Αναφέρεται συνήθως το έτος 1453 ως η χρονολογία που σημειώνει το τέλος του Μεσαίωνα και την αρχή των Νέων Χρόνων. Για την δυτική σκέψη ο σταθμός αυτός είναι, βέβαια, συμβατικός και θα μπορούσε εύκολα να είχε χρησιμοποιηθεί, στη θέση του, ένας άλλος λ.χ. η ανακάλυψη της Αμερικής.
Για μας όμως τους Έλληνες το γεγονός της Άλωσης έχει έννοια ουσιαστική και βαρυσήμαντη. Δηλώνει μιαν απότομη και ριζική μεταβολή της ψυχικής στάσης του ελληνικού λαού απέναντι στον κόσμο και την ζωή και, πιο ειδικά, απέναντι στην Εκκλησία, που υπήρξε ως τότε, για χίλια περίπου χρόνια, η κυριότερη έκφραση του πολιτισμού του.
Την υπόσταση της Εκκλησίας την άλλαξε, χωρίς υπερβολή «εν μια νυκτί και μόνη», ο Πορθητής Μεχμέτ Β’ με την παραχώρηση των προνομίων. Η απόφαση του, όσο και αν εμπνεότανε από την παράδοση του Ισλάμ, ήταν κυριότατα πράξη πολιτικής και μάλιστα, για να μιλήσουμε σωστά, μεγάλης πολιτικής. Ο Πορθητής γνώριζε καλά την εσωτερική κατάσταση της βυζαντινής κοινωνίας και τον διχασμό της στις δυο αντιμαχόμενες, αμείλικτες παρατάξεις των ενωτικών και των ανθενωτικών. Οι ενωτικοί, υπό ην ηγεσία των ίδιων των Παλαιολόγων, ζητούσαν την ένωση με την Καθολική Εκκλησία και την αναγνώριση του Πάπα ως της κεφαλής ολόκληρης της Χριστιανοσύνης, με σκοπό την δημιουργία μιας νέας πανευρωπαϊκής Σταυροφορίας και την απώθηση του Τούρκου όσο ήτανε δυνατό. Οι ανθενωτικοί πρέσβευαν, κατά τον πολύκροτο λόγο του Λουκά Νοταρά, ότι «κρειττότερόν ἐστιν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκων ἢ καλύπτραν λατινικήν».
Ο Σουλτάνος, σαν διορατικός και μεγαλοφάνταστος κατακτητής, αγωνίστηκε αμέσως να εκμηδενίσει το ενωτικό κόμμα και, ταυτόχρονα, ανέβασε ψηλά την ανθενωτική παράταξη, της παραχώρησε τον κενό θρόνο του Οικουμενικού Πατριαρχείου και, μαζί, μεγάλες εξουσίες επάνω στον κατακτημένο λαό. Δεν υπάρχει, άλλωστε, αμφιβολία ότι και ο λαός την ανθενωτική παράταξη προτιμούσε, στην μέγιστη πλειοψηφία του. Έτσι, εναρμονίστηκε οριστικά ο Ελληνισμός μ’ αυτήν την εκκλησιαστική τάξη κι έκοψε κάθε θρησκευτικό και πολιτικό δεσμό με την Δύση. Με τέτοιον τρόπο, ο Μεχμέτ Β’ κατοχύρωσε την εσωτερική ισορροπία και την ασφάλεια της Αυτοκρατορίας του για τέσσερις αιώνες, που πρέπει να παραδεχθούμε ότι δεν είναι μικρή ιστορική επιτυχία.
