Κατήχηση

Εισαγωγή στα πάθη

Α

Η εβδομάδα των παθών κεντρίζει τη μνήμη των ανθρώπων. Ξανα­φέρνει στη θύμηση τους τη μορφή του Χριστού και κάθε άνθρω­πος ανασυνθέτει αυτή τη μορφή, κατά την πίστη του, ή τα κρι­τήρια της απιστίας του.

Η μόρφωση, ή η αμάθεια των ανθρώπων, δεν έχουν στην προκείμενη περίπτωση καμμιά σημασία. Υπάρχουν σοφοί που είναι πιστοί και σοφοί που είναι άπιστοι. Κι υπάρχουν «πτωχοί τω πνεύματι» που λάμπουν σαν τον ήλιο κι αγράμματοι που εί­ναι αδιάφοροι, ή προληπτικοί. Ο καθιερωμένος τρόπος, που οι διανοούμενοι καιροί μας προσφέρουν για τη γνωριμία του Χρι­στού είναι οι βιογραφίες του. Βίοι του Χριστού γραμμένοι από πιστούς και βίοι του Ιησού σχεδιασμένοι από άπιστους. Η βιογραφία είναι το αγα­πημένο λογοτεχνικό είδος του καιρού μας, γιατί μας βγάζει απ’ τον κόπο της απευθείας γνωριμίας, της αναζήτησης του Χριστού μέσα στο αυθεντικώτερο τεκμήριο που σώζεται, την Καινή Διαθήκη. Ο Χριστός όμως δεν βιογραφείται, γιατί είναι μορφή που ξεπερνά τα πλαίσια της ιστορίας και σαν τέτοια δεν μπορεί να βρη βιογράφο με υπεριστορικό ανάστημα. Το μόνο που είναι κατορθωτό, στην περίσταση, είναι η προσπάθεια να εξηγηθή και να κατανοηθή το Ευαγγέλιο, που είν’ ο μόνος δρόμος για να προσεγγίση ο άνθρωπος το Χριστό, ο μόνος έναστρος ουρανός, που όσες φορές κι αν τον μελετήσουμε μας φανερώνει καινούργιααστέρια.

Τ’ ανθρώπινα βιβλία κι οι ιστορίες δεν έχουν καμμιά σχέση με την βιβλική πληρότητα, γιατί έχουν όλο τον εφήμερο χαραχτήρα που παρου­σιάζει κάθε εκδήλωση τ’ ανθρώπου. Κι όταν ιστορικές μορφές, όπως ο Σωκράτης, μας παρουσιάζεται τόσο διαφορετικά στον Πλάτωνα και τον Ξενοφώντα, κι όταν τόση απόσταση χωρίζει τον Χριστόφορο Κολόμπο του Βάσερμαν απ’ τον Κολόμπο του Σαρκώ, κι ο πιο κοινός άνθρωπος μπορεί να καταλάβη τι σημαίνει απόπειρα βιογραφίας της μοναδικής υπεριστορικής μορφής, δηλαδή του Θεού.

Τα Ευαγγέλια και τους Αποστόλους τα διαβάσαμε και τ’ ακούμε. Αλλά δεν φτάνει. Αν δεν φούντωση μέσα στον άνθρωπο η πραγματική λαχτάρα για την αλήθεια, το Ευαγγέλιο δεν αποκαλύπτει τους μυστικούς θησαυρούς του κι ο Χριστός ορθώνεται στα μάτια μας μονάχα σαν ιστορική μορφή. Είναι αδύνατο να φτάσωμε στη γνώση, λέει ο Ματθαίος, αν δε νοιώσουμε κατάπληξη. Κι ο Κλήμης της Αλεξάντρειας, λογαριάζει το θαυμασμό αρχή κάθε γνώσης. Η διαφορά των Ευαγγελίων προς τ’ άλλα βιβλία είναι πως τα Ευαγγέλια δεν ιστοράνε μια ζωή, που αρχίζει από ένα λίκνο και τελειώνει σ’ ένα τάφο, αλλά φανερώνουν τη μοναδική κι απροσμέτρητη προσφορά του θείου προς τον άνθρωπο. Μ’ άλλα λόγια, τα Ευαγγέλια αφορούν περισσότερο τη δική μας ζωή, παρά τη ζωή του Χριστού. Γιατί για μας είπεν όσα είπε, για μας έπραξε όσα έπραξε, για τη λύτρωση τη δική μας μετρήθηκε μ’ όλη την κλίμακα των πειρασμών και για τη σωτηρία μας μαρτύρησε κι έχυσε το αίμα του στο Σταυρό. Αν πίσω απ’ τα γεγονότα που ιστορούνται στα Ευαγγέλια, δεν ανακαλύψουμε το πρώτο και το τελευταίο λυτρωτικό μήνυμα χαράς, αν στο λόγο του δε συλλάβουμε το κενό της δικής μας ζωής και το δρόμο προς το «χαροποιόν πένθος», τότε δεν υπάρχει κανένας τρόπος να γνωρίσουμε το Χριστό, όσα βιβλία κι αν διαβάσουμε, όσες σοφίες κι αν μας παρασταθούν για να βοηθήσουν στην κατανόηση του. Η θεϊκή του αχτινοβολία θα μας ξεφεύγη.

*        *        *

Πόσο πιστή είναι η ανθρώπινη εικόνα μέσα στα Ευαγγέλια και πόση απροσμέτρητη απόσταση χωρίζει το γήινο αυτό τοπίο απ’ το Χριστό, φαί­νεται θαυμαστά στην θριαμβευτική είσοδο του Χριστού στα Ιεροσόλυμα. Στον πίνακα αυτόν τρία είναι τα χαραχτηριστικά γνωρίσματα. Πρώτα, ο τρόπος που προκρίνει ο Ιησούς να μπη στα Ιεροσόλυμα, δεύτερο το στοι­χείο πλήθος, και τρίτο όσα είπε κι έπραξε κείνη τη μέρα. Η μόνη δια­φορά απ’ τις προηγούμενες φορές που μπήκε στην Αγία Πόλη, είναι πως τούτη μόνος του ζήτησε να μπη «επί πώλον όνου».

Το γνώριζε πως έμπαινε θριαμβευτής. Η ανάσταση του Λάζαρου είχε γίνει το θέμα της ημέρας. Λογαριάστηκε το επιστέγασμα των θαυμάτων του και το πλήθος τρέχει πάντα πίσω απ’ το νικητή. Ωστόσο η νίκη του Χριστού δεν ήταν η νίκη που εννοούσε το πλήθος και γι’ αυτό η εικόνα του θριάμβου του δεν είχε κανένα απ’ τα γνωστά χαραχτηριστικά των Καισαρικών θριάμβων, που δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά η αποθέωση της βίας κι η κυνική προβολή της ανθρώπινης ματαιοδοξίας. Γι’ αυτή την τελευταία του είσοδο στην Ιερουσαλήμ ζήτησε να καθήση πάνω στο πιο ταπεινό πλάσμα της δημιουργίας και το πιο περιφρονημένο. Σ’ ένα γαϊ­δούρι. Το ίδιο ταπεινό υποζύγιο στάθηκε μάρτυρας στη γέννηση του και το ίδιο, που τον φυγάδεψε μειράκιο, για να σωθή απ’ το φονικό μαχαίρι του Ηρώδη, στην Αίγυπτο, τον οδηγά τώρα στην αμαρτωλή πόλη του μαρτυρίου του. Και δεν πρόκειται για τυχαία σύμπτωση. Ο Ιησούς το ζήτησε. Κι έστειλε μάλιστα δυο μαθητές του να φέρουν τον πώλο και τους ώρισε προκαταβολικά ποια δικαιολογία να προβάλουν στον κτήτορα του ζώου. Δεν ήταν διόλου δύσκολο στον Ιησού να επιδίωξη διαφορετικήν είσο­δο στην Ιερουσαλήμ, κι όλη η ατμόσφαιρα βοηθούσε σε τέτοιαν εγκόσμιαν επίδειξη. Ο θρίαμβος του όμως δεν ήταν του κόσμου τούτου και για τούτο θέλησε η είσοδός του νάχη όλα τα στοιχεία της ταπεινοφροσύνης και κα­νένα από κείνα που συνθέτουν την αίγλη των ισχυρών της γης.

Κι απ’ την ώρα που πατά τους δρόμους της Ιερουσαλήμ, φουντώνει στην ψυχή του η μεγάλη δοκιμασία, πούχε αρχίσει κιόλας στην Καπερ­ναούμ. Κι η δοκιμασία αυτή είναι η εικόνα της λαϊκής παραφοράς, αυτού του ενθουσιασμού, που δεν ήταν κείνο που Αυτός ζητούσε.

Οι ύμνοι και τα «ωσαννά» ήταν μια φευγαλέα αναλαμπή μέσα στην ψυχή της μάζας. Κι ο λόγος ήταν ένας και πολύ απλός. Πώς ήταν μάζα.

