ΒΙΒΛΙΟΚΡΙΣΙΕΣ
Χρήστου Γιανναρά: Αλήθεια και ενότητα της Εκκλησίας,
Αθήνα 1977, Γρηγόρης, 288 σ.
Θα πρέπει απερίφραστα να ομολογήσουμε ότι ο Χρ. Γιανναράς αποτελεί μία από τις λίγες ελπίδες του Ορθόδοξου θεολογικού στοχασμού στη σημερινή Ελλάδα. Αυτή η τόσο κατηγορηματική δήλωση θα ήταν αυτονόητα άτοπη, αν δεν αποτελούσε κοινή πεποίθηση ο εκπεσμός της εκκλησίας ως θεσμού, ο πιετιστικός και λουθηρανικός χαρακτήρας της θεολογικής σκέψης σχεδόν στο σύνολό της, και κυρίως, αν δεν αποτελούσε τραγική πραγματικότητα, ο βιασμός του ελληνικού στοιχείου εντός μας από έναν εξευρωπαϊσμό, ικανό να μας κόβει τις ρίζες μας, ανίκανο όμως να μας κάνει κάτι περισσότερο από ένα «οχληρό» υβρίδιο της γηραιάς ηπείρου. Μέσα στο κλίμα αλώσεως που ζούμε, υπάρχουν ελάχιστοι, μια «ζύμη μικρά» που αγωνίζονται να δώσουν ένα μυστικό – οντολογικό αίμα στους εκπορνευμένους και λεπρούς εκκλησιαστικούς θεσμούς, διώχνοντας την πιετιστική πανούκλα και επιχειρούν εναγώνια την αποκόλληση της Ορθοδοξίας από την πραγματιστική ξένωση της Δυτικής σκέψης. Μεταξύ των ολίγων αυτών, (ενίοτε διαφωνούντων μεταξύ τους ή και συγκρουομένων – γιατί ο καθένας τους βιώνει την αλήθεια του Χριστιανισμού ως πόνο και υπάρχουν ατυχώς πολλά σημεία πόνου κι έτσι πολλές αφετηρίες βίωσης της αλήθειας), συγκαταλέγεται και ο Χ. Γ. Το έργο τους, ο αγώνας τους, μας προκαλεί ένα αίσθημα φρικιάσεως, καθώς βλέπουμε την μικρή αυτή ζύμη να μάχεται μέσα στις αρένες της Ιστορίας.
Για πολλούς από εμάς, ο αγώνας αυτός είναι καταδικασμένος, ακριβώς διότι είναι αντίθετος προς την πορεία της Ιστορίας, είναι οπισθοδρομικός. Για άλλους, είναι καταδικασμένος γιατί και αν ακόμα είναι σωστός, δεν έχει πιθανότητες επιτυχίας. Και οι δύο αυτές απόψεις ωστόσο έχουν κοινή αφετηρία: έναν χρησιμοθηρικό πραγματισμό, που δεν επιτρέπει παραδοχή αλήθειας σε ό,τι δεν συνεπιφέρει «πρακτικό» αποτέλεσμα. Εύκολο είναι το συμπέρασμα, ότι ο πραγματισμός αυτός έχει προϋπόθεση την απόσπαση της πράξης από το υπαρκτικό όλο. Και, βέβαια, οι «καταδίκες» αυτές στηρίζονται στα αξιώματα, ότι η έννοια της Ιστορίας είναι δεδομένη, ότι υπάρχει μία «πορεία» – μία «πρόοδος» – της ιστορίας, και κατά συνέπεια μπορεί κάτι να είναι «καταδικαστέο» ιστορικά. Οι απόψεις αυτές δεν βλέπουν, πως και αν όλα αυτά τα αξιώματα ισχύουν, πάντως ο «δρόμος» της Ιστορίας δεν είναι άλλος από αυτόν που εμείς οι ίδιοι της δίνουμε και δεν υπάρχει «έξωθεν» επιβολή δρόμου. Το γεγονός είναι, ότι αυτές οι «καταδίκες» και οι «πορείες» είναι αποτελέσματα της αντίληψης ότι «αλήθεια είναι η συμφωνία νοήματος και αντικειμένου» (Adaequatio rei et intellectus), που το προκείμενο βιβλίο ελέγχει και αποδείχνει τις ολέθριες συνέπειές της.
Πράγματι, το μέγιστο μέρος του βιβλίου –και για μένα το πιο ενδιαφέρον- αποτελεί μιαν έκθεση της Adaequatio, και μια σαφέστατη παρακολούθηση των αποτελεσμάτων της. Ο Χ.Γ. ελέγχει την Δυτική σκέψη με μια θαυμαστή ενάργεια, ασυνήθιστη για τα ελληνικά γράμματα, έτσι που θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί, ότι το βιβλίο αυτό αποτελεί μια κριτική της Δύσης από Ορθόδοξη σκοπιά.
