Ι.Ν Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου Πρεβέζης
enoriako.info

Γενικού Ενδιαφέροντος

Συγγραφέας: Girard Rene

Ρενέ Ζιράρ

από το First Things,τχ 62 (Απρίλιος 1996)

Από τότε που πρωτοεμφανίστηκε ο χριστιανισμός, η ομοιότητα των Ευαγγελίων με ορισμένους μύθους χρησιμοποιήθηκε σαν επιχείρημα εναντίον της χριστιανικής πίστης. Οι παγανιστές απολογητές του επίσημου πανθεϊσμού της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας υποστήριζαν, ότι η ιστορία για το θάνατο και την ανάσταση του Ιησού δεν διέφερε ουσιαστικά από τους μύθους του Διονύσου, του Όσιρη, της Άττιδος, κ.λπ. Παρ’ όλα αυτά δεν κατόρθωσαν ν’ αναχαιτίσουν την προέλαση του χριστιανικού κύματος. Τα τελευταία διακόσια χρόνια όμως, καθώς οι ανθρωπολόγοι ανακάλυψαν σε όλο τον κόσμο ιδρυτικούς μύθους που φαίνεται να μοιάζουν στο Πάθος και την Ανάσταση του Ιησού, η ιδέα ότι ο χριστιανισμός είναι κι αυτός ένα μύθος μοιάζει επιτέλους να επικρατεί … ακόμα και μεταξύ χριστιανών πιστών.

Όλοι αυτοί οι μύθοι ξεκινούν από κάποια βίαιη κοσμική ή κοινωνική κρίση, κορυφώνονται στα πάθη κάποιου μυστηριώδους θύματος (συχνά από τα χέρια ενός αφηνιασμένου όχλου), και τελειώνουν με την θριαμβευτική επιστροφή του θύματος, μέσα από την οποία αποκαλύπτεται ως θεότητα. Η ανθρωπολογική έρευνα πριν από τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο ― έρευνα κατά την οποία οι θεωρητικοί αγωνίζονταν να εντοπίσουν τις ομοιότητες μεταξύ των διαφόρων μύθων ― θεωρείται από τους σημερινούς ανθρωπολόγους σαν μια οριστική «μεταφυσική» αποτυχία. Ωστόσο η αποτυχία της δεν φαίνεται ν’ αποδυνάμωσε το σκεπτικιστικό επιστημονικό πνεύμα της Ανθρωπολογίας. Αντίθετα, κατά κάποιο μυστήριο τρόπο, αποδυνάμωσε ακόμα περισσότερο την αξιοπιστία των δογματικών ισχυρισμών της θρησκείας, τους οποίους οι προηγούμενοι ανθρωπολόγοι έλπιζαν να θέσουν εκτός μάχης: εφόσον ούτε η ίδια η επιστήμη μπορεί να διατυπώσει καθολικές αλήθειες για την ανθρώπινη φύση, τότε η θρησκεία ― όντας προφανώς κατώτερη από την επιστήμη ― μπορεί ν’ απαξιωθεί ακόμα περισσότερο από όσο είχαμε υποθέσει. Αυτή είναι η σύγχρονη πνευματική κατάσταση, που αντιμετωπίζουν οι χριστιανοί στοχαστές καθώς μελετούν τις Γραφές.

Ο Σταυρός παραμένει μοναδικός στο βαθμό που εσταυρωμένος είναι ο Υιός του Θεού. Σε όλα τ’ άλλα όμως, δεν είναι παρά ένα ανθρώπινο συμβάν. Έτσι, μια ανάλυση αυτού του συμβάντος ― μια έρευνα των ανθρωπολογικών όψεων του Πάθους, τις οποίες δεν μπορούμε ν’ αγνοήσουμε αν πάρουμε στα σοβαρά το δόγμα της Ενσάρκωσης ― δεν αποκαλύπτει μόνο το ριζικό σφάλμα του σύγχρονου ανθρωπολογικού σκεπτικισμού σχετικά με την ανθρώπινη φύση, αλλά επίσης καταρρίπτει ολοκληρωτικά την ιδέα, ότι ο χριστιανισμός είναι καθ’ οιονδήποτε τρόπο μυθολογικός. Οι παγκόσμιοι μύθοι δεν μας αποκαλύπτουν ένα τρόπο ερμηνείας των Ευαγγελίων, αλλά το εντελώς ανάποδο: τα Ευαγγέλια μάς αποκαλύπτουν τον τρόπο να ερμηνεύσουμε το μύθο.

Φυσικά ο Ιησούς συγκρίνει τη δική του ιστορία με την ιστορία ορισμένων άλλων όταν λέει, ότι ο θάνατός του θα είναι σαν το θάνατο των προφητών: «Έτσι η σημερινή γενιά θα δώσει λόγο για τα φονικά που έγιναν εναντίον όλων των προφητών από καταβολής κόσμου· από το φόνο του Άβελ μέχρι το φόνο του Ζαχαρία» (Λκ, 11,50-51). Πρέπει να ρωτήσουμε: τι σημαίνει εδώ η λέξη «σαν»;  Βλέπουμε ότι στο φόνο του Καταφρονημένου Δούλου στον Ησαΐα (κεφ. 52-53) ― ένα φονικό που μοιάζει καταπληκτικά στα Πάθη του Χριστού ―, ένα πλήθος συσπειρώνεται εναντίον ενός μοναχικού θύματος, όπως ακριβώς τα πλήθη συσπειρώθηκαν εναντίον του Ιερεμία, του Ιώβ, των αφηγητών των Ψαλμών, κ.λπ. Στη Γένεση, τον Ιωσήφ τον πουλούν σκλάβο τα ζηλόφθονα αδέρφια του. Όλα αυτά τα επεισόδια βίας έχουν την ίδια δομή: «Όλοι εναντίον ενός».