Το σωτήριο μήνυμα του δεν απευθυνόταν στα πλήθη, αλλά στα άτομα. Το αίτημα της αγάπης δεν μπορεί νάναι ομαδικό, αλλ’ ατομικό. Τον καθένα ξεχωριστά καλούσε ν’ αγαπήση τον πλησίον του σαν τον εαυτό του. Κι η λευτεριά που ευαγγελιζόταν δεν ήταν η λευτεριά των ομάδων, εθνικών, φυλετικών ή θρησκευτικών, αλλ’ η λευτεριά του ατόμου. Τον άν­θρωπο ήθελε να λευτερώση κι απ’ τα δεσμά της ομαδικής σκλαβιάς κι απ’ τα χειρότερα δεσμά που αλυσοδένουν το νου και την ψυχή του, τα πάθη του. Σε πόλεμο κατά του εαυτού του κάλεσε τον άνθρωπο και το πεδίο αυτού του πολέμου είν’ όξω απ’ τα πλαίσια της μάζας. Ο αγωνιστής για ν’ αναπτύξη τη στρατηγική σ’ αυτόν τον πόλεμο, χρειάζεται πριν απ’ όλα ν’ απαγκιστρωθή απ’ τη μάζα και να πάψη νάναι πλήθος. Μονάχα αυτά, τα πνευματικά λευτερωμένα άτομα, αδερφωμένα με της αγάπης το μυστικό δεσμό, θεμελιώνουν την καθαγιασμένη κοινότητα, που λέγεται Εκ­κλησία. Τ’ άλλα, είναι το πλήθος που την Κυριακή των Βαΐων φώναζε «ωσαννά» και μετά τρεις μέρες ωρυόταν «Σταύρωσον, σταύρωσον αυτόν». Μπροστά στην εικόνα αυτού του πλήθους, η ψυχή του γινότανε περίλυπη κι ακόμη βαθύτερος ήταν ο πόνος του όταν έβλεπε τη χαρούμενη ικανοποί­ηση των μαθητών του μπροστά στον ενθουσιασμό, που σε λίγο θα μετάλλα­ζε σ’ ανάθεμα και κραυγή οργής και θανάτου. Των μαθητών που ήταν οι διαλεχτοί του, που είχαν ακούσει το λόγο του κι ήταν μάρτυρες στα θαύ­ματα του, των μαθητών που θα κοιμόνταν την ώρα της αγωνίας του, που θα τον πρόδιναν, που θα τον αρνιόνταν και κυριεμένοι από δειλία, θα τρέ­πονταν σε φυγή, την ώρα του μαρτυρίου.

Ο μεγάλος πόνος του Ιησού, το φοβερό μαρτύριο της ψυχής του, αρχίζει ακριβώς όταν γίνεται αισθητή η μόνωση, επειδή κανείς δεν τον καταλαβαίνει. Γιατί δεν είναι μονάχα το πλήθος που αλαλάζει, ούτε οι Φαρισαίοι κι οι Ελληνίζοντες Σαδουκαίοι, που είναι μακρυά του και ξεσηκώνουνται καταπάνω του, αλλά οι δώδεκα αφοσιωμένοι μαθητές του, που δεν τον καταλαβαίνουν. Απ’ την Καπερναούμ ως τη Σταύρωση ζούμε αλ­λεπάλληλα τα στάδια σ’ αυτό το δράμα της ασυνεννοησίας. Όταν, λίγο πριν, είχεν αναστήσει το Λάζαρο, για την ίδια αφορμή είχε δακρύσει. Δεν τον τρόμαζε ο θάνατος, που τον νίκησε, αλλά τ’ αμαρτωλά ανθρώπινα κριτήρια και κείνων που ήταν οι αγαπημένοι του, κι η αδύναμη πίστη τους. Τον γνώριζαν καλά οι αδερφές του Λάζαρου κι όμως το μόνο που μπόρεσαν να σκεφτούν και να του πουν κι οι δύο σε διαφορετικές στιγμές είναι «Κύριε, ει ης ώδε, ο αδελφός μου ουκ αν ετεθνήκει». Πιστεύανε στη θεραπευτική δύναμη του Ιησού, αλλά δεν τολμούσαν να σκεφτούν πως μπορούσε να τον αναστήση. Το θέαμα του θανάτου είχε παραλύσει την πί­στη, όχι μόνο της πραχτικής Μάρθας, αλλά και της πνευματικής Μαρίας, που «εξελέξατο την αγαθήν μερίδα». Ο Χριστός δεν δάκρυσε για το Λάζαρο—το θάνατο του τον είχεν αναγγείλη στους μαθητές του, πολύ πριν φτάσει μπροστά στον τάφο του Λάζαρου—αλλά για την αδυνα­μία του ανθρώπου να σήκωση τ’ αβάσταχτο βάρος της πνευματικής λευ­τεριάς.

Πλημμυρισμένος από τέτοια θλίψη φτάνει στο Ναό και κει ξεσπά η οργή του πάνω στους κάπηλους που είχαν μεταλλάξει τον οίκο του Θεού σε «σπήλαιοληστών» τους μαστιγώνει και καθαρίζει το Ναό απ’ τα μολυσματικά παράσιτα.

 

Β

Απ’ τη μέρα που ακολουθά την είσοδο του στην Ιερουσαλήμ, οι άρχον­τες κι οι ισχυροί του καιρού τον κεραυνώνουν με παραπειστικά ρωτή­ματα, μόνο και μόνο, για να βρουν τη ζητούμενη ένοχη στις απαντή­σεις του, ώστε να οικοδομήσουν το σώμα του εγκλήματος και να τον θανα­τώσουν. Τα ρωτήματα που του θέσανε διαδοχικά, είναι τ’ ακόλουθα:

1ον) Με ποιό δικαίωμα κάνεις όσα κάνεις και ποιος σούδωκε αυτή την εξουσία;

2ον) Πρέπει να πληρώνουμε το φόρο στον Καίσαρα ή όχι;

3ον) Αν εφτά αδέρφια παντρευτούν την ίδια γυναίκα, ο καθένας μετά το θάνατο του προηγούμενου, και τέλος μετά τον θάνατο και του έβδομου άντρα, πεθάνη κι η γυναίκα άτεκνη, τίνος απ’ τους εφτά θάναι γυναίκα στη μέλλουσα ζωή;

4ον) Ποια είναι η μεγαλύτερη εντολή του Θεού;

Ο Ιησούς γνώριζε καλά και τους ισχυρούς που τον ρωτούσαν και τους Σαδουκαίους και τους Φαρισαίους, κι έβλεπε πόσο ολ’ αυτά εκφράζανε περισσότερο το χάσμα που χώριζε τον άνθρωπο από το Θεό, παρά μια κοινή συνωμοσία ανθρώπων ενάντια σ’ έναν άνθρωπο. Ο άνθρωπος—μάζα, μιλούσε πάλι θέλοντας να χρησιμοποίηση γήινα κριτήρια, για να μέ­τρηση και να καθορίση τα Ουράνια. Αν είχαν λευτερωθή απ’ τα πάθη τους, αν στη θέση του επίγειου ευδαιμονισμού άφηναν να βλάστηση η αγάπη, αν λευτέρωναν το πνεύμα απ’ τα βαρειά δεσμά της ύλης, δεν θα ρωτούσαν τον Ιησού από ποιον αντλεί την εξουσία του. Θα το γνώριζαν και θάχανε ζήσει τη μεγάλη και συγκλονιστική ώρα του θαυμασμού. Μη θέλοντας όμως οι ίδιοι να δουν, είχαν καταντήσει αθεράπευτα τυφλοί. Ο άνθρωπος—μάζα δεν νοιάζεται για την αλήθεια. Μόνο το λευτερωμένο πνεύμα νοιάζεται γι’ αυτήν, και γι’ αυτό στέκεται πάνω απ’ τη μάζα. Γι’ αυτό το λόγο ο Ιησούς δεν άπαντα στο πρώτο ρώτημα, αλλά υπόσχεται v’ απάντηση, αν πρώτοι αυτοί που τον ρώτησαν αποκριθούν στο δικό του ρώτημα, αν το βάφτισμα του Ιωάννη γίνεται κατά θεία προσταγή, ή είναι ανθρώπινη επινόηση; Κι οι άνθρωποι—μάζα απαντούν πως δεν γνωρίζουν, επειδή, αν ομολογούσαν πως είναι εκτέλεση θείας προσταγής, θάπρεπε ν’ απολογηθούν για την απιστία τους, κι αν λέγανε πως είναι ανθρώπινη επινόηση, κινδυνεύανε να ερεθίσουν τα πλήθη, που πιστεύανε πως ο Ιωάν­νης είναι προφήτης.

Το δεύτερο ρώτημα είναι ο γνησιώτερος καρπός της σύγχυσης του υλικού και πνευματικού, του ανθρώπινου και του θείου, της εγκόσμιας σκοπιμότητας και της ιερής μανίας, της γήινης βασιλείας και της ουρά­νιας. Η σύγχυση της οφειλής προς τον Καίσαρα κάθε εποχής και της οφειλής προς το Θεό, είναι το σατανικώτερο όπλο, που επιτρέπει στον άρχοντα του σκοταδιού να ταράζη αδιάκοπα την αδύνατη ανθρώπινη κοι­νότητα. Το, κείνο που ανήκει στον Καίσαρα, δώστε στον Καίσαρα, και κείνο που ανήκει στο Θεό, δώστε το στο Θεό, σημαίνει ξοφλήστε τους λο­γαριασμούς σας με το εγκόσμιο στοιχείο και καταπιαστήτε με τη μεγάλη οφειλή προς τον πλάστη σας.

Η ίδια σύγχυση πεπερασμένου και άπειρου, η ίδια μαζική προσήλωση στη γήϊνη νομοτέλεια φανερώνεται στο τρίτο ρώτημα. Οι Σαδουκαίοι που το υποβάλανε δεν πιστεύανε στη μεταθάνατο ζωή. Ήταν οι «προοδευτικοί» Ελληνίζοντες, και το ρώτημα τους ήταν ένας καθαρός εμπαιγμός. Ο Χριστός όμως, παρά το ηλίθιο ρώτημα, δεν χάνει την ευκαιρία ν’ αποδείξη πως η γήϊνη προβληματική δεν υπάρχει στη σφαίρα της αιωνιότητας, πως όσοι περάσουνε την αθανασία δεν χρειάζουνται γάμους για να διαιωνίσουνε το είδος, αφού τέτοιαν ανάγκη έχουν μονάχα οι θνητοί, αλλ’ όχι οι αθά­νατοι και πως η ύπαρξη του Θεου αυτόματα φανερώνει την αλήθεια της μέλλουσας ζωής, επειδή ακριβώς ο Θεός δεν μπορεί νάναι Θεός νεκρών, αλλ’ ο Θεός των αιωνίως ζώντων.

