Καθώς ο Ιησούς περνούσε μπροστά από δύο τυφλούς, αυτοί του φώναξαν με οδύνη και ελπίδα: «Λυπήσου μας, Υιέ του Δαβίδ» (Ματθ. 9:27). Η έκφραση «Υιός του Δαβίδ» ήταν ένας τίτλος που αποδιδόταν στον Μεσσία, τον οποίο οι προφητείες προέβλεπαν ότι θα προερχόταν από τη γενιά του Δαβίδ.
Οι δύο πρωταγωνιστές στο σημερινό Ευαγγέλιο είναι τυφλοί, αλλά βλέπουν το πιο σημαντικό πράγμα: Συνειδητοποιούν ότι ο Ιησούς είναι ο Μεσσίας που ήρθε στον κόσμο. Ας αναλογιστούμε τα τρία βήματα αυτής της συνάντησης. Μπορούν να μας βοηθήσουν κι εμάς με τη σειρά μας, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου των Εισοδίων, να υποδεχτούμε τον Κύριο που έρχεται κοντά μας.
Πρώτο βήμα: Πήγαν στον Ιησού για θεραπεία. Το κείμενο αναφέρει ότι οι δύο τυφλοί φωνάζουν στον Κύριο ενώ τον ακολουθούν (πρβλ. εδ. 27). Δεν μπορούν να τον δουν, αλλά ακούν τη φωνή του και ακολουθούν τα βήματά του. Στον Χριστό αναζητούν αυτό που οι προφήτες είχαν προβλέψει: Σημάδια θεραπευτικής δύναμης και της συμπόνιας του Θεού που είναι παρούσα ανάμεσα στους ανθρώπους του. Ο Ησαΐας είχε γράψει: «Τότε θα ανοίξουν τα μάτια των τυφλών» (35:5). Και μια άλλη προφητεία, την οποία ακούσαμε στο σημερινό πρώτο ανάγνωσμα, είχε υποσχεθεί: «Απελευθερωμένα από την θολούρα και το σκοτάδι τους, τα μάτια των τυφλών θα δουν» (29:18). Οι δύο τυφλοί στο Ευαγγέλιο εμπιστεύτηκαν τον Ιησού. Τον ακολούθησαν αναζητώντας φως για τα μάτια τους.
Γιατί, αδελφοί και αδελφές, εμπιστεύτηκαν τον Ιησού; Επειδή συνειδητοποίησαν ότι, μέσα στο σκοτάδι της ιστορίας, αυτός είναι το φως που φωτίζει τις “νύχτες” της καρδιάς και του κόσμου. Το φως που ξεπερνά το σκοτάδι και θριαμβεύει επί της τύφλωσης. Κι εμείς έχουμε ένα είδος “τύφλωσης” στην καρδιά μας. Όπως εκείνοι οι δύο τυφλοί, είμαστε συχνά σαν οδοιπόροι, βυθισμένοι στο σκοτάδι της ζωής. Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουμε ως απάντηση είναι να πάμε στον Ιησού, όπως ακριβώς μας λέει: «Ελάτε σε μένα όλοι όσοι κοπιάζετε και είστε φορτωμένοι, και εγώ θα σας αναπαύσω» (Ματθ. 11:28). Υπάρχει κανείς από εμάς που να μην είναι, με κάποιο τρόπο, κουρασμένος ή βαρυφορτωμένος; Όλοι μας είμαστε. Ωστόσο, αντιστεκόμαστε στο να έρθουμε στον Ιησού. Συχνά προτιμούμε να παραμείνουμε κλεισμένοι στον εαυτό μας, μόνοι στο σκοτάδι, να λυπόμαστε τον εαυτό μας και να είμαστε ικανοποιημένοι που έχουμε τη θλίψη σύντροφό μας. Ο Ιησούς είναι ο θεϊκός γιατρός. Μόνο αυτός είναι το αληθινό φως που φωτίζει κάθε άνδρα και κάθε γυναίκα (πρβλ. Ιωάν. 1:9), αυτός που μας δίνει αφθονία φωτός, ζεστασιάς και αγάπης. Μόνο ο Ιησούς απελευθερώνει την καρδιά από το κακό. Ας αναρωτηθούμε λοιπόν: Παραμένω τυλιγμένος στο σκοτάδι της απογοήτευσης και της θλίψης ή πηγαίνω στον Ιησού και του δίνω τη ζωή μου; Ακολουθώ τον Ιησού, φωνάζω τις ανάγκες μου και του παραδίδω την πικρία μου; Ας το κάνουμε! Ας δώσουμε στον Ιησού την ευκαιρία να θεραπεύσει τις καρδιές μας. Αυτό είναι το πρώτο βήμα. Αλλά η εσωτερική θεραπεία απαιτεί δύο ακόμη βήματα.
