ΑΡΓΕΙ ΠΟΛΥ ΑΚΟΜΑ…;;;!![*]
«Παλιά η θρησκεία ήταν για τα πλήθη
κάτι που αφορούσε την φαντασία.
Στις μέρες μας όμως
ο Χριστιανός πρέπει να έχει μια
αιτιολογία για την πίστη του.
Δεν θα πρέπει μόνον να πιστεύει,
θα πρέπει και να γνωρίζει.
Όχι μόνον να ακούει,
αλλά και να καταλαβαίνει»
Antony Trollope (+1882)
Οι πύργοι του Μπάρτσεστερ
Εκδ. Καστανιώτης, σελ. 114
Γεννήθηκα μέσα σε οικογένεια όχι απλώς χριστιανική, αλλά με απαράβατες παραδοσιακές αρχές και συντηρητισμό που φάνταζε γνησιότητα πίστεως. Στο σπίτι μας οι ακρότητες έμοιαζαν αυθεντικότητα. Η έλλειψη κρίσεως, πίστη. Η απουσία του γέλιου, σοβαρότητα. Το αναντίρρητο, διαγωγή κοσμιωτάτη. Η υποχρεωτική συμμετοχή στις ακολουθίες, ανυποχώρητη απαίτηση των γονέων. Η εξομολόγηση, οικογενειακό καθήκον αναπόδραστο κατά κυριολεξίαν, από το οποίο όμως γίνονταν αποδράσεις με την υποκρισία και το ψέμα!! Παντελόνια στα κορίτσια και βάψιμο καθώς και extreme κούρεμα στα αγόρια ήταν αδιανόητη διαφθορά. Η ατμόσφαιρα του σπιτιού ήταν «βουλιαγμένη» μέσα στο σαράκι του χρέους της συνεχούς ενοχής και της μαζοχιστικής λατρείας της θυσίας!
Τώρα καταλαβαίνω ότι ο προτεσταντικός καλβινισμός, από τον οποίον θεωρητικά διαφοροποιούνταν με βδελυγμία (…όλοι αυτοί είναι αιρετικοί…!!) οι δικοί μου, είχε διαβρώσει το ορθόδοξο σπίτι μας, όχι απλώς ανεπιγνώστως, αλλά και δίδοντας πειστήρια ορθόδοξης γνησιότητας με τον τρόπο της καθημερινής ζωής, που είχε σταθμητές αποδείξεις ποιότητος!! Καθήκοντα, υποχρεώσεις, «το δέον», ήταν το πλαίσιο συμπεριφοράς. Όσο για την σκέψη, ιδιότυπη ανεπίσημη λογοκρισία απέκλειε από τα διαβάσματα την λογοτεχνία ως… προαγωγό σε άσωτη ζωή. Φυσικά ήταν αδιανόητο να διαβάσεις Καζαντζάκη… γιατί ήταν αφορισμένος! (Σε μεγάλη ηλικία έμαθα ότι αυτό είναι fake δεν τον αφόρισε ΠΟΤΕ η Εκκλησία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι συμφωνούσε με τις απόψεις – διδασκαλίες του). Όλη μας λοιπόν η χριστιανική συμπεριφορά ήταν ένας φορμαλισμός και μια αγωνία για το πώς μας βλέπουν και τι λένε οι άλλοι…!
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα του άκρατου συντηρητισμού, η έννοια της παράδοσης (συγκεχυμένη με την παραδεδεγμένη διδασκαλία της πίστεως) είχε διαστραφεί σε μια μουσειακή αντίληψη «παγιωμένων» και «παγωμένων» από το παρελθόν στιγμών και τρόπων, που ΕΠΡΕΠΕ να επαναλαμβάνονται ακριβώς, προκειμένου να εξασφαλίζεται η αλάνθαστη ορθόδοξη συνέχεια!!
Τα χρυσά νομίσματα του παρελθόντος που δεν χάνουν όντως την αξία του και η φορμόλη στα μουσεία που συντηρεί ακέραια τα εκθέματα, είναι στα μυαλά κάποιων η σωστή ερμηνεία της παράδοσης. Όμως κανείς δεν βγαίνει μ’ ένα χρυσό νόμισμα να ψωνίσει σήμερα (το… μετατρέπει σε σημερινά χρήματα!!!) και κανείς δεν πιστεύει ότι τα ακέραια εκθέματα που είναι μέσα στην φορμόλη είναι ζωντανά. Παράδοση είναι η κληρονομούμενος δυναμισμός για αντιμετώπιση των θεμάτων της ζωής των ανθρώπων της Εκκλησίας!!
