Κατήχηση

Ένας κόσμος χωρίς λόγο

Ένα βιβλίο που απασχολεί τις κριτικές (και όχι μόνο) στήλες του διεθνούς τύπου κι έγινε best seller – στη Βρετανία μάλιστα ξεπέρασε ακόμα και την αυτοβιογραφία του Μάϊκλ Τζάκσον, παραμένοντας πάνω από 30 εβδομάδες στον πίνακα των 10 πρώτων σε πωλήσεις μη λογοτεχνικών βιβλίων – είναι το Α Brief History of Time του Stephen W. Hawking (τίτλος ελληνικής έκδοσης: Το χρονικό του χρόνου, εκδ. Κάτοπτρο). Θα συζητήσουμε το βιβλίο αυτό, ανταποκρινόμενοι σε αίτημα αναγνωστών μας, διότι όπως φαίνεται προκάλεσε κάποια σύγχυση και πάντως ζωηρές συζητήσεις στο φιλοσοφικό και θεολογικό κοινό – κατά το προηγούμενο, άλλωστε, της «Τύχης και αναγκαιότητας» του Ζακ Μονό.

Όλες οι κριτικές που διάβασα (ξένες όλες· δε νομίζω πως δημοσιεύθηκε καμιά ελληνική), αλλά και η εισαγωγή στην ελληνική έκδοση, αρχίζουν με μια αναφορά στο σωματικό μαρτύριο του συγγραφέα. Ο Χώκινγκ είναι παράλυτος, καθηλωμένος σε αναπηρική πολυθρόνα εξαιτίας μιας σπάνιας πάθησης του νευρικού συστήματος, κινεί με φρικτή δυσκολία τα δάχτυλα των χεριών του, και «μιλάει» με τη βοήθεια ενός υπολογιστή. Είναι πράγματι αξιοθαύμαστος ο Χώκινγκ, αφού μπορεί όχι μόνο ν’ αντιμετωπίζει με σθένος τον Γολγοθά του, αλλά και να εργάζεται διατυπώνοντας μάλιστα τέτοιες θεωρίες, ώστε πολλοί συνάδελφοι του να τον χαρακτηρίζουν «διάνοια μεγαλύτερη από τον Αϊνστάιν». Ο Χώκινγκ είναι καθηγητής της Φυσικής στο Πανεπιστήμιο του Καίμπριτζ και διδάσκει παρά τη σωματική του κατάσταση.

Πρέπει να ομολογήσω ότι και εγώ δεν μπορώ να μείνω ασυγκίνητος μπροστά στο ασύλληπτο δράμα του ακατάβλητου αυτού ανθρώπου. Ωστόσο, είμαι υποχρεωμένος να παρατηρήσω πως όταν πρόκειται να κρίνουμε ένα βιβλίο, δεν έχουμε το δικαίωμα να επηρεαζόμαστε από την σωματική κατάσταση του συγγραφέα του. Και με δυσφορία παρατηρώ ότι οι κριτικοί επαινούν και θαυ­μάζουν το βιβλίο έχοντας ως κύριο – αν όχι αποκλειστικό – επιχείρημα τους τη μαρτυρική αρρώστια του συγγραφέα. Σ’ αυτή την τάση επιτρέψτε μου ν’ αντισταθώ. Όχι διότι η κριτική πρέπει να ’ναι αδέκαστη (που πάντως αυτός είναι ένας επαρκής λόγος), αλλά διότι ο Χώκινγκ αναφέρεται σε καίριο φιλοσοφικό πρόβλημα, που βρίσκεται στα θεμέλια του όποιου (σοβαρού ή ασήμαντου αδιάφορο) πνευματικού αναστήματός μας. Δεν έχου­με μια ποιητική συλλογή όπου επιτέλους μπορείς να επαινέσεις κατεβάζοντας τον τόνο των κριτηρίων σου, αλλ’ ένα βιβλίο που κεντρώνεται στη δημιουργία του κόσμου – γι’ αυτόν, άλλωστε το λόγο η λέξη Θεός συναντάται σε ορισμένα κεφάλαια συχνό­τερα κι απ’ όσο σε μια θεολογική διατριβή. Είμαστε λοιπόν υποχρεωμένοι να εξετάσουμε με άκρα σοβαρότητα τα επιχειρήματα του συγγραφέα, κι αυτόπροϋποθέτει κατ’ ανάγκην παρά­καμψη των αισθημάτων που εμπνέει η σωματική δοκιμασία του.

