Εισήγηση του αρχιμ. Θεοδοσίου Μαρτζούχου,
στο ετήσιο Λειτουργικό Συνέδριο
της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Τήνος 19-21 Σεπτεμβρίου 2011
ΓΙΑΤΙ ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΕ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ;
“… πάντων ἀκούσῃ πανταχοῦ
τά ἀπό τῆς Γραφῆς φιλοσοφούντων,
φωνῇ μέν ἑτέρᾳ, πίστει δέ οὐχ ἑτέρᾳ
καί γλώσσῃ μέν διαφόρῳ, διανοίᾳ δε συμφώνῳ.
Ὁ μέν γάρ φθόγγος τῆς γλώσσης ἐνήλλακται,
ὁ δέ τρόπος τῆς εὐσεβείας οὐκ ἐνήλλακται·
καί βαρβαρίζουσι μέν τῇ γλώττη, φιλοσοφοῦσι δέ τῇ γνώμῃ·
καί σολοικίζουσι μέν τῷ φθόγγῳ, εὐσεβοῦσι δέ τῷ τρόπῳ.”
Αγ. Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Λόγος “Ὅτι χρήσιμος
ἡ τῶν Γραφῶν ἀνάγνωσις…”, P.G. 51, 87-88
…Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀπεδοκίμασε καί ἀνεθεμάτισεν οὐχί ἅπαξ πᾶσαν οἱανδήποτε μετάφρασιν τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου εἰς ἁπλουστέραν γλῶσσαν διά τε Συνοδικῶν ὅρων καί διά Πατριαρχικῶν καί Συνοδικῶν ἀποφάσεων καί ἐγκυκλίων. Παρά ταῦτα ὅμως πάντα, τολμῶνται καί μέχρι τῶν ἡμερῶν ἡμῶν μεταφράσεις τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ὑπαγορευόμεναι ἐκ σφαλερᾶς ἴσως προαιρέσεως τοῦ καταστῆσαι αὐτό προσιτώτερον καί εὐνοητότερον τῷ λαῷ. Οἱ τοιαῦτα ἐπιχειροῦντες ἀντιστρατεύονται τοῖς θεσμίοις καί ταῖς διαταγαῖς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἥτις, ἐπί πάσι τοῖς ἤδη λεχθεῖσιν, οὐδέποτε ἐν τῇ σχεδόν δισχιλιετεῖ αὐτῆς πείρα σύνοιδεν ὡς ἀναγκαῖον ἐπικουρικόν μέσον πρός πληρεστέραν τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου κατανόησιν τήν εἰς ἁπλουστέραν γλῶσσαν μετάφρασιν αὐτοῦ, ἀλλ’ ἀπεδοκίμασε καί ἀνεθεμάτισεν αὐτήν.
Ἐγκύκλιος Δ.Ι.Σ. 10/11/1901
Δύο κείμενα διαμετρικώς αντίθετα! Δύο κείμενα συγκρουόμενα! Το πρώτο ενός αγίου με αγωνία ποιμαντική και τοποθέτηση σωστή ελεύθερη και αγία. Το δεύτερο ένα κείμενο με παραποίηση της αλήθειας (οὐδέποτε ἐν τῇ σχεδόν δισχιλιετεῖ αὐτῆς πεῖρα….!!) με …εθνικές αγωνίες και αμαρτωλές σκοπιμότητες!
Η σύγκριση κάνει κατάδηλο το σωστό και την αλήθεια και φυσικά κάνει τον άγ. Ιωάννη τον Χρυσόστομο ακόμα μια φορά οικουμενικό διδάσκαλο, όχι μόνο στην αρμοδιότητα, αλλά και στα θέματα.
Σεβασμιώτατοι
Σεβαστοί πατέρες
Αγαπητοί αδελφοί και αδελφές
Ευχαριστώ θερμά για την εμπιστοσύνη και την τιμή προς το πρόσωπό μου, της Συνοδικής Επιτροπής Λειτουργικής Αναγεννήσεως, που μου ανέθεσε αυτήν την εισήγηση προς την σεβαστή και εκλεκτή ομήγυρη ιερέων-αντιπροσώπων σχεδόν όλων των Ιερών Μητροπόλεων της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Ζητώ την υπομονή και την κατανόησή Σας να παρουσιάσω, μέσα στον λίγο χρόνο που μου δίδεται, κάποιες πτυχές, ενός τόσο μεγάλου θέματος.
Ο τίτλος της εισηγήσεώς μου εξυπονοεί ότι στο παρελθόν χρειαζόντουσαν και ήταν τρόπος της Εκκλησίας, οι μεταφράσεις, αφού το όλο θέμα αντιμετωπιζόταν όχι φιλολογικά, αλλά ποιμαντικά. Όχι με την αγωνία της γλωσσικής ωραιότητας , αλλά με την ευθύνη της ποιμαντικής βοήθειας. Ας δούμε αν αυτό αληθεύει και αν και σήμερα χρειάζονται μεταφράσεις.
Θα εξετάσουμε το θέμα μας σε τρεις ενότητες χρονικά για να δούμε ποια είναι τα κριτήρια με τα οποία βλέπει η Εκκλησία του Χριστού το θέμα αυτό και να οδηγηθούμε σε λύση, όχι στοχασμό, αλλά μαρτυρία.
Α’. Πώς έβλεπε το θέμα των μεταφράσεων η Εκκλησία του Χριστού.
Το μυστήριο της Εκκλησίας του Χριστού είναι προαιώνιο. Σώζονται μέσα σ’ αυτήν (-αυτό), οι πάντες, από του Αδάμ (του καθενός υπαρκτού προσώπου δηλαδή) μέχρι και αυτών που θα υπάρξουν μόλις πριν την δευτέρα ״εμφάνεια״ του Χριστού.
Θα ξεκινήσουμε λοιπόν κάνοντας υποχρεωτικά, μια θεολογικο-ιστορική αναδρομή.
1. Διαβάζουμε στον Παράδεισο της θείας Κωμωδίας του Δάντη να απαντά ο Αδάμ για την γλώσσα που του έδωσε ο Θεός και άρα κατά την γνώμη κάποιων ήταν… θεϊκή!
“Ξεχάστηκε όλη η γλώσσα που μιλούσα,
προτού οι άνθρωποι της Νεμρώδ ν’ αρχίσουν,
το έργο που δεν τελείωσε ποτέ του
…………………………………………………
Είναι έργο φυσικό η μιλιά του ανθρώπου
κι’ έτσι κι’ αλλιώς επιτρεπτό σας είναι
καθένας να ενεργεί όπως του ταιριάζει”.
Θεία Κωμωδία
Παράδεισος, άσμα ΧΧVI
124-132
Εδώ ο Δάντης (1265-1321), τόσο όψιμα, εκφράζει την σωστή θεολογικά αντίρρησή του, στην ιεροποίηση και καθιέρωση συγκεκριμένης γλώσσης για την σχέση με τον Θεό! Αυτός βέβαια έχει πίσω του, τους τριγλωσσίτες, δηλαδή αυτούς που θεωρούσαν ότι υπάρχουν μόνο τρεις επιτρεπόμενες γλώσσες για την λατρεία, οι γλώσσες του Σταυρού, Εβραϊκά, Λατινικά, Ελληνικά. Για μας τέτοιου είδους διλήμματα και διχασμοί ούτε υπήρξαν ούτε ήταν νοητά.
