Κάνοντας περίπατο μια μέρα, στην πόλη Βαλμόν της Ελβετίας, συνοδεία ενός καλού του φίλου, ο γνωστός μεγάλος Γερμανοτσέχος ποιητής Ράϊνερ Μαρία Ρίλκε (1875-1926), ευρισκόμενος σχεδόν στην τελευταία φάση της ζωής του, πάσχοντας από λευχαιμία, από την οποία τελικώς και πέθανε, συνάντησε μια γηραιά γυναίκα που ζητούσε ελεημοσύνη.
- Δώστε μου κάτι για να μπορέσω ν’ αγοράσω το ψωμί μου, τους είπε.
Ο Ρίλκε περπατώντας κρατούσε στα χέρια του ένα όμορφο τριαντάφυλλο και το "απολάμβανε" παίζοντάς το στα δάχτυλά του. Αυτονόητα έκανε την κίνηση της προσφοράς αυτού του όμορφου λουλουδιού σε εκείνη την γυναίκα.
- Ορίστε, κυρία, είναι για σας, της είπε.
- Δεν σου ζήτησε λουλούδια, κραύγασε εκνευρισμένος για την χειρονομία του φίλου του ο συνοδός-φίλος του Ρίλκε! Να φάει θέλει! Ψωμί δεν έχει, τι να το κάνει το λουλούδι σου…;
Και τότε τον διέκοψε διαμαρτυρόμενη εκείνη η γηραιά κυρία, λέγοντάς του:
- Όχι, κύριε, κάνετε λάθος. Μη βρίζετε τον φίλο σας. Κάνετε λάθος. Ο φίλος σας μου έκανε πολύ μεγαλύτερο καλό από το να μου έδινε ένα νόμισμα για το ψωμί μου. Με είδε και με αξιολόγησε όχι σαν ένα άδειο στομάχι, αλλά σαν ένα πρόσωπο. Μου έδωσε λόγο να υπάρχω για πολλές μέρες. Το ψωμί θα με συντηρούσε μόνο για μια-δυο μέρες.