Κατήχηση

Ἡ γοητεία τῆς εἰδωλολατρίας

ἢ Ποιές ἀσφάλειες ἀναζητοῦν οἱ Χριστιανοὶ ὅταν δὲν ἀντέχουν τὴν ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ

Όποτε ἡ Ἐκκλησία συνάζεται ὡς συζητοῦσα Ἐκκλησία, φανερώνει σὲ ποιό βαθμὸ ἔχει ἐπίγνωση τῆς εὐθύνης της γιὰ τὴν ἐλπίδα ποὺ τῆς ἔχει ἐμπιστευτεῖ ὁ Θεὸς καὶ γιὰ τὴν ὁποία οἱ Χριστιανοὶ καλοῦνται νὰ δίνουν μαρτυρία. Αὐτὴ τὴν εὐθύνη θὰ ἐπιχειρήσω νὰ πραγματευτῶ ἐδῶ1. Θὰ διατυπώσω ἐρωτήματα καὶ θὰ καταθέσω ἀποκρίσεις μου, ἀλλὰ πάντως μὲ τὴ βαθιὰ αἴσθηση ὅτι τὸ θέμα παραμένει μέχρι τέλους ἀνοικτό, τόσο γιὰ ὅσους τὸ συζητᾶμε, ὅσο καὶ γιὰ τὸν Κύριο τῆς ἱστορίας.

Α.

Ὁ Χριστὸς ζήτησε ἀπὸ τοὺς μαθητές του νὰ κατανικήσουν τὴ νύστα τους καὶ νὰ γίνουν ὁδοιπόροι μέχρι τὸ τέρμα τῆς ἱστορίας2. Τοὺς ζήτησε δηλαδὴ ἕναν ἄγρυπνο τρόπο ζωῆς, ὁ ὁποῖος ἀπαιτεῖ κόπο. Οἱ μαθητὲς ὀφείλουν νὰ ἀντιπαλέψουν τὴ νύστα· ὄχι νὰ περιμένουν νὰ περάσει ἀπὸ μόνη της. Καὶ καλοῦνται νὰ πορευτοῦν ἔτσι ὥστε νὰ γίνονται συνοδοιπόροι τοῦ Χριστοῦ· ὄχι νὰ ἀφεθοῦν σὲ κάποια διαδρομὴ μὲ αὐτόματο πιλότο.

Ὅλα αὐτὰ σημαίνουν προθυμία νὰ ἀφουγκράζεσαι τὸν Κύριό σου, περίσκεψη γιὰ τὸν ρόλο σου ὡς μάρτυρά του, ἑτοιμότητα νὰ διορθώνεις τὰ δρομολόγιά σου, καὶ ἀνοιχτότητα ὥστε νὰ δεξιώνεσαι τὶς ἐκπλήξεις τὶς ὁποῖες ἀπεργάζεται Αὐτὸς ποὺ ἔχεις ἐμπιστευτεῖ.

Οἱ χριστιανικὲς κοινότητες, παρ’ ὅλες τὶς ἀλλαγὲς ποὺ ἔχουν ἐπέλθει στὴν ἔννοια τοῦ χρόνου καὶ τοῦ τόπου μὲ τὴν ἑδραίωση τοῦ κυβερνοχώρου, παραμένουν συνάξεις τοπικές, ἀφοῦ βασικὴ δουλειά τους εἶναι νὰ προσλαμβάνουν καὶ νὰ μεταμορφώνουν τὴ χειροπιαστὴ ζωὴ τῶν πραγματικῶν ἀνθρώπων στὸ πραγματικὸ σήμερα. Ὅσο κι ἂν ἔχει διευρυνθεῖ ἡ ἔννοιά της, ἡ τοπικότητα σὲ κάθε περίπτωση σημαίνει ζύμωση, μιὰ διαδικασία ζωντανή. Καὶ γιὰ νὰ μὴ βυθιστεῖ ἡ τοπικότητα σὲ ἕνα αἴσθημα αὐτάρκειας, οἱ ἐκκλησιαστικοὶ ἄνθρωποι συχνὰ τονίζουν τὴ σχέση της μὲ τὴν παγκοσμιότητα, ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι κάθε τοπικὴ ἐκκλησία μετέχει ἑνὸς παγκοσμίου δικτύου τοπικῶν ἐκκλησιῶν. Αὐτὸ εἶναι σωστό, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀρκετό. Ἡ τοπικότητα πρέπει νὰ συνδυάζεται καὶ μὲ τὴν κινητικότητα, δηλαδὴ μὲ τὸ ἀδιάκοπο, διαλογικὸ καὶ κριτικὸ ἄνοιγμα πρὸς τὸν κόσμο (καί ἀδιάκοπο, καί διαλογικὸ καί κριτικό). Ἡ τέλεση τῆς Εὐχαριστίας πρέπει νὰ λαμβάνει χώρα κατὰ τὴ διάρκεια ἑνὸς ταξιδιοῦ, ὅπως συνέβη μὲ τοὺς μαθητὲς ποὺ πορεύονταν πρὸς τοὺς Ἐμμαούς. Ναί! Ὅπως συχνὰ τονίζεται, οἱ μαθητὲς ἀναγνώρισαν τελικὰ τὸν Χριστὸ κατὰ τὴν τέλεση τῆς Εὐχαριστίας. Ἁλλὰ φρονῶ πὼς χρειάζεται νὰ προστεθεῖ ὅτι ἡ τέλεση τῆς Εὐχαριστίας κατέστη δυνατή, διότι οἱ μαθητὲς εἶχαν ἤδη ἀνοιχτεῖ στὸν ξένο καὶ τὸν εἶχαν πιέσει νὰ διανυκτερεύσει μαζί τους (κάτι ἀντίστοιχο μὲ τὴν παλαιοδιαθηκικὴ ἀφήγηση τῆς φιλοξενίας τοῦ Ἁβραάμ, ὅπου ὁ πατριάρχης δὲν ὑποδέχτηκε ἁπλῶς τοὺς τρεῖς ξένους, ἀλλὰ ἔσπευσε πρὸς αὐτούς)!

Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς παραθέτει ὅσα, καθ’ ὁδὸν πρὸς τὴν Ἐμμαούς, εἶχαν πεῖ οἱ μαθητὲς στὸν ἄγνωστο ἀκόμη συνοδοιπόρο τους γιὰ τὸ ἔργο καὶ τὸ πάθος τοῦ Ἰησοῦ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ. Ἡ βιβλικὴ ἔρευνα σήμερα πιθανολογεῖ ὅτι τὰ λόγια αὐτὰ ἀντανακλοῦν τὸ κήρυγμα καὶ τὸ σύμβολο πίστεως τῆς πρώτης ἐκκλησίας3. Ὡστόσο, οὔτε ἡ ὁμολογία ἔγινε σὲ κενὸ ἀέρος. Συνυπῆρξε μὲ τὴ φιλόξενη στάση καὶ τὸ ἄνοιγμα τῆς καρδιᾶς. Κι ἐπὶ πλέον: Παρ’ ὅλο ποὺ κατὰ τὴν τέλεση τῆς Εὐχαριστίας οἱ μαθητὲς ἀναγνώρισαν τὸν Χριστό, αὐτὸς δὲν πέρασε στὴν κατοχή τους. Ἐξαφανίστηκε, παραμένοντας ὁ Κύριος τῶν ἐκπλήξεων, αὐτὸς ποὺ θὰ κρίνει τὸ ταξίδι. Οἱ δὲ μαθητὲς παρέμειναν ὑπεύθυνοι γιὰ τὴ συνέχιση ἢ τὴν τροποποίηση τοῦ ταξιδιοῦ τους, μ’ ὅποια διακινδύνευση συνεπάγεται ἡ ἐλευθερία ποὺ τοὺς ἄφησε ὁ ἐξαφανισθείς.

Ὡστόσο, μολονότι ἡ ἔκκληση γιὰ ἄγρυπνο τρόπο ζωῆς καὶ γιὰ πορεία ὑπεύθυνη διαπερνᾶ ὁλόκληρο τὸ Εὐαγγέλιο, στὸ διάβα τῆς ἱστορίας οἱ πειρασμοὶ τῆς νύστας καὶ τῆς ἀδράνειας ὄχι ἁπλῶς ὑπάρχουν (αὐτὸ εἶναι ἐντελῶς φυσικό), ἀλλά (πράγμα ἐντελῶς ἀντιφατικό) νομιμοποιοῦνται ἀπὸ κάποιες θεολογίες τοῦ αὐτόματου πιλότου. Τὰ λόγια τοῦ Χριστοῦ, «θὰ οἰκοδομήσω τὴν ἐκκλησία μου, καὶ δὲ θὰ τὴν κατανικήσουν οἱ δυνάμεις τοῦ ἅδη4», πολὺ συχνὰ προβάλλονται ὡς διαβεβαίωση ὅτι τὰ ἐκκλησιαστικὰ σώματα ἔχουν οὕτως ἢ ἄλλως, αὐτόματα καὶ ἀναπόδραστα, τὴ συναίνεση τοῦ Θεοῦ.

Οὕτως ἢ ἄλλως, αὐτόματα καὶ ἀναπόδραστα! Τρομαχτικὲς κι αὐθάδικες ὑποδηλώσεις! Ἔχουμε ἄραγε τὸ δικαίωμα νὰ θεωροῦμε ἐξασφαλισμένη τὴ συναίνεση τοῦ Κυρίου; Ἂν πραγματικὰ πιστεύουμε σὲ ζωντανὸ Θεό, μποροῦμε ἄραγε νὰ παραβλέπουμε τὴν ἐλευθερία του νὰ διαφωνεῖ μὲ ἐπιλογές μας, ἀκόμα κι ἂν αὐτὲς τυπικὰ διαθέτουν ὅ,τι θεωροῦμε ἐκκλησιαστικὴ προδιαγραφή;

Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἐξαιρετικὰ ἁπλὴ καὶ ἀνελέητα ἀρνητική: Ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ὁλόκληρη ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ πτώση προσώπων καὶ κοινοτήτων σὲ ἀποστασία, δείχνουν ὁλοφάνερα ὅτι τὰ ἐκκλησιαστικὰ σώματα δὲν εἶναι αὐτοδικαίως καὶ τελεσιδίκως ἐκκλησιαστικά, ἀλλὰ ὀφείλουν νὰ πασχίζουν ὥστε καὶ νὰ εἶναι καὶ νὰ παραμείνουν ἐκκλησιαστικά. Ἁλλά, μολονότι αὐτὰ εἶναι πράγματι γνωστά, ἐπικαλύπτονται ἀπὸ βαριὲς ἀντιφάσεις τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ζωῆς: Ὅλοι διαβεβαιώνουν ὅτι δέχονται τὴν ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν κυριότητά του ἐπὶ τῆς ἱστορίας, κι ὅμως τὴν ἴδια στιγμὴ παράγονται θεολογίες οἱ ὁποῖες ἐκτρέφουν τὸ ἀντίθετο: τὴ βεβαιότητα ὅτι ἡ Ἐκκλησία κατέχει τὸν Θεὸ καὶ ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ ἀποδοκιμάσει τὰ ἐκκλησιαστικὰ σώματα. Καὶ συνήθως, ὅταν κάποιοι ἐκκλησιαστικοὶ κύκλοι ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει στρέψει τὰ νῶτα του σὲ ἄλλους ἐκκλησιαστικοὺς κύκλους, ἐπικαλοῦνται μὲν τὴν ἐλευθερία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὴν ἐπικαλοῦνται περιστασιακά, γιὰ νὰ πλήξουν τὸν ἀντίπαλο. Δὲν τὴν ζοῦν δηλαδὴ ὡς καταστατικὴ ἀρχὴ τοῦ Εὐαγγελίου, ἡ ὁποία ὄχι μόνο κρίνει καὶ τοὺς ἴδιους, ἀλλά, πρῶτα ἀπ’ ὅλα, εἶναι θεμελιώδης ὅρος γιὰ τὴν ἀλήθευση τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας!

