Πεζά κείμενα

«Δε ζητάω ΤΙΠΟΤΕ περισσότερο από τα δικαιώματά μου»

Το πέμπτο κεφάλαιο απο το βιβλιο “Το μεγάλο Διαζύγιο” του   C.S.Lewis

Καθώς οι λαμπροί άνθρωποι πλησίαζαν, παρατήρησα ότι προχωρούσαν με πειθαρχία και αποφασιστικότητα, λες κι ο καθένας από αυτούς είχε εντοπίσει τον άνθρωπό του στην ακαθόριστη παρέα μας.

– Θα υπάρξουν συναισθηματικές σκηνές, σκέφτηκα. ‘Ισως δεν είναι σωστό να κοιτάξω.

Και απομακρύνθηκα δειλά με την πρόφαση της εξερεύνησης. ‘Ενα άλσος με τεράστιους κέδρους στα δεξιά μού φάνηκε ελκυστικό και πήγα προς τα εκεί. Το περπάτημα αποδείχτηκε δύσκολο. Το γρασίδι, σκληρό σα διαμάντι στα ανυπόστατα πόδια μου, με έκανε να νιώθω σαν να περπατούσα σε τραχύ βράχο και υπέφερα όπως η γοργόνα τον Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. ‘Ενα πουλί πέταξε μπροστά μου και το ζήλεψα. Ανήκε σε αυτήν τη χώρα και ήταν αληθινό όπως το γρασίδι. Μπορούσε να λυγίσει τους μίσχους και να βραχεί με τη δροσιά.

Σχεδόν αμέσως με ακολούθησε αυτός που ονόμασα Σωματώδη Άνδρα, ή για να είμαι πιο ακριβής, Σωματώδες Φάντασμα. Αυτόν πάλι, τον ακολούθησε ένας από τους Λαμπρούς Ανθρώπους.

– Δε με θυμάσαι; φώναξε στο Φάντασμα και μου ήταν αδύνατο να μη γυρίσω να δω.

Το πρόσωπο του συμπαγούς πνεύματος (ήταν ένας από αυτούς που φορούσαν χιτώνα) με έκανε να θέλω να χορέψω• ήταν τόσο χαρούμενο, τόσο νεανικό!

– Να πάρει, είπε το Σωματώδες Φάντασμα. Δε θα το πίστευα με τίποτα. Αυτό κι αν είναι έκπληξη! Δεν είναι σωστό ξέρεις, Λεν. Τι απέγινε ο κακόμοιρος ο Τζακ, ε; Μοιάζεις πολύ ευχαριστημένος με τον εαυτό σον, αλλά τί απέγινε, λέω, ο έρημος ο Τζακ;

– Εδώ είναι, είπε ο άλλος. Θα τον συναντήσεις σίγουρα, εάν μείνεις.

– Μα τον δολοφόνησες!

– Ναι, τον δολοφόνησα. Είναι όλα εντάξει τώρα.

– Είναι εντάξει; Εντάξει για σένα, εννοείς. Τι γίνεται όμως με τον έρημο τον Τζακ, που είναι παγωμένος, νεκρός;

– Δεν είναι. Σου είπα, θα τον συναντήσεις σύντομα. Σου στέλνει την αγάπη του.

– Αυτό που δεν μπορώ να καταλάβω, είπε το Φάντασμα, είναι γιατί είσαι εσύ εδώ, μες στην τρελή χαρά• εσύ, ένας στυγνός δολοφόνος, ενώ εγώ περιπλανιόμουν εκεί κάτω και ζούσα όλα αυτά τα χρόνια σ’ ένα μέρος που έμοιαζε με χοιροστάσιο.

– Αυτό είναι λίγο δύσκολο να το καταλάβεις στην αρχή. Αλλά τώρα όλα τελείωσαν. Θα είσαι ευγνώμων γι’ αυτό σε λίγο. Μέχρι τότε δεν είναι ανάγκη να το σκέφτεσαι.

– Να μην το σκέφτομαι; Καλά, δε ντρέπεσαι με τον εαυτό σου;

– ‘Οχι. ‘Οχι όπως το εννοείς εσύ. Δεν κοιτάζω τον εαυτό μου. Τον παράτησα τον εαυτό μου. ‘Επρεπε να το κάνω ξέρεις, μετά τον φόνο. Αυτή ήταν η επίπτωσή του σε μένα. Κι έτσι ξεκίνησαν όλα.

– Προσωπικά, είπε το Σωματώδες Φάντασμα με μια έμφαση που αντέκρουε το ορθό νόημα της λέξης, προσωπικά, νομίζω ότι εγώ κι εσύ θα έπρεπε να αλλάξουμε θέσεις. Αυτή είναι η δική μου άποψη.