Καθώς ο Ιωάννης ο Βαπτιστής είναι κι αυτός ένας προφήτης, είναι αναμενόμενο ότι ο βίαιος θάνατός του στην Καινή Διαθήκη θα μοιάζει με τους παραπάνω. Και πραγματικά, ο Ιωάννης πεθαίνει επειδή οι προσκεκλημένοι του Ηρώδη μεταμορφώνονται σε φονικό όχλο. Ο ίδιος ο Ηρώδης έχει όλη την καλή διάθεση να του χαρίσει τη ζωή, όπως ακριβώς ο Πόντιος Πιλάτος είχε όλη την καλή διάθεση να χαρίσει τη ζωή στον Ιησού. Όμως ηγέτες που δεν υψώνουν το ανάστημά τους πάνω από τα βίαια πλήθη, είναι καταδικασμένοι να γίνουν ένα με αυτά ― όπως συνέβη με  τον Ηρώδη και τον Πιλάτο. Οι αρχαίοι λαοί θεωρούσαν πάντοτε τον τελετουργικό χορό σαν την πιο μιμητική από όλες τις τέχνες, αυτή που συσπειρώνει όσους συμμετέχουν σε μια θυσία εναντίον του θύματος που πρόκειται να σφαγιαστεί. Η εχθρική πόλωση εναντίον του Ιωάννη έρχεται έπειτα από το χορό της Σαλώμης· αυτός ήταν άλλωστε ο στόχος, που μηχανεύτηκε έξυπνα η Ηρωδιάδα.

Στο Πάθος του Ιησού δεν υπάρχει κάτι ανάλογο με το χορό της Σαλώμης, ωστόσο η μιμητική διάσταση είναι κι εδώ ολοφάνερη. Ο όχλος που συσπειρώνεται εναντίον του Ιησού, είναι ο ίδιος που τον είχε υποδεχτεί μ’ ενθουσιασμό στην Ιερουσαλήμ λίγες μέρες νωρίτερα. Η ξαφνική αλλαγή στάσης είναι τυπική στα ασταθή πλήθη παντού: δεν φανερώνει κάποιο βαθιά ριζωμένο μίσος για το θύμα, αλλά μάλλον ένα κύμα μεταδοτικής βίας.

Ο Πέτρος αποτελεί ένα θεαματικό παράδειγμα αυτής της μιμητικής φρενίτιδας. Μόλις περικυκλώθηκε από ανθρώπους που ήταν εχθρεύονταν τον Ιησού, μιμήθηκε την εχθρότητά τους. Υπάκουσε τελικά στην ίδια μιμητική ισχύ, όπως ο Πιλάτος και ο Ηρώδης. Ακόμα κι οι ληστές, που σταυρώθηκαν μαζί με τον Ιησού, υπάκουσαν σε αυτή την ισχύ κι ένιωσαν την παρόρμηση να ενωθούν με το πλήθος. Κι όμως έχω την εντύπωση, ότι τα Ευαγγέλια δεν θέλουν να στιγματίσουν τον Πέτρο, ούτε τους ληστές, ούτε το πλήθος στο σύνολό του, ούτε και τους Ιουδαίους ως λαό, αλλά ν’ αποκαλύψουν την τρομακτική δύναμη της μιμητικής φρενίτιδας ― μια αποκάλυψη, που ισχύει για μια ολόκληρη αλυσίδα φόνων, από το Πάθος του Χριστού και πίσω, έως «καταβολής κόσμου». Τα Ευαγγέλια έχουν έναν απίστευτα ισχυρό λόγο που αναφέρονται ασταμάτητα σε αυτά τα φονικά· και ο λόγος αυτός αφορά δυο ουσιαστικές κι ωστόσο παράξενα παραμελημένες λέξεις: σκάνδαλον και Σατανάς.

Η παραδοσιακή αγγλική μετάφραση της ελληνικής λέξης σκάνδαλον, stumblig block (λίθος προσκόμματος), κατά πολύ ανώτερη των πρόσφατων άτολμων μεταφράσεων, προσδιορίζει ένα αναπόφευκτο εμπόδιο, που κατά κάποιο τρόπο γίνεται όλο και πιο ελκυστικό (αλλά και απωθητικό) κάθε φορά που προσκρούει κανείς πάνω του. Την πρώτη φορά που ο Ιησούς προλέγει τη βίαιη θανάτωσή του (Μτ, 16, 21-23), ο Πέτρος αγανακτεί με την παραίτησή του και προσπαθεί να εμφυσήσει στο δάσκαλό του κάποια εγκόσμια φιλοδοξία. Αντί να μιμηθεί τον Ιησού, ο Πέτρος θέλει να τον μιμηθεί ο Ιησούς. Αν δυο φίλοι μιμηθούν ο ένας την επιθυμία του άλλου, τότε επιθυμούν και οι δυο το ίδιο αντικείμενο. Κι αν δεν μπορούν να το μοιραστούν, τότε θα συγκρουστούν γι’ αυτό και ο καθένας θα γίνει την ίδια στιγμή πρότυπο και εμπόδιο για τον άλλο. Οι ανταγωνιζόμενες επιθυμίες ενισχύουν τον καθένα σαν πρότυπο και σαν εμπόδιο του άλλου, κι έτσι ακολουθεί μια κλιμάκωση μιμητικής αντιπαλότητας. Ο θαυμασμός δίνει τη θέση του στην απέχθεια, τη ζήλεια, το φθόνο, το μίσος και τελικά στη βία και την εκδίκηση. Αν ο Ιησούς μιμούνταν τη φιλοδοξία του Πέτρου, θα ξεκινούσε ανάμεσά τους ένας ανταγωνισμός για την ηγεσία κάποιου πολιτικοποιημένου «κινήματος του Χριστού». Αισθανόμενος τον κίνδυνο, ο Ιησούς διακόπτει αμέσως τον Πέτρο: «Φύγε από μπροστά μου Σατανά, μη με σκανδαλίζεις».

Όσο περισσότερο τα πρότυπά μας παρακωλύουν τις επιθυμίες μας, τόσο πιο ελκυστικά γίνονται ως πρότυπα. Τα σκάνδαλα μπορεί ασφαλώς να είναι σεξουαλικά, αλλά δεν είναι κατά πρώτο λόγο ζήτημα σεξουαλικότητας περισσότερο από οποιασδήποτε άλλης φιλοδοξίας. Επομένως τα σκάνδαλα δεν πρέπει να προσδιορίζονται με βάση το αντικείμενό τους, αλλά με βάση την κλιμάκωση πρότυπο/εμπόδιο: τη μιμητική αντιπαλότητα που προκαλούν και η οποία αποτελεί την εφάμαρτη δυναμική των ανθρώπινων συγκρούσεων και της ψυχικής τους αθλιότητας. Αν μας διαφύγει το πρόβλημα της μιμητικής αντιπαλότητας, τότε μπορεί να θεωρήσουμε λαθεμένα τις διδασκαλίες του Ιησού σαν κάποιου είδους κοινωνική ουτοπία. Η αλήθεια είναι, ότι τα σκάνδαλα συνιστούν μια τόσο θανάσιμη απειλή, που καμιά θυσία δεν είναι αρκετή προκειμένου να τα’ αποφύγουμε. Με την πρώτη νύξη σκανδαλισμού, οφείλουμε να εγκαταλείπουμε το διαφιλονικούμενο αντικείμενο στους αντιπάλους μας και να υποχωρούμε ακόμα και στις πιο παράδοξες απαιτήσεις τους· να «στρέφουμε το άλλο μάγουλο».