Όπως αντιλαμβάνεστε η ατμόσφαιρα «γεννούσε» δούλους, που όσο λιγότερες γνώμες ή… αντιρρήσεις (άπαγε) εξέφραζαν, τόσο καλύτεροι γινόντουσαν και ήσαν! Για τους ευσεβείς γονείς μας «το πρόβατο που δεν βέλαζε, ήταν το καλύτερο». Το οικογενειακό κλίμα βοηθούσε στην υποτέλεια και την υποκρισία και υπέθαλπε ακουσίως μια υφέρπουσα και τροφοδοτούμενη απ’ όλα αυτά επαναστατικότητα. Κατ’ αρχάς ανεκδήλωτη, και στην μέση της εφηβείας… ηφαιστειακής δριμύτητος από τους δύο (ήμασταν πέντε αδέρφια) μεγάλους αδελφούς. Τα τρία «b» όπως τους βαφτίσαμε κοροϊδεύοντάς τους: «big bad brothers».
Η ανατιναγμένη οικογενειακή ατμόσφαιρα πολύ γρήγορα έγινε ένα τραγικό δίπολο. Από την μία η καλή ευσεβής οικογένεια και από την άλλη… «η δοκιμασία που επέτρεπε ο Κύριος για τις αμαρτίες μας», όπως έλεγαν οι γονείς! Φυσικά τα άκρα, όποιας πλευράς, γεννούσαν αυταπάτες ασφάλειας γιατί, για κάθε πλευρά, οι άλλοι ήταν υπόθεση οδυνηρής απόρριψης. Αμφοτερόπλευρα! Οι γονείς στενοχωριόντουσαν για την στάση των δύο και με το σκεπτικό που εκφράζανε σε μας (μας ντροπιάζουν… θα μας πεθάνουν…) ουσιαστικά ασκούσαν ψυχολογική πίεση σε μας, και γιατί να μη το πούμε, εκβιασμό, ώστε εμείς οι άλλοι τρεις (δύο κορίτσια και ένα αγόρι) να είμαστε καλοί, ήσυχοι, συνεπείς και… ευσεβείς!! Και το… κατόρθωσαν! Τις αντιρρήσεις τις καταπίναμε. Τα υπερβολικά τους (των γονέων) και κάποιες φορές παράλογα «τα κατανοούσαμε» με το σκεπτικό «είναι κουρασμένοι οι καϋμένοι»! Άλλωστε είχαμε και τον πνευματικό της οικογενείας να μας «εκπαιδεύει» στην μουγκαμάρα! Τα χρόνια πέρασαν, καθένας από τους πέντε τράβηξε (ή τον τραβήξανε σε) κάποιο δρόμο. Οι big bad brothers παραδόξως ισορρόπησαν σε ειλικρινή αποτίμηση της οικογενειακής πραγματικότητας, της κοινωνικής κατάστασης και της εκκλησιαστικής ζωής, ομολογώντας τα λάθη και τις υπερβολές τους. Απαιτώντας όμως και «φωνάζοντας» για μια Εκκλησία που να ωριμάζει ανθρώπους και όχι να ευνουχίζει! Μια Εκκλησία που να μιλάει άμεσα και πρακτικά για την πραγματικότητα που μας περικλείει και όχι θεωρητικολογώντας ευχολογικά. Που να μιλάει, και στο δημόσιο λόγο και στο λόγο προσευχής, τη γλώσσα που οι σημερινοί άνθρωποι καταλαβαίνουν και μιλούν.
Εμένα (μιλάει η σύζυγος του ζευγαριού που μου διηγείται το «δράμα») όλα αυτά με εκνευρίζανε γιατί μου έθιγαν και την επαγγελματική μου ιδιότητα. Σπούδασα φιλόλογος και έκανα με τον άντρα μου, επίσης φιλόλογο, φροντιστήρια, περιμένοντας να διοριστούμε.
