- Συγγραφέας: Μαρτζούχος π.Θεοδόσιος
Για την Εκκλησία του Χριστού προσευχή είναι η αναστροφή του ενδιαφέροντος και της προσοχής του ανθρώπου από τον εαυτό του προς τον Χριστό. Η προσπάθεια ελευθερίας από την εγωιστική αυτοαναφορικότητα στην ελευθερία της αγάπης.
Το μέγεθος και το βάρος της εγωιστικής φίλαυτης αγάπης κάνει κατ᾿ αναλογίαν δύσκολη την προσευχή. Ενώ όλες οι θρησκευτικές εκφράσεις και εκδηλώσεις συνηθίζονται, για την προσευχή ισχύει ὅτι «ἕως τή στερνή μας πνοή, χρειάζεται ἀγῶνα» (ἀββᾶς Ἀγάθων Θ΄, Εἶπε Γέρων, ἐκδ. Ἀστέρος, 1996).
Η προσευχή των χριστιανών έχει δύο μορφές. Την προσωπική ή οικογενειακή, στο «ταμιεῖον» (Ματθ. 6,6), όπως λέει το Ευαγγέλιο, και την από κοινού με τους αδελφούς στις λατρευτικές συνάξεις και την Ευχαριστία. Η Εκκλησία με την κοινή προσευχή ως σώμα και «οικογένεια» Χριστού προσπαθεί, με την μουσική επένδυση των λόγων της κοινής λατρείας και προσευχής, να διευκολύνει τα μέλη της στο να προσεύχονται. Όμως πλέον είμαστε σε εποχή που η εκ «φύσεως» δυσκολία αυξήθηκε και από την έλλειψη κατανοήσεως της γλώσσας. Η μετάφραση είναι πλέον αδήριτος ανάγκη. Την επιβάλλει η πραγματικότητα.
Το θέμα είναι μεγάλο και οι ενστάσεις πολλές. Ας δούμε τις βασικότερες.
Πρώτη ένσταση είναι ότι χάνεται (με την μετάφραση) η ομορφιά και η ακριβολογία της αρχαίας γλώσσας. Αυτό το “επιχείρημα” μοιάζει με την ένσταση των αρχαίων εκείνων αιρετικών που θεωρούσαν τον τρόπο γέννησης του Χριστού διά της φυσικής ανθρώπινης οδού, ως πράγμα “ακαλλές”! Κατ᾿ αναλογίαν, κάποιοι, θεωρούν την χρήση της καθημερινής γλώσσας απαράδεκτη για την ομορφιά της Θ. Λειτουργίας, ξεχνώντας ότι “πᾶσα ἡ δόξα τῆς θυγατρός τοῦ Βασιλέως ἔσωθεν” (Ψαλμ. 44,14).
Δεν είναι η γλωσσική μορφή το ουσιώδες, η γλώσσα είναι το περιτύλιγμα. Άραγε δεν θα ειδωλολατρεί η Εκκλησία του Χριστού “θεοποιώντας” ένα γλωσσικό σχήμα, αφού στην δική μας Εκκλησία δεν υπήρξε ποτέ διδασκαλία για ιερές γλώσσες ή γλώσσες του Σταυρού; (ελληνικά, λατινικά, εβραϊκά, στην επιγραφή του Πιλάτου στον Σταυρό!).
Δεν είναι το κάλλος της γλώσσης ο λόγος που χρησιμοποιήθηκαν τα ελληνικά, αλλά η διάδοσή τους σχεδόν “ἀπ’ ἄκρου εἰς ἄκρον” του τότε μεσογειακού κόσμου. Αν άλλη γλώσσα μιλιόταν, θα γινόταν χρήση εκείνης, ως επικρατούσης γλώσσας.
Η ποιητική δυναμική και η ακριβολογία της αρχαίας ελληνικής γλώσσας είναι μεγάλα και σπουδαία θέματα και όποιος τα αγνοεί λαθεύει. Αλλ᾿ όμως δεν μπορεί να είναι προαπαιτούμενα για την σχέση με τον Χριστό και την Εκκλησία. Μακάρι να γινόταν να συνδυαστούν. Σήμερα όμως, σε μια εποχή “φασιστικής” απλοποίησης των πάντων, είναι εξωπραγματικό να πιστεύουμε ότι μπορούν να συνδυαστούν, και τελικώς να κλείνουμε τον δρόμο προς τον Χριστό στους περισσότερους, “διά τήν παράδοσιν ἡμῶν”.