Εάν επιλέξουμε σαν πρότυπό μας τον Ιησού, αυτομάτως επιλέγουμε το δικό του πρότυπο, δηλαδή τον Θεό-Πατέρα. Επειδή ο Ιησούς δεν έχει καμιά επιθυμία για ατομική ιδιοποίηση, γι’ αυτό κηρύσσει τη δυνατότητα ελευθερίας από το σκάνδαλο. Αν όμως επιλέξουμε κυριαρχικά πρότυπα, τότε θα πέσουμε σε ατέλειωτους σκανδαλισμούς, διότι στην περίπτωση αυτή πραγματικό πρότυπό μας είναι ο Σατανάς. Σαγηνευτικός πειραστής, που μας υποδεικνύει επιθυμίες οι οποίες σίγουρα θα γεννήσουν αντιπαλότητες, ο Σατανάς μάς εμποδίζει ν’ αγγίξουμε όλα αυτά που την ίδια στιγμή μας υποβάλλει να επιθυμούμε. Μετατρέπεται σε διάβολο (μια ακόμα λέξη, που προσδιορίζει το δίπολο εμπόδιο/πρότυπο της μιμητικής αντιπαλότητας). Ο Σατανάς είναι προσωποποιημένο σκάνδαλο, όπως το ξεκαθάρισε ο Ιησούς όταν επέπληξε τον Πέτρο.

Δεδομένου ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ακολουθούν τον Ιησού, τα σκάνδαλα θα έρχονται (Μτ, 18,7) και θα πολλαπλασιάζονται με τρόπους που θα βάζουν σε κίνδυνο τη συλλογική επιβίωση του ανθρώπινου είδους. Κι αυτό γιατί, αν γνωρίζουμε την τρομοκρατική ισχύ της κλιμακούμενης μιμητικής επιθυμίας, καταλαβαίνουμε πως καμιά κοινωνία δεν είναι ικανή να την αντιμετωπίσει. Παρ’ όλα αυτά, αν και πολλές κοινωνίες εξαφανίστηκαν, νέες κοινωνίες κατόρθωσαν να γεννηθούν και πολλές από τις κατεστημένες κοινωνίες καταφέρνουν να βρουν τρόπους επιβίωσης ή ανάκαμψης. Πρέπει λοιπόν να επενεργεί κάποια αντίρροπη δύναμη · όχι τόσο ισχυρή ώστε να βάλει οριστικά τέλος στα σκάνδαλα, αλλά πάντως αρκετά ισχυρή ώστε να μετριάζει τις επιπτώσεις τους και κάπως να τα ελέγχει.

Αυτή η αντίρροπη δύναμη πιστεύω πως είναι ο μυθολογικός αποπομπαίος τράγος, το θυσιαστικό θύμα του μύθου. Όταν πολλαπλασιάζονται τα σκάνδαλα, τότε οι άνθρωποι παθαίνουν τέτοια εμμονή με τους αντιπάλους τους ώστε παύουν να βλέπουν τα αντικείμενα, για τα οποία ήρθαν σε αντιπαλότητα, κι αρχίζουν να εστιάζουν με λυσσώδη οργή ο ένας πάνω στον άλλο. Καθώς η εστίαση στο αντικείμενο του προτύπου μετατρέπεται σε εστίαση στο μίσος του αντιπάλου, η ιδιοποιητική μίμηση μετασχηματίζεται σε ανταγωνιστική μίμηση. Όλο και περισσότερα άτομα συσπειρώνονται εναντίον ολοένα και λιγότερων εχθρών, μέχρις ότου, τελικά, μένει μόνο ένας. Επειδή ο καθένας πιστεύει στην ενοχή αυτού του τελευταίου θύματος, στρέφονται όλοι εναντίον του· κι όπως αυτό το θύμα έχει πλέον απομονωθεί κι είναι αβοήθητο, μπορούν να το εξοντώσουν χωρίς να διατρέχουν κίνδυνο αντεκδίκησης. Έτσι, μετά την εξόντωσή του, κανείς πια δεν εχθρεύεται κανέναν μέσα στην κοινότητα. Τα σκάνδαλα εξανεμίζονται και η ειρήνη επιστρέφει … για λίγο καιρό.

Η επιβίωση της κοινωνίας εναντίον της απεριόριστης βίας των σκανδάλων είναι δυνατή χάρη στη μιμητική συσπείρωση όλων εναντίον ενός θύματος και της αποδυναμωμένης βίας του. Από την ανθρώπινη σκοπιά, η βίαιη θανάτωση του Ιησού αποτελεί ένα παράδειγμα αυτής της παράξενης διαδικασίας. Πριν από το τέλος ο Ιησούς προειδοποιεί τους μαθητές του (και ιδιαίτερα τον Πέτρο), ότι θα «σκανδαλιστούν» (Μκ, 14, 27). Αυτή η χρήση του σκανδαλίζειν υπονοεί, ότι η μιμητική δύναμη που ενεργεί στην «όλοι-εναντίον-ενός» βία, είναι η ίδια βία που ενεργεί στις μιμητικές αντιπαλότητες μεταξύ των ατόμων. Προλαβαίνοντας μια εξέγερση και διαλύοντας τον όχλο, η Σταύρωση αποτελεί παράδειγμα καθαρτήριας θυματοποίησης. Όμως υπάρχει στα Ευαγγέλια μια εντυπωσιακή λεπτομέρεια, η οποία φανερώνει ανάγλυφα το είδος κάθαρσης που ακολουθεί το μιμητικό φονικό και μας επιτρέπει να τη διακρίνουμε από τα επακόλουθα της χριστιανικής Σταύρωσης. Στο τέλος της περιγραφής του Πάθους, ο Λουκάς γράφει: «Εκείνη τη μέρα μάλιστα ο Ηρώδης και ο Πιλάτος συμφιλιώθηκαν μεταξύ τους· πρωτύτερα οι σχέσεις τους ήταν εχθρικές» (Λκ, 23, 12). Αυτή η συμφιλίωση θυμίζει εξωτερικά τη χριστιανική Μετάληψη, εφόσον προέρχεται κι αυτή από το θάνατο του Χριστού. Όμως δεν έχει καμιά σχέση μαζί της. Είναι μια κάθαρση ριζωμένη στη μιμητική φρενίτιδα.