– Είναι πολύ πιθανό να γίνει σύντομα, είπε ο άλλος, αν σταματήσεις να το σκέφτεσαι!

– Για κοίταξέ με καλά, είπε το Φάντασμα, χτυπώντας το στήθος του (χωρίς να βγει κανένας θόρυβος). ‘Ολη μου τη ζωή ήμουν σωστός. Δε λέω πως ήμουν θρήσκος, ούτε πως δεν έκανα λάθη· απεναντίας. Αλλά έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα κι αυτό το λένε όλοι· τέτοιος άνθρωπος ήμουν. Ποτέ δε ζήτησα τίποτα που δεν ήταν δικαιωματικά δικό μου. Αν ήθελα ένα ποτό, το πλήρωνα. Κι αν έπαιρνα τους μισθούς μου, έκανα τη δουλειά μου. Τέτοιος τύπος ήμουν και δε με νοιάζει ποιος το ξέρει.

– Θα ήταν πολύ καλύτερα αν δεν το συνέχιζες όλο αυτό τώρα.

– Ποιος το συνεχίζει; Δε διαφωνώ μαζί σου. Απλά σον λέω τι άνθρωπος ήμουνα. Δεν ζητάω τίποτα περισσότερο από τα δικαιώματά μου. Μπορεί να νομίζεις, πως έχεις το δικαίωμα να με κριτικάρεις επειδή είσαι ντυμένος έτσι (που δεν ήσουν όταν δούλευες για μένα) ενώ εγώ δεν είμαι παρά ένας κακομοίρης. Αλλά πρέπει να έχω αυτά που δικαιούμαι, όπως και συ.

– Α, όχι. Δεν είναι τόσο άσχημα τα πράγματα. Αν έπαιρνα μόνο ό,τι δικαιούμουν, δε θα ήμουν εδώ τώρα. Ούτε εσύ θα πάρεις αυτό που δικαιούσαι. Θα σου δοθεί κάτι πολύ καλύτερο. Μη φοβάσαι.

– Αυτό λέω κι εγώ. Δεν έχω αυτό που δικαιούμαι. Πάντα έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα και ποτέ κάτι κακό. Και αυτό που δεν καταλαβαίνω, είναι γιατί είμαι πιο κάτω από έναν αδίστακτο φονιά σαν και σένα.

– Ποιος ξέρει αν θα είσαι; Απλά να είσαι χαρούμενος και ακολούθησέ με.

– Γιατί συνεχίζεις να διαφωνείς; Απλά σου λέω τι σόι άνθρωπος είμαι. Θέλω μόνο τα δικαιώματά μου. Δε ζητάω φιλανθρωπία.

– Τότε κάνε το! Αμέσως! Ζήτα την Αιμορραγούσα Φιλανθρωπία! ‘Ολα είναι εδώ ως προσφορά. Τίποτα δεν αγοράζεται.

– Αυτό σου ταίριαξε μια χαρά εσένα, τ’ ομολογώ. Αν τους αρέσει να επιτρέπουν την είσοδο σ’ ένα στυγνό δολοφόνο μόνο και μόνο επειδή κλάφτηκε την τελευταία στιγμή, αυτό είναι δικό τους πρόβλημα. Αλλά δε φαντάζομαι να μπω κι εγώ στο ίδιο σακί με σένα. Γιατί να μπω; Εγώ δε ζητάω ελεημοσύνη. Είμαι ένας τίμιος άνθρωπος και αν μου έδιναν τα δικαιώματά μου, θα είχα έρθει εδώ από πολύ καιρό – αυτό να τους πεις. Ο άλλος κούνησε το κεφάλι του.

– Ποτέ δε θα τα καταφέρεις έτσι, είπε. Αν συνεχίσεις αυτό το τροπάρι, τα πόδια σον δε θα γίνουν ποτέ αρκετά σκληρά για να μπορέσεις να περπατήσεις στο γρασίδι. Θα εξουθενωθείς πολύ πριν φτάσουμε στα βουνά. Αλλωστε δεν είναι ακριβώς έτσι τα πράματα, ξέρεις.

– Τι θες να πεις; ρώτησε το Φάντασμα σκυθρωπό.

– Δεν ήσουν τίμιος άνθρωπος και δεν έκανες ό,τι καλύτερο μπορούσες. Κανείς από μας δεν ήταν, ούτε έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε. Ο Θεός να σε ευλογεί. Δεν έχει σημασία. Δεν είναι ανάγκη να τα αναλύσουμε όλα αυτά τώρα.

