Ο Λουί έχει ξαπλώσει ντυμένος πάνω στο μεγάλο διπλό κρεβάτι του, στο αγαπημένο του διαμέρισμα με θέα προς τον Σηκουάνα, που του αρέσει ιδιαίτερα. Είναι, όπως πάντα, πολύ κομψός, αλλά μου φαίνεται κουρασμένος, το πρόσωπό του είναι θλιμμένο, και στο μέτωπό του έχει ένα βαθύ κόψιμο. Πριν από μερικές μέρες, ακύρωσε το ραντεβού μας στο “Promenade de Venus”. Είχε πέσει μπροστά στο τζάκι του και χτύπησε άσχημα στο μέτωπο. Τα πόδια του ξαφνικά λύγισαν. Δεν τολμούσε πια να βγει έξω μόνος του.
Καθισμένη στην άκρη του μεγάλου κρεβατιού, βρίσκομαι για πρώτη φορά στο προσκεφάλι του. Συνειδητοποιώ τότε ότι ο Λουί είναι πραγματικά πολύ άρρωστος. Όσο καιρό συναντιόμασταν στο μπιστρό, αναφερόμασταν διακριτικά στην αρρώστια, κρατώντας την έτσι σε απόσταση. Μιλάγαμε βέβαια γι’ αυτήν, αλλά σαν να ήταν μια μακρινή ερωμένη. Τώρα, τη νιώθουμε εδώ, για τα καλά παρούσα. Και συζητάμε χαμηλόφωνα, σαν να φοβόμαστε μην τυχόν και την ξυπνήσουμε.
Ο Λουί αισθάνεται ότι οι δυνάμεις του τον εγκαταλείπουν, αδυνατίζει ολοένα και περισσότερο και από το αριστερό του μάτι δεν βλέπει πια σχεδόν καθόλου. Είναι φυσικά οι επιπτώσεις του κυτταρομεγαλοϊού (cytomegalovirus).
«Πιστεύω ότι δεν θα αντέξω για πολύ ακόμα», μου λέει χαϊδεύοντας απαλά το χέρι μου, σαν να θέλει ν’ απαλύνει την εντύπωση των λόγων του, κι έπειτα, μετά από ένα βαρύ αναστεναγμό, «αισθάνομαι μερικές φορές την επιθυμία να πεθάνω». Καταλαβαίνω ότι τον ανακουφίζει το να μπορεί να μου το πει αυτό, αλλά καθώς δεν νιώθει πως έχει το δικαίωμα να επιθυμεί να πεθάνει, ο Λουί συνεχίζει: «Χάρη στον Θεό, βρίσκομαι ακόμα στη ζωή! Και εύχομαι να περάσω αυτό το καλοκαίρι όσο το δυνατόν καλύτερα, για τη Λίλα. Δεν θέλω να της χαλάσω τις διακοπές».
Το διαμέρισμα είναι ήσυχο. Υπάρχει κάτι στο βλέμμα του Λουί, κάτι που με παρακινεί να του μιλήσω. Σαν να έχει θέσει τον εαυτό του στη διάθεσή μου. Η στιγμή μου φαίνεται κατάλληλη.
«Λουί, υπάρχουν πράγματα που θα ήθελες να συζητήσεις μαζί μου, τώρα, που να έχουν σχέση με αυτό που μόλις πριν λίγο έθιξες, εννοώ την εγγύτητα, του θανάτου;».
Έχω μάθει να μην αφήνω να περνάει αυτή η στιγμή, που είναι αρκετά απομακρυσμένη από το τέλος, ώστε να μπορούμε να μιλήσουμε ξεκάθαρα και σχετικά νηφάλια για τον τρόπο που θα ευχόταν κάποιος να πεθάνει και να του συμπαρασταθούν. Πολλοί ασθενείς με τους οποίους μπόρεσα να θίξω από αρκετά νωρίς, αυτά τα ερωτήματα, αισθάνθηκαν ανακούφιση που μπόρεσαν να εκφράσουν αυτή την επιθυμία τους. Το να έχεις δηλαδή κοντά σου αυτό ή το άλλο πρόσωπο, το να μην σε βάλουν στην ανάνηψη ή στην τεχνητή σίτιση, να μην σε διασωληνώσουν με οποιοδήποτε τρόπο, αλλά να περιβάλλεσαι από ηρεμία, ησυχία, ν’ ακούς μουσική, να είσαι σίγουρος ότι θα περιποιηθούν το σώμα σου και πως θα παραμείνεις καθαρός και «ευπαρουσίαστος».
