Κατήχηση

«Εκκλησία: Συλλειτουργία επισκόπου, κλήρου και λαού». Στ’ αλήθεια;

Υπήρχαν δύο τρόποι να πραγματευτώ το θέμα που μου δόθηκε για τη σημερινή τιμητική εκδήλωση*.

Ο ένας ήταν να μιλήσω για αυτό με θεωρητικό, θεολογικό λόγο, που θα σήμαινε ουσιαστικά να ξαναπώ αυτά που έχουν κατά κόρον ειπωθεί και γραφτεί, επικαλούμενος  τα ίδια  και τα ίδια  πατερικά ή κανονικά χωρία, ότι δηλαδή η δομή της Εκκλησίας (πρέπει να) αντανακλά τη δομή της ευχαριστιακής σύναξης, όπου συλλειτουργούν ο επίσκοπος, εις τύπον ή τόπον Χριστού, οι πρεσβύτεροι, εις τύπον των αποστόλων, και ο συναγμένος επί το αυτό λαός. Το πράγμα θα ήταν πολύ εύκολο, καθώς πράγματι  η Ορθοδοξία έχει αναπτύξει, τις τελευταίες δεκαετίες, πλούσια εκκλησιολογική θεωρία – η εκκλησιολογία αποτελεί το προνομιακό πεδίο παραγωγής Ορθόδοξου θεολογικού λόγου, εκεί όπου η Ορθόδοξη θεολογία αισθάνεται υπεροχή έναντι της Καθολικής και της Προτεσταντικής. Ο άλλος τρόπος ήταν να στραφώ στην πραγματικότητα της Εκκλησίας της Ελλάδος και να εξετάσω πόσο συστοιχεί ο  εκκλησιολογικός λόγος των Ορθοδόξων θεολόγων με αυτή την πραγματικότητα. Η Ορθόδοξη θεολογία ωστόσο είναι, το συχνότερο, μια θεολογία των τελείων ή ιδανικών καταστάσεων, που σπάνια μιλάει με ειλικρίνεια και ρεαλισμό για την πραγματικότητα της Εκκλησίας, την οποία, όταν δεν την αγνοεί, την εξωραΐζει και συγκαλύπτει τις δυσάρεστες όψεις της. Δεν είναι αυτός ο δικός μου τρόπος. Είναι ήδη φανερό επομένως ότι έχω επιλέξει τον δεύτερο δρόμο, αυτό άλλωστε νομίζω ότι ανέμεναν από μένα και οι άνθρωποι της Μητροπόλεως όταν με κάλεσαν. Ελπίζω να μη μετανιώσουν για την επιλογή τους μετά από αυτά που θα πω απόψε, και τους παρακαλώ πριν με πατάξουν να με ακούσουν.

Θα μιλήσω για τις τρεις συνιστώσες της θεωρητικά ισχύουσας συλλειτουργίας χωριστά, κατ’ αντίστροφη φορά απ’ ό,τι είναι στον τίτλο του θέματος όπως μου δόθηκε: λαός, πρεσβύτεροι, επίσκοπος.

Α. Θα εξετάσουμε τη συμμετοχή του λαού στη ζωή της Εκκλησίας στο πεδίο της ενορίας – πουθενά αλλού άλλωστε δεν μπορεί να γίνει λόγος για συμμετοχή ή συλλειτουργία των λαϊκών – αρχίζοντας από την λατρευτική ζωή, αφού, όπως εγκαυχώμεθα, η Εκκλησία μας, σε αντίθεση προς τους ετεροδόξους, είναι πρωτίστως λατρευτική και λειτουργική, έχει στο κέντρο της τη λατρεία.

