Κύριε, ακόμα μια γυναίκα αμαρτωλή πολύ,
σαν η θεότητά Σου μες στην καρδιά της μίλησε, ανάλαβε να γίνει μυροφόρος,
και κλαίγοντας να φέρει μύρα για Εσένανε, προετοιμάζοντας κατάλληλα τον ενταφιασμό Σου.
Αλλοίμονο μου, ολόλυζε,
σκοτάδι μέσα μου παχύ, οίστρος ακολασίας,
της αμαρτίας έρωτας, γεμάτος ζόφο κατασκότεινο υπάρχει.
Δέξου από μένα, Κύριε, τους ποταμούς μου των δακρύων,
Εσύ που της Θαλάσσης το νερό, σε σύννεφα το μεταβάλλεις.
Σκύψε με καλοσύνη στους στεναγμούς μου τους καρδιακούς,
Εσύ που έκαμψες τους ουρανούς,
με την ασύλληπτη ενσάρκωση Σου.
Θέλω τα άχραντα πόδια Σου να τα καταφιλήσω,
θέλω να τα σπογγίσω με της κεφαλής μου τα μαλλιά. Αυτά τα πόδια, που όταν το περπάτημά τους μες τον Παράδεισο
η Εύα αφουγκράσθηκε, κρύφτηκε από φόβο.
Σωτήρ μου, ψυχοσώστα, σαν ποιος και τάχα
να μπορεί να εξιχνιάσει πράγματι
τα πλήθη των αμαρτιών μου,
αλλά και της αγάπης Σου την άβυσσο;
Μη με παραβλέψεις εμένανε τη δούλη Σου,
Συ, Κύριε, που έχεις αμέτρητο το έλεος.