Τα προνόμια του Οικουμενικού Πατριαρχείου παραχωρήθηκαν, λίγες μέρες μετά την Άλωση, με προφορικές δηλώσεις του Σουλτάνου προς τον καινούργιο Πατριάρχη Γεννάδιο, στον οποίο αναγνωρίστηκε το τίτλος του Εθνάρχη (Μιλλέτ-Μπασί). Ο προφορικός λόγος κυρώθηκε με φιρμάνια του Μεχμέτ και των διαδόχων του, που αποτελούσαν εφαρμοζόμενο δίκαιο ως την Συνθήκη της Λωζάννης του 1923. Το περιεχόμενο των φιρμανίων είχε μεγάλη έκταση και σκέπαζε πολλές πλευρές της εθνικής μας ζωής: θρησκευτική ελευθερία των ορθοδόξων Χριστιανών, ποικίλα προνόμια του κλήρου (εθιμοτυπικά, διοικητικά, φορολογικά), απαραβίαστο των ναών και των μοναστηριών, αυτοδιοίκηση της εθνότητας μέσω του Πατριαρχείου, προνόμια σχετικά με την εκπαίδευση και έργα κοινωνικής πρόνοιας, εκκλησιαστικά δικαστήρια αρμόδια για να δικάζουν τις υποθέσεις των ορθοδόξων, που αφορούσαν την προσωπική κατάσταση, το οικογενειακό και το κληρονομικό δίκαιο, με βάση την πατροπαράδοτη βυζαντινορωμαϊκή νομοθεσία.
Γενικά, θα μπορούσε κανείς να πει ότι το καθεστώς των προνομίων δημιούργησε ένα «Κράτος εν Κράτει», που είχε ως περιεχόμενο τις αυτοδιοικούμενες ελληνορθόδοξες κοινότητες, ως όργανο την ίδια την εκκλησία και ως κορυφή τον Εθνάρχη Πατριάρχη, που διαπραγματευόντανε για τα ζητήματα του λαού του απ’ ευθείας με τον Σουλτάνο και την Κυβέρνηση του. Τις τελευταίες επιβιώσεις αυτού του εθναρχικού πνεύματος γνωρίσαμε, στις ημέρες μας, στο πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Δαμασκηνού και του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου.
Το υποτελές κληρικολαϊκό Κράτος του Οικουμενικού Πατριαρχείου πέρασε από πολλές φάσεις, που δεν είναι δυνατόν να τις αναφέρουμε εδώ. Ήταν μια ζωντανή, οργανική συνέχεια του Βυζαντίου, που έφτασε ως εμάς με έμβλημα τον δικέφαλο αετό, με πολλά βυζαντινή ήθη και με την παράδοση του βυζαντινού δικαίου, κάτω από την σκέπη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Καταλύθηκε μαζί της, όταν δηλαδή και η Τουρκία έπαψε να είναι Αυτοκρατορία κι έγινε Εθνικό κράτος, σαν τα άλλα της Βαλκανικής. Είναι πιθανό ότι και ο Πορθητής έτσι είδε την Εκκλησία: σαν ένα Βυζάντιο οριστικά χωρισμένο από την Δύση και υποταγμένο σ’ αυτόν, δηλαδή, καθώς θα λέγαμε σήμερα, σαν ένα είδος προτεκτοράτο. Τελικά, έτσι είδε τη νέα κατάσταση και ο λαός.
Αυθόρμητα, ακολουθώντας το ένστικτο της συλλογικής αυτοσυντήρησης του, ο λαός, μετά την Άλωση, ζήτησε καταφύγιο στην Εκκλησία. Την ένιωσε, από εκεί και πέρα, σαν την κιβωτό της εθνικής του ύπαρξης, την προστάτισσα του και την μοναδική αντιπρόσωπο του απέναντι σ’ εχθρούς και φίλους. Στην Εκκλησία συγκεντρώθηκε η δημόσια ζωή του Ελληνισμού. Το Φανάρι έγινε Κυβέρνηση και Κοινοβούλιο, εκκλησιαστική ιεραρχία πήρε απάνω της αρμοδιότητες που ισοδυναμούν μ’ εκείνες των σημερινών μας υπουργείων των Εξωτερικών, της Δικαιοσύνης, της Παιδείας, της Υγιεινής, της Κοινωνικής Πρόνοιας και, ως ένα σημείο, των Εσωτερικών. Ένας άνθρωπος προικισμένος με το πάθος της δράσης και με ηγετικές ικανότητες, που θα ήθελε να υπηρετήσει το έθνος του, θα γινότανε τότε, κατά κύριο λόγο, Μητροπολίτης. Στις εξαιρετικές περιπτώσεις, θα διεκδικούσε και τον οικουμενικό θρόνο. Τέτοια ήταν, στον αλύτρωτο Ελληνισμό, η σταδιοδρομία ενός Hommed̉ Etat. Όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, η Εκκλησία βάλθηκε να κάνει διπλή πολιτική, νόμιμη και παράνομη, πολεμώντας φανερά για την διατήρηση των προνομίων–που, συχνά, οι κατακτητές είχαν την διάθεση να τα καταπατήσουν— και συνωμοτώντας, από την άλλη μεριά, για την προετοιμασία της εθνικής ελευθερίας. Το προτεκτοράτο έγινε, ταυτόχρονα, και μυστική επαναστατική οργάνωση. Στον απελευθερωτικό αγώνα, η Εκκλησία δόθηκε μ’ όλη της την ψυχή και με τις πολυποίκιλες ικανότητες που είχε αναπτύξει στο μεταξύ: βαθιά γνώση των προβλημάτων της Αυτοκρατορίας, μεγάλο πλάτος οριζόντων, διοικητική πείρα, εξαίρετη πολιτικότητα και διπλωματικότητα- «φαναριώτικη», καθώς συνηθίσαμε να την λέμε- αλλά και γενναιότητα και θαυμαστή, κάποτε, αυτοθυσία.
