Γενικού ενδιαφέροντος

Η χώρα των ζώντων

Θα ήθελα να σημειώσω κάποια συμπεράσματα από ένα πρόσφατο ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη. Δίχως απαιτήσεις αντικειμενικότητας, αφού τα συμπε­ράσματα μου είναι «προσωπικά», εμπειρίες μιας αναπόδεικτης βεβαιότητας. Και με διάθεση, που θέλω από την αρχή να την ομολογήσω «αποφατική», μια και η Πόλη παραμένει στη συνείδηση μου το «χαμένο κέντρο» του «νοητού τόπου» που είναι η Ελλάδα.

Για όσους η Ελλάδα είναι κάτι που πρέπει να «βρεθή» πέρα από τις γεωγραφικές ψευδαισθήσεις — έ­νας τρόπος ζωής και όχι απλώς μια τοπική έκτα­ση ή ένα κρατικό σχήμα — η Πόλη προσφέρει για ψηλάφιση τα σημάδια από το μυστήριο του «νοητού τό­που». Θα σημείωνα σαν πρώτο τέτοιο σημάδι, πρώτο με την είσοδο στην Πόλη, τα ερείπια των τειχών. Μπορεί να είναι αφετηρία για τη μύηση στην αλήθεια των «ο­ρίων» ενός πραγματικού πολιτισμού. Μιλάω για κείνα τα όρια, που είναι αμετάθετα όταν πρόκειται να δια­κρίνουν και να διαστείλουν τη θεία τάξη της ζωής από την άλογη ορμή της φυσικής βαρβαρότητας. Αλλά είναι και απεριόριστα, προκειμένου να προσλάβουν και να εγκεντρίσουν στη λειτουργία της ζωής την αλογία του φυσικού ανθρώπου. Σε αυτά τα όρια ασκήθηκε επί χίλια χρόνια ένας πολιτισμός, με μοναστική υπο­ταγή στο μυστήριο της Ιστορίας· ασκήθηκε μέσα από την πράξη του πολέμου και της άμυνας, στη σπουδή της αλήθειας, που διακρίνει το κάλλος της ζωής και της κοινωνίας των προσώπων από την αμορφία και το χάος των παθών του στίφους. Η Πόλη είναι το ιερό κέν­τρο, συνέχεια της Δωδώνης και των Δελφών, γύρω από το οποίο οργανώνεται λειτουργικά η ζωή. Και τα τείχη της είναι τα αμετάθετα όρια προστασίας αυτού του κέν­τρου, που επιτρέπουν στο υπόλοιπο σώμα να λειτουργή προσλαμβάνοντας και μεταμορφώνοντας το χάος σε ευμορφία. Χίλια χρόνια το Βυζάντιο, σε κάθε φάση του ιστορικού και του πολιτιστικού του βίου, πραγματοποιεί την πρόσληψη του φυσικού, του άλογου και αγελαίου, και τη μεταμόρφωση του σε κοινωνία και ιερή Ιστορία και θεανθρωπότητα, δηλαδή σε Εκκλησία.

Σήμερα τα τείχη είναι ερειπωμένα, τα όρια έχουν εξαλειφθή, οι βάρβαροι έχουν περάσει, η Ελλάδα έχει συγκεκριμένα σύνορα, είναι τόπος μετρητός, η ανάσα της άμυνας και της πρόσληψης έχει σταματήσει, η ζωή έχει τελειώσει. Τα σύνορα ή μέτρα χρησίμεψαν για να γίνη το κιβούρι, η κρατική μας υπόσταση. Σε αυτή τη γεωγραφική και κρατικοποιημένη Ελλάδα δι­δασκόμαστε το Βυζάντιο, στα σχολειά και στα Πανε­πιστήμια, σαν σειρά από χρονολογίες και περιστατικά, απώλειες και επανακτήσεις εδαφών ή και αλληλοσφα-γές αυτοκρατόρων. Και αγνοούμε τον ένα και μοναδικό άξονα της ζωής του, που είναι η πρόσληψη του κόσμου και η μεταμόρφωση του σε Εκκλησία, η ιστορική σάρ­κωση του Χριστολογικού δόγματος (η πρόσληψη του ανθρώπου από τον Λόγο και η θέωση του προσλήμματος) — ο ιστορικός βίος του Βυζαντίου αρθρωμένος στις επτά «σταθερές» των Οικουμενικών συνόδων.

