Κατήχηση

Η πίστη, σε ένα κόσμο χωρίς Θεό

Πώς να μιλήσεις για την πίστη σε μια “κοινωνία” όπου η λέξη “Θεός” δεν σημαίνει, για τον τρόπο ζωής και τα αξιολογικά κριτήρια των ενεργειών των ανθρώπων, σχεδόν τίποτα; Και κάτι τέτοιο δεν ισχύει μόνον για τον άλλο ευρωπαϊκό και μη χώρο, αλλά και για την πατρίδα μας;

Δεν πρέπει να φοβόμαστε να ομολογούμε ότι και η χώρα μας είναι και αυτή μια «χώρα ιεραποστολής» εδώ και χρόνια. Σήμερα πολλοί σύγχρονοι μας είναι άθεοι, με την έννοια ότι ζουν ουσιαστικά «χωρίς Θεό». Γι’ αυτούς, η λέξη Θεός δεν σημαίνει κάτι, ούτε στη ζωή τους, ούτε στη συνείδησή τους, ούτε στον διανοητικό και συναισθηματικό τους κόσμο.

Βέβαια είναι φυσικό συνεπακόλουθο, ότι για όλους έχουν ισχύ οδυνηρής και πιεστικής απαιτήσεως για απαντήσεις, τα μεγάλα υπαρξιακά και πνευματικά θέματα-ερωτήματα της αρχής και του προορισμού του κόσμου και της ζωής.

Από που και γιατί ερχόμαστε;

Γιατί βγήκαμε από το τίποτα;

Θα ξαναγυρίσουμε εκεί μετά το θάνατο μας;

Αξίζει να ζούμε;

Γιατί ζούμε;

Αυτά δεν είναι απλώς διανοητικές απορίες του ανθρώπινου μυαλού, αλλά υπαρξιακά κενά, που απειλούν, αν δεν “γεμίσουν”, να καταπιούν τον άνθρωπο… Κάθε άνθρωπο!

 

Α. Η παραδοχή της ύπαρξης του Θεού

Η βάση της σχέσεως με τον Θεό είναι η λογική παραδοχή της ύπαρξης Του, ως δημιουργού και κατασκευαστή του σύμπαντος. Είναι ο πρώτος απαραίτητος και sine qua non όρος. Ο θεϊσμός όπως φιλοσοφικά ονομάζεται. Αν αυτή η βάση δεν υπάρχει η συζήτηση γίνεται… “ανόητη”. Μπορούμε να αμφισβητούμε, να βλέπουμε έτσι ή αλλιώς, να θεωρούμε τούτο ή εκείνο ως δεδομένα μόνον και εφόσον έχουμε ξεκαθαρίσει ότι “στεκόμαστε”, σκεφτόμαστε και συζητάμε, πάνω στην κοινή βάση παραδοχής της ύπαρξης του Θεού, με την λογική της αρχαιοελληνικής αλλά και της αποστολικής διδαχής «πᾶς οἶκος κατασκευάζεται ὑπό τινος, ὁ δέ τά πάντα κατασκευάσας Θεός» (Εβρ. 3, 4).

Αυτή η λογική βέβαια είναι παραδοχή, δεν είναι πίστη. Είναι λογική συνεπαγωγή, δεν είναι αποδοχή. Είναι άποψη, δεν είναι σχέση. Είναι ιδεολογία, δεν είναι αυτοπαράδοση. Όλα αυτά, η παραδοχή, η λογική συνεπαγωγή, η άποψη, η ιδεολογία είναι όλα καλά και χρήσιμα για να θεμελιώσουν βάση στηριγμού του εποικοδομήματος της πίστης.

Μόνον σε υπαρκτά υπάρχει δυνατότητα να στηριχτούμε ή όχι, να τα δεχτούμε ή να τα απορρίψουμε. «Τήν πίστιν ἐτυμολογητέον τήν περί τό ὄν στάσιν τῆς ψυχῆς ἡμῶν» (Κλημ. Στρωματεῖς P.G. τ. 8, 1353Α), δηλαδή «Πίστη είναι η αληθινή και πραγματική στάση-τοποθέτηση της ψυχής μας για την όλη ανθρώπινη ύπαρξη». Χωρίς αυτή τη βάση η συζήτηση αιωρείται στο κενό διανοητικών στοχασμών.