Τι είναι αυτά που λένε αυτοί οι αγράμματοι πληροφορικάριοι τα αδέρφια μας;;
Αμφισβήτηση της απαράμιλλης ομορφιάς των αρχαίων ελληνικών; Της γλώσσας της μεγαλύτερης ανθρώπινης διανόησης; Της γλώσσας που μας καταξιώνει ως ανθρώπους και μας κάνει υπερήφανους ως απογόνους των Τραγωδών και Φιλοσόφων; Της γλώσσας που εκφράζει το καταστάλαγμα της ανθρώπινης σοφίας και πείρας; Αμφισβήτηση της γραμματείας των Πατέρων της Εκκλησίας, που είναι το επιστέγασμα σ’ όλη την αρχαία σοφία; Που είναι εκδήλωση του Ευαγγελίου και ανάπτυξη της ορθόδοξης θεολογίας. Έφριττα με αυτές τις τοποθετήσεις των αδελφών μου και παρ’ ότι τους αγαπούσα, όταν άνοιγαν τέτοιες κουβέντες μού γινόντουσαν αντιπαθείς! Δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε φώναζα, και έκλεινα τις εκνευριστικές συζητήσεις. Τα χρόνια περνούσαν, απόχτησα εγώ τρία αγόρια και τα άλλα αδέρφια μου από ένα – δύο παιδιά ο καθένας, εκτός της τελευταίας.
Και εδώ αρχίζει το… part two!
Εγώ και ο άντρας μου, φιλόλογοι και οι δυο, καμμία δυσκολία δεν είχαμε στην εκκλησιαστική ατμόσφαιρα όσον αφορά την γλώσσα και την κατανόηση. Το θέμα ήταν αυτονόητο και γινόταν έκφραση ποιότητας και κύρους εθνικού και εκκλησιαστικού. Αδιανόητη μια… μαλλιαρή δημοτική στον παντέλειο εκκλησιαστικό κόσμο. Τώρα το μάθαμε οδυνηρά, αλλά τότε τσουλούσαμε σε αναπαυτικές αυταπάτες.
Τι μας ξύπνησε από τα άγρια μεσάνυχτά μας;
Όχι τα αδέρφια μας, αλλά… τα παιδιά μας!
Ναι, τα παιδιά μας. Ο πρώτος έντεκα και οι άλλοι δέκα και εννιά (άλλο θέμα η τεκνογονία, ας μη το ακουμπήσουμε…) από μια στιγμή και μετά άρχισαν… χορωδιακές «αντιφωνίες»!!
Κατ’ αρχάς, ατμοσφαιρική δυσαρέσκεια. Η γκρίνια της Κυριακής ήταν πάντοτε η διαμαρτυρία: «Δεν μας αρέσει αυτή η μουσική! Δεν έρχονται εκκλησία οι συμμαθητές μας! Δεν υπάρχουν παιδιά! Είναι πολλή ώρα! Βαριέμαι! Αργεί πολύ ακόμα; Πότε θα τελειώσει; Θέλω να βγω να παίξω! Κάθε Κυριακή θα ’ρχόμαστε;». Αντιρρήσεις και απορίες ζωής, πραγματικής ζωής για τα παιδάκια, που όμως εμείς τις απαξιώναμε!
Η αρχική μας αντίδραση ήταν η επιβολή!! Όμως η «συμμόρφωσή» τους ήταν τόσο ετεροβαρής συναισθηματικά, που «χάναμε» δια γυμνού οφθαλμού! Την συντριπτική «μαχαιριά» την έδωσε ο μικρότερος, όταν καταλάβαμε ότι έπαιρνε μαζί του ένα μικρό παιχνίδι ώστε, έστω και στα κρυφά, κάτω από το μπουφάν του να ασχολείται ψηλαφώντας το αγαπημένο του αντικείμενο μετριάζοντας την πλήξη του.
Όταν τα ρωτήσαμε τι τους ενοχλεί και αντιδρούν στη συμμετοχή στη Λειτουργία απάντησαν αυτονόητα «ἐν ἑνί στόματι καί μιᾷ καρδίᾳ»: «Μα δεν καταλαβαίνουμε τίποτε!! Βαρυόμαστε πολύ…».
