Κατήχηση, Ομιλία

Η εσχατολογική υπόσταση του Χριστού σ’ έναν πλουραλιστικό κόσμο

Τα δύο χωρία της Καινής Διαθήκης που εκφράζουν καθάρια το θέμα που στοχαζόματε τούτο το απόγευμα, μας είναι οικεία.

“Λέγει ατ Θωμς· Κύριε, οκ οδαμεν πο πάγεις· κα πς δυνάμεθα τν δν εδέναι; λέγει ατ ησος· γώ εμι δς κα λήθεια κα ζωή· οδες ρχεται πρς τν πατέρα ε μ δι᾿ μο”. (Ιωάννης 14:5-6)

“ττε Πτρος πλησθες Πνεματος Αγου επε πρς ατος· ρχοντες το λαο κα πρεσβτεροι το ᾿Ισραλ, 4.9 ε μες σμερον νακρινμεθα π εεργεσίᾳ νθρπου σθενος, ν τνι οτος σσωσται, 4.10 γνωστν στω πσιν μν κα παντ τ λα ᾿Ισραλ τι ν τ νματι ᾿Ιησο Χριστο το Ναζωραου, ν μες σταυρσατε, ν Θες γειρεν κ νεκρν, ν τοτ οτος παρστηκεν νπιον μν γις. 4.11 οτς στιν λθος ξουθενηθες φ᾿ μν τν οκοδομοντων, γενμενος ες κεφαλν γωνας. 4.12 κα οκ στιν ν λλ οδεν σωτηρα· οδ γρ νομ στιν τερον π τν ορανν τ δεδομνον ν νθρποις ν δε σωθναι μς”. (Πράξεις 4: 8—12)

Και μέσα από αυτά τα χωρία που έχουν τόση δύναμη και απύθμενο βάθος νοήματος, αναδύεται η κλασική χριστιανική πίστη:  ό,τι συναντούμε στον Ιησού Χριστό είναι απλά και μόνο η αλήθεια. Είναι η αλήθεια για τον Θεό και η αλήθεια για την ανθρωπότητα. Να μην ζούμε μέσα σε αυτή την αλήθεια και να μην τη δεχόμαστε, έχει συνέπειες, γιατί αυτή είναι ο έσχατος λόγος για τον Θεό και τη δημιουργία Του. ‘Ετσι μιλούμε για την εσχατολογική υπόσταση του Χριστού. .. ή μιλάμε για τη μοναδικότητα και απολυτότητα του Χριστού. Κανείς εκτός από τον Ιησού από τη Ναζαρέτ δεν εκφράζει την αλήθεια έτσι. Αυτό ακριβώς είναι κάτι πολύ προβληματικό για πολλούς ανθρώπους στον κόσμο μας σήμερα. Δεν είναι ένα πρόβλημα που αφορά άλλους ανθρώπους διαφορετικής πίστης (αν και  εν μέρει αυτό ισχύει). Είναι επίσης ένα ζήτημα που έχει να κάνει με το ποιο βίωμα πίστης κοινωνούμε μεταξύ μας και πώς πιστεύουμε ότι ο Θεός ενεργεί μέσα στον κόσμο.

Κατά τα τελευταία σαράντα χρόνια, τα προβλήματα γύρω από την κλασική ερμηνεία αυτών των χωρίων, επισημαίνονται όλο και πιο έντονα. Εμπίμπτουν δε σε τρεις κατηγορίες: στην αρχή της ομιλίας μου, θα ήθελα να εξετάσουμε μαζί τα τρία είδη των ενστάσεων που εγείρονται έναντι της κλασικής ερμηνείας αυτών των χωρίων.

Η πρώτη ένσταση είναι ηθική. Τι είδους Θεός είναι αυτός που κάνει τη σωτηρία ή την αιώνια ζωή να εξαρτάται από κάτι το οποίο δεν είναι παρά ένα συγκυριακό γεγονός; Ποια είναι η μοίρα λοιπόν εκείνων των ανθρώπων που δεν είχαν την τύχη να ακούσουν για τον Ιησού ή  άκουσαν για τον Ιησού, αλλά δεν κατάλαβαν ή δεν περίμεναν να τον ανακαλύψουν; Τι γίνεται με εκείνες τις γενεές που έζησαν πριν τον Χριστό; Τι γίνεται με ολάκερο το βασίλειο της μη χριστιανικής κουλτούρας που παρέμεινε για αιώνες ανέγγιχτη από το χριστιανικό ευαγγέλιο; Μπορούμε να πιστεύουμε σ’ έναν δίκαιο Θεό που -στην πραγματικότητα- τιμωρεί ανθρώπους γιατί δεν βρέθηκαν στο σωστό τόπο το σωστό χρόνο; Αυτή είναι η ηθική ένσταση απέναντι στον χαρακτήρα του Θεού, στον οποίο ισχυριζόμαστε ότι πιστεύουμε.