Δεύτερη ένσταση είναι ότι η γλώσσα είναι πλέον καθιερωμένη παράδοση της Εκκλησίας και δεν επιτρέπεται αλλαγή, αφού εξαγιάστηκε από την χρήση αιώνων. Όμως είναι θεολογική τραγωδία να μην έχουμε ξεκάθαρο μέσα μας το ότι παράδοση είναι ο Χριστός και η διδασκαλία της σωτηρίας των ανθρώπων και όχι τα καιρικά σχήματα. Αποκάλυψη είναι ο Χριστός, και συνεπώς τα βιβλικά κείμενα έχουν αξία (σε όποια γλώσσα) επειδή είναι Λόγος για την Αποκάλυψη-Χριστό! Καθετί που εμποδίζει την γνωριμία με τον Χριστό πρέπει να “αἴρεται”, για να γίνεται εύκολος και καθαρός από εμπόδια ο δρόμος προς τον Χριστό. Άλλωστε ο Χριστός δεν ήρθε να εξαγιάσει πολιτιστικά εκδηλώματα, και αυτό μας το έδειξε με την στάση Του για τις παραδόσεις των Εβραίων (Μάρκ. 7, 8-9) και την γλώσσα τους (Μάρκ. 7, 6-7). Και όπως διασαφηνίζει για δική μας χρήση ένας σύγχρονος άγιος, ο όσιος Σιλουανός: “Και αν υποτεθεί πως για την α΄ ή β΄ αιτία η Εκκλησία θα έχανε όλα τα βιβλία της, δηλαδή την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη, τα έργα των Πατέρων και τα Λειτουργικά βιβλία, τότε η παράδοση θα αποκαθιστούσε την αγία Γραφή, έστω όχι με τις ίδιες λέξεις, έστω σε άλλη “γλώσσα”, αλλά πάντως θα την αποκαθιστούσε” Γέρ. Σιλουανός σελ. 92. Για να μη θυμίσουμε εν προκειμένω την επισήμανση του αγίου Ιερομάρτυρα Κυπριανού, επισκόπου Καρχηδόνος (258 μ.Χ.) ότι “η επίκληση της αρχαιότητος μιας παραδόσεως δεν είναι απαραιτήτως τεκμήριο γνησιότητος, μπορεί να είναι χρονία πλάνη”!
Η ένσταση για το ότι την εποχή της Τουρκοκρατίας (που ήταν εποχή άγνοιας και σκοταδιού) δεν χρειάστηκε αλλαγή της γλώσσας και συνεπώς ούτε και σήμερα, είναι απλώς εξωπραγματική. Η Τουρκοκρατία έχει τα δικά της δεδομένα και οι κοινότητες των Ρωμιών τότε είναι κολεκτιβιστικές. Έχουν το σχήμα κοινότητας, αλλά ουσιαστικά τα πρόσωπα υπάρχουν μόνο ως υπηρέτες της συντήρησης της κολεκτιβιστικής κοινότητας. Έξω από το μαντρί το πρόβατο το έτρωγε ο λύκος! Η Εκκλησία του Χριστού όμως δεν φιλοδοξεί να είναι... μαντρί! Τότε, ίσως χρειαζόταν να είναι, τώρα, και να θέλει, δεν γίνεται. Τότε οι άνθρωποι υπήρχαν επειδή υπήρχε η κοινότητα, σήμερα είμαστε στο εντελώς αντίθετο σχήμα της αυτονομίας, ούτε καν της συνειδητής ενοριακής σχέσεως. Τότε ο άνθρωπος είχε μόνο υποχρεώσεις. Σήμερα έχει μόνο δικαιώματα. Το “τώρα” είναι άθλιο κατά την γνώμη κάποιων, αλλά και το “τότε” δεν πρέπει να γοητεύει την Εκκλησία του Χριστού!
Η ελευθερία να πραγματοποιήσει κανείς είτε το καλό είτε το κακό, είναι όρος απαράβατος και προϋπόθεση ανυπέρθετη για την συμμετοχή στην Εκκλησία... “ὅστις θέλει...”.
Για τους τότε χριστιανούς δεν υπήρχε θέμα γλώσσας, όχι επειδή καταλάβαιναν τα λεγόμενα και τα τελούμενα, αλλά γιατί εμπιστευόντουσαν τον παπά και τον δεσπότη. Σήμερα οι άνθρωποι ούτε θέλουν να εμπιστευθούν ούτε... μπορούν, αφού οι ίδιοι οι κληρικοί ζουν με τρόπο αναξιόπιστο, και στα κηρύγματα ακόμα “πιπιλίζουν” την γνωστή καραμέλα, ότι τα Μυστήρια τελούνται από τον Χριστό. Φυσικά από τον Χριστό τελούνται, αλλά δια των ιερέων. Αν ο κληρικός δεν “παίζει” ρόλο, τότε έφτασε η εποχή χειροτονίας ρομπότ για διπλή εξασφάλιση: και παροχή υπηρεσιών και έλλειψη προβλημάτων.
Είναι προφανές λοιπόν ότι δεν υπάρχει αναλογία δεδομένων. Το επιχείρημα είναι εξωπραγματικό. Πρέπει να δούμε και να αντιμετωπίσουμε τα τωρινά δεδομένα, σήμερα. Οι πρόγονοί μας αντιμετώπισαν τα θέματα που είχαν, όπως τότε αυτοί έκριναν, και τώρα πλέον αυτοί βρίσκονται στην κρίση του Θεού. Για μας είναι υπεκφυγή να αναζητούμε στο παρελθόν μοτίβα λύσεων των προβλημάτων του “τώρα”.