Το επόμενο βήμα είναι ότι: Μοιράστηκαν τον πόνο τους. Το Ευαγγέλιο δεν μιλάει για τη θεραπεία ενός μεμονωμένου τυφλού, όπως συνέβη, για παράδειγμα, με τον Βαρτιμαίο (βλ. Μκ 10:46-52) ή με τον εκ γενετής τυφλό (βλ. Ιωάννη 9:1-41). Εδώ πρόκειται για δύο τυφλούς. Βρίσκονται μαζί στην άκρη του δρόμου. Μοιράζονται τον πόνο τους, τη δυστυχία τους που είναι τυφλοί και την επιθυμία τους για ένα φως που θα λάμψει στην καρδιά της “νύχτας” τους. Όταν μιλούν, είναι στον πληθυντικό, αφού κάνουν τα πάντα μαζί: Και οι δύο ακολουθούν τον Ιησού, και οι δύο τον φωνάζουν και του ζητούν θεραπεία· όχι ο καθένας για τον εαυτό του, αλλά μαζί, ως ένας. Είναι ενδεικτικό ότι λένε στον Χριστό: Λυπήσου μας. “Εμάς”, όχι “εμένα”. Ζητούν βοήθεια μαζί. Αυτό είναι ένα εύγλωττο σημάδι της χριστιανικής ζωής και το χαρακτηριστικό γνώρισμα του εκκλησιαστικού πνεύματος: Να σκεφτόμαστε, να μιλάμε και να ενεργούμε ως “εμείς”, απαρνούμενοι τον ατομικισμό και την αίσθηση αυτάρκειας που μολύνουν την καρδιά.
Με το μοίρασμα του πόνου τους και της αδελφικής τους φιλίας, αυτοί οι δύο τυφλοί έχουν πολλά να μας διδάξουν. Ο καθένας από εμάς είναι τυφλός κατά κάποιον τρόπο ως αποτέλεσμα της αμαρτίας, η οποία μας εμποδίζει να “δούμε” τον Θεό ως Πατέρα μας και ο ένας τον άλλον ως αδελφό και αδελφή. Διότι αυτό ακριβώς κάνει η αμαρτία: Διαστρεβλώνει την πραγματικότητα. Μας κάνει να βλέπουμε τον Θεό ως τύραννο και ο ένας τον άλλον ως πρόβλημα. Είναι το έργο του πειρασμού, ο οποίος διαστρεβλώνει τα πράγματα, βάζοντάς τα υπό αρνητικό φως, προκειμένου να μας κάνει να πέσουμε στην απελπισία και την πικρία. Και τότε γινόμαστε έρμαια μιας τρομερής θλίψης, η οποία είναι επικίνδυνη και δεν προέρχεται από τον Θεό. Δεν πρέπει να αντιμετωπίζουμε το σκοτάδι μόνοι μας. Αν προσπαθήσουμε να αντέξουμε μόνοι μας την εσωτερική μας τύφλωση, μπορεί να καταπλακωθούμε. Πρέπει να σταθούμε ο ένας δίπλα στον άλλον, να μοιραστούμε τον πόνο μας και να αντιμετωπίσουμε μαζί τον δρόμο που ανοίγεται μπροστά μας.
Αγαπητοί αδελφοί και αδελφές, αντιμέτωποι με το δικό μας εσωτερικό σκοτάδι και τις προκλήσεις που έχουμε μπροστά μας στην Εκκλησία και στην κοινωνία, καλούμαστε να ανανεώσουμε την αίσθηση της αδελφοσύνης. Αν παραμείνουμε διαιρεμένοι, αν ο καθένας σκέφτεται μόνο τον εαυτό του ή την ομάδα του, αν αρνούμαστε να μείνουμε ενωμένοι, αν δεν κάνουμε διάλογο και δεν περπατάμε μαζί, δεν θα θεραπευτούμε ποτέ πλήρως από την τύφλωσή μας. Η θεραπεία πραγματοποιείται όταν κουβαλάμε τον πόνο μας μαζί μοιράζοντάς το βάρος του, όταν αντιμετωπίζουμε τα προβλήματά μας μαζί, όταν ακούμε και μιλάμε ο ένας στον άλλον. Αυτή είναι η χάρη του να ζούμε σε κοινότητα, του να αναγνωρίζουμε πόσο σημαντικό είναι να είμαστε μαζί, να είμαστε κοινότητα. Αυτό ζητώ για εσάς: Να παραμένετε πάντα μαζί, πάντα ενωμένοι· να προχωράτε μαζί με χαρά ως χριστιανοί αδελφοί και αδελφές, παιδιά του ενός Πατέρα. Και το ζητώ και για τον εαυτό μου.
