Γενικού ενδιαφέροντος, Κατήχηση

Φονταμενταλισμός: et in Arcadia ego

Στις σύγχρονες θεολογικές συζητήσεις στον τόπο μας, αν υπάρχουν ακόμα συζητήσεις που να μπορούν να θεωρηθούν θεολογικές, «φονταμενταλιστές» είναι πάντα οι άλλοι.

Ο όρος απόκτησε σταδιακά τόσο απαξιωτικές συνδηλώσεις ώστε έχει ουσιαστικά απωλέσει την περιγραφική του σημασία ως έννοια η οποία διαθέτει ιστορικό περιεχόμενο κι έχει καταλήξει μια απροκάλυπτη μομφή. «Φονταμενταλιστής» είναι ο παράλογος, ο βίαιος, ο ημιπαράφρων, με άλλα λόγια αυτός που αντιστρατεύεται την προφάνεια της δικής μας ορθοφροσύνης. Οι αποδέκτες της μομφής αντιμετωπίζουν κατ’ ανάλογο τρόπο τους επικριτές τους αποκαλώντας τους «φωταδιστές», άκριτους οπαδούς του δυτικοφερμένου ορθολογισμού.

            Η απαξιωτική σημασία του όρου «φονταμενταλισμός» έκανε την εμφάνισή της ήδη μέσα από τις πρώτες αντιπαραθέσεις στο χώρο του αμερικανικού προτεσταντισμού στις αρχές του 20ου αιώνα, ήταν όμως η ιρανική επανάσταση του 1979 και τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 με ό,τι ακολούθησε που έδωσαν στον όρο το εντελώς αρνητικό βάρος που φέρει στις μέρες μας. Συσχετίζοντας τον όρο με την εμφάνιση του Ισλάμ, αρχικά ως ιδεολογικού-πολιτικού και, εντέλει, ως τρομοκρατικού-πολεμικού αντιπάλου της δυτικής φιλελεύθερης δημοκρατίας γινόταν πια φανερό πως φονταμενταλισμός ονομάζονταν πλέον ο οπισθοδρομικός, αντιδραστικός και βίαιος αντίπαλος του δυτικού πολιτισμού.

            Στις θεολογικές συζητήσεις στον τόπο μας ο όρος απευθύνεται, με απαξιωτικό πάντοτε χαρακτήρα, ενάντια σε όσους αντιστρατεύονται κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού εντός της ορθόδοξης εκκλησίας και αγανακτούν με τον διάλογο και την προσπάθεια συνεννόησης με τη δυτική θεολογία και τις εκκλησίες της Δύσης. Όσοι γίνονται αποδέκτες αυτής της μομφής υποστηρίζουν πως απλούστατα υπερασπίζονται την αναφαίρετη ορθόδοξη παράδοση, υπενθυμίζοντας τη βιβλική φράση την οποία μοιάζει να ταυτίζουν με την ουσία της Ορθοδοξίας: «μη μέταιρε όρια αιώνια α έθεντο οι πατέρες σου». (Παροιμ. 22, 28)

            Η δική μας σύντομη ανάλυση δεν θα αναλωθεί σε άγονες αντιπαραθέσεις, σαν αυτές που συσσωρεύονται δίκην νεοπλάσματος στον κυβερνοχώρο. Χωρίς να θέλει να προκρίνει τον άτολμο δρόμο μιας βολικής ουδετερότητας, θα προσπαθήσει να φωτίσει ιστορικά την εξέλιξη των  πραγμάτων στη Δύση, να διακρίνει αναλογίες σε εξελίξεις εντός της ελλαδικής επικράτειας και να αρθρώσει διστακτικά κάποιες σκέψεις σχετικά με τις μελλοντικές προοπτικές.

 

Ι

            Καταρχάς, δεν ήταν πάντα έτσι. Ο όρος φονταμενταλισμός εμφανίστηκε στην Αμερική στη δεκαετία του 1920 και είχε αρχικά θετική σημασία. Ονομάτιζε εκείνο το κίνημα, απότοκο του παλαιότερου κινήματος του (επαν)ευαγγελισμού (evangelicals) και του ακόμα παλαιότερου της Μεγάλης Αφύπνισης και της Αναζωπύρωσης (Great Αwakening-Revivalism), το οποίο πίστευε πως θα έπρεπε να δοθεί μια μάχη υπεράσπισης των θεμελιωδών (fundamentals) δεδομένων της χριστιανικής πίστης, τα οποία απειλούνταν από την ανεξέλεγκτη προέλαση του φιλελευθερισμού και της εκκοσμίκευσης.

            Κατά τη διάρκεια του 18ου και του 19ου αιώνα φλογεροί ιεροκήρυκες διέτρεχαν την αμερικανική ενδοχώρα στήνοντας υπαίθριες τέντες στη μέση του πουθενά και κηρύσσοντας πως οι άλλοτε ένθερμοι και άλλοτε παραξενεμένοι ακροατές αυτών των κηρυγμάτων δεν ήταν παρά Αμαρτωλοί στα χέρια ενός οργισμένου Θεού.[1] Μπορεί να φαντάζει παράξενο στη σύγχρονη ευαισθησία, αλλά αυτά τα κηρύγματα απέφεραν πλήθος μεταστροφών. Οι τυπικά μέχρι τότε χριστιανοί αναγεννιόνταν σε μια νέα πίστη (born-again Christians) και αποφάσιζαν να ζήσουν μια ζωή ηθικής καθαρότητας, μακριά από τις σειρήνες του κοσμικού περιβάλλοντος. Η καθιερωμένη λατρεία της Κυριακής γινόταν παραδοσιακά στους ναούς των κύριων ομολογιών (mainline denominations) αν όμως ήθελες να σωθείς έπρεπε να απευθυνθείς στις τέντες. Ο διχασμός αυτός θα αποβεί καθοριστικός για την πορεία του προτεσταντισμού στις ΗΠΑ. Τόσο όμως οι κύριες ομολογίες όσο και οι ευαγγελικοί (evangelicals) σύντομα θα συνειδητοποιούσαν πως η εκκοσμίκευση δημιουργούσε προκλήσεις τις οποίες κανείς δεν ήταν έτοιμος να αντιμετωπίσει.

            Ως δυο χαρακτηριστικά γεγονότα της δεκαετίας του 1920 που σηματοδοτούν την εμφάνιση του κινήματος του φονταμενταλισμού μπορούμε να αναφέρουμε τη δίκη Scopes εναντίον της διδασκαλίας των θεωριών του Δαρβίνου στη δημόσια εκπαίδευση και την κυκλοφορία σε τεράστια τιράζ μιας σειράς φυλλαδίων με τίτλο The Fundamentals τα οποία έθεταν την ιδεολογική ατζέντα του κινήματος. Τα θεμελιώδη θέματα στα οποία εστίαζε την προσοχή του ο φονταμενταλισμός ήταν: το αλάθητο της Βίβλου, η πίστη στην εκ του μηδενός δημιουργία του κόσμου, η αυθεντικότητα όλων των θαυμάτων που αναφέρει η Βίβλος, η πίστη στην παρθενική γέννηση του Χριστού, στη Σταύρωση, την Ανάσταση, στην απολύτρωση των αμαρτιών δια της θυσίας του Χριστού, στη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού και στη συνακόλουθη Κρίση. Αντιμέτωποι με το κλίμα αμφισβήτησης και απομυθοποίησης του ιστορικού πυρήνα της βιβλικής αποκάλυψης, οι φονταμενταλιστές ήταν αποφασισμένοι να δημιουργήσουν ένα ανάχωμα επικαλούμενοι έναν κοινό ορθό λόγο δεσμευτικό για όλους.