Πρώτα υπάρχει λοιπόν η λογική παραδοχή του Θεού και κατόπιν μπορούμε να συζητάμε για ύπαρξη ή όχι πίστης. Γιατί πρέπει απαραιτήτως να διευκρινίσουμε-διαστείλουμε την παραδοχή της ύπαρξης του Θεού, από την πίστη στον Θεό. Ο Θεός βεβαίως είναι εντελώς ανεξιχνίαστός και ακατάληπτος, πέρα από κάθε σύλληψη της φαντασίας, από κάθε αντίληψη. Δεν μπορούμε να αναπαραστήσουμε ή να εξηγήσουμε με ανθρώπινα νοήματα τη στάση Του απέναντι μας. Κάτι τέτοιο θα ‘ταν παραφροσύνη. Δε γίνεται να εμβαθύνεις… στο απρόσιτο! Υπάρχουν πλάσματα μέσα στο σκοτάδι στα βάθη των ωκεανών, που όταν τα ανεβάσουν στο φως της ημέρας, σκάζουνε μονομιάς. Κάτι τέτοιο είμαστε στη σχέση μας με τον Θεό. Το μεγαλύτερο λάθος-πρόβλημα-“αμαρτία” είναι η διανοητική οίηση.

Ο άνθρωπος ψάχνει για τον Θεό μέσα στο σπίτι του Θεού, την αιωνιότητα, αλλά ο Θεός ψάχνει για τον άνθρωπο μέσα στο σπίτι του ανθρώπου, τον χρόνο. Αυτός είναι ο Θεός του Ευαγγελίου, η θεϊκή αγάπη, ο πατέρας που ψάχνει τον γιο του, ο ποιμένας που αναζητά το πρόβατο.

 

Β. Η πίστη στον Θεό

«Πίστις ἐστίν ἀπράγμων συναίνεσις» (Γρηγόριος Θεολόγος)[1] σ’ αυτή την κίνηση του Χριστού για αναζήτηση του ανθρώπου, σ’ αυτήν την θεϊκή αγάπη του πατέρα, που μας αναζητά και του ποιμένα που μας φροντίζει.

«Πίστις ἐστίν συγκατάθεσις ἀδιάκριτος τῶν ἀκουσθέντων ἐν πληροφορία τῆς ἀληθείας τῶν κηρυχθέντων Θεοῦ χάριτι» (Μ. Βασιλ. P.G. τ. 31, 667C), δηλαδή «Πίστη είναι ελεύθερη και χωρίς υστεροβουλία συγκατάθεση και συμφωνία της χριστιανικής διδασκαλίας (κατήχηση… «τῶν ἀκουσθέντων»), με τήν σιγουριά που γεννάει η χάρις του Θεού πληροφορώντας μας για την αλήθεια τους».

Έρχεται ο μέγας Αντώνιος στην εποχή ακόμη των διωγμών και ρώτα τους σοφούς επισκέπτες του και μαζί με εκείνους και μας:

«Ἡ περί τοῦ Θεοῦ γνῶσις, πῶς ἀκριβῶς διαγιγνώσκεται, δι’ ἀποδείξεως λόγων, ἤ δι’ ἐνεργείας πίστεως; καί τί πρεσβύτερον ἐστιν, ἡ δι’ ἐνεργείας πίστις, ἤ ἡ διά λόγων ἀπόδειξις; Τῶν δέ ἀποκριναμένων, πρεσβυτέραν εἶναι τήν δι’ ἐνεργείας πίστιν, καί ταύτην εἶναι τήν ἀκριβῆ γνῶσιν· ἔφη ὁ Ἀντώνιος· Καλῶς εἶπατε· ἡ μέν γάρ πίστις ἀπό διαθέσεως ψυχῆς γίνεται· ἡ δέ διαλεκτική ἀπό τέχνης τῶν συντιθέντων ἐστίν. Οὐκοῦν οἷς πάρεστιν ἡ διά πίστεως ἐνέργεια, τούτοις οὐκ ἀναγκαία, ἤ τάχα καί περιττή ἡ διά λόγων ἀπόδειξις. Καί γάρ ὅπερ ἡμεῖς ἐκ πίστεως νοοῦμεν, τοῦτο ὑμεῖς διά λόγων κατασκευάζειν πειρᾶσθε…»[2].

