Κατήχηση

C.S. Lewis – Η αποτελεσματικότητα της προσευχής

Το ερώτημα, που τελικά προκύπτει, είναι το εξής: «Τι είδους μαρτυρία θα μπορούσε να αποδείξει την αποτελεσματικότητα της προσευχής;». Το πράγμα, για το οποίο προσευχόμαστε, μπορεί να συμβεί, αλλά πώς μπορείς ποτέ να ξέρεις ότι δεν θα συνέβαινε ούτως ή άλλως;

Ακόμη κι αν το πράγμα αυτό είναι αναμφισβήτητα θαύμα, αυτό δεν συνεπάγεται ότι το θαύμα συνέβη εξαιτίας των προσευχών σου. Η απάντηση είναι σίγουρα ότι μια εμπειρική υποχρεωτική συνεπώς απόδειξη, σαν κι αυτή που έχουμε στις επιστήμες, δεν μπορεί ποτέ να επιτευχθεί.

 

1. Θαύματα… χωρίς αποδείξεις!

α. Πριν λίγα χρόνια, σηκώθηκα ένα πρωί με την πρόθεση να κόψω τα μαλλιά μου, επειδή σκόπευα να κάνω μια επίσκεψη στο Λονδίνο• το πρώτο γράμμα, όμως, που άνοιξα,μου έδωσε να καταλάβω πως δεν ήταν αναγκαίο να πάω στο Λονδίνο. Έτσι αποφάσισα να αναβάλω και το κούρεμα. Αλλά τότε ακριβώς, άρχισε το πιο ανεξήγητο μουρμουρητό στο μυαλό μου, σχεδόν σαν μια φωνή που έλεγε: “Κόψ΄τα παρ’ όλα αυτά. Πήγαινε και κόψ΄τα”. Τελικά πήγα. Ο κουρέας μου εκείνη την εποχή ήταν ένας χριστιανός φίλος, άνθρωπος με πολλά προβλήματα, τον οποίο ο αδελφός μου και εγώ μπορέσαμε μερικές φορές να βοηθήσουμε. Τη στιγμή λοιπόν που άνοιξα την πόρτα του μαγαζιού του μου είπε: “Προσευχόμουν να έρθεις σήμερα”! Και πράγματι, κατάλαβα από το θέμα του, ότι αν είχα πάει μια-δυο μέρες αργότερα, δεν θα του ήμουν πλέον χρήσιμος!

Το γεγονός αυτό μου προκάλεσε δέος• κι ακόμα μου προκαλεί. Φυσικά, όμως, κανείς δεν μπορεί να αποδείξει αυστηρά μια σχέση αιτίου-αιτιατού ανάμεσα στις προσευχές του κουρέα και την επίσκεψη μου. Ίσως να ήταν… τηλεπάθεια. Ίσως σύμπτωση.

β. Στεκόμουν πλάι στο κρεβάτι μιας γυναίκας, της οποίας το μηριαίο οστό είχε καταφαγωθεί από τον καρκίνο, που είχε κάνει επίσης μεταστάσεις και σε άλλα πολλά οστά. Ήταν αναγκαίο τρεις άνθρωποι για να την μετακινήσουν στο κρεβάτι. Οι γιατροί πρόβλεψαν λίγους μήνες ζωής. Οι νοσοκόμες (που συχνά γνωρίζουν καλύτερα) λίγες εβδομάδες.

Ένας άνθρωπος του Θεού ακούμπησε τα χέρια του πάνω της και προσευχήθηκε. Ένα χρόνο αργότερα η ασθενής περπατούσε (ακόμα και σε ανηφόρες μέσα σε απότομες δασικές εκτάσεις) και ο γιατρός που έκανε τις τελευταίες ακτινογραφίες είπε: “Αυτά τα οστά είναι γερά σαν ατσάλι. Είναι θαύμα”.

