Γενικού ενδιαφέροντος, Πεζά κείμενα

Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας *

Είναι γνωστόν ότι η λογοτεχνική κριτική δέχεται τις αρές και τα αναθέματα τόσο των λογοτεχνών όσο και του κοινού. Η κριτική, σπανίως κατηγορείται απλώς και μόνον ως άχρηστη. Συνηθέστερα χαρακτηρίζεται επιβλαβής, αυθαίρετη ή και υποπροϊόν υποσυνειδήτου -τουλάχιστον- μίσους κατά των δημιουργών, ο δε κριτικός (στον όποιο δεν αναγνωρίζεται ιδιότης δημιουργού), φέρει έναν όγκο αισθημάτων απαξίας, ως νέος Άτλας, επί της γραφίδος του.

Φυσικά, οι κριτικοί γρηγορούν. Μέμφονται τους λογοτέχνες χαρακτηρίζοντάς τους εγωπαθείς, δοξομανείς, νευρωσικούς νάρκισσους -όπως έδειξε και ο Φρόυντ-, και κύπτοντες, ως νέοι Άτλαντες επίσης, υπό το βάρος των αισθημάτων απαξίας τους. Στην ειρωνική παρατήρηση των λογοτεχνών ότι ο Σαιντ-Μπαίβ θεώρησε τον Μπαλζάκ ανίκανο και ατάλαντο, οι κριτικοί αντιτάσσουν τον Μπιελίνσκι, ο όποιος όχι μόνον είδε και επέβαλε τον Ντοστογιέφσκι, αλλά και -κατά την απολογητική αυτή, πάντοτε-, κυριολεκτικώς τον δημιούργησε χάρις στο ρεαλισμό που καλλιεργούσε.

Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε την αντιπαράθεση των γρονθοεπιχειρημάτων, αλλά περιττεύει, ιδίως μετά την εντυπωσιακή σε όγκο συσσώρευση βλακείας που πέτυχε, προ τετράμηνου περίπου, απογευματινή εφημερίδα ασχοληθείσα επί μέρες με το θέμα… Θα χρειασθεί όμως να θυμίσουμε ορισμένα στοιχειώδη αν θέλουμε όχι μόνο ν’ αποφύγουμε την εμπλοκή σε ψευδοπροβλήματα και σπερμολογίες, αλλά και ν’ αντιληφθούμε τα πράγματα -μακράν των σκιαμαχιών- όπως τούτα είναι και όπως προσφέρουν ή κακοποιούν σ’ αυτόν τον τόπο.

Η μύτη της Κλεοπάτρας και γιατί μας απασχολεί

Μας διαφεύγει συνεχώς (χάρις σε ψυχολογικό αμυντικό μηχανισμό, ίσως;) ότι στον τόπο μας δεν έχουμε παιδεία. Κι ότι η απουσία παιδείας, δεν μπορεί παρά να ρίχνει βαριά τη σκιά της παντού. Δεν πέρασαν πολλά χρόνια από τότε που μετά μιαν αναγγελία περί επικειμένης κριτικής εκδόσεως των απάντων του Σολωμού, έσπευσαν εφημερίδες, κριτικοί και λόγιοι, να υποδείξουν τον τάδε ή δείνα κριτικό ως καταλληλότερο γι’ αυτή τη δουλειά -αγνοώντας προφανώς ολωσδιόλου, τη διαφορά μεταξύ φιλολογικής και λογοτεχνικής κριτικής, μεταξύ κριτικής εκδόσεως και εκδόσεως μιας κριτικής…

Ούτε έχει γίνει αντιληπτό τι είναι η λογοτεχνική κριτική και ποιες είναι οι προϋποθέσεις της. Κριτικός θεωρείται ο τακτικός συνεργάτης μιας εφημερίδος ή εν πάση περιπτώσει ο διαθέτων στήλη, και ο όποιος κατά μεν την άχαρον εφηβείαν του ήτο λάτρης του Καραγάτση, κατά δε την εκτεθειμένην εις εμφράγματα μεσοκοπότητά του είναι λάτρης του Τσέχωφ, του Μπέκεττ και άλλων εθνικών μας βάρδων. Η σύγχυση μεγαλώνει, αν σκεφθούμε ότι ακόμα και «καλά ονόματα» κριτικών μας, πιστεύουν ότι «ο κριτικός πρέπει να ξέρει πολύ καλά λογοτεχνία» κι απέκει ας κρίνει κατά βούλησιν. Κατά την άποψη αυτή, ψυχίατρος δύναται να είναι πας έχων συναντήσει εκατό σχιζοφρενείς…