Αποτελεί κοινή Ορθόδοξη παραδοχή ότι χωρίς λαό δεν γίνεται λειτουργία. Όσοι όμως δεν αρκούνται στο αμήν του λαού, όσοι θεωρούν ότι αυτό το αμήν έχει πραγματικό νόημα, μόνο όταν ο συναγμένος λαός προσεύχεται μαζί με τον προεστώτα της σύναξης, είναι υποχρεωμένοι να κάνουν και άλλες παραδοχές, ότι δηλαδή ο λαός αυτός βρίσκεται εκεί, σε κάθε λατρευτική σύναξη, παθητικά, χωρίς να καταλαβαίνει τίποτε, χωρίς μάλιστα να διεκδικεί να καταλάβει, γιατί είναι πεπεισμένος, προτού καν το σκεφτεί, ότι δεν χρειάζεται να καταλαβαίνει, βρίσκεται εκεί λοιπόν μετεωριζόμενος αναπόφευκτα ή, στην καλύτερη περίπτωση, προσευχόμενος μοναχός του – κάτι που λέμε πάλι ότι απάδει προς τον κοινωνικό χαρακτήρα της λατρείας. Ποιος λαός, επί παραδείγματι, συλλειτουργεί στο μυστήριο του βαπτίσματος; Ποιος πραγματικά καταλαβαίνει τι γίνεται τη μεγάλη εκείνη ώρα;  Σαν ξόρκια δεν ακούγονται τα λόγια του παπά σε αυτό το πρώτο παιδικό πάρτι που έχει γίνει η βάφτιση; Στον εσπερινό ή στον όρθρο, αν κάποτε ο παπάς ή ο ψάλτης κάνει λάθος και διαβάσει άλλα αντί άλλων, ποιος και από τους πλέον φιλακόλουθους θα καταλάβει τι έγινε; Και στη Θεία Λειτουργία ακόμη, όπου τα πράγματα είναι βεβαίως καλύτερα, η μετοχή του λαού είναι περιορισμένη, λόγω του γλωσσικού εμποδίου και λόγω της διάσπασης της ενότητας και της ροής της, που προκαλείται από τη μυστική ανάγνωση, στο μέγιστο μέρος τους, των ευχών, ιδίως κατά την κορυφαία στιγμή της αναφοράς. Θα μπορούσαμε να φέρουμε δεκάδες παραδείγματα που να δείχνουν ότι αυτό το τεράστιο, πλούσιο αλλά και πολύπλοκο οικοδόμημα της Ορθόδοξης λατρείας ο πιστός λαός ούτε το κατανοεί ούτε μετέχει σε αυτό. Το θαυμάζει μόνο απ’ έξω. Ξέρω βέβαια τον αντίλογο και την άποψη ότι το μυστήριο δεν χρειάζεται να το καταλαβαίνεις – άποψη αστήρικτη και απαράδεκτη, την οποία όμως δεν είναι ώρα να συζητήσουμε εδώ. Ξέρω ωστόσο με μεγαλύτερη βεβαιότητα κάτι άλλο, ότι όσο η λατρεία θα αποτελεί έναν ακατανόητο, γλωσσικά πρώτα απ’ όλα, κόσμο, τόσο ο συλλειτουργός, υποτίθεται, λαός θα αποξενώνεται από αυτήν, θα είναι ένας αδιάφορος θεατής ή ακροατής, που κουράζεται και βαριέται.            

