Γενικού ενδιαφέροντος

Η οικουμενική Ορθοδοξία, το εθνικό και το αληθές

Ποια μπορεί να είναι η στάση της Εκκλησίας απέναντι στο ερώτημα της «εθνικής συνεννόησης»;

 

Πιθανολογώ ότι η απάντηση εκ μέρους εκκλησιαστικών ανθρώπων αναμένεται πανεύκολη και στερεότυπη: «Η Εκκλησία πάντα πρωτοστάτησε στους εθνικούς αγώνες», «Η Εκκλησία είναι εθναρχούσα», ή ακόμα «Ορθοδοξία και ελληνικό έθνος ταυτίζονται». Κατά την ταπεινή μου άποψη, ωστόσο, ακριβώς το γεγονός ότι αυτές οι απαντήσεις αναμένονται ως αυτονόητες, μάλλον αποτελεί πρόβλημα για μια στιβαρή προσέγγιση.

Η απάντηση, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να αρθρωθεί αλλιώς. Η Εκκλησία θα συμβάλει τα μάλα στο ερώτημα της «εθνικής συνεννόησης», αν καλλιεργήσει διαύγεια στα κριτήρια. Διαύγεια και σχετικά με το εθνικό, διαύγεια και σχετικά με το εκκλησιαστικό. Το μείζον πρόβλημα σήμερα είναι η ικανή σύγχυση όσον αφορά τα κριτήρια. Και η σύγχυση αυτή αφορά όλες τις πλευρές. Επιτρέψτε μου λοιπόν να σκιαγραφήσω την αναμέτρηση με τα κριτήρια:

Τι αποτελεί εθνικό; Ξέρουμε ότι το επίθετο χρησιμοποιείται κατά βούληση, άλλοτε για να προσδιορίσει κάτι πολύτιμο, κι άλλοτε για να μεταμφιέσει ό,τι βρωμερότερο. Παράδειγμα απλό: Η δικτατορία του 1967 προσδιόριζε εκκωφαντικά τον εαυτό της ως εθνικό. Το 1969 όμως ο Γιώργος Σεφέρης χαρακτήρισε ως εθνική επιταγή την ανάγκη τερματισμού της δικτατορίας. Και άλλα πολλά, ων ουκ έστιν αριθμός, τα οποία πλημμυρίζουν και τις μέρες μας. Πράγμα που σημαίνει: Τι νόημα μπορεί να έχει μια επίκληση του «εθνικού», η οποία είναι διαζευγμένη από πανανθρώπινες αλήθειες, όπως η ελευθερία;

Ανάγκη πρώτη, λοιπόν, να πάρουμε τοις μετρητοίς τη φράση του εθνικού μας ποιητή, τη φράση την πολύτιμη, την οποία απειλεί να φθείρει η συχνή κι αναίσθητη επίκληση: «Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές». Δεν υπάρχει κάτι εθνομηδενιστικό σ’ αυτή την παραχώρηση προτεραιότητας στην αλήθεια. Οι εθνικές ταυτότητες δεν είναι ομάδες αίματος. Η πατρίδα είναι «ο τόπος του τρόπου» [1]. Του τρόπου ζωής, ο οποίος μας κάνει αυτό που είμαστε κι όχι κάτι άλλο. Το εθνικό, λοιπόν, έχει σπουδαίο περιεχόμενο, εφόσον υποστασιάζει στον τόπο και στον χρόνο τα πολύτιμα πανανθρώπινα.