Το τέταρτο ρώτημα, μολονότι είναι κι αυτό καρπός του ίδιου δέντρου, δίνει την ευκαιρία στον Ιησού ν’ αποκάλυψη το θεμελιακό νόημα του Λόγου του και τον ακρογωνιαίο λίθο της Χριστιανικής Οικοδομής. Κι αυ­τά συνοψίζουνται σε δυο εντολές, που ο ίδιος χαραχτηρίζει ισότιμες: Ν’ αγαπήσης Κύριον τον Θεόν σου μ’ όλη σου την καρδιά, μ’ όλη σου την ψυχή, και μ’ όλη σου τη διάνοια, και ν’ αγαπήσης τον πλησίον σου σαν τον εαυ­τό σου.

Μόνο το λεύτερο άτομο μπορεί να προχώρηση σε τέτοια ολοκληρωτική αγάπη. Τρίπτυχη είναι η αγάπη αυτή, γιατί τριαδική είν’ η αλήθεια. Δεν περιορίζεται ο Θεϊκός εντολέας να κερδίση τον αισθηματικόν άνθρωπο, δεν φτάνει η αγάπη της καρδιάς, ούτε ολοκληρώνεται η προσφορά με την αγάπη της ψυχής, αλλ’ είναι αναγκαία κι η προσχώρηση του «λογικού όντος» σ’ αυτό το κλίμα της αγάπης, για νάναι η προσφορά ολοκληρωμένη και να γίνη δυνατή η πιθανότητα της ουράνιας βασιλείας. Η κλιμάκωση της αγάπης, όπως γίνεται σ’ αυτή τη θεμελιακή εντολή, φανερώνει τη βασική διαφορά που υπάρχει ανάμεσα εγκόσμιας και πνευματικής διαδι­κασίας. Στον Σαίξπηρ, όταν ο Αμλέτος βλέπει τον ηθοποιό να συγκινιέται και να κλαίη για τα παθήματα της Εκάβης, λέει:

«Δεν είναι τερατώδες αυτός ο θεατρίνος, έτσι για ένα ψέμμα να μπό­ρεση να υποτάξη την ψυχή του στου νου τη σύλληψη, ώστε το πρόσωπο του να χλωμιάζη, με δάκρυα στα μάτια». κ.λ.π.

Ξεκάθαρα η γήϊνη δοκιμασία της γνώσης κάνει την εκ διαμέτρου αντί­στροφη πορεία από κείνην που χρειάζεται για να πλησίαση ο άνθρωπος τη γνώση πουαποκαλύπτει ο Ενσαρκωμένος Λόγος. Τη σχετική αλήθεια, τη μερική, την αλήθεια του κόσμου των αιστήσεων, τη συλλαβαίνει πρώτα ο νους, και στη νοητική αυτήσύλληψη υποτάσσεται ολόκληρη η ύπαρξη τ’ ανθρώπου, ώστε να μπορή να κάνη το πρόσωπο του να χλωμιάζη, να γεμίζη δάκρυα τα μάτια του και να οικοδομά όλη την εγκόσμια ψευταίσθηση, που λέγεται πολιτισμός. Στην απόλυτη αλήθεια η κλιμάκωση είναι διαφορε­τική. Αρχίζει απ’ την καρδιά, απλώνεται στην ψυχή, κι ολοκληρώνεται στη διάνοια. Μπροστά στη μεγάλη αποκάλυψη σταματούν πρώτα οι χτύποι της καρδιάς, έπειτα φουντώνει στην ψυχή ο συγκλονιστικές κείνος θαυμασμός, που ο Κλήμης της Αλεξάντρειας λογαριάζει προθάλαμο της πίστης, κι ακολούθα η νόηση, που λογικοποιει και σταθεροποιεί, όσα δέχτηκαν οι μυστικοί δεχτές της καρδιάς και της ψυχής. Η προβληματική αυτής της αγάπης υπάρχει ακριβώς σ’ αυτή την τριαδική κλιμάκωση, όπως η προβληματική στη δεύτερη εντολή υπάρχει στον ενικό αριθμό που μεταχειρίζεται ο Χριστός για να ορίση τον «πλησίον» και στις λέξεις «ως εαυτόν».

Ο Ιησούς δεν ορίζει ν’ αγαπά ο άνθρωπος τους πλησίον του, αλλά τον πλησίον του. Απ’ την εντολή αποκλείουνται οι αφηρημένες κείνες γενικεύσεις, που δεν οδηγούνε παρά στην σύγχηση και στην αμαρτία. Δεν ορίζει να αγαπούμε την ανθρωπότητα, γιατί αυτό δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Ούτε κι απευθύνεται στους ανθρώπους, αλλά στον άνθρωπο, σαν άτομο λευτερωμένο, που καλείται ν’ αγαπήση το διπλανό του, όποιος κι αν είναι αυτός ο διπλανός. Και συνεχίζοντας με την ίδια σαφή­νεια την εντολή, δεν ορίζει στον άνθρωπο ν’ αγαπά μονάχα, αλλά του κα­θορίζει και πως ν’ αγαπά. Σαν τον εαυτό του. Αλλά το πρόβλημα στο σημείο τούτο είναι εξαιρετικά πολύπλοκο. Γιατί πώς αγαπά ο άνθρωπος τον εαυτό του; Να η μεγάλη και η τραγική απορία. Υπάρχουν δυο εαυ­τοί μας, ο εσωτερικός κι ο εξωτερικός. Πολύ συχνά ο εξωτερικός έχει τόση κυριαρχική επιβολή, ώστε ο εσωτερικός σχεδόν εξαφανίζεται. Το πρόβλημα έτσι της αγάπης του πλησίον συνοψίζεται πάλι στην αποκάθαρση του ανθρώπου, στην λύτρωση του απ’ τα δεσμά των παθών, στο πρόβλημα του λευτερωμένου ατόμου, που μόνο στα σπλάχνα του μπορεί να ριζώση η πί­στη και ν’ ανθίση το πλατύφυλλο δέντρο της αγάπης προς τον πλησίον. Μ’ άλλα λόγια, αν δεν ύπαρξη «κεκαθαρμένος» εαυτός, θέμα αγάπης προς τον πλησίον δεν υπάρχει. Γι’ αυτό σοφώτατα η πρώτη εντολή ορίζει ν’ αγαπήσης Κύριον τον Θεόν σου μ’ όλη σου την καρδιά, μ’ όλη σου την ψυχή και μ’ όλη σου τη διάνοια, γιατί ο άνθρωπος που δεν κατάφερε, με τέτοιον απόλυτο τρόπο, ν’ αγαπήση τον Πλάστη του, είν’ αδύνατο ν’ ανακάλυψη τον εσωτερικό εαυτό του, να τον αγαπήση και να τον ύψωση ώστε ν’ άγα­πήση και τον πλησίον του, είτε δίκαιος είναι, είτε αμαρτωλός, είτε άν­τρας είναι, είτε γυναίκα, είτε Ιουδαίος είναι, είτε Έλληνας, είτε δούλος είναι, είτε λεύτερος.

Δύσκολος ο δρόμος και στενή η πύλη. Αλλά πως να γίνη διαφορετικά, αφού είν’ ο μόνος κι ο αποκλειστικός δρόμος που οδηγά προς τη λύτρωση;

Η λυτρωτική προσφορά του Ναζωραίου δεν απευθύνεται σε ολότητες, αλλά στον απομαζοποιημένον άνθρωπο. Η οδός που χαράζει, είναι δρόμος ατομικής σωτηρίας κι όταν ο Ενσαρκωμένος Λόγος απευθύνεται στα πλή­θη, ή στα Έθνη, δεν απευθύνεται στην ομαδική τους υπόσταση, αλλά στα άτομα που τ’ απαρτίζουνε και καλεί το καθένα ξεχωριστά, σαν μονάδα— προσωπικότητα, ν’ ανοίξη την καρδιά, την ψυχή και το πνεύμα στην αλή­θεια που αποκαλύφτηκε.

 

Γ

Η Ευαγγελική διαλεχτική-ανατρέπει όλα τα δεδομένα της ανθρώπινης εμπειρίας και την καθιερωμένη ιστορική ιεράρχηση. Όταν οι μαθητές φιλονικούσανε για το ποιος θάναι ο πρώτος μεταξύ τους, ο Ιησούς τους είπε πως πρώτος θάναι κείνος που θα μπόρεση να φερθή σαν έσχατος και να υπηρετή σαν νάταν ο νεώτερος. Δηλαδή πρώτος θάναι ο ταπεινές κι ο έσχατος, ενώ στα πλαίσια της ιστορίας, πρώτος είναι κείνος που ξέρει και μπορεί να εκμεταλλεύεται την υλική δύναμη και να χορταίνη με κολακείες.

Γι’ αυτό όταν θέλη να φάη μαζί τους, στέλνει τον Πέτρο και τον Ιωάννη να ετοιμάσουν το Πασχαλινό δείπνο και τους ορίζει να πορευτούν στην πόλη όπου θα συναντήσουν έναν υπηρέτη που θα κράτα υδρία με νερό. Αυτόν θ’ ακολουθήσουν κι αυτός θα τους οδηγήση στο σπίτι του κυρίου του, που θα τους δώση και την κατάλληλη αίθουσα κι όλα τα χρειαζούμενα. Έναν ταπεινό δούλο τους στέλνει ν’ ακολουθήσουν και δεν τους στέλνει απ’ ευθείας στον κάτοχο του σπιτιού. Δεν είναι κι εδώ τυχαία αυτή η διαδικασία, αλλ’ απόλυτα εναρμονισμένη με τη βασική Ευαγγελική αρχή της ταπεινοφροσύνης. Το ζητούμενο δεν βρίσκεται παρά αν ακολου­θήσουμε τον ταπεινό δούλο, που σηκώνει στους ώμους του την υδρία με το καθαρτήριο νερό, κι όχι τον κύριο του δούλου, κι όταν ακόμα είναι πρόθυ­μος κι έτοιμος να μας δεχτή.