Προδήλως αναγκασμένη να υποκαταστήσει το μόρφωμα με την απουσία κριτηρίου, η κριτική μας επιχειρεί να αναγάγει την ανεπάρκεια σε ύφος. Έτσι, μία τάση της μεταβάλλεται σε φερέφωνο της εκάστοτε κομματικής ντιρεκτίβας. Ωμότερος όλων ένας κριτικός, δήλωσε: «Οικοδομούμε τη φήμη των συγγραφέων που θεωρούμε χρήσιμους· καταστρέφουμε τους συγγραφείς που θεωρούμε επιβλαβείς. Τα αισθητικά κριτήρια είναι μικροαστική προκατάληψη». Αυτό είναι μια επαρκής ερμηνεία του πως η κ. Έλλη Αλεξίου είναι πολύ «μεγαλύτερη» από τον «ασήμαντο φαφλατά» Χόρχε Λούις Μπόρχες. Κάθε ένσταση εδώ είναι βλακώδης. Μένει να συζητηθεί σε πολιτικό επίπεδο το ποσόν και το ποιόν της δούλωσης που προϋποθέτει και συνεπάγεται μια τέτοια κριτική.

Μια δεύτερη τάση της κριτικής μας, υπανεχώρησε σε μιαν άριζη πνευματικά «ελευθερία» και επιχειρώντας να καλύψει την αναξιότητά της, οδηγήθηκε σ’ ένα πέραν κάθε εννοιολογικού πλαισίου υποκειμενισμό. Το ρωμαϊκό δόγμα de gustibus non est disputandum, δόγμα υπηρετικό των ορμών και των διαθέσεων της Ποππαίας, είναι το αόρατο δόγμα και της κριτικής μας. Αλλά το δήθεν «έσχατο επιχείρημα» αυτό, είναι φαύλο και παραπλανητικό. Φαύλο διότι, δύνασαι να δεχθείς ότι p>q ή pq ή Cpq ή μιαν άλλη, δική σου notatio -με μόνη υποχρέωση να την εξηγήσεις και να την ακολουθήσεις με συνέπεια-, δεν δύνασαι όμως, και καμιά Ποππαία δεν δύναται να μας πει ότι p>q και pvq και p/q είναι το ίδιο διότι έτσι της αρέσει. Παραπλανητικό διότι, ουδεμία Ρωμαία Δέσποινα αποτελεί κλειστό κύκλωμα: οποιαδήποτε απόφασή της ή στάση της έχει άμεσες συνέπειες πάνω σε όλους μας· με άλλα λόγια, δεν μας ενδιαφέρει η μύτη της Κλεοπάτρας επειδή ήταν κοντή, αλλά επειδή χωνόταν παντού. Αλλά κι επικίνδυνος είναι ο υποκειμενισμός διότι ενώ ισχυρίζεται ότι βάζει «το βίωμα υπεράνω της ξερής λογοκρατίας και των άγονων κανόνων», στην πραγματικότητα βάζει απλώς την εμπειρία πάνω από την έννοια, μεταβάλλοντας έτσι τις αξίες σε πολτώδη μάζα εντυπώσεων· με τον τρόπο αυτό, οδηγούμεθα στο «ό,τι αισθάνομαι είμαι» και ο αυνανιζόμενος πίθηκος τίθεται σε ίση μοίρα με τον δημιουργό. Δεν είναι ανάγκη να συμφωνήσουμε όλοι, ότι ο πίθηκος κακώς αυνανίζεται· πρέπει όμως όλοι να δεχθούμε, ότι ο πίθηκος αυτός δεν παίζει πιάνο αυτή τη στιγμή.