Σε μας ήδη από τον τέταρτο αιώνα ο άγ. Γρηγόριος Νύσσης, στο λόγο του ״προς Ευνόμιον״, είχε διευκρινήσει:
“οὔτε τά ἑβραϊκά εἶναι ἡ γλῶσσα τοῦ Θεοῦ, οὔτε κάποιο ἄλλο γλωσσικό ἰδίωμα. Τά λόγια τοῦ Θεοῦ πού γράφτηκαν ἀπό τόν Μωϋσῆ ἤ τούς προφῆτες, δέν εἶναι παρά φανέρωση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ…”.
Μετά το “αρχετυπικό” συμβάν του πύργου της Βαβέλ το οποίο υπονοεί ο Δάντης στο απόσπασμα που διαβάσαμε, πολλές φορές η Εκκλησία του Χριστού (Συναγωγή και Χριστιανική λατρεία) χρειάστηκε να τροποποιήσει το γλωσσικό της όργανο. Και το έκανε χωρίς δισταγμό!
2. Κατ᾿ αρχάς, την εποχή της βασιλείας του Νεεμίου το 433 π.Χ. (Έσδρας Κεφ 8, 1-12) φαίνεται η πρώτη χρήση μεταφράσεως.
Κεφ. 8
……………………………………………………………………………
5 Έτσι όπως στεκόταν ο Έσδρας ψηλότερα απ’ όλο το λαό, άνοιξε το βιβλίο μπροστά τους· κι όταν το άνοιξε, σηκώθηκαν όλοι όρθιοι. 6 Τότε ο Έσδρας δόξασε τον Κύριο, το μεγάλο θεό, και όλος ο λαός απάντησε «αμήν, αμήν!» υψώνοντας τα χέρια. Ύστερα έσκυψαν τα κεφάλια τους και προσκύνησαν τον Κύριο με το πρόσωπο στη γη. 7 Μετά σηκώθηκαν, και οι λευίτες Ιησούς, Βανί, Σερεβίας, Ιαμείν, Ακκούβ, Σαββεθάι, Ωδίας, Μαασεΐας, Κελιτά, Αζαρίας, Ιωζαβάδ, Ανανίας και Πελαΐας και τους εξηγούσαν το νόμο. Κανένας δεν κουνήθηκε από τη θέση του.
8 Τους έκαναν προφορική μετάφραση του νόμου του Θεού και τους τον εξηγούσαν, για να καταλαβαίνει όλος ο λαός τι τους διάβαζαν.
Και πανηγύρισαν τη μεγάλη γιορτή, γιατί είχαν καταλάβει τα λόγια που τους εξήγησαν.
Το όλο κείμενο υπογραμμίζει έντονα την ανάγκη κατανόησης της διδασκαλίας της πίστεως για να υπάρξει αλλαγή της ζωής. Στο υπόλοιπο κείμενο του κεφαλαίου επισημαίνεται ότι όταν ο Νεεμίας έφυγε στην Βαβυλώνα για λίγο, οι Ιουδαίοι ξεχνώντας τον Νόμο, αφού δεν μπορούσαν να τον διαβάσουν, επέστρεψαν στην ειδωλολατρεία.
Η ποιμαντική βοήθεια για συνειδητοποίηση του Νόμου του Θεού, ήταν η αγωνία του αγίου ιερέως Έσδρα και η μετάφραση του Νόμου σ’ αυτό αποσκοπούσε. Ήθελε οι Ιουδαίοι να γνωρίσουν τον νόμο του Θεού για να τον τηρήσουν. Πώς να υλοποιηθεί αλλιώτικα η προτροπή “δεν θα λείψει ποτέ από τα χέρια σου το βιβλίο του Νόμου”; Δεν τους έδινε… φυλαχτό ο Θεός, αλλά φως.
3. Εκατόν πενήντα χρόνια αργότερα η διασπορά των Εβραίων στον ελληνορρωμαϊκό χώρο έφερε και την πλήρη άγνοια Εβραϊκών και Αραμαϊκών (Επιστολή Αριστέα). Τότε εβδομήντα δύο σοφοί (έξι από κάθε φυλή) εντός 72 ημερών μετέφρασαν τον Νόμο, τους προφήτες και τα άλλα βιβλία στα ελληνικά που μιλιόντουσαν στην Ανατολή. Το γεγονός (πέραν από τις όποιες αμφισβητήσεις του ιστορικού πλαισίου) ήταν τόσο μεγάλη πνευματική προσφορά στην πίστη τους, ώστε από τον Φίλωνα τον Ιουδαίο περιγράφεται χαρακτηριστικά η ευεργεσία και το μέγα γεγονός της μεταφράσεως της Γραφής από τους Ο΄ ως εξής: “… μέχρι και τώρα κάθε χρονιά γίνεται πανηγύρι στη νήσο Φάρος της Αλεξάνδρειας όπου Ιουδαίοι αλλά και πολλοί άλλοι μαζεύονται για να τιμήσουν τον τόπο όπου ακούστηκε για πρώτη φορά η μετάφραση και προκειμένου να ευχαριστήσουν τον Θεό για μια παλαιά ευεργεσία, που είναι πάντοτε επίκαιρη και χρήσιμη…”.
Filon d’ Alexandrie, DE VITA MOSIS.
Λόγος Δεύτερος, § 41-43, ed. du CERF, Paris, 1967
Συνέχιση και γλωσσική διόρθωση της μεταφράσεως των Ο΄ έγινε από τους: Ακύλα, Σύμμαχο και Θεοδοτίωνα, μετάφραση του οποίου στον Πρ. Δανιήλ, αντικατέστησε εκείνη των Ο΄. Για τέτοιες ενέργειες κριτήριο ήταν η πρόσφορη γλωσσική μορφή για την σωστή λατρεία. Και φυσικά σωστή λατρεία είναι αυτή στην οποία ο άνθρωπος έχει δυνατότητα συμμετοχής “ψυχῇ καί διανοίᾳ”. Όχι συναισθηματικά μόνον, αλλά και λογικά. Όχι με την ατμόσφαιρα, αλλά με τα νοήματα.
4. Στον ελληνορρωμαϊκό κόσμο μετά την εξάπλωση του χριστιανισμού αμέσως σχεδόν ξεκινά η προσπάθεια μετάφρασης των κειμένων στα Λατινικά. Έχουμε πολλές μεταφραστικές προσπάθειες (Itala, Vetus Latina) με κατάληξη την γνωστή Vulgata (λαϊκή μετάφραση) οι οποίες φυσικά ήταν σε λειτουργική όπως λέμε χρήση, αφού αυτονόητα ο “κανόνας πίστεως είναι κανόνας προσευχής”.
