«Ἐὰν ἀγαπᾶτέ με, τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς τηρήσατε (Ιω 14,15)». Ιδού μια φράση του Ιησού όντως παράδοξη. Δεν είναι αντιφατικό κάποιος να εντέλλεται την αγάπη όταν ξέρουμε πως τα συναισθήματά μας είναι αυθόρμητα; Υπάρχουν σίγουρα πολλοί άνθρωποι που αγαπάμε και οπωσδήποτε αυτό δεν το κάνουμε από υποχρέωση.
Για μας η πρόσληψη μίας εντολής συνήθως γίνεται με αναφορά στις εντολές του Δεκαλόγου (Εξ 20, Δευτ 5), δηλαδή εκλαμβάνουμε τις εντολές ως απαγορευτικές υποδείξεις τού τί δεν πρέπει να κάνουμε: ου φονεύσεις, ου κλέψεις, ου μοιχεύσεις, ουκ επιθυμήσεις τα του πλησίον, κτλ. Αυτές οι εντολές θυμίζουν εντυπωσιακά αυτά που ακούμε και σήμερα: Μη βγείτε χωρίς μάσκα, μην πλησιάσετε τους άλλους σε απόσταση μικρότερη του 1,50 μέτρου, μην κάνετε χειραψία, μην αγκαλιάζετε ή μην ασπάζεστε τους οικείους σας και πάει λέγοντας. Κοντολογίς, είναι όλα τα παραπάνω διατάξεις του νόμου, δηλαδή προέρχονται -ως προς εμάς- εκ των έξω. Και είναι υποδείξεις ή διατάξεις που δεν έχουν στόχο να μας δώσουν πληρότητα ζωής, αλλά απλώς να μας προστατέψουν από το θάνατο. Παράδοξος νόμος!
Αλλά για σταθείτε! Υπάρχει στο Δεκάλογο και μια εντολή με θετικό πρόσημο: «Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα σου, ἵνα εὖ σοι γένηται, καὶ ἵνα μακροχρόνιος γένῃ…». Το παρατηρήσατε; Η μόνη εντολή, που έχει θετικό πρόσημο, δεν υπόσχεται μικρότερη ή μεγαλύτερη παράταση της επιβίωσης, αλλά μια ζωή με πληρότητα. Η εντολή αυτή σχετίζεται με την αγάπη που οφείλουμε προς εκείνους που μας έδωσαν το δώρο της ζωής. Ίσως θα έπρεπε να τη θυμόμαστε λίγο συχνότερα σε αυτή την περίοδο που διανύουμε, όπου πολλοί γονείς μας, ηλικιωμένοι, αφήνονται να πεθάνουν ολομόναχοι μέσα στις επίχρυσες φυλακές που τους έχουμε κλείσει.
Όμως και η εντολή του Χριστού έχει επίσης θετικό πρόσημο: «ἐντολὴν καινὴν δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς ἵνα καὶ ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ιω 13, 34). Η εντολή αυτή δεν είναι χαραγμένη σε λίθινες πλάκες, ούτε στις διατάξεις κάποιου αστικού κώδικα, ώστε η πρόσληψή της από μας να γίνεται εκ των έξω. Η εντολή αυτή δε μπορεί να χαραχθεί παρά αποκλειστικά και μόνο στην καρδιά του καθενός μας, όπως το είχε αναγγείλει ο Προφήτης Ιερεμίας: «διδοὺς δώσω νόμους εἰς τὴν διάνοιαν αὐτῶν καὶ ἐπὶ καρδίας αὐτῶν γράψω αὐτούς» (Ιερ 38, 33).
Αλλά πώς να κατορθώσουμε αυτή την εντολή του Χριστού; Πώς να καταφέρουμε να αγαπήσουμε τους εχθρούς μας; Πώς να ξεπεράσουμε τα αυθόρμητα συναισθήματα που αισθανόμαστε αβίαστα γι’ αυτούς που μας αγαπούν, αλλά και για αυτούς που μας μισούν; Όπως εσείς, έτσι και εγώ, δεν αρκεί να αγαπώ τους ευγενικούς και συμπαθητικούς ανθρώπους που συναντώ, αλλά πρέπει να μάθω να αγαπώ και όλους όσοι μου στέλνουν γράμματα και μηνύματα -ακόμη και με προσβολές ή κατηγορίες- που άλλωστε κάθε καλός επίσκοπος πρέπει να λαμβάνει, αν όντως είναι καλός επίσκοπος.
