- Συγγραφέας: Πάπας Φραγκίσκος
ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΥ
Βασιλική Βατικανού
27η Κυριακή του κανονικού Χρόνου, 4 Οκτωβρίου 2015
« Αν αγαπάμε ο ένας τον άλλον, είμαστε σε κοινωνία με τον Θεό, και η αγάπη του μέσα μας έχει ολοκληρωθεί» (1Ιω 4,12).
Τα βιβλικά αναγνώσματα αυτής της Κυριακής μοιάζουν επιλεγμένα ειδικά για το γεγονός της χάριτος που η Εκκλησία ζει αυτές τις μέρες, δηλ. τηνΚανονική Συνέλευση της Συνόδου των Επισκόπων με θέμα την οικογένεια, που εγκαινιάζεται με την παρούσα ευχαριστιακή πανήγυρη.
Τα αναγνώσματα αυτά είναι επικεντρωμένα σε τρία θέματα : το δράμα της μοναξιάς, την αγάπη μεταξύ γυναίκας και άνδρα και την οικογένεια.
Η μοναξιά
Ο Αδάμ, όπως διαβάσαμε στο πρώτο ανάγνωσμα, ζούσε μέσα στον Παράδεισο, έδινε στα άλλα δημιουργήματα τα ονόματά τους, ασκώντας μια κυριαρχία που έδειχνε την αναμφισβήτητη και ασύγκριτη υπεροχή του· αλλά, παρ’ όλα αυτά, αισθανόταν μόνος επειδή «δεν βρέθηκε σύντροφος όμοιός του» (Γεν2,20), και είχε την εμπειρία της μοναξιάς.
Η μοναξιά, το δράμα που, σήμερα ακόμα, ταλαιπωρεί τόσους άνδρες και γυναίκες. Σκέπτομαι τους ηλικιωμένους, και μάλιστα τους εγκαταλειμμένους από τα αγαπητά τους πρόσωπα κι από τα ίδια τα παιδιά τους· τις χήρες και τους χήρους· τόσους και τόσες που ο άνδρας τους ή η γυναίκα τους τούς εγκατέλειψαν· τόσους ανθρώπους που, εκ των πραγμάτων, αισθάνονται μόνοι, χωρίς κάποιον να τους καταλαβαίνει, κάποιον να τους ακούει· τους μετανάστες και τους πρόσφυγες που φεύγουν για να γλιτώσουν από τους πολέμους και τους διωγμούς· τόσα νεαρά θύματα του καταναλωτικού πολιτισμού, του ‘κάνε χρήση και πέτα’, και του πολιτισμού των απορριμμάτων.
Σήμερα βιώνεται το παράδοξο ενός κόσμου που θεωρείται ως σύνολο, όπου βλέπει κανείς πολλές κατοικίες πολυτελείς και ουρανοξύστες, αλλά όλο και λιγότερη σπιτική και οικογενειακή θαλπωρή· πολλά φιλόδοξα προγράμματα, αλλά λίγο χρόνο για να βιωθούν αυτά τα επιτεύγματα· πολλά εξεζητημένα μέσα διασκέδασης, αλλά ένα όλο και βαθύτερο κενό στην καρδιά· πολλές απολαύσεις, αλλά λίγη αγάπη· πολλή ελευθερία, αλλά λίγη αυτονομία… Όσοι αισθάνονται μόνοι είναι όλο και περισσότεροι, αλλά το ίδιο και όσοι κλείνονται στον εγωισμό, στη μελαγχολία, στην καταστροφική βία και στη δουλεία της απόλαυσης και του θεού χρήματος.
