Μάλιστα, λέω, ἐγὼ εἶμαι ὁ Σταμάτης ὁ Γυρατσίνης… Τί κάνεις, κὺρ ὑγειονόμε; Εἶσαι καλά;…»

Ὁ ἰατρὸς ἀνεπήδησεν ἀπὸ τοῦ στελέχους ἐφ᾽ οὗ ἐκάθητο, διότι σφοδρὸς γέλως ἀνετίναξεν ὅλον τὸ σῶμά του, καὶ ᾐσθάνετο τὴν ἀνάγκην νὰ καγχάσῃ ἐν ἀνέσει.

―Ὤ! ντιάολε! ὤ! ντιάολε!… τώρα καταλαβαίνω… σ᾽ ἐπῆρε γιὰ τὸν πεταμένο… Κ᾽ ἐσὺ σὰν σοῦ ἦρτε, σὰ μποῦφος*, ἕτοιμο ὄνομα, τὸ ἐντέχτης, καὶ ἐπαρατήτηκες ἀπὸ τὸ ἄλλο;

― Ναί.

― Ὢ ντιάολο!… τὸ στραβούλιακα… Κ᾽ ἐσὺ εἶπες μέσα σου, τί τέλω νὰ γκυρεύω ἄλλο ὄνομα, ἀφοῦ μοῦ ντίνει αὐτὸ ὁ ὑγκειονόμος. Ἔτσι;

― Ναί.

Ὁ ἰατρὸς ἐξηκολούθει νὰ καγχάζῃ ἐπὶ μακρόν, καὶ ἐπὶ πέντε λεπτὰ τῆς ὥρας δὲν ἔλαβε καιρὸν νὰ πλησιάσῃ εἰς τὸ στόμα τὸ μακρὸν τσιμπούκι του.

―Ὤ! ντιάβολο! τὸ στραβούλιακα!… Εἶναι παρατηρημένο, ἐπρόσθεσεν, ὡς νὰ ὡμίλει πρὸς ἑαυτόν, ὅτι κανένας, περισσότερο ἀπὸ ἕνα μισόστραβον δὲν ἠμπορεῖ νὰ πῇ μὲ τί ὁμοιάζει ἕνα πρᾶμα ποὺ ντὲν εἶναι ἐκεῖνο ποὺ φαίνεται… Κατὼς κ᾽ ἕνας στραβομούρης ἠμπορεῖ νὰ κάμῃ καλύτερα ἀπὸ κάτε ἄλλον μορφασμοὺς καὶ παντομίμες… κ᾽ ἕνας ποὺ ντὲν εἶναι πολὺ καταρόγκλωσσος ἠμπορεῖ νὰ μιμητῇ καλύτερα ἕναν τραυλὸν καὶ ψευντόν… κ᾽ ἕνας μισοαγκράμματος ἠμπορεῖ νὰ ντιαβάσῃ καλύτερα ἕνα κακογκραμμένο γκράμμα.

Ὁ ἰατρὸς ἀνέπνευσε πρὸς στιγμήν, ἐτράβηξε μαζωμένα πέντε ἢ ἓξ ροφήματα καπνοῦ, εἶτα ἐτίναξε τὸ τσιμπούκι του, κ᾽ ἐνῷ τὸ ἐγέμιζεν ἐκ νέου, ἐπανέλαβε:

―Ἔ! Καὶ ὕστερα;… ντὲν ηὗρες καμμιὰ ντυσκολία, καὶ οἱ ἄλλοι, ἔχοντας κολαοῦζο τὸν ὑγκειονόμον, σ᾽ ἐπαραντέχτηκαν γιὰ Σταμάτη Γκυρατσίνη καὶ σὲ ντιώρισαν βαρντιάνο…

―Ὁ ἐπιστάτης κάτι ὑπωπτεύθηκε, ἀπήντησεν ἡ Σκεύω.

―Ἄ!

―Ἐγύρισε καὶ εἶπε τοῦ Νίκα: «Μὰ ἐσὺ αὐτὸν ποὺ μοῦ ἐσύστησες τὸν ἔλεγες Καρδαράκη, τώρα πῶς βρίσκεται Γυρατσίνης;»

―Ἄ! κι ὁ Νίκας τί τοῦ εἶπε;

―Ὁ Νίκας τὰ ἐχρειάστηκε… λίγο ἔλειψε νὰ τὰ χάσῃ.

― Κ᾽ ὕστερα, πῶς μπόρεσε καὶ τὰ μπάλωσε;

― Τὸν ἐφώτισε ὁ Θεὸς καὶ τοῦ εἶπε, τοῦ ἐπιστάτη: «Τὸν λένε καὶ Καρδαράκη, μὰ αὐτὸ εἶναι παρατσούκλι, καὶ τοῦ κακοφαίνεται… τὸ καθ᾽ αὑτὸ ὄνομά του εἶναι Γυρατσίνης».

Ὁ κ. Βοὺντ ἐκάγχασε θορυβωδέστερον παράποτε.

― Μπράφο! Μπράφο! Χόχ! πραίχτιγ! φερμάχτ!*

Ἤναψε τὸ τσιμπούκι του, εἰσέπνευσε πεντάκις ἢ ἑξάκις, πλαταγίζων τὰ χείλη, καὶ ἐπανέλαβε:

― Κι ὁ ἐπιστάτης ἐγκελάστη μ᾽ αὐτό;

― Γελάστηκε.

― Ὕστερα, σοῦ ᾽ντωκαν τὸ καρτί σου, κ᾽ ἦρτες…

― Μοῦ τό ᾽δωκαν… Μονάχα ὁ λιμενάρχης εἶχεν ἀκόμα κάποια ὑποψία, κ᾽ ἔλεε: «Αὐτὸς φαίνεται σὰ γριὰ ζαρωμένη!»

Ὁ ἰατρὸς ἐκάγχασε διὰ τελευταίαν φοράν, εἶτα ὁ γέλως καὶ ἡ ἐκπνοὴ τοῦ καπνοῦ ἐξῆλθεν ὡς στεναγμὸς ἀπὸ τὸ στόμα του. Εἶχεν ἀποκάμει νὰ γελᾷ.

Ἐσκέπτετο ὅτι ἂν τοῦ παρεσκεύαζε καθημερινῶς ἀνὰ ἓν τοιοῦτον ἐπεισόδιον ὁ φίλος του ὁ ὑγειονόμος, τότε ἡ μοναξία καὶ ὁ ἀποκλεισμὸς ἐν τῇ ἐρημονήσῳ θὰ διέρρεεν ἀνεπαίσθητος δι᾽ αὐτόν. Ἀλλὰ καὶ μόνον τὸ συμβὰν τῆς ἑσπέρας ταύτης ἤρκει ν᾽ ἀντισταθμίσῃ πολλῶν ἡμερῶν ἀνίαν εἰς τὴν εὔθυμον καὶ ζωηρὰν φαντασίαν του.

* * *

Πρὸς τὰ ἐξημερώματα ὁ πάτερ Νικόδημος ὁ Μανασσὴς κατέβη ὡς συνήθως ἀπὸ τὸ κελλίον του, διὰ νὰ ψάλῃ τὸν ὄρθρον, διὰ τοῦ κομβοσχοινίου καὶ τοῦ «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ», εἰς τὸ μικρὸν ἰσόγειον χώρισμα τὸ χρησιμεῦον ὡς εὐκτήριος οἶκος. Ὅλην τὴν νύκτα ὁ γέρων μοναχὸς δὲν εἶχε κλείσει τὸ ὄμμα. Ἀφ᾽ ὅτου ἔχασε τὴν ἡσυχίαν του καὶ τὴν προσφιλῆ μοναξίαν του, δὲν εἶχε πλέον ὕπνον εἰς τοὺς ὀφθαλμούς του οὐδὲ εἰς τὰ βλέφαρά του νυσταγμόν. Ὅ,τι διὰ τοὺς ἄλλους ἦτο ἀποκλεισμὸς καὶ ἀνία ἀφόρητος, δι᾽ αὐτὸν ἦτο πολυθόρυβος συναγελασμὸς ἀνθρώπων καὶ τύρβη τοῦ κόσμου. Ἐκλείετο ἀπὸ ἐνωρὶς εἰς τὸν μικρὸν θαλαμίσκον του, τὸ μόνον ἐκ τῶν πέντε κελλίων τὸ ὁποῖον τοῦ εἶχαν ἀφήσει, καὶ αφοῦ ἔλεγε τὸ ἀπόδειπνον, μάτην ἐκάλει τὸν ὕπνον νὰ κατέλθῃ εἰς τοὺς ὀφθαλμούς του. Δίπλα, εἰς τὰ συνεχόμενα κελλία, ἔνθεν καὶ ἔνθεν, ἐνοσηλεύοντο ἀσθενεῖς τοὺς ὁποίους εἶχαν ἐκφέρει τὴν προτεραίαν ἀπὸ τὰ καταπλεύσαντα πλοῖα. Στεναγμοὶ πόνων, ἐνίοτε ρόγχοι ἀγωνίας, ἠκούοντο. Εἶτα ἐπήρχετο σιωπὴ καὶ ἡσυχία, βαρεῖα ὡς κουφόβρασις, ὡς συννεφόκαμα καὶ βεβαρημένη ἀτμοσφαῖρα, κυοφοροῦσα βροχήν. Μόνον πρὸς ὄρθρον βαθύν, εἰς τὸ δεύτερον λάλημα τοῦ πετεινοῦ, ὁ ὕπνος ἐπῆλθεν εἰς τὸ καταπονημένον σῶμα τοῦ μοναχοῦ, καὶ ἠδυνήθη ν᾽ ἀποκοιμηθῇ ἐπὶ μίαν ὥραν. Εἶτα ἐξύπνησεν ἀπὸ φωνὰς καὶ ἐναγωνίους ὁμιλίας, ἀκουσθείσας ἐκ τοῦ παρακειμένου κελλίου. Εἶτα ἐφόρεσε τὸ ράσον του καὶ ἐξῆλθε.

Κάτω εἰς τὴν ὑπόστεγον αὐλήν, τὴν παραλλήλως ἐκτεινομένην εἰς ὅλην τὴν σειρὰν τῶν κελλίων, δύο μεγάλαι ἀναδενδράδες ἀνήρχοντο ἐπιστέφουσαι τὴν κορυφὴν τῆς στοᾶς, καὶ οἱ πόδες ἐπάτουν ἐφ᾽ ὑψηλῆς πεζούλας, ἐν εἴδει αἱμασιᾶς, πλαισιούσης τὴν ἄμπελον καὶ τὸν κῆπον τὰ ὁποῖα ἦσαν προωρισμένα νὰ δῃωθῶσιν ἀπὸ τὴν ἀνήκουστον ἐπιδρομὴν τὴν ἐπισυμβᾶσαν κατ᾽ ἐκεῖνο τὸ ἔτος. Δεξιὰ εἰς τὸν βλέποντα πρὸς μεσημβρίαν ἦτο ὁ κῆπος, ἀριστερὰ ἡ ἄμπελος. Εἰς τὸ μεταξὺ τοῦ κήπου καὶ τῆς ἀμπέλου ἦτο δρομίσκος, φέρων εἰς τὸ πηγάδιον. Εἰς τὸν δρομίσκον κατήρχετό τις διὰ κλίμακος μὲ τρία ἢ τέσσαρα σκαλοπάτια, πατῶν ἐπὶ χόρτων καὶ βρύων, τὰ ὁποῖα ἤρχισαν ἤδη νὰ ξηραίνωνται, πατηθέντα ἀπὸ ἀγνώστους πόδας. Διὰ τοῦ δρομίσκου ἔφθανέ τις εἰς τὸ πηγάδιον τὸ ὁποῖον εἶχεν ὀλίγον νερὸν ἀκόμη, καὶ ὁ πάτερ Νικόδημος κατέβη τὰ τρία σκαλοπάτια, διῆλθε τὸν δρομίσκον, καὶ ἔφθασεν εἰς τὴν σκιάδα, τὴν καλύπτουσαν τὸ πηγάδιον. Διπλῆ ἀλλόκοτος φλὸξ ἔλαμψεν ἀντικρύ του εἰς τὸ σκότος. Μόλις ἐπάτησε τὸν πόδα ὑπὸ τὴν σκιάδα καὶ δυνατὸς θόρυβος ἀγριμίου φεύγοντος ἠκούσθη. Ὁ πάτερ Νικόδημος ἐφώναξε δὶς καὶ τρίς: «Ψί! ψί! Μπαμπή! Μπαμπή! Μπαμπή!» ἀλλ᾽ εἰς μάτην. Τὸ ἀγρίμιον εἶχε γίνει ἄφαντον.

Ὁ πάτερ Νικόδημος ἔσεισε μελαγχολικῶς τὴν κεφαλὴν καὶ εἶπεν: «Αὐτὴ μοῦ δείχνει τὸν δρόμον μου! Κ᾽ ἐγὼ τί κάθομαι ἀνάμεσα εἰς τόσον κόσμον; Τί δουλειὰ ἔχω;»

Ἦτο ἡ γάττα του, ἡ προσφιλής του γάττα Μπαμπή, μαύρη ὡς ὁ ἔβενος, μὲ δύο λαμπρὰ ὄμματα φαιά, κυανᾶ, καὶ ἀορίστου χρώματος, λάμποντα εἰς τὸ σκότος. Τὸν εἶχεν ἰδεῖ, τὸν εἶχεν ἀναγνωρίσει καὶ ἐτράπη εἰς φυγήν. Ἄλλοτε, ὅταν ἤρχοντο ἀραιοὶ ξένοι ἐπάνω εἰς τὸ νησί, ἠγρίευε πρὸς αὐτούς, δὲν ἦτο χειροήθης εἰς κανένα, ἀλλὰ δὲν ἐθύμωνε διὰ τοῦτο μὲ τὸν προσφιλῆ της κύριον. Ἐξηκολούθει νὰ εἶναι φίλη εὐσταθὴς καὶ τιθασὴ πρὸς αὐτόν. Ἀπὸ ἑβδομάδος, ἅμα ἤρχισαν νὰ ἔρχωνται πλοῖα, καὶ ν᾽ ἀποβιβάζηται ἀσυνήθης πληθὺς εἰς τὴν νῆσον, ἠγρίευσεν, ἐθύμωσεν, ἔπαυσε νὰ εἶναι χειροήθης εἰς τὸν κύριόν της, καὶ τὴν ἄλλην ἡμέραν ἔφυγεν ὑψηλά, εἰς τοὺς λόφους καὶ ἐχώθη εἰς τὸ δάσος. Ἔκτοτε δὲν ἐπαρουσιάσθη πλέον εἰς τὸν κύριόν της. Ἐφαίνετο διαμαρτυρομένη ἐναντίον του διατί νὰ δεχθῇ τόσον κόσμον ἐπάνω εἰς τὸ βασίλειόν των, εἰς τὴν περιοχήν των, εἰς τὸ κτῆμά των.

Τὴν νύκτα, ἀφοῦ εἶχε ξεφαντώσει ἀπὸ τοὺς ἀρουραίους μέσα εἰς τοὺς θάμνους, εἶχε διψάσει φαίνεται, καὶ κατέβη νὰ πίῃ νερὸν εἴς τινα γούρναν, σιμὰ εἰς τὸ πηγάδι. Ἀλλ᾽ ἅμα εἶδε τὸν κύριόν της, ἐτράπη εἰς πείσμονα φυγήν.

Ὁ πάτερ Νικόδημος ἐστέναξε, κ᾽ ἐπλησίασεν εἰς τὸ πηγάδιον, καὶ ἤντλησε νερόν, διὰ νὰ νιφθῇ. Ἐνῷ ἐνίπτετο, παρέκει ὀλίγον, ὑπό τινα καλαμωτήν, ἀποτελοῦσαν δευτέραν σκιάδα ἐγγὺς τῆς πρώτης, ἠκούσθη ὁ κλωγμὸς μιᾶς ὄρνιθος.

―Ἄ! Πιτσινή μου! Πιτσινή μου! ἐστέναξεν ὁ πάτερ Νικόδημος, ἐσὺ εἶσαι;

Νέος κλωγμὸς ἀπήντησεν εἰς τὴν ἐπιφώνησιν τοῦ γηραιοῦ μοναχοῦ.

― Συλλογίζομαι νύκτα καὶ μέρα, ἤρχισε νὰ μονολογῇ ὁ πάτερ Νικόδημος, πῶς νὰ κάμω γιὰ νὰ τὴν γλυτώσω, μὴν πάθῃ κι αὐτὴ ὅ,τι ἔπαθεν ἡ ἄτυχη ἡ Κοτσινή. Ἄχ, Κοτσινή, Κοτσινή!

Ἡ Κοτσινὴ ἦτο ἡ ἄλλη προσφιλής του ὄρνις τὴν ὁποίαν τοῦ εἶχαν «φαρμακώσει»* πρὸ δύο ἡμερῶν οἱ ἐλθόντες ξένοι. Καὶ τὰς δύο, τὴν Πιτσινὴ καὶ τὴν Κοτσινή, τοῦ τὰς εἶχεν ἐμπιστευθῆ ὡς πολύτιμον παρακαταθήκην ὁ πάτερ Σισώης, ὁ δάσκαλος, ἀπὸ τὸ ἱερὸν κοινόβιον τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Σύρριζα εἰς τὸ βουνὸν εἶναι κτισμένον τὸ μοναστήριον, κάτω εἰς τὸ ρέμα, ἀνάμεσα εἰς τὰς καρυὰς καὶ εἰς τὰς πλατάνους, ὅπου πελώρια κλήματα ἕρπουσιν ἀνὰ τοὺς βράχους καὶ τοὺς κρημνούς, ἐξαπλούμενα εἰς τὰς αἱμασιὰς καὶ τὰς χαράδρας, καὶ οἱ καρποί των κρέμανται εἰς τοὺς ὑψηλοὺς κλῶνας τῶν πλατάνων, βορὰ τῶν ὀρνέων τοῦ οὐρανοῦ, ἢ σήπονται ἀπὸ τὴν δαψίλειαν τῆς ὑγρότητος εἰς τὰ ἄβατα φυλλώματα τῶν ὑψιερπῶν θάμνων. Σταλαγμὸς τοῦ οὐρανοῦ καὶ μαργαρίτης, ὡς δρόσος Ἀερμὼν ἡ καταβαίνουσα εἰς τὰ ὄρη, καλύπτει καὶ στολίζει δι᾽ ὅλου τοῦ ἔτους τὴν σκιερὰν καὶ εὔδροσον κοιλάδα. Κάτω ἀπὸ τὴν ρίζαν τοῦ βράχου ἀντηχεῖ ὁ ρόχθος τοῦ νεροῦ, ὁπόθεν ἐκβλύζον τὸ ρεῦμα μορμυρίζει ἐν μέσῳ βρύων καὶ χόρτων κατερχόμενον εἰς τὴν στέρναν, ἥτις ἔχει δύο διεξόδους, τὴν μίαν σιγανὴν καὶ ἔντεχνον πρὸς τοὺς κήπους καὶ τὰς αἱμασιὰς ὁλόγυρα, τὰς ὁποίας ἐκαλλιέργει μετὰ φιλοκάλου ἐπιμελείας ὁ πάτερ Μεθόδιος ὁ μυλωθρός, τὴν ἄλλην ραγδαίαν καὶ ὁρμητικὴν διὰ τῆς πελωρίας κοπάνας πρὸς τὸν νερόμυλον ὑποκάτω, ὅπου αἱ μυλόπετραι ἐγύριζον μετ᾽ ἰλιγγιώδους ταχύτητος ἀλέθουσαι τὸν σῖτον, καὶ ἡ φτερωτὴ κάτωθεν εἰς τὴν ἐκβολὴν τοῦ νεροῦ ἐστρέφετο γοργῶς τέμνουσα εἰς μυρίας ἰριδωτὰς ἀργυρόχρους διαθλάσεις τὸ ὕδωρ, πῖπτον πάλιν ἄφθονον εἰς τὴν κοίτην του, εἰς τὸ βάθος τῆς σκιερᾶς κοιλάδος. Ἐπάνω ἀπὸ τὰ θεμέλια τοῦ μοναστηρίου, ἀνὰ τὴν κλιτὺν τοῦ ὑψηλοῦ βουνοῦ, ὑψηλὰ ἀνάμεσα εἰς τοὺς θάμνους καὶ τοὺς ἀπατήτους βράχους, ὁ πάτερ Σισώης, πρῴην διδάσκαλος, ζητήσας τὴν γαλήνην τοῦ γήρατός του εἰς τὸ μοναστήριον, ἔτρεφεν ἢ μᾶλλον ἄφηνε νὰ τρέφηται ἀγέλη ὀρνίθων ὑπὲρ τὰ τριακόσια κεφάλια, εἰς τὴν ὁποίαν ἄγνωστος νόσος ἔπεσέ ποτε, ἐνσπείρασα τὸν θάνατον εἰς τὸ πλῆθος τῶν ὀρνίθων. Ἐλέχθη ὅτι ἄγνωστοι ἐχθροί του φθονήσαντες εἶχον ρίψει δηλητήριον, ἐπὶ τῇ προφάσει ὅτι δὲν ἔπρεπε, μοναχὸς ὤν, νὰ τρέφηται μὲ ὀρνίθια. Ὅπως καὶ ἂν ἔχῃ, ἀπὸ τὸ μέγα θανατικὸν ἐσώθησαν μόνον δύο ὄρνιθες, ἡ Πιτσινὴ καὶ ἡ Κοτσινή, τὰς ὁποίας ὁ πάτερ Σισώης παρέδωκε δι᾽ ἀσφάλειαν εἰς τὸν πάτερ Νικόδημον, τὸν ἐπίτροπον τῆς Μονῆς εἰς τὸ μετόχιον τῆς νήσου Τσουγκριᾶ. Ὁ πάτερ Νικόδημος τὰς εἶχε φυλάξει μέχρι τοῦδε ὡς κόρην ὀφθαλμοῦ, ἀλλ᾽ οἱ ξένοι οἱ ἐλθόντες κατ᾽ αὐτὴν τὴν δυστυχισμένην χρονιὰν εἰς τὴν νῆσον εἶχον ἁρπάσει τὴν μίαν καί, ἀφοῦ τὴν ἔσφαξαν, τὴν ἔβαλαν εἰς ξυλίνην σούβλαν, τὴν ἔψησαν καὶ τὴν ἔφαγαν. Περὶ τοῦ εἴδους τῆς παρασκευῆς τῆς ὄρνιθος δὲν ἀμφέβαλλεν ὁ πάτερ Νικόδημος, διότι ξένοι διαβατικοὶ δὲν θὰ εἶχον τὴν ὑπομονὴν καὶ τὰ μέσα νὰ τὴν μαγειρεύσωσι κατ᾽ ἄλλον τρόπον. Εἶχε γίνει μάλιστα περίεργος ἀπὸ ἀνεπαρκὲς ἴχνος, ἀπὸ ὀλίγιστα πτίλα τὰ ὁποῖα εἶχε παρατηρήσει τὴν πρωίαν τῆς προτεραίας κυλιόμενα ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, νὰ ἐξετάσῃ καὶ ν᾽ ἀνακαλύψῃ τοὺς τύπους τῶν ποδῶν τῶν ὀρνιθοκλόπων ἐπὶ τῆς ἄμμου, καὶ ὁδηγούμενος ὑπ᾽ αὐτῶν, νὰ εὕρῃ τὸ μέρος ὅπου εἶχον ἀνάψει πῦρ διὰ νὰ ψήσωσι τὴν ὄρνιθα, κάτω εἰς τὴν ἀκρογιαλιάν, τὴν σφένδαμνον ἀπὸ τὴν ὁποίαν ἔκοψαν τὴν ράμνον, τὴν ὁποίαν μετεχειρίσθησαν ὡς σούβλαν, καὶ κατὰ πιθανότητα, τὸ μικροκάικον εἰς τὸ ὁποῖον ἀνῆκον οἱ κλέπται. Ἀλλὰ δὲν τοὺς ὡμίλησε τίποτε. Εἶπε μέσα του, «ὁ Θεὸς νὰ τοὺς συγχωρήσῃ». Ἐλυπήθη μόνον τὴν ἄτυχην τὴν Κοτσινή, καὶ ἐστενοχωρεῖτο τί λόγον νὰ δώσῃ εἰς τὸν «δάσκαλον», ἂν οὗτος, μετὰ τόσην συρροὴν ξένων ἐπελθοῦσαν ἀπροσδοκήτως εἰς τὴν νῆσον, θὰ εἶχεν ἀκόμη τὴν ἰδιοτροπίαν νὰ τὸν ἐρωτήσῃ τί εἶχε γίνει ἡ Κοτσινή.