– Πες μου, πάτερ, τι να τους πούμε και τι να κάνουμε; Μου απηύθηναν και οι δυο τους την ερώτηση!
Αυτό που παρέθεσα παραπάνω ήταν συζήτηση – εξομολόγηση με άγνωστή μου οικογένεια που παραθερίζει στην πόλη μας. Η οικογένεια αυτή μου ήταν μέχρι προχθές άγνωστη, το θέμα όμως μου είναι όχι απλώς γνωστό, αλλά και μόνιμη επωδός στις συζητήσεις με νεαρούς χριστιανούς γονείς όταν τα παιδιά τους μπαίνουν στην εφηβεία!!
Μεταδίδεται η πίστη ακατανόητα; Ατμοσφαιρικά; Μόνο με το να είναι ένα παιδί παπαδάκι; Και αν έχουμε κορίτσια; Με μια συναισθηματική βραδυνή προσευχή, που τα μικρά την αποστηθίζουν ως «παπαγάλοι», νομίζουμε στα σοβαρά ότι θα αποχτήσουν πρόσβαση στο χώρο – τρόπο ζωής της Εκκλησίας; Το… τανκ της εφηβείας και του ipad θα τσαλαπατήσει και θα λιώσει το μολυβένιο στρατιωτάκι με το οποίο… «εφοδιάσαμε» το παιδί μας για να «πολεμήσει» και να κατακτήσει την Γη της Επαγγελίας…
Ποιο… λογικό επιχείρημα μπορεί να πείσει ένα νεαρό έφηβο (αγόρι ή κορίτσι αδιάφορο) να επανέρχεται και να παραμένει στη Λειτουργία, στην τέλεση της οποίας ΤΙΠΟΤΕ (ουσιαστικά) δεν καταλαβαίνει; Πώς θα δεχτεί να είναι βουβό πρόσωπο επί δίωρο, ή και για μια ώρα αν θέλετε, «συμμετέχοντας» σε μια υπόθεση… ζωής (!!), όπως του λέμε, η οποία δεν του μιλάει; Ένας θεωρητικός διδακτισμός (από τους γονείς ή και τον ιερέα) πώς μπορεί να αντισταθμίσει την πλήξη να ακούς χωρίς να κατανοείς, όντας ηλικιακά σε περιβάλλον συντριπτικά μεγαλυτέρων ατόμων, με το επιπρόσθετο βίωμα μοναξιάς και σε συνθήκες που οι συνομήλικοί σου απορρίπτουν;
Δυστυχώς, η διοίκηση της Εκκλησίας κάνει ότι δεν καταλαβαίνει αυτά τα… χύδην θέματα και προσπαθεί ψευδώς να υποτονίσει τις πραγματικές δυσκολίες με φαντασιακές λύσεις. Έτσι, απασχόληση δραστηριοτήτων έχει κάνει πολλές ενορίες ένα… «πνευματικό» ΚΔΑΠ!! Κατασκηνώσεις (χρήσιμες και αποδοτικές σε επικοινωνιακές γνωριμίες και φιλίες… συνομηλίκων) με ατμοσφαιρικό τονισμό του «Εκκλησιαστικού» αέρα. Στις κατασκηνώσεις γίνεται φιλότιμη προσπάθεια εισαγωγής στο θέμα – τραύμα… εξομολόγηση! Γίνεται προσευχή πρωί – βράδυ. Όλα καλά και άγια. Όλα όμως επ’ ελπίδι… Διάρκεια ζωής δύο εβδομάδες. Πολλές φορές για κάποιους «εναρκτήριο λάκτισμα», με την καλή έννοια, ή μάλλον πυροβολισμός εκκίνησης! Δόξα τω Θεώ! Σύνηθες κέρδος μια καλή φιλία.