Αλλά ολοένα και συχνότερα έρχεται στην επιφάνεια ένα δεύτερο είδος ενστάσεων. Αυτές τις ενστάσεις τις ονομάζω πολιτικές.  Αν υποστηρίζεις ότι ο Χριστός είναι η οριστική και έσχατη αλήθεια για τον Θεό και το σύμπαν, αυτό και μόνο δεν σου δίνει μια τέλεια δικαιολογία για να προσπαθείς να κλείνεις το στόμα σε καθέναν που λέει κάτι διαφορετικό; Δεν συνιστά μέρος της αιτιολόγησης των σταυροφοριών και της αποικιοκρατίας και παρόμοιων άθλιων πραγμάτων; Δεν είναι μια συνταγή περιφρόνησης μεγάλου τμήματος της ανθρωπότητας; Δεν δίνει βήμα θεολογικό και περίβλημα άγιο σε προκαταλήψεις για την ανωτερότητα της κουλτούρας μας;

Και αυτοί οι προβληματισμοί μας συνδέουν με μια τρίτη ομάδα ενστάσεων και δυσκολιών που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε φιλοσοφικές. Κάθε αλήθεια ομολογείται με τους όρους της οικείας κουλτούρας και της συγκεκριμένης εποχής. Πώς είναι δυνατόν να πρεσβεύουμε ότι η αλήθεια που διατυπώθηκε στη Μέση Ανατολή δύο χιλιάδες χρόνια πριν, ήταν μια αλήθεια εφαρμόσιμη σε όλους και οπουδήποτε; Με τέτοιους ισχυρισμούς δεν οδηγούμαστε έξω από το χώρο της συνομιλίας τκαι της συνεννόησης των κοινών ανθρώπων,  διεκδικώντας κάτι απάνθρωπο και στην πραγματικότητα αδικαιολόγητο και αβάσιμο;

Με τη μια ή με την άλλη μορφή, αυτές είναι οι μεγάλες ενστάσεις που έχουν εγερθεί εναντίον του  παραδοσιακού Χριστιανικού δόγματος κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο, θα τις ακούτε καθημερινά από τους  ανθρώπους με τους οποίους συνδιαλέγεσθε για την πίστη. Άλλοι συνήθως δεν δέχονται εύκολα και άνετα την ιδέα ότι θα μπορούσε να υπάρχει μια αλήθεια αμετάβλητη και άλλοι, αντίθετα, νιώθουν ιδιαίτερα άβολα με την ιδέα ότι  η πίστη στην Απόλυτη Αλήθεια καθιστά κάποιον αναπόφευκτα μισαλλόδοξο, μη ανεκτικό, φατριαστικό και θωρακισμένο έναντι των ανθρώπων άλλων θρησκειών ή ομολογιών. Με άλλα λόγια η πίστη στη μοναδική και έσχατη αλήθεια του Χριστού, με τον τρόπο  που αυτή συνήθως εννοείται,  ευδοκιμεί πολύ δύσκολα σε μια πλουραλιστική κοινωνία (ό, τι και αν σημαίνει αυτό), και όχι μόνο σε μια πλουραλιστική κοινωνία, αλλά και σε μία κοινωνία που θεωρεί τον εαυτό της φιλελεύθερο ή δημοκρατικό.

Η λέξη πλουραλισμός είναι ένας νεολογισμός με πολλές –σκοπίμως– συνδηλώσεις. Δεν αναφέρεται μόνο σε μια κοινωνία με πληθώρα θρησκευτικών πεποιθήσεων, που καθρεφτίζει ολοένα και πιο πολύ τον ευρύτερο κόσμο στον οποίο ζούμε, αλλά και σε μια κοινωνία με πολυάριθμους τρόπους ζωής, ποικίλες φιλοσοφίες και επιλογές. Η λέξη επιλογές είναι ίσως η πιο χαρακτηριστική από όλες. Ο σημερινός κόσμος είναι ένας κόσμος όπου πράγματι το ιδανικό για πολλούς ανθρώπους είναι απλά να έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν ό,τι θα τους κάνει να ζήσουν άνετα. Και το ζήτημα της αλήθειας, του οριστικού και απόλυτου χαρακτήρα αυτής,  δεν επιτρέπεται να εγείρεται.

Υπάρχουν όντως ισχυρές ενστάσεις. Και αν πρόκειται να σχολιάσουμε τη Χριστιανική πίστη στο κοινωνικό και πολιτιστικό μας περιβάλλον, χρειάζεται, πριν προβούμε στον σχολιασμό, να είμαστε σίγουροι για το τι ακριβώς είμαστε σε θέση να σχολιάσουμε και πώς θα αντιμετωπίσουμε ορισμένες από αυτές τις ενστάσεις. Είναι δυνατόν, φυσικά, να κρίνεις ότι οι ενστάσεις δεν χρειάζεται να απαντηθούν και ότι μάλλον η μόνη επιτρεπτή από πλευράς σου απόκριση θα ήταν να  παραιτηθείς από την πίστη στην εσχατολογική υπόσταση του Ιησού Χριστού. Για λόγους που θα προσπαθήσω να εξηγήσω λίγο μετά, δεν νομίζω ότι μια τέτοια στάση θα συνιστούσε φρόνιμη ή χρήσιμη στρατηγική. Αλλά πριν φθάσουμε εκεί, ας κάνουμε ένα μικρό βήμα πίσω και ας κοιτάξουμε πάλι τα δύο χωρία της Καινής Διαθήκης: σας προσκαλώ να διερωτηθούμε και να ερευνήσουμε από κοινού, λίγο εκτενέστερα, τι είναι εκείνο ακριβώς που στην Καινή Διαθήκη υποστηρίζεται και τι όχι.