Ὁ πάτερ Νικόδημος, ἀφοῦ ἐνίφθη, ἐπλησίασεν εἰς τὸν ὀρνιθῶνα καὶ ἥπλωσε τὴν χεῖρα διὰ ν᾽ ἀποκομίσῃ ἐκεῖθεν τὴν Πιτσινήν. Εἶχε συλλογισθῆ μέσα του: «Τί ἀνόητος ποὺ εἶμαι! Ἀφοῦ χθὲς μοῦ ἔκλεψαν τὴν ἄλλη, καὶ τὴν ἀφήνω αὐτὴ μοναχή της τὴν νύκτα εἰς τὴν καλαμωτή, σιμὰ εἰς τὸ πηγάδι, ὅπου θὰ ἔλθουν νὰ πάρουν νερόν, καὶ ὅπου εἶναι σχεδὸν σίγουρα ὅτι θὰ μοῦ τὴν κλέψουν. Δὲν ἐφρόντισα νὰ τὴν ἐξασφαλίσω ἀποβραδύς, μόνον τὴν ἄφησα ὁλονυχτὶς εἰς τὴν τύχην της, κ᾽ ἐσκεπτόμην τί νὰ τὴν κάμω τὴν ἄλλην ἡμέραν, διὰ νὰ τὴν γλυτώσω, ἀφοῦ ὅλην τὴν νύκτα ἐκινδύνευεν ἐκτεθειμένη ἐδῶ! Χαμένα τὰ ἔχω! Ἔλα δῶ, Κοτσινή, Κοτσινή!»

Εἶτα, ἐννοήσας τὸ λάθος:

― Πῶς νὰ πῶ… Πιτσινή!

Καὶ στενάξας προσέθηκε:

― Τὴν καημένη τὴν Κοτσινή, στὸ στόμα μου κόλλησε!… Τώρα δὲ θὰ βρίσκωνται οὔτε τὰ κοκκαλάκια!

Ἔλαβεν εἰς τὰς χεῖρας τὴν ὄρνιθα, ἀνέβη εἰς τὸ κελλίον του, τὴν ἀπέθεσεν ἐντός, τῆς ἔρριψε τροφήν, καὶ ἐκλείδωσε τὴν θύραν. Εἶτα κατέβη εἰς τὸν εὐκτήριον οἶκον.

* * *

Τέσσαρες τοῖχοι παλαιοί, ὑγροὶ καὶ γυμνοί. Τέσσαρες εἰκόνες ἐπὶ τοῦ ἀνατολικοῦ τοίχου· τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου, τοῦ Προδρόμου καὶ τῶν Ἁγίων Φλώρου καὶ Λαύρου.

Δύο κανδῆλαι μὲ μεγάλα μετάλλινα καλύμματα, καταλαδωμένα. Ἓν ἀναλόγιον προσηρμοσμένον ἐπὶ τοῦ δεξιοῦ τοίχου, πρὸς τὸ μόνον παράθυρον. Τέσσαρα βιβλία, τὸ Ὡρολόγιον, ἡ Ὀκτώηχος, τὸ Ψαλτήριον καὶ ἡ Πανδέκτη, τρίτη εὐτελὴς κανδήλα μὲ μέγα ἐκ λευκοσιδήρου σκούφωμα ἀνερχόμενον καὶ κατερχόμενον διὰ τοῦ μηχανισμοῦ τῆς ἰσορροπίας, διὰ νὰ συγκεντρώνῃ τὸ φῶς ἐπὶ τοῦ βιβλίου καὶ ἐπὶ τῆς γενειάδος τοῦ ἀναγινώσκοντος· κανὲν στασίδιον· μία χονδρὴ ράβδος εἰς σχῆμα κεφαλαίου Τ προωρισμένη νὰ χρησιμεύῃ ἀντὶ στασιδίου εἰς τὸν ἀσκητὴν καὶ εἰς τὸν νυκτερινὸν εὐχέτην, τὸν ἐκτελοῦντα τὸν μοναστικὸν κανόνα του δι᾽ ὀρθοστασίας καὶ δι᾽ ἀνακυκλώσεως τοῦ κομβοσχοινίου μὲ τοὺς δακτύλους τῆς δεξιᾶς· τοιοῦτος ἦτο ὁ εὐκτήριος οἶκος τοῦ μετοχίου.

Αἱ κανδῆλαι ἔλαμπον μὲ ἀσύνηθες φῶς, ὄχι καλογηρικόν, καὶ ὡς σωστὰ πυροφάνια, διὰ τῆς ὑάλου τοῦ παραθύρου. Τοῦτο ἐξέπληξε κατ᾽ ἀρχὰς τὸν Νικόδημον, ἀλλ᾽ οὗτος ἐσυλλογίσθη εὐθὺς ὅτι γυνή τις ἐκ τῶν ἀπὸ χθὲς καὶ προχθὲς γειτονισσῶν του, αἵτινες ἐνοσήλευον οἰκείους πάσχοντας, ἀποβιβασθέντας ἀπὸ τῆς προχθὲς ἐκ τῶν πλοίων καὶ ἐγκατασταθέντας εἰς τὰ τρία ἐκ τῶν κελλίων, θὰ ἤναψεν ἐξ εὐλαβείας τὰ κανδήλια, ἀφοῦ ἐξεφιτίλισε καὶ ἐσήκωσεν ὑψηλὰ τὰς θρυαλλίδας, καὶ διὰ τοῦτο ἔλαμπον ὡς πυροφάνια ἁλιευτικά. Ἤνοιξε τὴν θύραν καὶ εἰσῆλθε. Γυνή τις ἐκάθητο εἰς τὸ χθαμαλὸν ἀνάβαθρον, τὸ εὑρισκόμενον παρὰ τὴν βάσιν τοῦ ἀναλογίου. Ὁ πάτερ Νικόδημος δὲν ἐξεπλάγη. Εἶχε πολλὰς γυναῖκας εἰς τὴν γειτονίαν του πρὸ δύο ἢ τριῶν ἡμερῶν, καὶ τοῦ ἐφάνη ὅτι ἀνεγνώρισεν ἐκείνην τὴν ὁποίαν ἔβλεπεν. Ἦτο ἡ γεροντοτέρα ἐκ τῶν τεσσάρων ἢ πέντε ἐγγυτέρων γειτονισσῶν του.

―Ἔ! καλημέρα, κυρά· πῶς εἶναι ὁ γυιός σου; ἔκραξεν ὁ Νικόδημος.

Ἡ γυνὴ ἐκοιμᾶτο κ᾽ ἐξύπνησεν ἀποτόμως ἐκ τῆς φωνῆς. Ἐκοίταξεν ἔκπληκτος τὸν μοναχόν.

― Πῶς εἶν᾽ ὁ γυιός σου; ἐπανέλαβεν ὁ Νικόδημος.

― Δὲν ξέρω, παιδάκι μου… ἀπήντησε τρίβουσα τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡ Σκεύω, διότι ἐκείνη ἦτο… Ξέρεις νὰ μοῦ πῇς τί γίνεται; Γι᾽ αὐτὸ κ᾽ ἐγὼ ἦρθα.

Τὴν φορὰν ταύτην ὁ ἐκπλαγεὶς ἦτο ὁ γέρων μοναχός. Ἐστάθη κοιτάζων τὴν γυναῖκα, καὶ εἶδεν ὅτι δὲν ἦτο ἐκείνη, τὴν ὁποίαν εἶχε νομίσει κατ᾽ ἀρχὰς ὅτι ἔβλεπεν.

Ἡ Σκεύω ἐπανέλαβε:

― Μοῦ εἶπεν ἀποβραδὺς ὁ γιατρός, ἂς εἶναι καλά, πὼς δὲν ἔχει φόβο, καὶ πὼς θὰ γίνῃ καλά… Σήμερα θὰ πάω μὲς στὸ καράβι νὰ τὸν εὕρω.

Ὁ Νικόδημος, ἂν καὶ ἀπὸ εἰκοσαετίας δὲν εἶχεν ἐξέλθει ἀπὸ τὴν μικρὰν νῆσον, τὴν ἀνεγνώρισεν ὡς συντοπίτισσαν.

― Τουλόγου σου εἶσαι ἀπὸ δῶ, ξέρω… Γιὰ πές μου τὸ ὄνομά σου…

― Σκεύω.

― Ναί, Σκεύω… Μὲ γνωρίζεις ἐμένα;

― Πῶς! ὁ Νικολάκης τῆς Μανασσίνας δὲν εἶσαι;

― Ναί.

― Πῶς σὲ λένε στὸ καλογερικό σου;

― Νικόδημο.

― Καλὰ εἶσαι, γυιέ μ᾽, τί κάνεις;… Νά, κ᾽ ἐγὼ ἦρθα γιὰ νὰ βρῶ τὸ παιδί μου ποὺ εἶν᾽ ἄρρωστο.

Καὶ διηγήθη ἐν ὀλίγοις τὰ πράγματα πῶς εἶχον, παραλείψασα νὰ εἴπῃ ὅτι εἶχε φορέσει ἀνδρίκεια καὶ ὅτι εἶχε περάσει ὡς βαρδιάνος.

Ὁ Νικόδημος τὴν παρηγόρησε λέγων ὅτι ἔπρεπε νὰ ἔχῃ τὰς ἐλπίδας της εἰς τὸν Θεόν, καὶ ὅτι ἂν δὲν εἶναι θέλημα τοῦ Θεοῦ, δὲν ἔχει νὰ πάθῃ τίποτε ὁ υἱός της. Εἶτα ἤρχισε νὰ ἐκτραγῳδῇ τὰ ἴδια παθήματά του.

― Νά, κ᾽ ἐγὼ πόσα ὑποφέρω… Ἔφτασαν πολλὰ παρτίδα*, ποὺ δὲν εἶχαν ἔρθει ἄλλη φορά. Δὲν μὲ πειράζουν τόσο τὰ καράβια, ὅσο τὰ μικροκάικα… Ἄρχισαν νὰ μοῦ κλέφτουν τὰ σταφύλια, μοῦ ρήμαξαν τὲς κολοκυθιὲς καὶ τὲς μπάμιες… Δὲν μοῦ ἄφησαν γάλα γιὰ νὰ πήξω τυράκι… Μοῦ ἔκλεψαν τὴν Κοτσινή, τὴν κόττα τοῦ πάτερ Σισώη, καὶ τὴν ἔβαλαν στὴ σούβλα καὶ τὴν ἔφαγαν… Μοῦ ἀγρίεψαν τὴ γάττα, τὴν καημένη τὴ Μπαμπή, καὶ τὴν ἔκαμαν νὰ πάρῃ τὰ βουνά.

Ἡ θεια-Σκεύω τοῦ ἐσύστησεν ὑπομονήν, καὶ ὡς συμπέρασμα εἶπεν ὅτι «Ἁμαρτίες εἴχαμε ὅλοι, ἐδῶ ποὺ φτάσαμε».

* * *

Τὴν ἑσπέραν, μετὰ τὴν συνδιάλεξίν της πρὸς τὸν ἰατρόν, ἡ Σκεύω ἠκολούθησε τὸν βαρκάρην, τὸν Γιάννην Μπρίκον, μέχρι τῆς ἀκρογιαλιᾶς. Ὁ κ. Βοὺντ τῆς εἶχεν εἰπεῖ ὅτι, ἂν ἤθελεν, ἠμποροῦσε νὰ διανυκτερεύσῃ εἰς τὴν σκηνήν του, ἢ παραπλεύρως αὐτῆς, εἰς τὸ πρῶτον ἡμιτελὲς παράπηγμα, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀρχίσει ὁ μαστρο-Στάθης ὁ Χερχέρης. Τῆς ὑπεσχέθη δὲ ὅτι τὸ πρωὶ θὰ ἐπήγαιναν ὁμοῦ εἰς τὸ καράβι, ὅπου εὑρίσκετο ὁ υἱός της. Λαβοῦσα τὴν ὑπόσχεσιν ταύτην ἡ Σκεύω, ἐπέμεινε νὰ γυρίσῃ ὀπίσω εἰς τὴν βάρκαν, διὰ νὰ φορέσῃ τὰ γυναικεῖα φορέματά της, διότι τῆς ἤρχετο πλέον ἐντροπὴ νὰ φορῇ τὰ ἀνδρίκεια, ἀφοῦ ἐφανερώθη ὁ δόλος της. Ἐπειδὴ δὲ δὲν ἔμελλε πλέον νὰ ἐκτελέσῃ ἔργα βαρδιάνου, προσεφέρθη νὰ ἐγχειρίσῃ εἰς τὸν ἰατρὸν τὰ δύο τάλληρα τὰ ὁποῖα εἶχε λάβει ὡς προκαταβολὴν εἰς τὸ λιμεναρχεῖον. Ἀλλ᾽ ὁ ἰατρὸς τῆς εἶπε νὰ τὰ κρατήσῃ πρὸς τὸ παρόν, καὶ ἐδήλωσεν ὅτι αὐτὸς γίνεται ἐγγυητὴς διὰ τὸ μικρὸν τοῦτο ποσὸν ἐνώπιον τοῦ φίλου του, τοῦ στραβούλιακα τοῦ ὑγειονόμου.

Μέσα εἰς τὸ μέγα ταμπάρον*, τὸ ὁποῖον εἶχε φέρει μαζί της ἡ Σκεύω ἀπὸ τὴν οἰκίαν της, εἶχε μίαν ἀβασταγήν*, καὶ μέσα εἰς τὴν ἀβασταγὴν εἶχε πλήρη τὴν γυναικείαν φορεσιάν της. Τὴν εἶχε πάρει μαζί της, ὡς νὰ εἶχε προβλέψει ὅτι γρήγορα θὰ τὴν ἐχρειάζετο. Ὁ Γιάννης ὁ Μπρίκος ἐπέβη εἰς τὴν λέμβον καὶ τῆς ἔρριψε τὴν ἀβασταγήν, καθὼς καὶ ἓν μικρὸν καλαθάκι, μέσα εἰς τὸ ὁποῖον εἶχεν ἓν λαδικὸν γεμᾶτον, καὶ ὀλίγα κηρία καὶ ψωμίον, διότι ὅλα τὰ εἶχε προβλέψει. Ἡ Σκεύω ἔλαβε τὴν ἀβασταγήν, καὶ ἀποχωρήσασα ὄπισθεν τῶν λυγαριῶν καὶ τῶν βουρλιῶν, σιμὰ εἰς τὸν βάλτον, ἤλλαξε τὰ ἐνδύματά της, εἶτα ἐσχημάτισεν ἐκ νέου τὴν ἀβασταγὴν μὲ τὰ ἀνδρίκεια φορέματα τὰ ὁποῖα εἶχεν ἀποβάλει, τὴν ἔδεσε, καὶ ἐλθοῦσα τὴν ἔρριψε μέσα εἰς τὴν βαρκούλαν, εἰς τὰς χεῖρας τοῦ Γιάννη.

Εἶτα ἔλαβε τὸ καλαθάκι της, καὶ ἐκαληνύχτισε τὸν πορθμέα λέγουσα ὅτι θὰ ὑπάγῃ νὰ κάμῃ ἕνα σταυρὸν καὶ ν᾽ ἀνάψῃ τὰ κανδήλια τῆς ἐκκλησίτσας, εἰς τὸ μετόχι, καί, «ὅπως ἰδῇ, ἢ ἔρχεται ἢ δὲν ἔρχεται». Ἴσως μάλιστα ν᾽ ἀπεφάσιζε νὰ κοιμηθῇ εἰς τὴν μισοτελειωμένην παράγκαν, ὅπου τῆς εἶπεν ὁ ἰατρός. Ὁ Γιάννης δὲν ἐπέμεινε, διότι ἐνύσταζεν ἀρκετὰ ὁ ἴδιος, ὥστε νὰ μὴν τὸν μέλῃ ποῦ θὰ ἐκοιμᾶτο ὁ ἄλλος. Ἤδη εἶχε μισοκοιμηθῆ πρὶν ἀκούσῃ τὸ τέλος τοῦ λόγου τῆς Σκεύως.

Σιγὰ-σιγὰ πατοῦσα, ἀπὸ βουρλιὰν εἰς βουρλιὰν καὶ ἀπὸ ἁρμυρήθραν εἰς ἁρμυρήθραν, ἡ Σκεύω, ἥτις δὲν ἐφοβεῖτο ποτὲ νὰ περιπατῇ τὴν νύκτα (ἄλλως τὸ μέρος ἦτο ἀνοικτόν, φῶτα ἔλαμπον ἔνθεν κἀκεῖθεν, ἡ σελήνη ἀνήρχετο πρὸς τὸ μεσουράνημα, καὶ τὰ κελλία τοῦ μετοχίου καὶ αἱ πρόχειροι σκηναὶ ἑκατοντάδας μόνον βημάτων ἀπεῖχον ἀπὸ τὴν ἀκρογιαλιάν), ἐπέρασεν ἐκ τρίτου ἀπὸ τὸ μέρος ὅπου ἐφαίνοντο οἱ δίδυμοι νεοσκαφεῖς τάφοι, ἐστάθη, ἔκαμε τὸν σταυρόν της, ἐγονάτισε, κ᾽ ἔκαμε τρεῖς ὁλοψύχους μετανοίας «κλίνουσα ὄχι μόνον τὰ γόνατα, ἀλλὰ καὶ τὴν καρδίαν ἐνώπιον τοῦ Κυρίου», καὶ ἐδεήθη ὑπὲρ τῆς ἀτυχοῦς ἀθῴας ψυχῆς, τῆς ἀποθανούσης μακρὰν τῆς πατρίδος της εἰς τὰ ξένα, τῆς κοιμωμένης μετὰ τοῦ ἀκάκου βρέφους της τὸν χρόνιον ὕπνον ἐκεῖ ὑπὸ τὸ χῶμα. Εἶτα ἔλαβεν ἐκ τοῦ καλαθίου της δύο κηρία, καὶ ἀφοῦ τὰ διέθεσεν εἰς σχῆμα σταυροῦ, τὰ ἐκόλλησεν ἐπὶ τοῦ ἄλλου καλαμίνου σταυροῦ, τοῦ σημειοῦντος τὴν κεφαλὴν ἐπὶ τῆς ἄκρας τοῦ τάφου. Εἶτα ἠγέρθη, ἔλαβε τὸ καλάθιόν της, καὶ διευθύνθη πρὸς τὰ κελλία.

* * *

Τὸ κελλίον, εἰς τὸ ὁποῖον κατῴκει ἕως τώρα ὁ Νικόδημος, εἶχε μικρὸν εὐτελῆ ἐξώστην ἄφρακτον. Ἡ Σκεύω ἐκάθητο εἰς τὸ κατώφλιον τῆς θύρας, καὶ μέσα, εἰς τὸν μυχὸν τοῦ μικροῦ θαλάμου, ἔκειτο κλίνη ἀσθενοῦς. Ὁ ἀσθενὴς εἶχεν ἀνακαθίσει, ἀκουμβῶν τὴν κεφαλὴν εἰς τὸ προσκέφαλον, κ᾽ ἔβλεπεν ἀορίστως εἰς τὸ κενὸν διὰ τῆς ἀνοικτῆς θύρας. Ὁ ἥλιος ἔκλινε πρὸς τὴν δύσιν, καὶ ἡ ἡμέρα ὑπῆρξε θερμή. Ὁ ἀσθενής, μὲ ξανθὸν μύστακα, καὶ μικρὸν γένειον φαιόξανθον, ἦτο ὠχρός, καὶ τὸ πρόσωπόν του «ἔφεγγεν» ἀπὸ τὴν ἰσχνότητα.

Ἡ Σκεύω ἔβλεπε πρὸς τὴν θάλασσαν, εἰς τὴν σειρὰν τῶν μεγάλων πλοίων, τῶν ὁποίων εἶχεν αὐξήσει ὁ ἀριθμός. Ἀπὸ τριῶν ἢ τεσσάρων ἡμερῶν εἶχον ἔλθει περισσότερα ἀπὸ δώδεκα κομμάτια καράβια, καὶ ὄχι ὀλίγα μικροκάικα. Ἡ γραῖα ἔβλεπε μετὰ τρόμου τὸ πλῆθος τοῦτο τῶν πλοίων καὶ τῶν ἐπιβατῶν. Ἐνθυμεῖτο τὸν δημώδη λόγον περὶ τῶν μελλόντων νὰ συμβῶσιν εἰς τὴν Συντέλειαν τοῦ κόσμου, ὅταν οἱ ζῶντες θὰ κράξωσι πρὸς τοὺς νεκρούς: «Ἐβγᾶτε σεῖς οἱ πεθαμένοι, νὰ ἐμβοῦμε ἡμεῖς οἱ ζωντανοί!» Καὶ ἐφοβεῖτο μὴ ἡ πρόρρησις ἐπαληθεύσῃ προχείρως καὶ παραδειγματικῶς εἰς τὴν παροῦσαν περίστασιν, ἥτις ἦτο βεβαίως μία ἐκ τῶν προεικονίσεων τῆς Συντελείας. Ἐτρόμαζε μήπως ἀπὸ τὰ τόσα κομμάτια καράβια ἐξέλθωσιν αἰφνιδίως οἱ τόσοι ἄρρωστοι, ὅσοι ἐλέγετο ὅτι ὑπῆρχον ἐπ᾽ αὐτῶν, καὶ φωνάξωσι πρὸς τοὺς κατέχοντας τὰς προχείρους σκηνάς, τὰ ἡμιτελῆ παραπήγματα καὶ τὰ ὀλίγα εὐτελῆ κελλία, ἀσθενεῖς ἢ νοσοκόμους, ὑγιεῖς ἢ πάσχοντας, ζῶντας ἢ νεκρούς: «Καιρὸς νὰ φύγητε σεῖς, διὰ νὰ ἔλθωμεν ἡμεῖς».