ΟΜΩΣ…
Η επιστροφή από το… Θαβώρ στην πεζούρα του κάμπου της καθημερινότητας γίνεται ανώμαλη προσγείωση. Το σχολικό περιβάλλον δεν είναι το κατασκηνωτικό περιβάλλον! Η Λειτουργία στην ενορία δεν γίνεται στην χαλαρή δροσιά κάτω από τα δέντρα, αλλά στην αδιάφορη (και μερικές φορές αστεία) και ασουλούπωτη ενοριακή «κιτς» ατμόσφαιρα. Η γοητεία φυλλορροεί. Οι συνθήκες γίνονται πιεστικές. Η στρουθοκαμηλική παράκαμψη του μονίμου θέματος του ακατανόητου της προσευχής επανέρχεται πιεστικά, γιατί βεβαίως με τα προηγούμενα ατυχώς καμώματα απλώς κάναμε ότι δεν το βλέπαμε…
Τώρα, λοιπόν, δεν φτάνει που μετά δυσκολίας σηκώνομαι, πρέπει και να υποστώ μια ώρα ακατανόητα λεγόμενα και τελούμενα (αυτό λιγότερο) εν μέσω, όχι συνομηλίκων αλλά παππουδογιαγιάδων…, λέει εξανιστάμενος ο/η νεαρός/ά!
Απασχόλησε ποτέ κανένα κληρικό η απορία της έλλειψης από την Λειτουργία των νέων, χωρίς να έχει (ο κληρικός) αυταπατώμενος την απάντηση εκ των προτέρων (πριν την… έρευνα) στο τσεπάκι του; Παγιωμένες ψευδείς και απελπιστικά αφελείς απαντήσεις κυκλοφορούν στα εκκλησιαστικά περιβάλλοντα, επιρρίπτοντας τις ευθύνες στους «μή θέλοντας μετασχεῖν». Αυταπατώμενοι, όπως είπαμε κληρικοί, (αγνοούντες ουσιαστικά και οι ίδιοι την γλώσσα, πράγμα καθ’ ημέραν αυξανόμενο…!) δίνουν ανέξοδες διαβεβαιώσεις για το… εύκολο της εκμάθησης των… πεντακοσίων λέξεων που απαιτούνται (έτσι φαντάζονται…!!) για να ξέρει κανείς αρχαία ελληνικά! Ουρανομήκης αυταπάτη που, πλην των προφανών προβλημάτων (ας τα αφήσουμε για τώρα), δεν μπορεί να απαντήσει εύλογα και απλά στο ερώτημα:
Για να επικοινωνήσω με τον Πατέρα μου, χρειάζομαι να μάθω ειδική γλώσσα;
Κάτι τέτοιο είναι οικογενειακή ατμόσφαιρα ή φροντιστηριακή εξέταση;
Όταν δεν υπάρχει αυτονόητη συμμετοχή τού καθενός που μπαίνει μέσα στο ναό, αλλά χρειάζεται (ακόμα και όταν καταλαβαίνει…) να σκεφτεί «τι λέει τώρα ο παπάς;», μπορούμε να ισχυριζόμαστε… «μνημονευτέον τοῦ Θεοῦ μᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον»;;;
Η ποιητική δυναμική και η ακριβολογία της αρχαίας γλώσσας δεν μπορεί να αμφισβητηθεί από κανέναν. Όμως μπορεί να γίνει προαπαιτούμενο για την σχέση κάποιου (και μάλιστα νεαρής ηλικίας) με τον Χριστό και την Εκκλησία; Αν δεν είναι αυτό βλασφημία, αφού αποκλείει από την Βασιλεία του Θεού ανθρώπους, φανταζόμαστε βλασφημία τις αφελείς εκφράσεις των… καραγωγέων και των βαρκάρηδων; (Α. Παπαδιαμάντης: «…Καί ἤρξατο τάς ἀφελεῖς βλασφημίας του…», Στο Χριστό στο Κάστρο)
Μέχρι πότε, εν ονόματι ιδεολογημάτων ενθνικοθρησκευτικών και στο κλίμα συνωμοσιολογικής μανίας, θα βασανίζει η Εκκλησία (οι διοικούντες βέβαια, όχι το Μυστήριο) γονείς και παιδιά, σε μια ατελέσφορη συνθήκη, που το μόνο που θα κάνει είναι να αυξάνει το φυλλορρόημα των νεαρών βαπτισμένων ατόμων, αποκλείοντας το ενδεχόμενο, εκτός από βαπτισμένοι (ανεπιγνώστως) να γίνουν και χριστιανοί, με κατανόηση της διδασκαλίας της Εκκλησίας και γέννηση και αύξηση της πίστης τους, που θα προέκυπτε αν κατανοούσαν την προσευχητική θεολογία της Λειτουργίας;
Επιτέλους, είμαστε σε άλλη εποχή ψυχολογικά. Δεν γίνεται να συζητάμε για θρησκευτικό συναίσθημα που προκαλείται όχι από το νόημα, αλλά από τον ήχο των λέξεων. Η εποχή είναι… flat, αλλά σ’ αυτή έχουμε να απευθυνθούμε. Ο Χριστός δεν μας επεφύλαξε συνύπαρξη με τους αγίους του τετάρτου αιώνος, αλλά με τους ανθρώπους του εικοστού πρώτου. Αν τα ιδεολογήματά μας θέλουν να κάνουν λογικό άλμα στο ιδανικό (ψευδής φαντασίωση) ΤΟΤΕ, ας μην έχουμε το θράσος να απαιτούμε να μας συνακολουθήσουν και οι χριστιανοί που ευχαριστούν τον Θεό, που έδωσε να γεννηθούν ΤΩΡΑ.