Ἂν ὅμως θεωροῦμε δεδομένη τὴ συναίνεση τοῦ Θεοῦ, ἂν δηλαδὴ δὲν θεωροῦμε πραγματικὴ τὴν ἐλευθερία του σὲ βαθμὸ ποὺ νὰ μπορεῖ ἀκόμα καὶ νὰ ἀνατρέψει τὶς βεβαιότητές μας, τότε ἁπλῶς ἀντικαθιστοῦμε τὸν ζωντανὸ Θεὸ μὲ ἕναν θεὸ κατ’ εἰκόνα μας, ὑποταγμένο στὰ σχήματά μας. Κοντολογίς, ἀντικαθιστοῦμε τὸν ζωντανὸ Θεὸ μὲ ἕνα εἴδωλο. Βασικὸ γὰρ χαρακτηριστικὸ τοῦ εἰδώλου εἶναι ὅτι ὑπόκειται σὲ κάτι ὑπέρτερο αὐτοῦ (στοὺς νόμους τῆς αἰώνιας φύσης), ἵσταται, προσκυνεῖται καί… σιγᾶ5. Δὲν ἀντιλέγει, δὲν ἀμφισβητεῖ, δὲν ταράζει τὴν ἀσφάλεια τῶν προσκυνητῶν του, ἡ ὁποία παράγεται μὲ ἀκλόνητη βεβαιότητα ἀπὸ τὴν ἐκτέλεση τῶν θρησκευτικῶν καθηκόντων. Ἡ χριστιανικὴ ζωή, ἀντιθέτως, εἶναι ἡ μετάβαση στὸν χῶρο τῆς διακινδύνευσης, τῆς ὑπέροχης διακινδύνευσης τὴν ὁποία ἐμπεριέχει ἡ προσπάθεια ἀνταπόκρισης σὲ ἑταῖρο ζωντανὸ καὶ ἐλεύθερο. Ἁλλὰ αὐτὴ ἡ ζωντάνια καὶ ἡ ἐλευθερία δὲν ἀντέχονται εὔκολα, καὶ οἱ Χριστιανοὶ ἀδιάκοπα ὀλισθαίνουν στὴν ἀσφάλεια τῶν εἰδώλων. Ἡ ὀλίσθηση αὐτή (ἡ ἄρνηση τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ ἡ ὁποία γίνεται χωρὶς ρηματικὴ ἄρνησή του, καὶ ἡ ἐγκόλπωση εἰδώλων χωρὶς τὴ ρηματικὴ ἀποδοχή τους) μεταλλάσσει κάθε πλευρὰ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ βίου, ὅπως θὰ δοῦμε εὐθὺς στὴ συνέχεια.

Β.

Γνωρίζουμε ὅτι ἡ χριστιανικὴ λατρεία ἔχει βαθιὰ ἐπικλητικὸ χαρακτήρα6. Ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴν Ἐκκλησία δὲν νοεῖται ὡς μιὰ ἀποθηκευμένη ποσότητα ἐνέργειας, ἀπὸ τὴν ὁποία οἱ λειτουργοὶ ἁπλῶς ἀνασύρουν κάμποση καὶ τὴ διαχειρίζονται. Σὲ κάθε θεία Λειτουργία καὶ σὲ κάθε μυστήριο, ἡ λατρεύουσα κοινότητα ζητεῖ ἀπὸ τὸν Τριαδικὸ Θεὸ νὰ δράσει ἐκ νέου, ἐδῶ καὶ τώρα. Ὁ ζωντανὸς Θεὸς δὲν εἶναι ὑποχρεωμένος – δεσμευμένος νὰ δράσει, ἀλλὰ δρᾶ ἐπειδὴ τὸ θέλει, ἐφ’ ὅσον τὸ θέλει καὶ μὲ τοὺς τρόπους ποὺ θέλει. Οἱ Χριστιανοὶ μπορεῖ νὰ γίνονται μέτοχοι τῆς θείας ζωῆς, δὲν γίνονται ὅμως ἰδιοκτῆτες της!

Ἕνας σκληρυμμένος νοῦς καὶ μιὰ σκληρυμμένη καρδιὰ δὲν μποροῦν νὰ δεχτοῦν ὅτι ὁ Θεὸς δὲν εἶναι αἰχμάλωτος, ἔστω καὶ στὴν ἱερότερη φυλακή. Ἕνας σκληρυμμένος νοῦς καὶ μιὰ σκληρυμμένη καρδιὰ ἀναιροῦν τὴ ζωντανὴ πίστη. Μόνο τὸ «ἄμπρα κατάμπρα» τῆς μαγείας παράγει αὐτόματα καὶ ἀναπότρεπτα ἀποτελέσματα, τὰ ὁποῖα δεσμεύουν ὅλους· καί τοὺς λάτρεις καί τοὺς θεούς. Ἡ εὐχαριστιακὴ προσευχὴ δὲν εἶναι μὲν «ἄμπρα κατάμπρα» (αὐτὸ ἐπίσης θὰ σπεύσουν νὰ τὸ συνομολογήσουν ὅλοι), ὡστόσο διαστρέφεται σὲ «ἄμπρα κατάμπρα» ὅποτε στὴν πράξη ἀρνούμαστε τὸ «δικαίωμα» τοῦ Θεοῦ νὰ πεῖ «μισῶ, ἀηδιάζω τὶς γιορτές σας! Δὲν μὲ ἀγγίζουν πιὰ τὰ πανηγύρια σας […] Πάψτε πιὰ νὰ μὲ ξεκουφαίνετε μὲ τοὺς ὕμνους σας» (Ἁμὼς 5: 21, 23). Ἡ ἐμμονή μας σὲ τρόπους ζωῆς ριζικὰ ἀντίθετους πρὸς τὸ Εὐαγγέλιο, μαζὶ μὲ τὴν ἐξύφανση θεολογιῶν ποὺ τοὺς ὑπερασπίζονται, συνιστοῦν ἄρνηση τῆς ἴδιας τῆς Διαθήκης μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Τὸ πρώιμο χριστιανικὸ κείμενο Διδαχὴ περιέχει προσευχὴ ὥστε ὁ Κύριος νὰ συνάξει τὴ διασκορπισμένη Ἐκκλησία του στὴν ἐσχατολογική του Βασιλεία. Πρόκειται γιὰ ἕνα πανέμορφο ὅραμα, τὸ ὁποῖο τὸ ἐπικαλεῖται πολὺ συχνὰ ἡ εὐχαριστιακὴ θεολογία. Ὡστόσο τὸ ὅραμα αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ ὑπονοεῖ ὅτι ἡ σύναξη θὰ συμβεῖ μηχανιστικά. Ἡ ὁμολογία τοῦ ὁράματος πρέπει νὰ συνοδεύεται ἀπὸ τὴ δραματικὴ ἐρώτηση τοῦ Χριστοῦ: «Ὅταν ἔρθει ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου, θὰ βρεῖ τάχα πιστοὺς ἀνθρώπους στὴ γῆ;» (Λουκ. 18: 8). Ναί, οἱ δυνάμεις τοῦ ἅδη δὲν θὰ κατισχύσουν τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ ἡ ὑπόσχεση αὐτὴ δὲν
ἀποκαλύπτει τί θὰ ἀναγνωρίσει τελικὰ ὁ Κύριος ὡς Ἐκκλησία του, ποιούς τελικὰ θὰ ἀναγνωρίσει ὡς μέλη τῆς Ἐκκλησίας του. Ἡ ἔκλειψη τῆς πίστης ἀπὸ τὴ γῆ στὶς ἔσχατες μέρες δὲν ἔχει νὰ κάνει μόνο μὲ τὴν ἀπόρριψη τῆς μεταφυσικῆς ἀπὸ πολλοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀντιευαγγελικότητα Χριστιανῶν καὶ κοινοτήτων τους. Τόσο ἁπλά:

Στὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ δὲ θὰ μπεῖ ὅποιος μοῦ λέει «Κύριε, Κύριε»,
ἀλλὰ ὅποιος κάνει τὸ θέλημα τοῦ οὐράνιου Πατέρα μου. Τὴν ἡμέρα τῆς κρίσεως πολλοὶ θὰ μοῦ ποῦν: «Κύριε, Κύριε δὲν προφητεύσαμε στὸ ὄνομά σου; Δὲν διώξαμε δαιμόνια στὸ ὄνομά σου; Δὲν κάναμε τόσα θαύματα στὸ ὄνομά σου;». Καὶ τότε θὰ τοὺς πῶ κι ἐγώ: «ποτὲ δὲν σᾶς ἤξερα· φύγετε μακριά μου, ἐσεῖς ποὺ ἀντιστρατεύεστε τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ»7.

Πόσο θὰ τροφοδοτοῦσε τὴ νηφαλιότητα ἂν στὴ θεία Λειτουργία ἀκουγόταν ἡ παράκληση «Κύριε, […] μὴ διὰ τὰς ἐμὰς ἁμαρτίας κωλύσῃς τὴν χάριν τοῦ ἁγίου σου πνεύματος ἀπὸ τῶν προκειμένων δώρων»!8 Ὄχι γιὰ νὰ ἐξαρτηθεῖ ἡ ἐγκυρότητα τοῦ μυστηρίου ἀπὸ τὴν ἠθικὴ κατάσταση τοῦ λειτουργοῦ, ἀλλὰ γιὰ νὰ καταδειχτεῖ ὅτι ἡ πώρωση τῆς καρδιᾶς, ἡ ἀντιευαγγελικὴ σκλήρυνση δύνανται νὰ φράξουν τὴ χάρη. Ὁ καθαγιασμὸς τῶν εὐχαριστιακῶν δώρων (τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου) δὲν συνεπάγεται τὴν αὐτόματη ἀπόκτηση χάριτος ἀπὸ τοὺς συναγμένους, ὁ δὲ ζωντανὸς Θεὸς δὲν εἶναι κὰν ὑποχρεωμένος νὰ τὰ καθαγιάσει! Ὁτιδήποτε θὰ τὸν
ὑποχρέωνε, θὰ ἦταν θεὸς πάνω ἀπὸ τὸν Θεό, κάτι σὰν τὴν Εἱμαρμένη πάνω ἀπὸ τοὺς Ὀλύμπιους. Ἁντιθέτως, ἡ Διαθήκη ἔχει συναφθεῖ ἐπειδὴ ὁ Θεὸς τὴν θέλησε, καὶ δὲν εἶναι ἄρρηκτη ἂν ὁ ἑταῖρος ἄνθρωπος στραφεῖ πρὸς ἄλλους ἐραστές (Ὠσηὲ 2:4, Ἰεζ. 16:15-43). Μιὰ Ἐκκλησία, λοιπόν, ἡ ὁποία ὄντως ἀναγνωρίζει τὸν Θεὸ ὡς Κύριό της καὶ ὡς κριτή της ὀφείλει νὰ φυλάει κλειστὴ τὴν πόρτα σὲ κάθε πεποίθηση περὶ ἀκαταμάχητης χάριτος ἢ περί… χρησικτησίας ἐπὶ τῆς χάριτος!