Η πρόταση «το βίωμα υπεράνω της λογοκρατίας» σημαίνει, και καταξιώνεται μόνου εάν σημαίνει «ο Γρηγόριος Παλαμάς υπεράνω του Καντ» (για να εκφρασθώ με αποστασιοποιήσεις), μόνον δηλαδή αν η βιωματική ζωή έχει υποτάξει τη λογική ανάγοντάς την στο επέκεινα, κι όχι όταν την αγνοεί βλακίζοντας ακαταπαύστως. Η απόδοση των πρωτείων στο βίωμα δεν μπορεί να σημαίνει «το ανερμάτιστο υπεράνω της διανοίας», δεν μπορεί να σημαίνει «η εντύπωση υπεράνω της κρίσεως». Η κριτική μας, κολλημένη στο έλεος της αγραμματοσύνης της, ταύτισε την πνευματική ζωή με τον ποινικό κώδικα χαρακτηρίζοντας ως «περιθωριακούς» τους ομοφυλόφιλους και τους σχιζοφρενείς -αντέταξε δηλαδή (η έρμη!) στη ratio του Καρτέσιου την τσιρίδα του κ. Γιώργου Χρονά…

Μια πάπια μέσα στις επιφυλλίδες

Αν κανείς υπέστη το ατύχημα να γνωρίζει αισθητική, αν έχει τη θλιβερή τύχη να σπουδάζει φιλοσοφία πράγματι, κι αν του συνέβη να διάβασε κριτικούς με αρχές και παιδεία (Έλληνες βρε αδελφέ, όχι τίποτε απλησίαστο: Γιαννόπουλο, Αποστολάκη, Πολίτη, Λαούρδα ή Συκουτρή π.χ. — και δεν είναι τυχαίο ότι δεν μπορούμε κανέναν απ’ αυτούς να χαρακτηρίσουμε χωρίς αντιδράσεις «κριτικό», ούτε μπορούμε να δεχθούμε ως «κριτική» καμιά κριτική τους) θ’ απορεί μεγάλως με τους γνωστούς στωμύλους και σκυτοτόμους των εφημερίδων μας (και είναι άξιο προσοχής και ερεύνης το ερώτημα: πώς συνέβη και οι εφημερίδες μετετράπησαν σε τσανακεία, πώς έγιναν κέντρα βουβαλοκεφάλων, και ιδίως, πως αντέχουν οι ελάχιστοι μορφωμένοι άνθρωποι που βρίσκονται εκεί μέσα; Πώς αντέχουν;)

Εφόδια του κριτικού θεωρούνται, πλέον, μια εκδοτική ενημέρωση κι ένα γερό πλατσούρισμα μέσα στα θολά νερά της φιλοσοφούσης επιφυλλιδογραφίας. Ο νεοέλληνας κριτικός, περιγράφεται με ευστοχία και ακρίβεια από τον «Entertainer» του Όσμπορν: ένας θλιβερός παρουσιαστής που προσπαθεί να εξαπατήσει και τον ίδιο τον εαυτό του, που αγωνίζεται με πλαστικά χαμόγελα να πείσει ότι ξέρει, ότι κάνει άψογα μια σπουδαία δουλειά, ότι είναι «κάτι» με αξιώσεις και εντούτοις, μόνο χαμόγελο οίκτου προκαλεί… Με τον ξεπεσμό αυτό, καταλαβαίνουμε γιατί οι κριτικοί αποφεύγουν νάχουν δόντια: για να μη μιλήσουν έξω απ’ αυτά. Μια τέτοια κριτική, μεταβάλλει τον θεράποντά της σε «κάτοχο εξουσίας» -όπως δήλωσε, σε ετήσια έκδοση σταθερώς βαυκαλιζόμενος νέος κριτικός μας-, την ίδια στιγμή που η απουσία οιουδήποτε κριτηρίου ανοίγει το δρόμο στον αβανταδορισμό.

