Συνέντευξη, Χωρίς τύπο άρθρου (προσωρινά)

Διευρύνοντας την επιθυμία ή τι σημαίνει να μιλάμε για τη συναισθηματικότητα,την αγάπη και τη φιλία;

Συνέντευξη του επισκόπου Τρόντχαϊμ Erik Varden στην Anna Leonardi για τον διαδικτυακό ιστότοπο ZENIT

Αν στο βιβλίο του «Η συντριβή της μοναξιάς» μας οδήγησε σε ένα ταξίδι ανακάλυψης του Θεού ως απάντηση στην κραυγή της εποχής μας, στο τελευταίο του βιβλίο, «Η Αγνότητα», ο επίσκοπος Erik Varden πραγματεύεται ένα τολμηρό θέμα, το οποίο στον σημερινό κόσμο μπορεί να ακούγεται σαν ψυχρή ριπή ανέμου από μια μακρινή εποχή. Οι δύο τίτλοι έχουν στην πραγματικότητα έναν πολύ βαθύτερο συσχετισμό απ’ ό,τι μπορεί να φαίνεται. “Η αγνότητα είναι μια πληρότητα”, εξηγεί ο συγγραφέας, τραπιστής μοναχός και, από το 2020, επίσκοπος του Τρόντχαϊμ της Νορβηγίας. «Είναι μια στάση απέναντι στα πράγματα και τους ανθρώπους που αναβλύζει όταν η ανθρώπινη καρδιά “αγκαλιάζεται” από εκείνη την αγκαλιά που θεραπεύει και εκπληρώνει τις πιο ριζοσπαστικές προσδοκίες της. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο είναι μειωτικό να εξισώνουμε την αγνότητα με το “δεν κάνω” και το “δεν είμαι”. Είναι μια κατάσταση χάριτος. Και μια αρετή-δώρο για όλους». Αυτά είναι λόγια που προτείνουν μια πορεία προς τα εμπρός σε μια υπερ-εκκοσμικευμένη κοινωνία, όπου οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων μπορούν να μετατραπούν σε βάλτο, όταν χρησιμοποιούνται για να γεμίσουν ένα κενό, αντί να μοιραστούν μια υπερπληρότητα.

Ε. Οι σχέσεις σήμερα δεν φαίνονται υγιείς. Πολλές αναλύσεις συμφωνούν στη διάγνωση του αχαλίνωτου ατομικισμού ως κύρια αιτία των συμπτωμάτων της δυσπιστίας, της ακοινωνησίας, του φθόνου, της μοναξιάς. Εσείς τι πιστεύετε;

Α. Είναι μια ζοφερή εικόνα. Τουλάχιστον εν μέρει. Φυσικά, αυτές οι εξάρσεις υπάρχουν, αλλά υπάρχουν και πολύ υγιείς τάσεις. Αυτό που παρατηρώ κατά τη διάρκεια της ποιμαντικής μου δραστηριότητας είναι η αναζήτηση της κοινωνικότητας, της κοινωνίας ακόμη και στα πιο κοσμικά πλαίσια. Εδώ στη Νορβηγία ο αριθμός των ανθρώπων που αναζητούν εθελοντική εργασία αυξάνεται πολύ. Η επιθυμία να κάνει κανείς πράγματα με και για τους άλλους ανθεί. Αυτό σημαίνει ότι η ατομικιστική τάση της μετανεωτερικότητας δεν είναι το παν, υπάρχει επίσης η αντίληψη ότι ο εγκλωβισμός στον εαυτό μας δεν είναι δρόμος προς την ευτυχία.

