Γενικού ενδιαφέροντος

Ένας Βίκινγκ προς διάσωση!

Η Νορβηγία έχει μόλις πεντέμισι εκατομμύρια κατοίκους. Έγινε ανεξάρτητη μόλις το 1905, αφού σαν κράτος διαμορφώθηκε μεταξύ του 9ου  και του 14ου αιώνα (την εποχή των επιδρομών των Βίκινγκς στην Ευρώπη και μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα και την Αμερική), ενώ στη συνέχεια βρέθηκε υπό δανική κυριαρχία και τέλος, από το 1814, υπό σουηδική κυριαρχία. Δέχθηκε  τον χριστιανισμό τον 10ο-11ο αιώνα, έγινε λουθηρανική το 1537 και πρόσφατα έγινε κοσμικό κράτος. Κι όμως, αυτή η μικρή χώρα, που δεν έχει μία αλλά δύο επίσημες γλώσσες, που δεν τις γνωρίζουν πουθενά αλλού, έχει αναδείξει τέσσερις νικητές του Νόμπελ Λογοτεχνίας, δύο από τους οποίους είναι ένθερμοι καθολικοί, παρόλο που οι πιστοί της Ρώμης αποτελούν μόνο το 3% του πληθυσμού.

Οι πρώτοι μεγάλοι συγγραφείς

Ο πρώτος Νορβηγός νικητής του Νόμπελ Λογοτεχνίας (το 1903), ο Bjornstjerne Bjornson (1832-1910), ήταν πάνω απ’ όλα εκπρόσωπος του εθνικού κινήματος που ήταν σε έξαρση εκείνη την εποχή, στο οποίο εκθειαζόταν και προβάλλονταν οι χριστιανικές αρετές και ιδιαίτερα η συγχώρεση. Η Επιτροπή του βραβείου Νόμπελ (που συστάθηκε το 1901) θα μπορούσε (ή θα έπρεπε) να είχε επιλέξει τον παγκοσμίου φήμης Χένρικ Ίψεν (1828-1906). Όμως αυτός ήταν σχεδόν παράλυτος από τότε που υπέστη ένα εγκεφαλικό επεισόδιο το 1900. Από τα έργα του είναι περισσότερο γνωστό το «Κουκλόσπιτο» (1879, που εκτιμάται από τις σημερινές φεμινίστριες) και το «Peer Gynt» (1876, η ιστορία ενός ανεύθυνου αντιήρωα). Πολύ συχνά παραβλέπονται το «Brand» (1866, κριτική του πουριτανικού ριζοσπαστισμού) και το «Αυτοκράτορας και Γαλιλαίος» (1873, για τον αυτοκράτορα Ιουλιανό τον Αποστάτη, ο οποίος προσπάθησε να αποκαταστήσει την παγανιστική θρησκεία τον 4ο αιώνα και ήρθε αντιμέτωπος με τους Πατέρες της Εκκλησίας Βασίλειο Καισαρείας και Γρηγόριο Ναζιανζηνό).

Κατ’ ουσία, το πρώτο έργο που αναφέραμε παραπάνω είναι μια καταγγελία των αδικιών που εμποδίζουν την αγάπη, ακόμη και μέσα σε ένα ζευγάρι. Το δεύτερο και το τρίτο είναι αντιθετικά, στιγματίζοντας από τη μια πλευρά τη δόξα του παραμυθά και από την άλλη την απανθρωπιά του ασυμβίβαστου ιδεαλισμού. Τέλος, το τελευταίο έργο περιγράφει τον ανεξέλεγκτο αλλά στείρο πειρασμό της επιστροφής στη φυσική, προχριστιανική θρησκευτικότητα. Το αποτύπωμα του Ευαγγελίου στην κοινωνία και την ιστορία είναι αρκετά σαφές σε αυτά τα έργα. Αυτό συμβαίνει πολύ λιγότερο με τον Knut Hamsun (1859-1952), ο οποίος τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ το 1920 για την εμπνευσμένη από τον Νίτσε κριτική του στον αγγλοσαξονικό πραγματισμό και ο οποίος δυσφημίστηκε στο τέλος της ζωής του υποστηρίζοντας τον ναζισμό.