Ίσως σκεφτή ο ιστορικός πως τρία χρόνια μαθητεία, θάπρεπε νάχη βάλει τουλάχιστο τους δώδεκα μαθητές, στο δρόμο της πνευματικής ωρί­μανσης ! Ήταν οι προνομιούχοι που ο Χριστός διάλεξε και τράβηξε από το άμορφο και ασυναίστητο πλήθος. Είχαν ζήσει μαζί Του, είχαν ακούσει, όσο κανένας άλλος, το λόγο Του, είχαν δει όλα τα θαύματά Του. Κι όμως. Μέσα σ’ αυτούς τους δώδεκα, διατηρούσαν τη θέση τους κι η δειλία κι ο ευδαιμονισμές κι ο θυμός κι η φιλαρχία και το φοβερώτερο απ’ όλα η προδοσία. Αν η εικόνα της μάζας, που άφηνε κραυγές ενθουσιασμού και φώναζε «Ωσαννά», όταν πραγματοποίησε την τελευταία Του είσοδο στην Ιερουσαλήμ, κι έστρωνε τους δρόμους, που πέρασε, με τα ρούχα της, ανε­μίζοντας βάγια, αποτελούσε ένα τεκμήριο της σύγκρουσης της Ιστορίας προς την Υπεριστορία, η εικόνα της μικρής κοινότητας των μαθητών του, αποτελούσε μια δραματική ακόμα φάση αυτής της σύγκρουσης.

Οι δώδεκα, που θα κατηχούσαν όλα τα έθνη, έπρεπε να καταλάβουν, πως οι δρόμοι που οδηγάνε στην απόλυτη αλήθεια, δεν έχουν καμμιά συγ­γένεια με τους δρόμους που είχε χαράξει για τον ίδιο σκοπό η εγκόσμια σοφία. Δεν τους κάλουσε ν’ αντιγράψουν τη μεθοδολογία των Ελλήνων Φι­λοσόφων, να ιδρύσουν νέα Ακαδημία ή νέα Στοά, να συμπληρώσουνε την Αθήνα ή την Αλεξάντρεια, αλλά να τις ανατρέψουνε και να παραμερίσουνε τη φιλοσοφία, για ν’ αποκαταστήσουνε την αλήθεια πούχε σπαρή στη γη του Ισραήλ, από τους Πατριάρχες, τους Κριτές, τους μεγάλους Βασιλιάδες, και τους Προφήτες, για να βρη την έκφρασή της στον Εν­σαρκωμένο Λόγο. Η φιλοσοφία με τα χείλη του Σωκράτη διακήρυξε πως «εν οίδα, ότι ουδέν οίδα». Κι ο Ιησούς κήρυξε με παρρησία ολότελ’ άγνωστη στη φιλοσοφία, «Εγώ ειμι η οδός και η αλήθεια και η ζωή», και το «ο Ουρανός και η γη παρελεύσονται, οι δε λόγοι μου ου μη παρέλθωσιν». Η οδός ακριβώς που χάραζε, τους έβγαζε από magnaignorantia της φιλοσοφίας και, το σπουδαιότερο, παρουσιαζόταν ριζικά διαφορετική απ’ τη φιλοσοφία» Δεν προβαδίζει πια «του νου η σύλληψη», του Αμλέτου, αλλά το σταμάτημα των χτύπων της καρδίας, μπροστά στην εκτυφλωτική αποκάλυψη της αλήθειας. Η ολοκληρωτική αγάπη του Θεού και του πλησίον, που κήρυξε, είναι τοπίο όπου μονάχα ένας δρόμος οδηγά. Ο δρόμος του Πάθους.

Κείνος που δεν ειν’ έτοιμος να ταπεινωθή, δεν μπορείς ν’ αγαπήση. Κεινός που δεν αντέχει στον περίγελο του κόσμου, δεν μπορεί ν’ αγαπησή. Κείνος που τρέμει για το σαρκίο του δεν μπορεί ν’ αγαπήση. Κείνος που πουλά όλα για να μη χάση ένα μαλακό κρεββάτι, ένα ζεστό σπίτι, ή ένα καλό φαγητό, δεν μπορεί ν’ αγαπήση. Κείνος που θέλει νάναι πρώτος και πουλά τα πρωτοτόκια γι’ αυτό το πινάκιο φακής, δεν μπορεί ν’ αγαπήση. Κείνος που αποζητά τον κόλακα έπαινο του κόσμου, δεν μπορεί ν’ αγα­πήση. Κείνος που δεν καταφέρνει να ξεριζώση από μέσα του τη Λερναία Ύδρα του εγωϊσμού και της περηφάνειας, δεν μπορεί ν’ άγαπήση. Κι όποιος δεν μπορεί ν’ άγαπήση δεν μπορεί να γνωρίση, γιατί μονάχα όποιος αγαπά γνωρίζει, και μονάχα αυτός μπορεί να πέραση μέσα στόν κύκλο της υπερλογικής γνώσης, δηλαδή της αλήθειας. Οι άλλοι δρόμοι, είτε φι­λοσοφία λέγουνται, είτε ποίηση, είτε τέχνη, είτε επιστήμη, μονάχα ως την υποψία της γνώσης μπορούν να φτάσουν, αλλ’ όχι στη γνώση και την αλήθεια.

Ο άνθρωπος όμως που μπορεί ν’ αγαπήση, είναι κείνος που μπορεί να σηκώση στους ώμους του τα βάρος του Πάθους.

Στην αρχαία φιλοσοφία οι ήρωες δεν μπορούν να σηκώσουν το βάρος του πάθους. Το προσπερνούν, το παρακάμπτουν και το πράμμα διαφέρει. Η εικόνα του Πάθους είναι ολότελα σβυσμένη απ’ το θάνατο του Σωκράτη. Προχωρεί προς το θάνατο με αποκρουστική αδιαφορία, κι ολόκληρη η φι­λοσοφική και ζωϊκή εμπειρία του κατάφεραν να τον οδηγήσουν στην απά­θεια. Στην αρχαία τραγωδία υπάρχει ένα πλήθος που παθητικά υποφέρει κι ένας άλλος κόσμος, ιδανικός, που τα πιο ψηλά του αιστήματα είναι νοθεμμένα απ’ τον πόθο του ανθρώπινου μεγαλείου, όπως μετρούν αυτό το μεγα­λείο τα μέτρα του περήφανου ανθρώπου.

Θρύψαλα λευτεριάς υπάρχουν στον αρχαίο κόσμο, κι όχι η λευτεριά πούναι γέννημα απόλυτης «κι-ολοκληρωμένης αγάπης. Στον Χριστιανικά κόσμο δεν υπάρχουν οι διαχωρισμοί που υπάρχουν στον ελληνικό κόσμο. Γιατί για τον άνθρωπο που αγαπά δεν υπάρχουν άνθρωποι ανώτεροι κι άνθρωποι κατώτεροι, άνθρωποι λεύτεροι κι άνθρωποι δούλοι, αλλά πλάσμα­τα του Θεού, που έχουν τα ίδια χρέη προς τον Πλάστη τους και την ίδια νόμιμη μοίρα στην αγάπη του, στη συγνώμη και τοέλεος του.

Ο Αριστοτέλης τόσο ήταν σίγουρος για τη φυσική αναγκαιότητα της δουλείας, ώστε δικαιολογώντας τη διατήρησή της έγραφε πως: «Ει αι κερκίδες εκέρκιζον ουδέν αν έδει. Ούτε τοις αρχιτέκτοσιν υπηρετών ούτε τοις δεσπόταις δούλων».

Επειδή όμως οι μηχανές είν’ αδύνατο να κινηθούν μόνες τους, έβγα­ζε το συμπέρασμα πως ο θεσμός της δουλείας είναι νόμος φυσικός κι ακα­τάλυτος. Πού ωδήγησε η αρχαία φιλοσοφία και τέχνη το ξέρουμε όλοι. Γιατί δεν είναι άγνωστα τα αίτια που ωδήγησαν την Αθηναϊκή δημοκρα­τία στην κατάρρευση. Ούτε χρειαζόταν η δραματική φυγή του Ευριπίδη κι οι «Βάκχες» του, για να μας το φανερώσουν. Κι η φιλανθρωπία ακόμα αν κι οργανωμένη, δεν ήταν καρπός αγάπης, αλλά κοινωνική δικαιοσύνη στην υπηρεσία της πολιτικής σκοπιμότητας. Υπήρχε μέριμνα για τα ορ­φανά και τις χήρες των πολέμων, προσπάθειες για την ασφάλεια των γηρατιών αλλά όλα αυτά ήταν πολιτική δημαγωγία. Μας το φανερώνει ο ίδι­ος ο Σοφοκλής στον «Οιδίποδα επί Κολωνώ», όταν αυτή η Αθήνα, η φη­μισμένη για τη φιλοξενία της και το φιλάνθρωπο των πολιτών της, αρνιέ­ται άσυλο στον συντριμμένον Οιδίποδα. Ψεύτικη τη φήμη της διακηρύσ­σει ο Οιδίποδας, όπως ψεύτικη είναι κάθε φιλάνθρωπη εκδήλωση, που δεν είναι καρπός της αγάπης, σ’ όποιον τόπο και σ’ όποιαν εποχή κι αν φανε­ρώνεται.

Το Ελληνικό μεγαλείο και το Χριστιανικό, δεν είναι μονάχα δυο κό­σμοι διαφορετικοί, αλλά κι αντίθετοι. Το αρχαίο τραγικό κλίμα είναι ένας κλειστός χώρος, που δεν έχει διέξοδο, γιατί στο αρχαίο τραγικό δίλημμα δεν υπάρχει λύση. Η λύση των από μηχανής θεών στο θέατρο του Ευριπίδη δεν οφείλεται σε τεχνική απορία του ποιητή, αλλά σε αδυναμία να οδηγήση τον ήρωα του στην ποθητή εσωτερική λύτρωση. Από την άπο­ψη αυτή, στον αρχαίο κόσμο υπάρχει τραγωδία και στον Χριστιανικόν υπάρχει πάθος, που δεν είναι διόλου το ίδιο πράμμα. Το αρχαίο τραγικό κλίμα είναι τόπος χωρίς διέξοδο, και το Χριστιανικό πάθος είναι πένθιμη οδοιπορία προς το φως. Το πρώτο είναι πόνος θανάτου και το δεύτερο πόνος τοκετού, που οδηγά προς την αλήθεια και τη ζωή. Ο Χριστιανισμός απ’ την άποψη αυτή, όχι μονάχα δεν είναι τραγικός, αλλ’ είν’ απόλυτα αντιτραγικός.