Καμιὰν ἀπὸ αὐτὲς τὶς πεποιθήσεις (περὶ ἀκαταμάχητης ἢ περὶ χρησικτηθείσας χάρης) δὲν θὰ τὴ βροῦμε νὰ διατυπώνεται ἐπισήμως στὸν Ὀρθόδοξο χῶρο. Ἡ πρώτη διότι θεωρεῖται… πολὺ Δυτικὴ καὶ ἡ δεύτερη διότι παραεῖναι βαριά. Ὡστόσο ἀμφότερες ὑποβόσκουν μὲ τὸ παραπάνω στὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση. Τὸ πρόβλημα αὐτὸ ἀφορᾶ τὴ γνωστὴ ἀντιδικία μεταξὺ θεσμοῦ καὶ χαρίσματος, ἀλλὰ ταυτόχρονα τὴν ὑπερβαίνει. Ἁπὸ ὁποιονδήποτε κι ἂν γίνεται δεκτὴ ἡ ἀντίληψη περὶ ἐξασφαλισμένης χάριτος (δηλαδὴ εἴτε ἀπὸ θεσμικοὺς ἀξιωματούχους, εἴτε ἀπὸ χαρισματικοὺς ἀντάρτες, εἴτε ἀπὸ μιὰ Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας, εἴτε ἀπὸ ἕναν ἐπίσκοπο ποὺ ἀντιτίθεται στὴ Σύνοδο, εἴτε ἀπὸ πρεσβύτερους ποὺ καταγγέλλουν τοὺς συμβιβασμένους ἐπισκόπους), παράγεται αὐταρχικὴ διοίκηση σὲ βάρος τῆς ἐλευθερίας τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ καὶ σὲ βάρος τοῦ ζῶντος Θεοῦ, ὁ ὁποῖος (τὸ ἐπαναλαμβάνω) στὶς περιπτώσεις αὐτὲς ἀντικαθίσταται ἀπὸ ἕνα εἴδωλο, ἀπὸ ἕνα ὑποχείριο.

Ἡ Ἐκκλησία εἶναι […] ὁ τόπος τῆς ἰδιαίτερης παρουσίας τοῦ Θεοῦ ἐπὶ γῆς […]. Τὸ Πνεῦμα κατοικεῖ σ’ αὐτὴν καὶ βρίσκεται στὰ θεμέλιά της. Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ Ἐκκλησία, ἡ κοινότητα, εἶναι ναὸς τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, συνεπάγεται γιὰ τὰ μέλη τῆς κοινότητας μία χρέωση καὶ μιὰν ἀπαίτηση: νὰ εἶναι ἄξιοι ναοὶ τοῦ Πνεύματος […]. Ἐπειδὴ εἴμαστε οἱ ζῶντες λίθοι τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ ἀφήσουμε τοὺς ἑαυτούς μας νὰ οἰκοδομηθοῦν, θέτοντάς τους στὴ διάθεση τοῦ οἰκοδόμου.

Ὡστόσο, παρ’ ὅλο ποὺ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ στὴν Ἐκκλησία καὶ εἶναι ἡ πηγὴ τῆς δημιουργίας, τὸ Πνεῦμα δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ ταυτιστεῖ μὲ τὴν Ἐκκλησία. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα εἶναι τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ καὶ παραμένει ὑπερβατικὸ γιὰ ὅλη τὴ δημιουργία. Τὸ Πνεῦμα ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ διὰ τοῦ Θεοῦ δρᾶ στὴν
Ἐκκλησία, ἀποκαλύπτει καὶ κοινωνεῖ τὸν κάθε ἑαυτὸ στὴν κοινότητα τῶν πιστῶν. Τὸ Πνεῦμα διαποτίζει τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ ποτὲ δὲν γίνεται τὸ Πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας οὔτε συγχωνεύεται μ’ αὐτό. Παραμένει τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ […].

Μιὰ αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας ἡ ὁποία παραθεωρεῖ τὴ θεμελιώδη διαφορὰ μεταξὺ τοῦ τελείου Πνεύματος τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς ἀτελοῦς Ἐκκλησίας, θὰ πέσει θύμα μιᾶς ἰδεαλιστικῆς καὶ θριαμβολογικῆς ἐννόησης τῆς Ἐκκλησίας, μιᾶς ἐννόησης γεμάτης αὐταπάτες. Μιὰ Ἐκκλησία ἡ ὁποία ταυτίζει τὸν ἑαυτό της μὲ τὴ θεϊκὴ
αἰώνια πραγματικότητα τοῦ Πνεύματος, θὰ πέσει ἐν τέλει θύμα εἰδωλολατρικῶν ἀντιλήψεων.9

Meneo A. Afonso, What is the Nature of Authority in the Church?, University Press of America, Lanham, New York & London 1996, σσ. 55-56. (Ἂν δὲν δηλώνεται κάτι ἄλλο, οἱ μεταφράσεις τῶν κειμένων εἶναι τοῦ γράφοντος.)

«Ὁ ἄνθρωπος», εἶχε πεῖ ὁ π. Δημήτριος Στανιλοάε μιλώντας γιὰ ἕνα παραπλήσιο ζήτημα,

δὲν πρέπει νὰ συγχέει τὶς εἰκόνες του οὔτε ἀκόμη καὶ τὸ σῶμα του μὲ τὴ δική του πνευματικὴ πραγματικότητα. Δηλαδὴ δὲν πρέπει νὰ ἐπιβάλλει στὸ πνεῦμα, πολὺ λιγότερο στὸ θεῖο πνεῦμα, τὴν διάσταση ἐκείνη εἰκόνων ποὺ βλέπει ὡς «ἀντικείμενο». Ὅταν κάνει αὐτό, ἔχουμε τὴν γέννηση εἰδώλου, μύθου. Μ’ αὐτὴ τὴν ἔννοια ὁποιαδήποτε εἰκόνα μπορεῖ νὰ γίνει μύθος, εἴτε εἶναι ἱστορικὸ γεγονὸς ἢ κάτι δανεισμένο ἀπὸ τὴν φύση. Ἁκόμη καὶ οἱ εἰκόνες τῆς ἀποκαλύψεως μποροῦν νὰ γίνουν μύθοι σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση.10


Τὸ εἴδωλο εἶναι ἄφωνο11 καὶ ἡ ἀλαλία του ἐξυπηρετεῖ τὴ δολιότητα τῆς «ἄπιστης καὶ διεστραμμένης γενιᾶς»12, τὴ συγκέντρωση δύναμης στὰ χέρια τῶν ἐλὶτ οἱ ὁποῖες διαχειρίζονται τὴν εἰδωλολατρικὴ λατρεία. Οἱ ἐλὶτ αὐτὲς παρουσιάζονται ὡς τὸ στόμα ἑνὸς θεοῦ μουγγοῦ, ὡς ἐκπρόσωποι ἑνὸς θεοῦ ἀπόντος. Ἡ λύσσα γιὰ ανεξέλεγκτη ἐξουσία εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀποκαλύπτει ποιός εἶναι εἰδωλολάτρης κατ’ οὐσίαν, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὶς ὅποιες ἐπίσημες δηλώσεις του. Προφανῶς δὲν εἶναι διόλου τυχαῖο ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς προσδιόρισε τὴ διαφορὰ μεταξὺ τῶν ἐθνῶν καὶ τῶν μαθητῶν του ὄχι στὸ πεδίο τῆς θρησκευτικῆς θεωρίας, ἀλλὰ στὸ πεδίο τῆς ἰσχύος:

«Ξέρετε ὅτι οἱ ἡγέτες τῶν ἐθνῶν ἀσκοῦν ἀπόλυτη ἐξουσία πάνω
τους καὶ οἱ ἄρχοντες τὰ καταδυναστεύουν. Σ’ ἐσᾶς ὅμως δὲν πρέπει νὰ
συμβαίνει αὐτό».

(Ματθ. 20:25-26)


«Ὅ,τι κρατήσετε ἀσυγχώρητο στὴ γῆ θὰ εἶναι ἀσυγχώρητο καὶ στὸν οὐρανό· καὶ ὅ,τι συγχωρήσετε στὴ γῆ θὰ εἶναι συγχωρημένο καὶ στὸν οὐρανό»13. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἀγαπημένο βιβλικὸ χωρίο τοῦ εἰδωλολάτρη ἡγέτη. Ἐπιλεγμένο à la carte, καθίσταται βάση μιᾶς βλάσφημης στάσης, διότι ἑρμηνεύεται μὲ ἕναν τρόπο ὁ ὁποῖος θέτει ἐκποδὼν τὸν ζωντανὸ Θεό. Δὲν ἀπομένει τόπος γιὰ τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ, ἂν ἡ κρίση του ἔχει ἐκχωρηθεῖ στοὺς διαχειριστές! Ἁντιθέτως, λοιπόν, ἡ ἑρμηνεία τοῦ χωρίου αὐτοῦ πρέπει νὰ εἶναι ἀνάλογη τῆς ἑρμηνείας τοῦ χωρίου ποὺ προανέφερα, «θὰ οἰκοδομήσω τὴν ἐκκλησία μου, καὶ δὲ θὰ τὴν κατανικήσουν οἱ δυνάμεις τοῦ ἅδη». Ἡ συναίνεση τοῦ Θεοῦ δὲν συνοδεύει κάθε ἐκκλησιαστικὴ ἀπόφαση μηχανικὰ καὶ ἀναπόφευκτα. Ἡ ζωντανὴ παράδοση τῆς ζωντανῆς Ἐκκλησίας ἔχει ξεκαθαρίσει ὅτι οἱ ἀποφάσεις χρειάζεται νὰ ἀνταποκρίνονται σὲ προϋποθέσεις, ὥστε νὰ ἀνήκουν πράγματι σὲ ὅσα θὰ εἶναι συγχωρημένα καὶ στὸν οὐρανό. Γιὰ παράδειγμα, ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής (τὸν ὁποῖον ἐπαναλαμβάνει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης) ὑποστηρίζει χαρακτηριστικὰ ὅτι ἕνας ἐπίσκοπος ἐνδέχεται νὰ ἐξαπολύσει ἀφορισμό / ἀνάθεμα ἀντίθετα πρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Στὴν περίπτωση αὐτὴ ἡ ἐπισκοπικὴ ἀπόφαση δὲν ἔχει τὴ θεία συγκατάθεση. Ὁ πάνσοφος Θεὸς δὲν σέρνεται δουλικὰ πίσω ἀπὸ τὶς παράλογες διαθέσεις τοῦ ἱεράρχη, ἐπισημαίνεται στὰ Ἁρεοπαγιτικὰ συγγράμματα.14

Ἐδῶ πρέπει νὰ προσέξουμε τὴ φοβερὴ βαρύτητα ποὺ ἔχει στὴ ζωντανὴ παράδοση τῆς ζωντανῆς Ἐκκλησίας τὸ ἄδικο, δηλαδὴ τὸ ἀντίθετο στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τὸ ἐπίμαχο χωρίο «Ὅ,τι κρατήσετε ἀσυγχώρητο στὴ γῆ θὰ εἶναι ἀσυγχώρητο καὶ στὸν οὐρανό…» τὸ συναρτᾶ μὲ ὅσα λέει τὸ Εὐαγγέλιο ἀμέσως πρίν, γιὰ τὸ πῶς ὁ ἀδικούμενος δύναται νὰ ζητήσει (πρῶτα προσωπικὰ καὶ τελικὰ στὴν ἐκ κλησιαστικὴ σύναξη) ἀπὸ τὸν ἀδικοπραγοῦντα νὰ διορθωθεῖ (Ματθ. 18: 15-17). Ὁ Χρυσόστομος λοιπὸν λέει ὅτι ὁ Χριστὸς τὸ ἀσυγχώρητο τοῦ φταίχτη δὲν τὸ ἀναθέτει στὸν προεστῶτα τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ στὸν ἀδικημένο! Ἡ δική του πικρία, λέει, θὰ κάνει τὴν ἀμετανοησία τοῦ δράστη αἰώνια καταδίκη του15. Τὸ ἴδιο ἑρμηνευτικὸ νῆμα κρατᾶ καὶ ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας ἑπτὰ αἰῶνες ἀργότερα.16

Ἐδῶ δὲν μπορῶ νὰ ἐπεκταθῶ στὴν ἰδιαίτερη ὀπτικὴ καθενὸς ἀπ’ αὐτοὺς τοὺς συγγραφεῖς, οὔτε στὸ αὐτονόητο, ὅτι γιὰ νὰ μὴ θρυμματιστεῖ τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα σὲ περίπτωση τέτοιων διχοστασιῶν χρειάζονται διαδικασίες ἐμφορούμενες ἀπὸ συνοδικότητα καὶ ἀπὸ μιὰ θεολογία λογοδοσίας στὸν ζωντανὸ Θεό.17 Μένω στὸν τονισμὸ τοῦ ὅτι ὅλοι αὐτοὶ οἱ συγγραφεῖς ρηγματώνουν τὴν εἰκόνα ἑνὸς ἀδρανοῦς Θεοῦ ποὺ ἔχει τάχα ἐκχωρήσει τὴν κρίση καὶ τὰ «δικαιώματά» του σὲ πληρεξούσιούς του.