Η βασική αρχή της «υπ’ ουρανόν» Εκκλησίας να μη επιβάλλει μια γλώσσα, αλλά η προσευχή να γίνεται στις τοπικές γλώσσες και τα ιδιώματα, είναι καθοδηγητική και για τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα.
Και στις δύο μορφές προσευχής που προαναφέραμε επιδιώκεται το ίδιο σκοπούμενο. Να αγαπήσουμε τον Χριστό βαθύτερα και ουσιαστικότερα και να Τον βλέπουμε στο πρόσωπο κάθε αδελφού. Να προσευχόμαστε με αμεσότητα. Η γνώση και η συνείδηση των λεγομένων είναι απαραίτητη προϋπόθεση σχέσεως. Και οπωσδήποτε, απαιτείται «θράσος» να ζητάμε να μας ακούσει, ενώ εμείς δεν καταλάβαμε τί Του είπαμε!!!
Η ανάγκη και το σωστό είναι, ο χριστιανός, «συναγόμενος» στην Ευχαριστία ή στις ακολουθίες, να μπορεί να προσεύχεται μαζί με τον ιερέα, και όχι να πρέπει να σκέφτεται τι λέει ο ιερέας, ακόμη και αν είναι κατανοητή η γλώσσα. Πολύ περισσότερο όταν ο χριστιανός βρίσκεται στην κατάσταση που επισημαίνει ο απόστολος Παύλος (Α΄ Κορ. 14,16), δηλαδή να μη μπορεί να πει το αμήν, αφού τίποτε δεν κατάλαβε από τα λεγόμενα!
Τα Μυστήρια της εκκλησίας και εξηγούνται και κατανοούνται, όσον αφορά στην προσευχή και τα τελούμενα.
Άγνωστο-Μυστήριο είναι ο τρόπος παρέμβασης του Χριστού δια του Αγίου Πνεύματος, στην μεταβολή των Δώρων της Ευχαριστίας ή του Ευχελαίου ή της καθιέρωσης των χειροτονιών ή του Αγιασμού και γενικώς των όποιων Μυστηρίων ή πράξεων.
Ο Χριστός και οι ενέργειές Του είναι υπέρ λόγον. Τα τελούμενα από μας και δι᾿ ημών είναι και πρέπει να είναι στο χώρο της λογικής και της κατανόησης. Αλλιώς είναι στον χώρο της μαγείας. Και ο ιερέας, αντί διάκονος της σωτηρίας των αδελφών, καταντά «ο μάγος της φυλής». Χωρίς τουλάχιστον γνώση-κατανόηση των λεγομένων στην Θ. Ευχαριστία ή τα Μυστήρια, ο δρόμος είναι επικινδύνως ολισθηρός για ένα “μαγικό” προσανατολισμό στον οποίον, από μεν τους κληρικούς, θα ισχύει το “ἡ ἰσχύς ἐν τῇ ἀσαφείᾳ”, από δε τους πιστούς, μια αφασιακή “συμμετοχή” σε λεγόμενα και τελούμενα που δεν ζητούν την δική τους μετοχή, παρά μόνον σωματικά, και από των οποίων την τελετουργία αναμένεται η σωτηρία! (Γαλάτας 5, 2)
Δεχθείτε λοιπόν αδελφοί τον ατελή κόπο αυτής της προσπάθειας σαν μια έκφραση αγωνίας να στηριχθεί ο λαός του Θεού στην συνειδητότητα ότι η Εκκλησία είναι ο οίκος του Πατρός του (Πάτερ ημών), μέσα στον οποίο είναι αυτονόητη η απαίτηση να κατανοεί τουλάχιστον τα λεγόμενα, σ’ όποια πνευματική ηλικία και αν ευρίσκεται. Άλλωστε ο κόπος αυτός στόχο και σκοπό έχει, όχι το να γίνει “ιεραποστολικό τρύκ” ή “επικοινωνιακό εφέ”, αλλά υποδομή και συνθήκη καρποφορίας για τους χριστιανούς που βρίσκονται ήδη μέσα στην Εκκλησία . Δεν αυταπατόμαστε ότι με τέτοιες προσπάθειες θα συνάξουμε τα τέκνα του Θεού τα διεσκορπισμένα, αυτό είναι πολύ δύσκολη υπόθεση, αλλά προσπαθούμε να υπάρξουν συνθήκες “γῆς ἀγαθῆς” (Λουκ. 8,8) ώστε, όσοι θέλουν, να κάνουν “καρπόν, ὅ μέν ἑκατόν, ὅ δέ ἑξήκοντα, ὅ δέ τριάκοντα” (Ματθ. 13,8). ΑΜΗΝ
Ας ευχόμεθα, όλοι υπέρ όλων.