Ομολογώ ότι με εκπλήσσει η επιμονή των κριτικών να δέχονται ασυζητητί τα φιλοσοφικά πορίσματα του συγγραφέα επικαλούμενοιτις επιστημονικές του περγαμηνές. Μπορεί ο Στήβεν Χώκινγκ να είναι ο μεγαλοφυέστερος φυσικός που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα, και ίσως δεν πρόκειται να υπάρξει όμοιός του ούτε στο απώτατο μέλλον. Δεν είμαι σε θέση να κρίνω το ανάστημα του Χώκινγκ ως φυσικού επιστήμονος. Θα ’πρεπε όμως να είναι ξεκάθαρο σε όλους ότι όποιος θέτει και συζητά φιλοσοφικά θέματα κρίνεται αποκλειστικώς και μόνο με βάση την ποιότητα του φιλοσοφικού του λογισμού. Φυσικός ή στρατηλάτης, επίσκοπος ή ζαχαροπλάστης, θα κριθεί ως φιλόσοφος αφού θέλει να φιλοσοφεί. Το «Εις εαυτόν» του Μάρκου Αυρηλίου και το «Εγχειρίδιον» του Επικτήτου κρίνονται, αιώνες τώρα, ως φιλοσοφικά κείμενα, κι όχι το μεν ένα ως έργο αυτοκράτορος το δε άλλο ως έργο δούλου.

Βέβαια, ο Χώκινγκ δεν έγραψε ένα σαφώς φιλοσοφικό βιβλίο, αλλά ένα βιβλίο για το «πολύ πλατύ» κοινό, σύμφωνα με προδιαγραφές του εκδότη – όπως ξεκαθαρίζει ο ίδιος ο συγγραφέας. Σ’ αυτό το σημείο βρίσκεται και το πλεονέκτημά του: το έργο του πράγματι διαβάζεται και από ένα κοινό πού δεν διαθέτει ειδικές γνώσεις Φυσικής. Από την άλλη, το βιβλίο εντάσσεται μέσα στα πλαίσια μιας ήδη διαμορφωμένης παρά­δοσης, που θέλει τους μεγάλους επιστήμονες να γράφουν βιβλία φιλοσοφικού περιεχομένου, ή εκλαϊκευτικά της επιστήμης, ή ακόμη και χρηστομάθειες: η παράδοση αυτή αρχίζει ίσως από το Γαλιλαίο κι έχει δώσει έργα ενδιαφέροντα. Τα τελευταία χρόνια έχουν δραστηριοποιηθεί κυρίως οι φυσικοί και αστρο­νόμοι, ανταποκρινόμενοι και στην αυξημένη πίεση του κοινού. «Η εξέλιξη της Φυσικής» των Αϊνστάιν-Ίνφελντ, «Η Φύση του Φυσικού Κόσμου» του Έντιγκτον, «Το σύμπαν γύρω μας» του Τζαίημς Τζηνς, η «Φυσική και Φιλοσοφία» του Χάιζεν­μπεργκ, είναι μερικά από τα βιβλία-προγόνους της «Σύντομης Ιστορίας του Χρόνου» του Χώκινγκ. Δεν είναι όμως τυχαίο ότι τα βιβλία αυτής της αντίληψης δεν επηρέασαν καθόλου το φιλοσοφικό στοχασμό. Έμειναν στα ράφια, βορά στη σκόνη, και δεν μπόρεσαν να έχουν μια λιγότερο εφήμερη λάμψη. Σε ορισμένες μόνο περιπτώσεις, όπως π.χ. σ’ αυτές των Αϊνστάιν-Ίνφελντ και Τζηνς βοήθησαν το κοινό να καταλάβει την πορεία και πρόοδο της επιστήμης.

