Η Ανάσταση στάθηκε κάρφος στον οφθαλμό της απιστίας. Ο σκεπτικισμός την είδε σαν το μεγάλο παράδοξο μέσα στα πλαίσια της Ιστορικής μνήμης κι οι Κυριακάτικοι κι εποχιακοί Χριστιανοί προτιμούν να μην μιλούν γι’ αυτήν. Τους δημιουργεί δυσάρεστες αντιευδαιμονιστικές αμηχανίες, ασυμβίβαστες προς το πνεύμα του κοινωνικά ταχτοποιημένου ανθρώπου, ή κείνου που έχει σαν μοναδικό ιδανικό την κοινωνική σταδιοδρομία και ταχτοποίηση.
Αν αφίσουμε όμως τους τελευταίους στο πνευματικό οστεοφυλάκιο, που αναπαύονται, κι αν ρωτήσουμε τον άπιστο σκεπτικισμό, γιατί πιστεύει πως δεν αναστήθηκε ο Χριστός, θα πληροφορηθούμε τα εξής καταπληχτικά. Πρώτο πως το φαινόμενο αυτό της σωματικής ανάστασης είναι αντιφυσικό και για τούτο αντιεπιστημονικό κι αντιϊστορικό. Και δεύτερο γιατί δεν υπάρχει καμμιά υπεύθυνη μαρτυρική βεβαίωση. Είμαστε σύμφωνοι με το μισό μέρος του πρώτου επιχειρήματος, αλλά νομίζουμε παράλογο το άλλο μισό κι ολόκληρο το δεύτερο επιχείρημα.
Η σωματική ανάσταση του Χριστού, είναι πραγματικά φαινόμενο αντιϊστορικό κι αντιεπιστημονικό, όσο η ιστορία είναι η ιστορία της βίας κι η επιστήμη καθαρή σύλληψη του νου, που τον υπηρετούν αποκλειστικά και μόνο οι πέντε αίσθησες. Όταν όμως κείνα που οι άνθρωποι λογαριάσανε και σεβαστήκανε επί δύο χιλιάδες και περισσότερα χρόνια ως φυσικό νόμο, η επιστήμη του εικοστού αιώνα τ’ αποδείχνει πειραματικώτατα λάθος, τότε ποιος είναι ο φυσικός νόμος και ποια τα σύνορά του; Χιλιάδες χρόνια ο άνθρωπος έζησε με τη γεωμετρία του Ευκλείδη. Κι όμως οι γεωμετρικοί νόμοι του Ευκλείδη χάσανε στον αιώνα μας το κύρος της αδιαφιλονείκητης αλήθειας. Ο Λουμπατσέφσκυ απόδειξε πως δεν είναι σωστό το Ευκλείδιο αξίωμα, κατά το όποιο, από ένα σημείο που βρίσκεται εκτός ευθείας μία μονάχα παράλληλη τραβιέται, κι απόδειξε πως μπορούν να τραβηχτούν πολλές παράλληλες. Μία ολότελα νέα γεωμετρία θεμελιώθηκε και το σπουδαιότερο είναι πως δεν είναι η μοναδική. Ποιος δεν θυμάται από τα μαθητικά του χρόνια, πως το άθροισμα των γωνιών παντός τριγώνου ισούται προς δύο ορθές; Κι όμως στη γεωμετρία του Λουμπατσέφσκυ, το άθροισμα αυτό είναι πάντοτε μικρότερο από δύο ορθές γωνίες και στη γεωμετρία του Ρήμαν πάντοτε μεγαλύτερο. Οι εργασίες του Πλανκ και του Αϊνστάιν, τροποποιήσανε κατά τρόπο απροσδόκητο τους νόμους της έλξης και της