Περίεργες εικόνες εμφανίζονται, ως αποτελέσματα της κακοφορμισμένης αυτής πληγής. Έτσι, για παράδειγμα, ο γηραιότερος των κριτικών μας ανεκάλυψε ότι «το μυστικό της επιτυχίας του Σαμαράκη είναι η πρωτοτυπία του» (!) και ότι «η γλώσσα» του «μεγάλου» αυτού συγγραφέα «είναι μεν ατημέλητη, διαβάζεται όμως ευχάριστα»!! Ή, άλλο παράδειγμα, η σθεναρά κριτικός μας εκείνη που διεπίστωσε φθίνοντος του 20ου αιώνος ότι ο ψυχολόγος Ζαν Πιαζέ «είναι ο μεγαλύτερος φιλόσοφος των αιώνων» -αφήνω δα τη θεωρία ότι «η ποίηση είναι αυτόνομες δομές» που τίθενται άγνωστον πώς, ερήμην ή και εις πείσμα του ποιητού. Θυμηθείτε ακόμη, τις περιώνυμες εκείνες συζητήσεις περί του εάν η Λιλίκα Νάκου είναι μεγαλύτερη συγγραφέας απ’ τη Διδώ Σωτηρίου και εάν η υγρανθείσα γλάστρα του κ. Β. Βασιλικού έχει ή ου «καλοστημένους χαρακτήρες», αν μεταδίδει μήνυμα αισιοδοξίας ή πλερέζας -ωσάν να είχε σημασία ο,τιδήποτε και να συμβαίνει… Και πρόσφατα πάλι, σε «εκλογή βιβλίων της χρονιάς» νέος κριτικός μας ανεφέρθη επί τροχάδην σε στοίβες έργων αλλά διέθεσε σελίδες σελίδων διά την λειχίαν μυθιστοριογράφου και ιδιοκτητεύοντος φιλολογικής σελίδος… Δεν είναι, βέβαια άξια ιδιαιτέρας μνείας ολ’ αυτά τα φανερώματα κοινής εκπτώσεως και ασυγχώρητης αγραμματοσύνης. Είναι άλλωστε γνωστά τοις πάσοι, αυτά και άλλα βαρύτερα. Κι όμως, αυτά στήνουν το γαϊτανάκι της «αισθητικής μας ζωής»…

Περί δικαστών, δίκης και χρόνου

Το ξερρίζωμα της κριτικής, οδήγησε σε πλήρη σύγχυση των σκοπών της. Φθάσαμε, μάλιστα, στο σημείο να ζητάμε περίεργα πράγματα: από των στηλών σοβαράς εφημερίδος μας, ποιητής-δικαστής διετύπωσε την άποψη ότι: αφού ο καλλιτέχνης είναι σκοτεινός κι ακατανόητος, ο κριτικός θα πρέπει να εξηγεί τα ανερμήνευτα – ζητάμε δηλαδή απ’ τον κριτικό νάναι ο σαράφης που θα μεταβάλλει σε σαφή πενηνταράκια τα δυσπρόσιτα χιλιάρικα του δημιουργού! Οι απόψεις αυτές συνάντησαν τη γενική περίπου επιδοκιμασία, και κανείς δεν φαίνεται ν’ αναρωτήθηκε τούτο το απλό: αν τα όσα «ακατανόητα» προσφέρει ο ποιητής μπορούν να γίνουν «απλά», τότε γιατί δεν το κάνει ο ίδιος; Γιατί αξιώνει θρασέως να έχει μεταφραστές; Και γιατί ν’ ασχολούμεθα μ’ ένα κύριο νευροπαθή που συσκοτίζει τα απλά; Κι εδώ, αφήνω στην άκρη προβλήματα άλλα, όπως π.χ., ότι το φαινόμενο ως «ακατανόητο» ή είναι αναπόσπαστο μέρος του έργου ή δεν μιλάμε για δημιουργία αλλά για μπλόφα…