Αν ο Χριστός ήταν τραγικός ήρωας, κατά την ελληνικήν αντίληψη, θάχε κιόλας ταφή κάτω απ’ τις αδυναμίες και την άρνηση των μαθητών του. Αλλά μονάχα πάσχει. Γνωρίζει πως κάτω απ’ τη λάσπη των αδυ­ναμιών κρύβουνται θησαυροί, που θα φανερωθούν σ’ όλη την κατοπινή σταδιοδρομία τους και στον μαρτυρικό τους θάνατο. Ξέρει πως στο πάθος ωριμάζει πνευματικά ο άνθρωπος και νοιώθει πως στο πάθος αυτό είναι ολότελα μόνος. Όχι μονάχα δεν βλέπει γύρω του κανέναν καρπό της δι­δαχής Του, αλλά κι αυτούς τους δώδεκα να βρίσκουνται πνευματικά τόσο μακρυά του, σαν να τους χωρίζει άβυσσος.

Αυτή η μόνωση, μετά τόση άσκηση, τόσο πλούσιο κήρυγμα και τόσα θαύματα, έκανε το πάθος Του αληθινά αβάσταχτο.

 

Δ

Ποιο είναι όμως το περιεχόμενο αυτού του πάθους, που ωνομάσαμε μό­νωση στην περίπτωση του Ιησού; Η ασυνεννοησία. Αλλά σε τι ακρι­βώς δεν μπόρεσε να συνεννοηθή ο Χριστός με τους μαθητές του; Στο ένα και βασικό: Πως η βασιλεία Του δεν ήταν του κόσμου τούτου. Τη λέξη «βασιλεία» και «δόξα» τις εξήγησαν πάντα με κριτήρια ολότελα γήϊνα, μέχρις ότου μετά την Ανάσταση Του, με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, λευτερώθηκαν απ’ τα γήϊνα κριτήρια. Αυτή ήταν η βασική αφορμή, που δεν τους άφησε να νοιώσουν το σωστό νόημα των θαυμάτων του. Κι οι όχλοι κι οι μαθητές, ως ένα βαθμό πιστέψανε πως ο Κύριος, που γιάτρεψε τυφλούς και παραλυτικούς και δαιμονισμένους, ο γυιός του Θεού, που κατάφερε να χόρταση χιλιάδες ανθρώπους με πέντε άρτους και ν’ ανασταίνη νεκρούς, θα εξαφάνιζε τους εχθρούς του μ’ ένα απλό κίνημα του χεριού Του και δεν θ’ άφηνε την εγκόσμια αμαρτία να ξευτελίση, να ταπεί­νωση, να βασανίση, και να θανάτωση τον Γιό του Ανθρώπου. Περίμεναν μια τελική νίκη κατά των εχθρών Του, μια νίκη που να ξεπεράση τις νίκες του Σολομώντα, του Ιησού του Ναυή, του Μεγαλέξαντρου και του Καίασαρα. Μια νίκη, που να θαμπώση τα μάτια των ανθρώπων, κι έναν θρίαμβο, που να ξεπερνά τους μεγαλύτερους των Καισάρων. Δεν τους περνούσε καν η υποψία, παρ’ όλα όσα είχαν δει κι είχαν ακούσει πως σ’ άλλο δρόμο οδηγούσανε κι ο λόγος Του και τα θαύματα Του. Και, το σπουδαιότερο, δεν είχαν καταλάβει την παρουσία του διαβόλου σε τέτοιου είδους κριτήρια. Βλέπανε το θαύμα σαν δικαιολογία της πίστης, σαν το κίνητρο που οδηγά στην πίστη, και όχι σαν τον καρπό στο πλατύφυλλο δέντρο της πίστης! Δεν είναι υπερβολή αν δη κανείς ολότελα δαιμονιακή αυτή την ερμηνεία του θαύματος. Μήπως ο σατανάς δεν ειχ’ επιχείρηση να καθιέρωση αυτήν την ερμηνεία όταν, μετά την άσκηση του Χριστού στην έρημο, τρεις φορές έθεσε μπροστά του τον αμείλιχτο πειρασμό; Και δεν ήταν πια, οι πειρα­σμοί αυτοί, πειρασμοί που αφορούσαν τη σάρκα, αλλά πειρασμοί που χτυ­πούσαν ολόϊσια το πνεύμα. Καθαρά ο εωσφόρος αμφισβητεί τη θεϊκή του φύση λέγοντας του να μετάλλαξη τις πέτρες σε άρτους την ώρα που πεινά κι ο Ιησούς του αποκρίνεται με μιαν απόκριση που ξεπερνά το θαύμα που ζητούσε το πνεύμα του κάκου. «Ουκ επ’ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος, αλλ’ επί παντί ρήματι Θεού».

Ο σατανάς όμως δεν αποκαρδιώνεται, αλλ’ επιμένει.

Τον ανεβάζει στο βουνό και κει καλεί την ανθρώπινη φύση Του να νικήση τη θεϊκή. Καλεί τη σάρκα να νικήση το πνεύμα, χαρίζοντας της όλα τα βασίλεια του κόσμου κι όλα τα γήϊνα αγαθά. Το πνεύμα όμως μέ­νει αδάμαστο κι αδούλωτο σε τέτοιο θαυμαστό βαθμό, ώστε απ’ αυτό το καταπληχτικό θαύμα της πνευματικής λευτεριάς επηρεασμένος ο Παύλος να διακήρυξη στην προς Γαλάτες επιστολή του πως «ο σπείρων εις την σάρκα εαυτού εκ της σαρκός θερίσει φθοράν, ο δε σπείρων εις το πνεύμα εκ του πνεύματος θερίσει ζωήν αιώνιον ».

Ο σατανάς όμως επίμονα προβάλλει και τον τρίτο πειρασμό. Οδηγά τον Ιησού στο αέτωμα του Ναού και τον καλεί, αν είναι αληθινές γυιός του Θεού, να πέση από κει για να τρέξουν οι άγγελοι του πατέρα Του να τον σώσουν, ώστε να μην χτυπήση ούτε το πόδι του. «Ουκ εκπειράσεις Κύριον τον Θεόν σου», στάθηκε η αποστομωτική απόκριση του Ιησού, που η εγκόσμια σοφία δεν μπόρεσε να συλλαβή το βαθύ της νόημα. Ανα­ρωτήθηκαν όλοι γιατί δεν προχώρησε σ’ αυτό το θαύμα, που θα φανέρωνε σ’ όλη της την παντοδυναμία τη θεϊκή του φύση και θ’ αποστόμωνε κάθε αμφιβολία. Αυτό το ρώτημα είναι το μεγαλύτερο έρεισμα της αντιχριστιανικής φιλοσοφίας και κρύβεται πίσω από κάθε αντιχριστιανική κριτική. Τα εγκόσμια κριτήρια συμφωνούν πως ο Χριστός έπρεπε να δεχτή την πρόκληση και να σταθή καταφατικός κι αποφασιστικά αποκαλυπτικός. Έπρεπε να μετάλλαξη τις πέτρες σε άρτους, έπρεπε να πέση απ’ το αέ­τωμα του Ναού χωρίς να πάθη τίποτα, για να σκορπιστή κάθε αμφιβολία και να διαλυθή το πυκνό νέφος της απιστίας. Η διαλεκτική αυτή, που ευ­σταθεί μπροστά στα κριτήρια του λογικού, σωριάζεται σαν χάρτινος πύρ­γος μπροστά στη χριστιανική νόηση της ζωής.

Για να κατανοηθή αυτή η νόηση ας παραδεχτούμε, έστω κι υποθετικά, πως ο Ιησούς δεχόταν την πρόκληση κι έπεφτε απ’ τό αέτωμα του Ναού κι ας υποθέσουμε πως ο ουράνιος πατέρας Του έστελνε τους αγγέλους Του να Τον κρατήσουν, ώστε να μην πάθη ούτε το μικρό δάχτυλο του ποδιού Του κι’ ας εξετάσουμε ποια θάταν η λογική συνέπεια τέτοιου θαύματος. Μια και μόνη. Ο φόβος! Ο πανικός θάταν από κείνη τη στιγμή ο ηθικός κανόνας της ζωής, κι οι άνθρωποι τρέμοντα σαρκία μπροστά στον Θεό, που είχαν τόσο ασύστολα προκαλέσει. Ο τρόμος λοιπόν θάταν η συνέπεια τέτοιου θαύματος, κι η μεταβολή των ανθρώπων σε δούλους της βίας. Θέμα λευτεριάς δεν μπορούσε πια να υπάρξη, ούτε και θέμα αγάπης. Και ρωτώ τον απλοϊκό ή σκεπτόμενο, αν θα μπορούσε να ζήση κάτω από την ίδια στέγη μ’ έναν άλλον άνθρωπο, που έχει τη μαγική δύναμη να του επιβάλλεται με τη βία της μαγείας κι όχι με την δύναμη της αγάπης και της λευτε­ριάς. Είμαι σίγουρος πως τέτοια ζωή θα τη λογάριαζε περισσότερο θάνατο παρά ζωή. Γιατί ο άνθρωπος που θα γνωρίση τέτοια εμπειρία, που θ’ αντικρύση τον οριστικό θάνατο της προσωπικότητας παύει πια να ζη κι αναδεύει σ’ ένα σκοτεινό τάφο. Το θαύμα ως μέσο βίαιου πειθαναγκασμού και καταναγκαστικής μετατροπής του αμαρτωλού σε ενάρετο, είναι ο αντίποδας του Χριστιανικού πνεύματος. Δεν μπορούσε λοιπόν ο Ιησούς να δεχτή πρόκληση που θα είχε ως συνέπεια τη δουλεία και το μίσος, που την συ-
νακολουθεί. Είναι ολοφάνερο πως ένα τέτοιο θαύμα θάταν αρκετό για να κατάρρευση η απέραντη αγάπη του θείου προς τον άνθρωπο και να θρυμματιστή το δώρο που έστελνε ο Πλάστης προς το πλάσμα, μέσω του ενανθρωπισμένου Λόγου, η Ελευθερία. Ο Χριστός ήρθε λυτρωτής και τα θαύματα που έκανε δεν ήταν εγκόσμια διανοητικά επιχειρήματα για να τρομοκρατήσουν τους άπιστους, αλλά δώρα που στεφανώσανε τους πιστούς. Αν ο Ιησούς δεχόταν τη σατανική πρόκληση δε θα θεμελίωνε Εκκλησία λεύτερων πνευματικά ανθρώπων, αλλά στρατόπεδο συγκέντρωσης δούλων. Στην πρώτη ριζώνει το δέντρο της αγάπης, που καρπός του είναι η ελευθερία και δεύτερο ριζώνει το δέντρο του τρόμου, που καρπός του είναι το μίσος.

