Γενικού ενδιαφέροντος

Η περίπτωση του Στέλιου Ράμφου

Φαίνεται πως είναι δύσκολο να μη συμπαθείς κάποιον που σου επέτρεψε την ευτυχία μιας βαθύτερης ματιάς σε ζητήματα τόσο ακανθώδη όσο η κατανόηση της οπτικής που συνδέει το φως με το αίνιγμα του θανάτου, κι έτσι εκείνο που αισθάνομαι για τον Ράμφο είναι το είδος της αποδυναμωμένης έστω αγάπης, της ανάμεικτης με θαυμασμό, ένα υπόλειμμα της οποίας κατορθώνει να αντιστέκεται στην απογοήτευση ηρωικά.

Το ότι δεν αναφέρθηκα μέχρι τώρα στο φιλοσοφικό του επαναπροσανατολισμό των τελευταίων χρόνων, χαραγμένο με την παροχή απεριόριστης εμπιστοσύνης στο αυτοεπιβεβαιούμενο ανθρώπινο υποκείμενο της νέας εποχής, οφείλεται λοιπόν σε μια σειρά από λόγους, μεταξύ των οποίων ο λιγότερο αμελητέος είναι το ίδιο το ψυχολογικό υπονοούμενο που φωλιάζει στον πυρήνα της μετάλλαξης. Θα το επιχειρήσω το συντομότερο, όχι σήμερα φυσικά αλλά μόλις συγκροτηθεί επαρκώς η ψευδαίσθηση πως οι παρατηρήσεις μου δεν θα απηχούν, τουλάχιστον φανερά, το πένθος αποχωρισμού που τις προκάλεσε.

Προς το παρόν θα σταθώ σε μια απ’ τις σπάνιες αλλά δυναμικές τηλεοπτικές εμφανίσεις του, που παρακολούθησα τη νύχτα της περασμένης Κυριακής, ακούγοντάς τον να επιμένει, με μειλίχια λεπτότητα, σε γνώμες από τις οποίες δεν έλειπε μια ρυτίδα συγκίνησης, φέρ’ ειπείν στην ιδέα ότι η τέχνη πρέπει να λέει τα πράγματα όχι με τ’ όνομά τους αλλά με το νόημά τους.

Σκέψη τόσο βαρυσήμαντη, εκ πρώτης όψεως, ώστε να εξουδετερώνει μια κι έξω την υποψία, πόσο μάλλον που αυτή εξελίχθηκε προ πολλού σε βεβαιότητα, ότι το νόημα αιωρείται ήδη κονιορτοποιημένο και ότι, απλώς και μόνο εξαιτίας μιας τέτοιας ριζικής απώλειας, εκείνοι που μιλούν εδώ και μισό αιώνα για τον θάνατο της τέχνης δεν μοιάζουν και τόσο παράλογοι ή ευφάνταστοι όσο πιστεύουν οι διευθυντές μουσείων.

Και δεν κρύβω ότι, ακούγοντάς τον να λέει πως «η τέχνη από τη φύση της είναι προορισμένη κ.λπ.», μελαγχόλησα στη διαπίστωση πως ένας άνθρωπος παρόμοιου κύρους κατέληξε σήμερα να ασπάζεται το πνεύμα μιας αισιοδοξίας τόσο φανερά αναιτιολόγητης ώστε να δέχεται πως η φύση των πραγμάτων παρέμεινε αμετάβλητη και ως εκ τούτου συνώνυμη ενός σταθερού προορισμού.

Ετσι, ως προς την άκαμπτη απροθυμία του Ράμφου να κοιτάξει το ωκεάνιο κύμα των ματαιώσεων του νεωτερικού χάους σε όλα τα μέτωπα, πρέπει να πω ότι, παρά τη νηφάλια πρόσοψή της, λογοδοτεί σ’ έναν χαλύβδινο νόμο αμυντικού χαρακτήρα, εφόσον οργανώνεται ολοφάνερα γύρω απ’ τον άξονα μιας πείσμονος αδιαλλαξίας που τίποτα δεν μπορεί να την ταρακουνήσει και που γι’ αυτήν φημιζόταν ανέκαθεν.