Εκείνο που η Καινή Διαθήκη δεν λέει με κανένα τρόπο είναι “αν δεν θεωρήσεις τις επόμενες προτάσεις αληθινές, δεν υπάρχει ζωή για εσένα”. Αυτό που όντως λέει είναι “χωρίς μια ζωντανή σχέση με τον Ιησού Χριστό, τον Λόγο του Θεού που έγινε σάρκα, δεν πρόκειται να γίνεις αυτό για το οποίο ήρθες στην ύπαρξη. Δεν θα ζήσεις την πληρότητα του ανθρώπινου προορισμού”. Και αυτός είναι ο ισχυρισμός  -όχι τόσο για τη μοναδική αλήθεια με τη μορφή  λέξεων, αλλά για τη μοναδική σχέση με τον Ιησού- που θα ήθελα να εξετάσουμε σήμερα από κοινού.

“Κανείς δεν έρχεται στον Πατέρα παρά μόνο μέσα από εμένα”, λέει ο Ιησούς. Με άλλα λόγια αν θέλεις να συμφιλιωθείς ως υιός ή θυγατέρα με τον Θεό, που ο Ιησούς ονομάζει “Πατέρα”, τότε αυτό, σε σύνδεση μόνο με τον Ιησού και βαδίζοντας τον δικό Του δρόμο, μπορεί να γίνει πραγματικότητα: βαδίζοντας τον δρόμο Του, όχι απλά έχοντας τις σωστές ιδέες γι΄ Αυτόν, ούτε καν επαναλαμβάνοντας ό,τι λέει, αλλά ακολουθώντας Αυτόν. Τώρα, αν επιστρέψουμε στις Πράξεις για να μιλήσουμε στη φτωχή μας γλώσσα, με τρόπο απλούστερο, εκείνο που ο Πέτρος λέει στις Αρχές και τις Εξουσίες της Ιερουσαλήμ, είναι κάτι τέτοιο: “Αν θέλετε να βρείτε ζωή και γιατρειά, πρέπει να στραφείτε σ’ Εκείνον που απορρίψατε και περιφρονήσατε. Γιατί δεν υπάρχει άλλο όνομα το οποίο δύνασθε να επικαλεστείτε προς σωτηρία, εκτός από το όνομα Εκείνου που εσείς σταυρώσατε. Τονίζω εμφατικά τη λέξη “εσείς” εδώ. Ο Πέτρος δεν κηρύττει αόριστα. Μιλά σε αυτούς που σταύρωσαν τον Χριστό: “Αν θέλετε να ελευθερωθείτε από την παγίδα στην οποία εγκλωβίσατε τον εαυτό σας, το μόνο όνομα που θα μπορούσατε να επικαλεστείτε για σωτηρία, είναι το όνομα εκείνου που θανατώσατε”. Και αυτή είναι η μεταστροφή ή η μετάνοια που ζητά ο Πέτρος.

Και μιλώ για τα χωρία που παραθέσαμε, όχι επιχειρώντας να καινοτομήσω ή ν’ αφαιρέσω από αυτά το νόημα που έχουν παραδοσιακά εκλάβει, αλλά για να επισημάνω πως και τα δύο, με διαφορετικό το καθένα τρόπο, συνιστούν έκτυπη πρόκληση για ν’ αλλάξουμε τη ζωή μας. Ποιος είναι ο δρόμος για τον Πατέρα; Ο Πατέρας δεν μπορεί να δειχθεί σαν ένα αντικείμενο στον Ουρανό – κάτι στο οποίο μπορεί κανείς να στοχεύσει. Ο Πατέρας ανακαλύπτεται καθώς βαδίζεις με τον Ιησού προς τον Σταυρό και την Ανάσταση. Και η πρόκληση που διατυπώνεται στις Πράξεις δεν είναι άλλη από την πρόκληση του “στραφείτε σ’ Εκείνον που απορρίψατε και θα βρείτε σ’ Αυτόν την ελπίδα σας”. Η δυσκολία δημιουργείται όταν ερμηνεύουμε τέτοιες διατυπώσεις με τρόπο αφηρημένο και γενικό. Όταν μεταφέρονται στο τρίτο πρόσωπο και δεν εκλαμβάνονται μάλλον στο πρώτο ή το δεύτερο πρόσωπο. Εκεί έγκειται κυρίως η δυσκολία μας.

Αλλά στην πραγματικότητα οι δηλώσεις τρίτου προσώπου στην Αγία Γραφή, προϋποθέτουν ένα άλλο είδος προσέγγισης – απολύτως προσωπικής. Και στα δύο εξίσου βιβλικά χωρία, με τα οποία ξεκίνησα την ομιλία, μπορούμε να θεωρήσουμε δεδομένη την ακόλουθη ομολογία: στερούμαστε στην πραγματικότητα τη γνώση που θα μπορούσε να μας οδηγήσει, ως ανθρώπινες υπάρξεις, στη ζωή και είμαστε εγκλωβισμένοι σε προδιαγεγραμμένα σχήματα καταστροφικής συμπεριφοράς. Χρειαζόμαστε πράγματι σωτηρία. Είναι βαθιά ανάγκη μας να απελευθερωθούμε για να γίνουμε εκείνο για το οποίο δημιουργηθήκαμε – και δημιουργηθήκαμε για να γίνουμε κάτι ιδιαίτερο. Δημιουργηθήκαμε για να γίνουμε υιοί και θυγατέρες του ουράνιου Πατέρα. Έτσι εκείνο που εν μέρει υποστηρίζεται στην Καινή Διαθήκη είναι ότι υπάρχει πράγματι κάτι από τις ανθρώπινες υπάρξεις που είναι αληθινό και έχει ισχύ καθολική και οικουμενική: ένας προσανατολισμός, μια μαγνητική “έλξη” προς την πηγή όλων των πραγμάτων και μια ικανότητα σύνδεσης με την πηγή όλων των πραγμάτων – σύνδεσης όχι απλά κάποιου που υπακούει ή αποφασίζει ύστερα από σκέψη, αλλά ενός προσώπου που ενώνεται με εσωτερικό δεσμό και έντονα, όπως το παιδί με τον πατέρα. Αυτό είναι εκείνο για το οποίο οι άνθρωποι ήρθαν στην ύπαρξη. Εδώ πρέπει ν’ ανακαλυφθούν οι βαθύτερες πηγές της ανθρωπότητάς μας. Έχουμε σχεδιασθεί γι’ αυτήν τη σχέση, γιατί σε αυτή τη σχέση ελευθερωνόμαστε. Αφηνόμαστε ελεύθεροι να γίνουμε ο εαυτός μας, ελεύθεροι να αγαπήσουμε τον Θεό που μας έπλασε και μας έσωσε, ελεύθεροι να αφουγκραστούμε τον λόγο και να μιμηθούμε τη θυσιαστική αγάπη εκείνου του Θεού, κάθε μέρα της ζωής μας. Αυτός είναι ο  λόγος για τον οποίο πλασθήκαμε.