Ο «νοητός τόπος» που ορίζουν τα ερειπωμένα τεί­χη της Πόλης, προσφέρεται σε μια δεύτερη εμπειρία ψηλάφισης μπαίνοντας στη Μονή της Χώρας: Πάνω από τη θύρα, από τον πρόναο στον κυρίως ναό, η Ει­κόνα, που λέγει, με το σχέδιο και το χρώμα, τα άρρητα της ζωής, την προσωπική διάσταση και πραγματικό­τητα του «νοητού τόπου»: «ο Χριστός, η χώρα των ζώντων». Αυτή η Εικόνα ερμηνεύει την Ιστορία, συγκε­φαλαιώνει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον στην πάντοτε παρούσα έσχατη κρίση στα όρια της ζωής. Πλήθος οι τουρίστες, αγελαίοι και άρριζοι, αιώνες τώ­ρα ανίκανοι να συλλαβίσουν την Εικόνα, παντοτινοί σταυροφόροι μιας βάρβαρης χρήσης των ιερών, μπαινο­βγαίνουν στην πύλη, φωτογραφίζουν τον Χριστό για ενθύμιο, συγκρίνουν την τεχνοτροπία με σχολές και ζω­γράφους που έχουν δει στα μουσεία τους. Και έξω από το ναό τα ανατολίτικα στίφη, ο όχλος της Ισταμπούλ, αδιάκοπη απειλή που παραμονεύει να βεβηλώση και να αφανίση αυτό το ανεξίτηλο όριο ανάμεσα στη ζωή και στη βαρβαρότητα, αυτή τη συνεχώς παρούσα ιστορική καταδίκη του. Το Βυζάντιο είναι πάντοτε στο κέντρο αυτής της άγνοιας και αυτής της απειλής, η ελληνική ιστορική σάρκωση του Λόγου, αποτυπωμένη με το χέρι του ανώνυμου ζωγράφου σε ένα συγκλονιστικό επίτευ­γμα της ανθρώπινης έκφρασης: «ο Χριστός, η χώρα των ζώντων», η προσωπική συγκεφαλαίωση του σώματος της Εκκλησίας, η βεβαιότητα της κοινωνίας των α­γίων και η έκπαγλη πολιτιστική της πραγμάτωση στη νοητή Θεόσδοτη Πόλη.

Είχα μια σωματική αίσθηση της χώρας των ζώντων στην κυριακάτικη λειτουργία στο ναό της Αγίας Τριάδας του Σταυροδρομίου, στο κέντρο της Ισταμπούλ. Έ­νιωθα να ξαναβρίσκω τη χαμένη καθολικότητα της νοητής χώρας, την ολόκληρη Εκκλησία, τη ζωντανή παρουσία του καθολικού σώματος, ολόκληρη τη ζωή να λειτουργή και να λειτουργήται στα απεριόριστα όρια της Ευχαριστίας. Ήταν όλοι εκεί, γέροι και νέοι, η παληά πολιτική αρχοντιά και τα νέα παιδιά με τα μακρυά τους μαλλιά και τα γένια τους, και τα κορίτσια με την ανέμελη ομορφιά τους. Και όλοι αυτοί, μικροί και μεγάλοι, να συμμετέχουν στα δρώμενα με μιαν έκ­δηλη εγρήγορση μετοχής, να σταυροκοπιούνται σωστά και στις στιγμές που πρέπει, άλλοτε να συνοδεύουν ψι­θυριστά την ψαλμωδία, να ζουν το πού βρίσκονται και σε τι μετέχουν. Στη γεωγραφική Ελλάδα με την κρατική Εκκλησία, αυτή η αίσθηση της ζωντανής παρουσίας ολόκληρου του σώματος του λαού του Θεού, αν δεν είναι τελεσίδικα χαμένη, σπανίζει τρομερά. Οι ναοί μυρίζουν οργάνωση, σέκτα, λογοκρισία και ευνουχισμό της ζωής. Τα όρια της Ορθοδοξίας δεν είναι πια όρια ζωής, αλλά κρατικά σύνορα, αντικειμενοποιημένο ιδεο­λογικό περίγραμμα, οργανωσιακή αντίληψη. Εδώ στην Πόλη δεν υπάρχει τίποτε άλλο να ορίση την Εκκλησία εκτός από την ίδια τη ζωή. Γι’ αυτό και ολόκληρη η ζωή συγκεφαλαιώνεται στην Εκκλησία. Νοιώθεις την Ιστορία να είναι παρόν και το παρόν να αγκαλιάζη αιώνες Παράδοσης. Η Ιστορία συνοψίζεται στην κάθε κίνηση, στην κάθε εκφώνηση και χειρονομία του Αρ­χιερέα που λειτουργεί, στην εκπληκτική απόδοση του μέλους από το χορό, στην παραμικρή λεπτομέρεια του τυπικού. Αυτά όλα δεν είναι στοιχεία διακοσμητικά της λατρείας, αλλά η σάρκωση της εμπειρίας και της ευσέ­βειας αιώνων, και οι φορείς τους συνειδητά συσσωμα­τωμένοι σε αυτή τη σάρκωση που διαιωνίζει τη ζωή. Το Φανάρι μοιάζει πεισματικά γαντζωμένο στο μυστικό της ζωής, που είναι η συσσωμάτωση στην Παράδοση· δεν άφησε στοιχεία συναισθηματικά και ηθικολογικά να εκθηλύνουν τη λατρευτική απαγγελία, να ατομικοποιήσουν την ευσέβεια, να μεταβάλουν τη λατρεία σε πάρεργο και την ηθικοδιδασκαλία σε πρωτεύον.