Ε. Τι σημαίνει σε αυτό το πλαίσιο να μιλάμε για συναισθηματικότητα, αγάπη, φιλία;

Α. Σήμερα θεωρώ ότι είναι κρίσιμο πάνω απ’ όλα να κατανοήσουμε τη φιλία. Βρισκόμαστε σε μια εποχή που οι στενές σχέσεις περιορίζονται στον ερωτισμό ή στον συναισθηματισμό και αυτό τις περισσότερες φορές τις καθιστά εφήμερες, προσωρινές. Η φιλία, από την άλλη πλευρά, έχει μια πιο ορθολογική πτυχή, είναι μια εκλεκτική συγγένεια. Είναι ένα είδος σχέσης όπου είναι πιο εύκολο να καλύψει κανείς αυτή τη λαχτάρα να βρει μια σταθερή βάση και στην οποία μπορεί να αισθανθεί ότι η προσωπικότητά του μπορεί να τραφεί και να χτιστεί. Σε τελευταία ανάλυση, η χριστιανική αγιότητα προσδιορίζεται ως η ικανότητα για φιλία. Ο Χριστός μας είπε: “Είστε φίλοι μου. Εγώ σας αποκάλεσα φίλους”. Η φιλία είναι ένας προνομιακός τομέας όπου μπορούμε να εκπαιδευτούμε και να μάθουμε να ζούμε όλες τις άλλες σχέσεις.

Ε. Βλέπετε σήμερα αποδείξεις αυτού του γεγονότος;

Α. Ναι, γι’ αυτό δεν αισθάνομαι απελπισμένος. Ίσως όσοι από εμάς στη βόρεια Ευρώπη, οι οποίοι πάντα βίωναν εκ των προτέρων τις διάφορες τάσεις των δυτικών κοινωνιών, τώρα πια να πλησιάσουμε στην άκρη του τούνελ και ν’ αρχίσουμε να βλέπουμε φως. Αν και πολλοί φαίνεται να έχουν κολλήσει, η επιθυμία να οικοδομήσουμε σχέσεις και να αναγνωρίσουμε ότι εξαρτόμαστε ο ένας από τον άλλον φαίνεται να είναι αναπόσπαστη, ένας σπόρος από τον οποίο μπορεί να προκύψει-γεννηθεί κάτι νέο που θα κάνει τον κόσμο πιο ανθρώπινο.

Ε. Στο τελευταίο σας βιβλίο, «Αγνότητα», αναφέρετε ότι πρέπει να “διευρύνουμε (απείρως) το φάσμα της επιθυμίας. Μόνο έτσι μπορούμε να μάθουμε να αναζητούμε ανάλογες απαντήσεις για όσα επιθυμεί η σάρκα μας, και να γλιτώσουμε τον εαυτό μας από επαναλαμβανόμενες απογοητεύσεις”. Μπορείτε να αναλύσετε αυτή τη δυναμική;

Α. Η επιθυμία είναι μια έκφραση του ότι είμαστε φτιαγμένοι από τον Θεό. Είναι κάτι εγγενές στην ανθρώπινη φύση. Μας κατοικεί μια ηχώ, ένα κάλεσμα. Είναι ο Κύριος που κάνει την εικόνα Του να τραγουδά μέσα μας. Η επιθυμία είναι ο κινητήριος μοχλός της ζωής μου, διότι την κατευθύνει προς μια πληρότητα, η οποία εν τέλει είναι η κοινωνία με τον Θεό, που βιώνεται και στις σχέσεις με τους άλλους. Η αμαρτία μας είναι ένα σαμποτάζ της επιθυμίας, η οποία είναι κατακερματισμένη προς πολλά διαφορετικά αντικείμενα. Αλλά αν κοιτάξουμε πού μας οδηγεί αυτή η βαθιά επιθυμία, συνειδητοποιούμε τη σχετικότητα όλων των πραγμάτων που δεν αρκούν για να την εκπληρώσουν. Και, ταυτόχρονα, τα αναγνωρίζουμε στην αληθινή τους αξία, γιατί μόνο υπό το φως εκείνου που σβήνει τη δίψα της ζωής, ακόμα και κάθε μικρό πράγμα αποκαλύπτει το νόημά του.