            Αν θα θέλαμε να δώσουμε μια πιο περιεκτική περιγραφή του φονταμενταλισμού θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε, μαζί με έναν επιφανή μελετητή του κινήματος, πως «ο φονταμενταλισμός αναφέρεται σ’ ένα διακριτό μοτίβο θρησκευτικής μαχητικότητας μέσω της οποίας αυτοί που αυτοαποκαλούνται ‘αληθινοί πιστοί’ επιχειρούν να προλάβουν και να αναχαιτίσουν τη διάβρωση της θρησκευτικής ταυτότητας, να οχυρώσουν τα σύνορα της θρησκευτικής κοινότητας και να δημιουργήσουν βιώσιμες εναλλακτικές στους εκκοσμικευμένους θεσμούς και τις αντίστοιχες συμπεριφορές». [2]

            Αν πάλι θέλαμε να αναφερθούμε πιο συγκεκριμένα στις νοοτροπίες και τις στρατηγικές του κινήματος ο ακόλουθος κατάλογος είναι αρκούντως κατατοπιστικός.

  • Ο φονταμενταλισμός προκύπτει ως πολεμική αντίδραση στο μοντερνισμό. Η παρακμή του αστικού πολιτισμού και η άνοδος του κοσμικού ανθρωπισμού γίνεται αντιληπτή όχι ως πολιτισμική τάση, αλλά ως οργανωμένη συνομωσία ενάντια στη χριστιανική παράδοση.
  • Τα κίνημα διαπνέεται από σαφή αντιοικουμενιστική τάση. Οι θεσμικές εκκλησίες θεωρείται πως ζουν εν αποστασία και στο πρόσωπο του Πάπα οι φονταμενταλιστές βλέπουν αυτόν που επιδιώκει την παγκόσμια ηγεμονία μέσω μιας αλλοιωμένης θρησκευτικότητας που επιχειρεί να γίνει αποδεκτή από όλους.
  • Ο φονταμενταλισμός χαρακτηρίζεται από έναν σαφή διπολισμό: Θεός και Σατανάς, σεσωσμένα πρόβατα και απολωλότα ερίφια, εμείς και οι άλλοι.
  • Το κίνημα αντιτίθεται στη σεξουαλική επανάσταση, τις φεμινιστικές θεωρίες και διεκδικήσεις, στη νομιμοποίηση των αμβλώσεων, στα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων.
  • Κυριαρχεί ο μύθος μιας παρελθούσας χρυσής εποχής του χριστιανισμού προς την οποία οι χριστιανοί οφείλουν να επιστρέψουν.
  • Υπάρχει μια ψύχωση ενάντια σε κάθε μορφή καινοτομίας.
  • Αρχικά το κίνημα δεν επιθυμεί την εμπλοκή στον πολιτικό στίβο, ούτε διαθέτει ατζέντα σχετικά με τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες. Αργότερα όμως αυτό θα αλλάξει, ανοίγοντας το δρόμο τόσο για το Ευαγγέλιο της Ευημερίας (Prosperity Gospel), την πίστη ότι οι χριστιανοί απολαμβάνουν την προνομιακή εύνοια του Θεού, όπως αυτή φανερώνεται δια μέσου της κοινωνικής και οικονομικής επιτυχίας, όσο και για τη Θρησκευτική Δεξιά, η οποία επιθυμούσε να διαμορφώσει πολιτικά τις ΗΠΑ σύμφωνα με το κήρυγμα κάποιων νεώτερων ευαγγελικών παστόρων.
  • Κυριαρχεί μια έλλειψη ιστορικής προοπτικής, μια ανιστορικότητα στην αποτίμηση τόσο του παρελθόντος όσο και του παρόντος και του μέλλοντος.
  • Το κίνημα χαρακτηρίζεται από σαφή χιλιαστικά μοτίβα. Για την ακρίβεια εντός του φονταμενταλισμού συνυφαίνονται τρεις τάσεις χιλιαστικών προσδοκιών. H πρώτη διαπνέεται από την πίστη σε μια ενδοϊστορική δεύτερη έλευση του Ιησού στη γη η οποία θα προηγηθεί της χιλιετούς βασιλείας των δικαίων επί της γης (premillennialism). H δεύτερη τάση χαρακτηρίζεται από την πίστη ότι η δεύτερη έλευση του Χριστού θα λάβει χώρα μετά την χιλιετή βασιλεία των δικαίων επί της γης (postmillennialism). H τρίτη θεωρεί ότι η βασιλεία των δικαίων επί της γης έχει μεταφορική και όχι κυριολεκτική σημασία (amillennialism). Τα χιλιαστικά αυτά μοτίβα δεν απαντώνται πάντοτε σε καθαρή μορφή, αλλά συχνά αναμιγνύονται. Το πιο συχνά διαδομένο παράδοξο είναι ο συνδυασμός του δόγματος για την άμεση έλευση του Χριστού και το συνακόλουθο τέλος του κόσμου, με μια ρητορική αναμόρφωσης της αμερικανικής κοινωνίας στη μακρά διάρκεια. Αυτό που προέχει σ’ αυτή τη μίξη δεν είναι βέβαια η ιδεολογική συνέπεια, αλλά η πολιτική χρησιμότητα.

            Οι φονταμενταλιστές κέρδισαν αρχικά κάποιες μάχες, αλλά οι εξελίξεις σύντομα έδειξαν πως δύσκολα θα κέρδιζαν τον πόλεμο. Αν και αρχικά κέρδισαν στη δίκη Scopes στη συνέχεια ακολούθησαν και άλλες ανάλογες  δίκες με αποτέλεσμα η φυσική επιλογή να γίνει μέρος της διδακτέας σχολικής ύλης. Οι φονταμενταλιστές δεν ήταν απ’ αυτούς που θα παρέδιδαν εύκολα τα όπλα. Δίνοντας διαρκώς μάχες οπισθοφυλακών εξασφάλισαν την παράλληλη διδασκαλία του Δημιουργισμού στις πιο συντηρητικές πολιτείες, αλλά ήταν πια φανερό προς τα πού έκλινε η πλάστιγγα. Οι πρώτοι φονταμενταλιστές δεν αντιμετώπισαν όμως προβλήματα μόνο από τους φιλελεύθερους αντίπαλούς τους. Όπως κάθε κίνημα αναγεννημένων ανθρώπων (born-again) σύντομα διαπίστωσαν πως δυσκολεύονταν να κληροδοτήσουν την κληρονομιά τους στην επόμενη γενιά. Η σταδιακή αποστασιοποίηση των νεώτερων φάνηκε αρχικά από την πρόκριση του ονόματος ευαγγελικοί (evangelicals) έναντι του φονταμενταλιστές, το οποίο είχε ήδη αρχίσει να φαντάζει δυσοίωνο, και συνεχίστηκε με ριζικές αλλαγές στην αρχική ατζέντα και τον τρόπο που αντιλαμβάνονταν οι ευαγγελικοί τη θέση και την αποστολή τους στον γοργά εξελισσόμενο κόσμο.

            Μια συνοπτική παρουσίαση των αλλαγών που επέφεραν οι νεώτεροι ευαγγελικοί στους διαφόρους τομείς της σκέψης και της δράσης και της εν γένει στάσης του μέσα στον κόσμο έχει ως εξής[3]:

Ως προς τους διάφορους τομείς της σκέψης:

  • Ιστορία: από μια ανιστορική προοπτική οδηγήθηκαν στην ανατίμηση και έρευνα της αρχικής χριστιανικής παράδοσης.
  • Θεολογία: από την προτασιακή (propositional) λογική, την φιλοδοξία δηλαδή να καταγραφεί η δογματική ακρίβεια σε μια σειρά αναντίρρητων δογματικών προτάσεων, προέκριναν την αφήγηση (narrative), την ανάδειξη της ιστορίας της σωτηρίας ως μιας διαχρονικής Μεγάλης Αφήγησης, στην οποία μπορεί να ενσωματώσει κάθε άνθρωπος τη δική του προσωπική αφήγηση. Με άλλα λόγια κάθε πιστός όφειλε και μπορούσε πλέον να βρει το εαυτό μέσα στις αφηγήσεις της Βίβλου, αφηγήσεις με αρχή, μέση και τέλος.
  • Απολογητική: Από την έμφαση στον ορθολογισμό και τη φιλοσοφία του κοινού νου (common sense) οδηγήθηκαν στην ενσωμάτωση μέσα στην κοινότητα και στην αναγκαιότητα της μαρτυρίας.
  • Εκκλησιολογία: από τη θεωρία περί αόρατης εκκλησίας προτιμούσαν τώρα την πρόταξη μιας εκκλησίας η οποία οφείλει να γίνεται ορατή μέσα στον κόσμο.

