Κάτι έψαχνα σχετικά με τον «Οθέλλο». Οι ειδικοί θεωρούν ότι ο Σαίξπηρ τον έγραψε το 1603 (τη χρονιά του θανάτου της φοβερής Παρθένου Ελισάβετ Α΄, που βασίλευσε από το 1558 μέχρι το 1603), αλλά το έργο αναφέρεται για πρώτη φορά το 1604. Λοιπόν, την επόμενη χρονιά, τον Ιανουάριο του 1605, ο Θερβάντες εξέδωσε τον «Δον Κιχώτη». Τίποτα δεν είναι συμπτωματικό.
Πένες, μολύβια, χαρτιά και μελάνια στην υπηρεσία των ιδιοφυών που εκτίναξαν την περιπέτεια της λογοτεχνικής και διανοητικής παραγωγής και χάραξαν τον κόσμο μέσα στον οποίο κολυμπάμε ακόμα. Αλλά ο «Οθέλλος», γνωστός και ως «Ο Μαυριτανός της Βενετίας», ατύχησε διότι τα θέατρα στην Αγγλία είχαν κλείσει το 1604 λόγω της πανδημίας και άνοιγαν σπάνια μέχρι να κοπάσει το κακό στα 1610. Έτσι έμαθα και για αυτή την πανδημία, ένα ακόμα χτικιό, που διήρκεσε επτά χρόνια. Σε αυτό το διάστημα τα πάντα έκλειναν κάθε τόσο και οι Εγγλέζοι αναγκάστηκαν να παροπλιστούν συνολικά 60 μήνες. Είναι κάποιες τέτοιου είδους πληροφορίες που σε άλλη περίπτωση θα περνούσαν απαρατήρητες. Η ματιά γλιστράει από πάνω τους και φεύγει. Στο κάτω-κάτω ούτε μας νοιάζει ούτε και καταλαβαίνουμε τι σημαίνει αυτό. Η τραγική επικαιρότητα όμως σε κάνει να βλέπεις με άλλο μάτι τα μέχρι χθες παραλειπόμενα. Εξήντα θεόκληστοι μήνες μέσα σε επτά χρόνια (δηλαδή 80-84 συνολικά μήνες) είναι πάρα πολύ. Άνοιξα τα κιτάπια. Γονάτισε η βρετανική οικονομία. Τα ποντοπόρα πλοία των αποικιοκρατικών ωκεανών ήταν ύποπτα για τη μεταφορά του θανατικού. «Εδώδιμα και αποικιακά» τέρμα. Οι γυναίκες, που κρατούσαν μεγάλο μέρος της επιχειρηματικής δραστηριότητας στα χέρια τους, έβριζαν θεούς και δαίμονες και οι πιο απελπισμένες μπεκρόπιναν σε κάτι ύποπτα καπηλειά που άνοιγαν παράνομα.
Είδες πόσο διαφορετικά μετράει ο χρόνος όταν ξεφύγουν τα πράγματα από τους κανονικούς, τους τρέχοντες, τους συνηθισμένους, ρυθμούς; Το τόνισε εμφατικά και μία ηλικιωμένη Εβραία κυρία της Θεσσαλονίκης σε μία συνέντευξη που έδωσε τις προάλλες. Πατέρας, μητέρα και τρία παιδιά κρύφτηκαν στην κρεβατοκάμαρα ενός σπιτιού όπου ζούσε μία χριστιανική οικογένεια. Κι έζησαν εκεί 586 ημέρες. Μέσα στο δωμάτιο. «Δεν μετράς εβδομάδες, μήνες, χρόνια» είπε. «Ημέρες μετράς: 586». Έτρεξα να το σημειώσω για να το ξαναδώ αργότερα. Εντελώς διαφορετική εντύπωση θα μου είχε κάνει αν το είχα ακούσει πέρσι. «Ημέρες μετράς». Ο χρόνος αποκτά άλλη διάσταση. Όλα είναι συνυφασμένα με την κανονικότητα, τη συνήθεια, την εποχικότητα, το πρόγραμμα. Αλλά ακόμα κι όταν διαταραχθούν αυτά, ο χρόνος και η απώλειά του μετράνε διαφορετικά για την κάθε ομάδα, ηλικιακή, ταξική, κοινωνική, εθνοτική, τοπική κλπ. «Έχασα τα φοιτητικά μου χρόνια» λέει ένας δευτεροετής που δεν ξαναείδε την πύλη του πανεπιστημίου από πέρσι τον Μάρτιο. «Κι εγώ δεν πρόλαβα να πάω» λέει μία πρωτοετής. Κι ο άλλος περιμένει τα εργαστήρια για να πάρει το δίπλωμα. «Μου