Η μετάφραση των βιβλικών κειμένων είχε αυτονόητη χρήση την χρησιμοποίησή τους στην λατρεία. Αλλοιώτικα δεν είχε νόημα συζήτηση περί μεταφράσεως, αφού κανείς σχεδόν δεν μπορούσε να έχει στα χέρια του, όπως λέμε, ένα βιβλικό κείμενο. Μόνο να το ακούει μπορούσε στην ακολουθία. Η ˝διένεξις˝ λοιπόν αυτό συζητούσε και σ’ αυτό στόχευε. Lex credendi, Lex orandi. Προσευχόμαστε αυτό που πιστεύουμε στην γλώσσα που καταλαβαίνουμε;
Για τους έλληνες τότε, η έστω αδόκιμη γλωσσικά ελληνιστική κοινή ήταν κατανοητή και δεν έθετε θέμα ανάγκης μεταφράσεως, ενώ προέκυψε η ανάγκη μετάφρασης στις γλώσσες των ιεραποστολών (Χαλδαίοι, Φοίνικες, Κόπτες). Μια τέτοια ανάγκη γίνεται πιεστική αργότερα στην περίπτωση του εκχριστιανισμού των Σλάβων, ενός πολυάριθμου φυλετικά συνόλου λαών. Η χρονική όμως συγκυρία, όσον αφορά τα θεολογικά γράμματα, στην περίπτωση των Σλάβων, έχει να αντιμετωπίσει στον δυτικό κόσμο ολόκληρη γραμματεία για τις τρεις ιερές γλώσσες του Σταυρού (εβραϊκά, λατινικά, ελληνικά) και η προσπάθεια των αγίων φωτιστών Κυρίλλου και Μεθοδίου συναντά στο Δυτικό Πατριαρχείο αντιρρήσεις και αντιδράσεις.
Παρ᾿ όλα αυτά, οι Πάπες Νικόλαος Α’ (858-867) και Αδριανός Β’ (867-872), με απόλυτη επίγνωση, και δείχνοντάς το έμπρακτα και δυναμικά, ότι για την Εκκλησία προτεραιότητα δεν είναι κάποιες ψευτοφιλοτιμίες σοφών και λογίων, αλλά το ποιμαντικό της πρόβλημα, παραμερίζοντας αντίθετες απόψεις, ανθρώπους και ιδέες, ενέκριναν τις μεταφράσεις των αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου και τίμησαν τα ιερά πρόσωπά τους.
Οι άγιοι εκείνοι πάπες και μαζί τους η Εκκλησία του Χριστού, πιστεύει ότι η γνώση του Νόμου του Θεού και η “ὅλῃ ψυχῇ καί διανοίᾳ” λατρεία Του, είναι τα δύο πόδια της πορείας του ανθρώπου προς την Βασιλεία του Θεού. Αν η γλώσσα ήταν ακατανόητη στους Σλάβους, όση διάθεση και ευλάβεια και αν διέθεταν, η μονοτονία της ανίας θα τους έκανε να τελματωθούν πνευματικά σε μία μαγική σχέση ακατανόητη ή (αυτό που συμβαίνει σήμερα) να απομακρυνθούν από την Εκκλησία.
Ας δούμε από τον βίο τους την υπόθεση:
……………………………………………………………………………..
IV. ΤΑΞΙΔΙΟΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΡΩΜΗΝ
Πληροφορηθείς ὁ ἀποστολικός πατήρ Νικόλαος περί τῶν δύο τούτων ἀνδρῶν, προσεκάλεσεν αὐτούς νά ἔλθωσιν, ἐπιθυμῶν νά ἴδῃ αὐτούς ὡς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ. Ηὐλόγησε τήν διδασκαλίαν αὐτῶν, ἐτοποθέτησε τό σλαβικόν Εὐαγγέλιον ἐπί τοῦ θυσιαστηρίου τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Πέτρου καί ἐχειροτόνησεν ἱερέα τόν μακάριον Μεθόδιον.
………….…………………………………………………………
Ὁ πάπας παρέλαβε τά σλαβικά βιβλία, τά ηὐλόγησε καί ἀπέθεσεν αὐτά εἰς τόν ναόν τῆς Ἁγίας Μαρίας, τόν ὀνομαζόμενον Φάτνη καί ἐτέλεσεν ἐξ αὐτῶν τήν λειτουργίαν. Τότε ὁ πάπας διέταξε δύο ἐπισκόπους, τόν Φορμόζον καί τόν Γκόντριχον νά χειροτονήσουν τούς σλάβους μαθητάς. Μετά τήν χειροτονίαν ἐτέλεσαν οὗτοι τήν λειτουργίαν εἰς σλαβικήν γλῶσσαν εἰς τόν ναόν τοῦ Ἁγίου Πέτρου, τήν δευτέραν ἡμέραν εἰς τόν ναόν τῆς Ἁγίας Πετρωνίλλης καί τήν τρίτην ἡμέραν εἰς τόν ναόν τοῦ Ἁγίου Ἀνδρέου. Κατόπιν ἐτέλεσαν σλαβιστί τήν λειτουργίαν τήν νύκτα ἐπί τοῦ ἁγίου τάφου εἰς τόν ναόν τοῦ μεγάλου διδασκάλου τῶν ἐθνῶν Ἀποστόλου Παύλου.
Ας δούμε και την επιστολή του πάπα Αδριανού προς τους Σλάβους.
..……………………….…………………………………………….
Καί ἡμεῖς ἐχάρημεν σφόδρα καί διασκεφθέντες ἐπί τῆς καταστάσεως, ἀπεφασίσαμεν ν᾿ ἀποστείλωμεν εἰς τάς χώρας ὑμῶν τόν Μεθόδιον, τόν χειροτονηθέντα ὑφ᾿ ἡμῶν, τόν υἱόν ἡμῶν, τέλειον ἐν τῷ πνεύματι καί ὀρθόδοξον ἄνδρα, ἵνα διδάξῃ ὑμᾶς, ὡς παρεκαλέσατε ἤδη, καί ἵνα μετάφρασῃ τά βιβλία εἰς τήν γλώσσαν ὑμῶν κατά τήν πλήρη ἐκκλησιαστικήν τάξιν, πλήρως μετά τῆς ἱερᾶς λειτουργίας -δηλονότι μετά τῆς λειτουργίας- καί μετά τοῦ βαπτίσματος, ὡς ὁ Φιλόσοφος Κωνσταντίνος εἶχεν ἤδη ἀρχίσει διά τῆς βοηθείας τῆς θείας χάριτος καί τῆς ἐπικλήσεως τῆς μεσιτείας τοῦ Ἁγίου Κλήμεντος. Ἐάν δέ καί ἄλλος τις δύναται ἀξίως καί ὀρθοδόξως νά ἑρμηνεύσῃ τήν Γραφήν, τοῦτο θά εἶναι εὐλογημένον παρά τοῦ Θεοῦ καί ἡμῶν καί παρά πάσης τῆς καθολικῆς καί ἀποστολικῆς ἐκκλησίας, ἵνα καί ὑμεῖς μανθάνετε εὐκόλως τάς θείας ἐντολάς.
Ἀλλ᾿ ἐάν τις ἐκ τῶν διδασκάλων τῶν ἐρχομένων πρός ὑμᾶς προέρχεται ἐξ ἐκείνων οἵτινες κνήθουσι μόνον τά ὦτα καί ἀποστρέφουσιν ὑμᾶς ἀπό τῆς ἀληθείας εἰς τήν πλάνην, καί ἀρχίζει ὁ αὐθάδης ἄλλα νά διδάσκῃ καί παραπλανᾷ, περιφρονῶν τάς βίβλους τάς γεγραμμένας εἰς τήν γλώσσαν ὑμῶν, οὗτος πρέπει ν᾿ ἀποκλεισθῇ ὄχι μόνον ἐκ τῆς κοινωνίας, ἀλλ῾ ἐπίσης καί ἐκ τῆς ἐκκλησίας, μέχρις ὅτου διορθωθῇ.