Προσηλωμένος, με μια συγκέντρωση όντως ιλιγγιώδη, σ’ ένα δραματικό όραμα, στην καρδιά του οποίου η τύφλωση του Τειρεσία ενισχύει την έλλειψη ρεαλισμού, βιάστηκε να τονίσει ότι εκείνος που ζει μακριά βλέπει τα πράγματα πιο καθαρά, ξεχνώντας ασφαλώς ότι αυτό έχει σαν προαπαιτούμενο μιαν ορατότητα στραμμένη προς τα πράγματα. Ας τονίσω, επί τη ευκαιρία, ότι τα πράγματα δεν περιέχονται στη βιβλιοθήκη.

Καταφεύγοντας σ’ αυτή την αδιαμεσολάβητη ορατότητα, ο Ράμφος θα έβλεπε αμέσως ότι τα πράγματα δεν υπάρχουν πλέον, πως είναι διάφανα και αβαρή μ’ έναν τρόπο όχι ευλογημένο και πως μετασχηματίζονται από την άυλη ρευστότητα μιας τυχαίας προσπέλασης απείρων, εναλλασσόμενων συγκυριών, όλων εφήμερων και αδιάφορων. Κοντολογίς, θα αντίκριζε ένα προσομοιωμένο και, συνεπώς, ανυποκειμενικό σύμπαν, δίχως εσωτερική αντίσταση, χωρίς βαθύτητα, όπου δεν είναι δυνατόν να μετέχει κανείς παρά ψυχαναγκαστικά, ως ρόλος, καταβάλλοντας το αντίτιμο της θανατηφόρου εκείνης ανίας, για την οποία οι πάντες γνωρίζουμε ότι υποτροπιάζει σε κάθε απόπειρα να ξυπνήσουμε τη Διαπροσωπική Σχέση από το λήθαργο.

Κατά τα άλλα, η θέση του Ράμφου, σύμφωνα με την οποία «πρέπει να έχουμε περισσότερες απαιτήσεις από τον εαυτό μας», θέση που παραδέχτηκε ότι θεωρεί σαν το κλειδί της ανθρώπινης προόδου, ισοδυναμεί με οδηγία προς ναυτιλλομένους. Για όποιον συμφωνεί να διαβάσει ανάμεσα στις αράδες, όπου καταχωρήθηκαν, κρυπτογραφημένα, πάρα πολλά σχετικά με την πικρία απέναντι σε μια πνευματική κοινότητα που συνήθισε να παραβλέπει τόσο άκριτα την απαστράπτουσα θεωρητική δουλειά τριάντα χρόνων, το να διαγνώσει τον καημό του φιλοσόφου, ως παραμελημένου Ενός, είναι θέμα δευτερολέπτων.

Ομως αυτό το παράπονο πολύ απέχει από το να αποτελεί το κατάλληλο έρεισμα καινοτόμων ανθρωπολογικών πορισμάτων υπέρ της παντοδυναμίας ενός ατομικού μοντέλου, στην πανοπλία του οποίου το πρόσωπο, ως προσωπίδα πάσης χρήσεως, θα καταστεί το φιλοσοφικό άλλοθι μιας συνείδησης δουλικά υπάκουης στην εξουσία της καινούριας παμφάγου εσωτερικότητας.

Ναι, θα εξασφαλίζαμε κάλλιστα το θεάρεστο άνοιγμα στην ηλιοφάνεια περισσοτέρων απαιτήσεων από τον εαυτό μας, αρκεί να προσδιορίζαμε από την αρχή σε συμβολικό και όχι φαντασιακό επίπεδο, τόσο τη λειτουργία του εαυτού όσο και το μυστηριώδες υποκείμενο της απαίτησης. Αν κάτι δυσκολεύεται να διακρίνει ο Ράμφος, από τη βιβλιοθήκη του σπιτιού του στην Πεντέλη, είναι το ότι η επιθυμία που διευθύνει το αχαλίνωτο φαντασιακό του μοντέρνου κόσμου εντοπίζεται κατά κύριον λόγο στην απαλλαγή από τον εαυτό. Ο εαυτός έγινε ήδη το βασικό απόβλητο και ο λεγόμενος αμερικάνικος τρόπος ζωής έχει αναλάβει την ανακύκλωση.

 

7 – 03/11/2002

 

 

Αφήστε μια απάντηση