Όμως, για άλλη μια φορά, δεν υπάρχει τρανταχτή απόδειξη. Η ιατρική, όπως παραδέχονται όλοι οι αληθινοί γιατροί, δεν είναι μια απόλυτη επιστήμη. Δεν χρειάζεται να επικαλεστούμε το υπερφυσικό για να εξηγήσουμε τη διάψευση των προφητειών της. Εκτός αν το επιλέξει κανείς, να δεχθεί μια σχέση συνάρτησης ανάμεσα στις προσευχέςκαι την ανάρρωση.

 

2. Αποδεικνύεται η δύναμη της προσευχής;

Το ερώτημα, που τελικά προκύπτει, είναι το εξής: «Τι είδους μαρτυρία θα μπορούσεν’ αποδείξει την αποτελεσματικότητα της προσευχής;». Το πράγμα, για το οποίο προσευχόμαστε, μπορεί να συμβεί, αλλά πώς μπορείς ποτέ να ξέρεις ότι δεν θα συνέβαινε ούτως ή άλλως; Ακόμη κι αν το πράγμα αυτό είναι αναμφισβήτητα θαύμα, αυτό δεν συνεπάγεται ότι το θαύμα συνέβη εξαιτίας των προσευχών σου. Η απάντηση είναι σίγουρα ότι μια εμπειρική υποχρεωτική συνεπώς απόδειξη, σαν κι αυτή που έχουμεστις επιστήμες, δεν μπορεί ποτέ να επιτευχθεί.

 

2.1. Παράδειγμα φυσικών νόμων

Μερικά πράγματα αποδεικνύονται από την αδιάκοπη και αδιατάρακτη ομοιομορφία των εμπειριών μας. Ο νόμος της βαρύτητας αποδεικνύεται από το γεγονός ότι, με βάσητην εμπειρία μας, όλα τα σώματα, δίχως εξαίρεση, υπακούουν σ’ αυτόν. Από την άλλη, τίποτα δεν θα μπορούσε ν’ αποδείξει αυτό που οι χριστιανοί εννοούν ωςαποτελεσματικότητα της προσευχής, ακόμα κι αν συνέβαιναν όλα αυτά, για τα οποία προσεύχονται οι άνθρωποι• τα περισσότερα από τα οποία δεν συμβαίνουν. Διότι η προσευχή είναι παράκληση. Η ουσία της παράκλησης, σε αντίθεση με τον εξαναγκασμό, είναι ότι μπορεί να ικανοποιηθεί, μπορεί όμως και όχι. Ένα απείρως σοφό  Ον που ακούει τις παρακλήσεις πεπερασμένων και ανόητων πλασμάτων, θα εισακούει φυσικά μερικές φορές τις παρακλήσεις τους, αλλά και μερικές φορές όχι. Σταθερή”επιτυχία” στην προσευχή δεν θα αποδείκνυε καθόλου τη χριστιανική διδασκαλία• θ’ αποδείκνυε κάτι που μοιάζει περισσότερο με μαγεία – μια δύναμη σε συγκεκριμένα ανθρώπινα όντα να ελέγχουν ή να εξαναγκάζουν την πορεία της φύσης.

Υπάρχουν, αναμφίβολα, χωρία στην Καινή Διαθήκη, τα οποία ίσως φαίνονται εκ πρώτης όψεως να υπόσχονται ότι οι προσευχές μας εισακούονται αδιάκριτα. Αλλ’ αυτό δεν μπορεί να είναι το πραγματικό νόημα τους. Διότι στον πυρήνα της ιστορίας συναντούμε ένα ολοφάνερο παράδειγμα για το αντίθετο: Στη Γεθσημανή, ο αγιώτερος όλων των παρακαλούντων προσευχήθηκε τρεις φορές, για να παρέλθει ένα συγκεκριμένο ποτήριο απ’ αυτόν. Και δεν παρήλθε! Έπειτα απ’ αυτό, η ιδέα ότι η προσευχή μας συνίσταται σε ένα είδος αλάθητου τεχνάσματος, πρέπει ν’ απορριφθεί.