χρωστάνε έναν χρόνο» λέει με παράπονο ένας ογδοντάρης. «Δεν έχω περιθώριο για να τους τον χαρίσω». Ρωτώ ποιος, ποιοι του τον χρωστάνε; Από ποιόν θα ζητήσουμε τον χαμένο χρόνο; Ρητορική ερώτηση. Γάμοι αναβλήθηκαν. Εγχειρήσεις αναβλήθηκαν. Διακοπές και ταξίδια ακυρώθηκαν. Επιχειρήσεις βούλιαξαν. Η άλλη ήθελε να γιορτάσει μεγαλοπρεπώς τα σαράντα της. Ο άλλος επρόκειτο να εγκαινιάσει ένα μικρό ξενοδοχείο που έφτιαξε στη γενέτειρα. Τα παιδιά κλειστήκανε μέσα. Το ζήτημα είναι πώς θα διαχειριστεί ο καθένας τον χρόνο, ώστε να μην αποβεί χαμένος. Όλα είναι πάρα πολύ δύσκολα και η δυσκολία διογκώνεται γιατί ο καθένας έχει να αντιμετωπίσει τον εαυτό του. Ίσως να είναι η πρώτη φορά, διότι πολλοί αποφεύγουμε τέτοιου είδους στριμώγματα. Αυτό όμως θα είναι το πρώτο κέρδος. Να τα βρούμε με τα ενδότερα. Κι ύστερα να σκεφτούμε πάνω στο ζήτημα του χρόνου. Του δικού μας χρόνου. Πώς χάνεται. Πώς κερδίζεται; Πώς μένει στάσιμος, αδιάφορος, ανεκμετάλλευτος, αμέτρητος. Να μην αφήσουμε να χαθεί άλλος χρόνος, σαν το νερό που κυλάει μέσα από τα δάχτυλά μας. Το ζητούμενο όμως είναι να δώσουμε νόημα στις έννοιες «χαμένο – κερδισμένο». Τι αξία έχει για τον καθένα από εμάς. Ένα παράδειγμα. Πριν από πολλά χρόνια ήρθε να με βρει ένας πολύ αγαπητός φίλος που επρόκειτο να πάει πρώτη φορά στην Κωνσταντινούπολη. Θα πήγαινε για δεκαπέντε ημέρες. Το ζήλεψα. Αυτοί είναι οι σωστοί χρόνοι για έναν τέτοιο προορισμό. Αφιερώσαμε δυο μήνες στην προετοιμασία. Ήταν ένα ιδιαίτερα καλλιεργημένος άνθρωπος με ευρύτατη μόρφωση. Ήθελε να μάθει όλη την Πόλη πριν πάει. Επέστρεψε μαγεμένος. Ήθελα να μάθω με το νι και με το σίγμα πού πήγε, τι είδε, τι έκανε. Να μην τα πολυλογώ. Δεκαπέντε ημέρες δεν πήγε σε κανένα αξιοθέατο, σε κανένα πρέπει. Όλα τα πρωινά μέχρι αργά το μεσημέρι έπαιζε τάβλι σε ένα χαλάδικο που είχε γύρω γύρω κλουβιά με ωδικά πτηνά. Το απόγευμα πήγαινε σε ένα τζαγιτζίδικο στην (παλαιά) γέφυρα του Γαλατά, βλέποντας τα πλοία να πηγαίνουν και να΄ρχονται από τα νησιά. Το βράδυ μεζέδες στο διπλανό ψαράδικο. Ήμουνα πολύ νέα. Δεν μπορούσα να το χωνέψω αυτό το πρόγραμμα. Αλλά κατά βάθος ζήλευα αφάνταστα. Ο χρόνος μετρούσε αλλιώς για μένα, αλλιώς για εκείνον. Αυτός κέρδισε ένα δεκαπενθήμερο. Με σιντριβάνι και πουλιά και το σφύριγμα των καραβιών και το λίκνισμα της πλωτής γέφυρας και τις σιγανές κουβέντες και τα πούλια, τα ζάρια, τα χαμηλόφωνα πειράγματα, την ατμόσφαιρα του Βοσπόρου και του Κεράτιου. Είχε την άνεση και τη σοφία να αφεθεί στον χρόνο. Και μαγεύτηκε. Εμείς στα ταξίδια τρέχουμε σα λυσσασμένοι για να δούμε και εκείνο και το άλλο και το παραπάνω, σπρώχνουμε, σπρωχνόμαστε, αγωνιούμε και ποτέ δεν προλαβαίνουμε. Η σχέση μας με τον χρόνο είναι εκ των προτέρων υποθηκευμένη. Ευκαιρία, λοιπόν. Να ξαναδούμε τον χρόνο. Αυτό το αιώνιο βάσανο που τυραννά την ανθρωπότητα και θα την τυραννάει για πάντα.