Ελέχθη, επίσης, ότι ο κριτικός πρέπει να προβλέπει ποιος δημιουργός θα μείνει στην ιστορία και με βάση αυτό το «κριτήριο» να γράφει τις κριτικές του. Εδώ πια ο κριτικός επέχει θέσιν προφήτου και η απουσία κριτηρίου επιχειρεί να θεμελιώσει μια μυστική επίκληση του διαβόητου «εφετείου του χρόνου» το οποίον πρόκειται να αποφανθεί και προς τας αποφάνσεις του πρέπει από τούδε να συμμορφωνόμαστε. Ωσάν το «εφετείο» να μην κατευθύνεται από μηχανισμούς ωσάν οι μύθοι να μη συντηρούνται από δυνάμεις… Κι όμως, θάπρεπε να θυμηθούμε πόσο πιεστικά η «καθοδήγηση του κόμματος» μας ανάγκασε όλους να διαβάσουμε, την επομένη του 20ου συνεδρίου, το Σολτζενίτσιν (τώρα πια, όργανο της CIA) και το μυθιστόρημα «Αδελφοί Γιερσόφ», ο συγγραφέας του οποίου ρίχτηκε στον Καιάδα της λήθης με την άνοδο του Μπρέζνιεφ. Πρόκειται για «εφετείο του χρόνου» ή των μηχανισμών; Πρόκειται για κρίση ή για εντολή; Για προφητεία κριτικού ή για διατεταγμένη υπηρεσία;

Ας είμαστε ειλικρινείς: το στυγνό σοσιαλρεαλιστικό δόγμα που διετύπωσε ωμότατα και θρασύτατα ένας κριτικός (οικοδομούμε τη φήμη των χρήσιμων, καταστρέφουμε τους επιβλαβείς), εκφράζει το μέγιστο μέρος της κριτικογραφίας μας. Δεν έχει σημασία αν η «χρησιμότης» ενός συγγραφέα αναφέρεται στο κόμμα, την ιδεολογία ή τις αβάντες. Σημασία έχει ότι η κριτική κατευθύνεται από μηχανισμούς που την υπερβαίνουν. Ένας μηχανισμός, είτε δρa φασιστικά («οι ανάγκες του κόμματος, του προλεταριάτου»), είτε μισοφασιστικά («αyτός είναι προοδευτικός, εκείνος όχι»), είτε τοκογλυφικά («αυτός θα μου προσφέρει τούτο»), είναι πάντα ο ίδιος χυδαίος και πνευματοκτόνος μηχανισμός που δρα παραγκωνίζοντας τους μεν και προωθώντας τους δε.

Καταναλωτισμός του πνεύματος

Αν η αγραμματοσύνη είναι ο θυρεός της κριτικής μας, ο εμπειρικισμός είναι η πανοπλία της. Όλες αυτές οι ακαταλόγιστες θεωρίες περί «επαρκείας» που μπορεί να προέλθει από «τα πολλά διαβάσματα και την πλούσια αρχειακή ενημέρωση», είναι τα τυπικά φαινόμενα του ασύγγνωστου εμπειρικισμού. Κι όμως, εδώ και αιώνες ήδη, ελέχθη ο βαρύς λόγος: «οἱ μέν γάρ ἔμπειροι τό ὅτι μέν ἴσασι, διότι δ’ οὐκ ἴσασιν». Δεν είναι η γνώση του ότι η φωτιά καίει, αλλά η γνώση του γιατί η φωτιά καίει που ενδιαφέρει, αφού από τη γνώση του «γιατί» θα προκόψει ο ισχύων νόμος. Χωρίς την αναγωγή από την εμπειρία στην έννοια, καταδικαζόμαστε σε μιαν άπαυστη συλλογή ρακών. Φαντάζομαι πως όλοι συμφωνούμε μ’ αυτή την κοινή αλήθεια. Κι όμως, η κριτική μας συνεχίζει να ομιλεί περί τούτου κι εκείνου, ενώ στερείται της θεμελιώδους προϋποθέσεώς της: της συνειδήσεως ενός κόσμου. Βλέπουμε συνεχείς κρίσεις κι αξιολογήσεις, βλέπουμε διασυνδέσεις και χαρακτηρισμούς, ενώ δεν βλέπουμε το οντολογικό υπόβαθρο όλων τούτων.