Ως προς τους διάφορους τομείς της δράσης:

  • Ο ρόλος της εκκλησίας δεν ήταν πια να συνιστά μια αγορά (market) θρησκευτικών υπηρεσιών, αλλά μια αποστολή (mission) μέσα στον κόσμο
  • Αυτό που θα έπρεπε να χαρακτηρίζει τους πάστορες δεν ήταν πλέον η ισχύς, αλλά η διακονία.
  • Η κατήχηση θα έπρεπε να μην έχει πληροφοριακό-γνωσιακό, αλλά διαμορφωτικό χαρακτήρα.
  • Η πνευματική καθοδήγηση δεν μπορούσε να παραμένει νομικίστικη και δικανική, αλλά όφειλε να διαπνέεται από πνεύμα ελευθερίας και ευθύνης.
  • Η ποιμαντική της νεότητας έπρεπε να δίνει έμφαση στην προσευχή και όχι στις ψυχαγωγικές συνάξεις (parties).

Ως προς την εν γένει σχέση τους με τον κόσμο:

  • Οι φονταμενταλιστές ήταν καχύποπτοι έναντι της επιστήμης και της λογιοσύνης, έτειναν να είναι εχθροί των διανοουμένων. Οι ευαγγελικοί ενθαρρύνουν την ακαδημαϊκή μελέτη αποσκοπώντας σε μια βαθύτερη κατανόηση της πίστης.
  • Οι φονταμενταλιστές είχαν μια μάλλον ‘μηχανική’ οπτική του πώς γράφτηκε η Βίβλος. Οι ευαγγελικοί θεωρούν ουσιώδες να κατανοήσουν τον πολιτισμό και τις συνθήκες υπό τις οποίες γράφτηκε η Βίβλος.
  • Οι φονταμενταλιστές πιστεύουν πως η εγκεκριμένη μετάφραση του Βασιλιά Ιακώβου (Authorized Version, King James Version) ήταν η μοναδική θεόπνευστη μετάφραση της Βίβλου. Οι ευαγγελικοί εκτιμούν την εγκεκριμένη μετάφραση, αλλά πιστεύουν πως υπάρχουν πλέον πιο ακριβείς μεταφράσεις.
  • Οι φονταμενταλιστές είχαν μια τάση προς την κατά γράμμα, την κυριολεκτική ερμηνεία της Βίβλου. Οι ευαγγελικοί βλέπουν τη Βίβλο ως μια πλούσια συλλογή ιστορικών, ποιητικών, προφητικών, μεταφορικών και συμβολικών κειμένων και θεωρούν πως πρέπει να κατανοηθούν αναλόγως.
  • Οι φονταμενταλιστές αρνούνται τη σχέση και τον συγχρωτισμό με άλλους χριστιανούς οι οποίοι δεν αποδέχονται εξ ολοκλήρου τις απόψεις τους. Οι ευαγγελικοί δεν επιθυμούν να διαπραγματευτούν τα ουσιώδη της πίστης τους, αλλά πιστεύουν πως δευτερεύουσες διαφορές δεν πρέπει να τους εμποδίζουν να συνεργάζονται σε κοινές δράσεις με τους άλλους χριστιανούς.
  • Οι φονταμενταλιστές επέτρεψαν κατά καιρούς στην επικρατούσα νοοτροπία να επηρεάσει τις αντιλήψεις τους. Έτσι κάποιοι εξ αυτών υποστήριξαν τη φυλετική μισαλλοδοξία, υιοθέτησαν την αντίληψη ότι η πίστη ευνοεί την υλική ευημερία (prosperity gospel) και υιοθέτησαν πολιτικές αντιλήψεις της δεξιάς όταν δεν στρατεύτηκαν και ανοικτά μαζί της δημιουργώντας, αργότερα, τη Θρησκευτική Δεξιά. Οι ευαγγελικοί θέλουν η Βίβλος να αμφισβητεί και να κρίνει τον πολιτισμό, του δικού τους συμπεριλαμβανομένου.
  • Οι φονταμενταλιστές είχαν αρχικά αρνηθεί ότι το Ευαγγέλιο ενέχει κοινωνικούς υπαινιγμούς και προτάσεις για την αναμόρφωση της κοινωνίας. Οι ευαγγελικοί πιστεύουν πως οι χριστιανοί έχουν το καθήκον να είναι το άλας της γης και το φως του κόσμου, η εκκλησία να είναι μια εναλλακτική πόλις.
  • Οι φονταμενταλιστές επιμένουν σε κάποιες συγκεκριμένες απόψεις σχετικά με τη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Οι ευαγγελικοί πιστεύουν πως υπάρχουν νόμιμες διαφοροποιήσεις στις κατά καιρούς ερμηνείες σχετικά με τις λεπτομέρειες της δεύτερης έλευσης του Ιησού ως Κυρίου της Ιστορίας και κριτή του κόσμου.

 

ΙΙ

             Οι εξελίξεις στο χώρο της εκκλησίας και των θρησκευτικών νοοτροπιών στην Ελλάδα κατά τον 19ο και τον 20ο αιώνα μοιάζει σε μια πρώτη ματιά να έχουν μικρή ή και καθόλου σχέση με τις ανάλογες εξελίξεις που επέφεραν στην αμερικανική θρησκευτική νοοτροπία τα κινήματα της Μεγάλης Αφύπνισης και τα συνακόλουθα των Φονταμενταλιστών και των Ευαγγελικών. Οι πολυδιασπασμένες προτεσταντικές εκκλησιαστικές κοινότητες της Αμερικής δεν θυμίζουν σχεδόν σε τίποτα τις ορθόδοξες κοινότητες της ελλαδικής επικράτειας. Εν τούτοις, μια πιο προσεκτική ματιά μπορεί να αναδείξει κάποιες αναλογίες, πιο συγκριμένα την ανάδυση κάποιων κοινών μοτίβων, τα οποία δεν οφείλονται βεβαίως στην άμεση επιρροή και αφομοίωση στοιχείων προερχόμενων από τη Δύση (αν και η παρουσία και δράση περιοδευόντων αμερικανών μισιοναρίων και η ίδρυση σχολείων από θρησκευτικά ιδρύματα του δυτικού κόσμου άφησαν κατά τόπους κάποια αποτυπώματα), αλλά στην κοινή ιστορική συγκυρία: την εμφάνιση της επελαύνουσας νεωτερικότητας ως μιας εντελώς νέας πρόκλησης την οποία οι παραδοσιακές χριστιανικές κοινότητες της ορθόδοξης Ελλάδας δεν μπορούσαν κατά κανένα τρόπο να παραβλέψουν. Αν ο φονταμενταλισμός, ως διακριτό ιστορικό κίνημα έχει αμερικανικές ρίζες, θεωρούμε πως μπορούμε βάσιμα να υποστηρίξουμε ότι ως θρησκευτικός ιδεότυπος επιπολάζει και αλλού, διαταράσσοντας την αρκαδική γαλήνη των χριστιανικών κοινοτήτων της ελλαδικής επικράτειας. Προκειμένου όμως να κατανοήσουμε, έστω και ακροθιγώς, τη σύγχρονη συζήτηση περί φονταμενταλισμού στον τόπο μας είναι απαραίτητο ένα ελάχιστο σχεδιάγραμμα των εξελίξεων του εκκλησιαστικού χώρου κατά τους δυο τελευταίους αιώνες. [4]