Βίος Κωνσταντίνου-Κυρίλλου
Βίος Μεθοδίου-Βίος Κλήμεντος Ἀχρίδος
ὑπό Ἰωάννου Ε. Ἀναστασίου
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΕΤΗΡΙΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ Α.Π.Θ., τ. 12ος, Θεσσαλονίκη 1967
Και όταν αργότερα φυλακίσθηκε ο άγιος Μεθόδιος για να πεισθεί να τελεί την Λειτουργία στα Λατινικά και το κήρυγμα στα σλαβονικά, απάντησε στον πάπα Ιωάννη Η’, ότι στην ίδια κατανοητή γλώσσα πρέπει να γίνεται και η διακονία του λόγου και η διακονία των μυστηρίων αφού η ουσιαστική κατήχηση του λαού γίνεται δια των μυστηρίων και των λόγων της Θείας Ευχαριστίας. Όταν η άγνωστη γλώσσα καθιστά ακατανόητα τα μυστήρια και δεν υπάρχει δυνατότητα ουσιαστικής συμμετοχής και μετοχής, τότε το όποιο κήρυγμα, αδυνατεί να αντισταθμίσει αυτή την έλλειψη. Η αναλογία χρόνου κηρύγματος-λατρείας κάνει κατάδηλο το θέμα! Έτσι και ο πάπας Ιωάννης ο Η’ (872-882) αντελήφθη το αναγκαίο και σωστό του θέματος και την αδήριτη ανάγκη να καταλαβαίνουν τα “παιδιά”-χριστιανοί τι λένε στον Πατέρα τους, για να υπάρξει ουσιαστική σχέση και ευλόγησε τις μεταφράσεις και την χρήση των Σλαβονικών και στην Θεία Λειτουργία. “Και έτσι το θέμα έληξε με ολοκληρωτικό θρίαμβο του αγίου Μεθοδίου”.
A. Fliche – V. Martin
Histoire de l’Eglise, t. 6
L’Epoque Carolingienn, p. 458-460
Β’. Η περίοδος της Τουρκοκρατίας.
Είναι γνωστή η ένσταση κατά των μεταφράσεων με δικαιολογητικό την κατάσταση της Τουρκοκρατίας! Πολλοί λένε: δεν χρειάστηκαν τότε μεταφράσεις, χρειάζονται σήμερα; Μια τέτοια τοποθέτηση είναι εσφαλμένη και ανιστόρητη.
1. Το 1536, μόλις εκατό χρόνια από την ανακάλυψη της τυπογραφίας (1454) εκδίδει στην δημώδη γλώσσα στην Βενετία ο Ιωαννίκιος Καρτάνος ένα συμπίλημα Γραφικό αναμεμιγμένο και με άλλες διηγήσεις με τίτλο: “Παλαιά τε και Νέα Διαθήκη ἤτοι τό ἆνθος καί τό ἀναγκαῖον αὐτῆς”, που μέσα σε τριάντα χρόνια μέχρι το 1567 κάνει έντεκα εκδόσεις. Δωδέκατη έκδοση δημοσιεύθηκε το 2000 στην Θεσσαλονίκη από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
2. Κατόπιν το 1638 στην Γενεύη ο Μάξιμος Καλλιουπολίτης με ευλογία του Πατριαρχείου εκδίδει την “Καινή Διαθήκη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ” εἰς ἁπλῆν διάλεκτον. Όπως γράφει στον πρόλογο το κάνει αυτό γιατί: “… εἶμαι χρεώστης εἰς ὅλους τους ἀδελφούς και περισσότερον εἰς τους ἀσθενεῖς και ἀμαθεῖς, οἱ ὁποῖοι δεν δύνανται να γρικήσουν την θείαν Γραφήν, οὔτε καθεαυτούς ἀναγνώσκοντες οὔτε ἀκούοντες εἰς την Ἐκκλησίαν· καί τό κοινόν τῆς Ἐκκλησίας πάγει ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον φθειρόμενον·…”.
3. Στα 1827 ὁ ἀρχιεπίσκοπος Εὐβοίας Γρηγόριος εκδίδει στην Κέρκυρα το Ευαγγέλιο “Ἡ Καινή Διαθήκη τοῦ Κυρίου καί Σωτήρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, Δίγλωττος τουτέστι Γραικική καί Ἀλβανητική, Κορφοί 1827” σελίδες 830. Όλο στα αρβανίτικα με ελληνικούς χαρακτήρες [Γιαν. Γκίκα: Οι αρβανίτες και το αρβανίτικο τραγούδι στην Ελλάδα. Χ.Ε. (έρευνα στην νότια Εύβοια)].
Παραλλήλως από ετών εκδιδόντουσαν βιβλία λειτουργικά στα τουρκικά και τα καραμανλίδικα (τουρκικά γραμμένα με ελληνικούς χαρακτήρες), ενώ τρεις ναοί στην Κωνσταντινούπολη και πολλοί στην Ανατολή τελούσαν τις ακολουθίες και την Ευχαριστία στα τουρκικά!
4. Και ερχόμαστε μέσα από την… “μισγάγκεια” αντιλήψεων και ιδεολογικών ρευμάτων του δευτέρου μισού του 19ου αιώνα στην πολυθρύλητη υπόθεση των Ευαγγελικών. Μια υπόθεση για τους εκκλησιαστικούς, ενός ιερού ταμπού και για τους αδιάφορους, μια απόδειξη ότι οι υπεύθυνοι της Εκκλησίας ζουν στον κόσμο τους! Ας την δούμε δι᾿ ολίγων.
Η ευσεβέστατη βασίλισσα Όλγα επισκεπτόμενη τους τραυματίες του αποτυχόντος πολέμου του 1897, όταν τους πρόσφερε το Ευαγγέλιο δεχόταν μονίμως την αντίρρηση: δεν καταλαβαίνω την γλώσσα! Ανέθεσε λοιπόν στην Ιουλία Σωμάκη να μεταφράσει το Ευαγγέλιο για τέτοιου είδους ανάγκες και ζήτησε από τον αρχιεπίσκοπο Προκόπιο την έγκριση της μεταφράσεως. Το θέμα παρεπέμφθη στην Ιερά Σύνοδο. Όμως εκ παραλλήλου ήδη από τις 9 Σεπτεμβρίου 1901 η εφημερίδα Ακρόπολις άρχισε να δημοσιεύει σε συνέχειες μετάφραση των Ευαγγελίων καμωμένη από τον λογοτέχνη Αλεξ. Πάλλη. Την μετάφραση του Αλεξ. Πάλλη αποδοκίμασε το Οικουμενικό Πατριαρχείο με συνοδικό έγγραφο (8.10.1901) του Ιωακείμ του Γ’. Ο Αλέξ. Πάλλης, (σαν να γνώριζε την απόκριση του αγ. Μάρκου Ευγενικού προς τον Πάπα[1]) απάντησε στον Πατριάρχη το αυτονόητο: Υποδείξτε μου την αίρεση και την αμαρτία για να δεχθώ την απόρριψη και το επιτίμιο!