Ε. Υπάρχει ένα επεισόδιο στη ζωή του π. Giussani που τον οδήγησε σε μια παρόμοια διαίσθηση. Ήταν ένα καλοκαιρινό βράδυ γεμάτο αστέρια, και καθώς έφευγε από την ενορία του με το ποδήλατό του, αιφνιδίασε ένα ζευγάρι που αγκαλιαζόταν. Μετά από μερικά χτυπήματα του πεντάλ σταμάτησε και τους ρώτησε: “Με συγχωρείτε, τι σχέση έχει αυτό που κάνετε με τα αστέρια;”. Χρόνια αργότερα, σχολιάζοντας εκείνη τη στιγμή, είπε: “Έφυγα χαρούμενος γιατί είχα ανακαλύψει τι είναι ο ηθικός νόμος: είναι ο σύνδεσμος ανάμεσα στην ασήμαντη στιγμή και σε όλο το σύμπλεγμα των παραγόντων που συνθέτουν το σύμπαν“.

Α. Είμαι σε πλήρη συμφωνία με την παρατήρησή του! Η σύνδεση με την ολότητα του εαυτού και του σύμπαντος είναι το κλειδί για να ζούμε την αγάπη και κάθε σχέση με υπομονή και θυσία. Για έναν χριστιανό, τίποτα δεν μπορεί να είναι ασήμαντο, τα πάντα κατανοούνται εκ νέου, αν τα ζούμε υπό το φως του απώτερου σκοπού, που είναι το καλό του κόσμου. Το απόσπασμα αυτό μου θυμίζει το Jack, το τελευταίο μυθιστόρημα της Αμερικανίδας συγγραφέως Marilynne Robinson, όπου ο πρωταγωνιστής, ο ανόητος γιος ενός αιδεσιμότατου στο Μιζούρι της δεκαετίας του 1950, γνωρίζει ένα βράδυ την Della, μια νεαρή γυναίκα. Ο Τζακ προσφέρεται να μείνει κοντά της αλλά σε απόσταση αναπνοής, ώστε να την προστατεύσει και να μην την κάνει να νιώσει άβολα. Οι δυο τους περνούν τη νύχτα μιλώντας και υπάρχει μια κομβική στιγμή που εκείνη τον κοιτάζει όπως κανείς άλλος δεν τον έχει κοιτάξει ποτέ· στα μάτια της δεν είναι ένας ξένος αλλά “μια ψυχή, μια λαμπρή παρουσία που δεν έχει θέση στον κόσμο”. Ο Τζακ νιώθει να τον κοιτάζουν -όπως πραγματικά είναι- μέσα στην ύπαρξή του και παρασύρεται, παρά την θέλησή του, να το συνειδητοποιήσει. Ξέρει ότι υπάρχει κάτι σ’ αυτήν που θυμίζει μοναδικά κάτι σ’ αυτόν. Και αυτός είναι ο σύνδεσμος με τον σκοπό για τον οποίο μιλάει ο Giussani.

Ε. Από πού ξαναρχίζουμε όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με την αδυναμία και την ευθραυστότητα, τη δική μας και των άλλων, και χαλαρώνουμε αυτή την απόλυτη ένταση;

Α. Στο μοναστικό πλαίσιο, δύο στιγμές κατά τη διάρκεια της ημέρας είναι αφιερωμένες στην εξέταση της συνείδησης. Τι έκανα με τις δυνατότητες που μου δόθηκαν για να ζήσω σήμερα; Πώς έζησα τις σχέσεις μου με τα πράγματα, με τους αδελφούς μου; Αυτή η αυτογνωσία είναι ένα απαραίτητο βήμα, διότι με κάνει πιο προσεκτικό με τον εαυτό μου και τους άλλους. Και στον αντίκτυπο που μπορεί να έχει στους άλλους αυτό που κάνω ή δεν κάνω. Οι Πατέρες το ονομάζουν “ταπεινότητα”, που δεν είναι τίποτε άλλο από έναν υγιή ρεαλισμό που μας κάνει να αποχαιρετήσουμε όλες τις εικόνες που φτιάχνουμε για τον εαυτό μας. Αυτό γίνεται πιο δύσκολο στον εικονικό κόσμο στον οποίο ζούμε, όπου αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας με virtual εξιδανικευμένους όρους και εικόνες. Η ικανότητα να βλέπω τον εαυτό μου όπως είναι είναι είναι το πρώτο βήμα για να σταθώ μπροστά στον άλλο. Για το οποίο αρχίζω να αισθάνομαι υπεύθυνος.

