Ποίηση, Υμνοι και ψαλμοί

“ Εις την άρνησιν του Πέτρου ”

Ο παλαιός ο ποιητής, (Ρωμανός ο Μελωδός) έγραψε ένα πανέμορφο θεολογικά αφήγημα της σχέσης του Χριστού με κάθε άνθρωπο, μέσω του Πέτρου.

Ο νέος ποιητής, (Τάσος Λειβαδίτης) όμορφα και λιγόλογα μας επανέλαβε, πανέμορφα επίσης, ότι για να μας συγχωρήσει έγινε άνθρωπος! Αρκεί να γείρουμε στον τοίχο και να κλάψουμε.

Ας τους αφουγκραστούμε με την σειρά ώστε να πάψουμε να φοβόμαστε πια και να … γεμίσει ο χιτώνας μας._



 

Δεν ξέρω πως έγινε κι αν έγινε έτσι που τα ιστορεί ο Ευαγγελιστής – πάντως φοβόμουν, ο χιτώνας μου θα ‘λεγες κρεμόταν άδειος, τόσο απ’ το φόβο είχα χαθεί. Τρείς φορές αρνηθηκα τον Θεό μου. Κι όταν λάλησε ο αλέκτορας έγειρα στον τοίχο κι έκλαψα. “Κύριε, έιμαστε άνθρωποι΄”, ψυθίρισα. Και τότε κατάλαβα πως είχα συγχωρεθεί. Ο Κύριος φεύγοντας άφηνε με μένα πάνω στη γη την πρώτη ανάμνηση της άπειρης ευσπλαχνίας του.

Τ. Λειβαδίτης

Ποίηση τόμ.3 σελ 10

Εκδόσεις Κέδρος


ΡΩΜΑΝΟΥ ΤΟΥ ΜΕΛΩΔΟΥ, ΚΟΝΤΑΚΙΟΝ

“ Εις την άρνησιν του Πέτρου ”

 

Προοίμιον Α’

Από τα φοβερά κύματα τρομαγμένος και από τον λόγο της μικρής δούλης αλλοιωμένος ο Πέτρος έλεγε, Χριστέ ο Θεός, στην θαλασσοταραχή βυθιζόμενος, λογικά εδειλίασα, και από την ερώτηση ανακρινόμενος, σε άρνησή Σου υπέπεσα, αλλά τώρα δακρυρροών Σου φωνάζω, σπεύσον σώσον Άγιε την ποίμνη Σου.

Προοίμιον Β’

Για μένα χειρότερος βυθός ήταν η δούλη στην ξηρά, αλλά βρίσκοντας κατόπιν στήριγμα σε Σένα, το όντως λιμάνι, καταφεύγω· Κύριε, τα δάκρυά μου θα προβάλω εις πρεσβείαν και γι’ αυτά που μου συνέβησαν, θα κραυγάσω·  Σπεύσον, σώσον, Άγιε την ποίμνη Σου.

Προοίμιον Γ’

Ο ποιμένας ο καλός

Συ που θυσίασες υπέρ των προβάτων την ψυχήν Σου·

Σπεύσον, σώσον, Άγιε, την ποίμνη Σου.

 

Α’        Ας ανυψώσουμε την σκέψη και ας

            συγκρατήσουμε το μυαλό μας για να

            μη σβύσουμε το πνεύμα που μας κατέχει·

            ας ακολουθήσουμε την ψυχή μας και ας

            προσπαθήσουμε σχεδόν να δεχθούμε να

            πάθουμε τα ίδια όσα υπέστη ο Απαθής.

            Ας εγκαταλείψουμε κάθε πολυμέριμνη σκέψη,

            και ας προσκολληθούμε στον Εσταυρωμένο·

            ας πάμε όλοι με την σκέψη, μαζί με

            τον Πέτρο στου Καϊάφα την αυλή.

            Μαζί με τον Πέτρο ας βοήσουμε στον Χριστό

            τις παλαιές γνωστές φωνές (διαβεβαιώσεις) του Πέτρου·

            και όταν θα σταυρώνεσαι, και όταν σε

            τάφο θα μπεις, μαζί Σου θα συμπάσχουμε

            και θα πεθάνουμε μαζί, και θα Σου λέμε·

            Σπεύσον, σώσον, Άγιε, την ποίμνη Σου.