 

2.2. Παράδειγμα πειραμάτων

Άλλα πράγματα αποδεικνύονται, όχι απλώς από την φυσική εμπειρία, αλλ᾿ απ᾿ εκείνες τις τεχνητά επιτευχθείσες εμπειρίες, που ονομάζουμε πειράματα. Μπορεί αυτό ναγίνει με την προσευχή; Φυσικά όχι γιατί κανένας χριστιανός δεν θα μπορούσε να λάβει μέρος σ’ ένα τέτοιο σχέδιο, που του έχει απαγορευθεί: “Ουκ εκπειράσεις Κύριον τονΘεόν σου”.

Όμως έστω Απαγορευμένο ή όχι, είναι δυνατόν κάτι τέτοιο;

Άκουσα να προτείνεται το εξής: Μια ομάδα ανθρώπων -όσο περισσότεροι τόσο το καλύτερο- συμφωνεί να προσεύχεται, όσο πιο έντονα μπορεί, για μια περίοδο έξι εβδομάδων,για όλους τους ασθενείς στο νοσοκομείο Α και για κανένα από τους ασθενείς στο νοσοκομείο Β. Κατόπιν, με το άθροισμα των αποτελεσμάτων, θα προκύψει αν το Α είχεπερισσότερες θεραπείες και λιγότερους θανάτους. Υποθέτω ότι θα επαναλάμβαναν το πείραμα σε ποικίλες χρονικές στιγμές και χώρους, ώστε να εξαλειφθεί η επίδραση τυχαίων παραγόντων!!

Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορώ να καταλάβω, πώς θα μπορούσε να γίνει αληθινή προσευχή κάτω από τέτοιες συνθήκες. “Λέξεις δίχως σκέψεις δεν παν ποτέ στον ουρανό”, λέει ο βασιλιάς στον Άμλετ. Το να λες απλώς λόγια προσευχής δεν σημαίνει ότι προσεύχεσαι• ειδάλλως μια ομάδα από κατάλληλα εκπαιδευμένους παπαγάλους θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί το ίδιο καλά, όπως η ομάδα των ανθρώπων στο πείραμα.

Δεν μπορείς να προσεύχεσαι για την ανάρρωση των ασθενών, παρά μόνο αν ο σκοπός, που έχεις κατά νου, είναι η ανάρρωση τους. Δεν μπορείς, όμως, να έχεις κίνητρο για να επιθυμείς την ανάρρωση όλων των ασθενών ενός νοσοκομείου και κανενός ασθενούς του άλλου νοσοκομείου, διότι τότε, δεν το κάνεις με σκοπό την ανακούφιση του πόνου• το κάνεις, για να δεις τι θα συμβεί! Ο πραγματικός σκοπός και ο κατ’ όνομα σκοπός των προσευχών σου διαφέρουν. Με άλλα λόγια, ο,τιδήποτε κι αν κάνουν: η γλώσσα, τα δόντια και τα γόνατα σου, δεν προσεύχεσαι. Το πείραμα απαιτεί κάτι το αδύνατο.

Εμπειρική απόδειξη και ανασκευή είναι, τότε, ανεπίτευκτες. Αλλ’ αυτό το συμπέρασμα θα φαίνεται λιγότερο καταθλιπτικό, αν θυμηθούμε ότι η προσευχή είναι παράκληση και αν την συγκρίνουμε με άλλα “δείγματα” αιτήσεων.

 

2.3. Παράδειγμα ανθρώπινων σχέσεων

Διατυπώνουμε αιτήματα τόσο στους συνανθρώπους μας, όσο και στον Θεό: ζητούμε το αλάτι, ζητούμε αύξηση μισθού, ζητούμε από ένα φίλο να ταΐζει τη γάτα όσο λείπουμεσε διακοπές, ζητούμε από μια γυναίκα να μας παντρευτεί. Μερικές φορές παίρνουμε ό,τι ζητούμε και μερικές φορές όχι. Αλλά όταν παίρνουμε αυτό που ζητούμε, δεν είναιτόσο εύκολο, όπως θα υπέθετε κανείς, να αποδείξουμε με επιστημονική βεβαιότητα μια αιτιακή σχέση ανάμεσα στο αίτημα και την ικανοποίηση του.