αδράνειας του Νεύτωνα, κι ο Πουανκαρέ σοφώτατα διακήρυξε πως «ποτέ το πείραμα δεν απόδειξε ότι ο χώρος έχει τρεις διαστάσεις, αλλ’ απόδειξε μόνο πως είναι βολικό στον άνθρωπο να του αποδώση τρεις διαστάσεις». Αν ο Νεύτωνας είναι μεγάλος, δεν λογαριάζεται τέτοιος μονάχα γιατί ανακάλυψε σημαντικούς νόμους, αλλά γιατί ποτέ δεν απομακρύνθηκε από τη στερεή πεποίθηση, πως τα όρια της επιστήμης είναι περιωρισμένα. «Ο άνθρωπος -έγραψε- που αναζητά την πρώτη αιτία των όντων δεν ανήκει στην επιστήμη». Τι άλλο κάνει η σημερινή, μετά τόσους αιώνες, διαπίστωση του Έντιγκτον, ότι γνωρίζουμε πώς συμπεριφέρεται ένα ηλεκτρόνιο, αλλά δεν γνωρίζουμε τι είναι, παρά να επιβεβαιώνη το Νεύτωνα;
Ας αφίσωμε λοιπόν ήσυχη την επιστήμη και το τι είναι φυσικό και τι αντιφυσικό, συζήτηση κατάλληλη για τον δέκατο όγδοο αιώνα και τον δέκατο ένατο, αλλ’ όχι για την φοβερή εμπειρία του εικοστού, κι ας έρθουμε στους υπεύθυνους και τους ανεύθυνους μάρτυρες του μεγάλου θαύματος.
Κανείς δεν αμφισβητεί πως κάποια στιγμή ο τάφος του Χρίστου βρέθηκε ανοιχτός και το ενταφιασμένο σώμα να λείπη. Τι έγινε λοιπόν το σώμα; Το κλέψανε, ωρύεται η απιστία. Αλλά ποιοι; Βέβαια, δεν το κλέψανε οι εχθροί του. Τότε ποιοι το κλέψανε; Κι η ομόφωνη απάντηση είναι μια, στερεότυπη κι απλοϊκή! «Οι μαθητές του, για να διαδώσουνε πως αναστήθηκε».
Αν όμως για μια στιγμή συμφωνήσουμε με την απιστία και παραδεχτούμε πως πραγματικά οι μαθητές κλέψανε το σώμα, για να διακηρύξουν ότι αναστήθηκε, πως αυτοί οι έντεκα άνθρωποι συνωμοτήσανε να διαδώσουνε ένα ψέμμα τόσο τερατώδες; Θα ρωτήσουμε αυτονόητα, τι είχαν να ωφεληθούν απ’ αυτή την απάτη;
Δεν αποκλείω διόλου μια ομάδα ανθρώπων να μεταβληθεί σε σπείρα απατεώνων, αλλά δεν μπορώ να λησμονήσω σε τέτοια περίπτωση, τον αμείλικτο νόμο που ορίζει, πως τα αμαρτωλά μέσα κυνηγούν αμαρτωλούς σκοπούς. Τι κερδίσανε όμως οι Απόστολοι απ’ αυτή τη συνωμοσία της ψευτιάς και της απάτης; Μήπως χρήματα; Μήπως εγκόσμια αξιώματα; Μήπως σαρκικούς ευδαιμονισμούς, ή της δημαγωγίας τα άνθη; Ποιο αγαθό έφερε στα πόδια τους ένα τέτοιο αποκρουστικό έγκλημα; Μάς το φανερώνει η ζωή τους. Πείνα γνωρίσανε και δίψα και γύμνια και ψυχική και σωματική ταλαιπωρία και προδοσίες κι εξευτελισμούς και φοβερούς κατατρεγμούς και τέλος τα βασανιστήρια και τον μαρτυρικό θάνατο.