Είναι δύσκολο στους σημερινούς Έλληνες να συλλάβουν το πνεύμα που κινούσε την Ορθόδοξη Εκκλησία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ήταν ένα μίγμα από βυζαντινές αυτοκρατορικές παραδόσεις, στεφανωμένες με την αίγλη της Μεγάλης Ιδέας, από σύγχρονο εθνικισμό κι από ορθόδοξη θρησκευτικότητα με τάσεις μυστικιστικές που, πολλές φορές, εκδηλωνόντανε σαν έφεση προς το μαρτύριο του Κυρίου. Χαρακτηριστικά αναφέρω το παράδειγμα του Χρυσοστόμου της Σμύρνης, που τον γνώρισα, στην Πόλη, όταν ήμουν παιδί. Ήταν ένας μυστικοπαθής που επικοινωνούσε, καθημερινά σχεδόν, με το επέκεινα. Αλλά τα μηνύματα που έπαιρνε αφορούσαν τον πόλεμο με τους απίστους και την λύτρωση του Γένους. Τουλάχιστον έτσι τα ερμήνευε αυτός με ακλόνητη, φλογισμένη πίστη. Όταν, τον Αύγουστο του 1922, ο καθολικός Αρχιεπίσκοπος της Σμύρνης προσφέρθηκε να τον σώσει, ο Χρυσόστομος αρνήθηκε. Δικαίωσε έτσι, με τον πιο τραγικό τρόπο, την δήλωση που είχε κάμει, πολλά χρόνια πριν, στον προκαθήμενο της Εκκλησίας, όταν για πρώτη φορά ανέβηκε σ’ επισκοπικό θρόνο: «Εν όλη τή καρδία και εν όλη τη διανοία θα υπηρετήσω την Εκκλησίαν και το Γένος, και η μίτρα, την οποίαν αι άγιαι χείρες σου εναπέθεσαν επί της κεφαλής μου, εάν πέπρωται να απολέση ποτέ την λαμπηδόνα των λίθων της, θα μεταβληθή εις ακάνθινον στέφανον μάρτυρος ιεράρχου»
Οι αντιφατικές τάσεις της Εκκλησίας ισορροπούσαν, οπωσδήποτε μες στην ίδια ψυχή, όσον καιρό ο μοναδικός εχθρός ήταν ο Τούρκος, δηλαδή το Ισλάμ που δυνάστευε το Σταυρό. Στο τέλος όμως του 19ου αιώνα και στην αρχή του 20ου, ο αγώνας έγινε διμέτωπος και στράφηκε επίσης εναντίον των Σλάβων, που ήταν ομόδοξοι και λογιζότανε, ως εκείνη την εποχή πνευματικοί αδελφοί και σύμμαχοι. Τότε πια, ο μακεδονομάχος Μητροπολίτης, καθώς τον βλέπουμε να εκφράζεται στα Απομνημονεύματα του Γερμανού Καραβαγγέλη, είναι καθαρόαιμος πολιτικοστρατιωτικός ηγέτης, χωρίς θρησκευτικές ανησυχίες και μέριμνες. Η Εκκλησία, στα χέρια του, γίνεται μέσο του εθνικού αγώνα και τίποτε άλλο. Γράφει ο ονομαστός Μητροπολίτης Καστοριάς:
«Πριν μπούμε μείς στο χωριό, αρχίσαμε τις τουφεκιές. Οι Βούλγαροι τα χάσανε. « Ο Δεσπότης έρχεται», έλεγαν. Εμείς καταλύσαμε στο σπίτι του παπά Δημήτρη. Λέω λοιπόν στον παπά Δημήτρη: «Αύριο θα λειτουργήσουμε στην μεγάλη εκκλησία». Ειδοποιώ τους Βουλγάρους του χωριού να έρθουν να με δουν και να μου φέρουν τα κλειδιά. Το μουχτάρη, δηλαδή, και τους προκρίτους. Ήρθαν οι Βούλγαροι, μα μου λένε ότι το χωριό τους είναι βουλγάρικο κι αυτοί δεν παραδίνουν τα κλειδιά της εκκλησίας τους. «Αφήστε τα’ αστεία, τους λέω, θα λειτουργήσω. Έχω στρατό. Παλληκάρια ένα κι ένα. Όλο αξιωματικούς. Πέρασε ο καιρός που ξέρατε. Θα σας περάσουμε όλους στο μαχαίρι». (…) Έτσι λειτουργήσαμε στην μεγάλη εκκλησία και στη λειτουργία ήρθαν και πολλοί Βούλγαροι, γιατί είχαν τρομοκρατηθεί….»