Καὶ ἐν μέσῳ τοιούτου κυκεῶνος δεινῆς συμφορᾶς καὶ τυφλώσεως καὶ πόνου καὶ ἀγρίας πάλης, ποῦ ἐλαμβάνετο ὑπ᾽ ὄψιν τὸ δικαίωμα καὶ ἡ θυσία ἣν ὑπέστη χάριν αὐτῆς ὁ Νικόδημος ὁ Μανασσής, ὅστις τῇ παρεχώρησεν οἰκειοθελῶς τὸ μικρὸν κελλίον του, διὰ νὰ νοσηλεύσῃ τὸν υἱόν της. Κατ᾽ αὐτὴν τὴν πρωίαν τῆς Πέμπτης, πρὶν ἡ Σκεύω ἀπέλθῃ μετὰ τοῦ ἰατροῦ εἰς τὸ πλοῖον διὰ νὰ ἴδῃ τὸν υἱόν της, ὁ Νικόδημος τῆς εἶχεν εἰπεῖ ὅτι, καθ᾽ ὃν χρόνον αὐτὴ θ᾽ ἀνήρχετο ἐπὶ τὸ πλοῖον, αὐτὸς θὰ ἀπήρχετο εἰς ἐκδρομὴν ἐπάνω εἰς τὸ μικρὸν βουνόν, πέραν τοῦ δάσους, διὰ νὰ ἴδῃ τί γίνεται τὸ κοπάδι τῶν αἰγῶν, μὲ τοὺς ὀλίγους τράγους καὶ τὰ ἐρίφια τὰ ὁποῖα εἶχεν ἐμπιστευθῆ εἰς τὴν φροντίδα τοῦ παραγυιοῦ του, τοῦ αἰγοβοσκοῦ Ἀγκόρτζα, διότι ἀπὸ ἡμερῶν δὲν εἶχεν ἐπισκεφθῆ τὴν μάνδραν. Μόνον ὁ Ἀγκόρτζας τοῦ ἔφερε καθημερινῶς τὸ γάλα, τὸ ὁποῖον δὲν ἐπρόφθαινε νὰ πήξῃ, ὡς ἔλεγεν. Ὁ Νικόδημος ἀνήσυχος εἶχεν εἰπεῖ:

― Λὲς νὰ μοῦ φᾶνε τὰ κατσίκια, τάχα, καθὼς μοῦ φάγανε τὴν Κοτσινή;

Ἡ Σκεύω μὴ δυνηθεῖσα νὰ κρατήσῃ τὸν γέλωτα τοῦ εἶχεν ἀπαντήσει:

― Λὲς νὰ σοῦ τ᾽ ἀφήσουν, γερο-Νικόδημε;

Ὁ ἀγαθὸς μοναχὸς ἔλαβε τὴν μακρὰν μαγκούραν του καὶ ἐξεκίνησε διὰ τὸ βουνόν. Πρὶν ἀπέλθῃ, εἶχεν ὑποσχεθῆ εἰς τὴν Σκεύω πᾶσαν συνδρομὴν ἥτις ἐξηρτᾶτο ἀπ᾽ αὐτοῦ, καὶ ἡ Σκεύω ἔβαλε μὲ τὸ νοῦν της ὅτι ἡ καλυτέρα ἐκδούλευσις τὴν ὁποίαν θὰ τῆς ἔκαμνεν ἦτο νὰ τῆς παραχωρήσῃ τὸ κελλίον, διὰ νὰ μεταφέρῃ τὸν υἱόν της ἀπὸ τὸ καράβι. Κατόπιν, ὅταν ἡ Σκεύω εἶχεν ἀξιωθῆ ν᾽ ἀνταμώσῃ τὸν υἱόν της, καὶ ὁ κ. Βοὺντ ἐγνωμοδότησεν ὅτι ἦτο καλὰ νὰ μετατοπισθῇ ὁ ἀσθενὴς ἔξω τοῦ πλοίου, διὰ νὰ ἔχῃ τὴν μητρικὴν περιποίησιν ὡς καὶ τὰς ἐπισκέψεις τὰς ἰδικάς του προχειροτέρας, ἡ Σκεύω, ἐπιστρέψασα ἐκ τοῦ πλοίου ἀπῆλθε κατ᾽ εὐθεῖαν εἰς τὸ μετόχιον.

Ὁ πάτερ Νικόδημος εἶχεν ἐπανέλθει πρὸ μικροῦ ἀπὸ τὴν ἐκδρομὴν καὶ κατεγίνετο ἑτοιμάζων τὴν ἀποσκευήν του. Ἡ δὲ ἀποσκευή του συνίστατο ἐκ δύο ράσων τὰ ὁποῖα ἔδενεν εἰς ἀβασταγήν, ἐκ μεγάλου τορβᾶ καὶ ἐκ τῆς ὑψηλῆς καὶ καμπύλης τὴν λαβὴν μαγκούρας του.

― Θὰ πάω… θὰ πάω… εἶπεν ἅμα εἶδε τὴν Σκεύω… Τὰ καημένα τὰ κατσικάκια, ἀρχίσανε νὰ μοῦ τὰ κλέφτουνε… Καλὰ τὸ ἔλεγα ἐγώ, πὼς ἡ καημένη ἡ Μπαμπὴ μοῦ ἔδειξε τὸν δρόμον, κ᾽ ἔπρεπε νὰ τὴν ἀκολουθήσω…

― Καὶ θ᾽ ἀργήσῃς, γερο-Νικόδημε; ἠρώτησε σύννους ἡ Σκεύω.

Ἐσυλλογίζετο πὼς θὰ ἔμενεν ἔρημον τὸ κελλίον τοῦ μοναχοῦ, καὶ διατί νὰ μὴ τῆς τὸ ἐμπιστευθῇ αὐτῆς, διὰ νὰ φέρῃ τὸν υἱόν της νὰ τὸν νοσηλεύσῃ.

― Θὰ καθίσω ἐκεῖ ἀπάνου ὅλον τὸν καιρό, ἕως νὰ περάσῃ ἡ ὀργὴ Κυρίου, ἀπήντησεν ὁ Νικόδημος. Μάρτυς μου ὁ Θεός, δὲν φεύγω τόσο διότι λυποῦμαι τὰ κατσίκια καὶ τὰ τραγιά… Ἂς τὰ φᾶνε ὅλα, ὅπως φάγανε καὶ τὴν καημένη τὴν Κοτσινή… Μόνον θέλω τὴν ἡσυχία μου… Τί νὰ τὰ κάμω ἐγὼ τὰ κατσίκια καὶ τὰ τραγιά; Ἂς εἶναι καλὰ τὸ μοναστήρι. Μὰ τί νὰ τοὺς κάμω; Εἶμαι ἄμαθος ἀπὸ κόσμο, θεια-Σκεύω… Ἂς εἶναι καλὰ ὁ κόσμος, δὲν μὲ πειράζουν τίποτε… Μόνον θέλω τὴν ἡσυχία μου… Ἂς τὰ φᾶνε ὅλα, ἂς τὰ φᾶνε.

Ἔκαμε κίνημα, καὶ ἔβγαλεν ἀπὸ τὴν τσέπην του ἓν κλειδίον.

― Νά, πάρε τὸ κλειδὶ τῆς ἀποθήκης… Ἐκεῖνο τὸ κελλὶ τὸ ξεχωριστό, ποὺ βλέπεις παραπάνω… ἔχει μέσα ὀλίγες μυζῆθρες καὶ τυριά… εἶναι καὶ ὀλίγο κριθάρι τῆς χρονιᾶς καὶ λίγο καλαμπόκι περυσινό… ρόιεψέ* τα, δῶσε στὸν κόσμο νὰ φᾶνε, ἅμα ἰδῇς ὅτι πεινοῦνε… Ἐκεῖ μέσα ἔκλεισα καὶ τὴν καημένη τὴν Πιτσινή, τὴν κόττα τοῦ πάτερ Σισώη… ρίχνε της νὰ τρώῃ, κι ἅμα ἰδῇς πὼς εἶναι ἀνάγκη γιὰ νὰ δυναμώσῃ ὁ γυιός σου, σφάξε την καὶ δός του νὰ πιῇ ζουμί, κι αὐτὴ καὶ δύο πετεινάρια ποὺ θὰ σοῦ στείλω μὲ τὸν παραγυιό μου τὸν Ἀγκόρτζα. Θὰ σοῦ στέλνω κάθε μέρα καὶ γάλα καὶ νωπὸ τυρί… Τί νὰ τὰ κάμω;… Ἂς εἶναι καλὰ ὁ κόσμος… καλὰ τὸ ἔλεγα ἐγὼ πὼς ἡ καημένη ἡ γάττα μου ἡ Μπαμπὴ μοῦ ἔδειχνε τὸν δρόμο…

Ἡ θεια-Σκεύω κάτι ἤθελε νὰ εἴπῃ, ἀλλ᾽ ὁ πάτερ Νικόδημος, ὅστις εὑρίσκετο εἰς ἀσυνήθη ἔξαψιν, δὲν τῆς ἔδωκε καιρόν.

― Οἱ παλιοὶ οἱ ἀσκητάδες, ξέρεις, θεια-Σκεύω;… Ποῦ νὰ ξέρῃς, τουλόγου σου… Δὲν ἄκουσες ποτὲ νὰ διαβάζουν τὰ Συναξάρια… Ἄκουσες ποτέ σου Λαυσαϊκό;… Ποῦ νὰ ἀκούσῃς τὸ δάσκαλο, τὸν πάτερ Σισώη, νὰ τὸ διαβάζῃ ὄμορφα-ὄμορφα, σιγὰ-σιγὰ καὶ κατανυχτικά, μὲ τὸ λύχνο ποὺ ἔχει κατεβασμένο τὸ φῶς, τὰ μεσάνυχτα στὴν Ἀκολουθία, ἀπάνω στὸ μοναστήρι… Ξέχασα ποὺ δὲν μβαίνουν γυναῖκες μέσα… ποὺ πέφτει ὅλο τὸ φῶς στὸ βιβλίο ἀπάνω καὶ στὸ μισὸ τὸ πρόσωπο καὶ στὴ γενειάδα καὶ στὸ Πολυσταύρι καὶ στὸ Σχῆμα τοῦ διαβαστῆ… καὶ σὰν ἔφτανε ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου, οἱ παλιοὶ ἀσκητάδες φεύγανε στὴ μέσα ἔρημο, κ᾽ οἱ μοναστηριακοὶ ἔβγαιναν ἀπ᾽ τὸ μοναστήρι κ᾽ ἐπήγαιναν ν᾽ ἀσκητέψουν δύο μῆνες στὴν ἔρημο, ἕως τὴν ἑορτὴ τῶν Βαΐων. Καὶ τότε πάλι ἐγύριζαν στὸ μοναστήρι… Ἐγὼ ὁ ἀνάξιος δὲν εἶμαι ἱκανὸς οὔτε τὰ πόδια τους νὰ φιλήσω, μὰ ὣς τόσο κ᾽ ἐγώ, τώρα τὸ χινόπωρο, ποὺ δὲν ἔρχεται μεγάλη σαρακοστή, ἀποφάσισα νὰ φύγω στὴν ἔρημο. Πάρε τὸ κλειδί, καὶ δῶσε στὸν κόσμο ὅ,τι ἔχει μέσα τὸ κελλί, νὰ φᾶνε… Ἂς εἶναι καλὰ ὁ κόσμος. Ὁ Ἅγιος Φλῶρος νὰ τοὺς λυπηθῇ, νὰ διώξῃ τὴν ἀρρώστια… Ἐγὼ θέλω τὴν ἡσυχία μου… ὄχι πὼς μὲ μέλει γιὰ τὰ βοσκήματα… Ἂς τὰ φᾶνε ὅλα, καθὼς ἔφαγαν καὶ τὴν καημένη τὴν Κοτσινή…

― Καὶ τὸ κελλί σου ποῦ θὰ τ᾽ ἀφήσῃς, γερο-Νικόδημε; ἐπρόφθασε καὶ εἶπεν ἡ Σκεύω.

― Τὸ κελλί;… Ἀλήθεια, πῶς εἶναι ὁ γυιός σου; Δὲν τὸν ἔβγαλες ὄξου;

― Εἶπε ὁ γιατρὸς νὰ τὸν βγάλω.

― Καὶ ποῦ θὰ κάμετε κονάκι;

― Δὲ ξέρω… Στὲς μπαράκες, ποὺ φτιάνει ὁ μαστρο-Στάθης.

―Ἀλήθεια, ξέχασα νὰ πῶ… Ἐμένα τὸ κελλὶ δὲν μοῦ χρειάζεται. Καὶ οὔτε τὸ ἐξουσιάζω κιόλα… Ἔχουν τὸ δικαίωμα νὰ μοῦ τὸ πάρουν… Ἐγὼ δὲν πρέπει νὰ ἔχω φωλιὰ σὰν καλόγηρος ποὺ εἶμαι… Καλύτερα σεῖς παρὰ ἄλλοι… Φέρε τὸ γυιό σου ἔξω, κ᾽ ἐλᾶτε νὰ καθίσετε στὸ κελλί…

―Ἄ! τὴν εὐχὴ τοῦ Χριστοῦ νά ᾽χῃς… καλὴ ψυχή… καὶ καλὸν παράδεισο, ἀδερφέ μου…

―Ἐγὼ εἶμαι ἀνάξιος… Φέρε τὸ γυιό σου ἔξω. Νά, στὴν πόρτα εἶναι τὸ κλειδί. Ἐδῶ ἔχει καὶ μερικὲς παλιοβελέντζες… Κλείδωσε, σύρε νὰ φέρῃς τὸ γυιό σου, κι ἔλα νὰ κάμετε κονάκι. Ἐγὼ φεύγω. Ἔχε γειά… Καλὰ τὸ ἔλεγα ἐγὼ πὼς ἡ καημένη ἡ Μπαμπὴ μοῦ ἔδειχνε τὸ δρόμο.

Ἔλαβε τὴν δέσμην τῶν ράσων του, τὴν ἔβαλεν εἰς τὸν τορβάν, ἐκρέμασε τὸν τορβὰν περὶ τὴν μασχάλην, ἔλαβε τὴν ὑψηλὴν κυρτὴν ράβδον του, ἔκαμε τρὶς τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ καὶ ἀνεχώρησε.

* * *

Μόλις εἶχε προχωρήσει τρία βήματα, καὶ συναντᾶ τὸν Γερμανὸν ἰατρόν.

― Γιὰ ποῦ, ἂν τέλῃ ὁ Τεός, πάτερ Νικόντημε;

―Ἄ! τουλόγου σου εἶσαι, ξεχώτατε;… Ἀπάνω στὸ κελλὶ εἶναι ἡ θεια-Σκεύω… Τῆς ἔδωκα τὸ κλειδὶ τῆς ἀποθήκης. Νὰ βάλῃς τὰ δυνατά σου, σὰν καλὸς πατριώτης, νὰ γλυτώσῃς τὸ παιδί της…

― Καὶ κάτι ζωσμένον σὲ βλέπω, γιὰ ντρόμο… Γιὰ ποῦ πᾷς;

―Ἔχει μέσα στὴν ἀποθήκη κάτι μυζῆθρες, κάτι ὀλίγα τυριά… Ἂς δώσῃ στὸν κόσμον νὰ φᾶνε… Ἐγὼ δὲν τὰ λυποῦμαι… Ἡ Μπαμπὴ μοῦ ἔδειξε τὸ δρόμο.

― Ποιὰ εἶν᾽ αὐτὴ ἡ Μπαμπή;

―Ἔχει κι ὀλίγο καλαμπόκι κι ὀλίγο κριθάρι…

― Τί ντιάολο! σὰν ἀλλοιώτικος μοῦ φαίνεσαι! εἶπεν ἀρχίσας νὰ γελᾷ ὁ κ. Βίλελμ Βούντ.

― Θὰ τῆς στείλω καὶ δύο πετεινάρια… Γιὰ νὰ ξαρρωστήσῃ τὸ παιδί της… Τουλόγου σου, θὰ σοῦ στείλω ἕνα κατσίκι, γιατρέ, νὰ ξεφαντώσῃς… Εἶναι κ᾽ ἡ κόττα, ἡ Πιτσινή, τοῦ πάτερ Σισώη… Τῆς εἶπα νὰ τὴν σφάξῃ, γιὰ νὰ δυναμώσῃ ὁ ἄρρωστος… Ἂς εἶναι καλὰ ὁ κόσμος… Ἂς τὰ φᾶν ὅλα, καθὼς ἔφαγαν καὶ τὴν καημένη τὴν Κοτσινή…

― Ποιὰ Κοτσινή;

― Νά, τὴν Κοτσινὴ μοῦ τὴν ἔκαμαν κότσι κότσι*… Μὰ καλὰ τὸ εἶπα ἐγώ, πὼς ἡ καημένη ἡ Μπαμπὴ μοῦ ἔδειξε τὸ δρόμο!…

― Τώρα, γιὰ ποῦ πᾷς; ἠρώτησεν ἀνυπομόνως ὁ ἰατρός. Μήπως ἄφησες τὸ κελλί σου…

― Ναί, τὸ κελλί μου, εἶπεν ὡς νὰ συνῆλθε διὰ μιᾶς ὁ Νικόδημος· τὸ κελλί μου, ἂς φέρουν τὸν ἄρρωστο νὰ καθίσῃ μέσα, μαζὶ μὲ τὴ μάννα του… Ἐγὼ εἶμαι καλόγερος, καὶ δὲν μπορῶ σκοτοῦρες τοῦ κόσμου… Πάω νὰ βρῶ τὸν καθαρὸν ἀέρα, ἀπάνω στὸ βουνό… Ἀπὸ δῶ κ᾽ ἐμπρὸς θὰ κοιμῶμαι στὸ κλαρί… Θὰ στέλνω καὶ τὸν Ἀγκόρτζα νὰ σᾶς φέρνῃ γάλα… Ἔχε γειά, γιατρέ… Καλὰ μοῦ ἔδειξε τὸ δρόμο ἡ Μπαμπή.

Εἶπε, καὶ τρέχων μὲ τὰ ἐλαφρὰ τσαρουχάκια του, ἔγινεν ἄφαντος ὄπισθεν τῶν δένδρων.

Ὁ ἰατρὸς ἔμεινε διατεθειμένος πρὸς εὐθυμίαν, καὶ ἐκάγχασε θορυβωδῶς, ὅταν ἡ Σκεύω τοῦ ἐξήγησε τὰ κατὰ τὴν Μπαμπὴν καὶ τὴν Κοτσινήν.

Μετὰ δύο ὥρας, ἡ Σκεύω μετέφερεν ἀπὸ τὸ πλοῖον τὸν υἱόν της καὶ τὸν ἐγκαθίστα εἰς τὸ κελλίον τοῦ ἀγαθοῦ μοναχοῦ. Ὁ ἀσθενὴς ἦτο πολὺ καλύτερα, καὶ ὁ κ. Βοὺντ εἶχε συγκεντρώσει μέγα μέρος τῆς ἐπιμελείας του εἰς τὸν υἱὸν τῆς Σκεύως.

* * *

Ὅσον ἐπλησίαζεν ἡ νύξ, τόσον ηὔξανεν ἡ ἀνησυχία τῆς Σκεύως σχετικῶς μὲ τὸ πλῆθος τῶν πλοίων καὶ τὴν συρροὴν τῶν ταξιδιωτῶν. Τόσα κομμάτια καράβια, τόση πλησμονὴ κόσμου, καὶ σχεδὸν κανεὶς φίλος, καὶ ὅλοι πρόσωπα ἄγνωστα. Δύο ἢ τρεῖς ἐντόπιαι γολέται εἶχον ἔλθει, ἓν ἢ δύο καράβια, καί τινα καΐκια· ἀλλ᾽ ὅλα σχεδὸν ταῦτα δὲν ἔφερον ἐπιβάτας, καὶ τὰ πληρώματα ἔμενον ἐπὶ τῶν πλοίων. Ἀντικρὺ εἰς τὸν μικρὸν ἐξώστην τοῦ κελλίου δὲν ἔλειπον δι᾽ ὅλης τῆς ἡμέρας νὰ ἔρχωνται νὰ ὑδρεύωνται ναῦται ἀπὸ τὰ ξένα πλοῖα, ὅλοι πρόσωπα ἄγνωστα. Τὰ ἐντόπια πλοῖα εἶχον φαίνεται τὸν τρόπον νὰ λαμβάνωσι τὸ νερὸν ἔξωθεν ἀπὸ τὴν πόλιν. Ἄλλως τὸ μικρὸν πηγάδιον ἐπλησίαζεν ἤδη νὰ στειρεύσῃ. Ὁ Ἀγκόρτζας, ὁ παραγυιὸς τοῦ Νικοδήμου, ἤρχετο κάθε πρωὶ κ᾽ ἐγέμιζεν ἓν μικρὸν βαρελάκι νερόν, κ᾽ ἔφερε μίαν βεδούραν γάλα εἰς τὴν Σκεύω, ἥτις τὸ ἐμοίραζεν εἰς τὰς τότε κατὰ περίστασιν γνωρίμους καὶ γείτονας, ὅσαι ἐνοσήλευον υἱοὺς ἢ συζύγους εἰς τὰ ἄλλα κελλία, καὶ εἰς τὰ πρῶτα ἐγγύτερα παραπήγματα. Ὁ Ἀγκόρτζας δὲν ἔλεγε ποτὲ «καλημέρα», ἀλλ᾽ ἐφώναζε μὲ τραχεῖαν καὶ ἀλλόκοτον φωνὴν «Γειά σας!» πρωὶ πρωὶ τὴν αὐγήν, ἄφηνε τὴν βεδούραν κάτω εἰς τὸ πρῶτον σκαλοπάτι τῆς σκάλας, ἔκρυπτε τὸ πρόσωπόν του ὄπισθεν τοῦ στύλου, ἔβλεπε λοξῶς καὶ ἵστατο πλαγίως, διὰ νὰ μὴ τὸν ἰδῇ ἡ Σκεύω, καὶ εἶτα ἐφώναζε: «Χιριτίσματα ἀπ᾽ τοὺν πάτιρ Νικόδ᾽μου. Εἶπι, λέει, τί κάνει οὑ γυιός σ᾽, λέει, καημέν᾽ Σκεύου; Κὶ τί σ᾽ χρειάζιτι, λέει, νὰ μ᾽ τοὺ πῇς! Κὶ τ᾽ γκόττα, λέει, νὰ τ᾽νε σφάξης νὰ πιῇ τοὺ ζ᾽μί, νὰ γιάν᾽».