 

Β’         Δεν θυμόμαστε ασκόπως τον Πέτρο,

            φιλόχριστοι αδελφοί, αλλά για να ζηλέψουμε

            την αγάπη αυτού του όντως φίλου του Χριστού,

            και όχι την άρνηση και την φυγή του δειλού.

            Κατ’ αρχάς ο Πέτρος από υπέρμετρη αγάπη

            ενθουσιάστηκε, αλλά μετά εκ του φόβου

            αυτή εξαφανίστηκε, όμως ο Χριστός

            δέχθηκε την προθυμία του και

            κατενόησε και συγχώρεσε την αδυναμία του,

            ξέροντας την αδύναμη και ανυπόστατη

            ανθρώπινη φύση, που σαν καλάμι κλονίζεται

            σε κάθε αέρα, αυτήν την φύση που τρέμει

            τους κινδύνους, και κράζει·

            Σπεύσον, σώσον, Άγιε την ποίμνη Σου.

 

Γ’         Εσείς λοιπόν, φιλόχριστοι αδελφοί, ακούγοντας

            για τον Πέτρο, προσέξτε με, και στα διδάγματα

            του Ευαγγελίου υπακούστε, και κεί δώστε την

            καρδιά σας. Σας λέω αυτά που ο Ματθαίος

            στο βιβλίο του διηγήθηκε, ότι μετά το δείπνο

            είπε ο Χριστός “Παιδιά μου, φίλοι μου, μαθητές μου,

            αυτή τη νύχτα θα με αρνηθείτε όλοι

            και θα με αποφύγετε”, και όταν όλοι

            από κοινού εξεπλάγησαν,  ο Πέτρος είπε

            “ακόμα και αν όλοι Σ’ αρνηθούν,

           εγώ δεν θα σε αρνηθώ, μαζί σου θα είμαι

           και θα πεθάνω και θα σου φωνάζω”·

           Σπεύσον, σώσον, άγιε την ποίμνη Σου.

 

Δ’        Τι λες διδάσκαλε; φώναξε ο Πέτρος,

            εγώ θα σε αρνηθώ; Εγώ θα σε εγκαταλείψω

            και θα φύγω; Και θα ξεχάσω την κλήση μου από Σένα

            και εκείνη την μεγάλη τιμή; Εντονότατα θυμάμαι

            το ότι έπλυνες τα πόδια μου, και τώρα μου λες

            οτι θα σε αρνηθώ, Λυτρωτά;

            Ακόμα μέσα μου είναι πώς βαστόντας την λεκάνη,

            πλησίασες τα πόδια μου, Συ που συγκρατείς την

            γη και βαστάζεις τον ουρανό ! Τα χέρια

            που με έπλασαν, τώρα έπλυναν τα πόδια μου,

            και Συ μου λες ότι σε αρνούμε και δεν ικετεύω·

            Σπεύσον, σώσον, Άγιε, την ποίμνη Σου;

 

Ε’         Αναμάρτητε και Ανεξάντλητε, Κύριε,

            ακόμα έχω ζωντανή στο στόμα μου, και

            την αποζητώ, την εμπειρία της γεύσης του δείπνου

            Σου, και πως είναι δυνατόν να αρνηθώ την δωρεά Σου;

            Εάν γίνω προδότης, εγω που μυήθηκα από Σένα,

            είναι καλύτερο για μένα να πεθάνω παρά να ζω.

            Εάν δεν συνειδητοποιώ ακριβώς το μυστήριο

            που ξέρω, και είδα, και πάλι βλέπω,

            είναι καλύτερα για μένα τώρα ζωντανός να καταλήξω στο Άδη.

            Να ξεραθεί και να κολλήσει η γλώσσα μου στον

            λάρυγγά μου, αν ψευτίσω και παύσω να φωνάζω·

            Σπεύσον, σώσον, Άγιε, την ποίμνη Σου.