Από το 1928 έως το 2023

Ωστόσο, η χριστιανική προσήλωση της Sigrid Undset (1882-1949), η οποία κέρδισε το βραβείο το 1928, ήταν επίσης εμφανής. Μέχρι να ασπαστεί τον καθολικισμό το 1924, έχοντας εγκαταλειφθεί από τον πατέρα των τριών παιδιών της, ένα από τα οποία ήταν ανάπηρο, είχε βιώσει τα συζυγικά και οικογενειακά δεινά που επέφερε η ριζική αλλαγή και η φιλελευθεροποίηση των ηθών λόγω της “προόδου” ή της “νεωτερικότητας”, που ήταν το αντικείμενο των μυθιστορημάτων που της είχαν ήδη φέρει την επιτυχία. Αλλά το ιστορικό και πατριωτικό είδος λογοτεχνίας, με το οποίο επίσης καταπιάστηκε, την έκανε να συνειδητοποιήσει τις πηγές της μεσαιωνικής και αυθεντικής πίστης, που επαναπροσδιορίστηκαν και ενισχύθηκαν στη Σύνοδο του Τριδέντου μετά το σχίσμα της Μεταρρύθμισης. Ακόμη και πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, καθιερώθηκε ως εθνική και διεθνής προσωπικότητα της αντίστασης στον χιτλερισμό.

Ο τέταρτος Νορβηγός που κέρδισε το βραβείο Νόμπελ (το 2023, 95 χρόνια μετά τη Sigrid Undset) προσχώρησε επίσης στη Καθολική Εκκλησία στη μέση ηλικία του. Ο Jon Fosse (γεν. 1959), θεατρικός συγγραφέας που συγκρίνεται με τον Samuel Beckett (1906-1989, κάτοχος του βραβείου Νόμπελ το 1969) λόγω της οικονομίας των κειμένων του, στα οποία λίγη δράση και λίγα λόγια αρκούν για να θέσουν τα πιο βαθιά ερωτήματα, είναι επίσης ποιητής και μυθιστοριογράφος. Διακριτικός και σεμνός, δεν μιλάει πολύ για τον εαυτό του και, αν και δεν κρύβεται, αποφεύγει να προβάλει τον εαυτό του ως πρότυπο ή να παρέμβει στις τρέχουσες εκκλησιαστικές συζητήσεις. Παρ’ όλα αυτά, πριν από δέκα χρόνια έδωσε μερικές συνεντεύξεις στον δημοσιογράφο Eskil Skjeldal, επίσης προσήλυτο, και οι συνεντεύξεις αυτές μόλις μεταφράστηκαν στα Γαλλικά και εκδόθηκαν από την Artège υπό τον τίτλο Le Mystère de la foi (Το Μυστήριο της πίστης).

Το ταξίδι

Αυτές οι συζητήσεις δεν είναι ένα επίσημο “Τι πιστεύω”, ούτε μια αυτοβιογραφία. Ο Jon Fosse εξηγεί ότι αισθάνεται ότι δεν έχει ταλέντο για δοκίμια ή ακαδημαϊκές θεωρίες. Έχει, ωστόσο, διαβάσει πολλά και, για να μοιραστεί τις σκέψεις του, αναφέρεται συχνά στους φιλοσόφους Μάρτιν Χάιντεγκερ (1889-1976) και Λούντβιχ Βιτγκενστάιν (1889-1951). Αναγνωρίζει όμως επίσης το χρέος του (μεταξύ άλλων) στους θεολόγους Θωμά Ακινάτη (1225-1274), Μάστερ Έκχαρτ (1260-1328), Νικολά ντε Κους (1401-1464) και Ρούντολφ Μπούλτμαν (1884-1976), καθώς και στους ποιητές Φρίντριχ Χόλντερλιν (1724-1803) και Γκέοργκ Τρακλ (1887-1914), για να μην αναφέρουμε τους προαναφερθέντες Σάμιουελ Μπέκετ και Φραντς Κάφκα (1883-1924)…

Αναφέρει μόνο παρεμπιπτόντως τα χρόνια του ως διαμαρτυρόμενος φοιτητής, τις δοκιμασίες και τις δυσκολίες του ως νεαρός συγγραφέας, τα διαζύγιά του και τον αλκοολισμό που κατάφερε να ξεπεράσει. Η εισδοχή του στην Καθολική Εκκλησία το 2013 δεν συνδέεται με κάποιο δραματικό γεγονός. Αντίθετα, ήταν το αποκορύφωμα ενός ταξιδιού που ξεκίνησε με μια «παραλίγο εμπειρία θανάτου» μετά από ένα ατύχημα σε ηλικία επτά ετών και επανεκκινήθηκε όταν ήταν στα τριάντα του χρόνια από μια απροσδόκητη “φώτιση” κατά την οποία “ένιωσε κάτι να τον τραβάει προς τα πάνω”, να τον παρασύρει και ταυτόχρονα να είναι ελεύθερος θεατής.