Ὡς γνωστό, ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος Ἁντιοχείας θεωρεῖται ναυαρχίδα τοῦ ἐπισκοποκεντρισμοῦ. Ὡστόσο ἡ δυναμικὴ ποὺ ὑποφώσκει στὰ κείμενά του ἀξίζει περισσότερη προσοχή, διότι καταδεικνύουν ὅτι ἡ ἀναμφίβολα κεντρικὴ θέση τοῦ ἐπισκόπου δὲν τοῦ ἐξασφαλίζει αὐτομάτως χριστιανικότητα. Παραθέτω ἀπὸ τὴν ἐπιστολή του πρὸς Ἐφεσίους, καὶ παρακαλῶ νὰ προσεχτεῖ ἡ τελευταία φράση:

Μὴν πλανηθεῖτε, ἀδελφοί μου. Ὅσοι καταστρέφουν οἰκογένειες δὲν θὰ κληρονομήσουν τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἂν λοιπὸν περνοῦν στὴ δεσποτεία τοῦ θανάτου ὅσοι κάνουν αὐτὸ σωματικά, πόσο μᾶλλον ὅποιος καταστρέφει μὲ στρεβλὴ διδασκαλία τὴν πίστη στὸν Θεό, γιὰ τὴν ὁποία σταυρώθηκε ὁ Ἰησοῦς Χριστός! Ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς βρωμίστηκε καὶ θὰ πάει στὸ ἄσβηστο πῦρ, τὸ ἴδιο καὶ ὅποιος τὸν ἀκούει.18


«Τὸ ἴδιο καὶ ὅποιος τὸν ἀκούει» [«Ὁμοίως καὶ ὁ ἀκούων αὐτοῦ»]! Πῶς γίνεται, ἄραγε, οἱ ὑπέρμαχοι τῆς ἐπισκοπικῆς μοναρχίας νὰ μὴν ἔχουν συναντήσει αὐτὴ τὴ φράση, ἀναμφίβολα μικρὴ φράση, ἀλλὰ μικρὴ καὶ πολύτιμη, σὰν ἕναν κόκκο ἁλατιοῦ;

Αὐτὸ ποὺ ὑπογραμμίζει ἡ φράση, εἶναι ἡ εὐθύνη τοῦ πιστοῦ. Εἶναι πολὺ πιθανὸ ὁ Ἰγνάτιος ἐδῶ νὰ ζητοῦσε ἀπὸ τὸν κάθε πιστὸ νὰ μένει μακριὰ ἀπὸ ἐξωεκκλησιαστικὲς κακοδοξίες. Ὅμως ἡ ἀναγνώριση τῆς εὐθύνης τοῦ πιστοῦ ἔχει μιὰ δυναμική, ἡ ὁποία γεννᾶ τὸ ἐρώτημα: Πῶς ὁ πιστὸς θὰ ἀντιληφθεῖ τί εἶναι κακόδοξο, ἂν ὁ ἴδιος δὲν εἶναι ὑπεύθυνος καὶ ἀνύστακτος κάθε στιγμή; Πῶς θὰ ἀποστρέψει τὸ πρόσωπό του ἀπὸ τὴν κακοδοξία, ἂν δὲν εἶναι σὲ κριτικὴ νηφαλιότητα κάθε στιγμή, ὥστε νὰ διαγνώσει τὴν κακοδοξία ὁπουδήποτε λιμνάσει αὐτή, δηλαδὴ εἴτε ἔξω ἀπὸ τὸν ἐκκλησιαστικὸ χῶρο εἴτε μέσα; Ἁλλὰ ἡ κακοδοξία δὲν ἀφορᾶ μόνο τὴ δογματική. Μιὰ ἐκκλησιαστικὴ ἡγεσία ἢ μιὰ ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα ποὺ ἀποπνέουν μίσος, μισαλλοδοξία καὶ ἀπανθρωπιὰ καὶ χειρίζονται τὴ δογματικὴ σὰν πέτρα λιθοβολισμοῦ, στελεχώνουν τὴ ριζικότερη κακοδοξία: τὴν ἀκύρωση τοῦ Εὐαγγελίου. Οὔτε τὸ ἄγρυπνο εἶναι ἀφ’ ἑαυτοῦ ἀσφαλὲς κριτήριο. Καὶ ὁ φανατικὸς εἶναι ἄγρυπνος! Ἁλλὰ οἱ κόποι του δὲν εἶναι εὐαγγελικοὶ καὶ δὲν εἶναι εὐάρεστοι στὸν Θεό, ὅσο κι ἂν καταβάλλονται ἐπ’ ὀνόματί του. Τὸ εἶχε πεῖ ὁ Χριστὸς ὅταν μαστίγωσε τὸν ἀθεόφοβο ἱεραποστολικὸ ζῆλο τῶν Φαρισαίων (Ματθ. 23: 15). Καὶ εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ὁ εἰδωλολάτρης αὐτοαναφορικός, ποὺ καμώνεται τὸν Χριστιανὸ καὶ χάνει τὸν ὕπνο του ἂν δὲν βρεῖ κάποιον νὰ λιθοβολήσει, ὑφαρπάζει τὴν κρίση τοῦ Ἁφέντη Θεοῦ ὅταν ὁ ἴδιος ἀναθεματίζει, τὴν ὑφαρπάζει κι ὅταν δηλώνει αὐτόβουλα καὶ ἀνενδοίαστα ὅτι ὑπὲρ Χριστοῦ ὀνειδίζεται καὶ πάσχει, ὅποτε τοῦ ἀσκηθεῖ κριτική!19

Πιθανότατα, προβληματισμοὶ σὰν αὐτοὺς ἐνέπνευσαν κάποιον ἄγνωστο θεολόγο τρεῖς αἰῶνες μετὰ τὸν Ἰγνάτιο, ὥστε νὰ προσθέσει μιὰ κρίσιμη φράση στὴν παραπάνω ἐπιστολὴ τοῦ μάρτυρα. Ἁπὸ φιλολογικῆς πλευρᾶς ἡ προσθήκη ἀποτελεῖ πλαστογραφία. Ἁπὸ θεολογικῆς πλευρᾶς ὅμως ἀποτελεῖ ἕνα σημαντικὸ σχόλιο, προφανῶς διότι στὸ διάβα αὐτῶν τῶν τριῶν αἰώνων τὸ ἐκκλησιαστικὸ σῶμα βίωσε τὸ κακὸ τοῦ μονισμοῦ, κι ἔτσι μερικοὶ τουλάχιστον ἄνθρωποι ἔνιωσαν τὴν ἀνάγκη γιὰ διευκρινίσεις. Ἡ προσθήκη λέει: «Τὸ ἴδιο θὰ τιμωρηθεῖ καὶ κάθε ἄνθρωπος, ποὺ ἔλαβε μὲν ἀπὸ τὸν Θεὸ τὴ δυνατότητα νὰ διακρίνει, ἀλλὰ ἀκολούθησε ἄπειρο ποιμένα καὶ ἀποδέχτηκε μιὰ ψευδῆ διδασκαλία ὡς ἀληθῆ».20

Τὴ δυναμικὴ μιᾶς ζωντανῆς Ἐκκλησίας μποροῦμε νὰ τὴ δοῦμε καὶ στὴ διαμόρφωση τῶν ἱερῶν κανόνων.21 Οἱ κανόνες μποροῦν εὔκολα νὰ ἀναγνωστοῦν μὲ ἀπόλυτο τρόπο, δηλαδὴ ὡς οὐρανοκατέβατα κείμενα χωρὶς ὀργανικὴ σχέση μὲ τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα, καὶ ἄρα ἀνέγγιχτα στοὺς αἰῶνες. Ἂν ὅμως δὲν αὐτομολήσουμε σὲ μιὰ τέτοια ἀνάγνωση, θὰ δυνηθοῦμε νὰ ἀφουγκραστοῦμε τὴ μάχη κατὰ τῶν εἰδώλων:

Ὁ 38ος καὶ ὁ 41ος τῶν λεγομένων Ἁποστολικῶν Κανόνων (τέλη τοῦ 3ου αἰ.) ὁρίζουν ὅτι ὁ ἐπίσκοπος φροντίζει γιὰ τὰ πάντα στὴν Ἐκκλησία καὶ κρίνεται μονάχα ἀπὸ τὸν Θεό.22 Οἱ θιασῶτες τῆς ἐπισκοπικῆς μοναρχίας σίγουρα ἀγάλλονται μὲ τὴν πρόβλεψη αὐτή. Ὡστόσο μιὰ σφαιρικὴ ματιὰ στὴν κανονικὴ παράδοση ἀποκαλύπτει μιὰ διαφορετικὴ δυναμική. Ὁ 40ὸς κανόνας τῆς ἴδιας συλλογῆς ἀξιώνει διαφάνεια: «Νὰ εἶναι φανερὴ ἡ περιουσία τοῦ ἐπισκόπου (ἂν τυχὸν ἔχει περιουσία) καὶ φανερὴ ἡ περιουσία τῆς ἐκκλησίας».23 Καὶ ὁ 26ος κανόνας τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (451) φανερώνει ὅτι ἡ Ἐκκλησία ὀφείλει νὰ ἐξετάζει τὸν ἑαυτό της καὶ νὰ διορθώνει κάθε παρεκτροπή: «Ἐπειδή, ὅπως πληροφορηθήκαμε, σὲ κάποιες ἐκκλησίες οἱ ἐπίσκοποι διαχειρίζονται τὴν ἐκκλησιαστικὴ περιουσία χωρὶς οἰκονόμους, ἀποφασίσαμε κάθε ἐκκλησία ποὺ ἔχει ἐπίσκοπο νὰ ἔχει καὶ οἰκονόμο ἀπὸ τοὺς δικούς της κληρικούς, ὁ ὁποῖος θὰ τακτοποιεῖ τὴν ἐκκλησιαστικὴ περιουσία σύμφωνα μὲ τὴ γνώμη τοῦ ἐπισκόπου, ὥστε νὰ μὴν εἶναι ἀδιαφανής [ἀμάρτυρη] ἡ διαχείριση τῆς ἐκκλησίας καὶ ὡς ἐκ τούτου διασπαθίζεται ἡ περιουσία της καὶ κατηγορεῖται ἡ ἱεροσύνη».24

Φυσικά, πολλὰ σημεῖα αὐτῶν τῶν ρυθμίσεων χρειάζεται νὰ συζητηθοῦν σήμερα, καθόσον γνωρίζουμε πολὺ καλὰ ὅτι μύριες τρικλοποδιὲς σκαρφίζεται ἡ ἐξουσία προκειμένου νὰ συνεχίσει νὰ μένει καὶ ἀδιατάρακτη καὶ νομότυπη! Λόγου χάριν, γιὰ τί εἴδους ἀκτημοσύνη πρόκειται, ὅταν ὁ ἐκκλησιαστικὸς ἀνὴρ δὲν ἔχει μὲν τίποτα γραμμένο στὸ ὄνομά του, ἀλλὰ ἀξιοποιεῖ τὴ θέση του γιὰ νὰ ζεῖ τρυφηλὰ καὶ ἀνάλγητα; Ὁ οἰκονόμος, ἐξάλλου, πῶς θὰ μπορέσει νὰ λειτουργήσει ὄντως ὑπὲρ τῆς διαφάνειας, ἂν ἁπλῶς εἶναι ἕνας ἀνοχύρωτος ὑφιστάμενος; Χρειάζονται, λοιπόν, ἐπίκαιρες ρυθμίσεις, «ὥστε νὰ μὴν ἐνεργοῦν αὐταρχικὰ οἱ ἐπίσκοποι καταχρώμενοι τὴν ἐξουσία ποὺ τοὺς εἶχε δοθεῖ μὲ τοὺς Ἁποστολικοὺς Κανόνες», ὅπως σημείωνε τὸν 12ον αἰώνα ὁ κανονολόγος Ἰωάννης Ζωναρᾶς.25