Η Εκκλησία, από την άλλη, σύμφωνα με το Ευαγγέλιό της, δεν αντλεί ταυτότητα από το έθνος. Δεν είναι προϊόν του. Είναι οικουμενική. Και μάλιστα αποτελεί τον αντίποδα της ειδωλολατρίας του έθνους, δηλαδή του εθνικισμού. Το 1872, σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη καταδίκασε τον εθνοφυλετισμό ως αίρεση. Ξέρουμε παράλληλα ότι στο διάβα της ιστορίας η Εκκλησία δεν υπήρξε συνεπής στην εν λόγω καταδίκη [2]. Αλλά είναι ευτύχημα ότι η καταδίκη του εθνοφυλετισμού (παράλληλα προς την αποδοχή της ιδιοπροσωπίας κάθε λαού) επαναλήφθηκε –έστω και λακωνικά– από την Αγία και Μεγάλη Σύνοδο των Ορθοδόξων, τον Ιούνιο του 2016 στο Κολυμπάρι [3]. Η Εκκλησία αντλεί την ταυτότητά της από το όραμα για τη Βασιλεία του Θεού. Την ιδιοπροσωπία κάθε λαού η Εκκλησία την κάνει σάρκα της. Δεν την προσπερνά. Ταυτόχρονα όμως, ούτε εγκιβωτίζεται σ’ αυτήν. Τα δεδομένα κάθε λαού καλούνται να γίνουν σάρκα της – όχι όμως σαρκοφάγος της. Σαρκοφάγο έχουμε όποτε το Ευαγγέλιο υποταχθεί στο μερικό και, πολύ περισσότερο, στο μισαλλόδοξο.

Η χριστιανική ταυτότητα είναι θέμα προσωπικής και υπεύθυνης απόφασης. Δεν είναι θέμα ούτε DNA, ούτε μιας συλλογικής ταυτότητας η οποία τάχα κληροδοτείται ανεπίλεκτα. Ταυτόχρονα είναι γεγονός η πολυαίωνη και πολυεπίπεδη συνοδοιπορία Χριστιανισμού και ελληνικού βίου. Συντέθηκε ένας πολιτισμός ο οποίος φέρει έκδηλα τα χνάρια αυτής της συμπόρευσης και για πιστούς και για απίστους. Ο πολιτισμός αυτός όντως χρειάζεται να διδάσκεται, όχι ως πειθαναγκασμός του νέου ανθρώπου σε μεταφυσικές αρχές, αλλά ως μία μητρική γλώσσα, η οποία του δίνει τη δυνατότητα να συγκροτηθεί μέσα στον κοινωνικό του χώρο, ώστε να αρθρώσει στην ώρα του τα προσωπικά του «ναι» και τα προσωπικά του «όχι». Είπαμε: η πίστη είναι πάντα προσωπικό άθλημα. Σήμερα λοιπόν πολλοί συμπατριώτες μας είναι πολιτισμικώς Ορθόδοξοι, χωρίς να είναι και μεταφυσικώς Ορθόδοξοι. Χαρακτηριστικά δείγματα της «πολιτισμικής Ορθοδοξίας», η οποία πράγματι λειτουργεί συνεκτικά, είναι ο συμβολισμός που έχει λάβει για όλους (επαναλαμβάνω: πιστούς και απίστους) η Ανάσταση, η διάθεση για αλληλεγγύη κ.ά. Ενδεικτική, πάντως, αυτής της πραγματικότητας (της πολιτισμικής Ορθοδοξίας, η οποία δεν διαθέτει πάντα Ορθόδοξη πίστη) είναι μια πρόσφατη έρευνα, με ευρήματα σχεδόν κωμικά σε κάποιες περιπτώσεις: Το 90% του πληθυσμού δηλώνει Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Όμως το 36% από αυτούς που δηλώνονται ως Χριστιανοί Ορθόδοξοι, περίπου δεν πιστεύουν στη μετά θάνατον ζωή! [4]

Πρόκειται για μια απλή αλήθεια: Ελληνική κοινωνία και εκκλησιαστική κοινότητα δεν συμπίπτουν. Αλλά αυτό δεν συνεπάγεται ότι η θέση της Εκκλησίας είναι στην ιδιωτική σφαίρα. Η θέση της βρίσκεται στον δημόσιο χώρο, και λόγω της προαναφερθείσας συνοδοιπορίας, αλλά κατεξοχήν λόγω του ότι εκεί είναι η θέση κάθε πρότασης νοηματοδότησης του ανθρωπίνου βίου, και κάθε μήτρας η οποία σφυρηλατεί στάσεις ζωής. Εκεί, στον δημόσιο χώρο, οφείλει να διατυπώνει την άποψή της, να κρίνεται και να διαλέγεται. Αλλά παρουσία τής Εκκλησίας στον δημόσιο χώρο δεν σημαίνει επένδυσή της με κρατική ισχύ [5]. Κάτι τέτοιο είναι ριζικά αντίθετο προς τη φύση της Εκκλησίας.