Ας ακούσουμε λοιπόν την ιστορία του Ζαν-Λουί.
Αυτός ο άνθρωπος ήταν άστεγος και ζητούσε ελεημοσύνη έξω ακριβώς από την εκκλησία, όπως κάνουν και πολλοί άλλοι άνθρωποι σε ανάγκη. Μία συμπαθής ηλικιωμένη γυναίκα, η Ζωρζέτ, που εκκλησιαζόταν τακτικά, του έδινε συχνά λίγα χρήματα υπακούοντας στις παραινέσεις του εφημερίου, πως πρέπει να είμαστε γενναιόδωροι και ελεήμονες και πως ό,τι κάνουμε για τους ελαχίστους αδελφούς μας είναι σαν να το κάνουμε προς το Χριστό. Η πράξη της γινόταν σαν από υποχρέωση. Και στ’ αλήθεια, την ενοχλούσε κάπως το γεγονός πως δεν τολμούσε να κοιτάξει το πρόσωπο του Ζαν-Λουί, έτσι όπως ήταν κακοξυρισμένος και ταλαιπωρημένος από την κακουχία και το αλκοόλ.
Μια μέρα, βγαίνοντας από την εκκλησία και προσπαθώντας να κατέβει το πεζοδρόμιο, η Ζωρζέτ έπαθε ένα τρομερό τράβηγμα στη μέση και διπλώθηκε στα δύο από τον πόνο, τόσο που δε μπορούσε να σταθεί. Ο Ζαν-Λουί έτρεξε αμέσως δίπλα της και τη βοήθησε να ανασηκωθεί με πολλή ευγένεια και διακριτικότητα. Και για πρώτη φορά, το βλέμμα της Ζωρζέτ διασταυρώθηκε με το βλέμμα του Ζαν-Λουί. Και εκεί η Ζωρζέτ είδε ένα βλέμμα γεμάτο τρυφερότητα, τόσο που συγκλονίστηκε βαθειά.
Από εκείνη τη μέρα, και κάθε φορά που έβγαινε από την εκκλησία, η Ζωρζέτ έμενε δίπλα στο Ζαν-Λουί και του κρατούσε παρέα χωρίς να μετρά την ώρα. Μια μέρα ο Ζαν-Λουί της είπε: «Μη μου δίνετε πλέον χρήματα. Αυτό που είχα πραγματικά ανάγκη ήταν απλώς το φιλικό σας βλέμμα ή μια συνομιλία που δείχνει πως έχω στα μάτια σας μια αξιοπρέπεια, πως δε σας είμαι παντελώς αδιάφορος. Πως υπάρχει έστω και κάποιος που δεν του είμαι παντελώς αδιάφορος».
Στη Θεία Λειτουργία, προσευχόμαστε στο Άγιο Πνεύμα να κατέλθει πάνω στα προσφερόμενα δώρα, στον άρτο και στον οίνο, και να τα μεταβάλλει σε Σώμα και Αίμα Χριστού. Και ακόμη προσευχόμαστε στο Άγιο Πνεύμα να κατέλθει σε καθέναν από μας, όπως μας το υποσχέθηκε ο Κύριος, ώστε να μεταβάλει τις καρδιές μας. Να τις κάνει, αυτό το Πνεύμα, από καρδιές λίθινες σε καρδιές σάρκινες, ώστε να γίνουν ανοικτές και δεκτικές της αγάπης του Χριστού. Και ο Χριστός, όπως είναι μαζί με τον Πατέρα, έτσι να μπορέσει να έρθει να μείνει και μέσα μας.
Δεν πρόκειται πλέον για αγάπη του Νόμου, ακόμη και αν αυτός ο Νόμος δίνεται από το Θεό. Πρόκειται μάλλον για το νόμο της Αγάπης. Γιατί «Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί» (Α Ιω 4,16)!
Mgr Michel Aupetit, archevêque de Paris
Messe du dimanche 17 Mai 2020 à St-Germain-l’Auxerrois
(Μετάφραση: Χάρης Χατζηγώγος)
Θεματολογικές ετικέτες