Ο γείτονας σου ίσως είναι ένας ευγενής άνθρωπος, που δεν θα άφηνε τη γάτα σου να λιμοκτονήσει, ακόμα κι αν είχες ξεχάσει να κάνεις κάποια συνεννόηση μαζί του. Ο εργοδότης σου ποτέ δεν είναι περισσότερο πιθανό να ανταποκριθεί στο αίτημα σου, απ’ όταν γνωρίζει καλά, ότι θα μπορούσες να πάρεις περισσότερα χρήματα από μια ανταγωνιστική εταιρία. Και βέβαια πολύ πιθανόν να προτίθεται να σ’ εξασφαλίσει, με μια αύξηση, ούτως ή άλλως. Όσο για την κυρία που συμφωνεί να σε παντρευτεί,είσαι σίγουρος ότι δεν το είχε ήδη αποφασίσει; Η πρόταση σου, ξέρεις, ίσως να ήταν το αποτέλεσμα, όχι η αίτια, της απόφασης της.

Έτσι, ως ένα βαθμό, η ίδια αμφιβολία, που χαρακτηρίζει την αιτιακή αποτελεσματικότητα των προσευχών μας στον Θεό, η ίδια χαρακτηρίζει επίσης τις παρακλήσεις μαςστους ανθρώπους. Οτιδήποτε κι αν λάβουμε, ίσως να το λαμβάναμε ούτως η άλλως. Αλλά μόνο, όπως είπα, ως ένα βαθμό. Ο φίλος, το αφεντικό και η σύζυγος μας ίσως μαςπουν ότι ενήργησαν επειδή το ζητήσαμε, και ίσως να τους γνωρίζουμε τόσο καλά, ώστε να αισθανόμαστε βέβαιοι, πρώτον, ότι λένε αυτό που πιστεύουν πως είναι αλήθεια,και δεύτερον, ότι αντιλαμβάνονται τα δικά τους κίνητρα αρκετά καλά για να μην αυταπατώνται. Αλλά προσέξτε ότι, όταν συμβαίνει αυτό, η βεβαιότητα μας δεν κερδίζεται με μεθόδους της επιστήμης. Δεν δοκιμάζουμε το πείραμα-έλεγχο της άρνησης της αύξησης του μισθού μας ή της διάλυσης του αρραβώνα μας για να επαναδιατυπώσουμε τα αιτήματα μας κάτω από νέες συνθήκες. Η βεβαιότητα μας είναι πολύ διαφορετικής λογής από την επιστημονική γνώση. Γεννάται μέσα από την προσωπική μας σχέση με τα άλλα συμβαλλόμενα μέλη• όχι γνωρίζοντας πράγματα για αυτά, αλλά γνωρίζοντας τα ίδια τα πρόσωπα.

Η βεβαιότητα μας -αν φθάνουμε σε μια βεβαιότητα- ότι ο Θεός πάντοτε ακούει και μερικές φορές εισακούει τις προσευχές μας κι ότι οι ολοφάνερες ανταποκρίσεις Του δεν είναι απλώς τυχαίες, μπορεί να έρθει μόνο με τον ίδιο τρόπο.

Δεν μπορεί να υπάρξει θέμα ταξινόμησης των επιτυχιών και των αποτυχιών σε πίνακες. Ούτε μπορεί να υπάρξει θέμα προσπάθειας γι’ απόφαση, αν οι επιτυχίες είναι τόσοπολλές για να θεωρηθούν τυχαίες. Εκείνοι που γνωρίζουν καλύτερα έναν άνθρωπο, γνωρίζουν καλύτερα κατά πόσο, όταν έκανε αυτό που του ζητήσανε, το έκανε επειδήτου το ζητήσανε. Νομίζω ότι, όσοι γνωρίζουν καλύτερα τον Θεό, θα γνωρίζουν καλύτερα αν με έστειλε στο κουρείο, επειδή ο κουρέας προσευχήθηκε.