Τα παραπάνω συναρτώνται με την πίστη ότι ο Θεός είναι ένα πρότυπο αγαπητικής σχέσης: η Τριαδικότητα του Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Υπάρχει στην αιωνιότητα ένας τόπος να σταθούμε. Δεν υπάρχει μόνο ο Πατέρας, αλλά ο Υιός και το Πνεύμα. Μπορούμε να προσχωρήσουμε στην αέναη θεία ζωή, προσκολλώμενοι στον Χριστό και συντηρούμενοι εν Αγίω Πνεύματι. Και τούτο συνιστά πάλι μια υπενθύμιση ότι δηλαδή το να αναπτυχθούμε και να γίνουμε εκείνο που προοριστήκαμε να είμαστε, δεν είναι κάτι που εναπόκειται στα χέρια μας, που εξαρτάται από τις πράξεις ή τις ιδέες μας. Είναι κάτι που ο αιώνιος Υιός και το αιώνιο Πνεύμα μας χαρίζουν ως δώρο.

Αυτό, πιστεύω, είναι εκείνο που η Καινή Διαθήκη υποστηρίζει. Και τα ερωτήματα που θέτει σ’ εμάς, είναι ερωτήματα όχι μόνο για τις διαφορές του Χριστιανισμού από τις άλλες θρησκείες, αλλά ερωτήματα που συνοψίζονται κυρίως στο ερώτημα αν πιστεύουμε ότι υπάρχει κάτι αληθινό μέσα σε όλους και για όλους τους ανθρώπους. Ή τάχα οι ανθρώπινες υπάρξεις έχουν διαφορετικές ανάγκες και διαφορετικούς προορισμούς; Μήπως θα έπρεπε να ισχυριζόμαστε ότι κάτι που είναι καλό για μια ομάδα, δεν είναι καλό για μιαν άλλη ή ότι το να είναι κάποιος παιδί του Θεού, ταιριάζει σε ορισμένους ανθρώπους, αλλά όχι σε όλους; Η προσέγγιση με αυτούς τους όρους του πρώτου προβλήματος που ήδη έχω επισημάνει, του ηθικού, φαίνεται κάπως διαφορετική: Η αδικία δεν έγκειται στην ύπαρξη ενός Θεού που αυταρχικά αποφασίζει ότι αν δεν πρεσβεύεις κάποιες αρχές, είσαι εκτός της πραγματικότητας, εκτός της αλήθειας, εκτός της Βασιλείας Του. Η αδικία δεν θα μπορούσε να εντοπισθεί παρά μόνο στη μη προσπάθεια ή μη αγωνία μοιράσματος -κατά το μέγιστο εφικτό- κάθε ανθρώπινης δυνατότητας. Θα ήταν άδικο αν δεν είχαν όλοι, κατά κάποιον τρόπο, την δυνατότητα προσπέλασης στη μυστηριώδη αλήθεια της ύπαρξης. Και αν διακρίνουμε και ομολογούμε την εργασία του Υιού και του Αγίου Πνεύματος μέσα σε όλα εκείνα με τα οποία καταπιανόμαστε και όχι μόνο αυτή καθεαυτή την ανθρώπινη προσπάθεια, θα είμαστε ικανοί να διαβλέπουμε καθαρά ότι εκείνο που υπάρχει στη σχέση των ανθρώπων με τον Ιησού και το Άγιο Πνεύμα, δεν είναι απαραίτητα ό,τι φαίνεται. Υπάρχει μια αλήθεια για τις ανθρώπινες υπάρξεις. Ο Θεός την αποκάλυψε στον Ιησού Χριστό και αποκάλυψε τον ίδιο τον Εαυτό Του με τη δράση και το έργο Του. Αυτά είναι όλα όσα ξέρουμε. Και το πώς εκείνοι που δεν συναντούν τούτο το μυστήριο, κατά τρόπο σαφή και άμεσο, συνδέονται με τον Ιησού και τον Πατέρα, δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε και θα ήταν προτιμότερο να μην προσποιούμαστε το αντίθετο. Η αδικία έγκειται στον ισχυρισμό ότι η αλήθεια δεν είναι προσπελάσιμη με κανένα τρόπο από ορισμένους ή στη δήλωση ότι δεν οφείλουμε να καταγινόμαστε με όλες μας τις δυνάμεις για να τη μοιραζόμαστε.