«Η γνωριμία με τον Θεό πώς ακριβώς υλοποιείται; Με λογικές αποδείξεις ή με την ποιότητα της πίστεως; Τι είναι παλαιότερο και αξιοπιστότερο, η ποιότητα της πίστεως ή οι λογικές αποδείξεις; Και όταν αυτοί απάντησαν ότι αξιοπιστότερη είναι η ποιότητα της πίστεως και ότι αυτή οδηγεί σε σαφή γνώση, τους είπε ο Αντώνιος: Σωστά απαντήσατε, διότι η πίστη γεννιέται-υπάρχει από την ψυχική ποιότητα, ενώ οι λογικές αποδείξεις από την διαλεκτική συναρμογή των λογικών δεδομένων. Λοιπόν σε όσους υπάρχει η ποιότητα της πίστεως, σ’ αυτούς δεν είναι αναγκαίες, ίσως νάναι και περιττές, οι λογικές αποδείξεις. Άλλωστε αυτό που εμείς αντιλαμβανόμαστε με την πίστη, αυτό, εσείς προσπαθείτε να το παρουσιάσετε με λόγια».

Ο Χριστός είπε ένα λόγο και φτιάχτηκε ο κόσμος. Όταν όμως ο ίδιος πάλι Χριστός, λέει ένα λόγο σ’ εμάς δεν αλλάζει αυτόματά τίποτε. Οι σχέσεις του με τα άψυχα πράγματα είναι σχέσεις εντολής. Οι σχέσεις του όμως με τα έμψυχα (όπως ο άνθρωπος) είναι σχέσεις αγάπης. Δεν υπάρχει υποχρεωτική πίστη, γιατί δεν υπάρχει υποχρεωτική αγάπη. Δεν υπάρχει πίστη που δεν αμφιβάλλει. Θα ήταν μια πεθαμένη πίστη. Όπως λέει ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς η πίστη: «Ἤ ὑπό ἀγάπης ἐθεμελιώθη εἴτε ὑπό φόβου»[3]. Ό,τι έχει θεμέλια τον φόβο θα καταρρεύσει. Πίστη σημαίνει σχέση αυτοπαράδοσης και εμπιστοσύνης. Πώς να υπάρξουν αυτά για πρόσωπο που φοβόμαστε; Και πριν από αυτό, δεν το θέλει κάτι τέτοιο ο Χριστός! Δεν δέχεται να τον εμπιστευόμαστε «ὅτι εἶπον σοί, εἶδον σε ὑπό κάτω τῆς συκῆς πιστεύεις» (Ιω. 1, 50)! Φόβος φοβίες συναισθήματα, είναι κινητή άμμος και δεν θεμελιώνεται πάνω τους απολύτως τίποτε. Αντιθέτως βουλιάζει και χάνεται! Η περιπέτεια της πίστεως είναι μια πορεία θανάτου και ανάστασης, που δεν απαλλάσσει καθόλου από οδυνηρές εμπειρίες και στιγμές λιγότερο απολαυστικές ή πολύ άγονες. Όπως σε κάθε αυθεντική ανθρώπινη αγάπη, μια αγαπητική σχέση μάς “μαθαίνει” να δεχτούμε τις πιο κοινότυπες και θαμπές στιγμές της καθημερινότητας. Το να αγαπάς και να εμπιστεύεσαι τον Θεό σημαίνει να δέχεσαι να μην αισθάνεσαι πάντα την παρουσία Του. Αντί να συμπεριφερόμαστε σαν κακομαθημένα παιδιά που απαιτούν αδιάκοπα νέες αποδείξεις αγάπης, νέες ικανοποιήσεις, νέα φώτα, πρέπει να μαθαίνουμε «σε μια πιο μεγάλη δωρεά», σε μια πιο βαθειά εμπιστοσύνη.

Η πίστη εμφανίζεται καθαρά σαν μια πορεία αφοσίωσης, την οποία μέρα με τη μέρα υπηρετούμε ή προδίδουμε με κάθε μας απόφαση. Η αληθινή αγάπη που είναι η γεννήτρια της πίστεως, μετριέται στην ικανότητα μας να αγαπάμε τον Χριστό γι’ αυτόν τον ίδιο και όχι πρώτιστα (και αλίμονο… και μόνον) για την συναισθηματική ικανοποίηση που μας παρέχει. Ατυχώς πρέπει να το ομολογήσουμε ότι το ενδιαφέρον μας για τον Χριστό βρίσκεται ενίοτε σε μεγάλη εξάρτηση από αυτό που μας δίνει. Φτάνουμε μάλιστα κάποιες φορές στο σημείο να Τον κατηγορούμε ότι δεν μας δίνει την παρηγοριά και την συγκίνηση που ελπίζουμε και περιμένουμε.

Η πίστη δεν συνίσταται στο να πιστεύουμε αυτό η εκείνο το πράγμα, αλλά στο να συνδεόμαστε «ἐν ἀγάπῃ» με κάποιον που είναι η Αγάπη.