 

3. Προσευχή: μαγεία ή επικοινωνία;

Μέχρι τώρα, όμως, αντιμετωπίσαμε το όλο θέμα με λάθος τρόπο και σε λάθος βάση. Η ίδια η ερώτηση: “Φέρνει αποτελέσματα η προσευχή;” μας τοποθετεί σε λάθος πλαίσιο σκέψης εξαρχής. «Φέρνει αποτελέσματα»: σα να ήταν μαγεία ή ένας μηχανισμός• κάτι που λειτουργεί αυτόματα. Η προσευχή είναι είτε μια καθαρή αυταπάτη είτε μιαπροσωπική επικοινωνία ανάμεσα, σε υποτυπώδη ατελή πρόσωπα (εμάς) και το τελείως συγκεκριμένο Πρόσωπο. Η προσευχή με την έννοια της παράκλησης, (το να ζητούμε πράγματα), είναι ένα μικρό μέρος της. Η εξομολόγηση και η μετάνοια, είναι το κατώφλι της. Η λατρεία, το ιερό θυσιαστήριο της. Η παρουσία και η θέα και η απόλαυση του Θεού, ο άρτος και ο οίνος της.

Σ’ αυτά ο Θεός μάς αποκαλύπτει τον εαυτό του. Το ότι εισακούει τις προσευχές μας είναι φυσική συνέπεια -όχι απαραίτητα η πιο σημαντική- αυτής της αποκάλυψης. Ό,τι κάνει, το μαθαίνουμε απ’ αυτό που είναι.

 

4. Προσευχή: ο άνθρωπος κατά χάριν Θεός!

Η παρακλητική προσευχή, παρ’ όλα αυτά, μας επιτρέπεται και μας επιβάλλεται: “Τον αρτον ημών τον επιούσιον δος ημίν σήμερον”. Και δίχως αμφιβολία εγείρει έναθεωρητικό πρόβλημα. Μπορούμενα πιστέψουμε ότι ο Θεός τροποποιεί ποτέ αληθινά την απόφαση Του, ανταποκρινόμενος στις υποδείξεις των ανθρώπων; Διότι στην άπειρη σοφία δεν  χρειάζεται να υποδειχθεί τι είναι καλύτερο και η άπειρη καλοσύνη δεν χρειάζεται παρότρυνση για να το κάνει. Αλλά ούτε ο Θεός χρειάζεται τίποτα απ’ αυτά τα πράγματα που γίνονται από πεπερασμένους παράγοντες, είτε έμψυχους είτε άψυχους. Θα μπορούσε, αν το επέλεγε, να συντηρεί τα σώματα μας θαυματουργικά, χωρίς τροφή• ή να μας δίνει τροφή χωρίς τη βοήθεια γεωργών, αρτοποιών και κρεοπωλών. Να μας δίνει την γνώση χωρίς τη βοήθεια μορφωμένων ανθρώπων ή να μεταστρέφει τους εθνικούς χωρίς ιεραποστόλους. Αντί για όλα αυτά, επιτρέπει τα εδάφη και ο καιρός και τα ζώα και οι μύες, οι σκέψεις και οι θελήσεις των ανθρώπων να συνεργάζονται στην εκτέλεση του θελήματος Του. “Ο Θεός”, είπε ο Πασκάλ, “καθιέρωσε την προσευχή με σκοπό να προσδώσει στα δημιουργήματα Του την  αξιοπρέπεια της αιτιακής συνάφειας”. Αλλ’ όχι μόνο την προσευχή. Οποτεδήποτε δρούμε, μας προσδίδει αυτή την αξιοπρέπεια. Πραγματικά, δεν είναι ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο περίεργο, ότι οι προσευχές μου θα μπορούσαν να επηρεάσουν την πορεία των γεγονότων, όπως θα μπορούσαν να το κάνουν οι άλλες ενέργειες μου. Δεν συμβούλεψαν ούτε άλλαξαν τη γνώμη του Θεού – δηλαδή τον υπεράνω όλων σκοπό Του. Αλλ’αυτός ο σκοπός θα γίνει κατανοητός με διαφορετικούς τρόπους, ανάλογα με τις ενέργειες, συμπεριλαμβανομένων των προσευχών, των πλασμάτων Του.

