Γάμος

Συγγραφέας: Welles Orson

Είναι η λέξη που προφέρει πεθαίνοντας ο πρωταγωνιστής του Όρσον Ουέλς στην ταινία του «Ο πολίτης Κέιν». Παρακάτω παραθέτουμε ένα όμορφο “μπουμπούκι” από τη συνέντευξη που έδωσε ο Όρσον Ουέλς τον Μάρτιο του 1967. Ένας έξυπνος άνθρωπος (ήταν 25 χρονών όταν γύρισε την ταινία «Ο πολίτης Κέιν»), έχει οξυδερκείς παρατηρήσεις για θέματα που απασχολούν κάθε σημερινό άνθρωπο. Η εξειδίκευση, η τέχνη, η οικογενειακή υποδομή του καθενός ως βοήθεια ή εμπόδιο, τα λόγια, το σεξ και η πορνογραφία (η συνέντευξη είναι σε περιοδικό εκφραστή-προωθητή τέτοιων αντιλήψεων!), η πίστη, είναι θέματα ψυχής για τον καθένα μας.

   Ας δούμε την προοπτική ματιά γι’ αυτά τα θέματα του Όρσον Ουέλς, παίρνοντας ό,τι χρήσιμο.

 

Σε μιαν εποχή που η ειδίκευση κατακτά όλο και περισσότερο έδαφος, εσείς έχετε χρησιμοποιήσει σχεδόν όλα τα εκφραστικά μέσα στην Τέχνη. Δεν νοιώσατε ποτέ την ανάγκη να ειδικευθείτε;

 

Όχι. Είναι μεγάλο κρίμα ότι ζούμε στην εποχή του «ειδικού» και ότι τον σεβόμαστε τόσο πολύ. Ένας μεγάλος ειδικός, ο Γκρεγκ Τόλαντ, ο φωτογράφος του «Πολίτη Κέιν», και ο μόνος μεγάλος κάμεραμαν που ξέρω, είπε κάποτε πως μπορούσε να με διδάξει την τέχνη του μέσα σε τέσσερις ώρες. Και το έκανε. Δεν νομίζω ότι ο ειδικός είναι θεός, όπως θέλει να τον παρουσιάζει η εποχή μας. Μπορεί να είναι κανείς σήμερα όπως ο άνθρωπος της Αναγέννησης, δηλαδή άτομο που να ανήκει με την ίδια άνεση στον κόσμο της Τέχνης και στον κόσμο της επιστήμης; Δεν είναι μόνο δυνατό, αλλά και αναγκαίο, αφού το μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε σήμερα είναι η σύνθεση. Κάποτε πρέπει να μαζέψουμε τα σκόρπια κομμάτια και να βρούμε ένα νόημα. Η συνέχιση της αναζήτησης προς μια κατεύθυνση μόνο είναι η μεγαλύτερη τρέλα. Η διεύρυνση του προσωπικού ορίζοντα είναι κάτι που δεν θα βοηθήσει μόνο το άτομο, αλλά και την κοινωνία. Ό,τι δεν μπορεί να μάθει ένας έξυπνος άνθρωπος, με την προϋπόθεση ότι είναι πραγματικά ζωντανός και πνευματικά ερευνητικός, δεν αξίζει τον κόπο να διδάσκεται στα σχολεία. Προσωπικά π.χ., πέρα από τις όποιες γνώσεις μου γύρω από το ελισαβετιανό θέατρο, μπορώ να αναλύσω τις βασικές αρχές της διάσπασης του ατόμου, κάτι που πρέπει να είναι σε θέση να κάνει ο σημερινός άνθρωπος. Δεν λέω πως το θέμα τούτο αποτελεί «μυστήριο, που ανήκει στον επιστήμονα». Χωρίς, βέβαια, να διεκδικώ με αυτές τις γνώσεις μου μια θέση σημαντική στην αμερικανική άμυνα!

 

Σε πολλές από τις ταινίες σας έχει κανείς την εντύπωση πως ο ήρωας δεν έχει πατέρα. Δεν ξέρουμε π.χ. τίποτα για τον πατέρα του Κέιν. Και ο Τζωρτζ στους «Υπέροχους Άμπερσονς» καταστρέφει τη ζωή της χήρας μητέρας του, επειδή δεν την αφήνει να ξαναπαντρευτεί. Στον «Φάλσταφ» ο πατέρας του ήρωα, ο Ερρίκος Δ, είναι ένας δολοφόνος και σφετεριστής της εξουσίας. Τον πνευματικό πατέρα του Πρίγκιπα Χαλ, τον Φάλσταφ, ενσαρκώνετε εσείς. Αντανακλά μήπως αυτή η θέση σας απέναντι στους «πατέρες» κάτι από την προσωπική σας ζωή;

 