Η πιο επιβλητική και πιο αντιπροσωπευτική μορφή της Εκκλησίας μας, εκείνα τα χρόνια, ήταν, αναντίρρητα, ο μεγάλος Πατριάρχης Ιωακείμ, Γ’. Κανείς δεν εκφράζει τον ιστορικό χαρακτήρα της τόσο συνθετικά και τόσο έντονα όσο αυτός. Αξίζει, νομίζω, να περιλάβω, σ’ αυτές τις σημειώσεις, μερικές περικοπές από το πορτραίτο του που χάραξε ο Ίων Δραγούμης, διπλωματικός υπάλληλος στην Πόλη, στο βιβλίο του Ό σ ο ι ζ ω ν τ α ν ο ί, παρουσιάζοντας τον εαυτό του με το όνομα Αλέξης:
«Όταν ο Αλέξης σταμάτησε, με ήσυχη, βαριά φωνή ο Πατριάρχης άρχισε να μιλεί, δείχνοντας, αυτός ο πολιτικός, την περιφρόνηση του για εκείνους τους μικροπολιτικούς τους Ελλαδίτες. Κατηγορούσε την πολιτική του μικρού Κράτους με τέτοια φόρα, ήρεμη πάντα και μεγαλόπρεπη, όπως έστεκε σ’ έναν Πατριάρχη, που έφτασε, με τον ίδιο τόνο φωνής, σε υπερβολές και αντίφασες. Ο Αλέξης προσπάθησε να ξεχωρίσει τα πράγματα, να κάμει διάκρισες, να αναλύσει την πολιτική κατάσταση του Κράτους, μα δεν μπόρεσε να τον κάμει να προσέξει τα λόγια του. Άλλη και αγύριστη ήταν η αντίληψη αυτού, που έζησε την ζωή του όλη έχοντας την ιδέα της μεγάλης Ορθοδοξίας κριτήριο σε κάθε του σκέψη, και ούτε ήθελε να την αλλάξει την αντίληψη του ούτε μπορούσε. Όσο για τις ιδέες του Αλέξη δεν ήταν στην δύναμη του να τις δεχτεί, γιατί δεν ήξερε από κοινωνιολογία. Είχε κληρονομήσει την θέση του και κάθονταν, σαν προαιώνια, στον θρόνο των Πατριαρχάδων στην Κωνσταντινούπολη. Στα χέρια του είχε ένα παμπάλαιο, κατακαθισμένον οργανισμό, την Εκκλησία, και στα δάχτυλα έπαιζε όλες του τις λεπτομέρειες. (….). Και τότε απόμεινε αμίλητος ο Αλέξης, που ένοιωσε την δική του την αδυναμία. Ποιόν οργανισμό ανθρώπινο είχε, στα χέρια του, αυτός, για να ορίζει ανθρώπους; Μπροστά του δεν είχε άνθρωπο, αλλά δύναμη, που θα υποχωρούσε όχι με συζήτηση, παρά σε άλλη δύναμη….»