Ζούμε σήμερα, κάπως, την ίδια εμπειρία με τον Αδάμ : πολλή δύναμη, που συνοδεύεται από πολλή μοναξιά και αίσθηση του ευάλωτου της ύπαρξής μας· αυτό το εικονίζει η οικογένεια. Όλο και λιγότερη σοβαρότητα για την πρόοδο μιας σχέσης σταθερής και γόνιμης αγάπης : στην υγεία και στην αρρώστια, στον πλούτο και στη φτώχεια, στην ευτυχία και στη δυστυχία. Η διαρκής, πιστή, συνειδητή, σταθερή, γόνιμη αγάπη είναι όλο και περισσότερο αντικείμενο χλευασμού και θεωρείται σαν μια υπόθεση της αρχαιότητας. Θα έλεγε κανείς ότι οι πιο προηγμένες κοινωνίες είναι ακριβώς εκείνες που έχουν τα χαμηλότερα ποσοστά γεννητικότητας και τα υψηλότερα εκτρώσεων, διαζυγίων, αυτοκτονιών και μολύνσεως περιβαλλοντικής και κοινωνικής.
Η αγάπη μεταξύ του άνδρα και της γυναίκας
Στο πρώτο ανάγνωσμα, διαβάζουμε ακόμα πως η καρδιά του Θεού κάπως πόνεσε βλέποντας τη μοναξιά του Αδάμ, και είπε : «δεν είναι καλό να είναι ο άνθρωπος μόνος. Θα του φτιάξω έναν σύντροφο όμοιο μ’ αυτόν» (Γεν 2, 18). Αυτά τα λόγια δείχνουν πως τίποτα δεν κάνει ευτυχισμένη την καρδιά του ανθρώπου όσο μια καρδιά που του μοιάζει, που ανταποκρίνεται στη δική του, που τον αγαπά και τον βγάζει από τη μοναξιά και από το αίσθημα πως είναι μόνος. Δείχνουν επίσης πως ο Θεός δεν δημιούργησε τον άνθρωπο για να ζει μέσα στη λύπη ούτε για να μένει μόνος, αλλά για την ευτυχία, για να μοιράζεται τον δρόμο του με ένα άλλο πρόσωπο που θα τον συμπληρώνει, ώστε να ζουν την εκπληκτική εμπειρία της αγάπης, δηλ. να αγαπά κανείς και να τον αγαπούν, και να βλέπει τη γονιμότητα της αγάπης του στα παιδιά, όπως το λέει ο Ψαλμός που διαβάστηκε σήμερα (βλ. Ψαλ 128).
Αυτό είναι το όνειρο του Θεού για το αγαπημένο του δημιούργημα : να το βλέπει να πραγματώνεται μέσα στην ένωση αγάπης μεταξύ άνδρα και γυναίκας· ευτυχισμένο πάνω στον κοινό τους δρόμο, γόνιμο στην αμοιβαία προσφορά. Είναι το ίδιο σχέδιο που ο Ιησούς, στο σημερινό Ευαγγέλιο, συνοψίζει μ’ αυτά τα λόγια : «Από την αρχή της κτίσεως, ο Θεός τους δημιούργησε άνδρα και γυναίκα. Γι’ αυτό ο άνδρας θα εγκαταλείψει τον πατέρα και τη μητέρα του, θα ενωθεί με τη γυναίκα του, και οι δύο θα γίνουν ένας άνθρωπος» (Μκ 10, 6-8) · (βλ.Γεν 1,27· 2,24).
Ο Ιησούς, μπροστά στο ρητορικό ερώτημα που του ετέθη – πιθανόν ως παγίδα, για να τον κάνουν μεμιάς αντιπαθή στο πλήθος που τον ακολουθούσε και που εφάρμοζε το διαζύγιο ως πραγματικότητα ριζωμένη και άθικτη -, απαντά με τρόπο ειλικρινή και απρόσμενο : τα ανάγει όλα στην αρχή, στην αρχή της δημιουργίας, για να μας μάθει πως ο Θεός ευλογεί την ανθρώπινη αγάπη, πως είναι αυτός που ενώνει τις καρδιές ενός άνδρα και μιας γυναίκας που αγαπιούνται και αυτός τις ενώνει μέσα στην ενότητα και στο αδιάλυτο. Αυτό σημαίνει πως ο σκοπός της συζυγικής ζωής δεν είναι μόνο να ζουν μαζί για πάντα, αλλά να αγαπιούνται για πάντα ! Ο Ιησούς αποκαθιστά έτσι την τάξη που ήταν στην αρχή και που είναι αρχή.