            O βασικότερος πυλώνας της νεωτερικής επέλασης στον ελλαδικό χώρο ήταν βέβαια η ίδρυση του νεοελληνικού κράτους το οποίο φιλοδοξούσε να εκσυγχρονίσει την άρτι απελευθερωθείσα επικράτεια σύμφωνα με την ατζέντα του δυτικού έθνους-κράτους. Όσον αφορά τον εκκλησιαστικό χώρο η ατζέντα περιελάμβανε την δημιουργία μιας «κρατικής θρησκείας» (ανάλογης της δυτικής civil religion) η οποία θα είχε ως πρωταρχικό της μέλημα να ανταποκριθεί στις εθνοποιητικές ανάγκες του νεωτερικού κράτους. Στον σχεδόν ενάμιση αιώνα που ακολούθησε, αυτή η κρατική εκκλησία οριοθέτησε τη θέση της και διαμόρφωσε την ταυτότητά της αντιμετωπίζοντας μια σειρά από διαδοχικούς εχθρούς, οι οποίοι πάντοτε ήταν ταυτόχρονα και εχθροί του κράτους: τους Τούρκους από τους οποίους έπρεπε να αποσπάσουν εδάφη που κατοικούνταν από ομόδοξους και ομοεθνείς, τους δυτικούς που επιβουλεύονταν την ανεξαρτησία του ελλαδικού κράτους και επιθυμούσαν την υπονόμευση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, τους Βούλγαρους, οι οποίοι με πρόσχημα την εκκλησιαστική αυτονομία εποφθαλμιούσαν ελληνικά εδάφη, τους κομμουνιστές, οι οποίοι είχαν κατά νου μια εκκοσμικευμένη ουτοπία, η οποία αντιστρατευόταν ρητώς την χριστιανική κοσμοαντίληψη. Μετά την μεταπολίτευση, και λόγω αδυναμίας εξευρέσεως ενός νέου κοινού αντιπάλου κράτους και εκκλησίας,  ο οποίος θα προσέφερε στο κράτος και την εκκλησία κοινό στόχο και ανάγκη για αγαστή συνεργασία ο προβληματικός αυτός γάμος καταρρέει.[5]  Αυτό που ζούμε σήμερα δεν είναι τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από τις  σκηνές ενός αμήχανου (ή κατ’ άλλους κακού) διαζυγίου.

            Παράλληλα όμως με την ίδρυση μιας «κρατικής» εκκλησίας, και σε αντίδραση προς αυτήν, εμφανίστηκαν μια σειρά αντιστασιακών λόγων (discourses) και αντίστοιχων κινημάτων τα οποία απέβλεπαν στη «σωτηρία» του γένους μέσω της ορθόδοξης παράδοσης. Τα κινήματα αυτά χαρακτηρίζονταν από ένα πνεύμα αντίδρασης, διαμαρτυρίας και αντίστασης απέναντι στις νέες πραγματικότητες  και ιεραρχήσεις που παρήγαγε το νεωτερικό κράτος. Στο προσκήνιο εμφανίστηκαν πολλοί και ποικίλοι, ατομικοί και συλλογικοί, φορείς αυτού του αντιδραστικού και αντιστασιακού κινήματος. Σταχυολογώντας τους πλέον χαρακτηριστικούς μπορούμε να αναφέρουμε τα αγροτικά κινήματα που κατέκλυσαν την Ελλάδα κατά τον 19ο αιώνα (από τη μεσσηνιακή εξέγερση του 1833 έως το κίνημα του Παπουλάκου το 1852), τον Κωνσταντίνο Οικονόμο τον εξ Οικονόμων (στη μακρά διαμάχη του με τον Θεόκλητο Φαρμακίδη σχετικά με το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά και γενικότερα με την εν γένει φυσιογνωμία της), τον Απόστολο Μακράκη και τους επιγόνους του (από τον Σύλλογο Ανάπλασις έως τον Ευσέβιο Ματθόπουλο ιδρυτή της Αδελφότητος Θεολόγων Η Ζωή) οι οποίοι αρδεύουν από τα νάματα του προφητικού χιλιασμού. [6] Η ίδρυση της Ζωής το 1907 , η κυριαρχική παρουσία της στον εκκλησιαστικό χώρο για σχεδόν τρεις δεκαετίες (ως χρονικά ορόσημα μπορούμε να θέσουμε το 1923, όταν η Ιερά Σύνοδος απαλλάσσει τους πρωτεργάτες της Ζωής από τις κατηγορίες για κακοδοξία, και το 1960, έτος διάσπασης της αδελφότητας και δημιουργίας της αδελφότητας  Σωτήρ) και η παρακμή του ευσεβιστικού κινήματος μετά τη διάσπαση του 1960 κατέχει κεντρική θέση στην εκκλησιαστική ιστορία και την ιστορία των νοοτροπιών του 20ου αιώνα, η σημασία και το εύρος της οποίας δε έχει βρει ακόμη την ιστοριογραφική αποτύπωση που της αξίζει. Η λεγόμενη θεολογία του ’60 και η αναζωπύρωση του κοινοβιακού μοναχισμού στο Άγιον Όρος είναι αδύνατον να ερμηνευτούν και να περιγραφούν επαρκώς αν δεν ιδωθούν ως αντίδραση και εναλλακτική προοπτική στην αποτυχημένη προσπάθεια εκσυγχρονισμού του ευσεβιστικού κινήματος.[7]

            Ο προερχόμενος από τον Διαφωτισμό εθνικισμός και ο προφητικός χιλιασμός θα συνδεθούν και θα συμπορευτούν κατά την επανάσταση του 1821. Μετά όμως από την απελευθέρωση και την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους οι εύθραυστες ισορροπίες θα διαταραχθούν και οι εγγενείς αντιφάσεις θα έρθουν στο προσκήνιο. Ό,τι θα μπορούσε μέχρι τότε να θεωρηθεί αρμονική συνύπαρξη ήταν μοιραίο να μετατραπεί σε απλή ασυναρτησία,  αφού τα ετερόκλητα στοιχεία δεν είχαν προλάβει να οδηγηθούν σε μια σύνθεση, ούτε όμως είχε γίνει φανερή και η πλήρης εσωτερική αντίθεσή τους κατά τρόπο πολωτικό που θα καθιστούσε αδύνατη κάθε απόπειρα σύζευξης. Όσο θα αποκαλύπτεται ότι αυτοί που είχαν αναλάβει τα ηνία και την ευθύνη της εξουσίας, συνεργαζόμενοι με τη Βαυαροκρατία, άλλοτε με αγαστή σύμπνοια (όπως έγινε στο θέμα της εκκλησιαστικής μεταρρύθμισης και το κλείσιμο των μοναστηριών) και άλλοτε με ρεαλιστικό συμβιβασμό (όταν αφορούσε το μοίρασμα της εξουσίας), διαμορφώνουν θεσμούς και αντιλήψεις τις οποίες οι εκπρόσωποι του προφητικού χιλιασμού δεν μπορούσαν να αποδεχθούν σε καμία περίπτωση μια σειρά από εξεγέρσεις και κινήματα ξεσπούν ανά την επικράτεια. Πρόκειται για ένα «ρήγμα» το οποίο με διαφορετικές μορφές θα επιβιώνει και θα καθορίζει τις εξελίξεις οδηγώντας στην εμφάνιση μοτίβων σκέψης και πρακτικών που θυμίζουν τη φονταμενταλιστική ατζέντα: επίθεση στον Πάπα και τον Ρωμαιοκαθολικισμό, συνολική εχθρότητα προς τη Δύση, αντιπαράθεση με την θεσμική εκκλησία, επίκληση αποκαλυπτικών οραμάτων, πρόταγμα κοινωνικής αναμόρφωσης, επιδίωξη μιας μορφής χριστιανο-σοσιαλισμού μέσω της «ουρανοποίησης» της γης, αντίδραση στην μετάφραση των βιβλικών κειμένων στην καθομιλουμένη (Ευαγγελιακά), αντίδραση ακόμη και στην μετάφραση της αρχαίας τραγωδίας στην καθομιλούμενη προκειμένου να ανέβει μια σύγχρονη παράσταση (Ορεστειακά), ανάδυση της μασονίας ως βασικού αντιπάλου,  κυριαρχία ενός γενικευμένου ηθικού πανικού ο οποίος γίνεται εμφανής κάθε φορά που κάτι καινοφανές απειλούσε να αλλοιώσει τα πατροπαράδοτα ήθη (π.χ. διαμάχη για Παρθεναγωγείο Βόλου,  Μαρασλειακά, εμφάνιση φεμινιστικών αιτημάτων). Το ιστορικό παρελθόν και η ορθόδοξη παράδοση ταυτίζονται σε τέτοιο βαθμό που η διαφορά μορφής και περιεχομένου  παύει να είναι διακριτή. Ως αποτέλεσμα έρχεται η αντίδραση σε κάθε προσπάθεια εκσυγχρονισμού: η μετάφραση των Γραφών στην ομιλούμενη γλώσσα, η μεταρρύθμιση του τυπικού, ο θεολογικός διάλογος με τη δυτική θεολογία,  δεν μπορεί παρά να γίνονται αντιληπτά ως προδοσία της ορθόδοξης παράδοσης.