Η μεγάλη προσφορά της Εκκλησίας, λοιπόν, στην υπόθεση της εθνικής συνεννόησης είναι να μην κενώσει το Ευαγγέλιο, ακόμα κι αν αυτό φαίνεται ουτοπικό σε δύσκολες περιόδους. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να σταματήσει να λέει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι αδέλφια. Δεν μπορεί να αποσιωπά ότι οι περιπτώσεις εθναρχίας δεν αποτελούν κανονικότητα, αλλά διακινδύνευση και ταλάντωση μεταξύ εξουσιακότητας και ακραίας αυτοθυσίας. Το ίδιο ισχύει και για τον εμβληματικό τύπο του κουμπουροφόρου παπά. Θα εξηγήσω με συντομία τι εννοώ, διότι με αυτό το ενδεικτικό παράδειγμα θα φανεί ίσως τι σημαίνει τιτανομαχία περί τα κριτήρια.

Ο Χριστιανισμός από τη φύση του γεννά έρωτα ελευθερίας. Όποτε, αντιθέτως, εκκλησιαστικοί άνθρωποι εκτρέφουν εθελοδουλία ή υποτάσσονται σε κομματικές υστεροβουλίες (τι ήταν, για παράδειγμα, το ανάθεμα του Βενιζέλου;), απλούστατα προδίδουν αυτό που επικαλούνται. Ο έρωτας της ελευθερίας, λοιπόν, οδηγεί τον Χριστιανό όχι σε παθητικότητα, αλλά σε μη-βίαιη αντίσταση. Αυτό έκανε ο συγγραφέας της «Αποκάλυψης», όταν αποκαλούσε «πόρνη Βαβυλώνα» την αυτοκρατορική Ρώμη [6], αυτό έκανε ο Κοσμάς ο Αιτωλός, αυτό έκαναν και οι μάρτυρες. Κάποιες φορές όμως ο έρωτας της ελευθερίας οδηγεί τους παπάδες σε ένοπλη αντίσταση. Εδώ ακριβώς βρίσκεται το κρίσιμο σημείο: Η διαφορά του Ορθόδοξου παπά και από τον σταυροφόρο και από τον τζιχαντιστή. Οι κανόνες της Ορθόδοξης Εκκλησίας απαγορεύουν απολύτως την άσκηση βίας εκ μέρους των κληρικών. Απολύτως! Κανονικά, λοιπόν, όταν ο παπάς παίρνει το όπλο, όχι μόνο δεν έχει την πεποίθηση ότι μ’ αυτό αγιάζει (όπως πίστευαν στις σταυροφορίες ή πιστεύουν στην τζιχάντ), αλλά τολμά μια πράξη ακρότατης αυτοθυσίας. Όχι υπό την έννοια ότι διακινδυνεύει τη ζωή του. Υπό την έννοια ότι διακινδυνεύει την ίδια του τη σωτηρία! Ο Ορθόδοξος παπάς οφείλει να ξέρει πως αν πάρει το όπλο, θα είναι χάριν της αλληλεγγύης προς τους αδικημένους, και ότι μετά από αυτό δεν θα ξαναλειτουργήσει [7]. Αν αυτό το πλαίσιο λησμονείται, τότε τα κριτήρια λησμονούνται, και το αληθές παύει να είναι για το εθνικό η αντιναρκωτική αλογόμυγα!

Όσοι παραξενεύονται μ’ αυτά, ας αναλογιστούν πότε και γιατί ο Σολωμός διατύπωσε την ολόφωτη φράση «Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι αληθές»! Το θυμίζω: Το 1849 ο ποιητής έγραψε τον «Πόρφυρα», ποίημα συγκλονιστικά και βαθύψυχα θρηνητικό για τον Άγγλο στρατιώτη Ουίλιαμ Μιλς, ο οποίος υπηρετούσε στα στρατεύματα κατοχής της Κέρκυρας, και ο οποίος, κολυμπώντας στα νερά της, κατασπαράχθηκε από τον καρχαριοειδή «πόρφυρα». Ανάμεσα σε άλλα, ο ποιητής έφερνε στα μάτια και στην καρδιά του αναγνώστη τη νοσταλγία του νεαρού Άγγλου για την πατρίδα και τη μητέρα του, με ένταση πικρή! Μα κάποιος φίλος του Ζακυνθινού ποιητή δυσανασχέτησε, και του είπε πως θα ήταν προτιμότερο να έγραφε ένα ποίημα εθνικό, δηλαδή ελληνικής υπόθεσης. Τότε ο Σολωμός του απάντησε με την περιλάλητη φράση! Διότι –το επαναλαμβάνω– τι νόημα μπορεί να έχει μια επίκληση του «εθνικού» διαζευγμένη από πανανθρώπινες αλήθειες, όπως η συμμετοχή στον πόνο κάθε πλάσματος, η δίψα για αγάπη κλπ.; Αυτή μάλιστα είναι η φράση του ανθρώπου που έγραψε και τους «Ελεύθερους πολιορκημένους»! [8]