Το κοινό προσλαμβάνει αυτή τη γυμνότητα και την εκφράζει με σαφήνεια: «ο τάδε κριτικός είπε τούτο, ο δείνα εκείνο». Στέκεται δηλαδή στα άτομα, στο τι αυτός είπε -και το αυτός δεν εκφράζει τίποτε πέραν ενός ατόμου. Δεν είναι καθόλου περίεργο το γεγονός ότι η μόνη κριτική που δεν ταυτίζεται και δεν εξαντλείται στο συγκεκριμένο άτομο είναι η σοσιαλ-ρεαλιστική. Πρόκειται για μιαν απόλυτη υποταγή στη σκοπιμότητα, πρόκειται για ντιρεκτίβα, ναι· αλλ’ αυτή είναι η μόνη που υπηρετεί κάτι πέραν του υποκειμενικού ετσιθελισμού. Η επιτυχία της ντιρεκτίβας έγκειται στο ότι προσφέρει μια μίμηση κόσμου, θεμελιώνεται πάνω στην απάτη της ταυτίσεως κομματικής γραφειοκρατίας και οντολογίας. Η κριτική του «Ριζοσπάστη» είναι απάτη· η κριτική των άλλων δεν σημαίνει τίποτε απολύτως.

Νομίζω πως οδηγούμεθα σ’ ένα ξέφωτο, σ’ ένα προσδιορισμό της περιβόητης αμάθειας της κριτικής μας. Δεν είναι πως λείπει ένα minimum γνώσεων. Φυσικά, υπάρχουν κριτικοί που πάσχουν και από αυτό. Όμως υπάρχουν κι εκείνοι που διάβασαν δέκα ή εκατό βαρυσήμαντα βιβλία, αυτοί που γνωρίζουν τι ακριβώς σημαίνει «συρρεαλισμός» ή τι υποστηρίζει ο Ρίτσαρντς. Ό,τι απουσιάζει είναι, ακριβώς, το οντολογικό υπόβαθρο εκ του οποίου και μόνον μπορούν να εξάγονται έγκυρα και διυποκειμενικά κριτήρια.

Η απουσία οντολογικού υποβάθρου μεταβάλλει το διάβασμα σε απλή διαδικασία συσσωρεύσεως γνώσεων, μεταβάλλει το μυαλό μας σε φαντασμαγορικό πτυελοδοχείο. Με τη βοήθεια μιας ισχυρής μνήμης, μπορούμε να εκσφενδονίσουμε στο ακροατήριό μας, τίτλους και συγγράμματα λογής λογής. Μπορούμε επίσης, να καταπλησσόμεθα από νέες θεωρίες. Αλλά ποιο το όφελος; Η γνώση είναι βάθος κι όχι έκταση· είναι αφαίρεση κι όχι πρόσθεση· είναι πρόσκτηση κι όχι υποταγή. Έχοντας μετατρέψει την παιδεία σε όγκο γνώσεων χωρίς οντολογικό έρεισμα, βλέπουμε την κοινωνία μας να είναι διαρκώς περισσότερο αγράμματη αλλά και διαρκώς περισσότερο πολύξερη. Και ενώ ο σκοτεινός Εφέσιος μας παραδίδει ότι «πολυμαθίη νόον ἔχειν οὐ διδάσκει», εμείς έχουμε αποδυθεί σ’ ένα λαχανιασμένο κυνήγι θεωριών ανένταχτων, σ’ έναν καταναλωτισμό του πνεύματος.

Χωρίς σημείο αναφοράς, μοιραίως εγκαταλειπόμαστε στο γαργάλημα με φτερό πάπιας των διαθέσεών μας, στην ευχαρίστηση που προκαλούν οι φτηνοί εντυπωσιασμοί: ας θυμηθούμε μόνον την επίδραση που είχε η φαυλοκυκλική φράση του Σάρτρ «η κόλαση είναι οι άλλοι», και θα καταλάβουμε αμέσως την ισχύ του βερμπαλισμού. Κάθε βερμπαλισμός που διατίθεται στα ευρωπαϊκά «σούπερ μάρκετ» βρίσκει αμέσως ορδές μανιοκαταθλιπτικών οπαδών εν Ελλάδι, ιδίως αν είναι συσκευασμένος με σελλοφάν νέας ορολογίας και παρισινή χρυσόσκονη.