Τὸ αἴτημα γιὰ ὑπευθυνότητα διαποτίζει τὴν ἐκκλησιαστικὴ ζωή. Θυμᾶμαι τὸ σχόλιο τοῦ Ὠριγένη στὴν εὐαγγελικὴ ἀφήγηση ὅπου ὁ Χριστὸς καθάρισε τὸν ναὸ ἀπὸ τοὺς ἐμπόρους καὶ τοὺς χρηματιστές: «Ἁναποδογύρισε τὰ τραπέζια τῶν ἀργυραμοιβῶν καὶ τὰ καθίσματα [τὰς καθέδρας] αὐτῶν ποὺ πουλοῦσαν περιστέρια» (Ματθ. 21: 12). Ἡ λέξη «καθέδρα» χρησιμοποιεῖται ἐπίσης γιὰ νὰ σημάνει τὴ θέση τῶν ἡγετῶν: τὴν καθέδρα τοῦ Μωυσῆ, τὴν καθέδρα τῶν Φαρισαίων, τὴν καθέδρα τῶν ἐπισκόπων. Γιὰ τὸν Ὠριγένη, λοιπόν, αὐτοὶ ποὺ πουλοῦσαν περιστέρια εἶναι οἱ ἀπαράδεκτοι ἐκκλησιαστικοὶ ἡγέτες, οἱ ὁποῖοι πουλοῦν (καὶ διώκουν) ἀκέραιους πιστούς. Ὁ Ὠριγένης ταυτίζει τοὺς πωλητὲς περιστεριῶν μὲ ἐκείνους ποὺ παραδίδουν τὶς ἐκκλησίες σὲ κερδοσκόπους, τυραννικούς, ἀνίδεους καὶ ἀσεβεῖς ἐπισκόπους, πρεσβυτέρους καὶ διακόνους. Καὶ θρηνεῖ γιὰ ὅσους ἔχουν προσηλωθεῖ σὲ ἡγέτες ποὺ δὲν πρέπει.26

Τέτοιες καταστάσεις εἶναι πολὺ δύσκολες, διότι τὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας ἔχει νὰ ἀντιπαλέψει τὶς στρεβλώσεις, ἀλλὰ χωρὶς νὰ ἐγκαταλείψει τὸ σπιτικό του, τὴν Ἐκκλησία. Αὐτὴ ἡ ἔνταση μπορεῖ νὰ λάβει διαστάσεις μαρτυρίου. Ὁ βιογράφος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου παραθέτει τὸν διάλογο μεταξὺ τοῦ Ἰωάννη καὶ φίλων του τὴν παραμονὴ τῆς ἐξορίας του ἀπὸ τὸν πατριαρχικὸ θρόνο: «Θρηνοῦμε διότι ἐμεῖς μείναμε ὀρφανοὶ καὶ ἡ Ἐκκλησία χήρα, διότι διαταράχτηκαν οἱ θεσμοί, διότι ἐπικρατεῖ ἡ φιλαρχία ὅσων δὲν φοβοῦνται τὸν Κύριο καὶ ἁρπάζουν τὰ ἀξιώματα, διότι οἱ φτωχοὶ μένουν ἀπροστάτευτοι καὶ διότι πουθενὰ πιὰ δὲν βρίσκονται σωστοὶ διδάσκαλοι». Ἁλλὰ τὸ ἐνδιαφέρον ἐδῶ δὲν εἶναι τόσο ἡ διαμαρτυρία, ὅσο ἡ ἀπάντηση. Στὸν παραπάνω θρῆνο ὁ Χρυσόστομος ἀπάντησε μὲ τρόπο ποὺ ἀποκλείει τὸν ναρκισσισμό. Πολὺ συχνὰ ὁ ναρκισσισμὸς διαποτίζει τὸν διωκόμενο καὶ μετατρέπει τὸ δίκιο του σὲ πάθος ποὺ αἰχμαλωτίζει τὴν ψυχή του σὲ θυμό, σὲ ἐγωισμό, σὲ αὐτοσυνειδησία καθαροῦ. Ὁ Χρυσόστομος λοιπὸν ἀπάντησε στὸν φίλο του: «Ἁρκεῖ, ἀδελφέ. Μὴ λὲς πολλά. Ὅπως σᾶς εἶπα, μὴν ἀφήνετε τὶς ἐκκλησίες σας. Διότι οὔτε ἀπὸ μένα ἄρχισε ἡ διδασκαλία, οὔτε τέλειωσε σὲ μένα».27

Τὸ θέμα δὲν εἶναι ζήτημα δύναμης, πλειοψηφίας ἢ λαϊκισμοῦ. Εἶναι ζήτημα ταπεινότητας καὶ ἄσκησης γιὰ ὅλους (κληρικοὺς καὶ λαϊκούς), μακριὰ ἀπὸ τὴ βία ποὺ ἀσκοῦν θεσμικοὶ ἢ χαρισματικοὶ πρίγκιπες, ναρκισσιστὲς ἐνιστάμενοι ἢ φανατικοὶ ἀκόλουθοι, ἄπνοοι γραφειοκράτες ἢ ἱεροεξεταστὲς τοῦ ποιός εἶναι καθαιρόμενος καὶ ποιός θεόπτης. Στὶς μέρες μας ζοῦμε τὴν ἔξαρση ἑνὸς ἰδιότυπου bullying στὰ σπλάχνα τῶν Ὀρθοδόξων ἐκκλησιῶν. Ἄλλοτε ζηλωτικοὶ κύκλοι πρεσβυτέρων καὶ λαϊκῶν, ἄλλοτε μισαλλόδοξοι ἐπίσκοποι ἐπιδίδονται συστηματικὰ σὲ προσπάθεια τρομοκράτησης τῶν διαφωνούντων. Κριτικάρουν τὴ θεσμικὴ Ἐκκλησία, ἀλλὰ τὴν ἴδια στιγμὴ στήνουν τὴ δική τους αὐταρχικὴ ἀρχή, μέσω ἰδιωτικῶν στρατῶν ἀπὸ ἀφοσιωμένους φανατικοὺς ποὺ ἀλυχτοῦν πίσω ἀπὸ τοὺς γκουρού τους. Καὶ ἡ διοικοῦσα Ἐκκλησία συχνὰ αὐτοπαραδίνεται, βολεμένη ἢ τρομοκρατημένη, σ’ αὐτὸν τὸν θεολογικὸ ὑπόκοσμο.

Οὔτε τὸ bullying οὔτε τὰ ἀλυχτίσματα μποροῦν νὰ γίνουν συνδαιτυμόνες διαλόγου, ὅσο κι ἂν ὅλοι ὀμνύουν προσχηματικὰ στὴ σπουδαιότη τα τοῦ διαλόγου. Ὁ διάλογος δὲν εἶναι πυροσβεστήρας γιὰ νὰ τὸν ἀνασύρουμε ἐκτάκτως. Ὀφείλει νὰ εἶναι ἡ διαρκὴς φλόγα στὴν ἑστία τῶν ἐκκλησιῶν. Ἡ θεολογία ἔχει ἀπὸ καιρὸ ὑπογραμμίσει ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι λατρεύουσα κοινότητα καὶ πιστεύουσα κοινότητα. Ὀφείλει ὡστόσο νὰ εἶναι καὶ συζητοῦσα κοινότητα. Δὲν μιλῶ γιὰ συζητοῦσες ἐλίτ, ἀλλὰ γιὰ συζητοῦσες κοινότητες. Τὸ διακύβευμα ἐδῶ εἶναι ἡ ἐλευθερία τῶν τέκνων τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία ἀπειλεῖται ἀπὸ διάφορους κύκλους ἐξουσίας, ἐπίσημους καὶ ἀνεπίσημους, θεσμικοὺς καὶ χαρισματικούς. Γιὰ νὰ σκιαγραφήσω τὴν τρέχουσα κατάσταση, δὲν μπορῶ νὰ βρῶ λόγια καλύτερα ἀπὸ αὐτὰ τοῦ ἀποστόλου Παύλου στὴν ἐπιστολή του πρὸς Γαλάτας:

Κι ἂς ἦταν ἐκεῖ οἱ παρείσακτοι ψευδάδελφοι, ποὺ γλίστρησαν ἀνάμεσά μας σὰν κατάσκοποι μὲ στόχο τὴν ἐλευθερία μας, ποὺ τὴν ἔχουμε χάρη στὸ ἔργο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ μᾶς κάνουν δού λους. Δὲν ὑποχωρήσαμε οὔτε στιγμὴ στὶς ἀπαιτήσεις τους, γιὰ νὰ μείνει ἀνόθευτο τὸ εὐαγγέλιο γιὰ χάρη σας […]. Ὅταν ἦρθε ὁ Πέ τρος στὴν Ἁντιόχεια, τοῦ ἀντιμίλησα κατὰ πρόσωπο, γιατὶ ἦταν ἀξιοκατάκριτος. Γιατί, πρὶν ἔρθουν μερικοὶ ἄνθρωποι τοῦ Ἰακώβου, ἔτρωγε στὰ κοινὰ δεῖπνα μαζὶ μὲ τοὺς ἐθνικούς· σὰν ἦρθαν ὅμως, ὑποχωροῦσε καὶ διαχώριζε τὴ θέση του, ἐπειδὴ φοβόταν τοὺς Ἰουδαίους.28


Ὅπως εἶπα, ἡ θεολογία μας ἔχει τονίσει ἐπαρκῶς ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι καί λατρεύουσα καί πιστεύουσα κοινότητα: lex orandi est lex credendi (ὁ κανόνας τῆς λατρείας εἶναι ὁ κανόνας τῆς πίστης). Ὅμως ἀμφότερες οἱ leges θεμελιώνονται στὴ μεταστροφὴ τοῦ ἀνθρώπου καὶ στὴ σύναψη Διαθήκης μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων. Ἡ μεταστροφὴ καὶ ἡ Διαθήκη δὲν εἶναι γεγονότα ποὺ ἅπαξ καὶ ἔλαβαν χώρα παραμένουν σὲ ἰσχὺ γιὰ πάντα. Πρέπει ἀμφότερες νὰ ἐπιβεβαιώνονται καὶ νὰ ἀνανεώνονται ἀδιάκοπα. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι καὶ ἡ lex orandi καὶ ἡ lex credendi προϋπο θέτουν καὶ συνυπονοοῦν τὴ lex sequendi, τὸ νὰ ἀκολουθεῖς τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ὅπως ἔλεγε ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος (347-420): “Nudum Christum nudus sequere”29: «Νὰ ἀκολουθοῦμε γυμνοὶ τὸν γυμνὸ Χριστό»· γυμνοὶ ἀπὸ πλοῦτο, ἀλλὰ γυμνοὶ κι ἀπὸ τὴν ἀσφάλεια ποὺ προσφέρουν τὰ εἴδωλα. Ξέρουμε ὅτι οὔτε ἡ Εὐχαριστία εἶναι μαγικὴ πράξη ἡ ὁποία μεταμορφώνει μηχανικὰ τοὺς ἀνθρώπους. Χρειάζεται νὰ συνοδεύεται ἀπὸ χριστιανικὸ τρόπο ζωῆς καὶ τὴν τήρηση τῶν ἐντολῶν. Ἁλλὰ καὶ ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν δὲν ἀπαλλάσσει τὸν Χριστιανὸ ἀπὸ τὸ κύριο χαρακτηριστικὸ τῆς ταυτότητάς του: τὴ διακινδύνευσή του νὰ λαμβάνει ἀποφάσεις καὶ νὰ τὶς θέτει στὴν κρίση τοῦ Θεοῦ.