Οι διώκτες του Ιησού δεν συνειδητοποιούν, ότι επιδρούν ο ένας πάνω στον άλλον μιμητικά. Η άγνοιά τους αυτή δεν απαλείφει την ευθύνη τους αλλά τη μειώνει: «Πατέρα, συγχώρεσέ τους», φωνάζει ο Ιησούς, «γιατί δεν ξέρουν τι κάνουν» (Λκ, 23,34). Μια παρόμοια δήλωση στις Πράξεις (3, 17) δείχνει, πως τα λόγια αυτά πρέπει να τα πάρουμε κατά κυριολεξία. Ο Πέτρος αποδίδει στην άγνοια τη συμπεριφορά του όχλου και των αρχηγών του. Η προσωπική του πείρα από τη μιμητική φρενίτιδα που καταλαμβάνει τα πλήθη, τον προφυλάσσει και δεν θεωρεί τον εαυτό του άτρωτο από τη μιμητική επιδημία της θυματοποίησης.

Ο ρόλος του Σατανά, της προσωποποίησης των σκανδάλων, μας βοηθάει να καταλάβουμε τη μιμητική αντίληψη των Ευαγγελίων. Στην ερώτηση «Πώς μπορεί ο Σατανάς να διώχνει τον Σατανά;» (Μκ, 3,23), η απάντηση είναι: μέσα από την ομόψυχη θυματοποίηση. Από τη μια μεριά ο Σατανάς είναι εκείνος που φέρνει το σκάνδαλο, η δύναμη που αποδιαρθρώνει τις κοινότητες. Από την άλλη, είναι η επίλυση του σκανδάλου μέσω της ομόψυχης θυματοποίησης. Αυτό το έσχατο τέχνασμα επιτρέπει στον «άρχοντα του κόσμου τούτου» να διαφυλάξει τα υποχείριά του, όταν κινδυνεύουν θανάσιμα από την αταξία που ο ίδιος έχει σπείρει. Όντας ταυτόχρονα αταξία και τάξη, ο Σατανάς διχάζεται εναντίον του εαυτού του.

Τόσο στον Μάρκο όσο και στο Ματθαίο, η περίφημη αφήγηση του μιμητικού φόνου του Ιωάννη του Βαπτιστή παρουσιάζεται σαν ένα παράξενο «φλας μπακ». Ξεκινώντας με την αναφορά στο φόβο του Ηρώδη σχετικά με τη φήμη ότι αναστήθηκε ο Ιωάννης, και προχωρώντας από εκεί πίσω στο χρόνο για να διηγηθούν τη θανάτωση του Ιωάννη, ο Μάρκος κι ο Ματθαίος αποκαλύπτουν τη ρίζα αυτού του φόβου του Ηρώδη: οφειλόταν στο ότι συμμετείχε αποφασιστικά σε αυτό το φονικό.  Μ’ αυτό τον τρόπο οι ευαγγελιστές δίνουν ένα σύντομο αλλά πολύτιμο παράδειγμα της γένεσης των μύθων, δηλαδή της δύναμης που έχει η βία να επιβάλλει τάξη, της ικανότητάς της να ιδρύει πολιτισμό. Ο φόβος του Ηρώδη ότι αναστήθηκε ο Ιωάννης, είναι ασφαλώς υποτυπώδης, αλλά το γεγονός ότι τον αναφέρουν δυο Ευαγγέλια επιβεβαιώνει, νομίζω, την ευαγγελική αυθεντικότητα της θεωρίας που θεμελιώνει τις μυθολογίες στη μιμητική θυματοποίηση.

Συχνά οι σημερινοί χριστιανοί νιώθουν άβολα με αυτή την υποτιθέμενη ανάσταση, που φαίνεται να μοιάζει με την αληθινή. Ωστόσο είναι ολοφάνερο, ότι ο Μάρκος κι ο Ματθαίος δεν συμμερίζονται την αμηχανία τους. Δεν κρύβουν τις ομοιότητες αλλά επισύρουν την προσοχή μας σε αυτές, όπως ο Λουκάς επισύρει την προσοχή μας στις ομοιότητες ανάμεσα στη χριστιανική θεία Κοινωνία και την ανίερη συμφιλίωση μεταξύ Ηρώδη και Πιλάτου έπειτα από τη θανάτωση του Χριστού. Οι ευαγγελιστές βλέπουν κάτι το πάρα πολύ απλό και θεμελιώδες, που θα έπρεπε να το δούμε κι εμείς. Μόλις εξοικειωθούμε με τις ομοιότητες ανάμεσα στη βία της Βίβλου και τη βία των μύθων, θα καταλάβουμε γιατί η Βίβλος δεν είναι μύθος. Θα καταλάβουμε, πόσο ριζικά διαφέρει η αντίδραση απέναντι στη βία όπως περιγράφεται στη Βίβλο από την αντίδραση που καταγράφεται στους μύθους.

Ευθύς εξαρχής, από την ιστορία του Κάιν και του Άβελ, η Βίβλος διακηρύσσει την αθωότητα των μυθικών θυμάτων και την ενοχή των θυτών τους. Καθώς έχουμε πια απομακρυνθεί από τους χρόνους της πρώτης ενθουσιώδους διάδοσης των Ευαγγελίων, αυτό το θεωρούμε πολύ φυσικό και δεν καθόμαστε ούτε μια στιγμή να σκεφτούμε, ότι στους κλασικούς μύθους συμβαίνει το αντίθετο: εδώ, οι διώκτες παρουσιάζονται πάντοτε σαν να έχουν κάποιο βάσιμο λόγο που καταδιώκουν τα θύματά τους. Οι διονυσιακοί μύθοι παρουσιάζουν ακόμα και τα πιο αποτρόπαια λυντσαρίσματα σαν νόμιμα. Στις Βάκχες, η μητέρα και οι αδελφές του Πενθέα έχουν δίκιο που τον σκοτώνουν: η ασέβειά του προς τον θεό Διόνυσο είναι μεγάλο σφάλμα και νόμιμα επισύρει το θάνατό του. Ακόμα και ο Οιδίπους παρουσιάζεται σαν άξιος της μοίρας του. Σύμφωνα με το μύθο, πράγματι σκότωσε τον πατέρα του και νυμφεύτηκε τη μητέρα του, και γι’ αυτό είναι υπεύθυνος για την πανούκλα που έπληξε τη Θήβα. Ο εξοστρακισμός του δεν είναι απλώς επιτρεπτή πράξη· είναι θρησκευτικό καθήκον.