Μια μικρή διόρθωση μόνο: η αντίληψη της αλήθειας ως «συμφωνίας νοήματος-αντικειμένου» δεν είναι η αριστοτελική αντίληψη της αλήθειας, όπως συχνά ο Χ.Γ. και άλλοι συγγραφείς μας φαίνεται να πιστεύουν, γιατί ναι μεν στο Περί Ερμηνείας υπάρχει μια διατύπωση που θα μπορούσε να εκληφθεί ως παρεμφερής, αλλά στο όλο αριστοτελικό έργο η αντίληψη της αλήθειας δεν είναι αυτή.
Κάτι ακόμα: τον ορισμό Adaequatio… δεν έπλασε ο Θωμάς Ακινάτης και οι Σχολαστικοί, όπως γράφει ο Χ.Γ. αλλά ο Ισαάκ μπέν Σολομόν Ισραέλι (ή Άμπουγια-κούμπ Ίμπν Σουλεϊμάν άλ Ισραήλι) στο βιβλίο του Liber de Definitionibus, που μετέφρασε στα λατινικά το 1087 ο μοναχός Κωνσταντίνος, και είχε υπ’ όψη του ο Θωμάς (αποτελούσε άλλωστε πολύ γνωστό και αγαπητό σύγγραμμα της εποχής). Ο ορισμός αυτός που αποδόθηκε από τον Ισαάκ μ. Σ. Ισραέλι στον Αριστοτέλη, επανελήφθη ως γνήσιος αριστοτελικός από τον Αβικέννα (στα Opera), και τον Αβερρόη (στα Commentaria in Opera Aristotelis), εκδόσεις που επίσης γνώριζε ο Θωμάς. Άρα η έννοια αυτή της αλήθειας ως Adaequatio ήταν έννοια της αραβικής φιλοσοφίας. Ο Θωμάς και οι άλλοι Σχολαστικοί απλώς την δέχθηκαν -και μάλιστα όχι χωρίς κάποιες επιφυλάξεις, που δεν είναι δυνατόν να αναφέρω εδώ. Οπωσδήποτε ο Δυτικός κόσμος στηρίχθηκε σ’ αυτήν την αντίληψη της αλήθειας, καταργώντας ή αποδυναμώνοντας την αλήθεια ως μετοχή. Αλλά, από την στιγμή που η μέθεξη δεν ορίζει το αληθές, ενώ το ορίζει η λογική κρίση, είναι φυσικό να διασπασθεί το σώμα της αλήθειας σε δύο κατηγορίες: τη veritas και essendo και τη veritas in propositione. Η ύπαρξη του ανθρώπου έχει, μεθοδολογικά τουλάχιστον, διασπασθεί σε «θεωρία» και «πράξη» και σύντομα την οντολογία του Προσώπου αντικαθιστά η ηθική: ο δρόμος από την adaequatio rei et intellectus στην adaequatio mentis et vitae διανύθηκε σύντομα. Την αλήθεια του Προσώπου, αντικαθιστά η ηθική κρίση, η αξιολογία. Η imago mundi της καθολικής εκκλησίας είναι αξιολογική: στην κορυφή βρίσκεται ο Θεός, ακολουθούν (προς τα κάτω και διαδοχικά) οι άγγελοι, ο άνθρωπος, τα ζώα, τα φυτά, τα ορυκτά, ο διάβολος. Κάθε σκαλί είναι βέβαια ένα όν, ένα όν-res εν τούτοις, και οι διαφορές μεταξύ τους είναι αξιολογικές. Ο κόσμος δεν σηματοδοτείται από το πρόσωπο, αλλά αποτελείται από σημεία. Η Σχολαστική φιλοσοφία, αφού μετέβαλλε τον κόσμο της υπάρξεως σε κόσμο του πράγματος, προετοίμασε όλο το οικοδόμημα της νεώτερης Δυτικής φιλοσοφίας.
Δεν θα ήθελα ωστόσο να επεκταθώ περισσότερο: υπάρχει το βιβλίο, υπάρχει ο Χ.Γ. σε μια εξαιρετικά γόνιμη και δημιουργική του στιγμή: μας δείχνει όχι μόνο τον θάνατο του Θεού στη Δύση, αλλά και τον ελληνικό φραγκολεβαντινισμό του σήμερα, την καταστροφή του ορθόδοξου Προσώπου από μιαν άκριτη και άριζη εισαγωγή φιλοσοφημάτων. Ενάντια σε μια θεολογική σκέψη κατάλληλη για αίθουσες συνεδρίων, ο Χ.Γ. στηριγμένος στην παράδοση της Ορθοδοξίας, δεν διστάζει να ριψοκινδυνεύσει και να εκτεθεί σε μιαν αναμέτρηση με την ατσάλινη πολεμική μηχανή του πραγματισμού της ζωής μας. Η στάση αυτή τον τιμά, και σε μας δίνει μιαν άλλη δυνατότητα.
ΠΑΝ. ΔΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Θεματολογικές ετικέτες