Ὁ προσανατολισμὸς πρὸς τὴν ἀγάπη εἶναι τὸ κριτήριο τῆς πνευματικῆς προκοπῆς καὶ καθαυτῆς τῆς ὕπαρξης τῆς Ἐκκλησίας. Ἂν θὰ μπορούσαμε νὰ φανταστοῦμε τὴν Ἐκκλησία χωρὶς δίψα γιὰ ἀγάπη, θὰ βλέπαμε μιὰν ἄθεη Ἐκκλησία, ἕνα εἴδωλο στὴ θέση τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀγάπη παραπέμπει τοὺς ἀνθρώπους σὲ κάτι πέρα ἀπ’ αὐτοὺς καὶ εἶναι βαθιὰ συνδεδεμένη μὲ τὴ χριστιανικὴ ἀνθρωπολογία. Ἡ πίστη ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιουργημένος κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἀποτελεῖ ριζικὰ ἀντι-ειδωλολατρικὴ θέση. Μὲ τὸν Θεὸ ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα, δηλαδὴ μία ὀντότητα ἡ ὁποία παραπέμπει πέρα ἀπὸ τὰ συστατικά της. Χωρὶς τὸν Θεό, ὁ ἄνθρωπος γίνεται εἴδωλο, δηλαδὴ μία ὀντότητα ποὺ ἐξαντλεῖται στὸν ἑαυτό της. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀνακεφαλαίωσε τὴν ἀντι-ειδωλολατρικὴ οὐσία τῆς χριστιανικῆς ἀνθρωπολογίας καὶ τῆς χριστιανικῆς λατρείας ὅταν εἶπε ὅτι ὑπάρχουν ἅγιες τράπεζες μεγαλύτερου δέους ἀπὸ τὶς πέτρινες τῶν ναῶν: οἱ ζῶσες ἅγιες τράπεζες, οἱ ἄστεγοι καὶ οἱ περιθωριοποιημένοι ποὺ στοιχειώνουν τὰ σοκάκια τῶν πόλεων. Καὶ ἐνῶ ὁ ἱερέας προσκαλεῖ μὲ τὸν λόγο τὸ ἅγιο Πνεῦμα, ὁ ἀλληλέγγυος ἄνθρωπος τὸ καλεῖ μὲ τὴν πράξη. Στὴν ἁγία τράπεζα τίθεται τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ὁ δὲ ἀναγκεμένος ἀποτελεῖ τὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ.30

Παρόμοια, ἡ Ἐκκλησία καλεῖται νὰ λειτουργεῖ ὡς εἰκόνα καὶ ὄχι ὡς εἴδωλο. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι σημεῖον καὶ πρόγευση τῆς Βασιλείας, πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ἡ ἴδια δὲν εἶναι τὸ τέρμα, ἀλλὰ παραπέμπει στὸ τέρμα – τὴ Βασιλεία. Ὁ λόγος ὕπαρξης τῆς Ἐκκλησίας εἶναι νὰ φανερώνει στὴν ἱστορία καὶ νὰ παροντοποιεῖ, σὲ μέτρα πρόγευσης, τὴ Βασιλεία. Ἡ ἀποστολή, δηλαδή, δὲν εἶναι κάτι συμπληρωματικὸ πρὸς τὸν ἑαυτὸ τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ἀποστολὴ καὶ ἡ μαρτυρία συμπίπτουν μὲ τὸν ἐκκλησιαστικὸ ἑαυτό. Μιὰ Ἐκκλησία χωρὶς ἀποστολὴ εἶναι μιὰ Ἐκκλησία ποὺ δὲν παραπέμπει σὲ κανέναν καὶ πουθενά. Γίνεται εἴδωλο. Αὐτὴ ἡ εἰδωλοποίηση τῆς Ἐκκλησίας μπορεῖ νὰ λαμβάνει χώρα κι ὅποτε πιστέψουμε ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἐγκλείεται στὰ κανονικά της ὅρια. Σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση παραβλέπουμε τὴν ἀλήθεια ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἀναντικατάστατη, ἀλλὰ μόνο ὁ Κύριός της ὁρίζει τὰ ὅριά της, μετακινώντας τὸν φράχτη ὅπου τοῦ ἀρέσει, ἀθέατα πολὺ συχνά, ὥστε νὰ περιλάβει ἀνθρώπους ποὺ ποτὲ δὲν βαπτίστηκαν μὲ τὸν τυπικὸ τρόπο σὲ μιὰ ἱστορικὴ ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα. Εἶναι ἐντυπωσιακὸ ὅτι ἀκριβῶς στὴν πραγματεία του περὶ τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας διευκρινίζει ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μυστικὰ βαπτίζει ἀνθρώπους τοὺς ὁποίους ἡ Ἐκκλησία δὲν βάπτισε ἢ δὲν μπόρεσε νὰ βαπτίσει. Τὸ ἱεραποστολικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, λέει ὁ Νικόλαος, συμπληρώνει ὅ,τι λείπει ἀπὸ τὸν Χριστό, ἐνῶ αὐτὸς συμπληρώνει ὅ,τι λείπει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία.31 Ἔτσι, γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ ἐπισημαίνεται ὅτι ἡ ἀληθεύουσα Ἐκκλησία καὶ ὁ Χριστὸς βρίσκονται σὲ ἀδιάσπαστη κοινωνία, ὅμως, ἐνῶ ἐκείνη ἐξαντλεῖται σ’ Αὐτόν, δὲν συμβαίνει τὸ ἀντίστροφο. Μιὰ Ἐκκλησία, λοιπόν, ποὺ δὲν παραπέμπει στὸν Κύριό της μέσω τοῦ τρόπου ὕπαρξής της, εἶναι μιὰ Ἐκκλησία χωρὶς ἀποστολή – μιὰ Ἐκκλησία «ἀν-αποστολική».

Χρησιμοποιῶ τὴ διατύπωση «ἀν-αποστολικὴ» μὲ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖον ὁ ἀπόστολος Παῦλος χρησιμοποιεῖ τὸ ὅρο «ἄθεος» (βλ. Ἐφ. 2:12). Ὁ ἄθεος τοῦ Παύλου δὲν εἶναι αὐτὸς ποὺ ὑποστηρίζει τὴν ἀνυπαρξία τοῦ Θεοῦ. Εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀποδέχεται κάποιον θεό, ἀλλὰ ψευδῆ θεό, κι ἔτσι εἶναι ἄ-θεος, ἐστερημένος τοῦ ὄντως Θεοῦ. Παρόμοια, μιὰ «ἀν-αποστολικὴ» Ἐκκλησία βεβαίως καὶ ἐνδέχεται νὰ ἔχει ἱεραποστολικὴ δραστηριότητα, ἀλλὰ ἡ δραστηριότητά της αὐτὴ θὰ εἶναι στὴν πραγματικότητα μιὰ ἐπιχείρηση γιὰ τὴν ἰμπεριαλιστικὴ ἐξάπλωση τοῦ ἑαυτοῦ της καὶ μόνο, σὰν ἡ ἴδια νὰ εἶναι τὸ τέρμα, δηλαδὴ χωρὶς νὰ παραπέμπει πραγματικὰ στὸν Θεὸ καὶ χωρὶς νὰ ἀποδέχεται τὶς ἐκπλήξεις του οἱ ὁποῖες μπορεῖ νὰ τὴν ὑπερβαίνουν.

Τὸ ἐπαναλαμβάνω. Ἡ ἐμπιστοσύνη στὸν ζωντανὸ Θεὸ γεννᾶ τὴν ἀνθρώπινη ὑπευθυνότητα καὶ λογοδοσία. Καὶ εἶναι πραγματικὰ ἐνδιαφέρον πῶς ἕνας κοσμικὸς φιλόσοφος, ὁ Σλάβοϊ Ζίζεκ, φέρνει στὸ προσκήνιο (ἀπὸ τὴ δική του σκοπιά) τὴν εἰδοποιὸ διαφορὰ τῆς χριστιανικῆς ζωῆς:

Ἡ διαφορὰ τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ ἀπὸ τὸν Χριστιανισμὸ ἀναφορικὰ μὲ τὸ Συμβὰν μπορεῖ νὰ συνοψιστεῖ μὲ τὸν καλύτερο τρόπο ἂν ἀναλογιστοῦμε τὴ θέση τοῦ Μεσσία: σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἑβραϊκὴ μεσσιανικὴ προσδοκία, ἡ βασικὴ χριστιανικὴ στάση εἶναι ὅτι ὁ προσδοκώμενος Μεσσίας ἔχει ἤδη ἔρθει, δηλαδή, ὅτι ἔχουμε ἤδη λυτρωθεῖ· ὁ χρόνος τῆς νευρικῆς προσδοκίας, τῆς βιαστικῆς ἐφόρμησης πρὸς τὴν ἀναμενόμενη Ἔλευση, ἔχει τελειώσει, ζοῦμε τὰ ἐπακόλουθα τοῦ Συμβάντος, τὰ πάντα –τὸ Σπουδαῖο Πράγμα– ἔχουν ἤδη γίνει. Παραδόξως, βέβαια, τὸ ἀποτέλεσμα αὐτοῦ τοῦ Συμβάντος δὲν εἶναι ὁ ἀταβισμός («ἔχει ἤδη γίνει, ἔχουμε λυτρωθεῖ, ἑπομένως τὸ μόνο ποὺ ἔχουμε νὰ κάνουμε εἶναι νὰ ξεκουραστοῦμε καὶ νὰ περιμένουμε…»), ἀλλά, ἀντίθετα, μιὰ ὑπερβολικὴ ἀνάγκη νὰ ἐνεργήσουμε: ἔχει γίνει, ἔτσι τώρα πρέπει νὰ ἐπωμιστοῦμε τὸ σχεδὸν ἀβάσταχτο φορτίο νὰ ἀντεπεξέλθουμε σὲ αὐτό, νὰ συναγάγουμε τὶς συνέπειες τῆς Πράξης… «Ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ ὁ Θεὸς κελεύει» – ὁ ἄνθρωπος διαρκῶς ἐνεργεῖ, ἐπεμβαίνει, ἀλλὰ εἶναι ἡ θεία πράξη ἐκείνη ποὺ ἀποφασίζει τὸ ἀποτέλεσμα. Μὲ τὸ Χριστιανισμό, ἔχουμε τὸ ἀντίστροφο· ὄχι τὸ «ἄλλαι μὲν βουλαὶ Θεοῦ, ἄλλα δὲ ἄνθρωποι κελεύουσι», ἀλλὰ μιὰ ἀντιστροφὴ τῆς διάταξης: «Ἄλλα μὲν Θεός (ἀρχικά) κελεύει, (καὶ ἔπειτα) ἄλλαι δὲ βουλαὶ ἀνθρώπων». Τὸ νὰ ἀναμένουμε τὴν ἔλευση τοῦ Μεσσία εἶναι ποὺ μᾶς περιορίζει σὲ μιὰ παθητικὴ στάση, ἀκριβῶς, ἀναμονῆς, ἐνῶ ἡ ἔλευση λειτουργεῖ σὰν σινιάλο ποὺ προκαλεῖ τὴ δραστηριότητα.32

