Να προσπερνάς όχι αδιάφορος
μα αδούλωτος.
Το σεβασμό, το θαυμασμό σου
να προσφέρεις,
την έκστασή σου κάποτε.
Τη λατρεία σου όχι.
Και μόνο
«Κύριον τόν Θεόν σου προσκυνήσεις
καί αὐτῷ μόνῳ λατρεύσεις»
Είναι η κατάληξη του πρώτου ποιήματός της Καίτης από την συλλογή της «Επιστρέφουν» και έχω τη γνώμη ότι αυτή η διδακτική προτροπή περιγράφει με θαυμαστή ενάργια τον χαρακτήρα της! Αυτό ήταν η Καίτη. Ποιοτική ελευθερία. Όπου ποιότητα δεν είναι η κοινωνική σύμβαση και αποδοχή, αλλά οι αντοχές και η αξία του υλικού της ψυχής, που μαζεύτηκε με απόφαση και κόπο. Απόφαση σαν και εκείνη του παγκάλου Ιωσήφ: «Τοῦ Θεοῦ εἰμί ἐγώ» και κόπο σαν αυτόν που απαιτείται να προχωράς «ἐπί τό βραβεῖον τῆς ἄνω κλήσεως» με ευκινησία και χωρίς να αποδέχεσαι ποτέ την κλέφτρα αυταπάτη ότι πλέον έφτασα.
Όλο το μήκος της ζωής μας συναπαρτίζεται από ημέρες. Όλη η ζωή μας είναι μια μέρα-μονάδα επαναλαμβανόμενη. Όλη η ζωή είναι σαν «τήν ἡμέρα τήν ἐχθές ἥτις διῆλθε». Τα τμήματα της ημέρας, στην αρχαία τραγωδία, έγιναν περιγραφή όλης της ζωή και η άγνοιά τους έδινε άνεση στην Σφίγγα να σκοτώνει όποιον δεν τόξερε. Όσο μεγάλες αυταπάτες και αν δημιουργεί το μεσημέρι της ζωής με την δίποδη άνεση του, σίγουρα έρχεται και το… τρίποδο βράδυ! Κλείνει τον ημερήσιο, και γίνεται επισφράγισμα του ισόβιου κύκλου!!
Τότε που είμασταν μικρά παιδιά και όλη μέρα γυροφέρναμε στους δρόμους και στα σοκάκια και “αλωνίζαμε» στις πλατείες, όταν βράδιαζε-νύχτωνε, επιστρέφαμε στο σπίτι! Γυρνούσαμε εκεί που ξέραμε ότι υπάρχει φως και πρόσωπα αγαπημένα που μας περιμένουν. Τουλάχιστον έτσι γινόταν στις κοινωνίες τις μικρές και σε εποχές παλαιότερες.
Το ίδιο γίνεται και με τον θάνατο.
Όταν η ημέρα της ζωής τελειώσει θα ξαναεπιστρέψουμε στο σπίτι του Πατέρα μας. Αν βέβαια δεν καταλάβαμε πραγματικά και δεν μπορέσαμε να βρούμε νόημα σε όλα όσα γινόντουσαν κατά τη διάρκεια της ημέρας, ούτε στο πώς τελειώνει η ημέρα, τότε θα διατρέχουμε τον κίνδυνο η Σφίγγα, όπως είπαμε, να μας πετάξει στον… γκρεμό!
Η Καίτη δεν διατρέχει αυτό τον κίνδυνο. Πριν επιστρέψει στο σπίτι του Πατέρα μας, μάς άφησε για μπούσουλα αυτά που μάζεψε, γυροβολώντας με καλό σκοπό, στις γωνιές και ρύμες και πλατείες αυτού του κόσμου. Την συλλογή των ποιημάτων της με τίτλο «Επιστρέφουν». Ισχύει και πάλι τώρα ο λόγος του Χριστού (τώρα που η Καίτη επέστρεψε): «Καί ἐσύ ποτε ἐπιστρέψασα, στήριξον τούς ἀδερφούς σου».
Δεν θέλω εγώ σήμερα εδώ να πω σε εσάς, πότε γεννήθηκε και που και τι κατάφερε ανθρώπινα να επιτύχει. Αυτό που νοιάζει είναι η απάντηση της στο ερώτημα που θέτει ο Γρηγόριος Νύσσης στο Λόγο του στους Κοιμηθέντας:
– Τίς ὁ χαρακτήρ τῆς ἀληθοῦς ἀγαθότητος καί ἐν ποίαις ὕλαις τό καλόν ἐνομίσθη;». Δηλαδή, «Ποια είναι τα χαρακτηριστικά της καλοσύνης της πραγματικής και με ποιες εκδηλώσεις η αγιοσύνη φανερώνεται;».