* * *

Εὑρισκόμεθα ἤδη εἰς τὰς ἀρχὰς Σεπτεμβρίου. Ὅταν ἐνύκτωσεν ἀσυνήθης βοὴ καὶ θόρυβος ἤρχισε ν᾽ ἀκούηται τριγύρω, σιμὰ εἰς τὰ παραπήγματα καὶ εἰς τὴν ἄμμον, καὶ κάτω εἰς τὸν ὅρμον. Ἦτο ὡς νὰ ἐκόχλαζεν ὁ ἀὴρ ἀπὸ τὴν λάβαν καὶ τὸ κουφόβρασμα τῶν ἀνθρωπίνων στηθῶν, ὅσα ἐπροσπάθει νὰ δροσίσῃ καὶ δὲν ἴσχυε νὰ ζωογονήσῃ. Ὁ κύριος ὅρμος τῆς μικρᾶς νήσου, ὅπου ἦσαν ἀραγμένα πολλὰ καράβια, ἀντικρὺ εἰς τὴν μικρὰν πορτούλαν τῆς Σκεύως, εἶχε γεμίσει ἀπὸ πλοιάρια, ἀπὸ βάρκες, ἀπὸ σκαμπαβίες καὶ ἀπὸ φελούκια. Ἐναγώνιοι φωναὶ ἠκούοντο ἀπὸ βαρκούλαν εἰς βαρκούλαν, ἀπὸ φελούκαν εἰς φελούκαν. Ἡ αὔρα ἡ νυκτερινὴ κατέστη βαρεῖα καὶ θρηνώδης, μεστωμένη ἀπὸ τὰ ἀνθρώπινα παράπονα καὶ τοὺς γογγυσμούς, καὶ ἡ θάλασσα ἐπατάγει μετ᾽ ἀσυνήθους βίας καὶ ἰαχῆς ἀπὸ τοὺς πλαταγισμοὺς τῶν κωπῶν εἰς τὸ κῦμα. Δίπλα εἰς τὰ καράβια προσετρίβοντο μετὰ κρότου τὰ φελούκια, καὶ ἄλλα πλοιάρια εἶχον ἀποσπασθῆ ἀπὸ τὰς πλευράς των καὶ ἔπλεον φύρδην μίγδην πρὸς τὴν ἄμμον. Βραχεῖαι φωναὶ ὡς συνθήματα ἀντηλλάσσοντο μεταξὺ τῶν πληρωμάτων, ὅσα εἶχον μείνει ἐπάνω εἰς τὰ καράβια, καὶ τῶν συντρόφων των, ὅσοι ἔπλεον μὲ τὰ φελούκια. Ἄκρα γαλήνη ἦτο εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ δὲν ὑπῆρχεν ἄλλη τρικυμία ἀπὸ ἐκείνην τὴν ὁποίαν ἀπετέλει ὁ συνωθισμὸς τῶν λέμβων, τὸ πλατάγισμα τῶν κωπῶν εἰς τὸ κῦμα, καὶ αἱ ἐναγώνιοι φωναὶ τῶν ναυτῶν. Ἔξω εἰς τὴν ἄμμον ὅμιλοι ἀνθρώπων ἵσταντο περιμένοντες. Ἀπωτέρω, ὁλόγυρα εἰς τὰς σκηνὰς καὶ τὰ παραπήγματα, φωναὶ ἠκούοντο, καὶ φῶτα ἐκινοῦντο ἐπάνω καὶ κάτω, κρυπτόμενα καὶ ἐμφανιζόμενα, ὡς ἄστρα ὁποὺ σβήνουν εἰς τὸν θόλον τοῦ οὐρανοῦ. Ἦτο νὺξ ἀστροφεγγής, εἰς τὴν χάσιν τοῦ φεγγαριοῦ, καὶ τὸ θέαμα ἦτο συγκεχυμένον, καὶ τὸ ἄκουσμα δεινὸν καὶ ταραχῶδες.

Ἡ Σκεύω, ἥτις εἶχε κλείσει πρὸ μικροῦ τὴν πορτούλαν της, διὰ νὰ μὴ βλάψῃ τὸν ἀσθενῆ ἡ νυκτερινὴ αὔρα, ἰδοῦσα ὅτι ὁ υἱός της ἐκοιμήθη, τὴν ἤνοιξε πάλιν, καὶ ἐξελθοῦσα εἰς τὸν ἐξώστην τὴν ἔκλεισεν ἐκ νέου σιγὰ-σιγά, καὶ ἐκάθισεν αὐτὴ κάτω εἰς τὰς σανίδας, ὅπου ἦτο σχεδὸν ἀόρατος ὀκλάζουσα τὴν νύκτα, συγχεομένη μὲ τὰ μαῦρα καὶ σαπρακωμένα θυρόφυλλα. Τί συνέβαινε, Θεέ μου; Ἔμελλε νὰ ἴδῃ πολλὰ ἀκόμη; Εἶχεν ἰδεῖ ἀρκετὰ ἀπὸ ἡμερῶν, ἀλλὰ δὲν τὰ διηγεῖτο εἰς τὸν υἱόν της. Ὁ ἄγγελος μὲ τὴν φλογίνην ρομφαίαν, τὴν ἔχουσαν τὰς ἑπτὰ κόψεις, ὁποὺ τὸν λέγουν Χάρον, ὡς νὰ ἔφερε χαρὰν εἰς ἄλλους παρὰ εἰς τοὺς κληρονόμους τῶν φιλαργύρων γεροντίων, εἶχεν ἐπισκεφθῆ πάλιν καὶ πάλιν τὴν μικρὰν νῆσον. Εἶχεν ἀκούσει κλαυθμοὺς καὶ θρήνους ἐντὸς ὀλίγων ἡμερῶν, ὅσους δὲν ἤκουσε πρὶν εἰς ὅλην της τὴν ζωήν. Εἶχεν ἰδεῖ σπαραγμοὺς καὶ βασάνους, καὶ εἶχε παρευρεθῆ εἰς ἀγωνίας καὶ μαρτύρια, τόσον ὁποὺ τὸ στῆθός της ἐστόμωσε πλέον, ὡς νὰ ἐφράχθη ὁλόγυρα ἀπὸ χάλυβα καὶ δὲν ᾐσθάνετο εἰμὴ κατὰ τὸ ἥμισυ καὶ ὡς ἐν ὀνείρῳ, καὶ δὲν ἐπαθαίνετο εὐκόλως ἀπὸ τὰς συμφοράς.

Ἀντικρύ, ἄνω τῆς μεγάλης ἄμμου τῆς γειτονευούσης μὲ τὸ ἁλίπεδον τῶν χονδρῶν καὶ στιλπνῶν χαλίκων, πέραν ἀπὸ τὰς σκηνὰς καὶ τὰ παραπήγματα, εἶχεν ἰδεῖ πρωὶ-πρωί, μὲ τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου, ὅταν ὁ Ἀγκόρτζας τῆς εἶχε φέρει τὸ γάλα, καὶ τὸ ἄφησε κάτω εἰς τὸ πρῶτον σκαλοπάτι, καὶ αὐτὴ κατέβη διὰ νὰ τὸ πάρῃ, εἶχεν ἰδεῖ ἀνθρώπους νὰ σκάπτωσι λάκκους, μέσα εἰς τοὺς ὁποίους ἔρριψαν τὰ σώματα τὰ ὁποῖα εἶχε θερίσει ὁ Χάρος, ἀληθῆ δράγματα καὶ θημωνίας ἀνθρωπίνου θερισμοῦ. Καὶ ἡ καρδία της εἶχε κοπῆ μέσα εἰς τὸ στῆθός της νὰ βλέπῃ ὀφθαλμοφανῶς τὴν ματαιότητα, καὶ ἔλεγεν ὅτι μάταιοι ἦσαν καὶ οἱ κόποι της καὶ ἡ φιλοστοργία της ματαία. Τί θὰ ἦτο ἡ ζωὴ τοῦ υἱοῦ της ἐνώπιον τοῦ Ἀπείρου, ἐνώπιον τοῦ Ἀιδίου; Καὶ τί θὰ ἦτο ἡ ζωὴ ἡ ἰδική της; Ἀλλ᾽ αὐτὴ ἐπρόσφερε τὴν ζωήν της ὑπὲρ τῆς ζωῆς τοῦ υἱοῦ της, καὶ ἂν ἐπερίσσευε θὰ τὴν ἐπρόσφερεν ἐπίσης καὶ ὑπὲρ τῆς ζωῆς ἄλλων ἀνθρωπίνων πλασμάτων.

Χθὲς ἀκόμη πόσον εἶχε λαχταρίσει ἡ καρδιά της! Εἰς τὴν πλησιεστέραν σκηνὴν εἶχε κατοικήσει μία οἰκογένεια ἐκ μητρὸς καὶ τεσσάρων τέκνων, τῆς ὁποίας ὁ πατὴρ εἶχεν ἀποθάνει εἰς τὸν Γαλατᾶν πρό τινων ἑβδομάδων, θῦμα τῆς νόσου. Ἡ δυστυχὴς μήτηρ εἶχε φύγει ἐν συντροφίᾳ ἄλλης οἰκογενείας γνωρίμου της, σπεύδουσα νὰ γλυτώσῃ αὐτὴ καὶ τὰ τέκνα της, μετὰ τὴν στέρησιν τοῦ πατρός. Ἀλλ᾽ ἐπειδὴ τὸ πλοῖον εἰς τὸ ὁποῖον θὰ ἐπεβιβάζοντο ἔμελλε νὰ συμπλεύσῃ μὲ ἄλλο πλοῖον «κοσέρβα»*, καὶ οἱ δύο πλοίαρχοι εἶχον, κατόπιν συμφωνίας μεταξύ των, κοινὰ τὰ συμφέροντα, συνέβη εἰς τὸ ἐμβαρκάρισμα, μὲ ὅλας τὰς διαμαρτυρίας των, νὰ χωρίσουν οἱ ναῦται, τυχαίως καὶ χάριν τῆς εὐκολίας των, τὰς δύο σχετικὰς οἰκογενείας, λέγοντες ὅτι τὸ ἴδιον ἦτο, καὶ ὅτι εὐθὺς κατόπιν θὰ ἐφρόντιζον, ἅμα ἀπέπλεον, νὰ ἑνώσωσι τὰς δύο οἰκογενείας. Τώρα δὲν ἦτο καιρός, διότι ὁ ἀπόπλους ἦτο ἐσπευσμένος. Ἡ χήρα μὲ τὰ τέκνα της καθησύχασε καὶ ἤλπισε νὰ εὕρῃ μετ᾽ οὐ πολὺ τὴν φιλικήν της οἰκογένειαν. Ἀλλ᾽ εἰς τὸ πέλαγος, τὸ νὰ συμπλέωσι δύο ἱστιοφόρα εἶναι δύσκολον πρᾶγμα, διότι ἐνῷ τὸ ἓν πλοῖον εὑρίσκει τὸν ἄνεμον «δευτερόπρυμα»* ἢ πηδαλιουχεῖ «γεμᾶτα»* ἢ κάμνει βόλτες*, τὸ ἄλλο πέφτει εἰς «καραντί»*. Οὕτω συνέβη μετ᾽ ὀλίγον τὸ δεύτερον πλοῖον νὰ μείνῃ ὀπίσω, καὶ νὰ χωρισθῶσι τὰ δύο εἰς τὸν πλοῦν, καὶ ἐνῷ ἐκεῖνο εἰς τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο ἡ χήρα μὲ τὰ τέκνα της ἔφθασε διὰ νὰ καθαρισθῇ εἰς τὸ μέρος τοῦτο, τὸ ἄλλο ἴσως κατῆλθε νοτιώτερον καὶ ὑπέστη ἀλλοῦ τὴν κάθαρσιν. Ἡ δυστυχὴς χήρα ἔφθασε, κ᾽ ἐπερίμενεν ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμέραν νὰ ἔλθῃ ἡ φίλη της. Ἀλλ᾽ εἰς μάτην. Τὸ δεύτερον πλοῖον δὲν ἐφάνη.

Ἡ χήρα περιμένουσα ἀρρώστησε, καὶ ἀρρωστήσασα ἐμαράνθη. Καὶ ἠγάπησε μᾶλλον τὸν σύζυγόν της ἢ τὰ τέκνα της. Καὶ ἀπῆλθε νὰ τὸν συναντήσῃ ἐκεῖ ὅπου οἱ προτρέξαντες περιμένουν τοὺς ὑστερήσαντας συμπλωτῆρας. Καὶ τώρα ἐκοιμήθη τὸν ἄλυπον ὕπνον, ἔρημος καὶ ἄφιλος εἰς ξένην ὄχθην, ἀφήσασα ξένα ἐν μέσῳ ξένων τὰ τέκνα της. Καὶ τώρα ἡ μικρὰ κόρη, ἡ ὀκταέτις Ὀλυμπία, προσπαθεῖ νὰ γίνῃ ὡς μήτηρ εἰς τὰ τρία μικρότερα ἀδελφάκια της, εἰς τὸν πενταετῆ Γιῶργον, τὴν τετραετῆ Ἄνναν, καὶ τὸν διετῆ Κωστήν. Χελιδὼν ἥτις ἀσκεῖται διὰ νὰ μάθῃ νὰ ἐκτελῇ ἔργα πελαργοῦ. Ἀσθενὲς νεόφυτον τὸ ὁποῖον εἶναι ἀνάγκη νὰ φουντώσῃ ταχέως, διὰ νὰ σκιάσῃ κόσμον ὑπὸ τοὺς κλῶνάς του. Νεοσσὶς ἥτις διὰ μιᾶς εὑρέθη κλῶσσα, χωρὶς νὰ κλωσσάσῃ*, χωρὶς νὰ ἐπῳάσῃ καὶ χωρὶς νὰ ἐκκολάψῃ, καὶ ὀφείλει νὰ σκεπάζῃ τοὺς νεοσσοὺς ὑπὸ τὰς πτέρυγάς της. Παιδίον αὐτή, ὁδηγοῦσα μὲ τὴν χεῖρα δύο ἄλλα παιδία, καὶ κρατοῦσα τρίτον παιδίον εἰς τὴν ἀγκάλην της. Κλαίουσα παιδίσκη, ἄγουσα τρία κλαίοντα παιδία εἰς τὴν τραχεῖαν καὶ σκολιὰν ὁδόν, εἰς τὸν κοπιώδη ἀνήφορον τοῦ κόσμου. Αὐτὸ ἦτο τὸ τελευταῖον, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἰδεῖ τὴν προτεραίαν ἡ Σκεύω.

* * *

Ἔξω τῆς μικρᾶς πορτούλας, καθημένη εἰς τὸν μικρὸν ἐξώστην μὲ τὰς σαπρὰς σανίδας, ἡ Σκεύω ἐξηκολούθησε νὰ βλέπῃ καὶ νὰ μὴ ἐννοῇ τὸν γινόμενον ἔκτακτον θόρυβον. Διέστελλεν ὑπερμέτρως τοὺς ὀφθαλμούς, ἔτεινε τὰ ὦτα, ἀλλ᾽ εἰς μάτην. Τὸ σκότος, αἴνιγμα καθ᾽ ἑαυτό, δὲν ἠδύνατο νὰ τῆς δώσῃ τὴν λύσιν τοῦ ἄλλου αἰνίγματος. Ὁ ἀὴρ ἀντήχει τοὺς θορύβους, μετεβίβαζε τὰς φωνάς, ἀλλὰ δὲν ἔφερε τὰς λέξεις εἰς τὰ ὦτά της. Κάτι τι ἔκτακτον καὶ φοβερὸν τῆς ἐφάνη ὅτι συνέβαινε. Ἐπὶ μίαν στιγμήν, ἡ πτωχὴ γυνὴ ᾐσθάνθη τὴν ἐπιθυμίαν νὰ κατέλθῃ ἀπὸ τὸν οἰκίσκον, νὰ τρέξῃ πρὸς τὴν σκηνὴν τοῦ ἰατροῦ, νὰ εὕρῃ τὸν ἴδιον καὶ νὰ τὸν ἐρωτήσῃ τί συνέβαινεν. Ἀλλ᾽ ἐκρατήθη, πρῶτον διότι δὲν ἤθελε ν᾽ ἀφήσῃ μοναχὸν τὸν υἱόν της, καὶ δεύτερον διότι δὲν ἤλπιζε νὰ εὕρῃ εἰς τὴν σκηνὴν τὸν κ. Βούντ, ὅστις χωρὶς ἄλλο θὰ ἦτο εἰς τὸ μέρος ὅπου ἠκούετο ὁ θόρυβος, καὶ αὐτὴ δὲν ἐπεθύμει νὰ προχωρήσῃ μέχρι τοῦ τόπου ἐκείνου.

Εἶτα παρῆλθον ὀλίγα λεπτὰ τῆς ὥρας καὶ ὁ θόρυβος, ὀλίγον κατ᾽ ὀλίγον, ἐκόπασε. Τινὲς τῶν λέμβων ἐπλησίασαν εἰς τὴν ξηράν. Τῆς ἐφάνη ὅτι ἐπεβιβάσθησαν ἀπὸ τὴν ἄμμον ἄνθρωποι ἐπάνω εἰς τὲς φελοῦκες. Ἄλλοι ἀπὸ τὰς σκηνὰς καὶ τὰ παραπήγματα τῆς ἐφάνη ὅτι ἔτρεχον πρὸς τὴν ἄμμον. Εἶτα αἱ λέμβοι ἤρχισαν νὰ κωπηλατῶσιν ἐκ νέου, καὶ μικρὸν κατὰ μικρὸν ὁ κρότος τῶν κωπῶν ἐξησθένει εἰς τὴν ἀκοήν της. Πρᾶγμα δὲ παράδοξον, ἡ διεύθυνσις τῶν λέμβων δὲν ἦτο πρὸς τὰ μεγάλα πλοῖα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα εἶχον ἀποσπασθῆ πρὸ μικροῦ, ἀλλ᾽ αὗται ἔπλεον ὀλίγον τι δυτικώτερον πρὸς τὴν ἄλλην μικρὰν ἐρημόνησον, ἢ καὶ βορειότερον, πρὸς τὸν κάβον τοῦ Ἁγίου Φλώρου. Εἶτα μικρὸν κατὰ μικρόν, αἱ λέμβοι ἔγιναν ἄφαντοι καὶ πᾶς θόρυβος ἐξέλιπε. Δὲν ἠκούσθη πλέον τίποτε, ὡς νὰ συνέβη μαγεία. Ἦτο σχεδὸν ὄνειρον.

Ἡ Σκεύω ἔμεινεν ἐπὶ πολλὴν ὥραν ἀκόμη κοιτάζουσα ἔξω εἰς τὸν ἐξώστην. Εἶτα ἐσηκώθη, ἤνοιξε σιγὰ τὴν πορτούλαν, ἔτριξαν τὰ θυρόφυλλα, ἐστέναξε τὸ πάτωμα, καὶ ἡ μήτηρ εἰσῆλθε πλησίον τοῦ κοιμωμένου υἱοῦ της.

Ἔμεινεν ἄυπνος ἕως τὸ λάλημα τοῦ πετεινοῦ, περιμένουσα νὰ ἐξημερώσῃ διὰ νὰ μάθῃ. Εἶτα ἀπεκοιμήθη ἕως τὴν χαραυγήν, καὶ ἐξύπνησε. Δὲν παρῆλθε πολλὴ ὥρα καὶ ἦλθε κατὰ τὸ σύνηθες ὁ ἰατρός, διὰ νὰ πίῃ τὸν πρωινὸν καφέν του ἀπὸ τὰς χεῖρας τῆς ἐπιτηδείας πτωχῆς οἰκοκυρᾶς, καὶ καπνίσῃ ἡδονικῶς τὸ πρῶτον γεμᾶτον τσιμπούκι του. Ὁ ἰατρὸς ἐφαίνετο ὀλίγον τι νευρικὸς καὶ ἀνήσυχος. Οὐχ ἧττον ἡ παροδικὴ αὕτη δυσθυμία ἦτο μόνον ὡς ἐαρινὸν νέφος διὰ τὴν εὔθυμον διάθεσίν του.

* * *

Ἀπὸ δύο ἑβδομάδων πολλὰ πράγματα εἶχον συμβῆ. Ὁ κ. Βίλελμ Βοὺντ δὲν εἶχε παύσει νὰ ἐπισκέπτηται δὶς καὶ τρὶς τῆς ἡμέρας τὸν υἱὸν τῆς Σκεύως. Ὁ Σταῦρος ἦτο ἤδη εἰς ἀνάρρωσιν. Ὁ ἰατρὸς ἔκρυπτεν ὅσον ἠδύνατο ἀπὸ τὴν Σκεύω ὅσα θλιβερὰ εἶχον συμβῆ εἰς τὴν ἐπιχόλερον νῆσον. Ἀλλ᾽ ἡ γραῖα τὰ ἐμάνθανεν ὅλα. Μόνον ὅτι δὲν εἶχε καμμίαν γειτόνισσαν, ἥτις νὰ τὰ ἀγνοῇ, νὰ εἶναι δὲ καὶ συντοπίτισσά της, διὰ νὰ λάβῃ τὴν παρηγορίαν νὰ τὰ διηγηθῇ. Εἰς τὸν υἱόν της δὲν ἔλεγε τίποτε. Ἀλλ᾽ ὁ Σταῦρος, ἂν καὶ ἐμάντευε πολλά, δὲν ἐφοβεῖτο, καὶ ἡ ζωὴ ἐπανήρχετο παρ᾽ αὐτῷ μετὰ δυνάμεως ἀπελαυνούσης τὸν σκοτεινὸν φόβον.

Τὸ μικρότερον τὸ ὁποῖον εἶχε συμβῆ ἦτο ὅτι εἶχεν ὀλιγοστεύσει μεγάλως τὸ γάλα, τὸ ὁποῖον ἔφερε κάθε πρωὶ μὲ τὴν βεδούραν του ὁ Ἀγκόρτζας. Τοῦτο δὲ διότι, ἀφοῦ οἱ ἐπιδρομεῖς ἔφαγαν ὅλα τὰ ἐρίφια τοῦ πατρὸς Νικοδήμου, ἀφοῦ ἔφαγαν καὶ ὅλους τοὺς τράγους, εἶχον ἐπιβάλει χεῖρα καὶ εἰς αὐτὰς τὰς αἶγας. Ὁ ἀὴρ ἦτο καλός, εἶχε βρέξει καὶ τὸ μόλυσμα τῆς νόσου ἔφευγεν.

Ὁ ἰατρὸς ἐκήρυξεν ὅτι τὸ κρέας τῶν αἰγῶν θὰ ἔβλαπτε τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τοῦ τρόπου τούτου κατωρθώθη ἡ διάσωσις ἐλαχίστου μέρους τῆς ἀγέλης.