 

ΣΤ’      Σ’ όλα αυτά τα λόγια, ο Δημιουργός, αντείπε

            στον Πέτρο “Τι μου λες, φίλε Πέτρε, ότι δεν αρνείσαι

    και δεν φεύγεις και δεν με αθετείς; Εγώ μεν

   αυτό θέλω, αλλά η πίστη σου είναι άστατη

   και δεν αντιστέκεται στους πειρασμούς! Θυμάσαι

   πως παραλίγο να βουλιάξεις, αν δεν σου άπλωνα το

  χέρι; Περπάτησες στα κύματα, όπως εγώ,

  αλλά αμέσως τρόμαξες και κατελήφθεις από φόβο

 και μόλις σε πρόλαβα να φωνάζεις και να λες·

 Σπεύσον, σώσον, Άγιε, την ποίμνη Σου.

 

Ζ’        Και τώρα λοιπόν σου λέω ότι, πριν να λαλήσει

            ο πετεινός τρεις φορές, θα διαψευσθείς και σαν να

            σε κατακλύσανε κύματα θαλλάσης και να

           βυθίζεται ο νούς σου, τρεις φορές θα με αρνηθείς.

          Στην θάλλασα φώναξες, και τώρα θα κλάψεις και

         θα με βρεις, να μη σου απλώνω το χέρι όπως τότε,

         αλλά με το χέρι μου πέρνοντας γραφίδα να υπογράφω

         συγχώρηση για τους ανθρώπους όλους.

         Το σώμα μου που βλέπεις «γίνεται το χαρτί»

         και το αίμα μου το μελάνι στο οποίο βουτώ

         και γράφω, δίνοντας χαριστικά συγχώρηση

         σ’ όσους μου φωνάζουν·

         Σπεύσον, σώσον, Άγιε την ποίμνη Σου.”

 

Η’        Τώρα λοιπόν, Ανεξάντλητε Κύριε, είπε ο Πέτρος,

            τώρα που μου είπες πόσες φορές θα σε αρνηθώ,

            θα φανερώσω και εγώ την γνώμη μου, Σωτήρ.

            Παρ’ ότι την γνωρίζεις πριν καν την ειπώ, Φιλάνθρωπε,

            όμως θα φανερώσω αυτά που πιστεύω.

            Μπροστά στος αγγέλους και στους ανθρώπους και

            σε Σένα τον Κτίστη των πάντων, ομολογώ ότι

            ακόμα και αν χρειαστεί να πεθάνω, δεν θα σε

            αρνηθώ Λυτρωτή μου. Μαζί Σου θέλω να ζω,

            χωρίς Εσένα δεν θέλω να ζω, πως γίνεται να

            βλέπω τον ήλιο και να μη φωνάζω σε Σένα·

            Σπεύσον, σώσον, Άγιε, την ποίμνη Σου.

 

Θ’        Ο Πέτρος ήταν πρόθυμος ως εκλεκτός φίλος,

            ο δε πλάστης ήταν έτοιμος να βοηθήσει και

            πάλι τον Πέτρο, ξέροντας την ολισθηρότητα

            και την σαθρότητα της ψυχής του.

           Αφού είπε και άκουσε αυτά ο Κύριος,

           πορεύθηκε εκουσίως προς το πάθος, συλληφθείς

           υπό των παρανόμων, όπως ανέχθηκε εκουσίως,

          “πουλημένος” όπως ήξερε, από τον Ιούδα.

          Οδηγήθηκε στην αυλή του σπιτιού του Καϊάφα

          και τον ακολούθησε ο Πέτρος για να δει τι θα γίνει,

          και βλέποντας τάχασε, τρόμαξε και εκραύγασε·

          Σπεύσον, σώσον, Άγιε, την ποίμνη Σου.

 

Ι’          Από την πολλή την αγάπη ο απόστολος

            αναμιγνύεται στον όχλο και μπαίνει δρομέως

            στην αυλή του αρχιερέως, και βλέπει έκπληκτος

            εκεί, Αυτόν που είναι ΠΥΡ να είναι δεμένος,

            και αυτόν που είναι χορτάρι, να κάθεται άνετος.

            Βλέπει τον Χριστό να παρίσταται κρινόμενος από

            τον ιερέα του, και, μη αντέχοντας αυτή την φρίκη,

            κλαίει γοερά και χτυπά το στήθος του και σκέπτεται,

            Χριστέ μου, σε έδεσαν και το ανέχεσαι και υπομένεις,

            και σε φτύνουν στο πρόσωπο, το οποίο μη αντέχοντας

            την θέα του, τα Σεραφείμ καλύπτουν τις όψεις τους

            και φρίτουν και τρέμουν και κραυγάζουν·

           Σπεύσον, σώσον, Άγιε, την ποίμνη Σου.