Διότι φαίνεται ότι δεν κάνει τίποτε αφ’ εαυτού, απ’ όσα μπορεί πιθανώς να αναθέσει στα πλάσματα Του. Μας προστάσσει να κάνουμε αργά και με γκάφες, ό,τι θα μπορούσε να κάνει αυτός εν ριπή οφθαλμού. Μας επιτρέπει να περιφρονούμε αυτό που θα ήθελε εκείνος να κάνουμε, ή ν’ αποτυγχάνουμε. Ισως δεν αντιλαμβανόμαστε πλήρως το πρόβλημα, για να το πούμε έτσι, του να δίνεις τη δυνατότητα στην πεπερασμένη ελεύθερη θέληση να συνυπάρχει με την παντοδυναμία. Φαίνεται, σαν να συνεπάγεται αυτό κάθε στιγμή σχεδόν ένα είδος θείας παραίτησης. Εμείς δεν είμαστε απλώς αποδέκτες ή θεατές. Είμαστε είτε προνομιούχοι να συμμετέχουμε στο παιχνίδι, είτε υποχρεωμένοι να συνεργαστούμε στο έργο, “να χειριζόμαστε τις μικρές τρίαινες μας”. Αυτή η καταπληκτική διαδικασία είναι απλώς Δημιουργία που εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας; Αυτός είναι ό τρόπος (και δεν είναι μικρό πράγμα), με τον οποίο ο Θεός κάνει κάτι -πράγματι, κάνει θεούς- από το τίποτα. «Ο Θεός ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν” (Μ. Αθανάσιος).

 

5. Προσευχή: υπόθεση των γενναίων!

Τουλάχιστον έτσι μου φαίνεται. Βέβαια ό,τι είπαμε μπορεί να είναι, μόνο ένα διανοητικό μοντέλο ή σύμβολο. Ό,τι λέμε πάνω σε τέτοια θέματα πρέπει να είναι απλώς αναλογικό ή παραβολικό. Η πραγματικότητα είναι αναμφίβολα μη κατανοήσιμη με τις δυνάμεις μας. Μπορούμε, ωστόσο, εν πάση περιπτώσει να προσπαθήσουμε ν’αποβάλουμε κακές αναλογίες και κακές παραβολές. Η προσευχή δεν είναι μια μηχανή. Δεν είναι μαγεία. Δεν είναι συμβουλή που προσφέρεται στον Θεό. Η πράξη μας, όταν προσευχόμαστε, δεν πρέπει, το ίδιο όπως και όλες οι άλλες πράξεις μας, να χωρίζεται από τη συνεχόμενη πράξη του ίδιου του Θεού, μέσα στην οποία και μόνο λειτουργούν όλα τα πεπερασμένα πράγματα.

Θα ήταν ακόμα χειρότερο να σκεφτόμαστε γι’ αυτούς, που λαμβάνουν αυτά για τα οποία προσεύχονται, ότι είναι ένα είδος ευνοούμενων της Αυλής, ανθρώπων που έχουν επιρροή στο θρόνο. Η προσευχή του Χριστού στη Γεθσημανή, που δεν έγινε αποδεκτή, είναι αρκετή ως απάντηση σ’ αυτό. Και δεν τολμώ να παραλείψω τον σκληρό λόγο, τονοποίο άκουσα κάποτε από έναν πεπειραμένο χριστιανό: «Έχω δει πολλές φορές καταπληκτικές απαντήσεις σε προσευχές που τις θεώρησα θαυματουργικές. Αλλά συνήθωςέρχονται στην αρχή: πριν τη μεταστροφή ή αμέσως μετά απ’ αυτή. Όσο προχωράει η χριστιανική ζωή, τείνουν να γίνονται πιο σπάνιες. Οι αρνήσεις, επίσης, δεν είναι μόνο πιο συχνές• γίνονται περισσότερο αλάνθαστες, περισσότερο έντονες».