            Το βασικότερο όμως στοιχείο, αυτό που κυριαρχεί στους επιγόνους του προφητικού χιλιασμού (από τον Μακράκη μέχρι το ευσεβιστικό κίνημα, από την αντίδραση στην αλλαγή του ημερολογίου μέχρι την  αντίδραση για τη συμμετοχή στον οικουμενικό διάλογο και στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών, από την άρση των αναθεμάτων από τον Πατριάρχη Αθηναγόρα μέχρι τους σημερινούς επικριτές της Συνόδου των Ορθοδόξων Εκκλησιών στην Κρήτη) είναι η υποψία ότι η θεσμική εκκλησία έχει  προδώσει την αυθεντική πίστη, έχει νοθεύσει την Ορθόδοξη παράδοση προκειμένου να έλθει σε μια συναλλαγή με τις εκκλησίες της Δύσης και κυρίως την παπική Ρωμαιοκαθολική εκκλησία.  

            Ο δρόμος σταδιακά ανοίγει  για να γίνει και το επόμενο βήμα, όπως το περιγράφει ιδεοτυπικά ο Μανχάιμ: ο προφητικός χιλιασμός μετατρέπεται σε ευσεβισμό.[8] Τα βασικά στοιχεία του ευσεβισμού είναι η ανάγκη πνευματικής «αφύπνισης» του πιστού, η δικανική παροχή χάριτος για την υπέρβαση της αμαρτίας, ο διάχυτος συναισθηματισμός και η ηθικολογία. Όντας αναποφάσιστος απέναντι στην πολιτική δράση, ο ευσεβισμός εστιάζει την προσοχή των πιστών σε αρετές όπως η τάξη, η συνέπεια, η ειλικρίνεια, η φιλοπονία και η φειδώ. Ο ευσεβισμός έχοντας παραιτηθεί από το αίτημα του προφητικού χιλιασμού για αλλαγή του πολιτικοκοινωνικού καθεστώτος θα στρέψει την προσοχή του στην εθνοποιητική διαδικασία εξαστισμού τόσο στους κόλπους του κράτους όσο και της εκκλησίας. Όσοι είναι δυσαρεστημένοι με την κοινωνική ανισότητα και δυσαρμονία θα διοχετεύσουν την αντίδρασή τους στις καινούργιες φωνές που εμφανίζονται αυτή την εποχή, αρχικά σοσιαλιστικές και σύντομα κομμουνιστικές.

            Το ευσεβιστικό κίνημα  μπόρεσε κατά τα χρόνια της κυρίαρχης παρουσίας του στην ελλαδική εκκλησία να προσφέρει τη  μόνη μέχρι στιγμής εκσυγχρονιστική πρόταση και μάλιστα χωρίς αυτή η μεταρρυθμιστική πρωτοβουλία να προκαλέσει σχίσμα στους κόλπους της εκκλησίας όπως έγινε στη  Δύση.[9] Η πρόταση αφορούσε όλους τους τομείς της ποιμαντικής ζωής: κήρυγμα, εξομολόγηση, εκκλησιαστική μουσική, εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, έκδοση βιβλίων και περιοδικών, μετάφραση της Βίβλου στην καθομιλουμένη, δημιουργία κατηχητικών σχολείων και κατασκηνώσεων, δημιουργία κύκλων επιστημόνων, εκπαιδευτικών, εργαζομένων και γυναικών, δημιουργία αδελφοτήτων αφιερωμένων στην διακονία στα νοσοκομεία κ.α. [10]

            Η διάσπαση του 1960 και οι εξελίξεις που αυτή επέφερε (σφοδρές διαμάχες για την περιουσία της αδελφότητας, τα πνευματικά δικαιώματα κ.α.) αμαύρωσαν την ηθική αίγλη του κινήματος. Η δικτατορία του 1967 και η αίσθηση ότι άνθρωποι προερχόμενοι από το ευσεβιστικό κίνημα συνεργάστηκαν στη δημιουργία αυτού του εξαμβλώματος που ονομάστηκε Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών έδωσαν τη χαριστική βολή στο εγχείρημα. Μετά τη μεταπολίτευση θα γίνουν εμφανείς κάποιες νέες τάσεις με εμφανή όμως τη σκιά του ευσεβιστικού παρελθόντος. Η βραχύβια, όπως αποδείχθηκε, θετική αίσθηση που προκάλεσαν η θεολογία του ’60 και η αναβίωση του αγιορείτικου μοναχισμού έδωσαν σύντομα τη σκυτάλη σε μια αναδίπλωση με κύρια χαρακτηριστικά την ανάδειξη της ιδιαιτερότητας του ελληνισμού, τον αδιαφοροποίητο αντιδυτικισμό και τη νοσταλγία ενός «ένδοξου βυζαντινισμού». Παράλληλα η επικαιρότητα ανέδειξε μια σειρά από προκλήσεις που έκαναν φανερή τη συντηρητική στροφή αρκετών από αυτούς που κάποτε έμοιαζαν άγγελοι της αλλαγής (αντίδραση σε κάθε αλλαγή στην εκκλησία ιδίως σε θέματα που αφορούν τη γλώσσα και το εκκλησιαστικό τυπικό, αντίδραση στα θετικά πορίσματα του διαλόγου με τις προ-Χαλκηδόνιες εκκλησίες, εμμονή σε θέματα όπως το χάραγμα του αντιχρίστου, οι ηλεκτρονικές ταυτότητες, οι πιστωτικές και άλλες κάρτες, ο ΑΜΚΑ και το ηλεκτρονικό φακέλωμα κλπ.)

            Κοινή σε όλες αυτές τις τάσεις είναι τώρα η γενικόλογη και φανερά ανιστορική επίκληση στην πατερική παράδοση και η ακραία αντιδυτική στάση. Στο βαθμό όμως που η πολιτισμική επανάσταση έκανε εμφανή την δυναμική παρουσία της και στην μεταπολιτευτική Ελλάδα και καθώς ο ηθικός σχετικισμός και ο καταναλωτικός ευδαιμονισμός κυριάρχησαν, καμία από αυτές τις τάσεις δεν μπόρεσε να έχει ουσιαστικό αντίκτυπο στην ελληνική κοινωνία, ανάλογο με αυτό του ευσεβιστικού κινήματος στη χρυσή τριακονταετία 1930-1960, και ήδη είναι εμφανή τα σημάδια της παρακμής.