Μα είναι δυνατόν άνθρωπος, που δεν τούχει σαλέψει το λογικό, να παραδεχτή πως τόσοι άντρες δεχτήκανε να ζήσουνε τέτοια πανάθλια και μαρτυρική ζωή και να γνωρίσουνε ένα τόσο φριχτό και βασανιστικό θάνατο, για ένα ψέμμα; Κι είναι λογικό να παραδεχτούμε πως όσα πάνσοφα κηρύξανε κι όσα πράξανε θαυμαστά, ήταν ο καρπός μιας απάτης και μιας συνωμοσίας; Από ακανθών δεν βλασταίνουν σταφυλαί ούτε από τριβόλων σύκα. Κι αν ένας άνθρωπος «διά Χριστόν σαλός» μπορεί να οπτασιαστεί τις εικόνες των πόθων του, έντεκα μαζί είναι πολύ δύσκολο να το πάθουν και μάλιστα άνθρωποι σαν το Θωμά, που δεν πίστευε, αν δεν έβαζε το δάχτυλο «ἐπί τόν τῦπον τῶν ἥλων». Τον είδαν λοιπόν με τα μάτια τους και Τον άγγιξαν με τα χέρια τους τον αναστηθέντα Χριστό, και Του μίλησαν, και Τον άκουσαν, και πήραν την ευλογία Του, και θεμελιώσανε την Εκκλησία Του, και κηρύξανε, και πράξανε «μύρια, πᾶσαν ὑπερβαίνοντα φύσιν», όπως λέγει ο Χρυσόστομος.
Κι όπως δεν έπεσε απ’ το αέτωμα του ναού, ούτε κατέβηκε απ’ το Σταυρό, καθώς τον προκαλούσε η δαιμονική νόηση, έτσι και την Ανάστασή του δεν την προανάγγειλε παρά μονάχα στους μαθητές του. Έχει θεμελιακή σημασία, σε ποιους έκαμε αυτή τη δήλωση ο Ιησούς και σε ποιους δεν την έκαμε. Αποκάλυψε την Ανάστασή Του μονάχα στους πιστούς φίλους και μαθητές. Δεν την είπε ούτε στον Άννα, ούτε στον Καϊάφα, ούτε στον Πιλάτο. Δεν την ανακοίνωσε για να φοβίσει τους άπιστους, αλλά για να γιγαντώσει το θαυμασμό και να τονώσει την πίστη κείνων που θαύμαζαν, που αγαπούσαν και πίστευαν. Το θαύμα τ’ ανήγγειλε στα ώτα μονάχα των ακουόντων και κανένα στοιχείο προς κατάπληξη κι εκφοβισμό δεν μεταχειρίζεται, στην παρωδία, που λέγεται δίκη του Ιησού. Δεν λαλεί σε ώτα μη ακουόντων, ούτε προβάλλει το θαύμα στους θεληματικά τυφλούς.
Υπάρχει μια βαθύτερη οντολογική ενότητα στη στάση του Χριστού από τον πρώτο πειρασμό στο αέτωμα του ναού, ως την Ανάσταση και τις εμφανίσεις στους μαθητές Του.
Όταν ο Ωριγένης λέγει: «…Ἐκφῆναι οὖν ἐβούλετο τήν δύναμιν ἑαυτοῦ ὁ Ἰησοῦς, θείαν οὖσαν ἑκάστῳ τῶν δυναμένων αὐτήν ἰδεῖν», («… ήθελε ο Ιησούς να φανερώσει την δύναμή του, που ήταν θεϊκής φύσεως, στον καθένα απ’ όσους μπορούσαν να την δουν…»), ξεκαθαρίζει μ’ ασύλληπτη καθαρότητα αυτή τη Χριστολογική αρχή. Γι’ αυτό κείνοι που ακούσανε την πρόρρηση κι είδανε την Ανάσταση, οι μαθητές δηλαδή, «οἱ δυνάμενοι ἰδεῖν» του Ωριγένη, είναι οι πιο υπεύθυνοι μάρτυρες, το πιο αληθινό τεκμήριο. Τα όργανα της απάτης δεν γίνουνται μάρτυρες, που σημαίνει άνθρωποι που πάσχουν, επειδή βεβαιώνουν αυτό που πραγματικά είδαν: Την Ανάσταση.
Θεματολογικές ετικέτες