Απαντώντας έγραφε στον Πατριάρχη αυτός ο δημοτικιστής: “… οὐ γάρ δήπου Σέ λανθάνει, Παναγιώτατε, Πατέρα γε τῶν Ὀρθοδόξων ὄντα, ὄτι οὐχ οἷον λοιδορεῖν κοινῇ προσήκει, ἀλλ᾿ οὐδ᾿ ἐπιτιμᾶν τοῖς Σοῖς ἐν Χριστῷ τέκνοις, εἰ μή εἶ προνουθετήσας δῆλον τ᾿ ἐποίησας, ὧν ἠδίκησας πέρι. Ἀξιῶ Σε τοίνυν, Παναγιώτατε, διασαφῆσαι μοι τήν ἐμήν ἁμαρτίαν, ἤ γοῦν τήν εἰς ἐμέ ἐπιτίμησιν κοινῇ ἀνελεῖν, ἐπειδή καί κοινῇ ἐπετίμησας…”.
Αυτά, τα, επιεικώς, κωμικοτραγικά!
Υπάρχει άραγε σήμερα κανείς, που πιστεύει, ότι δεν θα ήταν καλύτερα τα εκκλησιαστικά μας πράγματα, αν όλοι οι στρατιώτες έπαιρναν στα χέρια τους ένα Ευαγγέλιο (όπως επιθυμούσε η βασίλισσα) σε κατανοητή γι᾿ αυτούς γλώσσα;
Τα πολιτικά πάθη όμως και η θεολογική ευαισθησία… σε εθνικά θέματα (!) δημιούργησαν κοινωνική αναστάτωση της οποίας κατάληξη ήταν 8 νεκροί και 70 τραυματίες. Η κυβέρνηση Γ. Θεοτόκη έπεσε και ο αρχιεπίσκοπος Προκόπιος παραιτήθη.
Δύο χρόνια αργότερα το 1903 ο ποιητής Κωστής Παλαμάς γράφει δύο άρθρα στον “Νουμᾶ” με τίτλο: “Μεταφράζετε τούς ἀρχαίους” στα οποία μεταξύ άλλων γράφει: “… Τολμῶ νά πῶ πώς κάθε φροντισμένη μετάφραση φέρνοντας πιό σιμά σέ μᾶς μιά μακρυσμένη ζωή,… μπορεῖ νά τῆς δώσει μιά ὄψη γνωριμότερη καί πλέον συμπαθητική, μιά ὄψη πού νά εἶναι τό ταίριασμα μαζί μιᾶς ἀχτίδας ἀπό τήν ὑπέρκαλη μορφή τοῦ πρωτοτύπου, καί μιᾶς λάμψης μέσα ἀπό τήν γύρω μας ψυχή”. Τελειώνοντας τα άρθρα λέει ότι μια τέτοια προσπάθεια μετάφρασης: “… εἶναι ἕνα κέρασμα τοῦ πιό πολύτιμου ποτοῦ μέσα στό πιό ἀκριβό ποτήρι: τήν ἀρχαία μας ποίηση μέσα στή νέα μας γλῶσσα“!
Αυτά όμως για την τότε Εκκλησία ήταν… ψιλά γράμματα.
Ο εικοστός αιώνας πέρασε μέσα σε γλωσσικά σκαμπανεβάσματα. Ξεκίνησε, με την αυταπάτη των αντιλήψεων του Συνοδικού εγγράφου για τα Ευαγγελικά επεισόδια, (επί της εποχής του αρχιεπισκόπου Προκοπίου) στο οποίο γράφεται ότι: “…τῆς ἐθνικῆς δ’ ἡμῶν γλώσσης ὁσημέραι προαγόμενης, καί βραδέως μέν ἴσως, ἀλλ’ ἀσφαλῶς καί αἰσίως χωρούσης πρός τήν πάλαι αὐτῆς ἀκμήν καί τό μεγαλεῖον, οὐδεμία κατά μείζονα λόγον ὑφίσταται τανῦν ἀνάγκη, ἕνεκα ἐλαχίστων καί σχεδόν ἤδη ἀνεπαίσθητων διαφορῶν, νά ἀλλοιωθῇ ὁ ἀπ᾿ αἰώνων παραδεδόμενος ἡμῖν τύπος τῶν ὑψηλῶν καί θεοπνεύστων ἐπῶν τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ ἀπό δισχιλίων ἐτῶν βαθύτατα ἐγκολαφθείς εἴς τε τόν νοῦν καί τάς καρδίας ἡμῶν καί εἰς πάσας τάς ἐκδηλώσεις τοῦ θρησκευτικοῦ ἡμῶν βίου”. Συνεχίσθηκε, με τις υποθέσεις του Διδασκαλείου του Βόλου (Δελμούζος 1907-1911). Πέρασε, στην δημοτική της γενιάς του ’30. Οδηγήθηκε, στην αναζωπύρωση της χουντικής επιβολής της αστείας και ξύλινης καθαρευούσης, για να καταλήξει στην νομοθετική ρύθμιση-επιβολή, από ελεύθερη δημοκρατική Βουλή, της Δημοτικής ως της εθνικής γλώσσας, με μετάπτωση μετά από λίγα χρόνια (επιβολή κατά κυριολεξίαν) στην μονοτονική γραφή.
Γ’. Το πρόβλημα στις ημέρες μας.
Έχουν περάσει από τότε τριάντα πέντε ολόκληρα χρόνια. Τα σχολεία πλέον στην πραγματικότητα δεν διδάσκουν αρχαία. Η γλώσσα της Εκκλησίας ποιητική και με απαιτήσεις έγινε παντελώς ακατανόητη στους νεοέλληνες. Οι όντως γνωρίζοντες αρχαία ελληνικά είναι ελαχιστότατοι. Κάθε μέρα που περνά κάνει τα πράγματα χειρότερα.
1. Η πραγματικότητα αυτή καταγράφεται οδυνηρά σε διπλωματική εργασία για master στην Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ. (Η ομιλητική διάσταση του Πεντηκοσταρίου – Νεκ. Θάνος, 2008). Εκεί σε έρευνα με 438 μαθητές σχολικών βαθμίδων Γυμνασίου-Λυκείου, σε επαρχιακή πόλη, συναντάμε τα εξής δεδομένα:
Συχνότητα εκκλησιασμού 12,6% καθόλου
67,6% σπάνια
19,9% συχνά
Αυτοί λοιπόν οι μαθητές ρωτήθηκαν, με έντυπο κείμενο το οποίο τους δόθηκε, να αποδώσουν στη δημοτική εγγράφως τους τρεις αναγραφόμενους ύμνους: α) Ἀναστάσεως ἡμέρα…· β) Τήν ὑπέρ ἡμῶν πληρώσας…· και γ) Ὅτε καταβάς…
Οι απαντήσεις ήταν: 27,2% “λευκή κόλλα”· 49,0% παράφραση· 21,7% κατά προσέγγιση· 2,1% απόδοση.