Αν μετακινηθούμε από την λατρεία στη διοίκηση της ενορίας, πρέπει καταρχάς να πούμε ότι εδώ προβλέπεται πράγματι – είναι η μόνη περίπτωση – θεσμικά η συμμετοχή των λαϊκών στη διοίκησή της, μέσω του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου. Το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο είναι, όπως γνωρίζετε καλύτερα από μένα, τριμελές ή πενταμελές (ανάλογα με τον πληθυσμό), με τριετή θητεία, και συγκροτείται από έναν εκ των εφημερίων  ως πρόεδρο και δύο ή τέσσερεις λαϊκούς. Μετά όμως από αυτό το παρήγορο γεγονός αρχίζουν τα ερωτήματα: Ποιοι είναι αυτοί οι λαϊκοί; Είναι άνθρωποι του παπά της ενορίας, γένους ανδρικού στην πλειονότητα των ενοριών, βολικοί και υπάκουοι. Συζητούν άραγε και συναποφασίζουν μαζί με τον εφημέριο για τα ουσιαστικά ζητήματα της ενορίας; Ούτε στο ελάχιστο, ο ρόλος τους αρχίζει και τελειώνει στο παγκάρι. Πόσοι από τους ενορίτες, τους τακτικά εκκλησιαζόμενους, γνωρίζουν την ύπαρξη   του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, τον τρόπο συγκρότησης και τις αρμοδιότητές του; Κανείς. Οι περισσότεροι γνωρίζουν απλώς ότι κάθε εκκλησία έχει τους επιτρόπους της που δουλειά τους είναι το κερί, αλλά σχεδόν κανείς δεν γνωρίζει την ύπαρξη Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, ενώ δεν αγνοούν, αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι, την ύπαρξη Δημοτικού Συμβουλίου και δημοτικών συμβούλων στο δήμο τους. Τούτη η τελευταία μικρή λεπτομέρεια δείχνει πόσο αποκομμένη από το λαϊκό σώμα της Εκκλησίας (και από την κοινωνία γενικότερα) είναι η Εκκλησιαστική Διοίκηση. Αν βέβαια οι ενορίτες εξέλεγαν τα μέλη του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, όπως συνέβαινε μέχρι το 1940, μέχρι τότε που εξέλεγαν και τον εφημέριό τους, θα γνώριζαν και την ύπαρξή του και ποιοι το απαρτίζουν – και πολλά άλλα θα ήταν διαφορετικά. 

Η μόνη ορατή συμμετοχή λαϊκών στη ζωή της ενορίας υπάρχει στο φιλανθρωπικό της έργο (ο λόγος είναι απλός: χρειάζονται χέρια) και στα κατηχητικά – θα χρειαζόταν επ’ αυτού περισσότερη συζήτηση την οποία δεν μπορούμε να κάνουμε απόψε. Χρειάζεται πάντως να τονίσουμε εδώ την αληθινή χαρά των ανθρώπων της ενορίας, ανδρών και γυναικών, νεότερων και πρεσβύτερων, όταν καλούνται να βοηθήσουν στο φιλανθρωπικό και κατηχητικό έργο της, γεγονός που φανερώνει την τεράστια λαϊκή διαθεσιμότητα, που μένει δυστυχώς αναξιοποίητη.

Αυτή είναι πάνω κάτω η συμμετοχή των λαϊκών στη ζωή της ενορίας – ελάχιστη δηλαδή, στα όρια του μηδενός – και εδώ τελειώνει η συμμετοχή τους στη ζωή της Εκκλησίας εν γένει. Πέραν από το πεδίο της ενορίας, στο πεδίο δηλαδή της επισκοπής, είναι αστείο να γίνεται λόγος για οποιαδήποτε συμμετοχή.

Β. Σύμφωνα με την περί συνοδικότητος διδασκαλία, ο επίσκοπος προΐσταται, επισκοπεί, του συνεδρίου των πρεσβυτέρων και ποιμαίνει την επισκοπή μαζί του. Σήμερα λοιπόν, στην Εκκλησία της Ελλάδος, σε ποια μητρόπολη λειτουργεί το συνέδριο των πρεσβυτέρων, το συνέδριο του επισκόπου, πού ο επίσκοπος συζητά και συναποφασίζει μαζί με τους εφημερίους των ενοριών του; Πού ακούγεται θεσμικά ο λόγος των πρεσβυτέρων για τα κρίσιμα ζητήματα της τοπικής Εκκλησίας; Μη μου απαντήσετε στις ιερατικές συνάξεις, γιατί σε αυτές οι ιερείς καλούνται για να νουθετηθούν ή να ελεγχθούν. Το μυστικό είναι κοινό: οι εφημέριοι της τοπικής Εκκλησίας δεν συγκροτούν συνέδριο, είναι απλώς υπάλληλοι που καλούνται να εφαρμόσουν τις σοφές ή άσοφες αποφάσεις του δεσπότη.