Εγκαταλείπει, λοιπόν, ο Θεός μόνον αυτούς που τον υπηρετούν καλύτερα; Εκείνος πού τον υπηρέτησε καλύτερα από κάθε άλλον είπε, όταν πλησίαζε ο μαρτυρικός θάνατός Του, “Ίνατί με εγκατέλιπες;”. Όταν ο Χριστός γίνεται άνθρωπος, αυτός ο Άνθρωπος, παρηγοριέται (σε σύγκριση με πολλούς άλλους ανθρώπους) από τον Θεό ελάχιστα, στην μεγαλύτερη ανάγκη Του! Υπάρχει ένα μυστήριο εδώ, το οποίο, κι αν ακόμα είχα τη δύναμη, ίσως δεν θα είχα το κουράγιο να εξερευνήσω. Εν τω μεταξύ, μικροί άνθρωποι σανεσάς και μένα, αν κάποιες φορές εισακούονται οι προσευχές μας, πέρα από κάθε ελπίδα και πιθανότητα, θα ήταν καλό να μη βγάζουμε βιαστικά συμπεράσματα προς δικό μας όφελος.

Αν είμασταν δυνατότεροι, ίσως να μας είχε συμπεριφερθεί λιγότερο τρυφερά. Αν είμασταν γενναιότεροι, ίσως να μας είχε στείλει, με πολύ μικρότερη βοήθεια, να υπερασπιστούμε θέσεις, που είναι πολύ πιο δύσκολο να κρατηθούν κατά την μεγάλη μάχη!

C. S. LEWIS[2] 

________________________________________

[1] Άρθρο από τον τόμο: C. S. Lewis, Fern-seed and Elephants and other essays on Christianity, edited by Walter Hooper, Fount/Harper Collins Publishers, p. 78-85.

[2] Ο Clive Staples Lewis (*Ιρλανδία 1898 – +Οξφόρδη 1963) ήταν ένα ς από τους πνευματικούς γίγαντες του 20ού αιώνα και αναμφίβολα ο πιο σημαντικός χριστιανός συγγραφέας του καιρού του. Διετέλεσε Εταίρος και  Υφηγητής της Αγγλικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης μέχρι το 1954, οπότε και εξελέγη ομοφώνως Καθηγητής στην έδρα Μεσαιωνικής και Αναγεννησιακής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Cambridge. Το εξαιρετικά δυνατό πνεύμα του και το μοναδικά ζωντανό ύφος του τον ανέδειξαν σ’ ένα διακεκριμένο και δημοφιλή πανεπιστημιακό δάσκαλο. Οι κύριες συμβολές του στη φιλολογική κριτική, την παιδική λογοτεχνία και την εκλαϊκευμένη θεολογία του πρόσφεραν διεθνή φήμη και αναγνώριση.  Έγραψε  περισσότερα από  30 βιβλία, τα οποία του χάρισαν ένα τεράστιο ακροατήριο, ενώ τα έργα του (best-sellers) συνεχίζουν να προσελκύουν χιλιάδες νέων αναγνωστών κάθε χρόνο. Στα πιο σημαντικά απ’ αυτά συμπεριλαμβάνονται: The Chronicles of Narnia, The Screwtape Letters, Mere Christianity. The Great Divorce, The Problem of Pain, Miracles και ασφαλώς το αυτοβιογραφικό Surprised by Joy, στο οποίο  περιγράφει το πέρασμα του από την αθεΐα στην πίστη στον Χριστό.

 

 

 

 

Συγγραφέας

Αφήστε μια απάντηση