Επιτέλους, ας μη δημιουργούμε ατμόσφαιρα Λειτουργική τέτοια, που οι σημερινοί άνθρωποι και ειδικώς οι νέοι να θέλουν να φύγουν απ’ αυτήν σαν δραπέτες που λαχταρούν να γλιτώσουν. Πράγμα που συμβαίνει και ισχύει όχι μόνον τώρα αλλά και στην εποχή του αγίου Βασιλείου (+379 μ.Χ.) ο οποίος έγραφε στην ομιλία του «Ἐν λιμῷ καί αὐχμῷ»:
«Οἵα ἡμῶν ἡ προσευχή και ἡ δέησις; Ὀλίγοι μετ’ ἐμοῦ καί τῆς προσευχῆς καί οὗτοι ἰλιγγιῶντες, χασμώμενοι, μεταστρεφόμενοι συνεχῶς καί ἐπιτηροῦντες πότε τούς στίχους ὁ ψαλμωδός συμπληρώσει, πότε, ὡς δεσμωτηρίου, τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἀνάγκης τῆς προσευχῆς ἀφεθήσονται».
Δηλαδή:
«Για ποια προσευχή και δέηση συζητάμε; Ελάχιστοι βρίσκονται μαζί μου στην προσευχή και αυτοί ακόμα είναι ζαλισμένοι και μπερδεμένοι! Χασμουριούνται, γυρνάνε πέρα-δώθε συνεχώς και περιμένουν με ένταση πότε θα τελειώσει ο ψάλτης την στιχολογία! Πότε θα αποδεσμευτούν από την εκκλησιαστική ακολουθία σαν να πρόκειται για ελευθερία από δεσμωτήριο»!
Αυτά ήδη τότε…!!
Σήμερα οι… «συμπροσευχόμενοι» χριστιανοί ανάβουν κεριά, χαζεύουν, και παραμένουν προληπτικά σε ένα άγνωστο και ξένο χώρο. Και όσοι συχνάζουν στις ακολουθίες και την Λειτουργία, ατυχώς, δεν μπορούν να δώσουν λόγο «περὶ τῆς ἐν ὑμῖν ἐλπίδος». Μιλάνε αισθαντικά για τα «όμορφα γράμματα» και το πόσο ήσυχος ψυχολογικά φεύγει κάποιος από την Λειτουργία! Πόσο αναπαυμένος!! Αστειότητες! Χίλια δυο πράγματα μπορούν να προσπορίσουν αισθητική απόλαυση και ψυχολογική ανακούφιση! Ας μην… «ακουμπήσουμε» το «αναπαύομαι» που έχει καταντήσει εκκλησιαστικό σλόγκαν…!!
Άραγε σ’ ένα κόσμο που κάθε στιγμή αλλάζει, γιατί δεν θα μπορούσε έστω μια ενορία σε κάθε πόλη να τελεί την Λειτουργία και τα Μυστήρια στη δημοτική; Κάτι τέτοιο θα ήταν δυνατότητα επιλογής όσων κατανοούν και συμφωνούν με το θέμα. Θα επέτρεπε να δοκιμαστεί η υπόθεση. Θα ήταν ένα πείραμα. Πείραμα όμως ελεύθερο, και στα χέρια (κυριολεκτικώς) της ενορίας! Όχι πατροναρισμένες δημαγωγίες, που έγιναν μπούμερανγκ, όταν διάβαζαν το Ευαγγέλιο και στα αρχαία και στα νέα!! Σαν το ένα να αφορά τον Θεό και το άλλο τους ανθρώπους!