Ἐκ τῶν ἐριφίων καὶ τῶν τράγων, τινὰ μὲν εἶχε δώσει ὁ Νικόδημος οἰκειοθελῶς, τὰ δὲ πλεῖστα, ὡς ἦτο ἑπόμενον, τοῦ τὰ ἐπῆραν. Ὁ Νικόδημος δὲν εἶχεν εἰς ποῖον νὰ παραπονεθῇ, διότι ἤλλαξε μὲν ἡ σκηνογραφία, ἐπάνω εἰς τὸ βουνόν, εἰς τοὺς εὐώδεις θάμνους, ὅπου ἐκοιμᾶτο, τυλιγμένος εἰς μίαν κάπαν, ἤλλαξε δὲ καὶ ἡ θέσις τῶν προσώπων. Ἀπὸ μεμψιμοίρου κατέστη τώρα παραμυθητής. Ὤφειλε νὰ παρηγορῇ τὸν Ἀγκόρτζαν, ὅστις ἐλυπεῖτο τόσον τοὺς τράγους, ὡς νὰ ἦσαν ἀδέρφια του, καὶ ἔκλαιε τὰ ἐρίφια ὡς νὰ ἦσαν παιδιά του. Τὸ καλὸν ἦτο ὅτι εἶχε καὶ ὑλικὸν μέσον παρηγορίας, μίαν φλάσκαν τὴν ὁποίαν ἐφρόντιζε νὰ τοῦ στέλλῃ κάθε βράδυ γεμάτην ὁ ἰατρὸς Βούντ, ἐνίοτε καὶ ἄλλοι διακριτικοὶ φίλοι, εἰς ἀντάλλαγμα τῶν ἐριφίων ὅσα εἶχον φάγει. Ὁ πάτερ Νικόδημος ἔπινεν αὐτὸς ὀλίγον, ἔδιδεν εἰς τὸν παραγυιόν του τὸ πολύ, καὶ ὁ Ἀγκόρτζας, ἐρχόμενος εἰς εὐθυμίαν, ἐλησμόνει τὰ παράπονά του, ἔπαιρνε τὴν γκάιδαν, καὶ ἀνακλινόμενος ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, ἀκουμβῶν ἐπί τινος σχοίνου, ἔχων δίπλα τὴν φλάσκαν καὶ τὴν μαγκούραν του ἀπὸ τὸ ἓν μέρος, ἀπὸ τὸ ἄλλο τὴν κάπαν καὶ τὸν τορβάν του, ἐνῷ παρέκει εἰς τὴν μάνδραν πλαγιασμέναι αἱ αἶγες ἀνεχάραζαν μετὰ κρότου ὅλην τὴν νύκτα, ὡς νὰ ἐκρατοῦσαν τὸν χρόνον εἰς τὸν παραφέντην των, ἤρχιζε νὰ φυσᾷ καὶ νὰ ἐκβάλλῃ τόσον τραχεῖς φθόγγους ἀπὸ τὴν γκάιδαν, ὥστε ἡ ἠχὼ μετὰ φόβου καὶ σπαραγμοῦ ἐδέχετο τοὺς ἤχους ἐκείνους εἰς τὰ βαθέα ἄντρα της κ᾽ ἐτέρπετο τὸ οὖς τοῦ πάτερ Νικοδήμου, ὅστις μισοζαλισμένος ἀπὸ τὸ ὀλίγον κρασὶ τὸ ὁποῖον εἶχε πίει δὲν ἐβράδυνε ν᾽ ἀποκοιμηθῇ ὑποκάτω εἰς τὸν πεῦκον, ἀνάμεσα εἰς δύο σχοίνους καὶ εἰς μίαν κομαριάν. Ἀντικρὺ ἀκριβῶς τῆς κορυφῆς τοῦ λόφου, κάτωθεν τοῦ μικροῦ πευκῶνος καὶ πέραν τῶν θάμνων τῆς πεδιάδος, ἦτο ὁ μέγας πεῦκος παρὰ τὴν ρίζαν τοῦ ὁποίου εὑρίσκετο ἡ σκηνὴ τοῦ κ. Βίλελμ Βούντ. Ὁ Γερμανὸς ἰατρὸς καθήμενος, ἅμα ἐνύχτωνεν, ἔξωθεν τῆς σκηνῆς του, ἐνωτίζετο ἐξησθενημένους ὁπωσοῦν ἀπὸ τὴν ἀπόστασιν, χρωματισμένους ἀπὸ τὴν ἠχώ, τοὺς σπαρακτικοὺς φθόγγους τῆς γκάιδας οἵτινες δὲν τοῦ ἐφαίνοντο πολὺ δυσάρεστοι. Ἐκάπνιζε μετὰ μορφασμῶν καὶ συχνοῦ πλαταγισμοῦ τῶν χειλέων τὸ μακρὸν τσιμπούκι του μὲ τὸν ἠλέκτρινον μαμέν*, ἀπέπνεε πυκνὰ νέφη καπνοῦ κολλῶντα εἰς τὸν παχὺν καστανὸν μύστακά του καὶ ἀνερχόμενα εἰς τὸ φύλλωμα τοῦ πεύκου, τὸ συρίζον μελωδικῶς ἀπὸ τὸ φύσημα τῆς αὔρας τῆς νυκτερινῆς, ἔτεινε τὸ οὖς, ἤκουε τοὺς τραχεῖς μεμακρυσμένους ἤχους, ἐγέλα μοναχός του καὶ ἔλεγε:

― Κεῖνο τὸ Ἀγκόρτζα εἶναι πάλι… Ντιάολο!… Πῶς τὸ παίζει τὸ γκάιντα… Πίνει, πίνει κρασὶ καὶ κάνει κέφι τὸ ντιάολο!… Κάτε βράντυ, κάτε βράντυ… ὄρεξη ποὺ τὴν ἔχει.

Ἐκάγχαζεν, ἐρρόφα δύο ἢ τρεῖς ραγδαίας εἰσπνοὰς καπνοῦ καὶ εἶτα ἐπέφερε.

― Κα-λά. Αὐτὸ εἶναι ζωή!… Νά, αὐτὴ ζωὴ μ᾽ ἀρέσει ἐμένα… φυσικὴ ζωὴ… ντὶ Νατοὺρντὰς Λέμπενντὰς ἴστ, ντὰς Λέμπεν!*

* * *

Ἐὰν εὑρίσκετο ἀκόμη ἡ Σκεύω εἰς τὸ σπιτάκι της, σύρριζα εἰς τὸν βράχον, σιμὰ εἰς τὲς Πλάκες, ἀπάνω ἀπὸ τὸν παλαιὸν καὶ ὅμοιον μὲ μοναστηριακόν, τὸν τρίπατον ἀρσανὰν τοῦ γερο-Μαθινοῦ, καὶ ἀνέπνεε τὴν αὔραν τὴν ἑσπερινὴν τὴν ὁποίαν θὰ τῆς ἔφερεν ὁ μπάτης, ἀμιγῆ ἀπὸ μολύσματα καὶ ἀπὸ ἀναθυμιάσεις ἀνθρωπίνων δεινῶν καὶ ἀθλιοτήτων, θὰ ἦτο εἰς θέσιν νὰ γνωρίζῃ περισσότερα σχετικῶς μὲ τοὺς ἀνεξηγήτους θορύβους τοὺς ὁποίους ἤκουσε καὶ μὲ τὰς ὑπόπτους κινήσεις τὰς ὁποίας εἶδε τὴν προηγουμένην νύκτα, καὶ δὲν θὰ εἶχεν ἀνάγκην νὰ ἐρωτήσῃ ἄλλον ὅπως εὕρῃ τὴν λύσιν τοῦ αἰνίγματος. Ἐνθυμεῖτο ἀκόμη τὴν πρωίαν τῆς ἡμέρας ἐκείνης, καθ᾽ ἣν εἶχεν ἐξυπνήσει καὶ εἶχεν ἰδεῖ τὸ καράβι ἐκεῖνο, τὸ ἀραγμένον παραδόξως ἀνάμεσα εἰς τὰ δύο νησιά, τὸ ὁποῖον τὴν ἐξέπληξε τόσον, καὶ τῆς ἄφησε τοιαύτην ἐντύπωσιν, ὡς νὰ ἦτό τι τὸ ὁποῖον ἰδιαιτέρως τὴν ἐνδιέφερε. Καὶ ἀφοῦ μετὰ πολλοὺς δρόμους ἠμπόρεσε νὰ μάθῃ ἀτελῆ τινα περὶ τῶν διαταχθέντων μέτρων, πρὸς ἀποκλεισμὸν τῆς φοβερᾶς ἐπιδημίας, ἐνθυμεῖτο τὴν ἑσπέραν ὅταν ἐπέστρεφεν ἀπὸ τὴν παραθαλάσσιον οἰκίαν τῆς συγγενοῦς της, τῆς Γερακίνας, καὶ ὅταν μία κλήρα ἀπὸ μέσα ἀπὸ μίαν βάρκαν τῆς ἐφώναξε: «Θεια-Σκεύω Σαβουρόκοφα! Ὁ γυιός σου εἶναι ἄρρωστος ἀπὸ χολέρα!»… Πῶς ἐλαχτάρισε τότε ἡ ψυχή της καὶ πῶς ἔλυωσεν ἡ καρδούλα της, καὶ τί μαρτύριον ὑπέφερεν ἕως νὰ εὕρῃ ἡσυχίαν, ἥτις ἡσυχία συνίστατο δι᾽ αὐτὴν εἰς τὸ νὰ «πέσῃ στὴ φωτιὰ μέσα», καὶ εἰς τὸ νὰ τρέξῃ τολμηρῶς πρὸς τὸν κίνδυνον, ἢ τοῦ ὕψους ἢ τοῦ βάθους. Καὶ τὸ παραδοξότερον τῆς συμπτώσεως ἦτο, ὡς ἐγνώσθη τώρα, ὅτι εἰς τὸ ξενικὸν ἐκεῖνο καράβι, τὸ ὁποῖον ἦτο ἐκ τῶν πρώτων ἐλθόντων, εὑρίσκετο πράγματι ὁ Σταῦρος ὅστις εἶχεν ἀπομείνει ἀπὸ τὸ πατριώτικον, εὐθὺς ὡς ἔγραψε τὴν τελευταίαν ἐπιστολὴν εἰς τὴν μητέρα του, καὶ εἶχε μβαρκάρει μὲ τὸ ξένον, ἐπάνω εἰς τὸ ὁποῖον ἀρρώστησε κατὰ τὸν διάπλουν. Καὶ ἡ ἐπίμονος προσήλωσις τῆς Σκεύως εἰς τὸ πλοῖον ἐκεῖνο ἦτο ὡς μυστηριῶδες προαίσθημα τῆς ἐκεῖ παρουσίας του.

Εἰς τὸ σπιτάκι της ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἦτο ὡς φωλεὰ γλάρου κτισμένον ἐπάνω εἰς θαλασσόπληκτον βράχον, ἐὰν εὑρίσκετο ἀκόμη ἡ Σκεύω, θὰ ἔβλεπεν ἐπίσης πολλὴν κίνησιν καὶ θὰ ἤκουε μέγαν θόρυβον κατ᾽ αὐτὴν ἐκείνην τὴν νύκτα, ἀλλὰ τάχιστα θὰ ἐμάνθανεν ἀπὸ τὲς γειτόνισσες τὸ τί συνέβαινεν. Εὐτυχεῖς ὑπῆρξαν τὴν ἰδίαν νύκτα ἡ Βγενιὼ ἡ Ἀλαφίνα, ἡ Μαρία ἡ Πεπεροὺ καὶ ἡ Ζαχαροὺ ἡ φουρνάρισσα, αἵτινες ὄχι μόνον εἶδαν καὶ ἤκουσαν, ἀλλ᾽ ἔλαβαν μέρος εἰς τὰς νυκτερινὰς σκηνάς. Διότι τάχιστα ἔλαβον εἴδησιν αὐταί, καθὼς καὶ οἱ ἄνδρες τῆς ἀγορᾶς καὶ ὅλον τὸ χωρίον περὶ τῶν ὀκτὼ ἢ δέκα λέμβων, ὅσαι ἐπλησίασαν νύκτα εἰς τὲς Πλάκες μὲ ὑπόπτους σκοπούς.

Τὴν πρώτην εἴδησιν ἔδωκεν ὁ Λάζαρος ὁ Γκέγκες, ὁ κλητὴρ τῆς δημαρχίας, ἰσόβιος ἀρχηγὸς τῆς νυκτερινῆς πολιτοφυλακῆς, παίρνων τοὺς περισσοτέρους ὕπνους του δι᾽ ὅλου τοῦ ἔτους ἐπὶ τῆς μπαγκέτας, ἔμπροσθεν τοῦ καφενείου τοῦ μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστη, ἐπὶ τῆς πεζούλας, ὑπὸ τὴν μεγάλην συκαμινιὰν ἔμπροσθεν τοῦ μαγαζείου τοῦ Δημητριάδη, καὶ ἐνίοτε ὑπὸ τὰς κολώνας τοῦ ἀφράκτου νάρθηκος τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν. Τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, ἀφοῦ ἐσήμανε τὴν ὥραν τῆς βάρδιας, καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶχον ἀποσυρθῆ εἰς τὰς οἰκίας των ν᾽ ἀναπαυθῶσιν, ἔφερε μίαν βόλταν μὲ τοὺς τρεῖς συντρόφους του, τῶν ὁποίων ἦτο ἡ σειρὰ νὰ φυλάξωσι τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, πρὸς τὸ ἀνατολικὸν μέρος τῆς νήσου. Ἐκεῖ, ὁ Λάζαρος ὁ Γκέγκες εἶδε μὲ τὸ ἐξησκημένον ὄμμα του ἓν ἢ δύο μαυράδια ἀποσπώμενα εἰς τὸ σκότος ἀνάμεσα εἰς τὰ δύο νησιά, ἀνοικτὰ ἀπὸ τὸν Ἅγιον Φλῶρον, καὶ κινούμενα βορειοδυτικῶς πρὸς τὴν διεύθυνσιν τῆς πόλεως, πρὸς τὸν μέγαν μεσημβρινοδυτικὸν λιμένα. Ἀκολούθως τὰ δύο μαυράδια ἔγιναν τρία, τὰ τρία τέσσαρα, καὶ τὰ τέσσαρα ὀκτὼ ἢ ἐννέα. Καὶ ὅσον ἐκινοῦντο βορειοδυτικῶς, τόσον ἐμαύριζαν, καὶ τόσον διεκρίνοντο εἰς τὴν ἀνταύγειαν τῆς πυκνῆς ἀστροφεγγιᾶς, ἐπὶ τῆς στρωτῆς ὀθόνης τοῦ φωσφορίζοντος κύματος. Ὁ μπαρμπα-Λάζαρος ἔγινεν ἀμέσως σύννους, ἔκυψε πρὸς τὴν γῆν, ἔστριψε πρὸς τὰ κάτω τὸν μύστακά του, κατεβίβασε πρὸς τὰς ὀφρῦς τὸ ἡμιστρόγγυλον φέσι του μὲ τὴν «γαλίπαν»*, τὴν φούνταν τὴν κοντὴν καὶ στριμμένην, καὶ δὲν εἶπε λέξιν εἰς τοὺς συντρόφους του.

Ἔρριψεν ἀκόμη ἓν παρατεταμένον βλέμμα εἰς τὸ ὕποπτον φαινόμενον, καὶ εἶδε τὰ μαῦρα σημεῖα ὅτι ὅσον ἐπροχώρουν ἐμεγεθύνοντο εἰς τὴν ὅρασιν, καὶ τὰ εἶδεν ὅτι εἶχαν βάλει πλώρην εἰς τὴν δυτικὴν ἐσχατιὰν τῆς πόλεως, κατὰ τὲς Πλάκες.

Τότε δὲν ἐδίστασε πλέον, καὶ ὕψωσε τὸ φέσι του πρὸς τὰ ἐπάνω, ἔστριψε πρὸς τὰ ἄνω τὸν μακρὸν καὶ παχὺν μύστακά του, καὶ ἀφοῦ ἔστειλεν ἕνα τῶν ἀνθρώπων μυστηριωδῶς νὰ ἐξυπνίσῃ τὸν δήμαρχον, αὐτὸς διηυθύνθη πρὸς τὸν ναὸν τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν, καὶ κρεμασθεὶς εἰς τὸ σχοινίον τοῦ κωδωνοστασίου, ἤρχισε νὰ σημαίνῃ θορυβωδῶς καὶ παρατεταμένως τὴν μεγάλην καμπάναν.

Ὁ εὐσυνείδητος, ἀλλὰ καὶ διπλωματικὸς κλητὴρ εἶχε σκεφθῆ ὡς ἑξῆς: «Δὲν μπορεῖ νὰ πῇ ὁ δήμαρχος ὅτι δὲν τὸν εἰδοποίησα. Ὅσο νὰ ξυπνήσῃ ὁ δήμαρχος καὶ νὰ τοῦ περάσῃ τὸ μαχμουρλίκι, ἠμπορεῖ νὰ γίνῃ ὅ,τι γίνῃ, ἂν εἶναι γραφτὸ νὰ γίνῃ. Ἐν τῷ μεταξὺ σημαίνω ἐγὼ τὴν μεγάλη καμπάνα, γιὰ νὰ πάρῃ χαμπάρι ὁ κόσμος νὰ ξέρῃ τί τρέχει, νὰ πάρῃ τὴν ἀπόφασή του, καὶ ὁ κύριος δήμαρχος ἂς πάῃ νὰ κάμῃ τὰ παράπονά του… στὸ δήμαρχο…»

* * *

Ἦτο ἑνδεκάτη ὥρα.

Ἀφοῦ ἐκρούσθη ἐπί τινα λεπτὰ ὁ κώδων καὶ διεκόπη ἐπ᾽ ὀλίγα δευτερόλεπτα, διὰ ν᾽ ἀρχίσῃ θορυβωδεστέρα ἡ κλαγγή του μετά τινας στιγμάς, ἤρχισαν ν᾽ ἀκούωνται ἐδῶθεν κ᾽ ἐκεῖθεν μετὰ τριγμῶν καὶ κρότων παράθυρα ν᾽ ἀνοίγωνται καί τινες κεφαλαὶ μὲ λευκοχίτωνα στήθη καὶ ὤμους νὰ προκύπτωσι διὰ τῶν ἀνοιγμάτων.

Εἶτα θύραι ἤρχισαν νὰ τρίζωσι περὶ τοὺς στροφεῖς, δοῦπος βημάτων ἠκούσθη εἰς τὰ λίθινα σκαλοπάτια, καὶ ἄνθρωποι ἡμιενδυμένοι κατέβησαν εἰς τὴν ἀγοράν.

Τί εἶναι; Τί εἶναι; ― Εἰς τοὺς πρώτους ἐλθόντας ὁ μπαρμπα-Λάζαρος ἐπρόφθασε νὰ δείξῃ δι᾽ ἀφώνου νεύματος τὰ μαῦρα σημεῖα τὰ ὁποῖα εἶχε παρατηρήσει πρὸ μικροῦ μεγεθυνόμενα, καὶ τὰ ὁποῖα, ὁλονὲν κινούμενα πρὸς τὸ δυτικὸν μέρος τοῦ λιμένος, ἐπλησίαζον ἤδη νὰ κρυφθῶσιν ὄπισθεν τῆς γωνίας τῆς πόλεως, τὴν ὁποίαν σχηματίζει ἡ προεξοχὴ τῆς συνοικίας τῆς Σπηλιᾶς καὶ τοῦ Μώλου.

Κραυγαὶ φόβου, ἀπειλῆς καὶ ἀγανακτήσεως ἤρχισαν ν᾽ ἀκούωνται μεταξὺ τοῦ πλήθους, καθόσον τοῦτο ἐξωγκοῦτο, προσερχομένων καὶ ἄλλων ἀστῶν ἐκ τῶν οἰκιῶν των. Μερικοί, χωρὶς νὰ ἠξεύρωσι τί τρέχει, εἶχον φέρει ἀπὸ τὰς οἰκίας των τὰ κυνηγετικά των ὅπλα, τὰς μονοκάννους ἢ δικάννους φιλίντας των, ἄλλοι τὰς παλαιάς των πιστόλας, καί τινες μεγάλα πλατύστομα τρομπόνια.

Ὁ μπαρμπα-Λάζαρος δὲν τοὺς ἐπέπληξε διότι εἶχον ὁπλισθῆ. Ἐπειδὴ ὅμως οἱ πλεῖστοι δὲν εἶχον ὅπλα, εἴς τινας αὐτῶν ἔδωκε μερικὰ σκουροτούφεκα, τὰ ὁποῖα ὑπῆρχον ἔκπαλαι εἰς τὴν δημαρχίαν καὶ τὰ ὁποῖα ἐχρησίμευον κυρίως πρὸς ὁπλισμὸν τῆς πολιτοφυλακῆς ἢ νυκτερινῆς περιπόλου.

Διὰ μιᾶς οἱ ἄνθρωποι ἤρχισαν νὰ τρέχωσι πρὸς τὴν ἐπάνω ἐνορίαν, ἀσθμαίνοντες διὰ ν᾽ ἀναβῶσι τὸν στενὸν ἀνηφορικὸν δρόμον, μὲ τὸ στιλπνὸν καὶ ὀλισθηρὸν λιθόστρωτον. Τὰ ὑποδήματα ἐκρότουν ἐπὶ τοῦ λιθοστρώτου ἑωσοῦ ἔφθασαν ἔξωθεν τοῦ σπιτιοῦ τοῦ Παπαργυροῦ, κολοσσαίου ὄγκου ἱσταμένου εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βράχου, εἰς τὸ πλάγι τοῦ ὁποίου τὰ ἄλλα σπιτάκια ὁλόγυρα ἐφαίνοντο ὡς φελούκια σιμὰ εἰς μέγα ἐπιβλητικὸν μπάρκον. Δίπλα εἰς τοῦ Παπαργυροῦ τὸ σπίτι, τὸ ὑψηλὸν κωδωνοστάσιον τῆς ἐπάνω ἐκκλησίας, τῆς Παναγίας τῆς Λιμνιᾶς, ἵστατο ὡς σκοπὸς σιμὰ εἰς τὴν σκοπιάν του.

Δίπλα εἰς τὸ θεόρατον κτίριον, τὸ ὁποῖον ἵστατο ἐκεῖ ἀπὸ τεσσαρακονταετίας ἀτελείωτον καὶ ἀκατοίκητον δι᾽ ὅλου σχεδὸν τοῦ ἔτους χρησιμεῦον μόνον τὸ θέρος διὰ νὰ καταλύῃ, ὅταν ἐπεσκέπτετο τὸν τόπον, ἐκτελῶν τὴν περιοδείαν του ὁ ἅγιος Δεσπότης ― ἦτο ἡ οἰκία τοῦ δημάρχου, ὅστις εἶχεν ἐξυπνήσει ἀρτίως καὶ ἤκουε τὸν θόρυβον τοῦ διαβαίνοντος πλήθους, ἑτοιμαζόμενος νὰ ἐξέλθῃ. Τὸν εἶχεν ἐξυπνίσει, πρὸ μικροῦ ἐλθών, ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Γκέγκε, τοῦ κλήτορος τῆς δημαρχίας. Ὁ δήμαρχος ἐφόρεσε τὸ πανωβράκι* του, ἔλαβε τὴν μακρὰν χονδρὴν μπαστούναν του, καὶ ἤρχισε νὰ καταβαίνῃ τὰ σκαλοπάτια τῆς ἐσωτερικῆς ξυλίνης σκάλας, ἐνῷ ἡ κυρὰ δημαρχίνα, ἐξυπνήσασα ἀρτίως καὶ αὐτή, ἐφώναζεν ἀπὸ τὸν ἄλλον θάλαμον:

― Γιὰ ποῦ, ὥρα σ᾽ καλή, καπετάνιο μ᾽; Ποῦ θὰ πᾷς τέτοια ὥρα;

― Κοιμήσου, Φλωρού! ἔγρυξε μὲ βραχνὴν φωνὴν ὁ δήμαρχος, ὅστις ἦτο ὅλος δυσθυμία, διότι τοῦ ἔκοψαν ἀποτόμως τὸν πρῶτον ὕπνον.

Εἶτα ἐπρόσθεσε φιλοσοφικῶς, ὡς πρὸς ἑαυτὸν ἀποτεινόμενος:

―Ὅποιος θέλει νὰ σάσῃ τὸ χωριό, χαλνάει τὸ κεφάλι του.