Η Καίτη μάς απάντησε με τη ζωή της αφού η νιότη της δεν ήταν (όπως συνήθως ατυχώς των περισσότερων) ένα λάθος, αλλά θεμέλιο της ήταν ο Χριστός, το μόνο όντως υγιές θεμέλιο. Ούτε η ώριμη ηλικία της ήταν ένας αγχώδης αδιέξοδος γεμάτο διαγκωνισμούς αγώνας. Και όταν ήρθαν τα γεράματα δεν την σκεπάσανε σαν καταχνιά, κι ούτε κι η κούραση έφερε το ατυχώς συνηθισμένο: Κατάθλιψη και λύπη…
Αν άγιος είναι αυτός που κάνει τους άλλους εύκολα να πιστέψουν στο Θεό. Αν άγιος είναι αυτός που η συναναστροφή μαζί του γεννάει προβληματισμούς για την αλήθεια των κριτηρίων της ζωής. Αν άγιος είναι αυτός που κάνει τον άλλον να ξανασκεφτεί το νόημα της ζωής και να επιδιώξει την επαναδιαπραγμάτευση και τον προσανατολισμό στο θέλημα του Χριστού. Ε! τότε η Καίτη μπορεί να καυχηθεί (τώρα άφοβα -ἄλλην τινά βίου κατάστασιν ἀντί τῆς παρούσης νῦν μεταλαμβάνουσα) ότι για κάτι τέτοιο, η ίδια έγινε γέφυρα και δρόμος στους αδελφούς της.
Η κύρια δουλειά της ήταν οι μεταφράσεις. Όχι η ποίηση. Ποιήματα έγραφε μονάχα όταν αυτά γεννιόντουσαν… μες στην ψυχή της (έτσι μου έλεγε) από αφορμές καθόλου προκαθορισμένες. Μετέφραζε για να βοηθήσει. Μετέφραζε για να κάνει λείες τις οδούς του Κυρίου. Μετέφραζε «για να εκφράσει εκείνα για τα οποία η φράση γίνεται φραγμός», όπως γράφει το 1999 σε άρθρο της στην «Σύναξη». Μετέφραζε γιατί πίστευε στον Χριστό ολοκαρδίως και έλεγε ότι η μόνη θανατηφόρος άγνοια, είναι η άγνοια του προσώπου Του.
Γι’ αυτόν τον λόγο έγραψε σχολικά βιβλία, μετέφρασε Παπαδιαμάντη, συνεργάστηκε στο Λεξικό Βιβλικής Θεολογίας, επιμελήθηκε μέχρι, κυριολεκτικά, τελευταίας αναπνοής της τις μεταφράσεις της Βιβλικής Εταιρείας. Μετέφρασε την Θεολογία για την γυναίκα, της Behr-Siegel, και μετέφρασε επίσης προσευχές για τις συναντήσεις της παρέας των Χριστιανών Γυναικών. Μετέφραζε «…ἵνα οἰκειωθεῖ τῷ λόγῳ τό νόημα» (Γρ. Νύσσης). Μετέφραζε «ἵνα ἀναμφιβόλως ἔχομεν τῶν ἀγαθῶν τήν ἐλπίδα».
Μακάρι, Καίτη, μ’ όλα αυτά να γίνει αυτό που γράφεις στο ποίημα «Χιονολούλουδό» «…να ανάψεις πείνα αβάσταχτη μες στων χορτάτων τις καρδιές».
Το χοϊκό εκτύπωμα της Καίτης φεύγει πλέον από τα μάτια μας. Η Καίτη όμως μένει μαζί μας. Ζει στις ομόπιστες ψυχές μας. Γράφει για μας ποιήματα και μεταφράσεις. Χαμογελάει ευφραντικά στις αγωνίες μας, ζητώντας μας να μην ξεχνάμε ότι «Χριστός ἀπέθανε καί ἀνέστη ἵνα ἔργῳ τόν περί τῆς ἀναστάσεως λόγον πιστώσηται» και ότι τελικά «Μονάχα ο θάνατος πεθαίνει» (M. Zundel).
Όλοι εμείς, Καίτη, που σ’ αγαπάμε, γνώριμοί σου, μεσ’ στης ζωής τις δολιχοδρομίες ή μέσα από τις μεταφράσεις και τα ποιήματά σου, ήρθαμε σήμερα να πούμε του Χριστού, να παραβλέψει τα σφάλματα όσα και συ σαν άνθρωπος από συναρπαγή ή άγνοια έκανες και να σε κάνει μέτοχο της ανεκλάλητης χαράς της θέας του προσώπου Του.
Σου ευχόμαστε καλή ψυχή· καλό Παράδεισο· καλή απολογία. Εἰς τό ἐπανιδεῖν, Καίτη.
1.7.20/6.7.20
Θεματολογικές ετικέτες