Πώς κατάντησε να φοβάται η σημερινή Εκκλησία τον ίσκιο της, αυτή που ήταν semper reformanda (πάντοτε ανανεούμενη!!) και να αγωνιά μήπως σκανδαλισθούν μικρόνοα «μέλη της», αδιαφορώντας για τους υπ’ αυτής βαπτισμένους και έξω αυτής μονίμως ευρισκομένους; Ποιος νοιάζεται για τους σκανδαλισμένους από το γλωσσικό ακατανόητο του Εκκλησιαστικού χώρου, που δεν επιθυμούν πλέον να εισέλθουν…;;
Ας ξεκινήσει επιτέλους κάπου ένα τέτοιο πείραμα!
Ας αφουγκραστούμε μια παρατήρηση-σκέψη του Μητρ. Χαλκηδόνος Μελίτωνα, ενός ανθρώπου με ευρύνοια και θεολογική ελευθερία. Γράφει, πριν από εξήντα χρόνια, στον γλωσσικό τύπο της εποχής, αποτιμώντας μια Θεολογική Συνδιάσκεψη στην οποία μετείχε:
«Καί τί ἠσθάνθην κατά τήν διάσκεψιν ταύτην; Τήν ἀδυναμίαν τῆς Ἐκκλησίας, εἰς τήν παροῦσαν κατάστασιν αὐτῆς, νά μεταμορφώσῃ τόν κόσμον. Καί ὁ λόγος εἶναι ἐμφανής. Διά νά βιώσῃ ὁ κόσμος μίαν χριστιανικήν μεταμόρφωσιν, διά νά εἲπη μέ τόν Πέτρον “καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι”, πρέπει νά ἲδῃ τήν Ἐκκλησίαν ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ, ἐν τῇ θεοειδεῖ της μορφή ὡς τήν συνέστησε, τήν ηὐχήθη καί τήν ἠβουλήθη ὁ Θεῖος Ἱδρυτής της» (Ἀνέσπερον φῶς ἐκ Φαναρίου, Ἐκδ. Ἀπ. Διακονίας, σελ. 262).
Ένας επίσκοπος (δεσπότης κατά το κακόηχο της Τουρκοκρατίας!) ήταν ο Χαλκηδόνος Μελίτων και μάλιστα χωρίς ουσιαστικό ποίμνιο, παρά ιστορικά απολειφάδια ευσεβών Ρωμιών, όπως “διάβαζαν” εκείνοι την ευσέβεια! Πώς έβλεπε και αντιλαμβανόνταν με τόση οξυδέρκεια; Απλά δεν ήταν κλεισμένος στον αυτοδικαιωτικό εαυτό του. Έβλεπε τι ήρθε, τι είναι αυτό που ήρθε, πώς πρέπει να το αντιμετωπίσουμε.
Οι σημερινοί επίσκοποι… δεν βλέπουν; Δεν αντιλαμβάνονται ότι οι συναζόμενοι στην Ευχαριστία ΔΕΝ συνειδητοποιούν την Θυσία, αφού δεν έχουν δυνατότητα πρόσβασης και λόγω γλώσσης καί λόγω… μυστικών ευχών; Μια προσευχή… μυστικιστική, ακατανόητη, με λέξεις μαγικά επαναλαμβανόμενες για να… πιάσουν! Τύπος επαναλαμβανόμενος… νεκρός (!), που ασπαίρει να “ζήσει” με… ιδιωτική “κομποσχοινική” προσευχή! Ατομική ευλάβεια κύουσα εμμονές, φανατισμούς, αθεολόγητες “παραδόσεις”…, νέκρα απελπιστική!!
Ατομική ευλάβεια που φαντάζεται, ότι φτάνει να πας στην Λειτουργία και να είσαι σωματικά παρών! Και αυτά να τα ισχυρίζονται διανοούμενοι θεολόγοι! Άνθρωποι που αρνούνται το ατομικό και… απολαμβάνουν (…ατομικά!!!) την ομορφιά της γλώσσας, χωρίς να νοιάζονται για τους άλλους!!