 

ΙΑ’       Ραπίζουν Εσένα, Διδάσκαλε, και εγώ είμαι ζωντανός

            και το παρακολουθώ; Σε εμπαίζουν, Φιλάνθρωπε,

            και το βλέπει η γη και το ανέχεται και δεν ανοίγει

            να καταπιεί τους υβριστάς; Σε βρίζουν και το

            ακούει ο ουρανός και δεν πτύσσεται; Δεν αγανακτούν

            οι κάτοικοί του; Δεν θυμώνει ο Μιχαήλ, που σε ραπίζουν,

            ώστε να κάψει και να αφανίσει τους κατοίκους της

            γης; Το αντέχει ο Γαβριήλ, και δεν καταστρέφει

            τους εχθρούς σου; Παρ’ ότι όλες οι αγγελικές δυνάμεις

           “σιωπούν”, εγώ φρίττω και κλαίω και κραυγάζω σε Σένα·

          Σπεύσον, σώσον, Άγιε, την ποίμνη Σου.

 

ΙΒ’       Λέγοντας ο Πέτρος ησύχασε και κυριεύθηκε

            από έκπληξη και δεν είπε τίποτε άλλο. Αυτόματα

            σιώπησε και καλά έκανε, αφού έκανε άσχημα πριν που

            μίλησε, ώστε να αληθεύσει ο Χριστός η αλήθεια,

            και να αποδειχθεί ψεύτης κάθε άνθρωπος.

            Τι θα ισχυριστούμε αδελφοί; Ότι ο Πέτρος αρνήθηκε

            για να αποδειχθεί αληθινός ο πλάστης; Μη γένοιτο

            να διδάσκουμε τέτοια περί Χριστού. Αντιθέτως πρέπει

            να πιστεύουμε, ότι τα προγνωρίζει όλα και τα

           φανερώνει, για ασφάλεια αυτών που φωνάζουν·

           Σπεύσον, σώσον, Άγιε, την ποίμνη Σου.

 

ΙΓ’        Για λίγο, όπως είπαμε, ησύχασε ο Πέτρος, για λίγο

            έπαυσε να αδημονεί, και καθόταν μέσα στην αυλή

            στενοχωρημένος και απότομος. Μια μικρή

            δούλη τον κατασκόπευε και τριγυρνούσε τον

            μαθητή, τον κύτταζε ψηλά – χαμηλά και τον

            αναγνώρισε, τον πλησίασε λοιπόν και του είπε :

            Και συ μαζί με τον Γαλλιλαίο ήσουν και το ξέρω !

            Ο Πέτρος απάντησε, δεν ξέρω τι λες, δεν

           γνωρίζω αυτόν για τον οποίον κητύττουν οι κράζοντες·

           Σπεύσον, σώσον, Άγιε, την ποίμνη Σου.

 

ΙΔ’       Έπαψες, Απόστολε, γρήγορα να κρατιέσαι απ’ τον

             Χριστό και σε γκρέμισε ένα κοριτσόπουλο!

             Όμως σήκω, πήδα πάνω, και ξαναπόκτησε την πρώτη

             σου αθλητική δύναμη. Δεν πάλαιψες ποτέ με

             δυνατότερον; Πως κατέπεσες με λίγα λόγια μόνον;

             Ένα κοριτσάκι μικρό σε πλησίασε, που μάλιστα,

             ίσα που ψέλλισε δυό κουβεντούλες. Και συ;

             Τρόμαξες σαν να ήταν λιονταριού κραυγή αυτά τα

             λογάκια, και αποφάνθηκες : Δεν ξέρω αυτά που λες!

            Γιατί σε καταπτόησε ένα κοριτσάκι και δεν φώναξες·

            Σπεύσον, σώσον, Άγιε, την ποίμνη Σου;

 

ΙΕ’       Νομίζοντας ο Πέτρος ότι το κοριτσάκι το έστειλαν

            αυτοί που ήταν στην αυλή, φεύγει από κει και

    πάει στον πυλώνα του σπιτιού … και πέφτει και εκεί!