Ακόμη κι όταν δεν κατηγορούνται για κανένα έγκλημα, τα θύματα των μύθων θεωρούνται άξια να θανατωθούν και η αθωότητά τους δεν αφαιρεί ίχνος νομιμότητας από το φόνο τους. Στον Βεδικό μύθο του Πουρούσα για παράδειγμα, δεν έχει προηγηθεί καμιά άδικη πράξη. Κι όμως, ο σφαγιαστικός τεμαχισμός του παρουσιάζεται σαν θεάρεστο έργο: τα κομμάτια του Πουρούσα ήταν απαραίτητα για να δημιουργηθούν οι τρεις μεγάλες κάστες, που αποτελούν το θεμέλιο της ινδικής κοινωνίας. Στο μύθο δικαιολογείται πάντοτε η βίαιη θανάτωση.

Εάν η βία των μύθων είναι καθαρά μιμητική ― αν μοιάζει με το Πάθος του Ιησού, όπως λέει ο ίδιος ―, τότε όλες αυτές οι δικαιολογήσεις είναι ψεύτικες. Ωστόσο, όλοι αυτοί οι μύθοι δεν μπορεί να είναι εντελώς φανταστικοί, δεδομένου ότι αντιστρέφουν συστηματικά­ το ποιος είναι αθώος και ποιος ένοχος. Σίγουρα είναι ψέματα αλλά είναι ψέματα του ιδιαίτερου εκείνου είδους, που απαιτεί η μυθική μετάδοση: η ψευδής κατηγορία διαδίδεται μιμητικά μέσα σε μια διαταραγμένη ανθρώπινη κοινότητα έως το σημείο εκείνο, που τα σκάνδαλα προκαλούν την πόλωση εναντίον του μοναχικού αποπομπαίου τράγου, η θανάτωση του οποίου ενώνει και πάλι την κοινότητα. Ο μηχανισμός παραγωγής μύθων είναι η μιμητική φρενίτιδα,  η οποία κρύβεται πίσω από το μύθο που η ίδια γεννά.

Δεν υπάρχει κανένα μυστικό στις δικαιολογήσεις που συναντάμε στους μύθους. Οι στερεοτυπικές κατηγορίες του βίαιου όχλου κατασκευάζονται πάρα πολύ εύκολα όποτε χρειάζεται να βρεθεί ένας αποπομπαίος τράγος. Στα Ευαγγέλια ωστόσο, ο μηχανισμός κατασκευής αποπομπαίων τράγων είναι τελείως ορατός, διότι εκεί συναντάει αντίσταση και δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά. Η αντίσταση στη μιμητική μετάδοση εμποδίζει το σχηματισμό μύθου. Κάτω από το φως των Ευαγγελίων, το συμπέρασμα είναι αδιαφιλονίκητο: οι μύθοι είναι η φωνή των κοινοτήτων που παραδίνονται ομόψυχα στη μιμητική φρενίτιδα της θυματοποίησης.

Την ερμηνεία αυτή ενισχύει το αισιόδοξο τέλος των μύθων. Η σύνδεση ανάμεσα στην ενοχή του θύματος και τη συμφιλίωση της κοινότητας είναι πάρα πολύ συχνή για να είναι τυχαία. Η μόνη δυνατή εξήγηση γι’ αυτήν, είναι η διαστρεβλωμένη παρουσίαση της ομόψυχης θυματοποίησης. Η βίαιη διαδικασία είναι αποτελεσματική μόνο όταν παραπλανά όλους τους παρευρισκόμενους και, στην περίπτωση των μύθων, αυτό αποδεικνύεται από την αρμονική και καθαρτήρια κατάληξη που ριζώνει πάνω σ’ ένα εντελώς ομόψυχο φονικό.

Ακούμε στις μέρες μας, ότι πίσω από κάθε κείμενο κι από κάθε συμβάν υπάρχει ένας απεριόριστος αριθμός ερμηνειών, που όλες τους έχουν πάνω-κάτω την ίδια αξία. Η αποκάλυψη της μιμητικής θυματοποίησης κάνει ολοφάνερο τον παραλογισμό αυτής της άποψης. Απέναντι στη μιμητική φρενίτιδα μπορούν να υπάρξουν μόνο δυο αντιδράσεις, που διαφέρουν καταλυτικά μεταξύ τους: Είτε παραδίνεται κανείς κι ενώνεται με τον διώκτη όχλο, είτε αντιστέκεται και υψώνει μόνος του το ανάστημά του. Η πρώτη αντίδραση είναι αυτή της ομόψυχης αυτοεξαπάτησης, την οποία αποκαλούμε μυθολογία. Η δεύτερη είναι ο δρόμος της αλήθειας, αυτός που ακολουθεί η Βίβλος.

Τα Ευαγγέλια δεν επιρρίπτουν τη θυματοποίηση στα θύματα αλλά στους θύτες. Αυτό που συστηματικά αποκρύπτουν οι μύθοι, η Βίβλος το αποκαλύπτει. Τούτη η διαφορά δεν είναι «ηθικιστική» (όπως νόμιζε ο Νίτσε), ούτε είναι ζήτημα υποκειμενικής επιλογής. Είναι ζήτημα αλήθειας. Όταν η Βίβλος και τα Ευαγγέλια λένε, ότι τα θύματα θα έπρεπε να σωθούν, δεν το λένε απλώς από «ευσπλαχνία» προς αυτά. Δείχνουν με το δάκτυλο την απάτη της ομόψυχης θυματοποίησης, την οποία οι ιδρυτικοί μύθοι χρησιμοποιούν για να επιλύονται οι κρίσεις και για να επανέρχεται η τάξη στις ανθρώπινες κοινότητες.