Η ομορφιά της Θείας Λειτουργίας

Ένα ενδιάμεσο στάδιο ήταν η περιστασιακή σύνδεση με τους Κουάκερους, οι οποίοι (τον 17ο αιώνα) εφάρμοσαν σε ακραίο βαθμό την αρχή της μη βίας για αυτό που θεωρούσαν σωστό, στην αναζήτηση των Μεταρρυθμιστών για απλότητα και αυτοθυσία. Ωστόσο, αυτό που τράβηξε τον Jon Fosse στον καθολικισμό ήταν η ομορφιά της Θείας Λειτουργίας· όχι η λειτουργική μεγαλοπρέπεια, αλλά η κοινωνία που επιτυγχάνεται όχι μόνο με τον Χριστό, ο οποίος προσφέρει τον εαυτό του και συνδέεται με τη σωτήρια θυσία του, αλλά και με όλα τα μέλη του Σώματός του σε όλο τον χώρο, ακόμη και στην ιστορία.

Λέει ότι αγαπάει το κομποσχοίνι και προσεύχεται μ’ αυτό σχεδόν καθημερινά, επειδή δεν είναι μια εγωιστική πράξη, δεδομένου ότι όλα όσα χρειάζεται ο ίδιος και όσοι μπορούν να προσευχηθούν γι’ αυτόν είναι ήδη διατυπωμένα στην προσευχή που προτείνει η Παράδοση. Όταν αισθάνεται ότι χρειάζεται στήριξη και ενίσχυση, κάνει το σημείο του σταυρού και, όπως μας διαβεβαιώνει, “δουλεύει αυτό”! Με αυτόν τον τρόπο, δέχεται την Εκκλησία άνευ όρων όπως είναι, με τα δόγματα και την πειθαρχία της, την οποία βρίσκει μάλλον συνεκτική, αλλά και με όλα όσα δεν καταλαβαίνει ή και αποδοκιμάζει, γιατί, όπως λέει πολύ ωραία, την έχει ανάγκη περισσότερο από ό,τι τον χρειάζεται εκείνη, και (η Εκκλησία) ήταν πάντα σε θέση να προσαρμόζεται χωρίς να αλλοιώνεται, και δεν θα μπορούσε καν να αυτοκαταστραφεί.

Μυστικισμός και μυστήριο

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για ένα είδος “πίστης του ανθρακωρύχου” (απλής-απλοϊκής πίστης). Είναι πράγματι αναζωογονητική και τονωτική, ακόμη και αν μπορεί να έχουμε άλλες προσεγγίσεις και να μην συμφωνούμε πάντα. Είναι επίσης προκλητική όταν δηλώνει ότι το να προσπαθεί κανείς να αποδείξει την ύπαρξη του Θεού είναι παράλογο, αν όχι ασεβές. Αλλά δεν είναι αφελής. Ο Jon Fosse μπορεί να θεωρεί τον εαυτό του «έναν άχρηστο που κάθεται στο βάθος του πάγκου», αλλά παραμένει ένας διανοούμενος που αυτοπροσδιορίζεται ως “γνωστικός χριστιανός αντι-δυϊστής”. Με αυτό εννοούμε ότι η γνώση (στο κείμενο χρησιμοποιείται η ελληνική λέξη) του Χριστού που προσλαμβάνει πολύ περισσότερα από όσα μπορεί να κατέχει, τον εμποδίζει να στρέψει την ψυχή εναντίον του σώματος ή τη σάρκα εναντίον του πνεύματος.

Η προσέγγιση αυτή βασίζεται στην πεποίθηση (και πρωτίστως στην εμπειρία) ότι «πλησιάζουμε την αλήθεια του Θεού στη σιωπή παρά στα λόγια, […] στην ποίηση, τη λογοτεχνία, τη μουσική και τις εικαστικές τέχνες […] παρά με τη συσσώρευση γνώσεων». Όλες αυτές οι ευαίσθητες και αισθητικές παρακάμψεις, που αποφεύγουν τις κοπιαστικές περιπλανήσεις σε διδακτικές αφαιρέσεις, δημιουργούν ένα μυστήριο· δηλαδή (όπως υποδηλώνει ο τίτλος των εκμυστηρεύσεων του Jon Fosse- Το Μυστήριο της πίστης) αυτό το μυστήριο κατά το οποίο αυτή η ίδια η πίστη γίνεται η αντανάκλαση στον άνθρωπο του απόλυτου μυστηρίου που είναι ο ένας και μοναδικός Θεός που αποκαλύπτεται στον θυσιασμένο και δοξασμένο Υιό του.

Πηγ΄ή: aleteia.org

Θεματολογικές ετικέτες

Συγγραφέας