    Μια άλλη δούλη πλησίασε (όπως γράφουν οι Γραφές)

   αυτούς που ζεσταινόντουσαν γύρω από μια φωτιά και

   είπε : Και αυτός ο άνθρωπος ήταν πάντοτε ακόλουθος

   του Ναζωραίου και είναι φανερό. Σ’ αυτά ο δίκαιος

   απάντησε θορυβημένος : Δεν ξέρω τον άνθρωπο!

  Δεν μου είναι γνωστός! Αγνοώ αυτόν,

  στον οποίο λένε οι κραυγάζοντες·

  Σπεύσον, σώσον, Άγιε, την ποίμνη Σου.

 

ΙΣΤ’     Δεν τον γνωρίζεις τον άνθρωπο, Πέτρε, όπως είπες;

Δεν τον ξέρεις αυτόν τον άνδρα; Μήπως θέλεις να πεις

ότι δεν τον ξέρεις, ως απλόν άνθρωπον, αλλά ως Θεό;

Μήπως προσπαθείς να διδάξεις τους ανόμους, ότι

είναι Θεός αυτός που σταυρώθηκε; Ότι παρ’ ότι

υπέφερε σωματικά ως ένσαρκος, ασάρκως

εισήλθε στην Μαρία και είναι Θεός και δεν

πεθαίνει, παρ’ ότι πέθανε σαρκικά. Ως ορατός

θνητός συλλαμβάνεται, ως δε αόρατος μόνον με πίστη

θεωρείται, και γίνεται δικός τους, μόνον σε όσους κραυγάζουν·

Σπεύσον, σώσον, Άγιε, την ποίμνη Σου.

 

ΙΖ’       Σε υμνούμεν, Κύριε, “ότι αγαθόν ψαλμός”

Αινούμε εσένα Δέσποτα, γιατί υπέστης τα πάνδεινα.

Και ο Πέτρος σου, χωρίς τίποτε να υποφέρει, λέει

ψέμματα, αρνούμενός Σε. Εσέναν σε μαστίγωναν

και ο Πέτρος σε αρνιόταν, χωρίς τίποτε

να υπομένει ο μαθητής. Δυό φορές νικήθηκε,

από δυό μικρές δούλες, την τρίτη νικιέται

από κάποιους άνδρες. Λίγο μετά τον πυλώνα

πλησίασαν τον Πέτρο και του “επετέθησαν”

και αρνήθηκε με όρκους, και αμέσως τον

ήλεγξε το πτηνό, και τότε φώναξε·

Σπεύσον, σώσον, Άγιε, την ποίμνη Σου.

 

ΙΗ’       Όταν άκουσε το λάλημα του πετεινού ο Πέτρος,

αμέσως έβγαλε θρηνητική κραυγή μετά δακρύων,

αλλοίμονο, αλλοίμονο, πού να πάω, πού να σταθώ, πού

να παρουσιαστώ, τι να πω, τι να εκφράσω, τι να

αφήσω και τι να πάρω; Τι να κάνω και τι

να υποστώ; Για ποιά πληγή να κλάψω, για την

πρώτη ή την δεύτερη, αφού τριπλή οδύνη με

κατέλαβε; Τρεις φορές ο διάβολος με γκρέμισε

τον αφελή. Αοράτως με “τόξευε” και

μπροστά στα μάτια όλων έπεσα, πού ήταν η

προσοχή του νου μου απασχολημένη, και δεν έκραξα·

Σπεύσον, σώσον, Άγιε, την ποίμνη Σου;

 

ΙΘ’       “Ισχύς μου και ύμνησις Συ είσαι, Φιλάνθρωπε,

μη εγκαταλίπεις με” αυτά έλεγε κλαίγοντας

ο Πέτρος, όταν πήγαινε προς τους μαθητές του Λυτρωτού.

Χτυπούσε το κεφάλι του με τα χέρια του και έλεγε

“Αλλοίμονο, δούλοι Χριστού, ήδη υλοποίησα την

προφητεία του Χριστού, με την τριπλή μου άρνηση.