Το γεγονός αυτό, ότι δηλαδή δεν λειτουργεί πουθενά το κολλέγιο των πρεσβυτέρων, έχει σοβαρές συνέπειες στη ζωή της Εκκλησίας. Θα απαριθμήσω μόνο τρεις:

α.  Οι ίδιοι οι εφημέριοι των ενοριών, επειδή ακριβώς δεν ερωτώνται για τίποτε, δεν βουλεύονται συλλογικά, δεν συναποφασίζουν μαζί με τον επίσκοπο, φέρονται και αυτοί πολύ συχνά  στις ενορίες τους με τρόπο αυθαίρετο, κάνουν του κεφαλιού τους για ζητήματα πολύ σοβαρά, δεν λογαριάζουν τους ενορίτες τους, θεωρούν το ναό και την ενορία αμπελοχώραφό τους και δεν περνάει ποτέ από το μυαλό τους ότι έχουν υποχρέωση λογοδοσίας έναντι του λαού που συνάζεται στην εκκλησία τους. Φέρεται με άλλα λόγια ο εφημέριος στην ενορία του, όπως ο επίσκοπος στην επισκοπή του: κάνει ό, τι θέλει.

β. Ο επίσκοπος, επειδή ακριβώς δεν προΐσταται ενός θεσμικού σώματος που βουλεύεται και αποφασίζει συλλογικά, μοιραία συγκροτεί (ή αναφύεται) γύρω του ένα άτυπο και άθεσμο σώμα συμβούλων, με όλη εκείνη την παθολογία που έχουν ή παράγουν τα μυστικοσυμβούλια.

γ. Η απουσία του πρεσβυτερίου ως συνεδρίου του επισκόπου της τοπικής Εκκλησίας υπονομεύει τη  συνοδικότητα και στο επίπεδο της Συνόδου των επισκόπων, δηλαδή της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ο επίσκοπος καλείται να μεταφέρει εκεί την εμπειρία της τοπικής Εκκλησίας, προϋπόθεση όμως για να το κάνει αυτό είναι ακριβώς η λειτουργία του συνεδρίου. Ποια εμπειρία θα μεταφέρει όταν δεν ακούει και δεν συμβουλεύεται με τους πρεσβυτέρους;

Γ. Η μνεία της τελευταίας τούτης παρενέργειας λόγω της απουσίας συνοδικότητας στα όρια της τοπικής Εκκλησίας μάς οδηγεί φυσιολογικά στην τρίτη συνιστώσα της υποτιθέμενης συλλειτουργίας, τον επίσκοπο, για να δούμε μήπως – έστω – συλλειτουργούν οι επίσκοποι μεταξύ τους στο επίπεδο της Ιεραρχίας, αφού με τους πρεσβυτέρους και τους λαϊκούς δεν συλλειτουργούν. Οι επίσκοποι λοιπόν, επειδή ακριβώς έχουν ακυρώσει το συνέδριο, δεν προσέρχονται στην Ιεραρχία ως εκφραστές της εμπειρίας της τοπικής Εκκλησίας, αλλά προσέρχονται ως άτομα,  μόνοι, όπως μόνοι διοικούν την επαρχία τους, ή προσέρχονται ως μέλη μιας ομάδας. Επιπλέον, δεν προσέρχονται για να βουλευτούν και να συνθέσουν, αλλά απλώς και μόνο για να εκλέξουν άλλους επισκόπους από το σώμα των αρχιμανδριτών, από το οποίο προέρχονται και οι ίδιοι. Η Ιεραρχία, αντί να αποτελεί τη στιγμή της σύνθεσης της εμπειρίας των τοπικών Εκκλησιών, είναι απλώς ένας εκλογικός μηχανισμός, επί τη βάσει ομαδοποιήσεων και δοσοληψιών. Η υψηλή Ορθόδοξη θεολογία περί του επισκόπου ως τύπου Χριστού συντρίβεται στα βράχια της  πιο αυταρχικής γραφειοκρατικής πραγματικότητας.