Στο σημείο αυτό προβάλλει ένα ρώτημα, που δεν αναφέρεται πια στη Χριστολογία, αλλά στην δαιμονολογία. Δεν γνώριζεν ο σατανάς την αήτ­τητη θεϊκή φύση του Χριστού; Κι αν την γνώριζε, γιατί ματαιοπονούσε, περιμένοντας να πέση από το αέτωμα του Ναού; Και δω είναι το παράδοξο.

Και το πρώτο γνώριζε και το δεύτερο περίμενε. Το γιατί δεν είναι και τόσο άγνωστο. Η σατανική οντολογία, έχει κι αυτή το μυστικό της δράμα. Γνωρίζει την ύπαρξη του Θείου και την αιώνια κι ακατάλυτη δύναμη του, αλλά δεν γνωρίζει το περιεχόμενο του Θείου. Ο σατανάς γνωρίζει, την παν­τοδυναμία του Θεού, αλλά ειν’ ολότελα ανίκανος να συλλαβή τους απέραντους ωκεανούς της αγάπης Του. Αν είχε συλλάβει το περιεχόμενο της θείας οντότητας δεν θάχε ξεπέσει. Το δράμα του μοιάζει με το δράμα των ανθρώπων που ζουν κατά σάρκα. Από τα δικά του κρίνει τ’ αλλότρια. Το φαινόμενο αυτό μας το προσφέρει καθημερινά η ζωή. Οι άνθρωποι, που είναι δουλωμένοι στο χρήμα, πιστεύουνε πως μ’ αυτό μπορούν ν’ αγοράσουν τα πάντα. Απ’ τα υλικά αγαθά, ως τις συνειδήσεις των ανθρώπων. Το δράμα τους όμως είναι πως κάποια μέρα φεύγουν απ’ τον κόσμο, χωρίς νάχουν καταλάβει πως μ’ όλους τους θησαυρούς τους δεν αγοράσανε τίποτα, αφού δεν καταφέρανε να κερδίσουνε τηναγάπη έστω και μιας ψυχής.

Έτσι κι ο σατανάς. Αγνοώντας ολότελα το μαγευτικό τοπίο της αγάπης, πιστεύει, πως κάθε φύση είναι καταδικασμένη, από την ίδια της τη σάρκα να υποκύψηστους πειρασμούς του. Ο Γκαίτε είδε ολοκάθαρα το Μεφιστοφελικό αυτό δράμα. Τη μοίρα του Εωσφόρου να γίνεται, μ’ όλους τους πειρασμούς κι άθελα του, όργανο της θείας οικονομίας.

«Κομμάτι είμαι αυτής της δύναμης

 που θέλοντας να πράττη το κακό

υπηρετεί αιώνια το καλό».

Το «ανάγκη γαρ ελθείν το σκάνδαλον», είναι η αναγνώριση της σα­τανικής αναγκαιότητας, μέσα την οικονομία του κόσμου, χωρίς η ανα­γκαιότητα αυτή νάναι συντριπτική για τη Θεία οικονομία.

Αυτή τη βασική ουσία της διδασκαλίας του και των θαυμάτων του είχαν παρανοήσει όλοι κι αυτό στάθηκε το πνευματικό μαρτύριο του Ιησού, κατά πολύ μεγαλύτερο απ’ το σωματικό. Το μέγα πάθος. Αυτό το ίδιο κριτήριο πνευματικής λευτεριάς, υπάρχει σ’ όλη του τη στάση αντίκρυ στους μαθητές του. Τρία χρόνια τους δίδαξε, τρία χρόνια πρόσφερε τη ζωή του φωτεινό παράδειγμα, τόσα θαύματα έκανε κι όμως τίποτα δεν έπραξε και δεν είπε, που να φανερώνει διάθεση να εκβιάση την πνευματική τους ωρίμανση. Όσο κι αν αυτός έπασχε, έπρεπε να ολοκληρωθή το θέλημα του Πατέρα που τον είχε στείλει. Έπρεπε να ταπεινωθή αυτός, ο αναμάρτητος, να σταυρωθή σαν κακούργος, ν’ ατιμαστή, να ταφή και ν’ αναστηθή, για να καταλάβουνε οι μαθητές τη σημασία όλων αυτών, που είδαν κι άκουσαν. Έπρεπε να προσευχηθή γι’ αυτούς περισσότερο, να μεσολάβηση για να πετύχη κείνη τη χάρη, που χωρίς αυτήν δεν θα μπορούσαν να υψω­θούν στις απροσπέλαστες σφαίρες της πνευματικής λευτεριάς, ώστε οι δειλοί των ωρών της δίκης του Ιησού, οι φυγάδες, αυτοί που τον αρνήθηκαν από φόβο, να νικήσουν όλους τους πειρασμούς του νου και της σάρκας κι υμνο­λογώντας τον να μαρτυρήσουνε για τη δόξα του.

 

Ε

Όσα είπε κι έπραξεν ο Χριστός από τη μέρα που μπήκε στην Ιερουσα­λήμ, ως την ώρα που πιάστηκε, είναι καταπληχτικά και βαθύτατα. Οι μαθητές του ήταν αδύνατο να σηκώσουν το βάρος που έκλειναν οι τελευταίες του υποθήκες. Αδιάκοπα απορούν με τους λόγους του και τον αναγκάζουνε να τους κατηγορήση πως δεν τον καταλαβαίνουν. Η νοοτροπία τους δεν βρίσκεται ακόμα πολύ μακρυά απ’ τη νοοτροπία του πλήθους, που είχε πιστέψει στο Χριστό. Όπως αυτό, έτσι και κείνοι δεν μπορούσαν να πιστέψουνε πως οι ισχυροί του Ισραήλ μπορούν να θανατώσουν τον αναμενόμενο Μεσσία. Κι όμως ο Χριστός, πραγματιστικώτερος απ’ όλον τον επιστημονισμό των αιώνων, τους έχει κιόλας διδάξει, πως αν ο σπόρος που πέση στη γη δεν θαφτή και δεν πεθάνη, θ’ απομείνη μια έρημη και ξεκομ­μένη μονάδα. Αν όμως θαφτή και πεθάνη, τότε μονάχα θα φέρη τον πλούσιο καρπό. Αυτό το νόμο, αυτή τη διαδικασία του Πάθους είναι υποχρεω­μένος ν’ ακολουθήση ο θείος φορέας της αλήθειας. Εδώ δεν πρόκειται για φιλοσοφικά συστήματα, θεωρίες κι ιδέες. Αυτά ήταν η σπορά της Ελλη­νικής φιλοσοφίας, που αναζητούσε την αλήθεια, αλλά δεν ήταν η αλήθεια. Δεν μιλεί ποτέ με τον αφηρημένο τρόπο των φιλοσόφων, αλλά με τον συγκεκριμένο της ζωής. Δεν λέει ν’ αγαπήσουμε την ανθρωπότητα αλλά τον πλησίον μας. Δεν μας καλεί να γίνουμε κοινωνοί στην αφηρημένη ιδέα της ελεημοσύνης, αλλά να δώσουμε σ’ αυτόν τον ίδιο ψωμί όταν πεινά, νερό όταν διψά, ρούχα όταν είναι γυμνός. Στην εχτέλεση του χρι­στιανικού χρέους δίνει έναν τόνο άμεσης σχέσης κι επαφής με τον ίδιον. Κι ό,τι δίνουμε στον πλησίον, σ’ αυτόν το δίνουμε και ό,τι δεν δίνουμε, απ’ αυτόν το στερούμε. Την Πλατωνική ιδέα αντικαθιστά απόλυτα, όχι άλλη ιδέα, αλλά ο ενσαρκωμένος Λόγος. Γίνεται ο ίδιος προσωπικά, κανόνας ζωής, γίνεται κι η οδός κι η ζωή κι η αλήθεια «ει εγνώκειτέ με και τον πατέρα μου εγνώκειτέ αν». Και πιο κάτω επιπλήττοντας το Φίλιππο για την αδυναμία του να καταλάβη, του λέει: «Ο εωρακώς εμέ εώρακε τον πατέρα».

Ένα άλλο σημαντικό γεγονός φανερώνεται στις τελευταίες συγκεντρώ­σεις του Χριστού με τους μαθητές του κι αυτό σημειώνεται μετά την απο­χώρηση του Ιούδα από το μυστικό δείπνο. Τους αποκαλεί για πρώτη φορά Φίλους. Η περικοπή είναι καταπληχτική:

«Ουκέτι υμάς λέγω δούλους, ότι ο δούλος ουκ οίδε τι ποιεί αυτού ο κύ­ριος· υμάς δε είρηκα φίλους, ότι πάντα α ήκουσα παρά του πατρός μου εγνώρισα υμίν».

Δεν έχει για τον Χριστό σημασία ότι δεν είχαν ακόμη τη χάρη να καταλάβουν. Όταν θα κατανοούσαν, δηλαδή μετά το θάνατο και την Ανάσταση του, η σπορά αυτή θα φούντωνε σε καταπληχτική βλάστηση.