Τα ιλαροτραγικά της μεταφραστικής προσπάθειας ήταν απερίγραπτα, με αποθέωση την απόδοση της φράσης “το πανάγιον πνεῦμα” ως… το πνεύμα της Παναγίας!!! Ακόμη μεγαλύτερη δυσκολία συναντήθηκε στην απόδοση της φράσης “καί βοῶν τοῖς ἀγαπῶσι σε·”. Εδώ πολλές προσπάθειες απόδοσης άγγιξαν το όριο της φαιδρότητας, αφού η μετοχή “βοῶν” ταυτίστηκε με τη γενική πληθυντικού του ουσιαστικού “βούς” ή με το ουσιαστικό “βόας” (=φίδι)! [Αναφέρουμε ενδεικτικά τις πιο χαρακτηριστικές: “Και τα βόδια σε αγαπούν” (αγόρι Α’ Γυμνασίου), “και αγαπάει και τα βόδια” (κορίτσι Α’ Γυμνασίου), “και τα βόδια τα αγαπώ” (κορίτσι Β’ Γυμνασίου), “αγαπώντας εσένα τον βόα” (αγόρι Γ’ Γυμνασίου), “και το φίδι θα τον αγαπήσει” (αγόρι Γ’ Λυκείου)]. Στο τέλος της έρευνας ένα αγόρι τρίτης Γυμνασίου γράφει με κεφαλαία γράμματα: Αν και μεταφράστηκε δεν βγαίνει νόημα. Δεν καταλαβαίνω, κάντε τα στα νέα Ελληνικά! (όπως παρ. σελ. 111).
Η πείρα όλων μας είναι, ότι απολύτως κανείς δεν έμαθε ποτέ αρχαία ελληνικά στο σχολείο. Λέγοντας “δεν έμαθε” δεν εννοούμε “δεν μάθαινε το μάθημα”, oι καλοί μαθητές το μαθαίνουν! Όμως “ξέρω αρχαία ελληνικά” σημαίνει μπορώ να διαβάσω ένα αρχαίο κείμενο τόσο εύκολα όσο διαβάζω την εφημερίδα. Τα άλλα είναι σοφιστίες και εκ του πονηρού.
2. Παρ᾿ όλα αυτά τα “παγκοίνως” γνωστά, πολλοί αδελφοί μας χριστιανοί, κληρικοί και λαϊκοί, αισθάνονται πως μια σύγχρονη μετάφραση δεν είναι μόνο αχρείαστη αλλά και επιζήμια! Δεν αντέχουν να βλέπουν λέξεις που δοκιμάστηκαν στο βάθος του χρόνου, και κατ᾿ αυτούς καθιερώθηκαν από την χρήση, να αντικαθίστανται· είναι ασέβεια λένε! Θεωρούν ότι όλα είναι θέματα πίστεως! Αν έχεις πίστη δεν χρειάζεται να… καταλαβαίνεις!!
Η ιερή αλήθεια μοιάζει γι᾿ αυτούς να χάνει την ιερότητα της, όταν έχει απεκδυθεί την γλωσσική γοητεία, με την οποία στολιζόταν επί μακρόν στη διάρκεια της λειτουργίας και των ακολουθιών και όταν έχει φορέσει την “καθομιλουμένη”, δηλαδή την γλώσσα που μιλάνε οι άνθρωποι σε όλες τις υπόλοιπες εκφάνσεις της ζωής τους! Στο νηπιαγωγείο, στο σχολείο, στην δουλειά τους, στο μπαρ, στο δρόμο. Όμως ας είμαστε επιτέλους ειλικρινείς. Το μόνο είδος ιερότητας που μπορεί να χάσουν η Αγία Γραφή και η Θεία Λειτουργία και οι ακολουθίες με το να εκσυγχρονιστούν γλωσσικά, είναι ένα καθαρά τυχαίο, από τα χρόνια, είδος ιερότητας, που δεν είχαν ποτέ· ούτε για τους συγγραφείς της, ούτε για τους πρώτους αναγνώστες της!!
Η Καινή Διαθήκη στο πρωτότυπο ελληνικό κείμενο δεν είναι σε καμία περίπτωση ένα λογοτεχνικό έργο. Δεν είναι γραμμένη σε μια επίσημη εκκλησιαστική γλώσσα αλλά με τα ελληνικά που μιλούσαν τότε στην Ανατολική Μεσόγειο, αφού αυτά είχαν ήδη γίνει διεθνής γλώσσα και, επομένως, είχαν χάσει την αληθινή ομορφιά και επισημότητα τους. Στο πρωτότυπο κείμενο βλέπουμε τα ελληνικά να χρησιμοποιούνται από ανθρώπους που δεν τρέφουν κανένα αίσθημα θαυμασμού για τις ελληνικές λέξεις, αφού η ελληνική δεν ήταν η μητρική τους γλώσσα. Ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας άγιος Κύριλλος προσδιορίζοντας την ποιότητα αυτών των ελληνικών τα ονόμαζε “αγελαία γλώσσα”! Τα λόγια της Καινής Διαθήκης είναι γραμμένα σε στοιχειώδη ελληνικά, σε μια γλώσσα ξεριζωμένη, χρηστική, εμπορική.
Μας σοκάρει αυτό; Δεν θα έπρεπε να μας σοκάρει περισσότερο από ό,τι μας σοκάρει η Ενσάρκωση! Η ίδια Θεία Ταπείνωση που καθόρισε, ότι ο Θεός θα γίνει μωρό στο στήθος μιας χωριατοπούλας και αργότερα θα συλληφθεί από τους Ρωμαίους στρατιώτες σαν ένας πλανόδιος κήρυκας, όρισε επίσης ότι το όνομά Του θα γίνει γνωστό σε μια αγοραία, πεζή και άτεχνη γλώσσα. Αφού μπορούμε “να χωνέψουμε” το πρώτο, τότε “θα χωνέψουμε” και το δεύτερο.
Όταν πιστεύουμε πως η αλήθεια του Χριστού θα έπρεπε να παρουσιαστεί στον κόσμο με όλη την ομορφιά που θαυμάζουμε στην καθιερωμένη γλωσσική μορφή, απέχουμε τόσο πολύ από την αλήθεια, όσο απείχαν και οι Εβραίοι που πίστευαν ότι ο Μεσσίας θα έπρεπε να ερχόταν σαν ένας μεγαλοπρεπής εγκόσμιος Βασιλιάς! Η αληθινή ιερότητα, η αληθινή ομορφιά και το μεγαλείο της Καινής Διαθήκης (της ζωής του Χριστού δηλαδή) είναι άλλου είδους! Πολύ βαθύτερα!
Ο λόγος της Γραφής δεν είναι Αποκάλυψη! Είναι λόγος για την Αποκάλυψη-Χριστό!
Η πίστη είναι αυτοπαράδοση. Υπερβαίνει την λογική χωρίς να αχρηστεύει την λογική.
Το δίλημμα ΠΙΣΤΗ ή ΛΟΓΙΚΗ είναι για τους ορθοδόξους γελοιότητα.
Η πίστη (εμπιστοσύνη) δεν ρυθμίζει θέματα λογικής και η Λογική δεν απαντά για την ποιότητα και το περιεχόμενο του τέλους του δρόμου της πίστεως.
ΛΟΓΙΚΑ βρίσκεις τον δρόμο.
Υπέρβαση της λογικής γίνεται για το Πρόσωπο του Χριστού όχι για τις συνθήκες.
Φυσικά η πίστη δεν είναι αγνωστικισμός, δεν είναι κατάργηση της σκέψης.
Αν δεν χρειαζόταν η Λογική, δεν θα υπήρχε η Θεολογία!
Το ΠΙΣΤΕΥΕ και μη ΕΡΕΥΝΑ, είναι η φρίκη που έχει αποκλείσει εκατομμύρια ανθρώπους από την Εκκλησία, γιατί αυτονόητα αρνούνται να …..βλακεύουν!
Η έρευνα απαιτεί λογική. Η λογική είναι επεξεργασία δεδομένων.