Καὶ κατῆλθεν εἰς τὴν αὐλήν του, τὴν στρωτὴν μὲ στιλπνὰ χαλίκια, καὶ φυτευτὴν μὲ λεμονέας, μὲ ροιὰς καὶ στολισμένην ἀπὸ γάστρας ἀνθέων, ἐνθυμούμενος τοὺς χρόνους ἐκείνους, τοὺς οἰχομένους διὰ πάντοτε, ὅταν ἔκαμνε τὰ πλουτοφόρα ταξίδια εἰς τὴν Μαύρην Θάλασσαν κι ἀπάνω εἰς τὸν Ποταμόν, καὶ ὅταν ἐκουβαλοῦσε, κατὰ τὸν κοινὸν λόγον, μὲ τὲς κόφες τὰ τάλληρα ἀπὸ τὰ ταξίδια τῆς Ρωσίας. Ἐὰν δὲν ἐπεχείρει τὸ τελευταῖον του τολμηρὸν ταξίδιον εἰς τὸν Ὠκεανόν, ὅπου ἐχρειάζετο νὰ δεθῇ τις μὲ χονδροὺς κάλως εἰς τὸ κατάρτιον τοῦ πλοίου διὰ νὰ μὴ τὸν σαρώσῃ ἡ τρικυμία, καὶ ἂν δὲν ἐτινάζετο ἀπὸ τὰ κύματα τὰ εἰσπηδῶντα ἐπάνω εἰς τὴν κουβέρταν, ὥστε νὰ κτυπήσῃ κακὰ εἰς τὴν κεφαλὴν καὶ τὸν κορμὸν κατὰ τῆς χονδρῆς μπούμας* πρὸς τὴν πρύμνην, δὲν θὰ ἐδέχετο ποτὲ τὸ ἀξίωμα τὸ ὁποῖον τοῦ εἶχον προσφέρει αὐθορμήτως ―πρᾶγμα σπάνιον, ἀληθῶς― οἱ συμπολῖταί του.

* * *

Τὸ πλῆθος, ἀφοῦ ἔφθασεν εἰς τὴν γωνίαν τοῦ σπιτιοῦ τοῦ Παπαργυροῦ, ἐδιχάζετο, καὶ ἄλλοι ἐξηκολούθουν ν᾽ ἀνέρχωνται πρὸς τὰ ἄνω, ὅπως φθάσωσιν εἰς τὸν ἀνοικτὸν κάμπον ὑψηλά, εἰς τὴν Ἁγίαν Τριάδα, διὰ νὰ κατοπτεύσωσιν ἐκεῖθεν τὰς λέμβους τὰς ἐρχομένας, ἄλλοι ἐστρέφοντο πρὸς τὰ ἀριστερά, διὰ νὰ φθάσωσι ταχύτερον εἰς τὲς Πλάκες, καὶ τούτων τὰ βήματα εἶχεν ἀκούσει ὁ δήμαρχος.

Δὲν εἶχεν ἀπομείνει, κατὰ τὰ φαινόμενα, ἄνθρωπος ἀπὸ ὅσους εἶχαν πλαγιάσει, ὅστις νὰ μὴν ἐξύπνησε, καὶ δὲν εἶχεν ἀπομείνει ἀπὸ ὅσους δὲν εἶχαν πλαγιάσει ἀκόμη, κανεὶς ὅστις νὰ μὴν ἔτρεξε καὶ νὰ μὴν ἐπετάχθη ἔξω τῆς οἰκίας του. Ἀπὸ τὰς ἀπωτέρας καὶ πτωχοτέρας συνοικίας εἶχαν φθάσει ὁ Δημήτρης ὁ Ντοῦσκος, ποιμὴν βόσκων ὀλίγας ἀμνάδας, ὅστις ποτὲ ἐν καιρῷ ἡμέρας δὲν εἶχε κατέλθει εἰς τὴν ἀγοράν· ἔφθασε φέρων τὴν μαγκούραν του τὴν ποιμενικὴν καὶ τὴν κάπαν του, ἕτοιμος νὰ λάβῃ μέρος εἰς μάχην ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τῆς πόλεως· καὶ ὁ Σταμάτης ὁ Μπλατσίνης, καὶ ὁ Δημήτρης ὁ Στόγιος καὶ ἄλλοι ἀγροδίαιτοι, πρόθυμοι νὰ λάβωσι μέρος εἰς πᾶσαν ἐνέργειαν, ἂν καὶ δὲν ἤξευραν περὶ τίνος ἐπρόκειτο· καὶ ὁ Γιάννης ὁ Μανίκας προσῆλθεν ἐπίσης μὲ πολεμικὴν διάθεσιν, μένεα πνέων κατὰ τῶν ὑποτιθεμένων ἐχθρῶν. Καὶ τὸν Ἀργυράκην τῆς Τριανταφυλλιᾶς τὸν εἶχεν ἐξυπνίσει μὲ πολλὴν δυσκολίαν ἡ γυναίκα του, ἡ Τριανταφυλλιά, ἡ φουρνάρισσα, καὶ τὸν παρεκίνησεν ἐπιτακτικῶς νὰ τρέξῃ κάτω εἰς τὴν ἀγορὰν νὰ μάθῃ τί γίνεται, καὶ νὰ ἔλθῃ πάλιν ὀπίσω, διὰ νὰ τὴν πληροφορήσῃ καὶ αὐτὴν περὶ τῶν συμβαινόντων. Ὁ Ἀργυράκης ἔφθασε τρίβων τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ μισοκοιμώμενος εἰς τὸν δρόμον, ἀλλὰ μὲ ὅλας τὰς προσπαθείας του δὲν κατώρθωσε νὰ μάθῃ σχεδὸν τίποτε, διότι ἐν ἑκάστῳ τῶν ὁμίλων τοὺς ὁποίους συνήντησεν εἰς τὴν ἀγορὰν ὡμίλουν οἱ ἄνθρωποι μεταξύ των, καὶ δὲν ἀπήντων εἰς τὰς ἐρωτήσεις αὐτοῦ. Λοιπὸν ἀπὸ ὅλας τὰς ὁμιλίας, ὅσαι ἐγίνοντο, μόνον ἄκρες-μέσες ἠμπόρεσε ν᾽ ἀκούσῃ. Ὁ Ἀργυράκης τῆς Τριανταφυλλιᾶς ἀπελπισθεὶς νὰ μάθῃ περισσότερα, ἔτρεξεν ἀσθμαίνων ὀπίσω πρὸς τὴν γυναῖκά του:

―Ἔ! τί ἔμαθες, Ἀργύρη;

― Εἶναι κόσμος, κόσμος… κάτω στὴ πιάτσα… στὸν Ἁι-Γιάννη ἀπ᾽ ὄξου… στὴν κολώνα μπροστά…

― Καὶ τί λέγανε;

― Νά, ὁ κλήτορας τῆς δημαρχίας σήμανε τὴν καμπάνα.

― Τὴν ἀκούσαμε. Ὕστερα;

― Νά, μαζώχτηκε κόσμος…

― Μοῦ τὸ εἶπες αὐτό… ὕστερα;

―Ὁ κλήτορας ἔστειλε τὸ Γιάννη τὸ Μαστοράκη, γιὰ νὰ ξυπνήσῃ τὸ δήμαρχο.

―Ἀλήθεια; ― ὕστερα;

― Καὶ εἶναι κόσμος μαζωμένος… καὶ κουβεντιάζουν ἀναμεταξύ τους.

― Μοῦ τὸ εἶπες τρεῖς φορὲς αὐτό. Καὶ τί γίνεται;

―Ὁ κόσμος ἀρχίσανε νὰ τρέχουνε στὸν Ἐπάνω Μαχαλά, κατὰ τὴν Ἁγία Τριάδα…

― Καὶ δὲν πῆες καὶ σύ!

― Δὲ μοῦ ᾽πες νὰ πάω, Τριανταφυλλιά.

― Καὶ δὲν μπόρεσες νὰ μάθῃς τί τρέχει;

― Νά, λέγανε πὼς θὰ τρέξουνε πίσω κατὰ τὲς Πλάκες νὰ τοὺς προφτάσουνε, νὰ φύγῃ τὸ κακό.

― Ποιὸ κακό;

― Δὲν κατάλαβα… μὰ πρέπει νὰ εἶναι κλέφτες.

― Νὰ μὴν ἔρχωνται οἱ χολεριασμένοι ἀπ᾽ τὸν Τσουγκριᾶ, γιὰ νὰ πάρουν πράτιγο* μὲ τὸ στανιό;

― Καλὰ λές, αὐτὸ θὰ εἶναι, εἶπε συλλογισμένος ὁ Ἀργυράκης· κ᾽ ἐγὼ δὲν τὸ κατάλαβα.

― Γλήορα, νὰ τρέξῃς πίσω, σκυλί, εἶπεν ἡ Τριανταφυλλιά… πάρε καὶ τὸ ραβδί σου μαζὶ… νὰ πᾷς νὰ μάθῃς, κ᾽ ὕστερα νά ᾽ρθῃς νὰ μοῦ πῇς.

Τὴν ἰδίαν στιγμὴν καθ᾽ ἣν ὡμίλει ἡ σύζυγος τοῦ Ἀργυράκη, ἠκούσθη καὶ εἰς τὴν ἀπωτέραν ἐκείνην συνοικίαν ἡ κραυγή, ἥτις εἶχεν ἀρχίσει νὰ ἐπαναλαμβάνεται πρὸ μικροῦ ἀλλαχοῦ τῆς πόλεως:

― Μᾶς φέρνουν τὴν χολέρα! ξυπνᾶτε, παιδιά!

Αἱ κραυγαὶ αὗται ἐξύπνισαν καὶ ὅσους δὲν εἶχαν ἐξυπνήσει ἀκόμη ἀπὸ τὸν ἦχον τοῦ κώδωνος.

* * *

Πρώτη εἰς ὅλην τὴν γειτονιάν, ἀπάνω εἰς τὲς Πλάκες, εἶχεν ἐξυπνήσει ἡ Βγενιὼ ἡ Ἀλαφίνα, ἥτις ἤνοιξε μετὰ κρότου πέρα-πέρα τὸ μέγα καὶ πλατύ, τὸ κυανοῦν χρωματισμένον παράθυρον, καὶ ἁπλώσασα τοὺς ὀγκώδεις ἀνδροπρεπεῖς βραχίονάς της, μὲ τὰ μανίκια τῆς ἄσπρης βαμβακερῆς φανέλας ὀλίγον κάτω τοῦ ἀγκῶνος φθάνοντα, μὲ τὸ κόκκινον ὑποκάμισον συμμαζευμένον περὶ τὴν μασχάλην, ἐστήριξε τὰς πλατείας χεῖράς της ἐπὶ τοῦ θριγκοῦ, φωνάζουσα, διὰ νὰ ἐξυπνίσῃ τὴν Μαρίαν τὴν Πεπερού.

Ἐκ τῶν φωνῶν τῆς Βγένας ἐξύπνησε πρώτη ἡ Ζαχαροὺ ἡ φουρνάρισσα, διότι ἐχρειάζετο κανόνι διὰ νὰ ταράξῃ τὸν ὕπνον τῆς Μαρίας τῆς Πεπεροῦς, καὶ τὸ κανόνι τὸ ὁποῖον εὑρίσκετο ἀπὸ παλαιὸν καιρὸν μέσα εἰς τὸ Μπούρτσι ἦτο σκωριασμένον καὶ ἄχρηστο δυστυχῶς ἀπὸ πολλοῦ.

― Τί τρέχει, γειτόνισσα;

― Μᾶς φέρνουν τὴ χολέρα!

Ἡ Βγένα ἡ Ἀλαφίνα εἶχεν ἐννοήσει ἀμέσως τί τρέχει. Τὸ παράθυρόν της ἔβλεπε πρὸς τὴν θάλασσαν, καὶ εἶχεν ἰδεῖ τὰς λέμβους αἵτινες ἔπλεον πρὸς τὰ ἐδῶ.

― Ποιὸς θὰ μᾶς τὴν φέρῃ;

― Ποιός! Οἱ χολεριασμένοι ἀπ᾽ τὸν Τσουγκριᾶ.

― Ποῦ ᾽ν᾽ τοι;

― Γιά κοίταξε! Ἔρχονται πενῆντα βάρκες.

Εἶτα ἐπειδὴ τῆς ἐφάνησαν ὀλίγαι ὅσας εἶπε, προσέθηκε:

― Πενῆντα! Θὰ εἶναι ὣς ἑκατὸν εἴκοσι!

Ἀκολούθως μεταμεληθεῖσα διότι εἶπε βάρκες καὶ δὲν εἶπε καράβια, ἐζήτησε μέσον τινὰ ὅρον ὅπως διορθώσῃ τὸ πρᾶγμα:

― Βάρκες! Εἶναι σωστὲς σκαμπαβίες… εἶναι μεγάλες σὰ σκοῦνες!

Ἡ Ζαχαροὺ ἡ φουρνάρισσα ἐκοίταξε καὶ ἅμα εἶδε τὰ μαῦρα σημεῖα νὰ μηκύνωνται, φαινόμενα κολλητὰ τὸ ἓν μὲ τὸ ἄλλο ἐπὶ τῆς θαλάσσης, προσέθηκε:

― Παναγία μου! εἶναι μακριὲς σὰν τράτες…

― Τράτες! Τί λές; διώρθωσεν ὀργίλως ἡ Βγενιώ· εἶναι ψηλὲς σὰν καβαρδίνες*!

Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐξύπνησε τέλος καὶ ἡ Μαρία ἡ Πεπερού, ἥτις ἐξῆλθεν ἀπὸ τὸ ἰσόγειον σπιτάκι της τρίβουσα τοὺς ὀφθαλμούς. Κατόπιν της ἐξῆλθε, μὲ κοντὸν φουστανάκι καὶ μὲ γυμνὰς κνήμας καὶ πόδας γυμνούς, τὸ Δεσποινιώ, ἡ μικρὰ κόρη της.

― Τί εἶναι; Τί τρέχει;

Ἡ Βγένα ἡ Ἀλαφίνα δὲν ἐδίστασε πλέον, καὶ ἔκρινεν ὅτι ἦτο καιρὸς νὰ προβιβάσῃ τὲς βάρκες εἰς καράβια.

― Τὰ καράβια τὰ χολεριασμένα ἔρχονται ἀπ᾽ τὸν Τσουγκριᾶ… Πενῆντα κομμάτια καράβια!

Ἡ Πεπεροὺ ἐκοίταξε καὶ δὲν ἠδύνατο νὰ ἴδῃ τίποτε, διότι ἐμισοκοιμᾶτο ἀκόμη. Τὸ Δεσποινιὼ ἡ κόρη της, κρατοῦσα αὐτὴν ἀπὸ τὴν φουστάναν, ἔβλεπε τὲς βάρκες καὶ ἔλεγε:

― Νά τα, νά τα! Κοίτα, μάννα!

Αἱ τρεῖς γυναῖκες ἐκινήθησαν νὰ φθάσωσι πρὸς τὲς Πλάκες, ἀκολουθοῦσαι τὸ πλῆθος, τὸ ὁποῖον διήρχετο. Ὁ Ἀλέξης καὶ ὁ Μιχάλης, ὁ υἱὸς τῆς Πεπεροῦς καὶ ὁ υἱὸς τῆς Ἀλαφίνας, εἶχον ἐξυπνήσει, καὶ ἔτρεξαν ἀκολουθοῦντες τοὺς ἄνδρας νὰ ἴδωσιν.

Ἡ Πεπεροὺ ἔλεγεν εἰς τὴν κόρην της:

― Σύρε νὰ κοιμηθῇς ἐσύ… Κάτσε στὸ σπίτι.

Ἡ Δεσποινιὼ τὴν ἐκράτει καλὰ ἀπὸ τὸ φουστάνι καὶ ἔτρεχε κατόπιν της λέγουσα.

― Φοβῶμαι… φοβῶμαι μοναχή μου, μάννα!

* * *

Τὸ πλῆθος εἶχε φθάσει εἰς τὸ ὕψος τοῦ βράχου, πέραν τοῦ ὁποίου σχηματίζεται ἡ στενὴ προεκβολὴ τοῦ λαιμοῦ τῶν Πλακῶν ἐντὸς τῆς θαλάσσης. Ἄνω τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ ἔλαμπον εἰς τὸ ὕψος τοῦ στερεώματος ἢ ἔτρεμον σβήνοντα ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ, καὶ ὁ γαλαξίας ἔλουε μὲ ἁβρὸν ἀργυρόχρουν φῶς τὰ οὐράνια δώματα, καὶ ἔζωνε τὴν μέσην τοῦ οὐρανοῦ, ὡς νὰ ἔστρωνε μὲ ἀκήρατα ἄνθη τὸν δρόμον τοῦ ἀπείρου εἰς τὰ ἀόρατα πνεύματα τῶν μακάρων. Καὶ ὁ τριάστερος Πῆχυς ἵστατο μυστηριώδης ἐπάνω εἰς τὸ στερέωμα, ἀκατανόητον ὄργανον τὸ ὁποῖον ἐτέθη ἐκεῖ ὡς διὰ νὰ ἐξακολουθῇ νὰ μετρῇ ἐσαεὶ τὸ ἄπειρον διὰ τοῦ αἰωνίου. Καὶ αἱ Ἄρκτοι ἡ μία καὶ ἡ ἄλλη ἔλαμπον μὲ γλυκὺ φῶς μειδιῶσαι εἰς τὰ προσφιλῆ πελάγη, καὶ τὸ ἄστρον τοῦ Βορρᾶ ἐδείκνυε τὸν Πόλον εἰς τοὺς ἀγαπημένους του θαλασσινούς, οἵτινες ἔχουσιν αὐτὸ μόνην συντροφίαν καὶ μόνον αἰθέριον φάρον παρηγοροῦντα αὐτοὺς εἰς τὸν δρόμον των, καὶ ἂν ὅλα τὰ λαμπρὰ ἄστρα χαθῶσι πρὸς καιρὸν εἰς τοὺς ὀφθαλμούς των, καὶ ἂν ὅλοι οἱ μυστηριώδεις λύχνοι συγκαλυφθῶσιν ἀπὸ τὰ νέφη. Ἡ Πούλια εἶχεν ὑψωθῆ τρία κοντάρια ὑψηλὰ ἀνερχομένη ἐξ ἀνατολῶν πρὸς τὸ μεσουράνημα, χρυσῆ κλῶσσα μὲ τὰ πουλιά της, καταστερωθεῖσα καὶ ἀθανατισθεῖσα θείᾳ νεύσει, διὰ νὰ διδάσκῃ τὴν οἰκογενειακὴν συνοχὴν καὶ ἁρμονίαν εἰς τοὺς δειλαίους θνητούς, οἵτινες γεννῶνται διὰ νὰ χάσκωσι πρὸς καιρὸν ἀναβλέποντες ἐκεῖ ἐπάνω, καὶ διὰ νὰ συγκαλύπτῃ χρονίως τοῦ θανάτου ἡ νὺξ τοὺς ὀφθαλμούς των εἰς τὸ ὑποχθόνιον σκότος. Ἐλαφρὰ αὔρα ἔσειε γύρω εἰς τὰ προαύλια καὶ τοὺς κήπους τῶν οἰκιῶν τοὺς κλῶνας τῶν δένδρων, καὶ ἡ θάλασσα κυανῆ καὶ μαύρη, ἁπλουμένη κάτωθεν τοῦ βράχου, ἐμορμύριζεν ἐλαφρῶς πλήττουσα τοὺς βράχους.

Τὸ πλῆθος ἤρχισε νὰ θορυβῇ καὶ νὰ κραυγάζῃ, ἐνώπιον τοῦ θεάματος τὸ ὁποῖον ἐπαρουσιάζετο τώρα φανερὰ εἰς τὰς ὄψεις του ὑπὸ τὴν ἀστροφεγγιὰν τῆς νυκτὸς ἐκείνης. Ὁ δήμαρχος, ἅμα ἐξυπνήσας, εἶχε κατέλθει πρὸς τὴν ἀγοράν, διὰ νὰ συνεννοηθῇ μὲ τὰς ἄλλας ἀρχάς, καὶ δὲν εἶχε φανῆ ἀκόμη ἐπάνω εἰς τὲς Πλάκες, ὅπου εἶχε τρέξει ὁ πολὺς κόσμος. Ἀλλ᾽ ἀφοῦ μάτην περιέμεινεν ἐπὶ ἡμίσειαν ὥραν τὴν ἐμφάνισιν τοῦ λιμενάρχου, τοῦ ὑγειονόμου καὶ τοῦ ἐπιστάτου τοῦ λοιμοκαθαρτηρίου, τῶν ὁποίων αἱ οἰκίαι ἦσαν εἰς τὸ ἄλλο ἄκρον τῆς πόλεως, τὸ ἀνατολικόν, καὶ ἀργὰ μὲν ἐστάλη πρὸς αὐτοὺς ἡ εἴδησις, ἐβράδυναν δὲ φυσικῷ τῷ λόγῳ νὰ ἐμφανισθῶσιν, ὁ δήμαρχος ἀπεφάσισε ν᾽ ἀναβῇ ὁ ἴδιος εἰς τὲς Πλάκες, εἰς τὸ δυτικὸν μέρος τῆς πόλεως. Εἶχε δώσει ἤδη εἰς τὸν κλητῆρα καὶ τοὺς πολιτοφύλακας διαταγὰς νὰ προτρέψωσι τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως μείνωσιν ἐπιτηροῦντες μόνον τὸ ἐπίκαιρον πρὸς ἀπόβασιν μέρος, καὶ μὴ ἐπιχειρήσωσι βιαιοπραγίαν τινά, εἰμὴ ἐν ἐσχάτῃ ἀνάγκῃ καὶ ἐν περιπτώσει ἀποπείρας πρὸς ἀποβίβασιν.

Ὑπάρχει, νομίζω, ἀπόφθεγμά τι, καθ᾽ ὃ ὁ ὄχλος ἔχει δύο ὦτα, διὰ νὰ εἰσέρχωνται αἱ νουθεσίαι διὰ τοῦ ἑνὸς καὶ νὰ ἐξέρχωνται διὰ τοῦ ἄλλου. Τὸ πλῆθος ἤκουσε τὴν διαταγὴν τοῦ δημάρχου, ἀντελήφθη καλῶς τῆς ἐννοίας της, καὶ ἔπραξεν ἀκριβῶς τὸ ἐναντίον τοῦ προσταττομένου. Τὰ φανέντα εἰς τὴν θάλασσαν μαυράδια, τὰ κινούμενα ὁλονὲν πρὸς τὴν διεύθυνσιν τοῦ βράχου, εἰς τὸ ὄπισθεν μέρος τῆς πόλεως κατὰ τὲς Πλάκες, εἶχον πλησιάσει τόσον, ὥστε ἐφαίνοντο ἤδη ὅτι ἦσαν λέμβοι, πλέουσαι διὰ συντόνου κωπηλασίας πρὸς τὴν ξηράν, ὀγκώδεις καὶ μαυρίζουσαι ὑπεράνω τοῦ κύματος, πλήρεις ἀνθρωπίνου φορτίου. Μόλις ἡ πρώτη τούτων εἶχε φθάσει ἐντὸς βολῆς ἀπὸ τοῦ τελευταίου χθαμαλοῦ βράχου, κάτω εἰς τὸν Μύτικα, ἀνοικτὰ ἀπὸ τὸ Κατεργάκι, καὶ μεγάλοι λίθοι καὶ χονδροὶ χάλικες καὶ βῶλοι χώματος ἤρχισαν νὰ ἐκσφενδονίζωνται πρὸς τὸ πέλαγος.