Στις 4 Φεβρουαρίου φέτος έγινε το συλλαλητήριο στην Αθήνα για το Μακεδονικό. Ακούστηκαν πολλά, για το αν η θεσμική Εκκλησία έπρεπε να συμμετάσχει ή όχι. Αλλά νομίζω πως το σπουδαίο θα ήταν κάτι πέραν αυτού: Ένα δημόσιο μνημόσυνο υπέρ απάντων των πεσόντων, Ελλήνων και Βουλγάρων, υπέρ αναπαύσεως και υπέρ συγχωρήσεως. Η Εκκλησία δεν διανοήθηκε –ή δεν τόλμησε– να το κάνει. Σκεφτείτε όμως πόσο προχωρημένη, πόσο γόνιμη θα ήταν μια τέτοιας λογής παρέμβαση στο εθνικό. Μια παρέμβαση η οποία πηγάζει από το τι λογής Θεό πιστεύει η Εκκλησία, και δείχνει πώς το αίτημα της ελευθερίας ανταμώνει σταυρικά την ανθρωπιά. Αυτή είναι η κατεξοχήν δική της οπτική, την οποία έχει να καταθέσει στον δημόσιο χώρο, με λόγο και με πράξη.

Όλα αυτά φαίνεται να προϋποθέτουν μια ανθρωπολογική και πολιτική οπτική που κάπως συγγενεύει με το ηττημένο πολιτικό όραμα του Ρήγα Φεραίου:

 

Σ’ Ανατολή και Δύση και Νότον και Βοριά

για την πατρίδα όλοι να ΄χωμεν μία καρδιά

στην πίστη του καθένας ελεύθερος να ζει

στη δόξαν του πολέμου να τρέξωμεν μαζί […].

Βούλγαροι κι Αρβανίτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί

αράπηδες και άσπροι με μια κοινή ορμή

για την ελευθερία να ζώσουμε σπαθί,

να σφάξουμε τους λύκους που το ζυγόν βαστούν

και Χριστιανούς και Τούρκους σκληρά

τους τυραννούν.

 

Φυσικά, σκληρός λόγος. Αλλά, ας δούμε την ουσία, δηλαδή τα κριτήριά του: Δεν μπορείς να προσεγγίσεις το εθνικό αν ταυτόχρονα δεν κρίνεις τις αυτοκρατορίες (αλλοτινές και τωρινές), οι οποίες τρέφουν συγκρούσεις μεταξύ εθνών και τρέφονται από αυτές. Το κακό δεν προκύπτει από κάποιες εθνικές «ουσίες», αλλά από την προθυμία όσων κάνουν το σπιτικό τους οίκο ανοχής του άδικου.

Και επειδή η Εκκλησία δεν μπορεί να είναι ουδέτερη, αλλά οφείλει να είναι με το μέρος των θυμάτων της ιστορίας, η μαρτυρία της οφείλει να περιλαμβάνει το ότι δεν υπάρχει εθνική υγεία χωρίς έγνοια για την κοινωνική δικαιοσύνη. Η επίκληση του εθνικού δεν μπορεί να γίνεται το άλλοθι για τη μισανθρωπία και την εκμετάλλευση. Εδώ και αιώνες οι αληθείς προφήτες κατήγγειλαν τη διεφθαρμένη άρχουσα τάξη της χώρας:

Ακούστε αρχηγοί και άρχοντες του Ισραήλ […]. Φέρεστε στο λαό μου σαν να ήταν ζώα που τα πάνε για σφαγή. Τους γδέρνετε […] και ξεκολλάτε τις σάρκες από τα κόκαλά τους […]. Ακούστε αρχηγοί και άρχοντες του Ισραήλ, που αποστρέφεστε το δίκαιο και διαστρέφετε το σωστό […]. Οι άρχοντες δωροδοκούνται όταν δικάζουν, οι ιερείς διδάσκουν με πληρωμή και οι ψευδοπροφήτες προφητεύουν με αμοιβή. Κι ύστερα απ’ όλα αυτά τολμούν και λένε: «Ο Κύριος είναι μαζί μας. Δε θα μας βρει κακό!» [9].