Αλλά ας δούμε επίσης πώς η δεύτερη κατηγορία ενστάσεων, η “πολιτική”, μπορεί να λάβει επίσης διαφορετική όψη. Αν μιλάμε για το έργο του Θεού, δια του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, που δεν είναι άλλο από το γεγονός ότι εισήγαγε μια σχέση στους κόλπους του  Πατρός, τότε σαφώς δεν είναι ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται τούτο πολιτισμικά -οι λέξεις και οι μορφές που χρησιμοποιούνται-, εκείνο που συνιστά την ουσιαστική διαφορά που συντελέσθηκε και συντελείται στον κόσμο από τον Ιησού. Το μυστήριο της αύξησης και της ανάπτυξης μέχρι την τελική ανθρώπινη εκπλήρωση και καρποφορία δια του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, δεν είναι κάτι που κατορθώνεται από την ανθρώπινη δύναμη. Είναι έργο του Θεού. Όσο περισσότερο πιστεύεις ότι ο Θεός είναι πράγματι Θεός, τόσο λιγότερο πιστεύεις ότι ο Θεός έχει ανάγκη να τον προστατεύουν ανθρώπινες υπάρξεις “από τις συνέπειες της απροσεξίας του”.  Και έτσι μπορείς να δεις τον εαυτό σου να διέρχεται αφανώς μια κρίση και να αποχτά μια επιφυλακτική στάση απέναντι στην ανθρώπινη ισχύ, τον τοπικό πολιτισμό και την πολιτιστική ανωτερότητα. Ενδέχεται ν’ ανακαλύψεις ότι η αιχμή της κρίσης αυτής γίνεται οξύτερη όταν εκλαμβάνεις κάτι με την κλασική πίστη και ερμηνεία. Αλλά τουλάχιστον, αν αληθινά πιστεύεις ότι η Καινή Διαθήκη μιλά για μια ζωντανή σχέση με τον Ιησού, δυνάμει της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος, θα αντιμετωπίσεις με σκεπτικισμό κάθε ισχυρισμό ότι ο τάδε ή ο δείνα πολιτισμός ή ακόμα η όποια πολιτική δύναμη δύναται να εγγυάται αυτή τη σχέση. Κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με το να το τοποθετήσουμε την ανθρωπότητα στη θέση του ίδιου του Θεού.

Κι αυτό επίσης θα μπορούσε να μας βοηθήσει αρκετά έναντι των φιλοσοφικών ενστάσεων. Εκείνο που υποστηρίζεται στην Αγία Γραφή, δεν είναι ότι υπάρχει μια απολύτως ιερή μορφή λέξεων, που εκφράζει όσα χρειάζεται να ξέρουμε ως εγγυημένα και καταγεγραμμένα στον ουρανό και παραδεδομένα κάτω στη γη, αλλά ότι υπάρχει κάτι στην ανθρώπινη φύση που είναι αναλλοίωτο και αδιαπραγμάτευτο. Κάτι που έχει να κάνει με τον ανθρώπινο τρόπο ύπαρξης. Η απόλυτη σχετικότητα,  ως θεωρία, δεν μπορεί στην πράξη να σταθεί μεταξύ των ανθρώπων. Δεν είναι κάτι που έστω ένας από εμάς στην πραγματικότητα δέχεται. Δεν μιλάμε σαν να ταιριάζει σε κάποιες φυλές η άδικη και άνιση μεταχείριση ή σε κάποιους ανθρώπους οι βασανισμοί και οι κακουχίες. Δεχόμαστε ότι υπάρχει ένα στέρεο θεμέλιο για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Θεωρούμε ότι εκείνο που είναι καλό για εμένα, θα είναι τουλάχιστον ομοίως καλό και για το γείτονά μου, όποιες και αν είναι οι πολιτιστικές και τοπικές διαφοροποιήσεις μας.

Επομένως υπάρχουν τρόποι απάντησης και διαχείρισης των τριών μεγάλων προβλημάτων, στα οποία έχω αναφερθεί από την αρχή της ομιλίας μου. Όμως στην καρδιά όλων υπάρχει το ερώτημα: “Πιστεύουμε τελικά πως ό,τι είναι καλό για έναν άνθρωπο, είναι καλό, κατά τρόπο συναφή και συγκλίνοντα, για όλους εν γένει; Είναι οι άνθρωποι τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους ώστε, ό,τι είναι σωστό για την ανάπτυξη και την πρόοδο των μεν, να μην είναι σωστό για τους δε; Γιατί ακριβώς τούτο, νομίζω, είναι μια από τις δυσκολίες που θα δημιουργηθούν, αν παραιτηθούμε από το δόγμα της εσχατολογικής υποστάσεως του Χριστού – θα επικρατήσει δηλαδή η αντίληψη ότι είναι ωφέλιμο για ορισμένα τμήματα του ανθρώπινου πληθυσμού να σκέφτονται πως είναι προορισμένοι να γίνουν υιοί και θυγατέρες του Θεού, αλλά ότι, κάπου αλλού στον κόσμο, δεν έχει σημασία πού, θα πρέπει να δοθεί ένας άλλος ορισμός για το τι συνιστά την πλήρη και ακέραιη ανθρωπότητα.  Πιστεύω ότι με μια τέτοια θεώρηση θα νιώθαμε στην πραγματικότητα άβολα. Αλλά για να δώσουμε νόημα σε αυτήν την εγγενή δυσανεξία μας, θα πρέπει να κάνουμε τη σύνδεση που ενίοτε λησμονούμε. Τουτέστιν, όταν μιλάμε για τη φύση του Θεού και του Ιησού Χριστού, μιλάμε πάντοτε για μια ανθρωπότητα που πλάσθηκε κατ’ εικόνα Θεού. Δεν μπορούμε να τα διαχωρίσουμε αυτά.