-Εσύ!, φώναξε το Φάντασμα. Έχεις εσύ τα μούτρα να πεις σε μένα πως δεν ήμουν τίμιος άνθρωπος;

– Φυσικά. Είναι ανάγκη να μπούμε σε όλα αυτά τώρα; Θα σου πω για αρχή, ότι το να σκοτώσω τον γέρο-Τζακ δεν ήταν το χειρότερο πράγμα που έχω κάνει. Αυτό ήταν κάτι στιγμιαίο και ήμουν ήδη μισό-τρελος όταν το έκανα. Αλλά δολοφονούσα εσένα στην καρδιά μου, ηθελημένα, για χρόνια. Συνήθιζα να μένω άγρυπνος τις νύχτες και να σκέφτομαι τι θα σου έκανα αν μου παρουσιαζόταν η ευκαιρία. Αυτός είναι και ολόγος που έστειλαν εμένα να σε παραλάβω. Για να ζητήσω τη συγχώρεσή σου και να σε υπηρετήσω όσο χρειαστεί κι ακόμα περισσότερο, αν αυτό σε ευχαριστεί.’ Ημουν ο χειρότερος. Αλλά όλοι όσοι ήταν στη δούλεψή σου ένιωθαν το ίδιο. Έκανες πολύ σκληρή και επίπονη τη ζωή όλων μας, ξέρεις. Το ίδιο έκανες και στη γυναίκα σου και στα παιδιά σου.

– Να κοιτάς τη δουλειά σου νεαρέ, είπε το Φάντασμα. Δεν έχεις καμιά δουλειά ν’ ανακατεύεσαι. Δεν πρόκειται να δεχτώ την αυθάδειά σου σχετικά με τα προσωπικά μου ζητήματα.

– Δεν υπάρχουν προσωπικά ζητήματα, είπε ο άλλος.

– Και θα σου πω και το άλλο, είπε το φάντασμα. Μπορείς να φύγεις. Δεν είσαι ευπρόσδεκτος. Μπορεί να είμαι μόνο ένας δυστυχής, αλλά δεν πιάνω φιλίες με ένα δολοφόνο. Και πολύ περισσότερο δε δέχομαι μαθήματα από έναν δολοφόνο. ‘Ωστε σας δυσκόλευα εσένα και το σινάφι σου, έτσι; Αν σας είχα πάλι εκεί πίσω, θα σας έδειχνα τι πάει να πει δουλειά!

-‘Ελα και δείξε μού τώρα, είπε ο άλλος γελώντας. Θα είναι ευχάριστο να πάμε στα βουνά, αλλά εκεί έχει αρκετή δουλειά.

– Δεν πιστεύω να περιμένεις να έρθω μαζί σου, έτσι;

– Μην αρνηθείς. Δε θα φτάσεις ποτέ εκεί μόνος σου. Κι εγώ είμαι αυτός που έστειλαν να σε υποδεχτεί.

– ‘Ωστε αυτό είναι το κόλπο, έτσι; φώναξε το Φάντασμα δείχνοντας πικραμένο, αν και μου φάνηκε σα να υπήρχε κάποιο είδος θριάμβου στη φωνή του: τον είχαν μόλις ικετεύσει, μπορούσε να αρνηθεί, και νόμιζε πως αυτό του έδινε κάποιο πλεονέκτημα.

– Το περίμενα ότι θα υπήρχε κάποια εξυπνακίστικη ανοησία. Είστε όλοι μια κλίκα, μια αναθεματισμένη κλίκα. Πες τους ότι δεν έρχομαι. Προτιμώ να είμαι κολασμένος παρά να έρθω μαζί σου.’Ηρθα εδώ για να πάρω τα δικαιώματά μου, έτσι; ‘Οχι για να μυξοκλαίγομαι ζητώντας λίγη ελεημοσύνη πεσμένος στα πόδια σου. Αν δεν μπορούν να με δεχτούν χωρίς εσένα, θα γυρίσω πίσω. ‘Ηταν σχεδόν ευτυχισμένος τώρα που μπορούσε, με μια έννοια, να απειλήσει.

-Αυτό θα κάνω, επανέλαβε, θα πάω σπίτι. Αυτό θα κάνω. Καταραμένοι να είστε όλοι σας… Κι εξακολουθώντας να γκρινιάζει, αλλά και σιγοκλαίοντας καθώς περπατούσε πάνω στο κοφτερό γρασίδι, έφυγε προς το λεωφορείο.

 

Συγγραφέας

Αφήστε μια απάντηση