            Θα κλείσουμε αυτό το στοιχειώδες σχεδιάγραμμα με μια τελευταία παρατήρηση. Στον Ελλάδα δεν εμφανίστηκε ποτέ μια ισχυρή φιλελεύθερη φωνή εντός της ελλαδικής εκκλησίας. Οι όποιες σχετικές φωνές ακούστηκαν, προτείνοντας μια πεφωτισμένη εκδοχή θρησκευτικότητας, προέρχονταν από το χώρο των διανοουμένων και του Διαφωτισμού και δεν διεμβόλισαν ποτέ την εκκλησιαστική κοινότητα. Προέρχονταν είτε από μετριοπαθείς διαφώτιστες (Κοραής) είτε από ριζοσπάστες διαφωτιστές (Παμπλέκης) είτε από έκκεντρους ονειροπόλους μεταρρυθμιστές (Καΐρης) είτε από ιδεαλιστές φιλοσόφους (Κανελλόπουλος, Θεοδωρακόπουλος, Τσάτσος). Μια φωνή που νομίζουμε πως αξίζει ιδιαίτερη μνημόνευση, γιατί ενώ ξεκινά από κοινούς τόπους της φιλελεύθερης παράδοσης καταλήγει, μέσα από την ευαίσθητη ανάγνωση των σημείων των καιρών, σε μια ουσιαστική συνάντηση με τη χριστιανική παράδοση είναι ο Γιώργος Θεοτοκάς.            Το γεγονός πως δεν άφησε ισχυρούς επιγόνους επιβεβαιώνει την υποψία πως η εκκλησιαστική παράδοση δεν μπόρεσε να έρθει σε γόνιμο διάλογο με τον νεοελληνικό πολιτισμό, πόσο μάλλον με τις παγκόσμιες εξελίξεις στο χώρο του πολιτισμού, γενικά, και των χριστιανικών κοινοτήτων ειδικότερα.

             Έτσι αν στις μέρες μας στην Αμερική, αλλά και αλλού στη Δύση, ευαγγελικοί και μετά-φιλελεύθεροι[11] συναντώνται σε γόνιμο διάλογο ξεπερνώντας την αρχική σφοδρή αντιπαράθεση φονταμενταλιστών και φιλελευθέρων κάτι ανάλογο δεν φαίνεται για την ώρα τουλάχιστον να είναι ορατό, ούτε ως ευσεβής πόθος, στον τόπο μας.[12] Κι αυτό γιατί στην περίπτωση της Ελλάδας δεν υπάρχουν αντίστοιχα συλλογικά υποκείμενα με διαμορφωμένη ταυτότητα, με γνώση της ιστορικής τους παράδοσης και επίγνωση των ορίων και των αστοχιών αυτής της παράδοσης που να οδηγούν σε αυτοκριτική, αναστοχασμό και επαναπροσδιορισμό της δράσης τους. «Φονταμενταλιστές» και «φιλελεύθεροι», «συντηρητικοί-ζηλωτές» και «εκσυγχρονιστές» συνιστούν όρους χωρίς σαφές περιεχόμενο, χωρίς διαυγή αποτύπωση της παρούσης ιστορικής συγκυρίας. Συγχέοντας, σχεδόν οι πάντες, τις επιθυμίες τους με την πραγματικότητα αδυνατούν στοιχειωδώς να χαράξουν για την ελλαδική εκκλησία μια πορεία προς το μέλλον εντός ενός γοργά εξελισσόμενου κόσμου.

ΙΙΙ

            Τόσο οι φονταμενταλιστές όσο και οι αντίπαλοί τους οραματιστές της εκκοσμίκευσης διαψεύστηκαν στις προφητείες τους. Οι φονταμενταλιστές μιλούσαν για το επικείμενο τέλος του κόσμου και της ιστορίας, την άμεση δεύτερη έλευση του Κυρίου και τη συνακόλουθη ημέρα της κρίσεως. Απεδείχθη πως το μέλλον διαρκεί πολύ… Οι προφητείες για μια άμεση παρακμή του φονταμενταλισμού απεδείχθησαν όμως εξίσου εσφαλμένες στο βαθμό που οι νεώτερες γενιές των ευαγγελικών μπόρεσαν να προσαρμοσθούν με επιτυχία στις προκλήσεις των καιρών. Παράλληλα η ικανότητα των θετικών επιστημών και της φιλελεύθερης δημοκρατίας να παράσχουν μια συνεκτική και θελκτική πρόταση που θα προσέφερε λύσεις στα καινούργια προβλήματα αποδείχθηκε υπερτιμημένη. Φονταμενταλιστές και ευαγγελικοί από τη μια μεριά και φιλελεύθεροι και μετα-φιλελεύθεροι από τη άλλη είναι αναγκασμένοι  προς το παρόν να συνυπάρξουν.

            Όσο οι κύριες ομολογίες του προτεσταντισμού υιοθετούσαν την κοινωνική ατζέντα της μετριοπαθούς αριστεράς, όσο δηλαδή, απέναντι στη λαίλαπα του μοντερνισμού, προσέφεραν, σύμφωνα με την προσφυή έκφραση του Αλασντάιρ Μακιντάιρ, όλο και λιγότερα (δόγματα) προς τα οποία οι άθεοι θα δυσπιστούσαν[13], τόσο o φονταμενταλισμός εδραιωνόταν στις συνειδήσεις πολλών πιστών, καθώς ανακάλυπταν σ’ αυτόν την ανάγκη εκείνης της πειθαρχίας που θα τους παρείχε βοήθεια στα προβλήματα του γάμου τους ή στους ποικίλους αυτοκαταστροφικούς εθισμούς τους, δίνοντάς τους παράλληλα νόημα και την σταθερότητα μιας κοινότητας με σαφείς αξίες και αναμφισβήτητες πηγές αυθεντίας μέσα σ’ έναν κόσμο που φάνταζε όλο και πιο απειλητικά ρευστός.

            Χαρακτηριστικό παράδειγμα των αντιφάσεων που χαρακτήριζαν τον φιλελεύθερο προτεσταντισμό στην προσπάθειά του να διαμορφώσει ένα ήθος για το αμερικανικό έθνος και του αδιεξόδου στο οποίο τον οδήγησαν είναι η εξέλιξη του αμερικανικού πανεπιστημίου. Σύμφωνα με τη άποψη ενός εμβριθούς μελετητή του φαινομένου, ο προτεσταντισμός δημιούργησε το αμερικανικό πανεπιστήμιο για να καταβροχθισθεί στη συνέχεια από το δημιούργημά του. [14] Παρά το γεγονός πως το πανεπιστήμιο ήταν ένας θεσμός διαμορφωμένος από και εμβαπτισμένος στην προτεσταντική παράδοση, με το πέρασμα του χρόνου άρχισε  να γίνεται εμφανής μια παράδοξη κατάσταση: εντός του πανεπιστημίου αυτός ο χριστιανικός χαρακτήρας του αμερικανικού έθνους γινόταν όλο και πιο ακατανόητος. Αυτό το φαινομενικό παράδοξο ονομάσθηκε το catch 22 του φιλελεύθερου προτεσταντισμού [15]: όσο περισσότερο ο προτεσταντισμός κατανοούσε τον εαυτό του ως το συλλογικό υποκείμενο που είχε αναλάβει την αποστολή να διαμορφώσει ένα ήθος για την Αμερική τόσο λιγότερο μπορούσε να είναι ρητά και φανερά χριστιανικός.

            Όμως όσο κι αν η φονταμενταλιστική και η φιλελεύθερη θεολογική προοπτική μοιάζουν αντίθετες και ασυμβίβαστες, διαθέτουν μια απροσδόκητη κοινή προκείμενη. Συνιστούν και οι δυο ιδεολογικά προσωπεία του Διαφωτισμού στην υπηρεσία αυτού του φανταστικού υποκειμένου των Νέων Χρόνων — του αυτόνομου ορθολογικού ατόμου — το οποίο πιστεύει ότι η αλήθεια, γενικά, και η αλήθεια της χριστιανικής πίστης, ειδικότερα, μπορεί να προσληφθεί χωρίς τη μύηση σε μια κοινότητα η οποία απαιτεί τη μεταμόρφωση του εαυτού. Τόσο ο φονταμενταλισμός όσο και ο χριστιανικός φιλελευθερισμός συνιστούν απόπειρες να διατηρηθεί η επίδραση του κωνσταντίνειου χριστιανισμού — ενδεδυμένου τώρα με την ισχύ του διαφωτιστικού ορθολογισμού — στην προσπάθεια να διατηρηθεί η χριστιανική ηγεμονία πάνω στα ήθη του δυτικού πολιτισμού.