Αληθείς προφήτες κατά της εθνικής τους ηγεσίας! Ποιος όμως από τους δύο είναι πραγματικά η πραγματική αντεθνική δύναμη; «Δεν είναι παντού καλό πράγμα η ομόνοια, διότι και οι ληστές συμφωνούν μεταξύ τους», έλεγε ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος [10]. Η αδιαφορία μπροστά στην ταξική αδικία δεν μπορεί να δοξολογείται ως συγκολλητική τάχα ουσία του εθνικού παζλ. Κι επιπλέον, πόσο ψευδής είναι η βεβαιότητα των εκκλησιαστικών χώρων ότι αποτελούν κατοικητήριο του Θεού αυτομάτως και εκ της θεσμικής ιδιότητός τους, δηλαδή ανεξάρτητα από το αν διακονούν το δίκιο κι αν νοιάζονται για το θέλημα του Θεού!

Ανέφερα ως τώρα ότι η Εκκλησία οφείλει να συμβάλλει στο εθνικό με το αληθές, δηλαδή καταθέτοντας από το ίδιο το «είναι» της 1) την οπτική της οικουμενικότητας, 2) τη συνηγορία υπέρ της ελευθερίας, και 3) το αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη. Κλείνω προσθέτοντας άλλο ένα: Τη διακονία της δημοκρατίας. Ο κορυφαίος της εθνεγερσίας του 1821, Μακρυγιάννης, ήταν ταυτόχρονα και ο κορυφαίος της δημοκρατίας, στρατευμένος υπέρ του Συντάγματος και κατά της απολυταρχίας (οι αναφορές μου στο κείμενό μου αυτό επίτηδες είναι από ποταμούς της παράδοσης –Ρήγα, Μακρυγιάννη, Σεφέρη–, ακριβώς για να καταδείξω τη δυναμική έμφασή τους στα κριτήρια). Στις σημερινές συνθήκες, η Εκκλησία έχει να προσφέρει πολλά, διδάσκοντας ότι ο άνθρωπος είναι σχεσιακό ον και συνηγορώντας υπέρ του κοινωνικού. Αυτό σημαίνει αντιδιαστολή προς δυνάμεις οι οποίες αποδομούν το κοινωνικό. Αντιδιαστολή προς το μεταμοντέρνο το οποίο κονιορτοποιεί κάθε έννοια κοινών κριτηρίων και καμώνεται πως δεν υπάρχουν αντιθέσεις με νόημα. Αντιδιαστολή προς τον οικονομισμό, ο οποίος παριστάνει το μοναδικό περιεχόμενο της ζωής, εξατμίζει την πολιτική ευθύνη, κατασκευάζει παιδεία για δούλους και ροκανίζει τις ανθρωπιστικές σπουδές [11]. Αντιδιαστολή προς την ασύδοτη αγορά, η οποία τις πατρίδες, από τόπο του τρόπου, τις κάνει πάρκινγκ αγορών, και η οποία εκτοπίζει τους ανθρώπους τους σαν ευτελή αναλώσιμα.  

Επαναλαμβάνω: Κορυφαία υπηρεσία της Εκκλησίας στην υπόθεση της συνεννόησης είναι να μην αρνηθεί το ευαγγέλιό της, ακόμα κι όταν αυτό ακούγεται δυσβάσταχτο. Είναι βασική αποστολή της το να καλεί σε έναν αντι-εγωιστικό τρόπο ζωής, και να μαρτυρά ότι η μεγαλύτερη αγάπη είναι να θυσιαστείς για χάρη των φίλων σου [12]. Αν προσέξουμε το ευαγγέλιο, θα δούμε ότι ο Χριστός αυτό, το τελευταίο (τη θυσία για χάρη των φίλων), το είπε αντιδιαστέλλοντας την έννοια του φίλου από την έννοια του δούλου!