Κλάψτε μαζί μου λοιπόν και θρηνώντες πέστε μου :

Πού ήταν ο πόθος και ο ζήλος σου; Πού ήταν η

Πίστη και η εγρήγορσή σου; Πού απασχολούσες τον

νου σου, Πέτρε, και δεν έκραζες·

Σπεύσον, σώσον, Άγιε, την ποίμνη Σου;”

 

Κ’        Νικιέται ο εύσπλαχνος Χριστός από τα δάκρυα

του Πέτρου και τον συγχωρεί. Άλλωστε όταν

στον σταυρό μιλούσε με τον ληστή, υπαινισσόταν

τον Πέτρο. “Ω φίλε μου ληστή, μαζί θα είμαστε

σήμερα, αφού ο Πέτρος με εγκατέλιψε.

Και σε κείνον, και σε σένα, και στον καθένα,

που με αναζητά με καλωσύνη φέρομαι, αφού αγαπώ τον άνθρωπο.

Εσύ κλαίγοντας μου λες το, μνήσθητί μου,

και ο Πέτρος ολοφυρόμενος, μη με αφήσεις κράζει,

γι’ αυτό λέω και σε σένα και σε κείνον και στους κράζοντας·

Σπεύσον, σώσον, Άγιε, την ποίμνη Σου.”

 

ΚΑ’     Κανένας δεν είναι αναμάρτητος και αιώνιος,

μην αυταπατάσθε, εγώ μονάχα είμαι αμώμητος

και εξ αυτού δίνω σ’ όλους την δωρεά της συγγνώμης.

Αλλά ίσως αντείπει κάποιος : “Από που και ως που,

άνθρωπε, αποκαταστάθηκε ο Πέτρος που έπεσε;”

Φανερώνω λοιπόν ακριβώς και μέσω ποιού, δόθηκε

το δώρο της συγγνώμης στον Πέτρο τότε, η φωνή ήταν

του αγγέλου που μιλούσε στις μυροφόρες “Όταν το πείτε

σε όλους, πέστε το και στον Πέτρο”. Μη φοβάσαι

είπε ο διδάσκαλος, αλλά φώναξε·

Σπεύσον, σώσον, Άγιε, την ποίμνη Σου.

 

ΚΒ’      Συνάντησε, άγιε Πέτρε, και υπόδεξαι τον Κύριο

που έρχεται προς εσένα εκ του τάφου, σαν από

νυφικό κρεβάτι, δι’ εμού του αγγέλου του λέει προς

εσέ, πες τώρα στον Πέτρο, μην απελπιστείς για την

συγχώρηση, αλλά προσευχήσου να μη πέφτεις

σε πειρασμό. Ας μη περιπλέκει τις σκέψεις του κανένας,

ότι δεν συγχωρήθηκε το αμάρτημα του Πέτρου ποτέ.

Ο Χριστός ήρθε στον κόσμο θέλοντας να δώσει την συγχώρηση.

Σταυρώθηκε θεληματικά θέλοντας να συγχωρήσει,

Συγχωρώντας, υπέταξε τον θάνατο, στους κραυγάζοντας·

Σπεύσον, σώσον, Άγιε, την ποίμνη Σου.

 

ΚΓ’      Σεις τώρα, οι μόλις βαπτισθέντες νέοι χριστιανοί, παρακαλέστε

τον Δημιουργό, τώρα που “γεύεσθε” την

κολυμβήθρα, την γλυκειά και καλή αυτήν πηγή,

παρακαλέστε, “φωτίζεσθαι μάλλον και μη μόνον βαπτίζεσθαι”

(να φωτίζεσθε ψυχικά και όχι μόνον να βαπτίζεσθε σωματικά)

Να μη υποδεχθείτε τώρα το δώρο με δολιότητα, για να

μη πει ο Θεός : Όταν αυτοί μπήκαν, εμίαναν

την γη την δική μου. Μη γένοιτο να πεις κάτι τέτοιο

Χριστέ γι’ αυτούς τώρα, αλλά να ρθείς γρήγορα

και να δεχθείς ευχαρίστως, μαζί με μας και τούτους,

που πάντοτε σου κραυγάζουν·

Σπεύσον, σώσον, Άγιε, την ποίμνη Σου.

 

Θεματολογικές ετικέτες

Αφήστε μια απάντηση