Η μπουγιαμπέσα και ο διάλογος

Εδώ και πολλά χρόνια, ο Άρθουρ Καΐστλερ επεσήμανε την ασθένεια που ο ίδιος ονόμασε «γαλλική γρίπη». Είναι ανάγκη να σας θυμίσω αυτό το κείμενο (μτφ.: Α. Κοτζιά):

«Οι άνθρωποι που κατευθύνουν τη λογοτεχνία σ’ αυτή τη χώρα -εκδότες, κριτικοί, δοκιμιογράφοι: η διευθύνουσα τάξη του Παρνασσού- έχουν τελευταία προσβληθή από ένα νέο ξέσπασμα αυτής της περιοδικής επιδημίας, της Γαλλικής Γρίππης. Το συμπτώματα της είναι ότι ο ασθενής, συνήθως ένας ισορροπημένος προσεκτικός, δύσπιστος άνθρωπος, παραδίδει άνευ όρων τις κριτικές του ικανότητες μόλις τα μάτια του πέσουν σε μια γραμμή γαλλικής ποιήσεως ή πρόζας. Όπως στην περίπτωση του φθινοπωρινού κατάρρου ένα φύσημα αρκεί για να εκδηλωθή η αρρώστια, έτσι και εδώ μια μόνο λέξη, όπως «bouilla-baisse», «crève-coeur», «patrie», ή «midinette» αρκεί για να προκαλέση τους πιο βίαιους σπασμούς: τα μάτια του υγραίνονται, η καρδιά του χτυπά, οι ενδοκρινείς του αδένες κατακλύζουν το αίμα του με εφηβικούς ενθουσιασμούς. Αν ένας Άγγλος τολμήση να χρησιμοποιήση λέξεις όπως «πατρίδα μου», «ψυχή μου», «καρδιά μου», κτλ. είναι εξωφλημένος· αν ένας Γάλλος συνάδελφός του σκορπάη μουσικές ανοστιές -La Patrie, la France, mon coeur, και mon âme, o ασθενής αρχίζει να αναρριγά από θαυμασμό. […]

«L’ usage du cabinet est interdit pendant l’ arrêt du train en gare», σημαίνει απλώς ότι δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιείτε το αποχωρητήριο όσο ο συρμός βρίσκεται σε σταθμό, αλλά αντηχεί σαν καθαρή ουράνια αρμονία […]. Για τον ανικανοποίητο εραστή της Γαλλίας, ακόμη και τα ονόματα των σταθμών του παρισινού μετρό (Vavin, Les Buttes Chaumont, Réaumur-Sevastopol, Porte de Lilas) γίνονται τα διαποτισμένα με νοσταλγία ερεθίσματα εξηρτημένων ανακλαστικών: πρώτα εκείνο το σκίρτημα και το σφίξιμο της καρδιάς, και κατόπιν η βλέννα της Γαλλικής Γρίππης αρχίζει να ρέη».

Ίσως μερικοί παρηγορούνται με τη διαπίστωση ότι τα εν Ελλάδι συμβαίνουν και εν Λονδίνῳ. Φοβούμαι όμως ότι η «γαλλική γρίπη» έχει μετατραπεί εδώ σε «πανευρωπαϊκή βρογχοπνευμονία» μια και τα ουμλάουτ μας δυναστεύουν ομοίως. Εδώ, άλλωστε, δεν πρόκειται για ρίγη που προκαλεί και ο πλέον μέτριος γάλλος ποιητής· πρόκειται για την ολοσχερή αλωσή μας από την παραφιλοσοφία που χορηγείται στους ανιώντες Ευρωπαίους, και που δεν θα ήταν δυνατό να μας απασχολήσει διόλου αν γνωρίζαμε την πνευματική παράδοσή μας, αν γνωρίζαμε σοβαρά τη γλώσσα μας, -με άλλα λόγια, αν είχαμε ανοιχθεί στον κόσμο που διατίθεται σ’ αυτόν τον τόπο, αν αυτός ήταν τόπος μας.

Δεν θέλω να πω ότι κάθε τι που γράφεται στην Ευρώπη είναι για μας περιττό. Μία τέτοια σκέψη θα σήμαινε προσπάθεια υψώσεως ενός «σιδηρού παραπετάσματος» -κι αυτό το ανόσιο έργο θα ήταν όχι μόνο ανέφικτο, αλλά και χωρίς συζήτηση αποκύημα παρανοϊκού μυαλού.