Η οικογένεια
«Ό,τι λοιπόν συνένωσε ο Θεός δεν πρέπει να το χωρίζει ο άνθρωπος» (Μκ 10,9). Είναι μια προτροπή στους πιστούς να ξεπεράσουν κάθε μορφή ατομικισμού και νομικισμού, που κρύβει έναν ευτελή εγωισμό και ένα φόβο ευτελισμού της αυθεντικής σημασίας του ζεύγους και της ανθρώπινης σεξουαλικότητας σύμφωνα με το σχέδιο του Θεού.
Πράγματι, μόνο κάτω από το φως της τρέλας της δωρεάς της πασχάλιας αγάπης του Ιησού μπορεί να φανεί κατανοητή η τρέλα μιας συζυγικής αγάπης μοναδικής και ώς τον θάνατο.
Για τον Θεό, ο γάμος δεν είναι μια ουτοπία κατάλληλη για την εφηβεία, αλλά ένα όνειρο χωρίς το οποίο το δημιούργημά του θα είναι προορισμένο για τη μοναξιά ! Πράγματι, ο φόβος να συγκατατεθεί κανείς σ’ αυτό το σχέδιο παραλύει την καρδιά του ανθρώπου.
Παραδόξως επίσης, ο σημερινός άνθρωπος – που γελοιοποιεί συχνά αυτό το σχέδιο – ελκύεται και μαγεύεται από κάθε αυθεντική αγάπη, από κάθε σταθερή αγάπη, από κάθε γόνιμη αγάπη, από κάθε αγάπη πιστή και αιώνια. Τον βλέπουμε ν’ ακολουθεί τις πρόσκαιρες αγάπες, αλλά ονειρεύεται την αυθεντική αγάπη· τρέχει πίσω από τις σαρκικές απολαύσεις, αλλά επιθυμεί την ολοκληρωτική προσφορά.
Πράγματι, «τώρα που έχουμε πλήρως απολαύσει τις υποσχέσεις της απεριόριστης ελευθερίας, αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε απ’ την αρχή την έκφραση ‘’λύπη του κόσμου τούτου’’. Οι απαγορευμένες απολαύσεις χάνουν την έλξη τους από τη στιγμή που παύουν να είναι απαγορευμένες. Ακόμα κι αν έχουν φτάσει στα άκρα κι αν έχουν ανανεωθεί απεριόριστα, παραμένουν ανούσιες επειδή είναι πράγματα πεπερασμένα, κι εμείς, αντίθετα, διψάμε το άπειρο» (Ιωσήφ Ratzinger, Auf Christus schauen. Einubung in Glaube, Hoffnung, Liebe, Freiburg 1989, σελ. 73).
Μέσα σ’ αυτή την πολύ δύσκολη κοινωνική και γαμήλια συνάφεια, η Εκκλησία καλείται να ζει την κλήση της με πίστη, με αλήθεια και με αγάπη. Να ζει την κλήση της με πίστη στον Κύριό της σαν μια φωνή που κραυγάζει μέσα στην έρημο, για να υποστηρίξει την πιστή αγάπη, και να ενθαρρύνει τις πάρα πολλές οικογένειες που ζουν τον γάμο τους σαν ένα χώρο όπου εκδηλώνεται η θεϊκή αγάπη· για να υποστηρίξει την ιερότητα της ζωής, κάθε ζωής· για να υποστηρίξει την ενότητα και το αδιάλυτο του συζυγικού δεσμού ως σημείου της χάριτος του Θεού και της ικανότητας του ανθρώπου ν’ αγαπά σοβαρά.