Το πνεύμα της απιστίας που ζητούσε το θαύμα ως όργανο πειθαναγκασμού και τρομοκρατίας, το ίδιο απορεί πάλι για την αργή νόηση των μα­θητών. Κι αναρωτιέται γιατί τόσα γεγονότα, αφού αυτοί ήταν οι διαλε­γμένοι του Ιησού και μπορούσε το πνεύμα να επιφοιτήση συντομώτερα. Ήταν αληθινά οι διαλεγμένοι, όπως διαλεχτός ήταν κι ο Ιούδας και διαλεχτός ήταν κι ο λαός του Ισραήλ. Κι όμως πριν απ’ την Καινή Δια­θήκη υπάρχει η Παληά και τα εκτρωτικά μέσα της εγκόσμιας επινοητι­κότητας είν’ άγνωστα στη θεία οικονομία. Υπάρχει μια θαυμαστή περι­κοπή του Χρυσοστόμου που ξηγά την ανάγκη να προϋπάρξη ο παληός νόμος πριν απ’ το νέον.

«Ει δε τις του παλαιού νόμου κατηγορεί, σφόδρα μοι δοκεί άπειρος σοφίας πρεπούσης νομοθέτην είναι και καιρών δύναμιν αγνοείν και συγκαταβάσεως κέρδος. Αν γάρ εννοήσης τίνες ήσαν οι ταύτα ακούοντες και πως διακείμενοι και πότε την νομοθεσίαν εδέξαντο ταύτην, σφόδρα αποδέξη του νομοθέτου την σοφίαν και όψει οτι εις και ο αυτός ο εκείνα και αυτά νομοθετήσας εστί. Ει δε παρά την αρχήν τα υψηλά και υπέρογκα εισήγαγε παραγγέλματα, ούτ’ αν ταύτ’ εδέξαντο, ούτ’ εκείνα. Νυν δε εν καιρώ τω προσήκοντι εκατέρα διαθείς την οικουμένην δι’ αμφοτέρων και κατώρθωσεν άπασαν».

Γνωρίζει ότι η ωρίμανση πρέπει νάρθη όχι για να καταπλήξη την απι­στία, αλλά για v’ αποδώση ο σπόρος που σπάρθηκε καρπούς στον αγρό του Κυρίου και να ολοκληρωθή το θέλημα του πέμψαντος ΙΙατρός.

Ο νέος κανόνας ζωής, σ’ αντίθεση με τον ελληνικό, είναι Λόγος ενανθρωπισμένος, είναι ο κανόνας που κάνει τον Παύλο να γράψη προς τους Γαλάτες! «Χριστώ συνεσταύρομαι ζω δ’ ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός, ο δε νυν ζω εν σαρκί, εν πίστει ζω τη του Θεού του αγαπήσαντός με και παραδόντος εαυτόν υπέρ εμού». Αυτή είναι η νέα σχέση που καθιερώνεται μεταξύ Θεού και ανθρώπου, σχέση ριζικά διαφο­ρετική από κείνη που προϋπήρχε. Η υποθήκη όμως, που ξεπερνά τα πλαίσια του γνωστού ανθρώπινου τοπίου, είναι κείνο, που τις τελευταίες αυτές μέρες της γήινης ζωής του, προσφέρει ως την ανώτατη έκφραση της αγάπης. Την ταπείνωση. Αλλά τι είναι η ταπείνωση; Είναι πάθος. Να σταθή ο άνθρωπος με ταπεινοφροσύνη μπροστά στον πνευματικά ανώτερο του, ή στον υλικά δυνατώτερο, δεν είναι ταπείνωση. Είναι σωφροσύνη. Ταπείνωση είναι να πλύνη τα πόδια των ανθρώπων, που όχι μονάχα ήταν κατώτεροί του, αλλά ούτε καν τον καταλάβαιναν. Κατάπληκτοι μένουνε οι ίδιοι οι μαθητές μπροστά στην υπέρτατη αυτή έκφραση της αγάπης, που μονάχα ο Θεός μπορούσε να συλλαβή και να πραγματοποίηση. Ως τη στιγμή του νιπτήρα, η αγάπη δενείχε βρη ακόμα την πνευματική της έκφραση. Από κείνη όμως τη στιγμή, με το δρόμο της ταπείνωσης φωτίζεται από ουράνιο μυστηριακό φως, άγνωστο στην ιστορία του κόσμου. Ένα χάσμα ωστόσο χωρίζει το Δάσκαλο απ’ τους μαθητές, που μόνο ο Σταυρός θα γεφύρωση. Τα κριτήρια του κόσμου. Οι νόμοι της ιστορίας κυριαρχούνε ασυναίσθητα και κυβερνούνε ακόμη κι αυτή τη μικρή και διαλεγμένη κοινότητα. Η ιδέα ενός Μεσσία, που θανατώνεται από ταπεινούς εχθρούς, είναι σχήμα γι’ αυτούς απαράδεχτο. Στα βάθη της ψυχής τους περιμένουν να συμβή κάτι το απροσδιόριστο. Το δράμα τους ήταν ότι αν οι επιδιώξεις του Χριστού ήταν εγκόσμιες θα είχαν φανερώσει πολύ νωρίτερα τ’ αποθέματα του φυ­σικού τους θάρρους. Αλλά η γενναιότητα που τους ζητούσε ήταν κατά πρώτο λόγο γενναιότητα πνευματική. Ο Πέτρος είχε πρόχειρο το μαχαίρι για να κόψη τ’ αυτί του εχθρικού δούλου, τη στιγμή που πιάνουν τον Χριστό, αλλά δεν είχε το πνευματικό μαχαίρι που χρειαζόταν για ν’ ανοίξη πόλεμο με τον ίδιο τον εαυτό του, πούνε κι ο δυσκολώτερος πόλεμος. Το πνευματικό του μαχαίρι είχε στομώσει την ώρα της αγωνίας του Χριστού κι όταν ο ιδρώς του έσταζε «ωσεί θρόμβοι αίματος, καταβαίνοντες επί την γην» αυτός κοιμόταν, ενώ τον είχε παρακαλέσει ν’ αγρυπνά και τρεις φο­ρές αρνιόταν το Χριστό για να μην κακοπάθη σωματικά.

Αυτή την πνευματική γενναιότητα, που ατσαλώνει πρώτα την ψυχή κι ύστερα το σώμα, την αγνοούσαν ακόμη και δεν τη γνώρισαν παρά όταν είχε ολοκληρωθή το θέλημα του Πατρός. Δεν ήταν διόλου δύσκολο στον Ιη­σού να ξεσηκώση τις μάζες σ’ επανάσταση, να στρέψη τους Φαρισαίους να χτυπήσουν τους Σαδουκαίους, ν’ αγωνιστή με τα μέσα που έχουν κα­θιερώσει οι άνθρωποι για να επιβάλουν ιδέες ή πολιτικά και κοινωνικά καθεστώτα. Ο Χριστός όμως δεν ήρθε να επιβάλη την αλήθεια, αλλά να την αποκαλύψη και να την κηρύξη. Να φανέρωση μια για πάντα πως ο Ενανθρωπισμένος Λόγος είναι η οδός και η ζωή και η αλήθεια και πως χωρίς το πάθος και τη σταύρωση, ο σπόρος δεν αποδίνει καρπό. Γι’ αυτό ονομάζει το σταυρό δόξα και βλέπει στέφανο στο μαρτύριο.

Τίποτα απ’ τα λόγια του και τα έργα του δεν έχει τον ελαχιστώτερο σπόρο της βίας. Η ιστορία του κόσμου, που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η ιστορία της βίας, είναι ολότελα ξένη προς το δικό Του αίτημα. Αυτό είναι κείνο που σκαντάλισε τον Ιούδα, που ήταν φυλακισμένος στα πλαίσια της ιστορίας, ενώ ο Χριστός είχεν έρθη για να λυτρώση τον άνθρωπο απ’ τα δεσμά της ιστορίας και στη θέση της ιστορίας του επαναστατημένου ανθρώπου, ν’ αποκαταστήση την ιστορία του ανθρώπου που ξανάφτιαξε το δεσμό με τον πλάστη του.

 

ΣΤ

Το πρόβλημα Ιούδας έχει απασχολήσει και τους θεολόγους και τους φιλόσοφους και τους ιστορικούς και τους ποιητές. Νομίζω πως δεν  υπάρχει απομονωμένο πρόβλημα Ιούδα και πως η ανασύνθεση της μορφής του από αμφίβολα ιστορικά κριτήρια, συσκοτίζει το θέμα αντί να το ξεκαθαρίση. Το ίδιο μπορεί να πη κανείς και για κείνους που θέλουν να ηρωοποιήσουνε τον Ιούδα, με τον ισχυρισμό πως ήταν απαραίτητος στο θείο δράμα και στην οικονομία του και κατά συνέπεια ανεύθυνος.

Δεν είναι λιγώτερο αυθαίρετες οι θεωρίες για τον τάχα υπερπατριω­τισμό του Ιούδα κι η προσπάθεια να δικαιολογηθή η προδοσία με την εκδοχή ότι ο Ιούδας πίστεψε πως ο Ιησούς θάταν ο ελευθερωτής του σκλαβωμένου Ισραήλ κι όταν τον είδε να διστάζη σ’ αυτό το δρόμο, τον πρόδωσε για να λυγίση τους δισταγμούς του.