“Μοναδική” και “εσχατολογική” λοιπόν η αλήθεια μας: πιστεύουμε ως χριστιανοί ότι εξαιτίας του Χριστού έχει ανοιχθεί μια νέα φάση στην ανθρώπινη ιστορία -όχι μόνο την ιστορία της Μέσης Ανατολής και της Ευρώπης. Υπάρχει τώρα μία νέα κοινότητα που αποτελεί επί της γης τη νέα κτίση. Υπάρχει τώρα επί της γης μία κοινότητα που διακηρύσσει την επιθυμία του Θεού για την παγκόσμια συμφιλίωση και την παρουσία του Θεού μέσα μας κα ανάμεσά μας, που οδηγεί προς την ανθρώπινη πληρότητα και ενότητα.. Τούτο είναι κάτι που συμβαίνει ως αποτέλεσμα της ζωής και του θανάτου και της ανάστασης του Ιησού. Μοναδική αλήθεια, ναι, με την έννοια ότι αυτή η “στροφή μιας ιστορικής εποχής”, η μύηση σε μια νέα ιστορική στιγμή, μπορεί να συμβεί μονάχα εξαιτίας του ενός και μοναδικού γεγονότος και των αφηγήσεων γύρω από αυτό. Και εσχατολογική αλήθεια; Οι χριστιανοί υποστήριξαν και ακόμα υποστηρίζουν πως όταν αντιλαμβάνεσαι ότι ο Θεός σε καλεί απλά ως ανθρώπινη ύπαρξη, σε μια σχέση βαθιάς οικειότητας που χαρίστηκε από τον Ιησού και η οποία στον Ιησού ανακλά την αιώνια και άπειρη οικειότητα των διαφορετικών στιγμών και προσώπων μέσα στο είναι του Θεού, τότε γεύεσαι την εμπειρία ενός Θεού που δεν μπορεί να αντικατασταθεί ή να συμπληρωθεί. Η εσχατολογική αλήθεια έγκειται στην αναγνώριση ότι τώρα υπάρχει κάτι που δεν μπορούμε να ξεχάσουμε για τον Θεό και την ανθρωπότητα και που δεν μπορούμε να διορθώσουμε σαν να επρόκειτο για ένα χρήσιμο εγχειρίδιο ή για μια ενδιαφέρουσα θεωρία για τον Θεό και την ανθρωπότητα.

Έχουμε την πεποίθηση ότι υπάρχει μια θεμελιώδης αξιοπρέπεια και ένα καθορισμένο πεπρωμένο, τα οποία είναι κοινά για όλες τις ανθρώπινες υπάρξεις και υποστηρίζουμε ότι στη σχέση με τον Ιησού, τον Λόγο που έγινε σάρκα, αυτή η αξιοπρέπεια βρίσκει την πληρότητά της και αυτό το πεπρωμένο εκπληρώνεται. Με αυτούς τους όρους, είναι δυνατόν, πιστεύω, να απαντηθούν  μερικά από τα ηθικά, πολιτικά και φιλοσοφικά ερωτήματα. Και όπως έχω υπαινιχθεί, αν απομειωθεί αυτή η  αλήθεια, αφηνόμαστε μόνοι σε ερωτήματα που είναι ομοίως ηθικά, πολιτικά και φιλοσοφικά και αντιλαμβανόμαστε ότι το να μην ομολογούμε, όπως διατυπώσαμε παραπάνω, τον Ιησού, συνεπάγεται για εμάς ότι πιθανόν υπάρχουν διαφορετικά πεπρωμένα και διαφορετικά επίπεδα αξιοπρέπειας για διαφορετικές κατηγορίες ανθρώπων. Το εκφράσουμε, κοντολογίς όμως, αντίθετα, τη πίστη μας στον μοναδικό και εσχατολογικό Χριστό, ισοδυναμεί, στην πραγματικότητα, με το να υποστηρίξουμε την παγκόσμια συμφιλίωση των ανθρώπων: τη δυνατότητα της παγκόσμιας αδελφοποίησης. 