Για να γυρίσω από εκεί που άρχισα, αφού σας θυμίσω ότι ο Θερβάντες είχε συλληφθεί από Αλγερίνους πειρατές κι έζησε πέντε χρόνια αιχμάλωτος στα παράλια της Αφρικής και διερωτηθώ πώς περνάνε αυτά τα πέντε χρόνια; Ήταν χαμένα; Απέδωσε σε κάποιον το χρέος; Ή μήπως εκεί άρχισε να σχεδιάζει τον «Δον Κιχώτη», όπως πιστεύουν πολλοί μελετητές. Σχεδόν ειρωνικά να πω ότι και ο Παύλος Ζάννας άρχισε τη μετάφραση του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Προυστ στη Φυλακή της Αίγινας ως πολιτικός κρατούμενος της Χούντας. Άλλος ένας «κερδισμένος» χρόνος. Αλλά και πόσοι άλλοι.
Λοιπόν. Όλη αυτή την περιδιάβαση την ξεκινήσαμε από τον «Οθέλλο» και την πανδημία του 1604-1610 που ανακάλυψα τυχαία – μία ακόμα από τις δεκάδες επανακάμψεις του θανατικού, που λένε ότι ήταν ακόμα τα ξεσπάσματα εκείνου του τρομακτικού θανατικού του 1347, που ξεκλήρισε τη μισή Ευρώπη. Παρά την πανδημία και την κλεισούρα και τη δυσφορία και τα οικονομικά χάλια, ο Σαίξπηρ συνέχισε να γράφει. Μέσα στα κρασιά βουτηγμένος και απελπισμένος λόγω της κατάστασης και της φτώχειας, έγραφε ασταμάτητα. «Κοριολανός», «Αντώνιος και Κλεοπάτρα» τα τελευταία του έργα. Πεθαίνει στα 52 του χρόνια, το 1616. Δες τώρα κα μην πεις ότι είναι σύμπτωση. Ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ πέθανε τον ίδιο χρόνο, τον ίδιο μήνα, την ίδια ημέρα –ή ίσως μία μόλις ημέρα διαφορά– με τον πολύ μεγαλύτερό του Μιγκέλ ντε Θερβάντες: στις 22-23 Απριλίου του 1616.
Δεν τους χώριζαν μόνον δεκαεφτά χρόνια. Τους χώριζαν πάρα πολλά. Στη ζωή δεν είχαν βρεθεί. Έκαναν μαζί το τελευταίο ταξίδι κι έμειναν για πάντα ζωντανοί στην καθημερινότητά μας. Με όνειρα θερινής νυκτός και Δουλτσινέες. Κι εμείς; Τον χρόνο να ξαναδούμε. Τον χρόνο να ξαναμετρήσουμε και να μετρηθούμε μαζί του. Σεμνά και ταπεινά, αλλά με συνείδηση και αυτοπεποίθηση, θάρρος, καλή προαίρεση και αισιοδοξία. MK, με τέτοιο φεγγάρι το μυαλό βολτάρει …
*Η επιλογή του τίτλου έγινε από το enoriako.info. Είναι φράση από το κείμενο, το οποίο ως ανάρτηση στο facebook δεν έφερε τίτλο.
Θεματολογικές ετικέτες