Εισήγηση στο συνέδριο «Εθνική συνεννόηση: Παρόν και μέλλον».

Διοργάνωση: Ορθόδοξη Ακαδημία Κρήτης, Περιφέρεια Κρήτης και Περιφερειακή Ένωση Δήμων Κρήτης, Κολυμπάρι Χανίων, 28-4-2018.

Του Θανάση Ν. Παπαθανασίου  

Δρ. Θεολογίας, Διευθυντής του περιοδικού «Σύναξη»

Διδάσκων (ΕΔΙΠ) στην Ανώτατη Εκκλησιαστική Ακαδημία Αθήνας 

 

 

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

  1. Βλ. Γιώργος Μιλτ. Σαλεμής, Παράξενοι φτωχοί στρατιώτες, εκδ. Αλφειός, Αθήνα 2014, σ. 232.
  2. Ενδεικτικά: Παρασκευάς Ματάλας, Έθνος και Ορθοδοξία. Οι περιπέτειας μιας σχέσης. Από το ‘Ελλαδικό’ στο ‘Βουλγαρικό’σχίσμα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2002. Περιοδικό Σύναξη 79 (2001), αφιέρωμα «Εκκλησία και Έθνος: δεσμοί και δεσμά». Μητροπ. Ανδρέας Νανάκης, «Οικουμενικό Πατριαρχείο. Από την καταδίκη του εθνοφυλετισμού (1872) στον Μακεδονικό αγώνα», Μακεδονικός αγών, 100 χρόνια από τον θάνατο του Παύλου Μελά, Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2006, σσ. 49-57.
  3. Εγκύκλιος της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας (Κρήτη, 2016), παρ. 3 και 15. Βλ. https://www.orthodoxcouncil.org/web/holy-and-great-council/-/encyclical-holy-council
  4. Δημήτρης Χαμπεσής, «Έλληνες χριστιανοί ορθόδοξοι με αυξημένο δείκτη ανεκτικότητας» (1-4-2018), https://www.efsyn.gr/arthro/ellines-hristianoi-orthodoxoi-me-ayximeno-deikti-anektikotitas

 

  1. Βλ. Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, Η ρήξη με το μηδέν. Σφηνάκια πολιτικής θεολογίας, εκδ. Αρμός, Αθήνα 22018, ιδίως σσ. 41-56.

 

  1. Αποκ. 17: 1-5.

 

  1. Βλ. Θανάσης Ν. Παπαθανασίου, «Ανθρωπολογία, πολιτισμός, πράξη. Η χριστιανική ανθρωπολογία και το αίτημα για παγκόσμια ειρήνη», Τρομοκρατία και πολιτισμός (επιμ. Σταύρος Σ. Φωτίου), εκδ. Αρμός, Αθήνα 2013, ιδίως σσ. 88-107.

 

  1. Κατά αφήγηση του Ιάκωβου Πολυλά, «Προλεγόμενα», στο: Διονυσίου Σολωμού άπαντα, τ. Α’ , εκδ. Ίκαρος, Αθήνα 2012, σ. 39. Βλ. και Βασίλη Μάστορη, «Η αλήθεια του έθνους και το έθνος της αλήθειας» (27-3-2016), http://www.badiera.gr/%CE%B7-%CE%B1%CE%BB%CE%AE%CE%B8%CE%B5%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%AD%CE%B8%CE%BD%CE%BF%CF%85%CF%82-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%84%CE%BF-%CE%AD%CE%B8%CE%BD%CE%BF%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B1%CE%BB/#_ftn1

 

  1. Μιχαίας 3: 1-2, 9-11. Βλ. και Ησαΐας 5:23.

 

  1. Ιωάννης Χρυσόστομος, Εις τον Ματθαίον ομιλία 35, PG 57, 405.

 

  1. Πρβλ. Éloi Laurent, Οι οικονομικοί μας μύθοι (μτφρ. Σώτη Τριανταφύλλου), εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2016.

 

  1. Λουκ. 2:14 και Ιω. 15:13, αντίστοιχα.

 

 

Αφήστε μια απάντηση