«Σουτ, σου είπα, μπα σε καλό σου για κορίτσι». Ένα χέρι πετάχτηκε και έστριψε το αυτί της. «Άουτς, ρε γιαγιά». «Άχνα μη βγάλεις. Άκου τον παπά, άκου τους ψάλτες». Η μικρή κατσούφιασε και έστρεψε το βλέμμα προς τα κάτω. Έβλεπε με λεπτομέρεια το μωσαϊκό, τις μικρές κόκκινες ψηφίδες, τις ξυλόγλυπτες καρέκλες με τα λουλουδάκια στα πόδια, ύστερα χασμουρήθηκε με θόρυβο και έστρεψε με ανοιχτό στόμα το βλέμμα στον ουρανό. «Ουάου, η πλα-τυ-τέ-ρα των Ου-ρα-νών», διάβασε συλλαβιστά. «Τι ωραία Παναγία, γιαγιά, πόσα αστέρια έχει γύρω. Έχει και μαντίλι στο κεφάλι της, κοίτα, κρατάει αυτό το στρουμπουλό μωράκι», φώναξε η μικρή. Η γιαγιά συνοφρυώθηκε. «Ουφ, βαρέθηκα, ρε γιαγιά» και πήρε να κλοτσάει και με τα δυο της πόδια την καρέκλα τής μπροστινής της. Η μπροστινή αποδοκίμασε με δολοφονικό βλέμμα τη γιαγιά για τη διαγωγή τής μικρής. «Βα-ρέ-θη-κα, σου λέ-ω». «Σουτ, παιδί μου, μπα σε καλό σου, δεν θα ακούσουμε λειτουργία σήμερα. Σ’ το ορκίζομαι θα βγεις έξω…» «Να βγω; Τρέχω».
«Κάτσε εδώ και μην κουνηθείς. Τώρα τελειώνει, θα κοινωνήσεις σε λίγο».
«Δεν θέλω, ρε γιαγιά».
Εκείνη την ώρα, ένας μεγάλος δίσκος από γυαλιστερό ασήμι βγήκε προς τους πιστούς. Η μικρή φώτισε νομίζοντας ότι είχε γλυκά για κέρασμα πάνω, άρχισαν να της τρέχουν τα σάλια. «Είναι για την αποπεράτωση του ναού», άκουσε μια γριά από πίσω να λέει σε μια άλλη. Η μικρή γύρισε να τις δει και της ήρθε μια άσχημη μυρωδιά από τα χαλασμένα δόντια της πρώτης. «Μπλιαξ». «Σουτ, παιδί μου, κορίτσι είσαι εσύ ή διάολος;» «Αμάν, ρε γιαγιά, δεν έκανα τίποτα». Εκείνη την ώρα εμφανίστηκε πάνω στο βήμα ο πάτερ Κωνσταντίνος και πολλά ξύλινα περιστέρια έτοιμα να πετάξουν. «Σουουουτ», τώρα όλες οι γριές με ένα στόμα, μια φωνή, έδωσαν σήμα για να πέσει άκρα του τάφου σιωπή. Η γιαγιά τον κοίταζε με προσοχή με έναν κρυφό πόθο, και αυτό έκανε τη μικρή να κρυφογελάει. Της θύμιζε τον δάσκαλό της, όλες οι μαμάδες στη γιορτή του τού έκαναν δώρα κασκόλ και πουλόβερ, για να μην κρυώσει. Ο παπάς άρχισε με τρεμάμενη φωνή το κήρυγμα της Κυριακής.
Προτρέπει όλους τους πιστούς να είναι ταπεινοί, εκείνη σκύβει το κεφάλι γιατί έχει βάλει τα χέρια στα αυτιά και τον ακούει διακεκομμένα, το βουητό στα αυτιά τής προκαλεί σπαστικό γέλιο. «Ο Χριστός θα μας χτυπήσει την πόρτα και εμείς πρέπει να του ανοίξουμε» – η μικρή σκέφτεται ότι δεν πρέπει να ανοίγουμε σε κανέναν την πόρτα. Ο παπάς συγκινείται. Μιλάει για τη Σταύρωση, βήμα βήμα περιγράφει το θείο δράμα, η φωνή κομπιάζει, ένας λυγμός ξεσπά, ο παπάς είναι φοβερός, ναι, είναι γεγονός, ο παπάς κλαίει, οι γιαγιάδες κλαίνε, ο παπάς δυναμώνει τη φωνή, ανοίγει τα χέρια σαν φτερά, οι γιαγιάδες επιταχύνουν τον σταυρό που κάνουν, κουνάνε τα κεφάλια, βγάζουν μαντίλια, συναχωμένες οι περισσότερες, αρχίζουν ένα μαζικό φύσημα μύτης, ο παπάς δυναμώνει κι άλλο τη φωνή, οι γιαγιάδες από κάτω παραληρούν, υπνωτισμένες, μαγεμένες από τον παπά θα ανοίξουν όλες τις πόρτες στον Χριστό, ο παπάς σε ένα δυναμικό κρεσέντο ψέλνει το «Δι’ ευχών», τα δάκρυα πέφτουν βροχή, οι γιαγιάδες με έναν βαρύ αναστεναγμό λυτρώνονται και η μικρή ενθουσιασμένη ξεχνιέται και αρχίζει να χειροκροτάει φωνάζοντας: «Μπράβο, μπράβο»… Δεν κατάλαβε πού έμεινε το δεξί της αυτί, γιατί το αριστερό κόπηκε και πετάχτηκε έξω.
Γράφει η Μαριαλένα Σπυροπούλου
* Η Μαριαλένα Σπυροπούλου είναι συγγραφέας. Η νουβέλα με τίτλο «Ρου» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο
Θεματολογικές ετικέτες