Όταν εξετάζουμε τους μύθους κάτω από το φως των Ευαγγελίων, γίνονται κατανοητές ακόμα κι οι πιο αινιγματικές πλευρές τους. Δείτε για παράδειγμα τις αναπηρίες και τις ανωμαλίες, που φαίνεται να μαστίζουν πάντοτε τους μυθικούς ήρωες. Ο Οιδίπους είναι κουτσός, όπως και πάρα πολλοί μυθικοί ήρωες και θεότητες. Κάποιοι έχουν ένα μόνο πόδι, ή μόνο ένα χέρι, ή είναι μονόφθαλμοι, ή τυφλοί, καμπούρηδες, κ.ο.κ. Άλλοι είναι ασυνήθιστα ψηλοί ή υπερβολικά κοντοί. Ορισμένοι έχουν κάποια χαρακτηριστική δερματοπάθεια, ή το σώμα τους μυρίζει τόσο που οι γείτονες φεύγουν μακριά. Ακόμα κι οι ελαχιστότερες αναπηρίες και ιδιαιτερότητες προξενούν αμηχανία σ’ έναν όχλο· κι έτσι, όταν προκύψει κάποια αναταραχή, αυτοί που τις έχουν επιλέγονται συνήθως για θύματα. Ο τρομερά μεγάλος αριθμός των ανάπηρων και των τερατόμορφων μεταξύ των μυθικών ηρώων πρέπει να είναι στατιστικό επακόλουθο του είδους θυματοποίησης, που γεννά τη μυθολογία. Όπως και ο πολύ μεγάλος αριθμός των «ξένων»: σε όλες τις απομονωμένες ομάδες, οι ξένοι γεννούν μια περιέργεια που γρήγορα μπορεί να εξελιχθεί σε εχθρότητα, όταν επικρατήσει κάποιος πανικός. Η μιμητική βία είναι ουσιαστικά παραπλανημένη. Επειδή δεν έχει πραγματικά σοβαρούς λόγους, επιλέγει τα θύματά της με βάση κάποια αμελητέα σημάδια ή ψευτο-αίτια, τα οποία μπορούμε να εντοπίσουμε ως κατεξοχήν αναγνωριστικά σημάδια της θυματοποίησης.

Στη Βίβλο τα ψευδή ή ασήμαντα αίτια της μυθικής βίας παραμερίζονται τελείως με την απλή και σαρωτική φράση «Με μίσησαν χωρίς καμιά αιτία» (Ιω., 15,25), με την οποία ο Ιησούς παραπέμπει και ουσιαστικά συνοψίζει τον 35ο Ψαλμό, έναν από τους «ψαλμούς αποπομπαίου τράγου» που κυριολεκτικά ανατρέπει τις μυθικές δικαιολογήσεις του όχλου: αντί να μιλάει ο όχλος θέλοντας να δικαιολογήσει τη βία του μες από διάφορες ψεύτικες αιτίες, τις οποίες νομίζει νόμιμες, εδώ μιλάει το θύμα και καταγγέλλει αυτές τις αιτίες ως ανύπαρκτες.

Αν θέλουμε να ερμηνεύσουμε τους αρχαϊκούς μύθους, πρέπει ν’ ακολουθήσουμε τη μέθοδο που συστήνει ο Ιησούς και στη θέση των ψευδών μυθικών αιτίων/δικαιολογήσεων να βάλουμε αυτό το χωρίς καμιά αιτία. Έχω την εντύπωση, ότι στη βυζαντινή αυτοκρατορία θεωρούσαν την τραγωδία του Οιδίποδα σαν κάτι ανάλογο με τα Πάθη του Χριστού. Αν αυτό αληθεύει, τότε εκείνοι οι πρώιμοι ανθρωπολόγοι προσέγγιζαν το σωστό πρόβλημα από τη λάθος μεριά. Περιστέλλοντας τα Ευαγγέλια σε ένα τετριμμένο μύθο, ανακάτευαν το ευαγγελικό φως με τη μυθολογία. Σωστό είναι το αντίθετο: να φωτίσουμε το σκοτάδι του μύθου με το φως των Ευαγγελίων.

Αν η ομόψυχη θυματοποίηση συμφιλιώνει και αναδιοργανώνει τις κοινωνίες στο βαθμό που παραμένει συγκαλυμμένη, τότε πρέπει να χάνει την αποτελεσματικότητά του σε ευθεία συνάρτηση με την αποκάλυψή της. Όταν το μυθικό ψεύδος αποκαλύπτεται δημόσια, τότε η πόλωση των σκανδάλων παύει να είναι ομόψυχη και η κοινωνική κάθαρση αποδυναμώνεται κι εξαφανίζεται. Αντί να συμφιλιώνει την κοινότητα, η θυματοποίηση ενισχύει τώρα τις διαιρέσεις και τις διαφωνίες.

Αυτές οι αποδιοργανωτικές συνέπειες πρέπει να είναι αισθητές στα Ευαγγέλια· και πράγματι είναι. Στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο για παράδειγμα, οτιδήποτε κάνει και λέει ο Ιησούς προκαλεί διχασμούς. Ο συγγραφέας του Ευαγγελίου όχι μόνο δεν αποσιωπά, ούτε μειώνει αυτό το γεγονός αλλά αντίθετα εφιστά διαρκώς την προσοχή μας σε αυτό. Παρόμοια, στο κατά Ματθαίον ο Ιησούς λέει: «Δεν ήρθα για να φέρω την ειρήνη, αλλά τη μάχαιρα» (Μτ, 10, 34). Εάν η μοναδική ειρήνη που έχει ποτέ χαρεί η ανθρωπότητα, εξαρτάται από την ασυνείδητη θυματοποίηση, τότε η συνείδηση που φέρουν τα Ευαγγέλια στον κόσμο δεν μπορεί παρά να την καταστρέψει.

Η εικόνα του Σατανά ― «ψεύτης και πατέρας του ψεύδους» (Ιω, 8,44) ― εκφράζει και αυτή τούτη την αντίθεση ανάμεσα στη μυθική συγκάλυψη και την ευαγγελική αποκάλυψη της θυματοποίησης. Η Σταύρωση ως ήττα του Σατανά, η προφητεία του Ιησού ότι «τελείωσε η κυριαρχία» του Σατανά (Μκ, 3,26), συνεπάγεται ένα λιγότερο εύτακτο κόσμο από εκείνο, στον οποίον ο Σατανάς είναι τελείως ελεύθερος. Η Καινή Διαθήκη (τόσο τα συνοπτικά Ευαγγέλια όσο και η Αποκάλυψη) δεν κλείνει με την καθησυχαστική αρμονία των μύθων, αλλά ανοίγει αποκαλυπτικές προοπτικές. Για να κερδίσει «την ειρήνη, που ξεπερνά τον ανθρώπινο νου», η ανθρωπότητα πρέπει ν’ αφήσει πίσω της την παλιά, μερική ειρήνη, η οποία ρίζωνε στη θυματοποίηση· κι αυτό δεν γίνεται χωρίς να υπάρξει μεγάλη αναστάτωση. Η αποκαλυπτική διάσταση δεν είναι κάποιο ξένο στοιχείο, που θα έπρεπε να αφαιρεθεί από την Καινή Διαθήκη για να «βελτιωθεί» ο χριστιανισμός. Είναι αναπόσπαστο στοιχείο της χριστιανικής αποκάλυψης.