Αυτό το αίσθημα της δύναμης, της πνευματικής και καιρικής, είναι αρκετά χρόνια που η Εκκλησία δεν μας το δίνει πια. Η ιστορία γύρισε το φύλλο. Η σχέση του ελληνικού λαού με την Εκκλησία του δεν είναι σήμερα αυτή που ήταν τους τελευταίους αιώνες, αλλά και δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε ποια θα είναι στο εξής. Αισθανόμαστε ότι δημιουργήθηκε ένα κενό, σαν να έπαψε η Εκκλησία να εκπληρώσει τον καθιερωμένο από την εθνική παράδοση ιστορικό προορισμό της, τον προορισμό του «Κράτους εν Κράτει» και των αγώνων για την αποκατάσταση του Γένους, δίχως όμως να έχει ξεκαθαρίσει μέσα της τι πρέπει να είναι, από εδώ και πέρα, η αποστολή της. Εξ ου και οι σημερινές της δυσκολίες, η αόριστη δυσφορία που την περιβάλλει: αμηχανία από την μια μεριά και απογοήτευση από την άλλη.
Η Εκκλησία έχει ανάγκη από υψηλές μορφές ηγετών, ισάξιες μ’ αυτές που μνημόνεψα σε τούτο το άρθρο, αλλά με εντελώς διαφορετική νοοτροπία και ικανές να ανοίξουν νέους δρόμους. Θα κατορθώσει, άραγε, να τις αναδείξει; Ποιος το ξέρει; Το μόνο που θα λέγαμε, με την ταπεινή μας κρίση, είναι ότι, αν υπάρξει αληθινή ανανέωση, οι νέοι δρόμοι δεν μπορούν να καταλήξουν αλλού παρά στον πρωταρχικό δρόμο της Καινής Διαθήκης, με ειλικρίνεια όμως και παρρησία. Δεν θα είναι πια αγώνας για την υπεράσπιση εθνικών πολιτικών συμφερόντων–που είναι η αποστολή του Κράτους και των κυβερνητών του–αλλά η ακοίμητη προσπάθεια για να πρυτανεύσει στον κόσμο το πνεύμα της αγάπης, της ειρήνης και της δικαιοσύνης. Όσο και αν είναι η Εκκλησία μας κρατική, αν θελήσουμε να ανατρέξουμε στις πηγές και να είμαστε αληθινοί με τον εαυτό μας, θα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι ο γνήσιος, ο αιώνιος προορισμός της δεν είναι να σώζει ένα έθνος, αλλά «πάντα τα έθνη, δηλαδή τον Άνθρωπο «αυτόν καθεαυτόν». Η εντολή δόθηκε πολύ καθαρά, με τρόπο που δεν αφήνει έδαφος για αντιγνωμίες. Σεβόμαστε την Ιστορία μας και την αγαπούμε˙ παραδεχόμαστε ότι ιστορικές ανάγκες αδυσώπητες επιβάλανε στην Εκκλησία μας την πορεία που ακολούθησε τους τελευταίους αιώνες· τιμούμε την δράση της και τις θυσίες της. Τώρα όμως πού άλλαξαν οι ιστορικές συνθήκες, είναι ίσως καιρός να ακουστεί πάλι ο καθαρός ευαγγελικός λόγος. Τούτο, βέβαια, δεν σημαίνει πως η Εκκλησία είναι δυνατόν να αδιαφορήσει για την τύχη του λαού που την περιβάλλει και που είναι «σάρξ εκ της σαρκός του». Θα ήταν κάτι παράλογο από κάθε άποψη, τόσο περισσότερο που ο ίδιος ο λαός είναι συστατικό στοιχείο της Εκκλησίας. Χρωστά λοιπόν να τον βοηθεί, στην ζωή του, με κάθε μέσο που διαθέτει, αυτόν που είναι δικός της ο λαός. Αλλά τι μεγαλύτερη βοήθεια μπορεί να του προσφέρει παρά να συντελέσει, με τα έργα της και το παράδειγμα της, ώστε να γίνει πιο δίκαιος, πιο καλός, πιο ανθρώπινος, πιο πρόθυμος να συναδελφωθεί, πιο ελεύθερος από την κακία, την απληστία και τους σκοτεινούς ομαδικούς εγωισμούς;
ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΕΟΤΟΚΑΣ (1906-1966)
Θεματολογικές ετικέτες