Το βιβλίο του Χώκινγκ δεν είναι – όπως θα δικαιολογούσε ο τίτλος του – μια ιστορία των θεωριών και αντιλήψεών μας για το χρόνο. Το θέμα του είναι η δημιουργία του κόσμου. Η θεμελιώδης πρόταση του Στήβεν Χώκινγκ είναι η ακόλουθη: δεν υπήρξε ποτέ μια στιγμή δημιουργίας του σύμπαντος, ένα big bang κάποιου «αρχέγονου κοσμικού αυγού». Το σύμπαν βρίσκεται σε μιαν αέναη κίνηση διαστολής και συστολής και άρα αέναων ανασχηματισμών, όχι όμως δημιουργίας. Έτσι, το σύμπαν ούτε δημιουργείται ούτε καταστρέφεται -απλώς υπάρχει, σε τούτη ή την άλλη φάση της κίνησής του. «Επομένως», λέει ο Χώκινγκ, «είναι περιττή η επίκληση ενός Θεού», αφού είμαστε πια βέβαιοι πως δεν υπάρχει δημιουργός. Και να υπάρχει όμως Θεός, ούτε δημιουργός είναι, ούτε την ελευθερία να επιλέξει τα χαρακτηριστικά ή τους νόμους του σύμπαντος έχει.

Σ’ έναν αναγνώστη της φιλοσοφίας ο Χώκινγκ δεν προσφέρει τίποτε καινούργιο, αφού η κοσμολογική του πρόταση -η οποία κατέπληξε την διεθνή κριτική – απηχεί την κατά πολύ αρτιότερη πρόταση του Ηρακλείτου: «κόσμον τόνδε, τόν αυτόν απάντων, ούτε τις θεών ούτε ανθρώπων εποίησεν, αλλ’ ην αεί και εστίν και έσται πυρ αείζωον· απτόμενον μέτρα και αποσβεννύμενον μέτρα». Ο Ηράκλειτος όμως δεν χάνει από τα μάτια του και μας διδάσκει τον Λόγον τον εόντα, που ούτε λέγει ούτε κρύπτει αλλά οιακίζει πάντα τα γινόμενα, ενώ ο Χώκινγκ έχει παγιδευτεί μέσα στη διαδοχικότητα συστολής-διαστο­λής του σύμπαντος.

Το φιλοσοφικό πόρισμα του Χώκινγκ καταντά, λοιπόν, απιστεύτως αφελές ακόμη και για τους  άθεους:  το σύμπαν  τρέπεται άρα δεν έχει δημιουργηθεί. Με αυτή την πρόταση, «όμως, ο Χώκινγκ δεν αποδεικνύει την ανυπαρξία δημιουργού αλλά ότι ο δημιουργός δεν ενεργεί έτσι όπως ο Χώκινγκ θέλει ή υποθέτει. Το σύμπαν υπάρχει, κατ’ αυτόν ή τον άλλον τρόπο. Η ύπαρξή του θέτει, θέμα δημιουργού του, κι όχι ό τρόπος ύπαρξης ή λειτουργίας του. Δεν είναι ούτε η κοσμική έκρηξη σε μια δεδομένη στιγμή, ούτε ή αέναη συστολή-διαστο­λή, ούτε η στατικότητα, ούτε η μεταβλητότητα του σύμπαντος που θέτουν θέμα δημιουργίας. Είναι η ίδια η ύπαρξή του, το γεγονός ότι υπάρχει έτσι ή αλλιώς, με τούτους ή εκείνους τους νόμους και τους ρυθμούς που οδηγεί όσους οδηγεί «στην επίκληση ενός Θεού».

Κι αυτό βέβαια, όσο μένουμε στο κοσμολογικό επίπεδο. Διότι υπάρχει το άλλο, το πολύ πιο ριζικό επίπεδο που ξεπερνά την κοσμολογία, και εκφράζεσαι με το ερώτημα: Γιατί να υπάρχουν τα όντα και όχι το τίποτε; Αυτό το ερώτημα, που ο Χώκινγκ δεν φαίνεται να έχει καν υποψιασθεί,  θα ’πρεπε να συγκεντρώνει την προσοχή μας, αφού η απάντηση σ’ αυτό δίνει νόημα στην ύπαρξή μας και καθορίζει τις επιλογές μας.

 

Αφήστε μια απάντηση