Ο Σατανάς προσπαθεί να κλείσει το στόμα του Ιησού μέσα από την ίδια εκείνη διαδικασία, την οποία ανατρέπει ο Ιησούς. Έχει κάθε λόγο να πιστεύει πως το παλιό μιμητικό τέχνασμά του θα προκαλέσει, αυτή τη φορά με θύμα τον ίδιο τον Ιησού, ό,τι προκαλούσε ανέκαθεν: έναν ακόμα μύθο κλασικού τύπου, ένα κλειστό σύστημα μυθικών ψεμάτων. Έχει κάθε λόγο να πιστεύει, πως η μιμητική μετάδοση εναντίον του Ιησού θ’ αποδειχτεί γι’ άλλη μια φορά ακατανίκητη και πως έτσι θα συντριβεί η αποκάλυψη.

Οι προσδοκίες του Σατανά δεν ευοδώνονται. Τα Ευαγγέλια κάνουν καταρχήν όλα όσα έκανε προηγουμένως και η Βίβλος: υπερασπίζουν και αποκαθιστούν ένα θυματοποιημένο προφήτη, ένα θύμα που κατηγορήθηκε άδικα. Όμως, πέρα από αυτό, δίνουν οικουμενική διάσταση σ’ αυτή την υπεράσπιση και αποκατάσταση. Δείχνουν, ότι από καταβολής κόσμου τα θύματα όλων των φονικών που έμοιαζαν στο θείο Πάθος, υπήρξαν θύματα της ίδιας μιμητικής φρενίτιδας που θυματοποίησε τον Ιησού. Τα Ευαγγέλια ολοκληρώνουν αυτή την αποκάλυψη. Δίνουν στη βιβλική καταγγελία της ειδωλολατρείας μια συγκεκριμένη απόδειξη του πόσο ψεύτικους θεούς και πόσο βίαια πολιτισμικά συστήματα γέννησε. Αυτή είναι η αλήθεια, που απουσιάζει από τη μυθολογία, η αλήθεια που ανατρέπει το βίαιο σύστημα του κόσμου τούτου. Αν τα Ευαγγέλια ήταν κι αυτά μύθοι, τότε δεν θα μπορούσαν να παράσχουν τη γνώση που απομυθεύει την μυθολογία.

Παρ’ όλα αυτά ο χριστιανισμός δεν περιστέλλεται σε ένα λογικό σχήμα. Η αποκάλυψη της ομόψυχης θυματοποίησης δεν μπορεί ν’ αγκαλιάσει μια ολόκληρη κοινότητα. Αν συνέβαινε αυτό, τότε δεν θα ήταν αποκάλυψη. Μπορεί να είναι μόνο το κατόρθωμα μιας διαφωνούσας μειοψηφίας, που έχει τα κότσια να προκαλέσει την κατεστημένη αλήθεια αλλά και που ταυτόχρονα είναι αρκετά μικρή, ώστε να μην προξενήσει ένα νέο επεισόδιο σχεδόν ομόψυχης θυματοποίησης. Ωστόσο μια τέτοια μειοψηφία είναι τρομερά εύθραυστη και, υπό κανονικές συνθήκες, θα την κατάπινε η μιμητική μετάδοση. Η αποκάλυψη είναι ανθρωπίνως αδύνατη.

Στα περισσότερα βιβλικά κείμενα, η διαφωνούσα μειοψηφία παραμένει αόρατη. Όμως στα Ευαγγέλια ταυτίζεται με την ομάδα των πρώτων χριστιανών. Τα Ευαγγέλια διεκτραγωδούν αυτό που είναι ανθρωπίνως αδύνατο, τονίζοντας την αδυναμία των Μαθητών ν’ αντισταθούν στον όχλο κατά τη διάρκεια του Πάθους (ειδικά ο Πέτρος, που απαρνείται τρεις φορές τον Χριστό στην αυλή του αρχιερέα). Κι όμως, μετά τη Σταύρωση ― που θα έπρεπε να κάνει τα πράγματα χειρότερα από κάθε άλλη φορά ― αυτή η αξιολύπητη χούφτα αδύναμων ανθρώπων καταφέρνουν ξαφνικά αυτό που δεν είχαν κατορθώσει όταν ακόμα ο Ιησούς ήταν ακόμα δίπλα τους για να τους βοηθήσει: διατρανώνουν με θάρρος την αθωότητα του θύματος προκαλώντας ανοιχτά τους θύτες και γίνονται οι ατρόμητοι Απόστολοι της πρώτης Εκκλησίας.

Γι’ αυτή την αλλαγή είναι φυσικά υπεύθυνη η Ανάσταση. Ωστόσο ακόμα κι αυτό το συγκλονιστικό θαύμα δεν θ’ αρκούσε για να μεταμορφώσει τόσο ολοκληρωτικά αυτούς τους ανθρώπους εάν παρέμενε ένα μεμονωμένο θαύμα και δεν ήταν η πρώτη εκδήλωση της λυτρωτικής δύναμης του Σταυρού. Η ανθρωπολογική ανάλυση μάς επιτρέπει να πούμε ότι, όπως ακριβώς η αποκάλυψη του χριστιανικού θύματος διαφέρει από τις μυθικές αποκαλύψεις επειδή δεν ριζώνει στην αυταπάτη για την δήθεν ενοχή του αποπομπαίου τράγου, έτσι και η χριστιανική Ανάσταση διαφέρει από τις μυθικές αναστάσεις επειδή οι μάρτυρές της είναι άνθρωποι που τελικά κατορθώνουν να γλυτώσουν από τη φρενίτιδα της θυματοποίησης (όπως ο Πέτρος και ο Παύλος) και όχι άνθρωποι που παγιδεύονται από αυτήν (όπως ο Ηρώδης κι ο Πιλάτος). Η χριστιανική Ανάσταση είναι αναγκαία προϋπόθεση της καθαρά ανθρωπολογικής αποκάλυψης της ομόψυχης θυματοποίησης και της απομύθευσης των μυθικών αναστάσεων.