«Ἡ βαθύτητα τῆς πίστεως ἐξαρτάται ἀπό τήν βαθύτητα τῆς ἀμφιβολίας τήν ὁποία προσπαθεί νά ὑπερνικήσει. Ἡ ἀμφιβολία εἶναι ἡ πιό βαθειά πηγή μιᾶς τίμιας πίστεως, εἶναι ἀπαραίτητη προϋπόθεση τῆς αὐτοσυνειδησίας τῆς πίστεως. Ἡ ἀμφιβολία δέν εἶναι τό ἀντίθετο τῆς πίστεως ἀφοῦ πίστη δέν εἶναι ἀπλά ἡ παθητική παραδοχή τοῦ ἀπίστευτου, ἀλλά ὁ ἀγώνας ἀνάμεσα στό ἐγώ καί τήν ἀμφιβολία, ὅταν τό ἐγώ βρίσκεται μπροστά στόν Θεό. Μέσα της ἔχει ἡ πίστη τήν ἀμφιβολία γιά τήν πίστη, καί μόνον τότε εἶναι ζωντανή καί “ἐν ἐγρηγόρσει”, ὅταν ὑπερνικᾶ τήν ἀμφιβολία ξεχνώντας διαρκῶς τόν ἑαυτό της. Ἐξ αἰτίας τῆς ἀμφιβολίας ἡ πίστη ἀγρυπνεῖ, γνωρίζει ὅτι σκοπό ἔχει νά ὑπερβεῖ τό τέρμα καί ἀντιλαμβάνεται τήν εὐθύνη τῆς τόλμης της.

Ἡ πίστη εἶναι τό μόνο οὐσιαστικό παράδοξο στόν κόσμο. Δέν ἐξαφανίζει τίς ἐρωτήσεις τῆς ἀμφιβολίας ἀλλά τίς ὁδηγεῖ στήν συνειδητοποίηση (ἀπό μέρους τους) τῆς σχετικότητάς τους. Ὁ λόγος τῆς πίστεως δέν διαλύει τήν λογική οὔτε προσπαθεί νά τῆς ἀποδείξει τήν ἀλήθεια του (ἀφοῦ ἡ πίστη δέν εἶναι ἀπό αὐτόν τόν κόσμο) ἀλλά τῆς ὑποδεικνύει τήν ταυτότητά της καί τά ὅρια τῆς δικαιοδοσίας της.»

(Σπ. Κυριαζόπουλος,

Προλεγόμενα εἰς τήν ἐρώτησιν περί Θεοῦ,

Ο Λόγος και η Πίστη, σελ. 226, εκδ. ΓΡΗΓΟΡΗ)

Έτσι, η πίστη εμφανίζεται καθαρά σαν μια πορεία αφοσίωσης, όσο περνούν οι μέρες και τα γεγονότα. Για παράδειγμα, καλούμαστε να εξακολουθήσουμε τη ζωή μας της προσευχής κανονικά, ακόμα και τις στιγμές που ο Λόγος δεν μας μιλάει πια! Μια τέτοια στάση αφοσίωσης μας οδηγεί στο να αποζητάμε όλο και πιο πολύ τον Θεό γι’ Αυτόν τον ίδιο, αρνούμενοι να Τον αναζητάμε μόνο για τις αισθητές παρηγοριές που μας προσφέρει! Αγωνιζόμαστε ώστε «τα μάτια μου να γίνουν μάτια Σου και το βλέμμα μου να γίνει βλέμμα Σου» (Cardinal John Newman).

«Πιστεύω, οὐκ ἐρευνῶ.

Πιστεύω, οὐ διώκω τό ἀκατάληπτον.

Πιστεύω, οὐ μετρῶ τό ἀμέτρητον.

Ἐάν πιστεύω, φωτίζομαι την ψυχήν.

Ἐάν περιεργάζομαι, σκοτίζω μου τούς λογισμούς.

Ἐάν πιστεύω καλῶς,

ἀνυψῶμαι πρός οὐρανόν.

Ἐάν ζητήσω περιέργως,

καταφέρομαι πρός βυθόν.»

(Ιωάννου του Χρυσοστόμου)[4]

 

[1] P.G. 37, 432Α

[2] Μ. Αθανάσιος εἰς τόν βίον Ἀντωνίου P.G.M. 26, 952Α

[3] P.G. 8, 965Α

[4] P.G. 29, 584

 

Αναδημοσίευση από το περιοδικο ΑΝΘΡΩΠΟΣ τεύχ.4 σελ.127-131

Αφήστε μια απάντηση