Μήπως αυτή η πίστη μας εμποδίζει το διάλογο και τη γνώση; Μήπως μας κάνει μη ανεκτικούς και μισαλλόδοξους; Μήπως μας υποχρεώνει να πούμε “…και όλοι οι άλλοι θα πάνε στην κόλαση;”. Αρχικά, από έναν αληθινό διάλογο με ανθρώπους διαφορετικών πίστεων ή πεποιθήσεων περιμένουμε να μάθουμε κάτι: περιμένουμε να γίνουμε σε κάτι διαφορετικοί, ν’ αλλάξουμε εξαιτίας αυτής της συνάντησης. Δεν αναμένουμε κατά κανόνα ν’ αλλάξουμε νοοτροπία. Ερχόμαστε στο διάλογο με πεποίθηση, ευγνωμοσύνη και εμπιστοσύνη, αλλά η εμπιστοσύνη είναι, πιστεύω, εκείνη που μας επιτρέπει να τολμούμε τα συναπαντήματα, ελπίζοντας ότι κάτι θα μάθουμε. Πάει να πει ότι ο διάλογος δεν γίνεται για να αλλάξουμε την πεποίθησή μας, αλλά για να μάθουμε. Και πιστεύω, ναι, ότι κάπως έτσι λειτουργούν τα πράγματα. Όταν καθόμαστε δίπλα σε εβραίους, βουδιστές, μουσουλμάνους, ινδουϊστές, περιμένουμε να δούμε στην ανθρωπότητά τους κάτι που μας προκαλεί, μας πλουτίζει, μας αυξάνει ως ανθρώπους. Προσδοκούμε ότι θα λάβουμε από την ανθρώπινη φύση τους κάτι ως δώρο για τη δική μας. Υπάρχει μια πολύ φημισμένη και συχνοειπωμένη φράση στο Κοράνι ότι ο Θεός δεν θέλησε να μας κάνει πανομοιότυπους. Ο Θεός μας δημιούργησε για να μάθουμε μέσα από τον διάλογο. Και το να λέει κάποιος ότι έμαθε από έναν μουσουλμάνο ή βουδιστή για τον Θεό ή την ανθρώπινη φύση, δεν θέτει σε κίνδυνο τις καταβολές του. Γιατί η άπειρη αλήθεια που υπάρχει στον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα, δεν είναι κάτι που μπορεί να εξαντληθεί από ένα σύνολο τύπων ή πρακτικών. Δύναμαι ν’ αναδυθώ από τον διάλογο με πίστη ακόμα μεγαλύτερη από όση έχω μέχρι σήμερα για την Τριαδική φύση του Θεού και την εσχατολογική Υπόσταση του Χριστού και μάλιστα με την ομολογία ότι έμαθα κάτι που δεν είχα ούτε στον ύπνο μου ονειρευτεί και ότι  μαθητεύοντας πλούτισα με ευγνωμοσύνη και σεβασμό. 

Έχω μερικές φορές πει ότι σ’ έναν καλό διάλογο μεταξύ ανθρώπων διαφορετικών πίστεων, ένα πράγμα που συμβαίνει είναι ότι μαθαίνει κανείς να βλέπει πως φανερώνεται το πρόσωπο ενός άλλου ανθρώπου που στρέφεται στον Θεό. Γιατί κάτι θα δοθεί ή θα πραγματωθεί για εμένα σε αυτή τη συνάντηση και δεν πρέπει να αποκλείσω ότι υπάρχει αυτή η δυνατότητα. Και μήπως η πίστη μας στη μοναδική και έσχατη αλήθεια του Χριστού μας υποχρεώνει να πούμε ότι δεν υπάρχει ελπίδα για εκείνους που είτε βρίσκονται έξω από την στενή οικογένεια της πίστης, είτε πρόσκεινται σε άλλο δόγμα είτε δεν έχουν καμία πίστη; Eμείς οι χριστιανοί, είμαστε “ενίοτε” πολύ απρόθυμοι να αφήσουμε τον Θεό να “ξεκαθαρίσει” αυτός το πράγματα. Έχουμε πάντοτε μιαν αόριστη αίσθηση ότι ο Θεός δεν έχει διαβάσει τα κατάλληλα βιβλία. Και “ενίοτε” είμαστε μάλλον προστατευτικοί πρός Αυτόν για να βεβαιώσουμε και να βεβαιωθούμε ότι γνωρίζει τη σωστή πολιτική. Βρίσκω, μιλώντας για τον εαυτό μου, ότι με ευχαριστεί ιδιαίτερα να αφήνω τον Θεό να κρίνει ο ίδιος πώς κάποιος έξω από την ορατή οικογένεια της πίστης συνδέεται με τον Ιησού ή στρέφεται προς τον Πατέρα. Υπάρχουν βίοι, υπάρχουν ψυχές, που σημαδεύονται από κάτι τέτοια πράγματα που είναι, θα έλεγα, κεφαλαιώδους σημασίας στο Ευαγγέλιο και που το εμπλεκόμενο πρόσωπο δεν έχει λόγια να εκφράσει. Υπάρχουν βίοι ανθρώπινοι που μέσα τους νιώθεις ότι πνέει κάτι από την πνοή του Χριστού και ότι θα ήταν ανόητο να ισχυριστείς ότι δεν ενεργεί εκεί ο ίδιος ο Θεός μέσω του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Και όμως τα πρόσωπα αυτά μπορεί να λένε “είμαι πιστός μουσουλμάνος ή είμαι αγνωστικιστής ή δεν έχω ιδέα για τι πράγμα μιλάς όταν μιλάς για τον Ιησού”. Είμαι, το ξαναλέω, πολύ ευχαριστημένος, πολύ χαρούμενος που ο Θεός είναι Εκείνος τελικά που θα αποφασίσει τι όντως τρέχει…

Σε ένα πρόσφατο βιβλίο για το θέμα αυτό, ο Ρωμαιοκαθολικός θεολόγος Gavin D’Costa που διδάσκει θεολογία στο Μπρίστολ, μιλά για το πώς μπορείτε να συναντήσετε σε κάποιον, έξω από την οικογένεια της πίστης, πράγματα τόσο καίρια και ζωτικά  μέσα στο Ευαγγέλιο που αγωνίζεσθε να κηρύξετε ώστε σχεδόν αναγκάζεσθε να αναγνωρίσετε  την ηχώ  τους  και να ευχηθείτε να είναι όντως αληθινά αυτά που σεκείνο το πρόσωπο φαίνεται πως λειτουργούν.  Ο Ιησούς στο Ευαγγέλιο δεν ασκεί πίεση σε όσους κηρύττει και σε όσους θεραπεύει, λέγοντας «… και τώρα θέλω μια λεπτομερή ομολογία για το τι εννοείτε με τη λέξη πίστη». Η παρουσία του Ιησού αλλάζει τα πράγματα και μεταμορφώνει ζωές και προφανώς μερικοί αναγνωρίζουν αυτό που συμβαίνει και κάποιοι δεν το αναγνωρίζουν.