Ε. Τι σημαίνει αυτό;

Α. Αν αντιλαμβάνομαι τον εαυτό μου ως τον ήλιο σε ένα σύμπαν από σβησμένα αστέρια, θα παραμένω πάντα το μοναδικό υποκείμενο μιας σχέσης. Βέβαια, μπορεί να αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχουν άλλοι, αλλά δεν αναγνωρίζω κανένα νόημα σε αυτούς. Αντίθετα, αν ανακαλύψω ότι είμαι φτιαγμένος για τη σχέση, ανακαλύπτω και τον εαυτό μου υπεύθυνο για τη σχέση αυτή. Μπορώ να γίνω πηγή καλού για τη ζωή του άλλου, αλλά μπορώ επίσης να προκαλέσω βαθιές πληγές. Υπάρχουν σχέσεις -σκέφτομαι αυτές μεταξύ γονέων και παιδιών- όπου αυτό είναι πολύ σαφές. Πρόκειται για μια αμοιβαία σχέση, όπου, ωστόσο, μπορεί να συμβεί ότι ο πατέρας ή η μητέρα πρέπει να παραιτηθεί από το να φαίνεται ή ακόμη, και εντονότερα όπως στον άσωτο, να δεχτεί την εγκατάλειψη. Είναι δυνατόν να κάνετε αυτή τη θυσία παραμένοντας σταθεροί στον αγαπητικό σας σκοπό, πράγμα που σημαίνει να κρατάτε πάντα την πόρτα ανοιχτή. Αυτό είναι ένα λεπτό ζήτημα, διότι μπορεί να υπάρχει μια “άρρωστη” τάση να θυσιάζει κανείς τον εαυτό του για να σώσει τον άλλον. Ας θυμόμαστε ότι υπάρχει μόνο ένας σωτήρας, και δεν είμαι εγώ, και ότι υπάρχουν σχέσεις που μόνο η υπομονή μπορεί να θεραπεύσει. Αυτό ισχύει και για τους συζύγους. Ο άνθρωπος γίνεται πραγματικά άνθρωπος όταν εκφράζει αυτό το απόλυτο αίσθημα αφοσίωσης στο καλό του άλλου. Αντίθετα, είμαστε αφοσιωμένοι στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων μας, στο να περιφέρουμε… “διαφημίζοντας” τα τραύματα μας.

Ε. Γράψατε ότι η Μαρία Μαγδαληνή θα ήταν “μια εξαιρετική προστάτιδα αγία για τον εικοστό πρώτο αιώνα”. Γιατί;

Α. Αυτή η γυναίκα είναι μια “θεραπευμένη” γυναίκα. Θεραπευμένη από βαθιές πληγές. Κάποια που πέρασε από ένα “σχολείο αγάπης”, το οποίο πρώτα απ’ όλα είναι ένα σχολείο ελευθερίας που την έκανε ικανή τόσο για οικειότητα όσο και για αποστασιοποίηση. Μπαίνει στη σκηνή του Ευαγγελίου γεμάτη από τη δίψα της, να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Η συνάντησή της με τον Χριστό μεταμορφώνει το νόημα της βαθύτερης λαχτάρας της, έστω κι αν η διαδικασία αυτή απαιτεί χρόνο. Η Μαρία Μαγδαληνή ακούει και μαθαίνει. Το ταξίδι της από μια ευάλωτη γυναίκα σε μάρτυρα της Ανάστασης είναι κάτι που η εποχή μας πρέπει να εξετάσει.

Πηγή: ΖΕΝΙΤ