Τί να ερευνήσεις όταν δεν καταλαβαίνεις; Το ερώτημα του Φιλίππου στον ευνούχο της Κανδάκης είναι συντριπτικό: Γινώσκεις ἅ ἀναγινώσκεις;
Πάντοτε στα θέματα πίστεως και λατρείας η πορεία ήταν: πρώτον κατανόηση των λεγομένων ή γραφομένων και εν συνεχεία ερμηνεία τους! Αν δεν υπάρχει το πρώτο τι να συζητήσουμε για το δεύτερο;
Το Μυστήριο της Πίστεως είναι η προσωπική βαθμίδα σχέσεως του κάθε χριστιανού με τον Χριστό.
Η διδασκαλία της Πίστεως είναι το κήρυγμα της Εκ-κλησίας για το πρόσωπο του Χριστού.
Πώς μπορεί κανείς να αγνοεί τα προβλήματα που βρίσκονται μπροστά στα μάτια όλων, όταν είναι ιερέας;
Το όλο θέμα και η όλη συζήτηση δεν μπορεί να έχει παρά μόνο ποιμαντική βάση. Δεν αγωνιά η Εκκλησία του Χριστού μαζί με τον Άγιο Ιδρυτή της, παρά μόνο, για την σωτηρία των ανθρώπων. Δεν την απασχολούν θέματα πολιτιστικά ή γλωσσικά. Δεν διακονεί ιστορικο-φιλολογικές ανάγκες και προτεραιότητες. Δεν άγχεται να σώσει γλωσσικά μορφώματα, σπουδαία και εντυπωσιακά καθ᾿ εαυτά, αλλά δυσνόητα ή και ακατανόητα πλέον, τόσο, που εμποδίζουν αντί να διακονούν την σχέση με τον Χριστό. Ακόμη χειρότερα, δεν αυταπατάται η Εκκλησία του Χριστού, ούτε εθνοφυλετικά, ώστε να νομίζει ότι υπάρχει γλωσσικό σχήμα καλύτερο απ᾿ όλα, ούτε οντολογικά, να δέχεται νεοπλατωνικές μαγικές διδασκαλίες για την δύναμη των λόγων.
Η δύναμη του λόγου του Θεού είναι το μυστήριο της εσωτερικής “παρέμβασης” του Χριστού στον φωτισμό της καρδιάς κάποιου. Όχι καθ᾿ εαυτές (σαν συγκεκριμένος ήχος!!) δυναμοποιημένες λέξεις!!
Χωρίς κατανόηση της διδασκαλίας είναι αδύνατη η σχέση. Η Εκκλησία ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ μυστικιστικές εκδοχές και νέο-πλατωνίζουσες εμπειρίες για αποδοχή του Χριστού. Αισθάνεται αποτροπιασμό όταν κληρικοί της ισχυρίζονται μαζί με τον Ιάμβλιχο ότι: “…η γλώσσα των ιερών εθνών είναι εύλογα προτιμότερη από τις διαλέκτους των άλλων ανθρώπων. Διότι, δεν διασώζεται ολόκληρο το νόημα όταν μεταφράζονται τα ονόματα, αλλά υπάρχουν κάποια ιδιώματα σε κάθε έθνος που είναι αδύνατο να σημανθούν σε άλλη γλώσσα. Και, παρόλο που μπορείς να τα μεταφράζεις, δεν έχουν πλέον την ίδια δύναμη όταν μεταφράζονται“.
Ιάμβλιχος, “Περί των Αιγυπτίων Μυστηρίων”, 7, 5
εκδ. ΖΗΤΡΟΣ 2005
Αρνείται η Εκκλησία του Χριστού ότι το μυστήριο του Λόγου συναρτάται με τα “πτερόεντα ἔπεα”. Διδάσκει μαζί με τους δύο άγ. Γρηγορίους ότι “ἑάν περί τά νοήματα συμφωνήσωμεν περί τάς λέξεις οὐ διαφέρομαι”. Είναι μυστήριο, δηλαδή απροσπέλαστο, ακατανόητο από την λογική, το γεγονός της αυτοπαράδοσης και αγάπης του Χριστού, που όμως εν συνεχεία, αυτό το μυστήριο, χρησιμοποιεί την λογική του ανθρώπου ως μέσο-υποζύγιο για να πορευτεί στην καθημερινότητα και να μεταφερθεί και σε άλλους. “Πῶς ἀκούσουσι χωρίς κηρύσσοντος;” (Ρωμ. 10, 14).
Λέτε να κήρυτταν οι απόστολοι σε γλώσσα άγνωστη; Τότε γιατί την Πεντηκοστή “ἕκαστος ἤκουε τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ”; Και αν υπήρχε θέμα αντίθεσης ανάμεσα στην λογική και στο θαύμα, τότε δεν έφτανε το θαύμα της Πεντηκοστής;
Η εναλλαγή (=πολυμορφία) των γλωσσών για ποιόν έγινε; Δεν ήταν “οικονομία” της σωτηρίας των ακουόντων; Δεν στόχευε στο να γεννηθεί η πίστη μέσα τους; Πως θα γινόταν αυτό αν στους ακούοντες η γλώσσα ήταν άγνωστη;
Η “διανομή” των γλωσσών καθόλου δεν εμπόδισε την ενότητα της πίστεως στην οποία καλεί ο Χριστός.
Η λύση της μεταφράσεως υπαγορεύεται από την ανάγκη ουσιαστικής επανασύνδεσης των πιστών με την δημόσια και κοινή προσευχή της Εκκλησίας.
Ήδη για τα ελληνικά δεδομένα μεταφράζεται στην δημοτική ο Παπαρρηγόπουλος και ο Παπαδιαμάντης. Οι τραγωδίες στα αρχαία θέατρα φυσικά ανεβάζονται στη δημοτική γλώσσα. Άλλωστε σ᾿ όλες της τις γλωσσικές φάσεις και μορφές η Ελληνική παραμένει μία γλώσσα και είναι … ρατσισμός η σειρά αξιολογικής διαβάθμισης των ιστορικών της μορφών. Αυτό ομολογούν ποιητές[2] (Οδ. Ελύτης) και γλωσσολόγοι (Γ. Μπαμπινιώτης).
Και από πλευράς θεολογικών εκδόσεων ήδη μέσα στο 2011 η αδελφότητα θεολόγων ΣΩΤΗΡ εξέδωσε την Καινή Διαθήκη του Π. Ν. Τρεμπέλα, με μεταγεγραμμένη στην δημοτική την ερμηνεία του αοίδημου καθηγητού!! “Η παρούσα μεταγλωττισμένη στη δημοτική γλώσσα ερμηνεία… είναι αποτέλεσμα αδήριτης και επιτακτικής ανάγκης“, γράφουν στο Προλογικό σημείωμα, στο οποίο όμως τελειώνοντας διαβεβαιούν ότι θα συνεχίσουν να εκδίδουν και την καθαρεύουσα!!!