            Τηρουμένων των αναλογιών,  όσο η ελλαδική εκκλησία, η δημιουργημένη σύμφωνα με τις επιταγές και τη στοχοθεσία του κράτους, θεωρούσε ως αποστολή της τη σωτηρία του ελληνικού έθνους, της ελληνικής γλώσσας και του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού από τους ποικίλους διαδοχικούς εχθρούς, τόσο αποδεικνυόταν ανίκανη να συνιστά μια συνεπή μαρτυρία προς τον κόσμο για τον Χριστό και το Ευαγγέλιο.

            Ο φονταμενταλισμός υπήρξε, συνελόντι ειπείν, μια βεβιασμένη και ατελέσφορη λύση σε ένα υπαρκτό πρόβλημα: πώς κληροδοτούμε τη χριστιανική παράδοση στις νεώτερες γενιές οι οποίες βιώνουν εντελώς νέες συνθήκες μέσα σ’ έναν γοργά μεταβαλλόμενο κόσμο; Το ερώτημα δεν έχει βέβαια μια προφανή απάντηση. Όμως η ψυχανάλυση, η ιστορία και η θεολογία μπορούν, ο καθεμία από τη μεριά της, να μας φανερώσουν κάποιους ορατούς κινδύνους, αλλά και κάποια μονοπάτια που να οδηγούν σε κάποιο ξέφωτο.

            Σύμφωνα με τη ψυχαναλυτική ματιά οι πειρασμοί είναι δυο.[16] Ο πειρασμός στον οποίο τείνουν να υποκύπτουν οι φονταμενταλιστές είναι η εξομοίωση της κληρονομιάς με την αυτούσια επανάληψη αυτού που ήδη υπήρξε. Το κληρονομείν όμως δεν είναι η αναπαραγωγή του παρελθόντος, η αναβίωση αυτού που έχει ήδη συμβεί. Όποιος εμφορείται από αυτή την αντίληψη χαρακτηρίζεται από τη νευρωτική τάση της αέναης βρεφοποίησης του υποκειμένου, δηλαδή την καθήλωση σε μια αέναη ανωριμότητα, την υπακοή δίχως κριτική σκέψη και τη μνημειακή διατήρηση του παρελθόντος από φόβο προς την υπεύθυνη δημιουργικότητα. Όταν η ιστορική γνώση, η γνώση του παρελθόντος, δεν υπηρετεί τις ανάγκες του παρόντος τότε δεν έχουμε αυθεντική, αλλά νευρωτική κληρονομιά. Όποιος δρα κατ’ αυτό τον τρόπο είναι καταδικασμένος στη μελαγχολική ενατένιση ενός άπιαστου εξιδανικευμένου παρελθόντος.

            Ο πειρασμός του φιλελεύθερου είναι αυτός της αποκοπής από κάθε δεσμό με το παρελθόν, η απόρριψη της μνήμης, η άρνηση του συμβολικού χρέους που μας συνδέει με τους πατέρες της παράδοσής μας, η μοντερνιστική κραυγή make it new στην υπηρεσία της εκκλησίας. Αν η «δεξιά» αποτυχία των φονταμενταλιστών έγκειται στον υπερβολικό εναγκαλισμό του παρελθόντος που καθιστά αδύνατη κάθε νέα δημιουργία, η «αριστερή» αποτυχία των φιλελεύθερων προκύπτει από την επηρμένη απόρριψη της παραδεδομένης από το παρελθόν εμπειρίας, ουσιαστικά την άρνηση της κληρονομημένης παράδοσης. Κληρονομώ σημαίνει αναγνωρίζω τον εαυτό μου εγγεγραμμένο σε μια τάξη, σε μια γενεαλογία, η οποία δεν μπορεί ποτέ να βρεθεί ολοκληρωτικά υπό το έλεγχό μου.

            Ο ιστορικός, από τη μεριά του, θα μας υπενθύμιζε πως αναμετρώμενοι με τη διαχρονία άλλοτε επιλέγουμε να εστιάσουμε το βλέμμα μας στο μέλλον κι άλλοτε στο παρελθόν. [17] Στην πρώτη περίπτωση αυτό που προέχει είναι η ουτοπία, η ανάδειξη ενός «ορίζοντα προσδοκιών» προς τον οποίο κατευθύνονται οι σκέψεις και οι ενέργειες. Στη δεύτερη περίπτωση προέχει η μνήμη, και μάλιστα πρωτίστως ως πικρή αποτίμηση του «πεδίου της εμπειρίας», μιας εμπειρίας που βιώνεται ως διάψευση γεννώντας μια στάση δυσπιστίας αν όχι παραίτησης.

            Ο φονταμενταλισμός και ο χριστιανικός φιλελευθερισμός κινούνται ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο άκρα του φάσματος. Το όραμα του ενός για το μέλλον φέρνει στη μνήμη του άλλου πικρές εμπειρίες από το παρελθόν και αντίστροφα. Η ελπίδα του ενός συνιστά το φόβο το άλλου. Δυσκολεύονται και οι δυο να ακολουθήσουν τη συμβουλή του ιστορικού: να αλλάζεις προοπτική, να πολλαπλασιάζεις και να διασταυρώνεις τα σημεία παρατήρησης. Φονταμενταλισμός και φιλελευθερισμός τείνουν να γράψουν την ιστορία μέσα από το παραμορφωτικό κάτοπτρο του μοντέλου της ανόδου και της παρακμής. Η δομή παραμένει η ίδια, αλλάζουν μόνο τα πρόσημα όσον αφορά το περιεχόμενο. Η παρακμή του ενός λογίζεται ως πρόοδος για τον άλλο. Η καθεμία πλευρά επιλέγει να εστιάζει  στις δικές της λαμπρές σελίδες, δεν της περνά όμως από το μυαλό η προσφάτως αποκτηθείσα σοφία του ιστορικού: το να γράφεις ιστορία σημαίνει να λαμβάνεις σοβαρά υπ’ όψιν τη μνήμη των ηττημένων. Είναι η δική τους ανάμνηση αυτή που διαιωνίζεται στο μέλλον ως ανικανοποίητη «λυτρωτική επαγγελία». Βραχυπρόθεσμα η ιστορία μπορεί να γράφεται από τους νικητές, αλλά σε βάθος χρόνου τα ιστορικά κέρδη στο πεδίο της γνώσης έρχονται από τους ηττημένους. Το παρελθόν δεν συνιστά ποτέ κάτι το οριστικά κλειστό. Αν το δούμε ως μια ανολοκλήρωτη εμπειρία, κάτι που δεν έχει κλείσει οριστικά και δια παντός, όπως τόσο συχνά μοιάζει να προδικάζουν οι (πάντοτε) προσωρινοί νικητές της ιστορίας,  παραπέμπει, θέλοντας και μη σε μια βαθύτατα χριστιανική ιδέα: την μεσσιανική ιδέα της έσχατης κρίσης.