Ἡ πρώτη προφυλακὴ τοῦ ὄχλου εἶχε φθάσει κάτω εἰς τὸν αἰγιαλόν, ἐπὶ τῶν ἁλικτύπων μαρμάρων, σιμὰ εἰς τὸ κῦμα, καὶ ἡ οὐραγία ἐσάλευεν ἀκόμη ἐπάνω εἰς τὸ ὕψος τοῦ κρημνοῦ, ὑπεράνω τῆς στέγης τοῦ ἀρσανᾶ τῶν Μαθιναίων, ἀνάμεσα εἰς τὰ τελευταῖα σπιτάκια, τὰ κτισμένα σύρριζα εἰς τὸν βράχον. Βοὴ καὶ ἀλαλαγμὸς ἠκούετο, καὶ ἡ ὀργὴ τοῦ πλήθους ἐκόχλαζε μετ᾽ ἀγρίων κραυγῶν βράζουσα, ἀπολυομένη ἐξ ἑκατοντάδων στομάτων μετὰ φρυαγμοῦ ὀργίλου, διαθέουσα μετὰ παφλασμοῦ τὰς τάξεις τοῦ ὄχλου καὶ κορυφουμένη μετ᾽ ἀφροῦ καὶ θολῆς ἄχνης ἐπάνω, εἰς τὸ ὕψος τοῦ βράχου. Ἐκ τοσούτων κραυγῶν ὀργῆς, μίσους καὶ ἀγωνίας διεκρίνοντο κάπου αἱ λέξεις «φονιάδες! φέρνετε τὴ χολέρα»· «θὰ μᾶς πεθάνετε!…» ὡς μικρὸν καταληπτὸν περιθώριον εἰς κατάμαυρον καὶ ἀκατανόητον σελίδα βιβλίου. Ἡ χάλαζα τῶν λίθων ἤρχισε νὰ πίπτῃ ἤδη ἄφθονος μετὰ πλαταγισμοῦ εἰς τὸ κῦμα, καί τινες τῶν λίθων ἀντήχησαν μὲ σκληρὸν δοῦπον πλήξασαι τὰς πλευρὰς τῆς βάρκας, ἐνῷ ἄλλοι δὲν ἀνέδωκαν ἀκουστὸν κρότον, ἀλλ᾽ ἔπεσαν κωφά, εἰς τοὺς βραχίονας καὶ τοὺς ὤμους τῶν ἀνθρώπων, τῶν ἐπιβαινόντων τῆς φελούκας. Ὁ κυβερνήτης τῆς πρώτης βάρκας ἐνόησε τότε ὅτι εἶχε βιασθῆ νὰ προτρέξῃ ὅλων τῶν ἄλλων λέμβων, καὶ διέταξε σία*. Οἱ κωπηλάται ἐσιάρισαν* καὶ δι᾽ ὀλίγων πρὸς τὰ ὀπίσω εἰρεσιῶν, ἡ φελούκα ἔφθασεν ἐκτὸς βολῆς ἀπὸ τὸν ἄκρον χθαμαλὸν βράχον τῆς ἀκρογιαλιᾶς.

Προφανῶς, ὁ κυβερνήτης τῆς λέμβου δὲν εἶχε παρατηρήσει τὴν κάθοδον τῶν ἀνθρώπων εἰς τὸ ἄκρον μάρμαρον τῶν Πλακῶν. Ἀναμφιβόλως, αὐτὸς καὶ οἱ ἄλλοι ἐπιβάται τῶν λέμβων, θὰ εἶχον ἀντιληφθῆ ἐκεῖ ὑψηλά, εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ κρημνοῦ, τὴν παρουσίαν τοῦ πλήθους καὶ θὰ εἶχον ἀκούσει τὸν συγκεχυμένον θόρυβον. Ἀλλ᾽ ἡ πρωτοπορία τοῦ ὄχλου εἶχε κατέλθει διὰ κρυφοῦ κοχλιοειδοῦς μονοπατίου κάτω εἰς τὸν ἄκρον αἰγιαλόν, καὶ ἡ παρουσία τῶν ἀνθρώπων τούτων ἐκεῖ κάτω εἰς ἀπόστασιν ὀλίγων ὀργυιῶν ἀπὸ τὴν πρώτην βάρκαν, τοὺς εἶχεν ἐξαφνίσει, ὡς πρᾶγμα ἀπρόοπτον, καὶ σχεδὸν μυστηριῶδες.

Ἡ πρώτη βάρκα, ἀφοῦ ἀνέκρουσε πρύμναν καὶ ἀπεμακρύνθη δέκα ὀργυιὰς παραπάνω, ἐστάθη κ᾽ ἐφαίνετο νὰ περιμένῃ τὰς ἄλλας συντρόφους της. Ἡ δευτέρα ἔφθασε πλησίον της μετ᾽ ὀλίγον, κ᾽ ἐστάθη εἰς τὸ πλάγι της. Φαίνεται ὅτι ἔστησαν συμβούλιον ἐκεῖ ἐπὶ τῆς θαλάσσης. Αἱ ἄλλαι συντρόφισσαι λέμβοι ἔφθασαν μετ᾽ οὐ πολὺ πλησίον τῶν δύο πρώτων, καὶ τὸ συμβούλιον ἔγινε γενικώτερον, καὶ προσέλαβε τὸ κῦρος τῆς ὁλομελείας.

Ἡ ἀνακωχή, ἡ ἐπελθοῦσα εὐθὺς μετὰ τὴν πρώτην ἁψιμαχίαν, διήρκεσεν ἐπὶ πολύ. Ἔξω εἰς τὲς Πλάκες οἱ ἄνθρωποι συνεσώρευον λίθους καὶ βώλους γῆς καὶ ἄμμον, καί τινες σκληροὶ κρότοι ἠκούσθησαν ἐδῶ κ᾽ ἐκεῖ εἰς τὰς τάξεις τοῦ πλήθους. Οἱ κρότοι οὗτοι ὡμοίαζον πολὺ μὲ τὸν κρότον ὑψουμένης σκανδάλης τουφεκίου ἢ πιστόλας. Εἰς τοὺς κρότους τούτους ἀπήντησαν ἄλλοι παραπλήσιοι κρότοι ὑπεράνω τοῦ κύματος, ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὰς λέμβους.

Φαίνεται, καὶ εἶναι ἑπόμενον, ὅτι ὑπῆρχον δύο γνῶμαι ἐπικρατέστεραι ἐπάνω εἰς τὰς λέμβους. Ἡ μία τούτων ἦτο ὅτι ὤφειλον νὰ ὑποχωρήσωσιν. Ἡ ἄλλη ἦτο ὅτι ἔπρεπε νὰ προβῶσι καὶ ἐπιχειρήσωσι τὴν ἀπόβασιν, ἀντὶ πάσης θυσίας. Ἐπειδὴ οἱ εἰσηγηταὶ ἀμφοτέρων τῶν γνωμῶν τὰς διεξεδίκουν πεισματωδῶς καὶ οὐδετέρα ὑπεχώρει εἰς τὴν ἑτέραν, τὸ συμβούλιον παρετείνετο ἐπὶ μακρόν.

Τέλος ἡ τόλμη ἐφάνη ὅτι ἐνίκησε τὴν φρόνησιν, καὶ αἱ λέμβοι ἤρχισαν νὰ κινῶνται ὅλαι ὁμοῦ, κατὰ μέτωπον πρὸς τὴν ξηράν. Τότε οἱ σκληροὶ κρότοι τῆς σκανδάλης ἐπληθύνθησαν, καὶ ἡ χάλαζα τῶν λίθων ἤρχισε νὰ πίπτῃ εἰς τὰ κύματα, πολὺ πρὶν αἱ λέμβοι φθάσωσιν ἐντὸς βολῆς.

Εἶτα μία φωνὴ ἠκούσθη:

― Μὴ ρίχνετε! μὴ ρίχνετε! μὴν πετᾶτε τὲς πέτρες στὸ γιαλό.

Ὁ οὕτω κράξας ἦτο ἐκεῖνος ὃν ἡ ἰδία νὺξ ἀνέδειξεν ἀρχηγόν της. Ὁ ὄχλος, τυφλὸς ἀπὸ τὸ σκότος καὶ τυφλὸς ἀπὸ τὸν θυμόν, εἶχε φθείρει μέγα μέρος τῶν πολεμεφοδίων του, πετῶν αὐτὰ ἀσκόπως. Ὁ ἄνθρωπος ὅστις ἐξέφερε τὸ αὐθόρμητον ἐκεῖνο πρόσταγμα, προσέθηκε μετὰ σαρκασμοῦ:

― Εἶναι φόβος μὴ μολώσετε* τὴν θάλασσαν…

Ὁ λαὸς ἐνόησε τὴν σκέψιν του καὶ ἐσταμάτησε.

― Μὴ ρίξῃ κανένας, ἂν δὲν ρίξω ἐγώ, προσέθηκεν ὁ ἄνθρωπος.

Δὲν ἐχρειάζετο περισσότερον διὰ νὰ χρισθῇ ἀρχηγός. Ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ἐκαλεῖτο Γιῶργος Δ. Καραγιῶργος, καὶ ἐφημίζετο ὡς αἰσθηματίας. Ἦτο βραχὺς τὸ σῶμα, μὲ ὀγκώδη κεφαλήν, μὲ πλατέα λάσια στήθη, μὲ τραχεῖαν ὄψιν βράχου ψημένην ἀπὸ τὸν ἥλιον καὶ τὴν ἅλμην τῆς θαλάσσης, καὶ μὲ χαίτην λέοντος φριξότριχα.

Αἱ λέμβοι ἐχώρουν βραδέως, ἄνευ ὁρμῆς, καὶ τοῦτο ἐφαίνετο παράδοξον, κατόπιν τῆς ἀποφάσεως τῆς βίας, ἣν ἐφαίνετο ὅτι εἶχον λάβει οἱ ἐπιβαίνοντες. Ἀλλὰ πράγματι ἀπεδείχθη κατόπιν ὅτι ἡ ληφθεῖσα ἀπόφασις ἦτο μεικτή τις. Διότι μόλις οἱ πρῶτοι λίθοι, ἀφοῦ ἔδωκε τὸ σημεῖον ὁ Καραγιῶργος, ἔπληξαν τὴν πρῷραν μιᾶς τῶν λέμβων, καθὼς αὗται εἶχον πλησιάσει, καὶ ἠκούσθη φωνὴ ἐκ μιᾶς τῶν λέμβων ἐκείνης ἥτις εἶχε πλησιάσει μεμονωμένη τὴν πρώτην φοράν.

― Σταθῆτε!

Ὁ Γιῶργος Καραγιῶργος ἐστράφη πρὸς τὸ πλῆθος καὶ ἐφώναξε:

― Μὴ ρίχνετε, παιδιά! ν᾽ ἀκούσωμε.

Ὁ κυβερνήτης τῆς πρώτης λέμβου, ὅστις εἶχεν ἔλθει εἰς τὴν πρῷραν καὶ διεκρίνετο ὀρθὸς ἱστάμενος, ἐπανέλαβε:

― Γιατί μᾶς πετροβολᾶτε, παιδιά; Ἐμεῖς δὲν ἤρθαμε νὰ σᾶς φέρουμε τὴ χολέρα.

Ὀλολυγμὸς ἀντήχησεν, ἀναιρῶν τὴν βεβαίωσιν ταύτην, ἐκ μέρους τοῦ πλήθους. Ἀφοῦ ὁ Γιῶργος Καραγιῶργος ἐπέβαλε μετὰ κόπου σιωπήν, ὁ ξένος ἐξηκολούθησεν:

― Εἴχατε τὸ δικαίωμα νὰ μᾶς βάλετε καραντίνα, μὰ δὲν ἔπρεπε νὰ μᾶς ἀφήσετε ν᾽ ἀποθάνουμε τῆς πείνας.

Νέος ὠρυγμὸς τοῦ ὄχλου ἀπήντησεν εἰς τὴν ζωηρὰν ταύτην ἔκφρασιν. Ὁ ξένος τὸ συνῃσθάνθη, κ᾽ ἐταπείνωσε τὸν τόνον του.

― Σᾶς παρακαλῶ, δὲν κατηγορῶ σᾶς, ἀλλὰ μερικοὺς ἄλλους… Ὁ λαὸς τί φταίει; Ὅσο φταῖμε μεῖς, ἄλλο τόσο καὶ σεῖς…

Ὁ ὄχλος ἤκουε σχεδὸν ἐν ἡσυχίᾳ.

― Θέλουν νὰ μᾶς βάλουν παραπάνω καραντίνα, ἂς μᾶς βάλουν. Ἔχουμε εἰκοσιδυὸ μέρες σωστές. Τώρα γυρεύουν νὰ κάμουμε ἄλλες δέκα. Ὅσοι ἀπὸ μᾶς ἔχουν τελειωμένες τὲς εἰκοσιδυὸ μέρες, καὶ ἔχουν καθαρισθῆ, νὰ μᾶς ἀφήσουν νὰ πᾶμε στὴ δουλειά μας, σὰ δὲ θέλουν νὰ μᾶς ἀφήσουν νὰ βγοῦμε ἔξω στὴν πολιτεία.

Ὁ λαὸς ἤκουε μετὰ ψιθυρισμῶν καὶ ἀμφιβόλων αἰσθημάτων.

―Ὅσοι κοντεύουν νὰ ἔχουν εἰκοσιδυὸ μέρες, ἂς τοὺς μεταφέρουν τὸ ἐλάχιστο στὰ κάτω Λαζαρέτα, γιὰ νὰ τοὺς εἶναι εὔκολο ν᾽ ἀγοράζουν ψωμί, καὶ νὰ μὴ πεθάνουν τῆς πείνας. Καὶ εἰς ὅσους δὲν ἔχουν λεπτὰ ν᾽ ἀγοράσουν ψωμί, τὸ Κουβέρνο πρέπει νὰ δώσῃ μικρὴ βοήθεια.

Ὁ Γιῶργος ὁ Καραγιῶργος ἤκουεν ἐν σιωπῇ καὶ σκέψει. Εἶτα, ὅταν ὁ ξένος ἐφάνη ὅτι εἶπεν ὅ,τι εἶχε νὰ εἴπῃ, τοῦ ἐφώναξεν:

―Ἐτελείωσες;

Ὁ ἄνθρωπος ἀπήντησεν:

―Ἐτελείωσα.

Ὁ Γιῶργος Καραγιῶργος ἔλαβε τὸν λόγον:

―Ἐὰν ἔχῃς, ἀδελφέ, τόσο εἰρηνικὰ αἰσθήματα, ποιά σου ἡ ἀνάγκη νὰ ᾽μβῇς καὶ σὺ καὶ οἱ ἄλλοι μὲς σ᾽ αὐτὲς τὲς βάρκες, ἅμα εἴδατε πὼς ἔκαμε παραέξω λιγάκι τὸ βασιλικό, νὰ κινήσετε νὰ ᾽ρθῆτε, νύχτα καὶ σκοτίδι*, γιὰ νὰ ξεμβαρκάρετε στὸ χωριό μας μὲ τὸ στανιό; Στὴν ἐξουσία τὰ λὲς αὐτὰ ἢ στὸ λαό; Καὶ τί φταίει ὁ λαός, καθὼς εἶπες; Ἡμεῖς ἐξουσία δὲν εἴμαστε γιὰ νὰ λάβωμε μέτρα. Καὶ ἂν σᾶς ἀφήνῃ τὸ Κουβέρνο νὰ πεθάνετε τῆς πείνας, καὶ δὲν σᾶς δίνῃ βοήθεια, τί φταίει τὸ χωριό μας, τί σᾶς φταίει ὁ πτωχὸς ὁ λαός; Ἡμεῖς ἐφωνάξαμε ὅλοι μὲ μία βοὴ ὅτι πρέπει νὰ περιποιηθοῦν καλὰ τοὺς ἀνθρώπους στὴν καραντίνα, καί, καθὼς φαίνεται, δὲν μᾶς ἄκουσαν. Δὲν λέγω πὼς τὸ κάνουν ἐπίτηδες, μὰ ἡ διοίκησις εἶναι ρωμέικη, τί τὰ θέλεις;

Ὁ Γιῶργος ὁ Καραγιῶργος ἐπῆρε τὴν ἀναπνοήν του καὶ εἶτα ἐξηκολούθησε:

― Τώρα εἶναι δίκιο Θεοῦ νὰ πατήσετε νύχτα στὸ χωριό μας, νὰ μᾶς δώσετε μεγάλο φόβο, τὸ φόβο ποὺ μπορεῖ νὰ γεννήσῃ τὴ χολέρα καὶ χωρὶς νὰ εἶναι χολέρα; Εἴτε τελείωσεν ἡ καραντίνα σας εἴτε ὄχι, πρέπει νὰ λάβετε ὑπομονή, ἀφοῦ ἡ ἀρχὴ λέγει ναὶ καὶ ὄχι, καὶ μεῖς καλὰ-καλὰ δὲ ξέρουμε ἂν ἦρθε ὁ καιρὸς γιὰ νὰ πάρετε πράτιγο. Γυρίστε ὄμορφα-ὄμορφα καὶ ἥσυχα-ἥσυχα στὸ νησὶ μέσα κ᾽ ἐγὼ σᾶς ὑπόσχομαι τὸ πρωί, σὰ ξημερώσῃ, νὰ πάρω τέσσερες βάρκες νὰ τὲς γεμίσω ψωμὶ καὶ κρέατα καὶ ρύζια καὶ νερὸ καὶ ρώμι καὶ κρασί, ὅλα δωρεά, ὅλα προσφορὲς ἀπὸ μέρους τοῦ φτωχοῦ λαοῦ, ποὺ θὰ σᾶς τὰ δώσῃ ἀπὸ τὸ ὑστέρημά του…

Φωναὶ προθύμου ἐπιδοκιμασίας καὶ συναινέσεως ἠκούσθησαν ἀπὸ τὰς τάξεις τοῦ ὄχλου. Τὸ πλῆθος ἤρχισε νὰ συγκινῆται.

Ὁ Καραγιῶργος ἐξηκολούθησε:

― Νὰ σᾶς τὰ φέρω πρωὶ-πρωὶ στὸν κάβο τοῦ Ἁγίου Φλώρου, ἀπὸ μέρους τῆς φτώχειας, δῶρον εἰς τὴ φτώχεια, γιὰ νὰ περάσετε μιὰ μέρα καὶ ὣς τὴν ἄλλη μέρα αἱ ἀρχαί, πιστεύω, θὰ πάρουν ἀπόφαση νὰ σᾶς μεταφέρουν στὰ ἐδῶθε λαζαρέτα, ἢ νὰ δώσουν πράτιγο εἰς ὅσους ἀπὸ σᾶς ἔχουν εἴκοσι δύο μέρες σωστές.

Νέαι φωναὶ συγκινήσεως ἤχησαν ἐκ μέρους τοῦ λαοῦ.

Αἴφνης, ἀπὸ τὴν δευτέραν βάρκαν, ἠκούσθη φωνὴ λέγουσα:

―Ἐμεῖς δὲν εἴμαστε ζητιάνοι, γιὰ νὰ μᾶς φέρῃς ψωμιὰ τουλόγου σου, νὰ μᾶς τὰ μοιράσῃς ψυχικό!

* * *

Δὲν εἶχον παραλείψει νὰ συμβουλευθῶσι τὸν ἰατρὸν Βίλελμ Βοὺντ οἱ πρωταίτιοι τοῦ κινήματος τούτου. Ἀλλὰ τὸν εἶχον συμβουλευθῆ ὄχι μὲ πεποίθησιν, ἀλλ᾽ ἁπλῶς διὰ τὸν τύπον, καὶ διὰ νὰ δύνανται νὰ λέγωσιν ἀργότερα, κατὰ τὴν παιδαριώδη ἀπολογητικὴν μέθοδον τοῦ ψευδομανοῦς ὄχλου, «ἐρωτήσαμε καὶ τὸ γιατρό». Ὁ κ. Βούντ, ὡς ἦτο ἑπόμενον, τοὺς ἀπέτρεψεν αὐστηρῶς νὰ μὴ τολμήσωσι καὶ τὸ κάμωσι, καὶ ὑπεσχέθη νὰ προσπαθήσῃ παντὶ σθένει ὅπως γίνῃ τακτικώτερος εἰς τὸ μέλλον ὁ ἐπισιτισμὸς καὶ ἡ ἄλλη ὑπηρεσία εἰς τὸν τόπον τῶν καθάρσεων. Αὐτὸς καὶ ἕως τότε δὲν ἔπαυσε νὰ φροντίζῃ καὶ νὰ γίνεται κακὸς μὲ ὅλας τὰς ἀρχὰς τῆς νήσου, κατακραυγάζων καὶ ἐλέγχων τὰ κακῶς γινόμενα, ἀλλ᾽ ἔπταιεν ἡ κακὴ διοίκησις.

Οἱ αὐτουργοὶ τοῦ κινήματος ἦσαν εἴκοσιν ἢ τριάκοντα ἄνθρωποι ἐκ τῶν πρώτων ἐλθόντων εἰς τὴν καραντίναν. Οὗτοι εἶχον διατρίψει ἤδη τρεῖς ἑβδομάδας εἰς τὸ ἔκτακτον λοιμοκαθαρτήριον. Ὑπῆρχον πράγματι πολλὰ καὶ ἀφόρητα δεινά. Ἡ κακὴ κατασκευὴ τῶν παραπηγμάτων, ἡ βραδύτης, ἡ ἀκρίβεια, καὶ ἡ κακὴ ποιότης τῶν τροφίμων, ὁ φόβος, ὁ συνωθισμὸς καὶ ἡ πνιγμονή, ἡ αἰσχροκέρδεια τῶν καπήλων καὶ μικρεμπόρων, ὅλα αὐτὰ ὁμοῦ, καὶ εἰς ἐπίμετρον τὰ πρωτοβρόχια τοῦ φθινοπώρου, τὰ ὁποῖα εἶχον ἀρχίσει ραγδαῖα, καὶ τὰ πρῶτα ψύχη τοῦ πνεύσαντος εὐθὺς ὕστερον πρώτου βορρᾶ. Τὸ πλῆθος τῶν καθαριζομένων ἔπασχεν, ἐστέναζε καὶ ἐπνίγετο. Ὄχι ὀλίγους εἶχε θερίσει ἤδη ὁ Χάρος, τῇ βοηθείᾳ τῆς νόσου, τοῦ φόβου, τῶν στερήσεων, τῆς κακοπαθείας, καὶ ἄλλων θανασίμων ἐπικούρων.

Εἰς τὴν πρώτην τριακοντάδα τῶν συνωμοτῶν προσετέθησαν ἄλλοι τόσοι καὶ πλείονες, οἵτινες ἔλεγον ὅτι εἶχον συμπληρώσει εἴκοσι καὶ μίαν ἡμέρας καθάρσεως, ἀλλὰ πραγματικῶς δὲν εἶχον περισσοτέρας τῶν δεκαὲξ ἢ δεκαοκτὼ ἡμερῶν. Εἶτα καὶ ἄλλοι ἀκόμη οἵτινες περιφανῶς εὑρίσκοντο ἐκεῖ μόνον ἀπὸ δύο ἑβδομάδων. Ἀποχρῶσα ἐπιτήρησις δὲν ὑπῆρχεν, οἱ γέροντες καὶ ἀμελεῖς ἀπόμαχοι φύλακες ἔπασχον τὴν ὅρασιν ἢ ἔκλειον τὰ ὄμματα, καὶ κρυφὰ καὶ φανερὰ ἐπήρχετο συγκοινωνία μεταξὺ τῶν διαφόρων βαθμῶν τῶν καθαριζομένων.