Είναι, λοιπόν, πλέον αδήριτη ανάγκη, όπως επισημαίνουν και οι της αδελφότητος ΣΩΤΗΡ, και δεν δημιουργεί κανένα θεολογικό ή λειτουργικό πρόβλημα, κάθε τέτοιου είδους προσπάθεια, αφού: “Δέν νομίζομεν ὅτι τό Εὐαγγέλιον συνίσταται ἀπό τούς λόγους τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀλλ᾿ ἀπό τά ἐννοίας της· ὄχι εἰς τήν ἐπιφάνειαν, ἀλλ᾿ εἰς τόν μυελόν τῶν ὀστέων, ὄχι ἐπί τῶν φύλλων τῶν κηρυγμάτων, ἀλλ᾿ εἰς τάς ρίζας τῶν ἐννοιῶν” (Γ. Φλωρόφσκι, Ἁγ. Γραφή-Ἐκκλησία-Παράδοσις, σελ. 125).
Καταλάβαίνουμε λοιπόν ότι στην Εκκλησία τίποτε δεν “φυτρώνει” χωρίς ελευθερία! Από τότε, που ο Σταυρωμένος Αρχηγός της είπε εκείνο το αιώνιο: “ὅστις θέλει…” ερμηνεύοντας, τo τί εννοεί, με την παραβολή του πατέρα και των δυο γιων του, που τους έστελνε να δουλέψουν στο “αμπέλι” του, και κάνοντας απαράβατη προϋπόθεση ελευθερίας για την σχέση μαζί Του, την κραυγάζουσα σιωπή και “απουσία” Του· κάθε επιβολή, έχει “ὁσμήν” δαιμονικής αμαρτίας.
Η τοποθέτηση του Γαμαλιήλ είναι λυδία λίθος για τα αμφισβητούμενα θέματα, αρκεί όλες οι απόψεις να είναι ελεύθερες.
Δεν υπάρχει “υποχρεωτικό” καλό ούτε αναγκαστική ευρυθμία. Και οι Κανόνες των Συνόδων και τα επιτίμια, “οδοδείκτες” ορίων και μέσα θεραπείας ήταν, για τους ελεύθερα αποδεχομένους αυτά.
Πολύ περισσότερο ισχύουν όλα τα παραπάνω για θέματα που δεν αφορούν δογματική διδασκαλία αλλά ήθος και τρόπο. Εν προκειμένω, κάθε τοπική Εκκλησία ας δουλέψει το θέμα όπως νομίζει, ότι είναι ποιμαντικώς συμφέρον.
Τα “πρόβατα” της Εκκλησίας είναι λογικά και η ανταπόκρισή τους θα προσδιορίσει την πορεία του θέματος. Δεν γίνεται να έχουμε τον λαό μας κριτήριο, ακόμα και για θέματα διδασκαλίας πίστεως και συγχρόνως να θέλουμε να του κανονίσουμε σε τι γλώσσα θα προσεύχεται!
Ας αποφορτίσουμε το θέμα από εντάσεις και ύβρεις και απολυτότητες. Ας σεβαστούμε την διαφορετική ποιμαντική επιλογή του άλλου.
Ας μη ξεχνάμε,
πρώτον: ότι «Η αγάπη του Θεού είναι περισσότερο μυστηριώδης απ’ όσο γνωρίζουμε. Εκείνος αφίνει , στα χέρια και στην κρίση των ανθρώπων, πολύ περισσότερες επιλογές, απ’ ό,τι εμείς πιστεύουμε και είναι πάντοτε παρών ακόμα και “ἐν τῇ σιωπῇ Του”».
(Μ. Σκορτσέζε, Εισαγωγικό σημείωμα
στο βιβλίο του Σιουσακού Έντο: ΣΙΩΠΗ
Εκδόσεις Καστανιώτης)
και δεύτερον: Εξουσία και Μυστικισμός πάνε στην κηδεία της ελευθερίας αγκαζέ!
Σας ευχαριστώ.
[1] …Εἶπεν οὖν ὁ πάπας λόγους πολλούς πρός τόν Ἐφέσου· ἦν δέ ὁ σκοπός τῶν λόγων, ἵνα πεισθῇ καί αὐτός καί ἀκολουθήσῃ τῇ συνόδῳ καί στέρξῃ τήν ἕνωσιν· εἰ δ’ οὐ ποιήσει τοῦτο, πείσεται ὅπερ ἔπαθον καί οἱ ἐν ταῖς οἰκουμενικαῖς συνόδοις ἀπειθοῦντες, ὅτι καθηρέθησαν καί ὡς αἱρετικοί ἀπεκηρύχθησαν. Ἔδωκε δέ καί ὁ Ἐφέσου πρός τούς λόγους τοῦ πάπα ἀποκρίσεις ἱκανάς· περί δε τῆς ἀπειληθείσης αὐτῷ καταδίκης εἶπεν, ὅτι αἱ σύνοδοι κατεδίκαζον τούς μή πειθομένους τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἀλλ᾿ εἰς δόξαν τινά ἐναντίαν αὐτῆς ἐνισταμένους καί ταύτην κηρύττοντας καί ὑπέρ αὐτῆς ἀγωνιζόμενους διό καί αἱρετικούς ἐκάλουν αὐτούς καί κατεδίκαζον πρῶτον τήν αἵρεσιν, εἶτα τούς ἀντεχομένους αὐτῆς. Ἐγώ δέ οὐ κηρύττω ἰδίαν μου δόξαν οὐδέ τι ἐκαινοτόμησα, οὐδέ ὑπέρ ἀλλότριου τινός δόγματος καί νόθου ἐνίσταμαι, ἀλλ᾿ εἰς τήν ἀκραιφνῆ δόξαν τηρῶ ἐμαυτόν,…
Γρηγορίου Συρόπουλου
Ἀπομνημονεύματα
περί τῆς ἐν Φλωρεντίᾳ Συνόδου
Χ. 22-23, σελ. 508, Roma 1971
[2] Αξίζει να έχει υπ’όψιν κανείς και σχόλιο για την μορφή της γλώσσας του Νομπελίστα Γ. Σεφέρη στην μετάφραση του έργου του T.S.Eliot “Φονικό στην Εκκλησία”. Γράφει:
Πρέπει να σημειώσω πως μ’ απασχόλησε πολύ το ζήτημα του γλωσσικού τύπου που θα χρησιμοποιούσα στη μετάφραση αυτού του μέρους ή και σε άλλες ανάλογες περιπτώσεις εκκλησιαστικών κειμένων. Θα ξάφνιζα ίσως λιγότερο αν διάλεγα μια ψευτοκαθαρεύουσα – θα ήταν η χειρότερη λύση – ή αν κατάφευγα στην απομίμηση σοβαρότερων θρησκευτικών κειμένων, που δε μας λείπουν. Τούτο το τελευταίο το ζύγισα πολύ περισσότερο. Η αγγλικανική έκφραση έχει, θα έλεγε κανείς, μια συμπεριφορά «δημοτική», είναι ποτισμένη από τη μετάφραση των Γραφών που είναι το θεμέλιο της αγγλικής λογοτεχνίας. Λ.χ. μια φορά που συζητούσα μ’ έναν ανώτερο και εξαιρετικά μορφωμένο αγγλικανό κληρικό που μου είχε θέσει τούτο το ερώτημα: «Και πως ο λαός σας νιώθει τον λόγο του Κυρίου μας;» Ομολογώ πως δεν μπόρεσα ν’ απαντήσω. Έτσι, προτίμησα να μεταχειριστώ την κοινή δημοτική που γράφω. Όλα τα άλλα μου φάνηκαν σαθρά τεχνάσματα.(σελ. 115)
Θεματολογικές ετικέτες