Ο θάνατος του Ιησού είναι πηγή χάριτος, όχι επειδή μέσω αυτού ο Πατέρας «πήρε την εκδίκησή του», αλλά επειδή ο Ιησούς έζησε και πέθανε με τέτοιο τρόπο που, αν τον υιοθετήσουν όλοι, θα λήξουν τα σκάνδαλα και η θυματοποίηση που πηγάζει από αυτά. Ο Χριστός έζησε όπως θα έπρεπε να ζουν οι άνθρωποι για να είναι ενωμένοι μ’ ένα Θεό, την αληθινή φύση του οποίου μάς αποκάλυψε.

Υπακούοντας εντελώς στις αντιμιμητικές οδηγίες Του, ο Ιησούς δεν έχει την παραμικρή ροπή προς τη μιμητική αντιπαλότητα και θυματοποίηση. Και, παραδόξως, πεθαίνει εξαιτίας αυτής της τέλειας αθωότητάς του. Γίνεται θύμα της διαδικασίας, από την οποία θ’ απελευθερώσει την ανθρωπότητα. Όταν έστω κι ένας μόνον άνθρωπος ακολουθεί τις οδηγίες της Βασιλείας του Θεού, φαίνεται πως γίνεται μια πρόκληση που δεν μπορούν ν’ ανεχτούν όσοι δεν κάνουν το ίδιο· κι έτσι αυτός ο άνθρωπος γίνεται αυτόματα θύμα όλων των ανθρώπων. Αυτό το παράδοξο αποκαλύπτει πλήρως «την αμαρτία του κόσμου τούτου», την ανικανότητα του ανθρώπου ν’ απελευθερώσει τον εαυτό του από τη βιαιότητά του.

Όσο ζούσε ο Χριστός, η διαφωνούσα μειοψηφία εκείνων που αντιστέκονται στη μιμητική μετάδοση περιορίζεται ουσιαστικά σε έναν άνθρωπο: στον ίδιο τον Ιησού, οποίος είναι το πιο αυθαίρετα επιλεγμένο θύμα (επειδή αξίζει τη βίαιη θανάτωσή του λιγότερο από οποιονδήποτε άλλον) και ταυτόχρονα το λιγότερο αυθαίρετα επιλεγμένο θύμα (επειδή η τελειότητά του είναι μια ασυγχώρητη ύβρις προς τον βίαιο κόσμο). Είναι ο επιλεγμένος αποπομπαίος τράγος, το αρνί του Θεού, που όλοι μας επιλέγουμε ασυνείδητα ακόμα κι όταν δεν έχουμε επίγνωση ότι θυματοποιούμε.

Όταν ο Ιησούς πεθαίνει μόνος, εγκαταλειμμένος από τους μαθητές του, οι διώκτες του συμφιλιώνονται και πάλι. Εάν τα Ευαγγέλια προσπαθούσαν ν’ αφηγηθούν ένα μύθο, τότε η αλήθεια που προσπάθησε ν’ αποκαλύψει ο Χριστός θα θαβόταν μια για πάντα· κι έτσι θα είχε στρωθεί το έδαφος για τη θριαμβευτική αποκάλυψη του μυθικού θύματος ως θείας πηγής αναδιοργάνωσης της κοινωνίας μέσα από την «καλή» βία του αποπομπαίου τράγου, η οποία τερματίζει την κακή μιμητική βία που είχε απειλήσει θανάσιμα την κοινωνία.

Ο άμεσος λόγος που αυτή τη φορά δεν έχουμε ένα μύθο περί θανάτου και ανάστασης ― ο λόγος που στο τέλος κατατροπώνεται ο Σατανάς ―, είναι η ξαφνική έκρηξη θάρρους που συμβαίνει στους Μαθητές. Όμως αυτή η δύναμη δεν προέρχεται από τους ίδιους. Πηγάζει ολοφάνερα από τον θάνατο του Ιησού. Η θεία Χάρη κάνει τους Μαθητές να μοιάσουν περισσότερο με το Χριστό, ο οποίος, πριν από το θάνατό του, τους είχε αναγγείλει ότι θα τους βοηθούσε το Άγιο Πνεύμα της αλήθειας. Αυτός είναι, πιστεύω, ένας λόγος για τον οποίον το κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο αποκαλεί το Πνεύμα του Θεού Παράκλητο, μια ελληνική λέξη που σημαίνει πολύ απλά τον συνήγορο, αυτόν που υπερασπίζεται τον κατηγορούμενο ενώπιον του δικαστηρίου. Μεταξύ άλλων πραγμάτων, ο Παράκλητος είναι ο αντίπαλος του Κατήγορου: το Πνεύμα της Αλήθειας, που καταρρίπτει οριστικά το σατανικό ψεύδος. Να γιατί ο Παύλος γράφει: «Μιλώ για το σοφό σχέδιο του Θεού, που έμεινε κρυμμένο από τους ανθρώπους […] Αυτό, καμιά από τις δυνάμεις που κυβερνούν αυτόν εδώ τον κόσμο, δεν το κατάλαβε· γιατί αν το είχαν καταλάβει, δεν θα σταύρωναν τον Κύριο της δόξας» (Προς Κορινθίους, Α΄, 2,7-8).

Η αληθινή Ανάσταση δεν στηρίζεται στο μυθικό ψεύδος, που θέλει το θύμα να είναι ένοχο και ν’ αξίζει να θανατωθεί. Στηρίζεται στην κατάρριψη αυτού του ψεύδους, κατάρριψη που έρχεται από τον αληθινό Θεό και η οποία ανοίγει και πάλι διαύλους επικοινωνίας, που η ανθρωπότητα είχε κλείσει από μόνη της παγιδευόμενη στους δικούς της βίαιους πολιτισμούς. Μόνο η θεία Χάρη μπορεί να εξηγήσει γιατί, μετά από την Ανάσταση, μπόρεσαν οι Μαθητές να γίνουν η διαφωνούσα μειοψηφία μέσα σ’ έναν ωκεανό θυματοποίησης και πώς μπόρεσαν να κατανοήσουν τότε, αυτό που δεν καταλάβαιναν νωρίτερα: την αθωότητα όχι μόνο του Χριστού αλλά και όλων των από καταβολής κόσμου θυμάτων των φονικών που μοιάζουν με το θείο Πάθος.

 

Ρενέ Ζιράρ

από το First Things,τχ 62 (Απρίλιος 1996)