Η Ευρώπη μας χρειάζεται, διότι έχει να μας προσφέρει πάρα πολλά. Αλλά για να προσφέρει, πρέπει απαραιτήτως να διαλεχθούμε. Εμείς έχουμε καταργήσει το διάλογο κι έχουμε μετατρέψει εαυτούς και αλλήλους σε κασετόφωνα ή γκαρσόνια κάθε ατάλαντου δυτικού. Δεν επιλέγουμε από την Ευρώπη το σοβαρό, τη συμβολή της στον πολιτισμό, αλλά τ’ απονέρια της. Ο ευρωπαϊκός στοχασμός λειτουργεί στον τόπο μας όπως η γελοιογραφική εικόνα της Ούνρα: χάσκουμε μπροστά στις παράταιρες κάλτσες, στα βελούδινα καπέλα με πλαστικά φτερά. Έναντι της Ευρώπης, η διανόησή μας βρίσκεται ακόμη στο επίπεδο του Αττίκ ή του Σουγιούλ: η παπαγαλική ηχολαλία φροϋδισμού, συρρεαλισμού, υπαρξισμού, στρουκτουραλισμού κ.τ.ο. είναι αψευδής μαρτυρία της πιθηκιαίας νοοδομής μας και της αφασίας μας, διότι η ηχολαλία αυτή, αντικαθιστά απολύτως την κριτική σπουδή.

Επαναλαμβάνουμε φιλοσοφήματα και σχηματοποιήσεις, χωρίς κανένα έλεγχο όλων αυτών στην ελληνική ιστορία και γλώσσα. Σπεύδουμε να δηλώσουμε οπαδοί. Υπάρχει ένας ανεξήγητος και πιθανώς υστερικός τρόμος του νεοέλληνα προ της μομφής ότι δεν «ανήκει» σε κάποιο νέο ρεύμα, ότι θα βρεθεί εκτός του νυμφώνος κάποιας εντελώς «τελευταίας λέξης».

Κι όμως, η Ευρώπη έχει πράγματι να μας προσφέρει. Το σοβαρότερο έργο της είναι η ratio. Δε συνιστώ να «ενταχθούμε» σ’ αυτήν. Θα πρέπει να τη διδαχθούμε -αν και θα χρειασθεί να προσέξουμε πολύ, πού, πώς και για ποιο κάθε φορά λόγο θα τη χρησιμοποιήσουμε. Η σωστή μάθηση και η σωστή χρήση της ratio, πιστεύω πως θα περιόριζε όλες αυτές τις άκριτες και αλόγιστες πνευματοκτόνες τάσεις μας -και πάνω απ’ όλα τη μανία μας να εντασσόμεθα κι όχι ν’ αναφερόμεθα στις φιλοσοφίες.

Ίσως μια επαρκής και τιθασσευμένη ratio, χρειάζεται απαραίτητα η κριτική μας, για ν’ αντικαταστήσει τον εμπειρικισμό της με μια κάποια σκέψη. Και πάντως τη χρειαζόμαστε εμείς, για να μάθουμε κάτω από ποιους όρους είναι δυνατό να χαρακτηρίζουμε κάτι ως κριτική.

Αδιάφορη προς τα πράγματι καθήκοντά της, η κριτική μας πορεύεται διαρκώς αποξενούμενη από κάθε οντολογική αναγωγή, από κάθε σχέση με τον τόπο της, από κάθε αίτημα έγκυρης γνώσεως. Βυθίζεται διαρκώς και περισσότερο στο βάλτο της διανοητικής ανεπάρκειας, του μυρικασμού ιδεών. Απομακρύνεται από κάθε δημιουργία, χειροκροτώντας νεκρές μιμήσεις και δουλωμένη στους μπεζαχτάδες άτιμων τιμών και ψυχοβόρων λοφίων.

Η πραγματικότητα, όμως, είναι μια αρμένισσα κυρία. Επιστρέφει πάντοτε, χωρίς ίχνος, επιείκειας, για να επιβάλλει τη μόνη ποινή που γνωρίζει: Θάνατος.

[Φεβρουάριος 1980]

 

* Η επίσκεψη της γηραιάς κυρίας: Τίτλος θεατρικού έργου ιδιαίτερου και ουσιαστικού περιεχομένου και ενδιαφέροντος  , του Friedrich Dürrenmatt

Θεματολογικές ετικέτες

Αφήστε μια απάντηση