Ναι, αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή, ο Λουί με ευχαριστεί που το σκέφτηκα. Δεν θέλει να πεθάνει στο νοσοκομείο, και προπαντός δεν επιθυμεί να υποστεί την επίμονη θεραπευτική αγωγή με την οποία οι γιατροί κρατούν με τεχνητά μέσα στη ζωή, τους καταδικασμένους ασθενείς. Θέλει να πεθάνει στο σπίτι του, ανάμεσα σια βιβλία του, μέσα στην ατμόσφαιρα που γνώρισε και αγάπησε, με την αγαπημένη του Λίλα, στο πλευρό του. Αλλά δεν θέλει ούτε και να την επιβαρύνει, ούτε στις τελευταίες του στιγμές να γίνει βάρος για όλους. Θέλει επίσης να μου πει πως εάν τα πράγματα γίνουν πολύ δύσκολα, θα δεχθεί να εισαχθεί στο νοσοκομείο Μπον-Σεκούρ, στην κλινική μας, που ξέρει πόσο ανθρώπινα φέρονται, την οποία επισκέπτεται εξάλλου τακτικά για να συμβουλευτεί τους γιατρούς.
Ο Λουί με κάνει με αυτόν τον τρόπο, εντολοδόχο των «επιθυμιών» του. Προς το παρόν δεν μπορεί να τις ανακοινώσει στους δικούς του. Τους νιώθει γεμάτους ελπίδες ακόμα. Δεν θα θέλανε να τον ακούσουν να μιλάει από τώρα για το θάνατό του. Κι έτσι τους προστατεύει. Ξέρει ότι θα μπορέσω πάντα, όταν έρθει η ώρα, να τους μεταφέρω αυτά που μου είπε, εάν τυχόν δεν μπορέσει να το κάνει ο ίδιος.
«Αυτό που με φοβίζει περισσότερο, είναι να χάσω τα λογικά μου!» Για πρώτη φορά, διακρίνω την αγωνία στο βλέμμα του. Τι άλλο μπορώ να κάνω εκτός από το να αποδεχτώ αυτή την αγωνία και να την καταπραΰνω; Αντιμετωπίζοντας την αγωνία των άλλων, έμαθα να δέχομαι και να προσφέρω. Εμπνέομαι από μια πανάρχαια θιβετιανή πρακτική της συμπόνιας: Tonglen (στα Θιβετιανά αυτό σημαίνει, «δίνω και παίρνω») συνίσταται στο να δέχεσαι τον πόνο, και την αγωνία του άλλου, κι έπειτα να μπορείς να προσφέρεις με τη σειρά σου, όλη την εμπιστοσύνη και τη γαλήνη που μπορείς να αντλήσεις από μέσα σου. Σε αυτή την τόσο απλή συμμετοχή στον πόνο του άλλου, πρέπει να είσαι μαζί του, να μην τον αφήσεις μόνο του.
Τι άλλο μπορώ να προσφέρω σε αυτό το γεμάτο αγωνία βλέμμα, εκτός από την εμπιστοσύνη μου; Δεν μπορώ να τον καθησυχάσω με λόγια, γιατί αυτό που φοβάται τόσο μπορεί να πραγματοποιηθεί. Μπορώ μόνο να στηρίξω με όλη μου την ψυχή αυτό το κομμάτι του εαυτού του που θα μπορέσει, όπως και αν έρθουν τα πράγματα, να αντιμετωπίσει αυτό που του συμβαίνει. Ο Λουί έκλεισε τα μάτια και σταύρωσε τα χέρια πάνω στην καρδιά του, χειρονομία που κάνει συχνά κάθε φορά που θέλει να αυτοσυγκεντρώνεται. Ξέρει πώς να αντλήσει από μέσα του τη δύναμη που χρειάζεται.
Πρέπει να τον αφήσω τώρα. Παρόλο που υποσχέθηκε στον εαυτό του ότι θα αντέξει όλο το καλοκαίρι, δεν μπορώ να μην αισθανθώ, σφίγγοντάς τον στην αγκαλιά μου, τη θλίψη που θα έχω όταν δεν θα τον βλέπω πια. Κάθε συνάντησή μας μπορεί να είναι και η τελευταία. Αυτό μπορεί να ισχύει για τον καθένα μας, σε κάθε στιγμή, είναι αλήθεια ότι είναι πολύ δύσκολο να αφήνεις κάποιον, όταν δεν είσαι σίγουρος ότι θα τον ξαναδείς. Μ’ έναν κόμπο στο λαιμό, κρατάω το αδύναμο σώμα του στο μέρος της καρδιάς μου.
Σφίγγοντάς με και αυτός με την σειρά του, μου λέει: «Ξέρεις, Μαρί, δεν υπάρχει τίποτα να καταλάβεις. Δεν πρέπει να προσπαθείς να καταλάβεις, όλα είναι ένα μυστήριο. Πρέπει απλώς να ζήσεις αυτό το μυστήριο!».