Αλλά πρέπει να προχωρήσω στο τρίτο «σημάδι» ψηλάφισης του νοητού τόπου.

Είναι η ταύτιση που ένιωσα της Αγια-Σοφιάς με το Φανάρι. Είχα ακόμα την αίσθηση και το ρίγος της «χώρας του αχώρητου» από την επίσκεψη στην Αγια-Σοφιά, όταν μας δέχτηκε ο Πατριάρχης. Πατέρας και ποιμένας, απεριόριστα στοργικός και ταπεινά συ­νετός, μοιάζει να ενσαρκώνη εκείνα τα ορθόδοξα χαρί­σματα, που θαμμένα, για μακρό ίσως διάστημα, στην τα­πεινή αποδοχή του σταυρού, αποδείχνονται κάποτε παντοδύναμα. Ολόκληρο το Φανάρι είναι σήμερα ένας τόπος στενός, φτωχικός και πραγματικά σταυρωμένος: Αλλά στους μικρούς του χώρους, στα στενάχωρα γρα­φεία και τους διαδρόμους του ανασαίνεις μιαν εκπλη­κτική ευρύτητα ζωής, έχεις την αίσθηση ενός οικουμε­νικού, απεριόριστου χώρου. Δεν είναι αυτή μια ιδανική και ενθουσιαστική εικόνα, δεν πιστεύω ότι οι άνθρωποι εκεί δεν είναι όπως παντού, περιορισμένοι από τη φύ­ση και το χαρακτήρα τους, με τα περισσότερα ή λιγώτερα λάθη τους πάντοτε ακριβά πληρωμένα, περισσό­τερο ή λιγώτερο ικανοί και ενάρετοι. Αλλά και οι μετριώτερες φυσικές παρουσίες εκεί πείθουν με το χάρι­σμα ενός αληθινού ανοίγματος στα όρια της οικουμε­νικής ευθύνης και καθολικότητας της Ορθοδοξίας. Γι’ αυτό και η Αγια-Σοφιά ήταν για μένα μια ερμηνεία της Μεγάλης Εκκλησίας, και η Μεγάλη Εκκλησία της Αγια-Σόφιας. Και στις δυο περιπτώσεις, ο ίδιος άρρητος λόγος που συνδέει την ταπεινότητα του φυσι­κού υλικού με την τρομακτική δυνατότητα του ίδιου αυτού υλικού να χωρέση τον αχώρητο και να σάρκωση τον άσαρκο, να αναδειχθή σε σάρκα του Θεού Λόγου. Αυτή η αρχοντιά της μεγαλοφυίας, που κατόρθωσε να άρθρωση σε συγκεκριμένη λειτουργική δομή την ορα­τή φανέρωση της χώρας του αχώρητου, να κάνη αισθη­τή την καθολικότητα της κοσμικής σάρκας του Λόγου, ταπεινωμένη σήμερα, γυμνωμένη και αδύναμη, αλλά πάντοτε ζωντανή πραγματικότητα ενός όλου που δεν καταργεί, αλλά αναδείχνει το μέρος, πραγματικότητα ενός μέρους που δεν χάνεται στο όλο, αλλά προσδιορί­ζει το όλο. Αυτό είναι η Αγια-Σοφιά, αυτό είναι και το Φανάρι. Εγκαταλελειμμένη και απεριποίητη, με φουσκωμένους και μαδημένους εδώ κι εκεί τους σουβά-δες, η Αγια-Σοφιά, με θαμπή και λερωμένη την ποικι­λόχρωμη ορθομαρμάρωση, με αραχνιασμένες και ακά­θαρτες τις γωνιές, με τα κακόγουστα σύμβολα του Ισ­λάμ να αλλοιώνουν την αρχιτεκτονική αρμονία, δεν παύει να αποκαλύπτη συγκλονιστικά τη χώρα του αχώ­ρητου, την ασύγχυτη ένωση του ουρανού με τη γη, να δίνη σάρκα στο δόγμα της Χαλκηδόνας. Όσο το Φανάρι θα εξακολουθή να ζη στις διαστάσεις της Αγια-Σό­φιας, να ενσαρκώνη την οικουμενικότητα της Ορθοδοξίας σαν ολότητα αλήθειας και ζωής, ούτε ο τούρκος ούτε ο μόσκοβος ούτε η μυωπία των ελλαδικών επισκό­πων δεν μπορεί ουσιαστικά να το θίξη.

Για όσους η Ελλάδα είναι ένα πρόβλημα «εύρεσης» — πέρα από τη γεωγραφική ελλαδικότητα με τους αποκλεισμένους ορίζοντες της κρατικής της θρη­σκείας, της εκβιομηχάνισης και της ευζωίας, με τον προοδευτικό και ακατάσχετο θάνατο της ραγδαίας σμί­κρυνσης των ουσιωδών προοπτικών — η Πόλη προσφέ­ρει για ψηλάφιση τα σημάδια από το μυστήριο του νοη­τού τόπου, της χώρας των ζώντων.



ΤΟ «ΒΗΜΑ», 19-5-1973

Αφήστε μια απάντηση