Ούτε απαραίτητος ήτανε στο θείο δράμα και την οικονομία του, αφού ο Χριστός είχε αρκετούς εχθρούς για να τον δείξουνε στη φρουρά και να τον παραδώσουνε.Ούτ’ ο Ιησούς ζούσε στην παρανομία αφού κήρυττε μέσα στις συναγωγές και μπήκε τόσο πανηγυρικά στα Ιεροσόλυμα, ώστε ν’ αποτελή κατόρθωμα αστυνομικό η ανακάλυψή του. Ούτε ιδεολογικά ήταν τα κίνητρα του Ιούδα, ούτε ήταν μοιραίο πρόσωπο προκαθωρισμένο από την Πρόνοια, για την οικονομία του πάθους, ούτε ήταν τόσο φιλάργυρος, ώστε να γίνη προδότης, ούτε τόσο ηλίθιος, ώστε να μη καταλάβη τρία ολό­κληρα χρόνια, πως αν αυτός ενδιαφερόταν για την λύτρωση του Ισραήλ, ο Χριστός έπασχε για λύτρωση του ανθρώπου, που σημαίνει όλου του κόσμου. Αλλά το πιο σημαντικό απ’ όλα αυτά είναι ότι ο Ιούδας γνώριζε πως ο Χριστός δεν μπορούσε να παρασυρθή από κανέναν εκβιασμό και ν’ αλλάξη, έστω και στο ελάχιστο, τη γραμμή του. Αυτό το τελευταίο, το γνώριζεν ο Ιούδας περισσότερο απ’ το νόημα των λόγων και των έργων του δάσκαλου, απ’ τα θαύματα και τις προφητείες του, που δεν κατόρθωσε ποτέ να συλλαβή το νόημα τους, όπως δεν είχαν κατορθώσει κι οι άλλοι μαθητές. Είχε συλλάβει με το κοινό ανθρώπινο αισθητήριο, τη συντριπτική ανωτερότητα και το δυσβάσταχτο μεγαλείο του Δάσκαλου. Στη μικρή κοι­νότητα ήρθε κι αυτός, όπως όλοι οι άλλοι. Ήρθε μ’ όλα του τα ελαττώ­ματα και τις αδυναμίες, αλλά μ’ αγαθή διάθεση. Η διαφορά του με τους άλλους μαθητές, δεν ήταν, πως αυτός ήταν γραμματισμένος κι εκείνοι αγράμματοι, ούτε πως αυτός είχε ελαττώματα και κείνοι δεν είχαν, αλλά κάπου άλλου. Διαφέρανε στην ανθρωπιά. Μπορεί νάταν ευέξαπτος και βίαιος ο Πέτρος, πάνω όμως απ’ όλα αυτά ήταν μεγαλόκαρδος κι άδολος. Ο Ιωάννης μπορεί νάχε φανατικές αδιαλλαξίες, αλλ’ ήταν η ενσάρκωση της αφοσίωσης και της θυσίας. Κι ο Θωμάς παρ’ όλη την παθολογική δυσπιστία του, ήταν η ευθύτητα ενσαρκωμένη. Μπορεί νάταν χωράφια με τριβόλους κι αγκάθια, στο βάθος τους όμως κρύβανε αγαθή γη, πρόσφορη να καρπίση πλούσια, μετά το βοτάνισμα.

Αντίκρυ σ’ αυτούς ο Ιούδας ήταν άνθρωπος μικρός και ψυχή στενή κι άγονη. Στα σπλάχνα των άλλων μπορούσε να ριζώση η αγάπη, ενώ στα δικά του δεν μπορούσε. Τον Ιησού δεν τον καταλάβαιναν οι άλλοι μαθη­τές, όπως δεν τον καταλάβαινε κι ο Ιούδας. Οι άλλοι όμως τον αγαπού­σαν, ενώ ο Ιούδας δεν μπορούσε να τον αγαπήση. Το δράμα του Ιούδα στάθηκε η αδυναμία του ν’ αγαπήση. Είν’ εύκολο να καταλάβη καθένας, πού μπορεί να φτάση ένας άνθρωπος, που δεν αγαπά το δάσκαλο του, που δεν τον καταλαβαίνει και παρά ταύτα νοιώθει συντριπτικό το μεγαλείο του. Στο μίσος που καρπός του είναι το έγκλημα κι άνθος του η προδοσία. Τρία χρόνια έζησε το μαρτύριο του μικρού ανθρώπου, που ανάγκασε τον εαυτό του να ζη κοντά σ’ έναν τιτάνα, κι υποχρέωσε το φθόνο να συζή με την αγιότητα και την πονηρή συνείδηση, να μοιράζεται το χρόνο και το ψωμί με την αγνότητα. Όλα τ’ άλλα, όσα κι αν πέρασαν από το μυαλό του, είναι δευτερογενείς καταστάσεις. Και το δράμα γίνεται ακόμη πιο φοβερό, όταν αναλογιστούμε πως ο Ιησούς αγαπούσε τον Ιούδα, όσο αγα­πούσε και τους άλλους μαθητές του. Γιατί δεν υπάρχει τυραννικώτερο μαρ­τύριο για τον άνθρωπο που δεν αγαπά, να δέχεται την αγάπη του προσώπου που μισεί. Πριν απ’ την προδοσία, ένας λόγος του Ιούδα, στο σπίτι του Λάζαρου, ενισχύει απόλυτα την ερμηνεία αυτή του Ιούδα. Όταν η αδερφή του Λάζαρου, η Μαρία, γονατίζη κι αλείφη τα πόδια του Χριστού με μύρο, ο μόνος που αποδοκιμάζει αυτήν την εκδήλωση ιερής λατρείας, είν’ ο Ιούδας. Αν πουλούσανε αυτό το μύρο, λέει, θα μαζεύανε τρακόσα δηνάρια, που θα μπορούσαν να μοιράσουν στους φτωχούς. Δεν νομίζω πως η κατηγορία του αυστηρού Ιωάννη, πως αυτό το ζήτησε ο Ιούδας για να κλέψη τα τρακόσα δηνάρια ενδιαφέρει τούτη τη στιγμή. Νομίζω πως περισσότερο απ’ τη φιλαργυρία, τον Ιούδα τον έσπρωξε σ’ αυτή την παρα­τήρηση ο φαρμακερός του πόθος να μειώση τον Ιησού, να τον παραστήση σ’ αντίφαση με τη διδαχή της απλότητας, να τον κατεβάση στο επίπεδο του ναρκισσευάμενου ματαιόδοξου, να χαμηλώση αυτό το πνευματικό και ηθικό μεγαλείο, που του είχε γίνει εφιάλτης. Η αποστομωτικήαπάντηση που τούδωκεν η καλωσύνη του Χριστού, χειροτερεύει την κατάσταση, γιατί συσσωρεύει βαθύτερα το μίσος, που διοχετεύεται πια προς το δρόμο της προδοσίας.

Η έλλειψη αγάπης δεν επιτρέπει στον Ιούδα να ξεπεράση τ’ ανθρώπινα κριτήρια. Δεν βλέπει στο Χριστό παρά μια μεγαλειώδη ανθρώπινη φύση, που δεν μπορούσε να ξεφύγη το νόμο της φθοράς. Το ρυθμό αυτού του νόμου θέλει να επιταχύνη με την προδοσία, γράφοντας μια σελίδα ιστορίας.

Αλλά γιατί πήγε κοντά στο Χριστό, αφού δεν αγαπούσε και γιατί δεν έφυγε νωρίτερα, χωρίς να προδώση; Την απάντηση δεν χρειάζεται να μας την δώση, ούτ’ η φιλοσοφία, ούτ’ η ποίηση. Μας την δίνει κα­θημερινά η ζωή. Κι ακόμα πιο πραγματικόν μας ξαναζωντανεύει τον Ιούδα, ο ίδιος ο εαυτός μας. Μήπως απ’ αγάπη ζυγώνει οκαθένας μας την θρησκεία, την επιστήμη, την τέχνη, ή την διακυβέρνηση του λαού; Μήπως η αγάπη είναι το θεμέλιο των θεσμών μας; Και μήπως η προδο­σία δεν έχει γίνει κανόνας της πολιτικής, της κοινωνικής και της πνευμα­τικής ακόμη ζωής; Γιατί απορούμε με τις εσωτερικές αντιφάσεις του Ιούδα και τις βρίσκουμε ασυνήθιστες και τερατώδεις και δεν παραξενευό­μαστε διόλου, ούτε βρίσκουμε τερατώδεις τις δικές μας αντινομίες; Εμείς δεν είμαστε κείνοι που έξη μέρες κουρελιάζουμε το νόμο και την έβδομη, την Κυριακή, τον προσκυνούμε; Εμείς δεν έχουμε διακηρύξει, πως δεν χρειάζεται νάναι κανείς πιστός για νάναι θεολόγος; Δεν είμαστε ακόμα εμείς κείνοι που έχουμε υποβιβάσει τη μελέτη της Θείας Διαθήκης σε παιχνίδι μιας λαίμαργης και περίεργης διάνοιας; Ή μήπως ξεχνάμε πως παίζουμε την κωμωδία των αυστηρών συζύγων, ενώ στην πραγματικότητα είμαστε η ενσάρκωση της μοιχείας; Οι ίδιοι άνθρωποι, που παρασταίνουνε το πρωί τους Ηρακλείς της ηθικής, δεν είναι οι κυνικώτεροι πορνοβοσκοί; Και στους ίδιους ανθρώπους δεν συναντάμε ταυτόχρονα, τον πα­τριώτη και τον κάπηλο, τον κήρυκα του Λόγου του Θεού και τον ματαιό­δοξο ευδαιμονιστή και τον διανοούμενο, που δεν έχει ούτε την πιο παρα­μικρή δυνατότητα να σκεφτή; Με του νου τη σύλληψη, όπως λέει κι ο Άμλετ, πλησίασε ο Ιούδας το Χριστό κι ο αμαρτωλός του νους τον κράτησε κοντά του κι ο ίδιος νους τον έσπρωξε στην προδοσία. Έτσι ο Ιούδας γίνεται ο φυσικός πρόγονος του επαναστατημένου διανοούμενου όλων των καιρών κι όλου του κόσμου. Γίνεται το σύμβολο όλων κείνων που σπρώχνουν το νου να προβαδίση κι αφίνουν άτονη και βραδυπορούσα την καρδιά. Θάνατος της αγάπης, που σημαίνει θάνατος του ανθρώπου, αυτή είναι στην ουσία της η πραγματικότητα του Ιούδα. Είναι η αιώνια νύχτα. Ενώ στον τάφο του Χριστού, αναστηνόταν το αιώνιο ανέσπερο φως.

Συγγραφέας

Αφήστε μια απάντηση