Κατεβαίνοντας τις σκάλες, κατασυγκινήμενη, σημειώνω αυτή τη φράση στο μικρό, κόκκινο-καφέ δερμάτινο σημειωματάριο που μου χάρισε πριν από μερικούς μήνες, ακριβώς για να μπορώ να σημειώνω τις σκέψεις που μου έρχονται στο μυαλό. Σημειώνω αυτή τη φράση, σαν να πρόκειται να με οδηγήσει στη λύση του μυστηρίου. Συμπίπτει με την ενδόμυχη έγνοια μου: έχει νόημα ο πόνος;
* * *
Επιστρέφοντας σπίτι μου, ξανασκέφτομαι όλους αυτούς τους αρρώστους που μου εξέφρασαν την αγανάκτησή τους: Γιατί; Γιατί εγώ; Η αναζήτηση της αιτίας μιας αρρώστιας. Αυτή η αίσθηση της αδικίας. Ξανασκέφτομαι αυτό το νεαρό κορίτσι που δέχτηκα τις προάλλες στο νοσοκομείο, απελπισμένο και ηττημένο. Είχε δύο όλες και όλες σεξουαλικές επαφές μ’ ένα αγόρι που γνώρισε σ’ ένα πάρτι-έκπληξη και να που με την ευκαιρία μιας εθελοντικής αιμοδοσίας -κάτι που το κάνει κάθε χρόνο- ανακάλυψε πως είναι οροθετική! Στα είκοσι τρία της χρόνια! Γιατί αυτή;
Θυμάμαι μια πρόσφατη συζήτηση που είχα με τον ιερέα, μιας γειτονικής μας ενορίας. Αυτός ο άνθρωπος είναι ιδιαίτερα ευαισθητοποιημένος στην επιδημία του aids. Μου έλεγε τo εξής: «Εάν ο καθένας από εμάς έπρεπε να δρέπει τους καρπούς των πράξεων του, θα ήμουν στη φυλακή εδώ και πολύ καιρό τώρα και θα είχα μολυνθεί από τον ιό του aids! Γιατί μερικοί προσβάλλονται και άλλοι την γλιτώνουν; Είναι καιρός να πάψουμε να αναζητάμε την αιτία του πόνου. Είμαστε σε μια κοιλάδα δακρύων και ξέρουμε πολύ καλά ότι αυτή η ζωή δεν είναι παρά ο προθάλαμος της αληθινής Ζωής».
Να σταματήσουμε να αναρωτιόμαστε «γιατί;», όπως λέει ο Λουί, δεν υπάρχει τίποτα να καταλάβουμε. Το να υποβάλλουμε στον εαυτό μας την ερώτηση «γιατί;», το να ζητάμε να μάθουμε την προκαθορισμένη σκοπιμότητα του πόνου, μοιάζει, στην πραγματικότητα, σαν να είναι ο μόνος τρόπος για να του δοθεί ένα νόημα. Γιατί; Σε ποια μονοπάτια, σε ποιες εμπειρίες, σε τι είδους συνειδητοποίηση με οδηγεί η αρρώστια ή ο πόνος μου; Μπορώ να βρω σε όλα αυτά μια ευκαιρία για φως και για αγάπη; Ο Λουί μου εκμυστηρεύτηκε μια μέρα ότι η αρρώστια του τον οδήγησε στο ουσιώδες. Τον διαμόρφωσε. Μέχρι που έγινε ικανός να νιώσει χαρά και ταπεινοφροσύνη. Μέχρι που έπαψε να είναι ματαιόδοξος, άπληστος, απαιτητικός, χαρακτηριστικά τόσο γελοία εάν λάβει κάποιος υπόψη του την αβεβαιότητα της ζωής, τη ματαιότητα όλων των ανθρώπινων πραγμάτων. Η ζωή του έγινε μια αργή στέρηση, που τη θεωρεί ολοκληρωτική και ευχάριστη, όπως το αναφέρει ο Πασκάλ, στο Memorial του, που το διαβάζει και το ξαναδιαβάζει: «χαρά, χαρά, δάκρυα χαράς». Ναι, όσο περισσότερο νιώθει την αρρώστια να τον καταβάλλει, τόσο περισσότερο αισθάνεται αυτή την ασυγκράτητη εσωτερική χαρά. Ποιος μπορεί να το καταλάβει αυτό; Στις τελευταίες γραμμές ενός δοκιμίου που μόλις ολοκλήρωσε, όπου εξιστορεί τη ζωή ενός άγνωστου τυχοδιώχτη, γράφει σχετικά με την αγωνία αυτού του ανθρώπου, αυτό που θα δυσκολευόταν να πει για τον ίδιο του τον εαυτό, από σεμνότητα, από διακριτικότητα: «Όλο του το είναι έχει πέσει σε μαρασμό και όμως η καρδιά του φλεγόταν, τσακισμένη αλλά γεμάτη χαρά».
Marie de Hennezel
«Ο μύχιος θάνατος», σελ. 155-161
Εκδόσεις Koan-Synergie