Ίσως θυμάστε την ιστορία των δέκα λεπρών στον Λουκά και τον ένα λεπρό Σαμαρείτη που επέστρεψε για να ευχαριστήσει. Δεν φαντάζομαι πάντως ότι οι εννέα, που δεν ήταν τόσο ευγνώμονες ή εκφραστικοί, ανακάλυψαν ξαφνικά εκείνο το ίδιο βράδυ ότι είχαν πάλι λέπρα. Είχαν συναντήσει τον Ιησού και κάτι είχε αλλάξει και δεν είχαν λέξεις να το εκφράσουν. Ίσως αυτός ο τόπος της συνάντησης με τον Ιησού, ήταν ένας από εκείνους τους τόπους που διερχόμαστε ενίοτε και εμείς και χρειαζόμαστε πολύ σκέψη και περισσότερο κάτι τι που θα το έλεγα “σκληρή σιωπή”: να κάνουμε ένα βήμα πίσω πριν παρασυρθούμε από την παρόρμηση να δώσουμε βιαστική λύση στα πράγματα.

Εν κατακλείδι, η πίστη στη μοναδικότητα και απολυτότητα του Ιησού Χριστού -παρόλες τις επιθέσεις που αυτή δέχεται στη σύγχρονη εποχή- παραμένει για τον Χριστιανό ένας τρόπος να μιλήσει για ολόκληρη την ανθρώπινη οικογένεια. Και επειδή έτσι είναι, είμαστε υποχρεωμένοι να πούμε κάτι γι’αυτό. Μας υποπτεύονται πολύ –δικαίως!– για προσηλυτιστικές, χειραγωγικές, εκφοβιστικές, ανηλεείς προσεγγίσεις σε ανθρώπους διαφορετικής πίστης, που τους μεταχειριζόμαστε σαν να μην ήξεραν τίποτα, σαν να μην είχαμε να μάθουμε τίποτα απ’ αυτούς, σαν ο συλλογισμός που αποτελεί έκφραση της δικής τους παράδοσης να μην είχε κανένα ενδιαφέρον για μας ή τον Θεό.  Ο Θεός να μας σώσει από μια τέτοια προσέγγιση. Αλλά ο Θεός να μας σώσει και από τη νευρικότητα και την ταραχή η οποία μας εμποδίζει να μιλήσουμε για τον Χριστό, όταν καλούμαστε να Τον ομολογήσουμε. Γιατί πιστεύουμε ότι η πίστη σε Αυτόν έχει ουσιαστική σημασία. Πιστεύουμε ότι η πίστη σε Αυτόν έχει ουσιαστική σημασία, γιατί πιστεύουμε ότι σε Αυτόν όλες οι ανθρώπινες υπάρξεις βρίσκουν την ειρήνη. Τα πεπρωμένα τους συγκλίνουν και η αξιοπρέπειά τους αναδεικνύεται και τιμάται πλήρως. Και όλη η εργασία, που εμείς ως Χριστιανοί επιθυμούμε με ζήλο να κάνουμε για χάρη της συγκλίνουσας σε μια κοινή μοίρα ανθρωπότητας και της πλήρους ανάδειξης της αξιοπρέπειάς της, αφορμάται από την πεποίθηση πως δεν υπάρχουν διαχωριστικές γραμμές και σύνορα γύρω από τον Χριστό – πως ό,τι Αυτός είναι και πράττει και λέει και υποφέρει,  αφορά κατ’ουσίαν –και ελευθερώνει– κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, στο παρόν, στο παρελθόν και στο μέλλον.

Η συνεχής πρόκληση είναι να επανασυνδέουμε σε κάποιο βαθμό τη χριστολογία μας  (τι λέμε για τον Ιησού και την Αγία Τριάδα) με την ανθρωπολογία μας (την αίσθηση περί εκείνων που ανήκουν στην ανθρώπινη φύση καθεαυτήν). Και, ορθά εννοημένη, θεωρώ ότι η πίστη στη μοναδική και εσχατολογική υπόσταση του Ιησού, μας επιτρέπει να κάνουμε αυτή την επανασύνδεση. Και, ορθά εννοημένη, πιστεύω ότι μας επιτρέπει να αντιμετωπίζουμε τον θρησκευόμενο και άθρησκο συνάνθρωπό μας με την γενναιόδωρη επιθυμία να μοιραζόμαστε μαζί του, και την ταπεινή επιθυμία να μαθαίνουμε απαυτόν και την υπομονή να αφήνουμε τον Θεό να εργάζεται με τον τρόπο που ο ίδιος θέλει ώστε να εμφανισθούν όλα καλά λίαν ενώπιον των οφθαλμών Του.

(Μια διάλεξη που δόθηκε τον Μάρτιο του 2010 από τον πρώην Αρχιεπίσκοπο της Αγγλικανικής Εκκλησίας, Rowan Williams, κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στο Γκίλφορντ)

 

Η απόδοση έγινε από τον Αναστάσιο Θεοφιλογιαννάκο.

Αφήστε μια απάντηση