Ὅλοι ὁμοῦ ἐζητοῦσαν νὰ πάρουν πράτιγο, ἐζητοῦσαν νὰ μετατεθῶσιν εἰς τὰ κάτω Λαζαρέτα, ἐζητοῦσαν νὰ τοὺς δίδωνται εὐθηνὰ ἢ καὶ δωρεὰν τὰ τρόφιμα, δὲν ἤξευραν τί ἐζητοῦσαν. Μετὰ τὴν ἀποτροπὴν τοῦ ἰατροῦ, ᾐσθάνθησαν παροδικὴν ἀποθάρρυνσιν, καὶ τὸ σχέδιόν των τοὺς ἐφάνη ἄωρον ἀκόμη, ὅθεν ἐκοιμήθησαν ἥσυχα ἐπὶ μίαν νύκτα. Εἶτα τὴν ἄλλην ἑσπέραν τοὺς ἐφάνη ὅτι ὡρίμασεν αἰφνιδίως, καὶ ἐπειδὴ συνέβη ἐνωρὶς νὰ ἴδωσι τὴν βασιλικὴν ἡμιολίαν, ἥτις ἐστάθμευεν ἐκεῖ, ν᾽ ἀποπλεύσῃ ἔξω τοῦ λιμένος, ἕνεκα ἀκουσθείσης φήμης τινὸς περὶ πειρατείας καὶ ναυταπάτης εἰς τὰς βορείους ἐρημονήσους, εἶπον πρὸς ἑαυτοὺς ὅτι τώρα ἦτο καιρός. Τὴν ἰδίαν ἑσπέραν, οἱ συνωμόται ἔλαβον ἐννέα ἢ δέκα λέμβους, ἐπέβησαν ἐπ᾽ αὐτῶν ἄνδρες περὶ τοὺς ἑκατὸν εἴκοσιν, ἐπλατάγισαν μετὰ θορύβου τὰς κώπας πλήττοντες διὰ κραυγῶν τὰς ἠχούς, ἔπλευσαν ἀνοικτὰ πρὸς δυσμάς, διὰ νὰ εἶναι ἐκτὸς βολῆς ἀπὸ τῶν ὅπλων τοῦ στρατιωτικοῦ ἀποσπάσματος τοῦ σταθμεύοντος παρὰ τὸν Ἅγιον Φλῶρον καὶ εἶτα ἔβαλαν πλώρην εἰς τὲς Πλάκες, κατὰ τὸ ἀπόκεντρον δυτικὸν μέρος τῆς πόλεως.

Ὀφείλομεν χάριν τῆς ἀκριβείας νὰ προσθέσωμεν ὅτι ἡ ἁρμοδία ἀρχὴ εἶχε προκηρύξει ἀπ᾽ ἀρχῆς ὅτι μετὰ τρεῖς ἑβδομάδας ἀκριβῶς, ἤτοι 21 ἡμέρας, θὰ ἐτύγχανον οἱ ἄνθρωποι ἐλευθέρας κοινωνίας, ἀλλ᾽ ὅταν συνεπληρώθη διὰ τοὺς πρώτους ἐλθόντας ὁ ἀριθμὸς οὗτος τῶν ἡμερῶν, ἐδίσταζε νὰ ἐκδώσῃ τὴν περὶ ἐλευθέρας κοινωνίας διαταγήν, καὶ ἐσκέπτετο ἂν ἔπρεπε νὰ μετατοπίσῃ τούτους εἰς τὰ Κάτω Λαζαρέτα. Φαίνεται δὲ ὅτι ὠφελούμενοι ἐκ τῆς ἀνακολουθίας ταύτης καὶ τῆς βραδύτητος οἱ τολμηρότεροι ἐκ τῶν μελετησάντων τὸ πρὸς ἀπόβασιν κίνημα, ἔπεισαν ἄλλους εὐπίστους μεταξὺ τοῦ πλήθους ὅτι τὸ ὑγειονομεῖον εἶχεν ἐκδώσει ἤδη τοιαύτην διαταγήν, καὶ ὅτι ἡ κοινοποίησις ταύτης παρανόμως ἀνεβάλλετο. Μὲ τὴν σφαλερὰν ταύτην πίστιν ἠκολούθησαν τοὺς πρωτουργοὺς οἱ πλεῖστοι τῶν ἐπιβάντων εἰς τὰς λέμβους.

Τὴν ἐπιοῦσαν πρωί, ὅταν ἡ θεια-Σκεύω ἠρώτα τὸν ἰατρὸν Βοὺντ νὰ μάθῃ τὸ αἴτιον τῆς νυκτερινῆς ταραχῆς, οὗτος ἐγνώριζεν ἤδη καὶ τὸ ἀποτέλεσμα.

― Φτηνὰ τὸ γλυτώσανε, νὰ πάρῃ ντιάολο! ἀπήντησεν ὁ κ. Βούντ. Πήγκανε στὴ γκειτονιά σου, στὲς Πλάκες, κάτω ἀπὸ τὸ βράχο γιὰ νὰ πατήσουν ποντάρι ἔξω…

―Ἀλήθεια! Παναγία μου! ὕστερα γιατρέ;

― Οἱ ἄλλοι χοντροκέφαλοι, οἱ ντικοί σας, ἤτελαν νὰ τοὺς τουφεκίσουν.

― Χριστὸς καὶ Παναγία! τί λές, γιατρέ;…

―Ὕστερα, κάποιος ντικός σας Καραγκιῶργκος, ἐγκύρευε νὰ τοὺς μονοιάσῃ, κ᾽ εἶπε νὰ φέρῃ βάρκες φορτωμένες καρβέλια ψωμὶ νὰ τοὺς μοιράσῃ νὰ φᾶνε.

―Ἀλήθεια; Καλὰ εἶπε. Καὶ γιατί δὲν τά ᾽φερε;

― Ὕστερα, πετάχτηκε ἕνας ἀπ᾽ αὐτοὺς ἐντῶ, καὶ τοῦ λέει: «Ἐμεῖς ντὲν εἴμαστε ζητιάνοι, νὰ μᾶς ντώσῃς ψυχικὸ τουλόγκου σου».

―Ἀστοχιὰ στὸ λόγο του!

― Τότε οἱ ντικοί σας ἀγκρίεψαν περισσότερο, γιατὶ τοὺς ἐφάνη πὼς ἤτελαν νὰ ξεμπαρκάρουν στανικῶς, καὶ τὸ εἶχαν σίγκουρα πὼς θὰ τοὺς ἔφερναν τὴ χολέρα…

― Θεὸς νὰ φυλάῃ!

― Τότε ἄρχισαν νὰ πέφτουν οἱ πέτρες βροχὴ ἀπάνω στὲς βάρκες καὶ στὰ κεφάλια τῶν ἀντρώπων…

― Κύριε σῶσον!

―Ἀνάμεσα εἰς τὴ βροχὴ τῶν πετρῶν ἔπεσαν καὶ καμπόσες τουφεκιές…

― Τρομάρα! κ᾽ ἐσκοτώθηκε κανένας;

― Φτηνὰ τὴν ἐγκλύτωσαν, τὸ ντιάολο! Μόνον ντυὸ-τρεῖς τουφεκιὲς ἔπεσαν.

― Καὶ δὲν ἔπαθε κανένας; Δόξα σοι ὁ Θεός.

― Στὴν πρώτη τουφεκιά, ἡ μπάλα ἐσφύριξε κ᾽ ἔσβησε πάφ! στὴ θάλασσα, κ᾽ ἐπῆγε στὸ πάτο.

― Καλύτερα… Νὰ μὴν κακοπάθῃ κανένας χριστιανός.

― Ἡ δεύτερη τουφεκιὰ ἦτον χωρὶς μπάλα!

― Καλύτερα!

― Ἡ τρίτη… Δὲν ἐπῆρε, μοῦ φαίνεται, φωτιὰ τὸ τουφέκι…

―Ἄμποτε! Νὰ γλυτώνῃ ὁ Θεὸς τὸν κοσμάκη ἀπὸ κακιὰ ὥρα.

Ὁ ἰατρὸς ἐξηκολούθησεν ἀκόμη νὰ διηγῆται, καὶ ὅταν ἔφθασεν εἰς τὸ μέρος τοῦτο τοῦ λόγου ἐκάγχασε θορυβωδῶς, ὅτι καὶ αἱ γυναῖκες ἔλαβον μέρος εἰς τὴν μάχην, καὶ ὅτι διέπρεψαν εἰς τὴν ὑπόθεσιν ταύτην ἡ Βγένα ἡ Ἀλαφίνα καὶ ἡ Ζαχαροὺ ἡ φουρνάρισσα καὶ ἡ Πεπεροὺ καὶ ἄλλαι. Τέλος, φθάσας ὁ δήμαρχος, κατώρθωσε διὰ μειλιχίου τρόπου νὰ εἰρηνεύσῃ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ ν᾽ ἀποπέμψῃ τὰς λέμβους μὲ ὑποσχέσεις ταχείας ἐλευθέρας κοινωνίας καὶ βελτιώσεως ἐν γένει τῶν πραγμάτων.

Εἶτα ὁ κ. Βοὺντ ἤναψε τὸ τσιμπούκι του, ἐρρόφησε τὸν καφέν του, ἐκάπνιζε μακρὰς εἰσπνοάς, καὶ ἔβγαζεν ἀτελευτήτους ἕλικας καπνοῦ ἀπὸ τὸ στόμα.

― Τώρα ἦρταν ἐντῶ, οἱ βάρκες, τὸ ντιάολο! ἐπανέλαβε. Ταρρῶ πὼς τὰ τοὺς ντώσουν πράτιγκο σήμερα αὐτοὺς ποὺ ἔχουν εἰκοσιμία μέρες.

―Ἀλήθεια; κ᾽ ἡμεῖς;

― Τουλόγκου σου τέλεις ἀκόμα ντυὸ μέρες. Ἐγκώ, ἂν ἤτελα, ἔπαιρνα πράτιγκο ἀπὸ προκτές, μὰ τὰ κατίσω νὰ ἰντῶ τί ντιάολο τ᾽ ἀπογκίνῃ… Μεταύριο ἴσως πάρωμεν πράτιγκο μαζί.

― Πολλὴ ζωίτσα νά ᾽χῃς, γιατρέ.

* * *

Τὴν ἐπαύριον ἔδωκε τὴν ἄδειαν ὁ ἰατρὸς νὰ ἐξέλθῃ ὁ υἱὸς τῆς Σκεύως, ὅστις εἶχε δυναμώσει ἀρκετά. Τὴν τρίτην ἡμέραν, αὐτὸς καὶ ἡ μήτηρ του ἀνέβησαν εἰς τὸν λόφον, διὰ ν᾽ ἀποχαιρετίσωσι τὸν πάτερ Νικόδημον, καθόσον ἡτοιμάζοντο νὰ τύχωσιν ἐλευθέρας κοινωνίας, ἢ νὰ μετατεθῶσιν εἰς τὰ Κάτω Λαζαρέτα. Δὲν ἦτο βέβαιον ἀκόμη τί εἶχεν ἀποφασισθῆ τελειωτικῶς. Ὑποκάτω εἰς τὸν πεῦκον, ἀνάμεσα εἰς πυκνοὺς θάμνους καὶ ἀνακεκλιμένος ἐπὶ στρώματος ἀπὸ πτέριδας, ἐκάθητο δροσιζόμενος ὁ πάτερ Νικόδημος. Τὸ μέτωπόν του ἦτο κάθιδρον, ἐφόρει παλαιὸν ξεθωριασμένον ζωστικὸν μὲ δερματίνην ζώνην καὶ χωρὶς ράσον, καὶ εἰς τὴν ζώνην εἶχε περασμένον τὸ κλαδευτήρι του. Ἐπειδὴ δὲν τοῦ εἶχαν μείνει πλέον ἀρκεταὶ αἶγες ὥστε ν᾽ ἀπαιτῇ ἱκανὴν ἐργασίαν ἡ βόσκησις καὶ τὸ ἄρμεγμα αὐτῶν, εὕρισκε δουλειὰν καθαρίζων μέρος τοῦ ὀρμανίου καὶ θηλιάζων* ἀγριελαίας διὰ νὰ κάμῃ ἐλαιῶνα καὶ ἀγρόν.

Ἦτο δεκάτη ὥρα τῆς πρωίας. Ὁ ἥλιος ὑψοῦτο εἰς τὸ στερέωμα, καὶ ἡ θερμότης ηὔξανεν, ἀλλ᾽ ἀνάμεσα εἰς τοὺς πρασίνους θάμνους ἦτο δρόσος καὶ εὐωδία, καὶ τὸ φθινόπωρον, δευτέρα ἄνοιξις, ἤρχισε νὰ στολίζῃ μὲ λευκὰ ἀνθύλλια τοὺς τάπητας τῆς χλόης, παρὰ τὰς ρίζας τῶν σχοίνων.

Ἅμα εἶδεν ὁ Νικόδημος τὴν Σκεύω καὶ τὸν υἱόν της, ἐσηκώθη νὰ τοὺς ὑποδεχθῇ. Μὲ δύο παλαιὰ ράσα του, μὲ μίαν βελέντζαν καὶ μὲ μίαν κάπαν ἐσχημάτισε πρόσκαιρον σκηνήν, προσδέσας τὰ ἄκρα τῶν ὀθονῶν εἰς τοὺς χθαμαλωτέρους κλῶνας τοῦ πεύκου, καὶ ὑποστρώσας τρίτον ράσον ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, ἔβαλε τὸν ἐν ἀναρρώσει ἀσθενῆ νὰ καθίσῃ, διὰ νὰ μὴ τὸν βλάψῃ ἡ δρόσος καὶ ὑγρασία τῶν δένδρων. Εἶτα καλέσας τὸν Ἀγκόρτζαν, τὸν διέταξε νὰ σφάξῃ τὸ μόνον κατσικάκι, τὸ ὁποῖον τοὺς εἶχε μείνει, διὰ νὰ φιλεύσουν τοὺς ἐπισκέπτας.

Ὁ Ἀγκόρτζας δὲν δυσηρεστήθη πολύ. Ἀφοῦ τόσα καὶ τόσα ἐρίφια τοῦ τὰ εἶχαν φάγει ἄνθρωποι ἄγνωστοι καὶ ξένοι, παρήγορον θὰ ἦτο νὰ ξεκοκκαλίσῃ καὶ αὐτὸς ἓν καλοψημένον καὶ ροδοκοκκινισμένον μηρίον ἀπὸ τοὺς ἱδρῶτάς του, ἀπὸ τὸ ἔργον τῶν χειρῶν του.

Μετ᾽ ὀλίγον ἦλθε καὶ ὁ ἰατρὸς κ. Βίλελμ Βούντ. Ἔφθασεν ἀκριβῶς τὴν ὥραν ποὺ ἦτο ἕτοιμον τὸ κοκορέτσι. Διότι ὁ Ἀγκόρτζας εἰς ὀλίγα λεπτὰ τῆς ὥρας εἶχε θυσιάσει τὸ μικρὸν ἐρίφιον, τὸ εἶχε γδάρει καὶ ξεκοιλιάσει, τὸ εἶχε περάσει εἰς τὴν σούβλαν καὶ εἶχεν ἀνάψει πῦρ.

Ὅταν ἐκομίσθη ἡ σούβλα μὲ τὸ κοκορέτσι, ὁ ἰατρὸς ἔβγαλεν ἀπὸ τὴν τσέπην του παγούριον μὲ ρούμι καὶ ἔδωκεν εἰς τὸν πάτερ Νικόδημον νὰ εὐλογήσῃ, ἔπιε καὶ αὐτός, κατέπιε μικρὰν δόσιν καὶ ἡ Σκεύω καὶ ὁ υἱός της, καὶ τὸ ὑπόλοιπον ἐδόθη εἰς τὸν Ἀγκόρτζαν.

― Τὰ μᾶς παίξῃς τὴν γκάιντα σήμερα, εἶπεν ὁ ἰατρός· γι᾽ αὐτὸ ἦρτα.

Ὁ Ἀγκόρτζας ἔκρυπτεν ἐπιμόνως τὸ πρόσωπόν του ὄπισθεν τοῦ πλατέος κορμοῦ τοῦ πεύκου, καὶ ἐσυστέλλετο νὰ ὁμιλήσῃ. Ὁ πάτερ Νικόδημος ἀπήντησεν ἀντ᾽ αὐτοῦ ὅτι αὐτὰ τὰ πράγματα δὲν γίνονται κατὰ παραγγελίαν, καὶ ὅτι πρέπει νὰ ἔχῃ κανεὶς κέφι.

Εὐθὺς ὕστερον παρετέθη χαμαὶ ἐπὶ στρώματος ἀπὸ φτέρες τὸ ψητὸν ἐρίφιον. Ὁ μοναχός, ὁ ἰατρὸς καὶ ἡ Σκεύω μετὰ τοῦ υἱοῦ της ἐκάθηντο παρὰ τὴν ρίζαν τοῦ πεύκου ἔμπροσθεν τῆς προχείρου σκηνῆς, τὴν ὁποίαν εἶχε κατασκευάσει ὁ Νικόδημος. Ὁ Ἀγκόρτζας ἐκάθητο κρύπτων τὴν κεφαλήν του ὄπισθεν τοῦ κορμοῦ, καὶ ἦτο ὁρατὸν μόνον τὸ ἓν γόνυ του καὶ ἡ κνήμη του καὶ ὁ ἕτερος τῶν ὤμων καὶ ἡ πλευρά του. Μετὰ τὴν τρίτην γύραν τῆς φλάσκας, ἀφοῦ ἐδόθη ἐντὸς μεγάλου φλασκίου τὸ τρίτον τοῦ περιεχομένου της εἰς τὸν Ἀγκόρτζαν, οὗτος ἔκαμε τέλος κέφι, καὶ ἀπεφάσισε νὰ ὁμιλήσῃ εἰς τὸν ἰατρόν, κρυπτόμενος πάντοτε ὄπισθεν τοῦ κορμοῦ τοῦ πεύκου.

― Τοὺ χατίρ᾽ σ᾽ εἶναι μιγάλου, ἁπ᾽ μ᾽ οὑρίζεις, γιατρέ… Τώρα θὲ πάου κάτου στοὺ μαντρί, κὶ θὲ μ᾽ ἀκούσῃς…

Ἐσηκώθη, ἐπήδησεν ὡς ἀγρίμιον ἀπὸ κλάδου εἰς κλάδον, καὶ μετ᾽ ὀλίγα πηδήματα εὑρέθη εἰς ἀπόστασιν πολλῶν βημάτων, εἰς τὸ χαμηλότερον ὑπήνεμον μέρος, ὄπισθεν τῶν ὑψηλῶν θάμνων ὅπου ἦτο ἡ μάνδρα.

Μετ᾽ ὀλίγας στιγμὰς ἠκούσθησαν σπαρακτικοὶ οἱ τραχεῖς φθόγγοι τῆς γκάιδας πλήττοντες τὰς εἰρηνικὰς ἠχούς, βωβαίνοντες τὸ μελῳδικὸν σύριγμα τῆς αὔρας, τῆς φυσώσης τοὺς κλῶνας τοῦ μεγάλου πεύκου.

―Ἀκοῦς, γιατρέ; εἶπεν ὁ Νικόδημος.

― Τ᾽ ἀκούω, τὸ ντιάολο! καὶ σὺ ταρροῦσες πὼς τ᾽ ἀργήσῃ τὸ Ἀγκόρτζα νὰ κάμῃ κέφι… Ἔτσι μ᾽ ἀρέσουν ἐμένα οἱ ἄντρωποι, νὰ εἶναι εὔτυμοι.

Ἤναψε τὸ τσιμπούκι του, καὶ ἐκβάλλων μεγάλας τολύπας καπνοῦ ἀνεκλίθη ἐπὶ τοῦ ὄχθου πρὸς τὸν κορμὸν τοῦ δένδρου, πλαταγίζων τὰ χείλη, ἀκούων τοὺς ἤχους τοῦ ἀρχετύπου ὀργάνου, μειδιῶν, βλέπων ἐπάνω καὶ ρεμβάζων πρὸς τὸ βαθυπράσινον καὶ ψιθυρίζον ὑπὸ τῆς αὔρας φύλλωμα τοῦ πεύκου.

Τὴν ἰδίαν στιγμήν, παρατεταμένος μιαουρισμὸς ἠκούσθη ὄπισθεν τῶν θάμνων. Ὁ Νικόδημος ἀνεγνώρισε τὴν φωνήν, ἐστράφη ζωηρῶς καὶ εἶδε τὴν γάτταν του, μαύρην καὶ παχεῖαν ἀπὸ τοὺς ἀρουραίους μῦς τοὺς ὁποίους ἐθήρευε πολυπληθεῖς καθ᾽ ἑκάστην.

― Μπαμπή! Μπαμπή! ἔκραξεν ὁ Νικόδημος· ἔλα δῶ! ψί, ψί, ψί!

― Τί; τὴν ηὗρες, βλέπω τὴν γάττα σου, καθὼς ἦρθες ἐδῶ ἀπάνου στὸ βουνάκι, γερο-Νικόδημε; εἶπεν ἡ Σκεύω.

― Πρώτη φορά, βλοημένη, εἶναι… Τώρα μοῦ ἔρχεται, εἶπεν ὁ Νικόδημος.

Ἡ Μπαμπὴ ἐπλησίασε τρέχουσα, ρίπτουσα δύσπιστα βλέμματα εἰς τοὺς ξένους, καὶ διευθυνομένη πρὸς τὸν κύριόν της. Ὁ Νικόδημος τῆς ἔρριψεν ἄφθονα κόκκαλα μετὰ κρέατος, καὶ ἡ Μπαμπὴ ὥρμησε, τὰ ἥρπασε καὶ ἀπεμακρύνθη ὀλίγα βήματα.

― Βαρέθηκε ἡ καημένη νὰ τρώγῃ ὅλο ἀγρομερινὸ κυνήγι, εἶπεν ὁ Νικόδημος, καὶ σὰν τῆς ἐμύρισε ποὺ ψήσαμε τὸ κατσίκι, ἦρθε νὰ πάρῃ τὸ μερτικό της.

Εἰς τὴν παρατήρησιν τοῦ μοναχοῦ ἀπήντησεν ἡ φωνὴ τοῦ παραγυιοῦ του, ὅστις εἶχε διακόψει πρὸς στιγμὴν τὸ μέλος του, καὶ εἶχεν ἀντιληφθῆ τὸ τί συνέβη.

― Δὲν εἶναι τόσου γιὰ τὸ κατσίκι, πάτερ Νικόδημε! ἔκραξεν ὁ Ἀγκόρτζας· μυρίστηκε, πὼς φεύγ᾽ ἡ ξενούρα καὶ πὼς θὰ μείνουμι μοναχοί μας, κ᾽ ἦρθι κι αὐτήνη νὰ μᾶς βρῇ γιὰ νὰ μᾶς κάμ᾽ συντροφιά.

* * *

Τὴν ἐπιοῦσαν ἀπῆλθον ἐκ τῆς μικρᾶς νήσου ὁ ἰατρὸς Βίλελμ Βούντ, ἡ Σκεύω καὶ ὁ υἱός της. Μετὰ μίαν δ᾽ ἑβδομάδα τὰ τελευταῖα καθαρισθέντα πλοῖα ἀπέπλευσαν ἐκ τῆς νήσου, καὶ ὁ πάτερ Νικόδημος ἐπανεῦρε τὴν προσφιλῆ μοναξίαν του.

(1893)

 

Αφήστε μια απάντηση