Δεν το νομίζω. Ο δικός μου πατέρας, θυμάμαι, ήταν ένας άνθρωπος συμπαθητικός και γοητευτικός. Υπήρξε ένας τύπος πλέι μπόι και χαρτοπαίκτη, μάλλον λιγάκι γέρος για τέτοια πράγματα τότε, αλλά ήταν οπωσδήποτε θαυμάσιος άνθρωπος, που ο θάνατός του με πλήγωσε πολύ. Όχι, η πλοκή του έργου με ενδιαφέρει πάντα αντικειμενικά και όχι γιατί περιέχει στοιχεία αυτοβιογραφικά. Ο Φάλσταφ διαθέτει τον καλύτερο μύθο από όλα τα έργα του Σαίξπηρ. Δεν είναι το καλύτερο έργο, αλλά εκείνο που έχει την καλύτερη πλοκή. Το τρίγωνο πατέρας-γιος-Φάλσταφ έχει έναν πλούτο μοναδικό, αποτελεί μιαν ολοκληρωμένη σαιξπηρική δημιουργία. Σε άλλα έργα ο Σαίξπηρ δανείστηκε μια καλή υπόθεση και της χάρισε την πνοή του. Τίποτα, όμως, στα χρονικά του Μεσαίωνα δεν περιέχει το σπέρμα του πλέγματος Φάλσταφ-Χαλ-Βασιλιάς. Αποτελεί καθαρό δημιούργημα του Σαίξπηρ, όπως και ο ίδιος ο Φάλσταφ, ο μόνος «αγαθός» ήρωας σε ολόκληρη την ιστορία της δραματουργίας.

 

Κλείνει μήπως η ταινία σας αυτή για τον Φάλσταφ κάποιο μήνυμα;

 

Αποτελεί θρήνο για τον χαμό της παράδοσης του ιπποτισμού και για τον χαμό της παλιάς «Χαρούμενης Αγγλίας». Ήδη τον καιρό του Σαίξπηρ η αισθησιακή, ειδωλολατρική Αγγλία αποτελούσε μύθο – μύθο όμως αληθινό. Ο Χαλ, προδίδοντας τον Φάλσταφ, προδίδει την παλιά μορφή της Αγγλίας για χάρη της νέας, που ο Σαίξπηρ σιχαίνεται. Πρόκειται για την μορφή, που οδήγησε τελικά στη Βρετανική Αυτοκρατορία...

 

Σας έχουν κατηγορήσει ότι σπαταλάτε τις δυνάμεις σας στην κουβέντα. Ο άγγλος κριτικός Σίριλ Κόνολι λέει ότι η κουβέντα για τον καλλιτέχνη αντιπροσωπεύει «μια τελετή αφιερωμένη στη σπατάλη». Σας θίγει καθόλου αυτή η φράση;

 

Όχι. Μου φέρνει όμως στο νου τον Θόρντον Ουάιλντερ (σ.σ. αμερικανός θεατρικός συγγραφέας και μυθιστοριογράφος) και τις θεωρίες του για την «κονσερβοποιημένη κουβέντα». Έλεγε: «Σταμάτα να σπαταλάς τις δυνάμεις σου Όρσον. Πρέπει να κάνεις αυτό που κάνω εγώ. Δηλαδή να σερβίρεις έτοιμες κουβέντες». Ο Ουάιλντερ πρόσφερε μια μίμηση της Γερτρούδης Στάιν ή του Λόπε ντε Βέγκα, ακριβώς όπως ένας κωμικός μιμείται για μερικά λεπτά την πεθερά του. Έτσι, δεν «σπαταλούσε» τις δυνάμεις του. Πιστεύω, όμως, πως ο άνθρωπος δεν διαθέτει περισσότερη δύναμη επειδή δεν την σπαταλά. Η δύναμη δεν είναι πολύτιμο υγρό, που φυλάγεται σε κάποια κρυφή μπουκάλα. Είμαστε όντα κοινωνικά και ο διάλογος –ο γνήσιος διάλογος, όχι ο παπαγαλισμός των έτοιμων εννοιών και λέξεων του συρμού– αποτελεί ουσιαστικό μέρος της σωστής ζωής. Δεν είναι προς τιμήν του καλλιτέχνη να πιστεύει ότι το έργο του έχει τόση σημασία, ώστε να μην βρίσκει ούτε ένα λεπτό για να μιλήσει σε κάποιο φίλο…

 

Ποια είναι η στάση σας απέναντι στην πορνογραφία και στη χρήση ασέμνων λέξεων από τους λογοτέχνες;

 

Οι άσεμνες λέξεις είναι χρήσιμο εργαλείο για τον λογοτέχνη, χάνουν όμως την αιχμή τους όταν μπορεί να τις μεταχειρισθεί περίπου ελεύθερα. Πρέπει να κρατήσουμε κάτι στο λεκτικό μας οπλοστάσιο, που να μπορεί να ξαφνιάσει. Όσο για την πορνογραφία, δεν συμφωνώ με την ανοχή που υπάρχει σήμερα στην κυκλοφορία της. Δεν εννοώ την περίπτωση του «Εραστή της Λαίδης Τσάτερλυ» – το είδος δηλαδή του βιβλίου με θέμα το σεξ, που απαγορευόταν στο παρελθόν. Αναφέρομαι στην πραγματική πορνογραφία, την πορνογραφική ταινία και τα πορνογραφήματα. Η διαφορά ανάμεσα στα δύο είναι σαφής: η καθαυτό πορνογραφία είναι κάτι το βρώμικο και το αρρωστημένο, έστω και αν στην αρχή μοιάζει με άκακο, σεξουαλικό διεγερτικό. Δεν αποτελεί αθώα ανακούφιση από την πίεση των απωθημένων μας, αλλά ενθάρρυνση και υποδαύλιση της αρρώστιας – ειδικά στην περίπτωση των νέων, που δεν έχουν ακόμη ανακαλύψει στο σεξ την αγάπη και την τρυφερότητα…