Συμπερασματικά, από το λαμπρό θεολογικό οικοδόμημα της συνοδικότητας και της συλλειτουργίας έχει απομείνει μόνο η πρόσοψη, δηλαδή η ρητορεία, για να ξεγελάει και να συγκαλύπτει τη σκληρή πραγματικότητα, αυτήν που ξέρουμε όλοι, αυτήν που παραδεχόμαστε και ελεεινολογούμε στις ιδιωτικές συζητήσεις μας αλλά δεν ομολογούμε και δεν συζητάμε δημόσια: στην Εκκλησία της Ελλάδος δεν υπάρχει κανενός  είδους συνοδικότητα, καμία συλλειτουργία  επισκόπου, πρεσβυτέρων και λαϊκών. Η μόνη λειτουργία της συνοδικότητας σήμερα είναι να εξασφαλίζει  σε κάθε μητροπολίτη τη δυνατότητα να κάνει ό, το θέλει (ή να μην κάνει τίποτε) στη μητρόπολή του, χωρίς να τον εμποδίζει ή να τον ελέγχει κανείς. Αυτό που πραγματικά υπάρχει στην Εκκλησία της Ελλάδος είναι μια γραφειοκρατική δομή, ένας συγκεντρωτικός γραφειοκρατικός μηχανισμός, επισκοποκρατικός και διόλου επισκοποκεντρικός, αποκομμένος από τις ενοριακές κοινότητες και την υπόλοιπη κοινωνία.

Στην Εκκλησία μας δεν υπάρχει ανοιχτή συζήτηση, δημόσια διαβούλευση, σύνθεση, λογοδοσία. Όχι μόνο δεν υπάρχει κανενός είδους συλλειτουργία, ούτε οριζόντια ούτε κάθετη, αλλά – και αυτό είναι το τραγικότερο – δεν υπάρχει στοιχειώδης εμπιστοσύνη: κανείς δεν εμπιστεύεται κανέναν, οι επίσκοποι δεν εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο – ευλόγως, αφού κανείς τους δεν δεσμεύεται με δημόσιο λόγο – ούτε εμπιστεύονται τους εφημερίους τους, οι εφημέριοι δεν εμπιστεύονται τους λαϊκούς, και πάει λέγοντας. Σε ένα τέτοιο  κλίμα, είναι φανερό πως κάθε συζήτηση περί διαδικασιών εκλογής με τη συμμετοχή των λαϊκών θεωρείται αδιανόητη, σχεδόν αίρεση.

Στην Εκκλησία μας υπάρχει βαθύ κράτος, με βραχίονα το σώμα των αρχιμανδριτών, από το οποίο προέρχονται οι επίσκοποι ως σαρξ εκ της σαρκός του. Σε αυτό το βαθύ κράτος προσκρούει και εξουδετερώνεται κάθε επί μέρους μεταρρυθμιστική ενέργεια. Το κράτος αυτό πρέπει να ανατραπεί. Προτείνονται πολλά και ποικίλα από εκείνους που νοιάζονται πραγματικά για την Εκκλησία του Χριστού, καμία πάντως λύση δεν θα ευδοκιμήσει αν δεν λάβει τέλος ο αρχιμανδριτισμός και αν δεν αλλάξει ριζικά ο τρόπος εκλογής των επισκόπων. Ως προς το πρώτο, θα πρέπει από αύριο το πρωί κιόλας οι άγαμοι ιερείς στον κόσμο να μην παίρνουν το οφφίκιο του  αρχιμανδρίτη, το οποίο θα περιορίζεται μόνο στους ηγουμένους των μοναστηριών, να διορίζονται ως τακτικοί εφημέριοι στις ενορίες, όπως και οι έγγαμοι,  να μην ορίζονται δηλαδή με την πρώτη προϊστάμενοι των ναών ούτε να προΐστανται στις ακολουθίες, αλλά να ισχύει και για αυτούς ό, τι για τους εγγάμους.[1]  Ως προς το δεύτερο, η εκλογή των επισκόπων να γίνεται ψήφω κλήρου και λαού – τον τρόπο και το σύστημα εκλογής δεν είναι της παρούσης να τα συζητήσουμε, αλλά πάντως δεν είναι δύσκολο να τα ορίσουμε[2] – και κυρίως, κυριότατα, να είναι προς αρχιερατεία εκλόγιμοι και οι έγγαμοι ιερείς. Σήμερα, ο αποκλεισμός των εγγάμων εφημερίων από το να γίνονται επίσκοποι δεν έχει υπέρ αυτού ούτε ένα θεολογικό, ιστορικό ή ποιμαντικό επιχείρημα. Ο αποκλεισμός τους σήμερα υπηρετεί μόνο την γραφειοκρατική αναπαραγωγή του σώματος των αρχιμανδριτών και τον έλεγχο εκ μέρους τους της εξουσίας.