Χωρίς κοινή γλώσσα δεν γίνεται συνεννόηση. Κανένας λογικός άνθρωπος δεν έχει αντίρρηση σε αυτό. Οι επίσκοποι πόση ευθύνη άραγε αναλαμβάνουν διακόπτοντας κάθε ἐν σπαργάνοις προσπάθεια προσευχής… ἐν ἑνί στόματι (γλώσσα) καί μιᾶ καρδία;; Άραγε δεν βλέπουν αυτά που έβλεπε από τότε ο Χαλκηδόνος Μελίτων; Μήπως ακινητοποιεί και νεκρώνει κάθε σκέψη και προσπάθεια ο… φόβος (δεν επιτρέπεται για ποιμένα ούτε ο φόβος του θανάτου…!) των φωνασκούντων αθεολόγητων ανοήτων… τύπων, ορθοδόξων και μη, διπόδων και εντύπων;
Ανέλαβαν οι επίσκοποι να δίνουν τοῖς ἀδελφοῖς τό σιτομέτριον ἐν καιρῷ…! Πού είναι κάτι τέτοιο; “Τρώγεται” μια ακατανόητη γλώσσα; Ποιον να θρέψει; Δεν είναι καταφανές ότι το ποίμνιον κατήντησε ανορεξικό; Ακατήχητο; Σε ποιες σωτήριες βοσκές το οδηγούν; Φαντάζονται άραγε ότι σήμερα ο λιμός του ἀκοῦσαι λόγον Κυρίου αφορά το κήρυγμα τους; Ας αφεθεί η προσευχή της λατρευτικής πολυεδρικότητας (Θ. Λειτουργία, Μυστήρια) να μιλήσει, να φωτίσει, και να κατηχήσει, τα τεκνία του Θεού!
Ας μη πει κάποιος ότι η ετέρα μορφή και θεοειδής της Εκκλησίας (για την οποία μιλάει ο Χαλκηδόνος) είναι η τελειότητα του ακτίστου φωτός! Αυτό είναι για τους αγίους, όχι για τους… κατηχουμένους!! Η δόξα του Χριστού είναι ο Σταυρός και «τό ἄτιμον καί ἐκλεῖπον εἶδος τοῦ Δούλου». Τον γνωρίζουμε σ’ αυτή την μορφή Δόξας, [στην περιπέτεια της πίστεως που ζητάει αυτοπαράδοση και οδυνηρή προσμονή μπροστά στη σιωπή του Θεού και στην… «αδιαφορία» Του, της μη παρέμβασής Του στον συντριπτικό πόνο!!] για να υπάρξει και η ελπίδα να Τον συναντήσουμε «ὅταν ἔλθῃ ἐν ὅλῃ τῇ δόξῃ Αὐτοῦ». Σ’ αυτό πρέπει να προσπαθούμε, και όχι να εμμένουμε «…εἰς τὴν παράδοσιν ὑμῶν…» (Χριστός), πορευόμενοι σε ανεπίγνωστη αυτοκαταδίκη, πάλι από τον λόγο του Χριστού: «…κλείετε τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων…» (Ματθ. 23, 14). Μη γένοιτο.
π. Θεοδόσιος Μαρτζούχος
[*] Ο τίτλος-απορία του άρθρου μπορεί να προέκυψε από τα ερωτήματα των ανηλίκων ακηδιόντων μικρών χριστιανών ΟΜΩΣ είναι και οδυνηρή απορία όσων βλέπουν στην Εκκλησία τους να φυλλορροούν τα μέλη της και οι υπεύθυνοι να επαναπαύονται στην αποδοχή των ηθών και εθίμων των λεγόντων, κατ’ αντιστοιχίαν του Απ. Παύλου… «…χριστιανός από χριστιανούς κατά γένος ευσεβής…» (Φιλιπ. 12, 5)! Κάθε λογικός άνθρωπος εκφράζει την απορία-ερώτημα: ΑΡΓΕΙ ΠΟΛΥ ΑΚΟΜΑ…; Δηλαδή πότε θα δούμε κατάματα το θέμα;
Θεματολογικές ετικέτες