            Κι εδώ ο ιστορικός δίνει τη σκυτάλη στο θεολόγο. Πιστεύω πως δεν θα ήμασταν άφρονες αν αποτολμούσαμε μια πρόβλεψη: ποικίλες μεταμορφώσεις του «φονταμενταλισμού» θα συνεχίσουν να συνυπάρχουν και να διασταυρώνουν τα ξίφη τους με ποικίλες μεταμορφώσεις του «φιλελευθερισμού» Η βιβλική σοφία από την παραβολή των ζιζανίων, «άφετε συναυξάνεσθαι αμφότερα μέχρι του θερισμού» (Μτ. 13, 30), μπορεί να ιδωθεί σ’ αυτή τη συνάφεια ως αναπόδραστη εξέλιξη. Η κάθε μια πλευρά θα νιώθει δικαιωμένη και θα υποβάλει την άλλη στην πιο αυστηρή κρίση. Οι εσθίοντες τα πάντα και οι λάχανα εσθίοντες κρίνουν δριμύτατα ο ένας τον άλλο από πολύ παλιά (βλ. Ρωμ. 14, 1-4).  Όμως, όπως υποτίθεται πως αποδέχονται και οι δυο, ο Κριτής και Κύριος της ιστορίας είναι άλλος.

           

 

[1] “Sinners in the hands of an angry God”: περίφημο κήρυγμα του Jonathan Edwards του 1742

[2] George M. Marsden, Fundamentalism and American Culture, Oxford University Press, Second Edition, 2006, p. 250.

[3] Αντλώ από το Robert E. Webber, The Younger Evangelicals. Facing the Challenges of the New World, Baker Books, 2004 και το Harriet A. Harris, Fundamentalism and Evangelicals, Oxford University Press, 2008.

[4] Σε ό,τι ακολουθεί παρακάτω αντλώ από τα εξής βιβλία: Καίτη Αρώνη-Τσίχλη, Αγροτικές Εξεγέρσεις στην Παλιά Ελλάδα 1833-1881, Παπαζήσης, 1989∙ Έλλη Σκοπετέα, Το «Πρότυπο Βασίλειο» και η Μεγάλη Ιδέα. Όψεις του εθνικού προβλήματος στην Ελλάδα (1830-1880), Πολύτυπο, 1988∙ Παρασκευάς Ματάλας, Έθνος και Ορθοδοξία. Οι περιπέτειες μιας σχέσης. Από το «Ελλαδικό» στο Βουλγαρικό Σχίσμα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2002∙ Ρένα Σταυρίδη-Πατρικίου, Οι φόβοι ενός αιώνα, Μεταίχμιο, 2008∙ Έφη Γαζή, «Πατρίς, Θρησκεία, Οικογένεια». Ιστορία ενός συνθήματος (1880-1930), Πόλις, 2011. Πολύ σημαντικό για την αποτύπωση του γενικού σχήματος που δίνεται εδώ στάθηκε το ανέκδοτο δοκίμιο, π. Αντώνιος Πινακούλας, Σύντομη Ιστορία της Νεοελληνικής Κοινωνίας 1800-2000. Εκκλησία, θρησκευτικότητα. 19ος και 20ος αιώνας όπως και οι μακρές συζητήσεις με τον συγγραφέα τον οποίο ιδιαιτέρως ευχαριστώ.

[5] Μια πιθανή νέα προοπτική συνεργασίας κράτους – εκκλησίας, αμφίβολης χρονικής διάρκειας, δημιουργεί στις μέρες μας η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και του προβλήματος της μετανάστευσης.

[6] Προφητικός χιλιασμός ονομάζεται το όραμα εγκαθίδρυσης της Βασιλείας του Θεού επί της γης όταν αυτό αποκτά ανατρεπτική λειτουργία ενάντια στο επικρατούν  πολιτικοκοινωνικό καθεστώς.

[7] Τόσο η ομάδα του περιοδικού Σύνορο όσο και αρκετοί από τους ηγουμένους των αγιορείτικων μοναστηριών που ηγήθηκαν της αναβίωσης του κοινοβιακού πνεύματος είχαν ανδρωθεί στους κόλπους του ευσεβιστικού κινήματος και ο προσεκτικός παρατηρητής μπορεί να διακρίνει τα ίχνη αυτής της μαθητείας στην μετέπειτα πορεία τους.

[8] Καρλ Μανχάιμ, Ιδεολογία και Ουτοπία, μετάφρ. Γιώργος Ανδρουλιδάκης, Γνώση, 1997.

[9] Βλ. Christoph Maczewski, Η κίνηση της «Ζωής στην Ελλάδα, μετάφρ. π. Γεώργιος Μεταλληνός, Αρμός, 2002.

[10] Για μια εκ των ένδον αρνητική κριτική μαρτυρία για το κλίμα που επικρατούσε στους κόλπους της αδελφότητος Ζωή βλ. Χρήστος Γιανναράς, Καταφύγιο Ιδεών, Ίκαρος 2000,  Για μια ενδιαφέρουσα αντίθετη άποψη που βλέπει τις εκσυγχρονιστικές πτυχές του κινήματος όσον αφορά τη θέση των γυναικών βλ. Σπυριδούλα Αθανασοπούλου-Κυπρίου, “Χειραφέτηση μέσω της αγαμίας; Οι γυναικείες αδελφότητες της κίνησης της Ζωής και ο ρόλος τους στην ανάπτυξη ενός «χριστιανικού φεμινισμού» στη Ελλάδα, 1938-1960”, στο Σπυριδούλα Αθανασοπούλου-Κυπρίου, Στο Όριο. Έμφυλα κείμενα χριστιανικής παρουσίας, ιστορίας κρίσης και ελπίδας, Αρμός, , 2016, σ. 37-93. Για την κριτική μιας ιστορικού βλ. Γαζή, ο.π., σ. 260-309.

[11] Με τον όρο postliberal χαρακτηρίζεται η λεγόμενη θεολογική σχολή του  Yale με κυριότερους εκπροσώπους τον Hans Frei και τον George Linbeck. Μια ευρύτερη οπτική κατατάσσει σ’ αυτή την θεολογική τάση κι άλλους Αμερικανούς θεολόγους που ακολούθησαν τον Karl Barth στη κριτική του στη νεωτερικότητα όπως οι John Howard Yoder και Stanley Hauerwas, βλ. σχετικά Douglas Harink, Paul among the Postliberals, Brazos Press, 2003.

[12] Timothy R. Phillips & Dennis L. Okholm (Eds), The Nature of Confession. Evangelicals & Postliberals in Conversation, InterVarsity Press, 1996.

[13]“Τhe church gives the atheists less and less to disbelieve”, Alasdair MacIntyre, Paul Ricoeur, The Religious Significance of Atheism, Columbia University Press, 1969, p. 24.

[14] George Marsden, The Soul of the American University. From Protestant Establishment to Established Nonbelief, Oxford University Press, 1994. Βλ. επίσης τη βιβλιοκρισία στη μελέτη αυτή του Stanley Hauerwas, “Missing from the Curriculum”, Commonweal, September 23, 1994.

[15] Στη λογική catch 22 ονομάζεται η παράδοξη θέση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο όταν δεν μπορεί να την υπερβεί λόγω αντιφατικών κανόνων. Π.χ.: για να βρω εργασία χρειάζομαι προϋπηρεσία αλλά πώς να έχω προϋπηρεσία αν κανείς δεν με προσλαμβάνει επειδή δεν έχω.

[16] Βλ. Massimo Recalcati, Το σύμπλεγμα του Τηλέμαχου. Γονείς και παιδιά μετά τη δύση του Πατέρα, μετάφρ. Άννα Πλεύρη-Γιοβάνα Βεσσαλά, Κέλευθος, 2016, ιδίως σ. 141-169

[17] Αντλώ εδώ από τοn Enzo Traverso, Η ιστορία ως πεδίο μάχης. Ερμηνεύοντας τις βιαιότητες του 20ου αιώνα, μετάφρ. Νίκος Κούρκουλος, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2016. Ο Traverso από τη μεριά του αντλεί τις έννοιες «ορίζοντας προσδοκιών» και «πεδίο της εμπειρίας» όπως και την ιστορία ως σοφία των ηττημένων από τον  Rienhart Koselleck. Πίσω από τη σκέψη και των δυο βρίσκεται βέβαια ο ιδιότυπος μεσσιανισμός του Walter Benjamin

Αφήστε μια απάντηση