Πριν μελαγχολήσουμε ολότελα, ας συζητήσουμε. Ας συζητήσουν πρώτα πρώτα οι ιερείς μεταξύ τους. Ας πουν και δημόσια ό, τι λένε στις ιδιωτικές συζητήσεις τους. Στο τελευταίο τεύχος της Θεολογίας (τομ. 80, τχ. 2, Απρίλιος – Ιούνιος 2009), του επίσημου περιοδικού της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, που είναι αφιερωμένο στον συνοδικό θεσμό, υπάρχουν δύο λαμπρά κείμενα για την συνοδικότητα εντός της επισκοπής, το ένα του π. Αντωνίου Πινακούλα και το άλλο του π. Δημητρίου Μπαθρέλλου – δεν είναι τυχαίο ότι και τα δύο είναι γραμμένα από απλούς ιερείς.   Θεωρώ  ότι αποτελούν και τα δύο εξαιρετική βάση για συζήτηση.

 Ό, τι είναι πάντως να κάνουμε, ας το κάνουμε σήμερα, όχι αύριο, όσο δηλαδή εξακολουθούν να συνάζονται χριστιανοί στις εκκλησιές μας.

 

Περιοδικό «Σύναξη» 112 (2009), σσ. 111-116.

_______________

* Το παρόν κείμενο εκφωνήθηκε στο Βόλο, στις 18 Οκτωβρίου 2009, κατά την παρουσίαση του τόμου «Συλλειτουργία»  (εκδ. Π. Κυριακίδης, 2009), σε τιμητική εκδήλωση για τα δέκα χρόνια της ποιμαντορίας του σεβ.  μητροπολίτη της Ι. Μ. Δημητριάδος και Αλμυρού κ. Ιγνατίου.

 

[1]               Βλ. αναλυτικότερα παλαιότερο άρθρο μας περί αρχιμανδριτισμού στην Καθημερινή,  27- 2-2005. Ας υποσημειώσω διευκρινιστικά εδώ, επειδή η άποψη που διατυπώθηκε τότε εκεί συχνά παρερμηνεύτηκε, ότι δεν προτείνουμε ούτε να πάνε οι αρχιμανδρίτες στα μοναστήρια τους, όπως με ανεύθυνη ευκολία λένε πολλοί, αφού αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι και δεν θέλησαν να είναι μοναχοί, ούτε να πάψουν  να υπάρχουν άγαμοι ιερείς στον κόσμο, προτείνουμε απλούστατα να ισχύει και για τους άγαμους ό ,τι και  για τους έγγαμους – όπως ακριβώς δεν κάνει καμία διαφορά αν ένας δικαστής  είναι έγγαμος ή άγαμος, το ίδιο να ισχύει και για τους ιερείς.

 

 

[2]               Ο π. Αντώνιος Πινακούλας στο άρθρο του “Η συμμετοχή των λαϊκών στην εκλογή των επισκόπων”, που δημοσιεύτηκε στο σχετικό αφιέρωμα της Σύναξης 97 (2006), με γενικό θέμα “Η Εκκλησία ω Σώμα. Η ανάδειξη των επισκόπων και η θέση των λαϊκών”,  διατύπωσε μια ολοκληρωμένη σχετικά πρόταση, η οποία δεν νομίζω να συζητήθηκε όπως της άξιζε. Το άρθρο του ανατυπώθηκε στο βιβλίο του «Ψήφω κλήρου και λαού». Μια νέα πρόταση για την εκλογή των επισκόπων , εκδ. Εν Πλω, Αθήνα 2007.

Αφήστε μια απάντηση