Η Εκκλησία καλείται να ζει την κλήση της μέσα στην αλήθεια που δεν αλλάζει ανάλογα με τις περαστικές συνήθειες και τις κυρίαρχες ιδέες. Στην αλήθεια που προστατεύει τον άνθρωπο και την ανθρωπότητα από τους πειρασμούς της αυτοαναφορικότητας και της μετατροπής της γόνιμης αγάπης σε στείρο εγωισμό, την πιστή ένωση σε δεσμούς παροδικούς. «Στερημένη από αλήθεια, η αγάπη πέφτει στον αισθηματισμό. Η αγάπη καταντά ένακέλυφος αδειανό,εκτεθειμένο στη δυνατότητα να γεμίσει με οτιδήποτε αυθαίρετα επιλεγμένο. Είναι ο θανατηφόρος κίνδυνος που αντιμετωπίζει η αγάπη μέσα σ’ έναν πολιτισμό χωρίς αλήθεια» (Βενέδικτος 16ος , Εγκ. Caritas in veritate, n. ).
Και η Εκκλησία καλείται να ζει την κλήση της μέσα στην αγάπη που δεν δείχνει με το δάχτυλο για να κρίνει τους άλλους, αλλά –πιστή στη μητρική της φύση – αισθάνεται το καθήκον να αναζητά και να φροντίζει τα πληγωμένα ζευγάρια με το έλαιον της υποδοχής και της ευσπλαχνίας· να είναι ‘’νοσοκομείο εξοχής’’ με τις πόρτες ανοιχτές για να υποδέχεται οποιονδήποτε χτυπάει για να ζητήσει βοήθεια και υποστήριξη· κι ακόμα, να βγει από τον περίβολό της προς τους άλλους με μια αγάπη αληθινή, για να βαδίσει μαζί με την πληγωμένη ανθρωπότητα, για να την συμπεριλάβει και να την οδηγήσει στην πηγή της σωτηρίας.
Μια Εκκλησία που διδάσκει και υποστηρίζει τις θεμελιώδεις αξίες, χωρίς να ξεχνά ότι «Το Σάββατο έγινε για τον άνθρωπο· όχι ο άνθρωπος για το Σάββατο» (Μκ 2, 27)· και ότι ο Ιησούς είπε επίσης : «Δεν έχουν ανάγκη από γιατρό οι υγιείς, αλλά οι άρρωστοι. Δεν ήρθα να καλέσω σε μετάνοια τους δικαίους, αλλά τους αμαρτωλούς» (Μκ 2, 17). Μια Εκκλησία που εκπαιδεύει τους νέους για την αυθεντική αγάπη, εκείνην που είναι ικανή να αποσπά από τη μοναξιά, χωρίς να ξεχνά την αποστολή της του καλού σαμαρείτη για την πληγωμένη ανθρωπότητα.
Θυμάμαι τον Άγιο Ιωάννη Παύλο τον 2ο όταν έλεγε :« Το λάθος και το κακό πρέπει πάντα να καταδικάζονται και να πολεμούνται· αλλά ο άνθρωπος που πέφτει ή που απατάται πρέπει να κατανοείται και ν’ αγαπάται […] Οφείλουμε ν’ αγαπάμε τον καιρό μας και να βοηθούμε τονάνθρωπο του καιρού μας» (Discours a l’ Action Catholique Italienne, 30 decembre 1978 : Insegnamenti I [1978], 450). Και η Εκκλησία οφείλει να τον αναζητά, να τον υποδέχεται και να τον συνοδεύει, επειδή μια Εκκλησία με πόρτες κλειστές προδίδει η ίδια τον εαυτό της και προδίδει την αποστολή της, και αντί να είναι γέφυρα γίνεται φραγμός : «Όλοι έχουν την ίδια προέλευση, και αυτός που εξαγνίζει και αυτοί που εξαγνίζονται· γι’ αυτό και ο Ιησούς δεν ντρέπεται να τους ονομάζει αδελφούς του» (Εβρ 2, 11).
Με αυτό το πνεύμα ας ζητήσουμε από τον Κύριο να μας συνοδεύει στη διάρκεια της Συνόδου και να οδηγεί την Εκκλησία του, με τη μεσιτεία της Αειμακάριστης Παρθένου Μαρίας και του Αγίου Ιωσήφ, του πανάγνου συζύγου της.