Βρίσκω τὴν προσέγγιση τοῦ Ζίζεκ ἐνδιαφέρουσα, στὸ βαθμὸ ποὺ κατορθώνει νὰ φέρει στὸ προσκήνιο τὶς συνέπειες τῆς πίστης στὴ δράση τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν ἱστορία, κάτι ποὺ οἱ θιασῶτες τοῦ ὑπερεσχατολογισμοῦ τείνουν νὰ ὑποβαθμίζουν. Ἡ χριστιανικὴ ἐσχατολογία πρέπει πάντα νὰ ἐμπνέει τὴν ἱστορικὴ δράση· ὄχι νὰ τὴν παραλύει. Ταυτόχρονα πρέπει νὰ ἐπισημάνουμε ὅτι πρέπει νὰ πρόκειται γιὰ ἱστορικὴ δράση στὸ πλαίσιο μιᾶς συντροφικότητας. Ὄχι ἐκδήλωση ἑνὸς ἐγωκεντρισμοῦ μὲ αὐτοπεποίθηση παντοδυναμίας, ὁ ὁποῖος μετατρέπει τοὺς ἀνθρώπους σὲ τυράννους τῆς ζωῆς, τῆς γῆς καὶ τῆς ἱστορίας. Σχεδὸν πρὶν ἀπὸ ἑπτὰ αἰῶνες ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας (προφανῶς δὲν μπορῶ νὰ κρύψω τὴν ἀγάπη μου γι’ αὐτὸν τὸν Βυζαντινὸ θεολόγο) ἀναρωτήθηκε τί θὰ μποροῦσε νὰ συμβεῖ ἂν ἡ Παναγία δὲν εἶχε πεῖ «γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου» στὴν ἀνακοίνωση τοῦ ἀγγέλου (Λουκ. 1: 38). Καὶ ἀπάντησε ὅτι ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ θὰ ἦταν ἀδύνατη.33 Ἡ θέση τοῦ Καβάσιλα ἔχει ἐξαιρετικὴ σπουδαιότητα. Ἡ ἀπάντηση τῆς Παναγίας θὰ μποροῦσε νὰ διαβαστεῖ ὡς ἐπιβεβαίωση ἑνὸς μονοφυσιτισμοῦ, στὸν ὁποῖον ἡ ἀνθρώπινη θέληση διαλύεται στὸν ὠκεανὸ τῆς θείας θέλησης. Ὁ Καβάσιλας ὅμως διαβάζει τὸ ἀντίθετο. Τὸ κομβικὸ σημεῖο δὲν εἶναι ἡ θεϊκὴ παντοδυναμία (δηλαδὴ ἡ δυνατότητα τοῦ Θεοῦ νὰ σαρκωθεῖ καθ’ οἱονδήποτε τρόπο), ἀλλὰ ὁ αὐτοπεριορισμὸς τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ, προκειμένου νὰ κάνει ἀληθινὸ χῶρο στὴν ἀνθρώπινη ὑπευθυνότητα, ἀληθινά. Ὄχι προσποιητὰ ἢ προσχηματικά.

Σύμφωνα μὲ τὸν δάσκαλό μου, Παναγιώτη Νέλλα (1936-1986), ὁ Χριστὸς

προσφέρεται μέσα στὴν Ἐκκλησία στοὺς ἀνθρώπους καὶ ταυτόχρονα περιμένει ἀπ’ αὐτοὺς τὴ συγκεκριμένη σάρκα διὰ τῆς ὁποίας μόνο τὸ Σῶμα Του μπορεῖ νὰ συγκροτηθεῖ. Ἂν ὁ Χριστὸς δὲν βρεῖ σὲ μιὰ ὁρισμένη ἱστορικὴ περίοδο αὐτὴ τὴ σάρκα, μένει σ’ αὐτὴ τὴν περίοδο ἀδρανής […]. Ἡ ἐνσωμάτωση στὸ Χριστὸ δὲν ἀφορᾶ μόνο τὰ ἀνθρώπινα ὄντα. Ἁφορᾶ ἐξίσου τὶς ἱστορικὲς πραγματικότητες μέσα στὶς ὁποῖες οἱ ἄνθρωποι εἶναι ὑπαρξιακὰ δομημένοι.34

Ἴσως ὁ Νέλλας ἐκφράζεται μὲ ὑπερβολή. Ὁ Χριστὸς οὔτε περιορίζεται στὴν Ἐκκλησία, οὔτε ἡ δράση του μᾶς εἶναι πάντα γνωστή. Ἁλλὰ ἡ ὑπερβολὴ τοῦ Νέλλα εἶναι πολύτιμη, διότι ἀναδεικνύει τὴ σύνδεση ἀποστολῆς καὶ εὐθύνης. Ἁμφότερες δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχουν χωρὶς κόστος. Καὶ τὸ κόστος εἶναι τόσο πραγματικό, ἀφοῦ μπορεῖ ὄντως νὰ πλήξει τὴσχέση μὲ τὸν ζωντανὸ Θεό.

Μιὰ Ἐκκλησία ἡ ὁποία ποντάρει στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ (διότι μόνο ἀπὸ ἕναν ζωντανὸ Θεὸ μπορεῖ νὰ περιμένεις ἔλεος) εἶναι μιὰ Ἐκκλησία ἡ ὁποία βιώνει τὴν ἔνταση μεταξὺ τῆς θείας παρουσίας ἡ ὁποία ἐκφράζεται μὲ θεία παρουσία, καὶ τῆς θείας παρουσίας ἡ ὁποία ἐκφράζεται μὲ τὴ εία ἀπόσυρση. Ὁ Θεὸς πάντα ἀγαπᾶ καὶ μόνο ἀγαπᾶ. Ἁλλὰ ἡ ἀγάπη Του ἐκδηλώνεται μὲ ἀσύλληπτους τρόπους. Ἂς θυμηθοῦμε τὸ αἴσθημα τῆς ἐγκατάλειψης τοῦ πιστοῦ ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτὸ παρουσιάζεται στὴ Γραφὴ καὶ στὰ ἔργα ἐκκλησιαστικῶν προσώπων.35 «Ἡ πυκνότητα τῆς ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ», εἶπε ὁ Τζὼρζ Στάινερ, «ἡ κόψη τῆς παρουσίας σ’ αὐτὴ τὴν ἀπουσία, δὲν ἀποτελεῖ κενὸ διαλεκτικὸ ἑλιγμό […]. Ἡ ἀποστασιοποίηση […] φορτώνεται τὶς πιέσεις μιᾶς ἀνέγγιχτης ἐγγύτητας, μιᾶς ἐνθύμησης σχισμένης στὶς ἄκρες της».36

Νομίζω ὅτι τὸ κλειδὶ ὅσον ἀφορᾶ τὶς δυσκολίες τῆς χριστιανικῆς ταυτότητας βρίσκεται στὴν παντοδύναμη φράση τοῦ ἀποστόλου Πέτρου: «Νὰ εἶστε πάντοτε ἕτοιμοι νὰ δώσετε τὴ σωστὴ ἀπάντηση σ’ ὅλους ὅσοι ζητοῦν νὰ τοὺς δικαιολογήσετε τὴ χριστιανική σας ἐλπίδα» (1 Πέτρ. 3:15). Ἐξ ὁρισμοῦ ἡ ἐλπίδα εἶναι ἐνεστῶσα ἐμπειρία, ταυτόχρονα ὅμως παραπέμπει πέρα ἀπὸ τὸ παρόν. Ἐξ ὁρισμοῦ ἡ ἐλπίδα εἶναι κάτι ποὺ μποροῦμε νὰ ἔχουμε, ἀλλὰ ποτὲ νὰ κατέχουμε.

1. Ἐπεξεργασμένη μορφὴ εἰσήγησης ποὺ ἔγινε στὰ ἀγγλικά («The charm of idolatry and the making of a mission-less Church») τὴν 3-5-2015, στὸ 15ο Συνέδριο τῶν Ὀρθοδόξων τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης, διοργανωμένο ἀπὸ τὴ Fraternité Orthodoxe en Europe occidentale (Μπορντώ, 30 Ἁπριλίου – 2 Μαΐου 2015). Ἡ εἰσήγηση δημοσιεύτηκε στὰ γαλλικά: «La seduction de l’idolâtrie et l’avènement d’une Église sans mission», Contacts 251 (2015), σσ. 276-295.

2. Ματθ. 26: 41, 28: 20. Πράξ. 1: 8. Ρωμ. 13: 11-12.

3. Λουκ. 24: 19-24. Βλ. Sotirios Despotis, «The way to Emmaus (Lk. 24, 13-32)», Orthodoxes Forum 22.2 (2008), σ. 173.

4. Ματθ. 16: 18. Ἡ μετάφραση τῶν βιβλικῶν κειμένων εἶναι ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Ἡ Παλαιὰ Διαθήκη. Μετάφραση ἀπὸ τὰ πρωτότυπα κείμενα, καὶ Ἡ Καινὴ Διαθήκη. Τὸ πρωτότυπο κείμενο μὲ μετάφραση στὴ δημοτική, ἔκδ. Ἑλληνικῆς Βιβλικῆς Ἑταιρίας, Ἁθήνα 1997 καὶ 1989 ἀντίστοιχα.

5. Χρησιμοποιῶ τὴν ἔννοια τοῦ εἰδώλου ὑπὸ τὴ Βιβλικὴ θεώρησή του ὡς ἄψυχου ἔργου χειρῶν ἀνθρώπου (Ψαλμ. 134: 15-7, Ἱερεμ. 2:11, 5:7), μὲ τὶς συνέπειες τῆς ἀποδοχῆς ἢ τῆς ἀπόρριψής του νὰ διαποτίζουν ὅλο τὸν ἀνθρώπινο βίο. Βλ. χαρακτηριστικὰ The Idols of Death and the God of Life: A Theology (ed. Paolo Richard), Wipf & Stock, Eugene, Oregon 22008.

6. Ὅποια μορφὴ κι ἂν ἔχει ἡ ἐπίκληση. Βλ. Robert F. Taft, «Problems in anaphoral theology: “Words of consecration” versus “consecratory epiclesis”», St Vladimir’s Theological Quarterly 57.1 (2013), σσ. 37-65.

7. Ματθ. 7:21-23. Πρβλ. 1 Κορ. 3: 12-13.

8. Ἡ εὐχὴ βρίσκεται στὴ Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου (ἡ ὁποία σήμερα τελεῖται ἐλάχιστες φορὲς τὸ χρόνο) καὶ διαβάζεται μυστικά. Τὴν ἀπευθύνει ὁ λειτουργὸς μετὰ τὸν καθαγιασμὸ τῶν τιμίων δώρων καὶ ἀφορᾶ τὴν πιθανότητα ἡ ἀνθρώπινη κακία νὰ ἐμποδίσει τὴν χορηγούμενη θεία χάρη, ὅπως ἑρμηνεύει ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας [Εἰς τὴν θείαν λειτουργίαν (ἐπιμ. Παν. Χρήστου), Πατερικαὶ ἐκδόσεις Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, Θεσσαλονίκη 1979, σσ. 174-178. Βλ. καὶ Ἰωάννης Μ. Φουντούλης, Ἁπαντήσεις εἰς λειτουργικὰς ἀπορίας, ἔκδ. Ἁποστολικῆς Διακονίας, τ. 4, Ἁθήνα 1994, σσ. 31-33]. Σημειωτέον ὅτι στὴ Θεσσαλονίκη, ὅπου ἔζησε ὁ Καβάσιλας, χρησιμοποιοῦνταν κατ’ ἐξοχὴν ἡ θεία Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου. Βλ. Stefano Parenti, «La ‘vittoria’ nella Chiesa di Costantinopoli della Liturgia di Crisostomo sulla Liturgia di Basilio», A Oriente e Occidente di Costantinopoli. Temi e problemi liturgici di ieri e di oggi (Monumenta Studia Instrumenta Liturgica 54), Città del Vaticano 2010, σσ. 27-47. Παρόμοια προσευχὴ ὑπάρχει στὴ Λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰακώβου: «Μὴ δι’ ἐμὲ καὶ διὰ τὰς ἐμὰς ἁμαρτίας ἀθετήσῃς τὸν λαόν σου, φιλάνθρωπε Κύριε» (Anton Hängi & Irmgrad Pahl, Prex Eucharistica; Textus e variis liturgiis antiquoribus selecti, Éditions Universitaires Fribourg, Suisse 1968, σ. 248).

9. Meneo A. Afonso, What is the Nature of Authority in the Church?, University Press of America, Lanham, New York & London 1996, σσ. 55-56. (Ἂν δὲν δηλώνεται κάτι ἄλλο, οἱ μεταφράσεις τῶν κειμένων εἶναι τοῦ γράφοντος.)