 

Θα κόβατε μια ταινία ή μια θεατρική παράσταση πορνογραφική, αν περνούσε από το χέρι σας;

 

Είμαι τόσο αντίθετος σε κάθε έννοια λογοκρισίας, που πρέπει να απαντήσω αρνητικά. Όχι, δεν θα έκοβα τίποτα. Αν όμως δεν υπήρχε λογοκρισία, έχω ένα μικρό κατάλογο πραγμάτων που θα προτιμούσα να μην υπάρχουν, τουλάχιστον όχι συχνά. Το πολύ πιπέρι δεν κάνει καλό στη γεύση. Τόσο στον κινηματογράφο όσο και στο θέατρο η μεγάλη ελευθεριότητα μπορεί να οδηγήσει στην επικράτηση απλώς της ωμότητας, φτωχαίνοντας έτσι τη δραματική έκφραση. Ασφαλώς δεν πρέπει να «λογοκρίνεται» ο καλλιτέχνης, πρέπει ωστόσο να μπορεί να συγκρατηθεί ο ίδιος, για να μην περιορίσει τη γλώσσα της τέχνης του. Το ίδιο ισχύει για τη βία και για τις άλλες ακρότητες στο θέατρο. Ίσως τελικά θα πρέπει να υπάρξει λογοκρισία μόνο για κάτι που θεωρώ απόλυτα απαράδεκτο – την προπαγάνδα που στρέφεται εναντίον κάθε σχέσης βασισμένης στην αγάπη.

 

 

Πιστεύετε στον Θεό;

 

Το θέμα της πίστης το νοιώθω σαν ένα διαρκή εσωτερικό διάλογο, που δεν έχει καταλήξει σε ξεκάθαρο ανακοινώσιμο συμπέρασμα. Ίσως να μην πιστεύω στον θεό, είμαι όμως αναμφίβολα φύση θρησκευτική. Εκείνο που βρίσκω θαυμαστό στην ιουδαιοχριστιανική σύλληψη είναι η σκέψη ότι ο άνθρωπος –όποια και αν είναι η καταβολή του και όσο κοντά και αν βρίσκεται στον αιμοβόρο πίθηκο– είναι πραγματικά μοναδικός. Όταν είμαστε ικανοί να αγαπάμε χωρίς υπολογισμό, γινόμαστε ένα απόλυτα μοναδικό είδος επάνω σε τούτον τον πλανήτη. Κανένα άλλο ον δεν μπορεί να συγκριθεί μαζί μας. Η έννοια της θεότητας του Χριστού αποτελεί έκφραση αυτής ακριβώς της αλήθειας. Και γι’ αυτό είναι ο μύθος του αληθινός. Εκφράζει δραματικά, με τη μεγαλύτερη δυνατή τραγικότητα, την έννοια της θεότητας του ανθρώπου.

 

Συμφωνείτε με τον σημερινό καλλιτέχνη που λέει: «Δεν με ενδιαφέρει τι θα συμβεί αύριο στην δουλειά μου – προορισμός της είναι το τώρα»;

 

Όχι. Γιατί ο καλλιτέχνης που δεν νοιάζεται για το αύριο δεν θα έπρεπε να νοιάζεται ούτε για το σήμερα. Όταν νοιάζεσαι μόνο για το σήμερα, αγνοώντας όλο τον άλλο χρόνο, όταν γίνεσαι τόσο συνειδητά σύγχρονος, καταντάς, παράδοξα, ξεπερασμένος. Αυτό το μειονέκτημα έχει ο συνεταιρισμός του καλλιτέχνη με τον διαφημιστή. Στην εποχή μας το σήμερα εξαγιάζεται και εξιδανικεύεται. Αλλά το σήμερα δεν είναι παρά μια μέρα μέσα στην Ιστορία. Μόνο για τον διαφημιστή, για κάποιον δηλαδή που επιδιώκει να πουλήσει κάτι, έχει κάποια σημασία… Πώς θα επιθυμούσατε να σας θυμάται ο κόσμος; Δεν θέλω να με απασχολεί πια η εγκόσμια επιτυχία – όχι περισσότερο από όσο μου χρειάζεται για να συνεχίσω να ζω και να δουλεύω. Σας λέω μιαν αλήθεια, δεν κάνω τον έξυπνο: Έχω ανάγκη την επιτυχία ως ένα σημείο, πιστεύω όμως πως ο έρωτας τής επιτυχίας διαφθείρει. Το κυνήγι της υστεροφημίας είναι το πιο χυδαίο σπορ.