Και τώρα, το τρίτο βήμα: Διακήρυξαν με χαρά τα καλά νέα. Αφού ο Ιησούς τους θεράπευσε, οι δύο άνδρες στο Ευαγγέλιο, στους οποίους μπορούμε να δούμε μια αντανάκλαση του εαυτού μας, άρχισαν να διαδίδουν τα καλά νέα σε ολόκληρη την περιοχή, να μιλούν γι’ αυτά παντού. Υπάρχει μια μικρή ειρωνεία σε αυτό. Ο Ιησούς τους είχε πει να μην πουν σε κανέναν τι είχε συμβεί, αλλά εκείνοι κάνουν ακριβώς το αντίθετο (βλ. Ματθ. 9:30-31). Από όσα μας λέγονται, είναι σαφές ότι η πρόθεσή τους δεν ήταν να παρακούσουν τον Κύριο. Απλώς δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τον ενθουσιασμό τους για τη θεραπεία τους και τη χαρά της συνάντησής τους με τον Ιησού. Αυτό είναι ένα άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα του Χριστιανού: Η ασυγκράτητη χαρά του Ευαγγελίου, η οποία «γεμίζει τις καρδιές και τις ζωές όλων όσων συναντούν τον Ιησού» -(Evangelii Gaudium, 1)- η χαρά του Ευαγγελίου οδηγεί φυσικά στη μαρτυρία και μας απαλλάσσει από τον κίνδυνο μιας ιδιωτικής, ζοφερής και δύσθυμης πίστης.
Αγαπητοί αδελφοί και αδελφές, χαίρομαι που σας βλέπω να ζείτε με χαρά το λυτρωτικό μήνυμα του Ευαγγελίου. Σας ευχαριστώ γι’ αυτό. Δεν πρόκειται για προσηλυτισμό – σας παρακαλώ, μην ασχολείστε ποτέ με τον προσηλυτισμό! – αλλά μαρτυρία· όχι ηθικισμός που κρίνει -όχι, μη το κάνετε- αλλά έλεος που αγκαλιάζει· όχι επιφανειακή ευσέβεια αλλά βιωμένη αγάπη. Σας ενθαρρύνω να συνεχίσετε να προχωράτε σε αυτό το μονοπάτι. Όπως οι δύο τυφλοί στο Ευαγγέλιο, ας συναντήσουμε και εμείς οι ίδιοι για άλλη μια φορά τον Ιησού και ας βγούμε από τον εαυτό μας για να γίνουμε άφοβοι μάρτυρες του Ιησού σε όλους όσους συναντάμε! Ας προχωρήσουμε, μεταφέροντας το φως που λάβαμε. Ας βγούμε έξω για να φωτίσουμε τη νύχτα που συχνά μας περιβάλλει! Χρειαζόμαστε φωτισμένους χριστιανούς, αλλά πάνω απ’ όλα εκείνους που είναι γεμάτοι φως, εκείνους που μπορούν να αγγίξουν την τύφλωση των αδελφών μας με τρυφερή αγάπη και με χειρονομίες και λόγια παρηγοριάς που ανάβουν το φως της ελπίδας μέσα στο σκοτάδι. Χριστιανούς που μπορούν να σπείρουν τους σπόρους του Ευαγγελίου στα ξερά χωράφια της καθημερινής ζωής και να φέρουν ζεστασιά στις ερημιές του πόνου και της φτώχειας.
Αδελφοί και αδελφές, ο Κύριος Ιησούς περνά και από τους δρόμους της Κύπρου, τους δικούς μας δρόμους, ακούγοντας τις κραυγές της τύφλωσής μας. Θέλει να αγγίξει τα μάτια μας, να αγγίξει τις καρδιές μας και να μας οδηγήσει στο φως, να μας αναγέννηση πνευματικά και να μας ενισχύσει με νέα δύναμη. Αυτό είναι που θέλει να κάνει ο Ιησούς. Μας κάνει την ίδια ερώτηση που έκανε στους δύο τυφλούς: «Πιστεύετε ότι είμαι ικανός να το κάνω αυτό;» (Ματθ. 9:28). Πιστεύουμε ότι ο Ιησούς μπορεί να το κάνει αυτό; Ας ανανεώσουμε την πίστη μας σε Αυτόν. Ας του πούμε: Ιησού, πιστεύουμε ότι το φως Σου υπερισχύει όλου του σκοταδιού μας· Πιστεύουμε ότι μπορείς να μας θεραπεύσεις, ότι μπορείς να ανανεώσεις την κοινότητά μας· ότι μπορείς να αυξήσεις τη χαρά μας. Μαζί με ολόκληρη την Εκκλησία, ας προσευχηθούμε: Έλα, Κύριε Ιησού! [Όλοι επαναλαμβάνουν: “Έλα, Κύριε Ιησού!”]
Κήρυγμα του Πάπα Φραγκίσκου
στην Θ. Λειτουργία
στο “Στάδιο ΓΣΠ” στη Λευκωσία
Παρασκευή, 3 Δεκεμβρίου 2021
Θεματολογικές ετικέτες