10. Θεολογία καὶ Ἐκκλησία (μτφρ. Νίκος Τσιρώνης), ἐκδ. Τῆνος, Ἁθήνα 1989, σσ. 144-145.

11. 1 Κορ. 12: 2.

12. Πρβλ. Λουκ. 9: 40.

13. Ματθ. 18: 18.

14. Ἁγαπίου ἱερομονάχου & Νικοδήμου μοναχοῦ, Πηδάλιον… (σχόλιο στὸν 32ο ἀποστολικὸ κανόνα), ἐκδ. Ἁστὴρ 1976, σσ. 35-36: «Ὅσοι δὲ ἀδίκως ἀφορισθοῦν, διὰ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἤτοι, ἢ διὰ τὴν πίστιν, ἢ διὰ τὰς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας, ἢ καὶ διὰ τὴν ἐντολὴν τοῦ Χριστοῦ. Οὗτοι πρέπει νὰ χαίρουν, ἐπειδὴ καὶ εἶναι μακαρισμοῦ ἄξιοι, κατὰ τὸν λόγον τοῦ Κυρίου, ὅστις εἶπε· “Μακάριοί ἐστε ὅταν μισήσωσιν ὑμᾶς οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὅταν ἀφορίσωσιν ὑμᾶς, καὶ ὀνειδίσωσι, καὶ ἐκβάλωσι τὸ ὄνομα ὑμῶν ὡς πονηρόν, ἕνεκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου” (Λουκ. στ´, 22). Περὶ δὲ τῶν ἀλόγως ἀφοριζόντων καὶ κατὰ πάθος, ταῦτά φησιν ὁ Ἁρεοπαγίτης Διονύσιος […]: “Οὕτω καὶ τὰς ἀφοριστικὰς ἔχουσιν οἱ Ἱεράρχαι δυνάμεις, ὡς ἐκφαντορικοὶ τῶν θείων δικαιωμάτων, οὐχ’ ὡς αὐτῶν ἀλόγοις ὁρμαῖς τῆς πανσόφου θε αρχίας, εὐφήμως εἰπεῖν, ὑπηρετικῶς ἑπομένης. Ἁλλ’ ὡς αὐτῶν, ὑποφοιτικῶς ὑποκινοῦντι τῷ τελεταρχικῷ Πνεύματι τοὺς κεκριμένους Θεῷ, κατ’ ἀξίαν ἀφοριζόντων”. Καὶ πάλιν· “Τοὺς μὲν οὖν ἐνθέους Ἱεράρχας, οὕτω καὶ τοῖς ἀφορισμοῖς, καὶ πάσαις ταῖς ἱεραρχικαῖς δυνάμε σι χρηστέον, ὅπως ἂν ἡ τελετάρχις αὐτοὺς Θεαρχία κινήσοι”. Ταῦτα δὲ ἑρμηνεύων ὁ θεῖος Μάξιμος, φησίν, “Ἐὰν παρὰ τὸν σκοπὸν τοῦ Θεοῦ ἀφορίσῃ ὁ Ἱεράρχης, οὐχ ἕπεται αὐτῷ τὸ
θεῖον κρῖμα. Κατὰ γὰρ θείαν κρίσιν, καὶ οὐ διὰ θέλημα ἴδιον, ταῦτα ὀφείλει ἐπιφέρειν”».

15. Ἰωάννης Χρυσόστομος, Εἰς Ματθαῖον, ὁμιλία 60, PG 58, 586 [A-C]. «Οὐκ εἶπε τῷ προέδρῳ τῆς Ἐκκλησίας, Δῆσον τὸν τοιοῦτον, ἀλλά, Ἐὰν δήσῃς, αὐτῷ τῷ λελυπημένῳ τὸ πᾶν ἐπιτρέπων» [Β].

16. Θεοφύλακτος ἀρχιεπίσκοπος Βουλγαρίας, Ἑρμηνεία εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον εὐαγγέλιον, 18, PG 344A-B.

17. Τί Ἐκκλησία θὰ εἴχαμε ἄραγε σήμερα ἂν ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητὴς εἶχε δεχτεῖ τὴ Χριστολογία τοῦ ἐπισκόπου του ὡς εὐαγγελική, ἐκ μόνου τοῦ λόγου ὅτι ὁ ἐπίσκοπος εἶναι ἐπίσκοπος; Ἁλλὰ καὶ τί θὰ γινόταν ἂν στὴ συνέχεια δὲν ἐρχόταν μία Σύνοδος (ἡ 6η οἰκουμενική) νὰ ἀναγνωρίσει ὡς πίστη τῆς Ἐκκλησίας τὴν πίστη τοῦ Μαξίμου; Κι ἀκόμη παραπέρα, τί Ἐκκλησία θὰ εἴχαμε ἂν τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἀποδεχόταν αὐτὴ τὴ Σύνοδο; Ἁλλὰ καὶ πάλι, κάποια μέλη τοῦ πληρώματος τὴν ἀποδέχτηκαν, κάποια ἄλλα ὄχι. Θέλω νὰ πῶ ὅτι στὴν Ἐκκλησία δὲν ὑπάρχει κάποιος αὐτοματισμὸς ποὺ δικαιώνει προκαταβολικὰ κάποια πλευρά, ἀλλὰ ἕνας ἀδιάκοπος παλαιστικὸς συμπλησιασμὸς προσωπικῆς εὐθύνης καὶ Συνοδικῆς λειτουργίας. Ἁπαράβατος ὅρος, ἡ εἰλικρινὴς ὑποβολὴ ὅλων στὴν κρίση τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ.

18. The Apostolic Fathers. Greek Texts and English Translation (ἐπιμ.-μτφρ. Michael W. Holmes), Baker Academic, Grand Rapids 32007, σ. 196. Βλ. καὶ Ἰγνάτιος, επιστολὴ πρὸς Ἐφεσίους (ἐπιστολαὶ γνήσιαι), 16, PG 5, 657A-B.

19. Καὶ φυσικὰ χάσμα μέγα ἐστήρικται μεταξὺ τέτοιων δηλώσεων ἑνὸς θιγμένου σατραπισμοῦ, ἀφ’ ἑνός, καὶ τῶν ὁμολογιῶν τοῦ Παύλου καὶ μαρτύρων ὅτι πάσχουν γιὰ τὸν Χριστό, ἀφ’ ἑτέρου. Στὴ δεύτερη περίπτωση αὐτὸ ποὺ δεσπόζει δὲν εἶναι ἕνα οἰδηματῶδες ἐγώ, ἀλλὰ ἡ πραγματικὴ κένωση, ἡ ὁποία καὶ ἀφήνει ἀληθινὰ χῶρο στὴν δράση καὶ στὴν κρίση τοῦ Χριστοῦ.

20. «Ὁμοίως δέ, καὶ πᾶς ἄνθρωπος, ὁ τὸ διακρίνειν παρὰ Θεοῦ εἰληφώς, κολασθήσεται, ἀπείρῳ ποιμένι ἐξακολουθήσας καὶ ψευδῆ δόξαν ὡς ἀληθῆ δεξάμενος». Ἰγνάτιος,Ἐπιστολὴ πρὸς Ἐφεσίους (ἐπιστολαὶ ἐπιδιορθωμέναι), 16, PG 5, 749B. Γιὰ τὸ ζήτημα τῆς γνησιότητας τῶν ἐπιστολῶν τοῦ Ἰγνατίου βλ. William R. Schoedel, Ignatius of Antioch. A Commentary on the Letters of Ignatius of Antioch (ed. Helmut Koester), Fortress Press, Philadelphia 1985, σσ. 5-7.

21. Γιὰ ὅσα ἀκολουθοῦν, βλ. Athanasios N. Papathanasiou, «Voices of shared responsibility: Some problems of current Eucharistic theology in dialogue with the dynamics of tradition», The Primacy of the Pope in the Catholic-Orthodox Ecumenical Dialogue (ἐπιμ. Simon Marincak & Anthony O’Mahony), Orientalia et Occidentalia 13, Kosice, Slovakia 2013, σσ. 247-251. Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, «Ἐπισκοπικὸ χαλιφάτο ἢ διακονία;», Χριστιανική, φ. 798, 14-5-2009, σ. 5, καὶ «Λόγος περι-ουσίας. Σημειώσεις γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ περιουσία», Σύναξη 23 (1987), σσ. 51-65.

22. Γ. Α. Ράλλης & Μ. Ποτλῆς (ἐπιμ.), Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν κανόνων, τ. Α´, ἐκ τῆς τυπογραφίας Γ. Χαρτοφύλακος, Ἁθήνησιν 1852, ἀνατύπ. ἐκδ. Γρηγόρη, Ἁθῆναι 1966, τ. Β´, σσ. 52 καὶ 57.

23. Ράλλης & Ποτλῆς, ὅ.π., σ. 55.

24. Ράλλης & Ποτλῆς, ὅ.π., σσ. 276-277.

25. Ράλλης & Ποτλῆς, ὅ.π., τ. Γ´, Ἁθήνησιν 1853, σ. 390. Σ’ αὐτὴ τὴν κατεύθυνση οἱ κανόνες 24 τῆς Ἁντιοχείας καὶ 33 τῆς Καρθαγένης (341 καὶ 419 ἀντίστοιχα) ζήτησαν τὴν ἐνημέρωση καὶ τὴ συμμετοχὴ ὅλων τῶν κληρικῶν τῆς τοπικῆς ἐκκλησίας καὶ τῆς συνόδου.

26. Ὠριγένης, Εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον, 16, 21-22, P.G. 13, 1448B-1449A.

27. Παλλάδιος Ἑλενοπόλεως, Διάλογος ἱστορικὸς περὶ βίου καὶ πολιτείας τοῦ μακαρίου Ἰωάννου ἐπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόμου, PG 47, 28.

28. Γαλ. 2: 4-5, 11-12.

29. Jerome, Select Letters (ἐπιμ. Frederick Ada Wright), Harvard University Press, Boston 1933, σ. 282.

30. Ἰωάννης Χρυσόστομος, Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Κορινθίους δευτέραν ἐπιστολήν, 20, 2, PG 61, 540.

    31. Βλ. Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, «Μακριὰ ἀπ’ τὴν παρουσία σου ποῦ νὰ φύγω;” (Ψαλμ. 139: 7). Μιὰ Ὀρθόδοξη κατάφαση τῆς δράσης τοῦ Θεοῦ ἔξω ἀπὸ τὰ κανονικὰ ὅρια τῆς Ἐκκλησίας», Σύναξη 120 (2011), σσ. 16-31.

    32. Slavoj Žižek, Ἡ μαριονέτα καὶ ὁ νάνος: Ὁ διαστροφικὸς πυρήνας τοῦ Χριστιανισμοῦ (μτφρ. Κώστας Περέζους, ἐπιμ. Γιάννης Σταυρακάκης), ἐκδ. Scripta, Ἁθήνα 2005, σσ. 203-204.

    33. Νικόλαος Καβάσιλας, Λόγος εἰς τὸν εὐαγγελισμὸν τῆς Θεοτόκου, Patrologia Orientalis 19, 488, 13-21.

    34. Παναγιώτης Νέλλας, «Γεννηθῆναι ἄνωθεν. Οἱ δογματικές, μυστηριακὲς καὶ ἀνθρωπολογικὲς προϋποθέσεις τῆς πνευματικῆς ζωῆς», Σύναξη (1982), σ. 32.

    35. Βλ. Evaggelos Bartzis, Divine abandonment of Christ and the soul in Byzantine exegesis and ascetic literature, Doctoral thesis, Durham University, 2008, http://etheses.dur.ac.uk/2508/
    1/2508_520.pdf?UkUDh:CyT (21-10-2016).

    36. George Steiner, Real Presences, University of Chicago Press, Chicago & London 1989, σσ. 229-230.